Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

«ΓΥΝΑΙΚΑ – ΓΑΜΟΣ – ΙΕΡΟΣΥΝΗ»: ΤΟ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ «ΣΥΝΑΞΗΣ» (ΑΡ. 142)


«Γυναίκα – Γάμος – Ιεροσύνη»: Το νεογέννητο αφιέρωμα της «Σύναξής» μας (αρ. 142).


Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο
Ένα θέμα απλοσύνθετο:
Γυναίκα – Ιεροσύνη – Γάμος.
Το τεύχος μας αυτό δεν έχει τρία παράλληλα θέματα. Ο τίτλος του, δηλαδή, δεν εννοεί ότι το ένα τρίτο του αφιερώματος αφορά τη γυναίκα, το άλλο τρίτο την ιεροσύνη και το τελευταίο τρίτο τον γάμο. Το θέμα του τεύχους είναι έ ν α . Τρισύνθετο μεν, αλλά πάντως ένα, σαν χημική ένωση τριών στοιχείων που εν τέλει συνιστά μια ουσία. Το εξηγώ:
Το αφιέρωμά μας ξεκινά με την εξέταση της θέσης της γυναίκας στην εκκλησιαστική ζωή, και ειδικά σε σχέση με την ιεροσύνη. Αυτό μας πηγαίνει σε δύο ερωτήματα: αφ’ ενός στο αν η γυναίκα μπορεί να λάβει ιεροσύνη, και αφ’ ετέρου στο πώς υπάρχει η γυναίκα ως σύζυγος ιερέως. Παρόμοια, το τεύχος δεν εξετάζει την ιεροσύνη γενικά, αλλά προσεγγίζει ειδικά τα ερωτήματα για τη σχέση της ιεροσύνης με τη γυναίκα, του ιερέα με τη γυναίκα του και του μυστηρίου της χειροτονίας με το μυστήριο του γάμου. Ιδωμένο αυτό από τη σκοπιά του γάμου, λέμε ότι στο αφιέρωμά μας δεν προσεγγίζεται ο γάμος καθαυτόν ή γενικά σε αντίστιξη προς την αγαμία, αλλά εξετάζεται ειδικά ως γάμος κληρικών, με εστίαση στις συζύγους και στα ερωτήματα για τη δυνατότητα σύναψης γάμου μετά τη χειροτονία ή μετά τη χηρεία κληρικού.
Τα κριτήρια και οι προθέσεις των επιθυμούντων να ιερωθούν, τα κριτήρια και οι προθέσεις των υποψηφίων κληρικών που βούλονται να συνάψουν γάμο, τα κριτήρια και οι προθέσεις των υποψηφίων κληρικών που δεν προχωρούν σε γάμο, όλα έχουν, φυσικά, καταλυτική σημασία. Χρωματίζουν σε εξαιρετικό βαθμό την ποιότητα της ποίμανσης, δίνουν τον τόνο στην ατμόσφαιρα του σπιτικού, σημαδεύουν την παρουσία της γυναίκας, βαραίνουν την ανάσα των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Όποτε συμβεί τέτοια λοίμωξη, θάλλει ο γογγυσμός και η απαξίωση: «Τι του χρειάζεται κάποιου ανθρώπου η ιεροσύνη, αν δεν πρόκειται απ’ αυτήν να βγάζει μεροκάματο, ή ακόμα και να πλουτίσει ή, ακόμη περισσότερο, να κερδίσει τον επισκοπικό θρόνο κάποιας πλούσιας μητρόπολης;». Αν ο πόθος του χρήματος ή της εξουσίας συνθλίβει τα πάντα, συνθλίβει και την ιεροσύνη και τον γάμο. Ο γάμος εξευτελίζεται είτε σε όρο ο οποίος εξ ανάγκης πρέπει να υπάρξει ώστε να αποκτήσει κάποιος (έγγαμη) ιεροσύνη, είτε σε κάτι που εξ ανάγκης πρέπει να λείπει ώστε να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση στον επισκοπικό βαθμό. Εργαλείο άπνοο σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εντελώς άσχετο προς τη λογική των χαρισμάτων (χαρίσματος γάμου και χαρίσματος παρθενίας) που μας έχει παρουσιάσει ο Παύλος (1 Κορ. 7:7).
Κάποιος βεβαίως μπορεί να διαρρήξει τα ιμάτιά του για τον παραπάνω γογγυσμό, βρίσκοντάς τον ισοπεδωτικό και άδικο. Και στο βαθμό που γενικεύει, ναι, γίνεται όντως άδικος. Αλλά δεν είναι διόλου ανερμάτιστος – δυστυχώς! Είναι γογγυσμός επίκαιρος και ταυτόχρονα διαχρονικός. Δεν είναι λόγια κάποιου μεμψίμοιρου τυχόντα, αλλά ύμνος του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου [1]!
Κάποια από τα ζητήματα που θίγει το αφιέρωμά μας είναι θεολογικώς λυμένα, άλλα στασιάζονται. Η θεολογία έχει προχωρήσει εδώ και καιρό τη συζήτηση. Όμως υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα που θέλουν αντιμετώπιση στην πράξη, και δη αντιμετώπιση με γερά θεολογικά κριτήρια. Για παράδειγμα, η χειροτονία των γυναικών ως διακονισσών είναι στοιχείο της εκκλησιαστικής παράδοσης, κι όμως σήμερα αποτελεί αίτημα που δεν το αντέχει η πλειονότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ελπιδοφόρο σημείο αποτελεί το γεγονός ότι μετά τις αποφάσεις της Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων (Ιούνιος 2016), το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας προχώρησε σε χειροθεσία διακονισσών της ιεραποστολής (17 Φεβρουαρίου 2017). Την απόφαση την έλαβε η Σύνοδος του Πατριαρχείου, μετά από εισήγηση του Μητροπολίτη Καμερούν κ. Γρηγορίου (18 Νοεμβρίου 2016), του οποίου –υπενθυμίζουμε– είχαμε δημοσιεύσει σχετικό μελέτημα προ έξι ετών [2]. Η ιεραποστολή δείχνει για μια ακόμη φορά δρόμους στις «παλαιές» εκκλησίες, κι ευχόμαστε η πρωτοβουλία αυτή να είναι η αρχή, να προκόψει σε χειροτονία και να απλωθεί – και στη μουδιασμένη ελλαδική Εκκλησία, η οποία ουδεμία εύφορη απόφαση της Συνόδου της Κρήτης φαίνεται να γεωργεί (και μάλιστα παρά τη δυνατότητα την οποία η Σύνοδος αναγνώρισε στις τοπικές εκκλησίες, να αντιμετωπίζουν οι ίδιες μια σειρά προβλημάτων).
Για τα στοιχεία που συνθέτουν το αφιέρωμά μας γράφουν από τη σκοπιά της ερευνήτριας οι Ελένη Κασσελούρη, Βάλερυ Καρρά και Ελένη Καραγιάννη, από την πλευρά της πρεσβυτέρας οι Χριστίνα Παπαθέου, Κατερίνα Πενιρτζή, Αγγελική Τζούβαλη και Κυριακή Τριανταφυλλίδου, και από την σκοπιά του κανονικού δικαίου και της ζωντανής μαρτυρίας οι Θεόδωρος Γιάγκου και π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος. Πλάι στο αφιέρωμα, δύο κείμενα θίγουν ζητήματα της μείζονος επικαιρότητας: ο Θανάσης Παπαθανασίου γράφει για το μαρτύριο, σε μια διεθνή συγκυρία όπου οι διωγμοί εντείνονται, και ο π. Ηλίας Καραλής για τη διαλογική και συμμετοχική φυσιογνωμία της λατρείας.
Τελικά, ποια είναι τα αυτονόητα; Ποια αυτονόητα δεν είναι στις μέρες μας αυτονόητα; Ποια ζητήματα χρειάζονται ακόμη εξερεύνηση; Συμβαίνουν όλα μαζί! Το τεύχος μας το τρισύνθετο είναι ταυτόχρονα και απλό και σύνθετο!
ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Σημειώσεις:
1. Συμεών Νέος Θεολόγος, Ύμνος 19, Διδασκαλία συν θεολογία, εν η και περί ιερωσύνης…, SC 174 (1971), σ. 96. : «Τι δε και χρήζει άνθρωπος ιερωσύνην έχειν, / εάν μη εν εκ των τριών τούτων κερδάνη· / ή την τροφήν τού σώματος ή πορισμόν χρυσίου / ή θρόνον εκ των υψηλών επισκοπής πλουσίας;». Και συνεχίζει παρακάτω ο Συμεών την ελεεινολόγηση: ««Ω τόλμης, ω φρονήματος Ιούδα του προδότου».
2. Μητροπολίτης Καμερούν Γρηγόριος, «Η επαναφορά του θεσμού των διακονισσών εις την Ορθόδοξον ιεραποστολήν», Σύναξη 118 (2011), σσ. 25-41.