ΒΟΣΤΩΝΗ. Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος με συνέντευξή του στον «Εθνικό Κήρυκα» αναλύει τα επί μέρους προβλήματα
που ανέκυψαν λόγω της δήλωσης αποχής των Πατριαρχείων Βουλγαρίας και
Αντιοχείας από τη Μεγάλη Σύνοδο και υπενθυμίζει ότι η σύγκλησή της, η
δομή και η θεματολογία της, αποφασίστηκαν από κοινού από όλες τις
Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ο Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος, είναι εκ των κορυφαίων και λογίων ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος,
καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κάτοχος πολλών ξένων
γλωσσών, είπε πως «στην τελευταία Σύναξη των Προκαθημένων του Ιανουαρίου
του 2016 στο Σαμπεζύ, όπως και στην προλαβούσα το 2014 στην
Κωνσταντινούπολη υπεγράφησαν από όλους τους προκαθημένους και τους
αντιπροσώπους των Εκκλησιών οι ημερομηνίες και ο τόπος πραγματοποίησης
της Μεγάλης Συνόδου με μία συγκεκριμένη ατζέντα και θεματολογία. Εάν κάποιες Εκκλησίες από τον Ιανουάριο μέχρι σήμερα,
δηλαδή περίπου έξι μήνες, αντιλήφθησαν ότι υπάρχει μία θεματολογία που
δεν τους ικανοποιεί και κάποια άλλα προβλήματα τα οποία δεν είχαν τεθεί,
νομίζω ότι αυτό δεν είναι πλέον θέμα της παρούσης Συνόδου να το λύσει.
Θα μπορούσαν να τεθούν στη Σύνοδο αυτή τα προβλήματα και οι αντιλήψεις
και οι απόψεις και σε μία άλλη μέλλουσα Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων
Εκκλησιών θα μπορούσαν να τεθούν προς συζήτηση αφού πρώτα υποστούν και
μία σχετική επεξεργασία και προετοιμασία κυρίως σε αυτό το επίπεδο».
Στην ερώτηση άραγε είναι θέματα της θεματολογίας ή μήπως παίζονται παίγνια εξουσίας τα οποία εκπηγάζουν από τη Μόσχα,
είπε: «δυστυχώς με αφορμή την Μεγάλη Σύνοδο αναπτύσσεται μεθοδικά ένα
σχέδιο προκειμένου ορισμένες Εκκλησίες με πρωτοστατούσα την Εκκλησία της
Ρωσίας να δείξουν ότι και εκείνοι έχουν λόγο και ρόλο σε όλη αυτή τη
λειτουργία αυτής της Συνόδου που είναι μία Σύνοδος των Ορθοδόξων
Εκκλησιών». Πρόσθεσε πως «θεωρώ ότι ο Πατριάρχης Μόσχας θέλει να φανεί ότι είναι συνδιαχειριστής
και συμπρωταγωνιστής πλέον σ’ αυτό το μεγάλο ιστορικό και εκκλησιαστικό
γεγονός, κι όχι απλά μέλος μιας Συνόδου όπου αναγνωρίζει τον Πατριάρχη
το πρόσωπο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ως του Πρώτου, του ρυθμιστή
και του συντονιστή αυτού του γεγονότος».
Οταν τον ρωτήσαμε πώς νομίζει ότι μπορεί να ξεχνά το Πατριαρχείο
Μόσχας και ο Προκαθήμενός του ότι η Εκκλησία της Ρωσίας εκπήγασε από τα
σπλάχνα της Πρωτόθρονης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, είπε ότι «δεν
είναι ο μόνος ή το μόνο Πατριαρχείο που το ξεχνά αυτό, πολλά Πατριαρχεία
από τα νεότερα όπως και μερικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έχουν ξεχάσει πού οφείλουν την υπόστασή τους και την Αυτοκεφαλία τους σήμερα».
Συμπλήρωσε πως «επειδή πίσω από εκκλησιαστικά γεγονότα πάντοτε υπάρχουν και πολιτικές σκοπιμότητες,
φαίνεται αυτή τη στιγμή ότι η Εκκλησία της Ρωσίας όπως και κάποιες
άλλες Εκκλησίες θέλουν να εξυπηρετήσουν τέτοιου είδους πολιτικές
σκοπιμότητες και κατά τη γνώμη μου είναι πάρα πολύ λανθασμένη αυτή η
μέθοδος διότι αντιλαμβάνονται το γεγονός της Συνόδου όχι μόνο ως ένα
γεγονός Εκκλησιολογικό, αλλά κυρίως ως ένα μέσον εξωτερικής πολιτικής
και ίσως πολιτικών επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων».
Αναφορικά αν αυτό συνιστά έσχατη μορφή εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας,
είπε ότι «πάντοτε όποτε υπήρχε αλλοίωση του εκκλησιολογικού φρονήματος ή
της εκκλησιολογικής εικόνας μιας Εκκλησίας και ανάμειξη με τα πράγματα
του κόσμου και κυρίως με την πολιτική τότε βρισκόμαστε στο επίπεδο της
εκκοσμίκευσης».
Στην ερώτηση αν ήταν λάθος τελικά η χορήγηση αυτοκεφαλίας
στις κατά τόπους Εκκλησίες και αν έχει γίνει η Ορθόδοξη Εκκλησία ένα
σκορποχώρι που δεν συμμαζεύεται όπως το βλέπουμε τώρα, απάντησε: «αυτό
είναι ένα ιστορικό λάθος που δυστυχώς τείνει να διαιωνιστεί μέσα στο
Σώμα της Εκκλησίας σε μία μορφή πολυδιάσπασης, αλλά δυστυχώς τα λάθη
κάποια στιγμή πληρώνονται μέσα στην ιστορία».
Οταν τον ρωτήσαμε αν μέσα σ’ αυτό το λάθος θα συμπεριλάμβανε και
την Εκκλησία της Ελλάδος και μάλιστα με τον τρόπο που απέκτησε την
αυτοκεφαλία με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη τότε, είπε: «δεν νομίζω ότι το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος,
ούτε ως προς τα κίνητρα ούτε και την αφορμή, ήταν ανάλογο με την παροχή
αυτοκεφαλιών σε άλλες Εκκλησίες που είχαν καθαρά, εθνοφυλετική
διάσταση». Συμπλήρωσε πως «στην περίπτωση της Εκκλησίας της Ελλάδος
υπήρχαν δυσκολίες κυρίως ως προς την ανταπόκριση για λόγους καθαρά
ιστορικούς και πολιτικούς της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στη
διαχείριση εκκλησιαστικών θεμάτων μέσα στα όρια της τότε ελληνικής
επικράτειας εξ’ αιτίας του φαινομένου της Τουρκοκρατίας που είχε
προηγηθεί».
Ο Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος είπε ακόμα πως «οι Εκκλησίες οι οποίες δήλωσαν ότι δεν θα έλθουν
θα καταλάβουν τη σημασία της απουσίας τους από τη Σύνοδο και στο τέλος
θα υποχωρήσουν και θα έλθουν». Εξήγησε πως «δεν θα υποχωρήσουν με την
έννοια της ήττας, αλλά απλά θα καταλάβουν ότι η παρουσία τους θα είναι
σημαντικότερη από την απουσία τους».
Τόνισε πως «και βέβαια πρέπει να έλθουν, διότι Σύνοδος είναι το κατ’ εξοχή όργανο με το οποίο η Εκκλησία εκφράζει την ενότητά της»
και υπογράμμισε πως «μέσα από αυτή τη Σύνοδο οι Ορθόδοξες Εκκλησίες θα
βγουν ενωμένες και ότι πραγματικά είναι και όχι απλά ότι μπορούν να
γίνουν η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και συγχρόνως η
ελπίδα μου είναι ότι θα μπορέσουν όλες μαζί οι Εκκλησίες να δώσουν ένα
μήνυμα ελπίδας μέσα από αυτό το μήνυμα ενότητας και κοινωνίας σ’ ένα
κόσμο τόσο πολύ διασπασμένο και κατακερματισμένο και μέσα από αυτή την
ελπίδα να τους δώσουν μία προσδοκία μέλλοντος».