Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύναξη 118 (2011), σσ. 25-41.
Μητροπολίτης
Καμερούν Γρηγόριος
Ἡ
ἐπαναφορά τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν
εἰς
τήν Ὀρθόδοξον ἱεραποστολήν.
Διευκρίνιση της Σύναξης:
Όπως είναι γνωστό, εδώ και πολύν καιρό
συζητείται (άλλοτε πραγματικά και άλλοτε κατ' ευφημισμόν) η γυναικεία παρουσία
στον εκκλησιαστικό οργανισμό, και ειδικότερα δύο διακεκριμένα ζητήματα: αφ'
ενός η χειροτονία της γυναίκας στον βαθμό της διακόνισσας, και αφ' ετέρου η
χειροτονία της (και) στους επόμενους βαθμούς της ιεροσύνης. Η σχετική
βιβλιογραφία είναι πλέον αρκετή και σοβαρή. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
του κειμένου που δημοσιεύουμε εδώ δεν έγκειται απλώς στις απόψεις που εκφράζει
(εξυπακούεται ότι εκφράζει την οπτική του συγγραφέα), αλλά στη συγκυρία του:
Αποτελεί εισήγηση η οποία έγινε στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας
στις 7 Οκτωβρίου 2009. Στο ερώτημά μας προς το Πατριαρχείο, αν έγινε δεκτή, μας
δόθηκε η απάντηση (15 Ιουλίου) ότι σχετική ανακοίνωση εκκρεμεί.
1. Εἰσαγωγή
Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας μέ σαφήνειαν διατυπώνει ὅτι ἡ τελειότης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου τοῦ
Θεοῦ ἀναφέρεται εἰς τό κοινὸν εἴδος τῶν δύο στοιχείων, ψυχῆς καὶ σώματος, τά
ὁποῖα εἶναι τά συστατικὰ τοῦ πρώτου
χοϊκοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν εἰδοποιὸν διαφορὰν τῆς ἀπολύτου κατά φύσιν ἀναμαρτησίας
διά τόν σαρκωθέντα Θεόν Λογόν. Τὸ φῦλον δὲν συνιστᾶ θεμελιῶδες στοιχεῖον τῆς
ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἀποτελεῖ «ἐπιφαινόμενον», στοιχεῖον ἐξωτερικόν,
καὶ ἄρα δευτερογενὲς.
Ἡ διηρημένη - πεπτωκυῖα ἀνθρωπίνη
φύσις, ἡ διάκρισις, δηλαδὴ εἰς ἄρρεν καὶ
θῆλυ, αἵρεται κατὰ τὴν Θείαν ἐνανθρώπισιν μυστικῶς-ὀντολογικῶς, καὶ ὄχι ἀσφαλῶς
βιολογικῶς. Ὁ ἁγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς παρατηρεῖ σχετικῶς: «...καὶ πρῶτον
ἑνώσας ὁ Χριστὸς ἡμῖν ἑαυτοῖς ἐν ἑαυτῷ διὰ τῆς ἀφαιρέσεως τῆς κατὰ τὸ ἄρρεν καὶ
θῆλυ διαφορᾶς, οἷς ὁ τῆς διαιρέσεως ἐνθεωρεῖται μάλιστα τρόπος, ἀνθρώπους μόνον
καὶ κυρίως τε καὶ ἀληθῶς ἀποδείξας , κατ’ αὐτὸν δι’ ὅλου μεμορφωμένους καὶ σῷαν
αὐτοῦ καὶ παντελῶς ἀκίβδηλον τὴν εἰκόνα φέροντας, ἧς κατ’ οὐδὲν τῶν φθορᾶς
γνωρισμάτων ἅπτεται...»[1].
Κατά ταῦτα, ὁ ἀνήρ καί ἡ γυνή
ταυτίζονται καί διαφοροποιοῦνται, «καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’εἰκόνα
Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θήλυ ἐποίησεν αὐτούς»[2]. Ταυτίζονται, διότι ἀμφότεροι
ἐδημιουργήθησαν «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ[3]
καί διαφοροποιοῦνται ὡς πρός τά ἐπί μέρους τῆς φύσεως ἑκατέρου ἰδιώματα, τά ὁποῖα
οὔτε ἐναλλάσσονται, οὔτε ἀνταλλάσσονται. Ἀνήκουν ὡστόσον εἰς τήν αὐτήν ἀνθρωπίνην
κοινότητα.
Ἡ Θεολογία
τῆς Ἐκκλησίας μας κηρύττει τήν ἰσοτιμίαν
τῶν δύο φύλων, ἀφοῦ ὑπάρχει μία φύσις, ἡ ἀνθρωπίνη, καί αἱ ὑφιστάμεναι
διαφοραί τῶν φύλων δέν σημαίνουν τίποτε ἄλλον, παρά ἀμοιβαίαν συνάρτησιν,
ἐξάρτησιν καί ἀλληλοσυμπληρουμένας λειτουργίας.
Ὁ Ἀδάμ
μάλιστα μέ τήν παρουσίαν τῆς Εὔας γνωρίζει τήν ἰδίαν του τήν φύσιν[4].
Αὐτήν τήν ἰσοτιμίαν ἀποδεικνύει ἐξ ἄλλου ἡ δημιουργία τῆς Εὔας ἐκ τῆς πλευρᾶς
τοῦ ἀνδρός. Ἐκ τῆς πλευρᾶς του ἀνοικοδομεῖται καί τοποθετεῖται εἰς τό πλευρόν,
παραλλήλως πρός τόν ἄνδρα καί δέν εἶναι οὔτε κεφαλή, ἀλλ’ οὔτε καί ὑποπόδιόν
του. Ἡ δέ χρονική διαφορά τῆς
δημιουργίας τῆς Εὔας δέν ἔχει δυσμενεῖς δι’ αὐτήν ἀξιολογικάς συνεπείας.
Ἀμφότεροι εἶναι ἰσότιμοι. Αὐτή ἡ ἰσοτιμία διασαλεύεται μέ τήν πτῶσιν τῶν πρωτοπλάστων,
μέ τάς γνωστάς δι’ αὐτούς καί δι’ ὅλον τό ἀνθρώπινον γένος θανατικάς συνεπείας.
Αὐτήν τήν ἀταξίαν, καθώς καί ὅλα τά κακά, ὅσα προέκυψαν ἐκ τῆς ἀρνήσεως τοῦ
ἀνθρώπου νά παραμείνη εἰς κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ, ἀναιρεῖ τό σχέδιον τῆς θείας
οἰκονομίας διά τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου[5].
2. Η θέσις τῆς γυναικός
εἰς την Καινή Διαθήκη. Ἡ Θεοτόκος Μαριὰμ.
Εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, ἡ θέσις τῆς γυναικός
καταξιοῦται κυρίως μέ τήν ἀνάδειξιν τῆς Μαρίας, τῆς κόρης τῆς Ναζαρέτ, εἰς
Θεοτόκον καί Παναγίαν. Ὅ,τι καλύτερον εἶχε νά προσφέρη ἡ ἀνθρωπότης εἰς τό
ἔργον τῆς σωτηρίας, αὐτό ἦτο μία γυναῖκα, ἡ «Κεχαριτωμένη», ἥτις «εὗρε χάριν
παρά τῷ Θεῷ»[6]. Ἡ
Θεόπαις Μαριὰμ διαδραματίζει μοναδικόν καί ἀνεπαναληπτον ρόλον εἰς τὴν πραγμάτωσιν τῆς προαιωνίου βουλῆς τοῦ Θεοῦ
Πατρός. Τοιουτοτρόπως, ἡ Θεοτόκος: «ὡς μείζονος ἀξίας αὕτη καὶ δυνάμεως
ὑπερτέρας μετασχοῦσα καὶ τῆς ἐκ τῶν οὐρανῶν χειροτονίας, ὑψηλῶν ὑψηλοτάτη καὶ
μακαρίου γένους βασιλὶς ἐφέστηκε»[7].
Ἡ Παναγία, ἥτις
δικαίως ὀνομάζεται καί νέα Εὔα, διά τῆς ὑπακοῆς της εἰς τήν προαιώνιον βουλήν τοῦ
Θεοῦ καί τῆς συνεργίας της εἰς τήν ἐνσάρκωσιν τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου Του, ἔφερε εἰς
τήν ἀνθρωπότητα τήν εὐλογίαν καί ἐγένετο τῆς χαρᾶς αἰτία, ἐνῶ ἡ Εὔα διά τῆς ἀνυπακοῆς
«τήν κατάραν εἰσωκίσατο»[8].
Ἐντός τῆς ἱστορίας
τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, χάριτι καί βουλῇ Θεοῦ, ἀλλά καί συνδρομῇ τῆς γυναικός, θά
δυνηθοῦν καί πάλιν, ἄνδρας καί γυναῖκα, νά εἶναι εἰς «σάρκα μίαν»[9]
καί νά πραγματοποιήσουν ὅ,τι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει σχετικῶς: «οὔτε γυνή χωρίς
ἀνδρός, οὔτε ἀνήρ χωρίς γυναικός ἐν Κυρίῳ»[10].
Ἡ Παναγία
καθίσταται τῦπος τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ Ἐκκλησία, ὡς καί ἡ Θεοτόκος, δέχεται τό
ἅγιον Πνεῦμα, τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ ὁποίου γεννᾶται ὁ Χριστός καί ἐπίσης τά τέκνα τῆς
νέας ἐν Χριστῷ ἀνθρωπότητος φέρονται εἰς τόν κόσμον.
Οὕτως, εἰς
τήν πατερικήν παράδοσιν προβάλλεται ἡ τυπολογική σχέσις τῆς μητρότητος τῆς
Θεοτόκου καί τῆς μητρότητος τῆς Ἐκκλησίας»[11].
Τήν ἀξίαν τῆς
γυναικός προβάλλει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἔχει εἰς τήν ἀκολουθίαν Του
γυναίκας, αἱ ὁποῖαι μάλιστα διηκόνουν Αὐτόν καί τούς συνοδούς Του ἐκ τῶν ὑπαρχόντων
αὐτῶν[12].
Πισταί καί ἀφοσιωμέναι γυναῖκες Τόν ἀκολουθοῦν ἕως τόν Γολγοθᾶ, μεριμνοῦν διά
τήν ταφήν Του καί λίαν πρωΐ, ὡς μυροφόροι, δράμουν πρός τό μνῆμα Του
θρηνολογοῦσαι καί καθίστανται μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως καί εὐαγγελίστριαι αὐτῶν
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἵτινες «ἠπίστουν αὐταῖς»[13].
Κατά τούς
πρώτους χριστιανικούς χρόνους ὡς χῆραι καί διακόνισσαι αἱ γυναῖκες εἶχον εἰς
χεῖρας των ὅλον τό φιλανθρωπικόν καί κοινωνικόν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζεται ρηξικέλευθος κήρυξ τῆς ἰσότητος. Διεκήρυξεν πρωτοπορειακῶς τό «οὐκ
ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ»[14]
καί δέν ἐδίστασε νά ἔχῃ ὡς συνεργάτιδας πλῆθος γυναικῶν. Ὑπενθυμίζομεν τήν
πρώτην Χριστιανήν ἐπί εὐρωπαϊκοῦ ἐδάφους, Λυδίαν τήν προφυροπώλιδα εἰς τούς
Φιλίππους[15], τήν
Εὐωδίαν καί τήν Συντύχην[16],
τήν λογίαν Πρίσκιλλαν[17],
τήν Δάμαριν ἐν Ἀθήναις[18],
τάς τέσσαρας προφήτιδας θυγατέρας τοῦ Φιλίππου[19],
τήν Μαριάμ, τήν Ἰουνίαν, τήν Τρύφαιναν, τήν Τριφῶσαν, τήν Περσίδα, τήν μητέρα
τοῦ Ρούφου, τήν Ἰουλίαν[20]
καί ἰδιαιτέρως τήν Φοίβην, «οὖσαν διάκονον τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς», ἡ
ὁποία «προστάτις πολλῶν ἐγεννήθη καί αὐτοῦ» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[21]
καί εἰς τήν ὁποίαν φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐνεπιστεύθη τήν μεταφοράν
τῆς ἐν Κορίνθῳ γραφείσης ἐπιστολῆς πρός τούς Ρωμαίους.
Ὡστόσο, ἐν
συνεχείᾳ, ἱστορικαί, ἀλλά καί πνευματικαί κυρίως ἀνάγκαι ὤθησαν τήν γυναῖκα ἐκ
τῆς ἐνεργοῦ δράσεως εἰς τό περιθώριον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς ἐπέβαλον
τήν σιωπήν, τονίσασαι περισσότερον τήν προσφοράν της εἰς τήν «κατ’ οἷκον
Ἐκκλησίαν», τήν οἰκογένειαν.
Οὐδόλως,
ὅμως, ὑπετιμήθη ἡ γυναικεία φύσις καθ’ ἑαυτήν, καίτοι, λόγῳ καί τῆς
συντηρητικότητος, ἡ ὁποία ὑπάρχει συνήθως εἰς τήν θρησκευτικήν ζωήν, σχεδόν
ἐπικρατεῖ καί παγιώνεται αὐτή ἡ νοοτροπία, ἡ ὁποία θέλει τήν γυναῖκα Ἱέρεια τοῦ
οἴκου καί ἀδρανοῦσα εἰς τήν λειτουργικήν σύναξιν καί τήν κοινωνίαν.
3. Οἱ μέχρι τοῦδε θέσεις
τῆς Ἐκκλησίας
Τὸ
Διορθόδοξον Θεολογικὸν Συνέδριον, τό ὁποῖον ἡ Πανορθόδοξος Κοινότης ὑπό τήν
ἡγεσίαν τοῦ σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ σεπτοῦ αὐτοῦ ἡγετικοῦ καί
συντονιστικοῦ Κέντρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μας, διοργάνωσεν τὸ ἔτος 1998
εἰς τήν Ρόδον, κατέληξε εἰς ὁρισμένα συμπεράσματα, τά ὁποῖα ἀπηχοῦν τάς ἀπόψεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
σχετικῶς μὲ τὸ θέμα τοῡ ἐπιτρεπτοῦ ἤ μὴ τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν[22].
1.
Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπέλεξε καμμίαν γυναῖκα, ὡς Ἀπόστολον.
2.
Ἡ Θεοτόκος δὲν ἤσκησεν
ἱερατικὸν λειτούργημα εἰς τὴν πρώτην
Ἐκκλησίαν, ἄν καὶ ἠξιώθη νὰ γίνῃ Μητέρα τοῦ σαρκωθέντως Θεοῦ Λόγου.
3.
Οἱ Ἀπόστολοι ἀκολουθοῦντες τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου δὲν
ἐχειροτόνησαν ποτὲ γυναῖκες εἰς τὴν Ἐκκλησίαν .
4.
Αἱ ἀπόψεις τοῦ Ἀπ. Παύλου διὰ τήν
θέσιν τῆς γυναικός εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν ἀπηχοῦν τήν Παράδοσίν Της.
5.
Τὸ κριτήριον τῆς ἀναλογίας, ἄν δηλαδὴ ἐπιτρέπετο ἡ ἄσκησις
ἱερατικοῦ λειτουργήματος εἰς τάς
γυναῖακας, τότε πρώτη θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχεν ἀσκήσει ἡ Θεοτόκος.
Πρέπει νά ὅμως νὰ ὁμολογηθῆ -ὅπως ἐπισημαίνεται καί εἰς τά
πορίσματα τοῦ Διορθοδόξου τούτου Συνεδρίου τῆς Ρόδου «...ὅτι, ἔνεκα τῆς
ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί ἁμαρτίας, αἱ Χριστιανικαί κοινότητες δέν ἠδυνήθησαν
πάντοτε καί πανταχοῦ νά ἐξουδετερώσουν ἀποτελεσματικῶς ἀντιλήψεις, ἤθη καί
ἔθιμα, ἱστορικάς ἐξελίξεις καί κοινωνικάς συνθήκας, τά ὁποῖα ἀπέβαινον ἐν τῇ
πράξει διάκρισις εἰς βάρος τῶν γυναικῶν. Ἡ ἀνθρωπίνη ἁμαρτία ὡδήγησεν οὕτως εἰς
ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι οὐδόλως ἀντικατοπτρίζουν τήν ἀληθῆ φύσιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ»[23].
Εἰς τήν ἐποχήν τῶν
Πατέρων καταβάλλεται σοβαρά προσπάθεια, ὥστε νά ἀρθῆ ἡ ἐκ τῶν πραγμάτων
ἐπιβληθεῖσα αὕτη ἐπιφυλακτική στάσις καί ἡ ὁποία βεβαίως δέν διέγραψε,
θεωρητικῶς τουλάχιστον, τάς θεολογικάς προϋποθέσεις διά τήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων
καί τήν ὁμοτιμίαν των εἰς τό ἐκκλησιαστικόν σῶμα.
Καταπολεμεῖται,
ὅθεν, κάθε τάσις ἀνδροκρατίας καί
τονίζεται ὅτι «πρός οὐδέν ὑμῖν τῶν ἀγαθῶν τό ἐλάττωμα τῆς φύσεως ἐμποδίζει»[24]
(Μέγας Βασίλειος) καί ὅτι «οὐδέν ἰσχυρότερον γυναικός εὐλαβοῦς καί συνετῆς»[25]
(Ἱερός Χρυσόστομος).
Δέν
παραλείπονται, ὅμως, καί διδασκαλίαι[26],
αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονται εἰς τήν γυναικείαν αὐταρέσκειαν καί τούς ἐξ αὐτῆς
προκύπτοντας κινδύνους, εἰς τήν τάσιν ἐνίων γυναικῶν νά διοικοῦν τήν Ἐκκλησίαν,
ἄλλοτε ἀπ’ εὐθείας καί ἄλλοτε διά τῶν Κληρικῶν κ.λ.π.
Ἡ προσεκτική, ὅμως, μελέτη τῶν λόγων των
φανερώνει ὅτι δέν πρόκειται περί μίσους καί περιφρονήσεως εἰς βάρος τῶν
γυναικῶν, ἀφοῦ, ὅπως τό τονίζουν οἱ ἴδιοι, εἶναι πλάσματα Θεοῦ, ἀλλά περί τοῦ
φόβου, τόν ὁποῖον δικαίως προκαλοῦν τά πάθη τῶν ἀνθρώπων, τό εὐόλισθον τῆς
διανοίας, τό ἀνίσχυρον τῆς θελήσεως τῶν ἀνδρῶν καί τῶν γυναικῶν.
4. Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ
διακονία τῶν Γυναικῶν.
Εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος κατά
Εἰσήγησιν εἰς τήν Ἱεραρχίαν
ὑπεστηρίχθη ὑπό τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου ὅτι: «ἡ γυναίκα θά πρέπῃ νά ἀξιοποιηθῇ εἰς Ἐνοριακόν καί Μητροπολιτικόν ἐπίπεδον. Ἡ
ποιμαίνουσα Ἐκκλησία πρέπει ἰδιαιτέρως καί οὐσιαστικῶς νά ὑποστηρίξη καί νά
ἐνθαρρύνη αὐτήν τήν προσπάθειαν. Συχνάκις ὅμως συλλαμβάνεται ἀνεπαρκής. Εἰς
ὅλους τούς τομεῖς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου πολλά εἶναι δυνατόν νά προσφέρη ἡ
γυναῖκα.
Ἡ γυναίκα
ἐνορίτις, ἡ γυναίκα ὡς Κατηχήτρια, ὡς διακόνισσα τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Εἶναι
πολύ χαρακτηριστικαί αἱ σκηναί, τά ὁποίας περιγράφει εἰς τά ἔργα του ὁ
Παπαδιαμάντης, διά τάς ὁμάδας τῶν φιλακολούθων γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι συνοδεύουν
τόν Ἱερέα διά νά τελέση τήν Θείαν Εὐχαριστίαν εἰς τά διάφορα γραφικά Ναΐδρια
καί ἐξωκκλήσια. Αὖται προετοιμάζουν καί συνιστοῦν τήν φυσικήν σάρκα τῆς
λειτουργίας. Ἔχουν ζυμώσει τά πρόσφορα, φέρουν μαζί των τό κρασί, τό λάδι, τό
λιβάνι, τά κεριά, εὐπρεπίζουν τόν ναό, ψάλλουν τή λειτουργία.
Ὅλο τό
ἐνοριακόν ἔργον τῆς ἐνορίας (φιλανθρωπικόν, κοινωνικόν, κατηχητικόν,
πνευματικόν, διοικητικόν) δύναται νά στελεχωθῆ ὑπό γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι μάλιστα
καλόν θά ἦτο, ἄν ὄχι καί ἐπιβεβλημένον, νά ὑφίστανται καί τήν σχετικήν
ἐκπαίδευσιν. Κατηχητικά, Νεανικαί ὁμάδες, κύκλοι μελέτης ἁγίας Γραφῆς,
διαλέξεις πρός νέους καί μεγαλυτέρους, Σχολαί Γονέων, Σεμινάρια οἰκογενειακῆς
ἀγωγῆς, παιδικοί Σταθμοί, Ἐκκλησιαστικά Σχολεῖα, Κατασκηνώσεις, Σπίτια Γαλήνης,
φιλανθρωπικά Ἱδρύματα, βοήθεια ἀναξιοπαθούντων κατ’ οἶκον, Χορωδίαι, Σχολαί
Βυζαντινῆς Μουσικῆς καί ἁγιογραφίας, Σχολαί ἐκμαθήσεως διαφόρων τεχνῶν,
Ραδιοφωνικοί Σταθμοί, Ἐκκλησιαστικά ἔντυπα, Ἐκκλησιαστικά Συμβούλια Ἱερῶν Ναῶν,
Διοικητικά Συμβούλια Ἱδρυμάτων καί Προσκυνημάτων, Ἐρανικαί Ἐπιτροπαί, Φιλόπτωχα
Ταμεῖα, Ἐκκλησιαστική Ὑπηρεσία εἰς τά Νοσοκομεῖα, αἱμοδοσία, Κοινωνικοί
Λειτουργοί Ἱερῶν Μητροπόλεων καί Ἱδρυμάτων, ἀντιαιρετική δρᾶσις καί τόσα ἄλλα
πρέπει νά μήν ἀρνηθοῦν τόν γυναικεῖον δυναμισμόν.
Αὐτό τό ἔργον
καί εἰς Μητροπολιτικόν ἐπίπεδον ἠμπορεῖ νά εὕρη καταλλήλους βοηθούς εἰς τά
πρόσωπα χριστιανῶν γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι θυσιάζουν μετά προθυμίας χρόνον,
ἀνάπαυσιν, χρήματα καί ὅ,τι ἄλλον εἶναι ἀπαραίτητον διά νά ἀνταποκριθοῦν
ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΩΣ εἰς ὅ,τι ζητηθῆ...»[27].
«Ἀκόμη ἡ
καλλιέργεια ἀγάπης πρός τήν Ἐκκλησίαν καί τήν Ἱερωσύνην θά ἑτοιμάση καί ἐκείνας
τάς εὐλογημένας ψυχάς, αἱ ὁποῖαι θά ἀναλάβουν τόν ρόλον τῆς πρεσβυτέρας, ὁ
ὁποῖος δέν φαίνεται καί τόσον ἑλκυστκός εἰς τάς ἡμέρας μας.
Ὁ ρόλος τῶν
Μοναζουσῶν καί σήμερον εἶναι σημαντικός, ἀρκεῖ νά ὑφίσταται ὁ θεῖος ἔρως καί ἡ
ἀσκητική διάθεσις. Ἴσως πρέπει ὅμως νά τονισθῆ περισσότερον ἡ ἀνάγκη τῆς
προσευχῆς, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς σιωπῆς, τῆς ὑπακοῆς καί ἡ σχέσις των μετά τῶν Ἐπισκόπων
καί τῶν Ἐνοριῶν.
Δέν εἶναι
ἀσφαλῶς ἥσσονος σημασίας, ἀντιθέτως εἶναι καθοριστικός, ὁ ρόλος τῆς γυναικός
εἰς τήν οἰκογένειαν καί μέσω αὐτῆς εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς κοινωνίας καί τήν
ἐκπαίδευσιν στελεχῶν αὐτοῦ τοῦ ἔργου»[28].
Καί ταῦτα πάντα
καλῶς ἔχουν καί εἰπώθησαν,
διό καί συμφωνοῦμεν ἀπολύτως. Διότι
καί εἰς
τό καθ’ἡμᾶς παλαίφατον Πατριαρχεῖον
Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς , τό Ὁποῖον τυγχάνει
σήμερον, χάριτι Χριστοῦ, ὁ κατ’ἐξοχήν ἱεραποστολικός ἀγρός τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὕτως ἔχουν τά
πράγματα περί τῆς Μητροπολιτικῆς,
Ἐπισκοπικῆς καί Ἐνοριακῆς διακονίας τῶν
Γυναικῶν καί περί τῆς
συμμετοχῆς των εἰς
τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν καί διακονίαν, ἀλλά κυρίως τῆς ὁλοθύμου
συνδρομῆς των εἰς τήν ἱεραποστολικήν προσπάθειαν τῶν κατά τόπους
ἐν Ἀφρικῇ Ἐκκλησιῶν. Κατά ταύτην τυγχάνουν αἱ πρῶται, θερμαί καί ἐργώδεις καί
ἀφοσιωμέναι ψυχῇ τε καί σώματι,
διακόνισσαι καί συνεργοί μας ἐν Κυρίῳ
παρά τήν πτωχείαν καί τήν ἀνέχειαν, τήν ὁποίαν ἀντιμετωπίζουν, τήν
οἰκονομικήν δυσπραγίαν εἰς τήν ὁποίαν συχνάκις εὑρίσκονται καί τάς πολλαπλάς καί δυσκόλους
οἰκογενειακάς ὑποχρεώσεις των.
Ἄρα, ἡ παραδοσιακή θέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί
Γυναικῶν καί περί τῆς ἱερωσύνης αὐτῶν καί κατοχυρωμένη ὑπάρχει εἰς
τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν καί εἰς τήν πρᾶξιν τυγχάνει ἄριστος πραγματικότης.
Διότι αἱ Γυναῖκες τῆς Ὀρθοδόξου Ποίμνης
τοῦ Χριστοῦ εἶναι συνεργοί ἐν Κυρίῳ καί συνεργοί τοῦ Κυρίου καί χαίρονται
διακονοῦσαι τάς χρείας τῶν παντων τῶν ἁγίων ( παιδίων, νέων, ἄνδρῶν, γυναικῶν,
γέρων καί ἀναξιοπαθούντων, Κληρικῶν καί λαϊκῶν), ἐν τε τῆ Λατρείᾳ καί τῇ
ζωῇ καί τῆ φιλανθρωπίᾳ καί τῇ
κοινωνικῇ καί πολιτιστικῇ πορείᾳ τῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλά καί αὐτοθυσιάζονται εἰς τήν προσφοράν καί τήν διακονίαν, διό
καί δέν τούς ἐλλείπει οἰαδήτις ἐξουσία, ἤ ἱερωσύνη, ἠ χάρισμα. Εἰναι Σύζυγοι, εἶναι Πρεσβυτέραι, εἶναι
Μητέρες,εἶναι Μοναχαί, εἶναι Ἡγουμέναι
εἶναι ψάλτριαι, εἶναι Κατηχήτριαι, εἶναι διακόνισσαι, εἶναι πλήρεις
ἐλεημοσυνῶν, εἶναι κοινωνικοί ἀρωγοί, εἶναι νεωκόροι, εἶναι ἐπίτροποι, εἶναι
φιλάδελφοι συμπαραστάται καί διάκονοι τραπεζῶν καί πάσης εὐποιϊας,
καί ἄρα ἐν τέλει δέν ἔχουν οὐδεμίαν ἀνάγκην εἰδικῆς ἱερωσύνης, ἤ
χειροτονίας ἤ ἐξουσιαστικῆς ἐκκλησιαστικῆς δυνάμεως.
Ἄλλωστε
ὅλα εἰς
τήν Ἐκκλησίαν εἶναι διακονίαι καί
χαρίσματα καί ἐνεργήματα, καί ταυτοχρόνως
εἶναι καί διαιρέσεις διακονιῶν καί
διαιρέσεις χαρισμάτων καί διαιρέσεις ἐνεργημάτων, πού ἐνεργεῖ τό ἕν καί τό αὐτό
ἅγιον Πνεῦμα[29].
Τελικῶς, ἡ
ἱερωσύνη εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό πρέπει νά γίνῃ ἀπολύτως κατανοητόν ἀπό ὁλόκληρον τήν Χριστιανωσύνην.
Δέν εἶναι οὔτε τῶν ἀνδρῶν, οὔτε τῶν
γυναικῶν! εἶναι τοῦ Χριστοῦ!!!
5. Ο θεσμὸς τῶν
Διακονισσῶν
Παρά,
ὅμως, τά προλεχθέντα ἡ Ἐκκλησία δέν ἐδίστασε νά περιβάλῃ θεσμικῶς καί μερικάς λειτουργικάς διακονίας καί
ἀνάγκας διακονιῶν-ἐνεργημάτων ἐκτελουμένας
ὑπό Γυναικῶν, διά τοῦ θεσμοῦ καί
τῆς χειροτονίας Γυναικῶν διακονισσῶν.
Ὁ θεσμός
οὗτος εἶναι γνωστός ἀπό τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς. Ὡς πρώτη μαρτυρία περί τῆς
τάξεως τῶν «διακόνων γυναικῶν» θεωρεῖται τό χωρίον (Ρωμ. ιστ’, 1-2)[30],
εἰς τό ὁποῖον μνημονεύεται ἡ Φοίβη[31],
ἡ ὁποία θεωρεῖται ὑπό τῶν ὀρθοδόξων λειτουργικῶν κειμένων ὡς πρότυπον
διακονίσσης. Ἀλλά καί τό χωρίον (Α’ Τιμ. γ’, 11)[32]
ἀναφέρεται, ὅπως τονίζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος[33]
εἰς γυναίκας διακόνους.
Εἰς τάς ἀρχάς
τοῦ β’ αἰῶνος χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἐξωχριστιανική μαρτυρία τήν ὁποία ἀναφέρει
ὁ Πλίνιος ὁ νεώτερος γράφων πρός Τραϊανόν[34].
Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς τονίζει ὅτι ἡ γυναικεία διακονία ἦτο ἀναγκαία καί ὑπῆρχε
κατ’ αὐτούς ἤδη τούς ἀποστολικούς χρόνους[35].
Τόν γ’ αἰῶνα
ἡ «Διδασκαλία» τῶν Ἀποστόλων παρουσιάζει τάς διακονίσσας ὡς ἰδιαιτέραν,
συγκεκροτημένην ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τάξιν, μνημονευομένην μετά τῶν τάξεων τῶν
ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων καί διακόνων καί διά πρώτην μάλιστα φοράν
χρησιμοποιεῖται τό ὄνομα «διακόνισσα» ἀντί τοῦ ἡ «διάκονος»[36].
Ἔχουν ὅπως καί οἱ διάκονοι τό ἴδιον λειτούργημα, τό τῆς διακονίας καί
θεωροῦνται ὡς μία ψυχή ἐν δυσί σώμασι[37].
Ἀναρίθμητοι
εἶναι ἐν τούτοις αἱ μαρτυρίαι, περί τῆς τάξεως τῶν διακονισσῶν, ἀπό τοῦ δ’
αἰῶνος καί ἑξῆς. Μεγάλη ἡ ἄνθησις των ἐπί τῆς ἐποχῆς τῶν Μεγάλων τῆς Ἐκκλησίας
Πατέρων. Ἀπαντῶνται εἰς τούς κανόνας Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί εἰς
διάφορα φιλολογικά, ἱστορικά καί ἀρχαιολογικά μνημεῖα, εἰς ἔργα πατέρων,
ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, εἰς ἱστορικούς καί
χρονογράφους, εἰς ἁγιολογικά κείμενα, εἰς εὐχολόγια καί ἄλλα λειτουργικά
βιβλία, εἰς τήν νομοθεσίαν τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, εἰς ἐπιτυμβίους
ἐπιγραφάς.
Ὁ θεσμός
αὐτός, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ὑποβαθμιζόμενος, διατηρεῖται μέχρι τοῦ τέλους τῶν
Βυζαντινῶν χρόνων. Λείψανα τῆς τάξεως αὐτῆς σώζονται καί σήμερον εἰς Ἱεράς
Μονάς καί Ἱεραποστολικάς κοινότητας.
Ὁ τίτλος
«diaconissa» ἤ «diacona» ἐνεφανίσθη ἐκ νέου κατά τούς νεωτέρους χρόνους, διά
τῆς ἱδρύσεως τῶν προτεσταντικῶν ἀδελφοτήτων διακονισσῶν[38]
καί διά τῆς ἀναβιώσεως τῆς χειροτονίας διακονισσῶν ἐν τῇ Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησίᾳ[39]
(ἡ ὁποία, δυστυχῶς, ἐν τῷ μεταξύ, ἐχειροτόνησε γυναῖκας καί εἰς τούς ἄλλους
ἀνωτέρους βαθμούς τῆς Ἱερωσύνης) και ἐν τῇ παλαιοκαθολικῇ Ἐκκλησίᾳ[40]
Διακόνισσαι
ἐξελέγοντο «μετ’ ἀκριβοῦς δοκιμασίας»[41]
εἴτε ἐκ τῶν τάξεων τῶν ἀφιερωμένων εἰς τόν Θεόν παρθένων[42],
εἴτε ἐκ τῶν χηρῶν, αἱ ὁποῖαι ἦσαν μονόγαμοι[43].
Διακόνισσαι ἐπίσης ἐγίνοντο καί σύζυγοι ἐπισκόπων[44].
Ἐχειροτονοῦντο ἐπίσης ἐκλεκταί μοναχαί, μεγαλοσχήμονες ἤ καί Ἡγουμέναι γυναικείων Μοναστηρίων[45].
Ὅσον ἀφορᾶ
τήν ἡλικίαν τῶν διακονισσῶν, κατ’ ἀρχάς αὗται, συμφώνως πρός τήν ἀποστολικήν
περί χηρῶν διάταξιν[46],
ἔπρεπε νά ἔχουν ὑπερβῇ τό ἑξηκοστόν ἔτος[47].
Ἀργότερον
ὅμως, ἐπειδή ἐγίνοντο ἐξαιρέσεις[48]
καί οἱ τομεῖς τῆς διακονικῆς ἐργασίας ἀπῂτουν ἀκμαίας δυνάμεις καί ἀρκετήν
εὐκινησίαν καί εὐρωστίαν, ἡ Ἐκκλησία «Χάριτι Θεοῦ κραταιοτέρα γινομένη καί ἐπί
τά πρόσω βαίνουσα» ἐπισήμως περιώρισε τό χρονικόν τοῦτο ὅριον, ἀπαιτοῦσα
ἡλικίαν οὐχί ἐλάσσονα τῆς τῶν τεσσαράκοντα ἐτῶν[49].
Εἰς τόν 40όν
μάλιστα κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐνθαρρύνονται αἱ εὐσεβεῖς
γυναῖκες εἰς τό νά χειροτονῶνται διακόνισσαι καί δικαιολογεῖται τό ὅριον τοῦ
τεσσαρακοστοῦ ἔτους τῆς ἡλικίας[50].
Αὗται αἱ
διατάξεις παρέμειναν σταθεραί καθ΄ ὅλους τούς βυζαντινούς αἰῶνας.
Αἱ
διακόνισσαι πρέπει νά ἔχουν ἀρετήν, ἱεραποστολικόν φρόνημα, πνεῦμα διακονίας
πρός μίμησιν Χριστοῦ[51],
ἀλλά καί μόρφωσιν, ὥστε ἐπιτυχῶς νά ἀνταποκρίνωνται εἰς τό κατηχητικόν των
ἔργον[52].
Ἀκόμη,
συμφώνως πρός τάς Ἀποστολικάς διαταγάς, ἡ διακόνισσα πρέπει νά εἶναι «πραεῖα,
ἥσυχος, ἐπιεικής, ἄκακος, ἀόργητος, μή πολύλαλος, μή κραύγασος, μή πολύγλωσσος,
μή κατάλαλος, μή λεξίθηρος, μή φιλοπράγμων»[53].
Αἱ
ἐκλεγόμεναι γυναῖκες διά τό διακονικόν λειτούργημα καθιεροῦντο ὑπό τοῦ
Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος καί τάς ἐχειροτόνει διά λειτουργικῆς πράξεως ἀναλόγου
ἐκείνης τῆς καθιερώσεως τῶν διακόνων.
Ὀνομάζεται δέ
ἡ πρᾶξις αὕτη «χειροτονία», «χειροθεσία», «χειροτονεῖν», «καθιεροῦν»,
«ἐπιτιθέναι χεῖρας», «προχειρίζεσθαι».
Ἡ πρᾶξις αὕτη
κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνας δέν περιγράφεται, εὐθύς ὅμως, ὡς ἐμφανίζεται εἰς
τάς «Ἀποστολικάς Διαταγάς»[54]
κ.λ.π. κώδικας[55] και
πηγάς, ἀργότερον εἰς τά Εὐχολόγια, πλήρης σειρά Τυπικῶν χειροτονίας τῶν
διαφόρων τάξεων τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, περιλαμβάνεται και αὕτη μεταξύ αὐτῶν καί
λαμβάνει, προϊόντος τοῦ χρόνου, πανηγυρικόν χαρακτῆρα.
Ἡ προσεκτική
μελέτη τῶν χειροτονικῶν τούτων εὐχῶν, ἀπό εἰδολογικῆς καί καθ’ ὕλην ἐπόψεως
ὁδηγεῖ εἰς τά κάτωθι πορίσματα.
α) Ὅλαι αἱ
διατάξεις, συμφωνοῦν ἀπολύτως καθ΄ ὕλην, διαφέρουν κατά τι γλωσσικῶς καί
φραστικῶς, ἐνῶ ἀπέχουν μεταξύ των τοπικῶς καί χρονικῶς.
β) Ἡ χειροτονία
τῆς διακονίσσης ἔχει ἀπόλυτον εἰδολογικήν ὁμοιότητα πρός τάς χειροτονίας τῶν
τάξεων τοῦ ἀνωτέρου Κλήρου, διότι τελεῖται ἐντός τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἔμπροσθεν
τῆς ἁγίας Τραπέζης, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θείας Λειτουργίας, μάλιστα μετά τήν
ἁγίαν ἀναφοράν, ἀλλά καί «ἐπί προηγιασμένων», μετά τήν ἐπί τῆς ἁγίας Τραπέζης
ἀπόθεσιν τῶν τιμίων δώρων τῆς μεγάλης εἰσόδου.
Ἡ πρός
χειροτονίαν προσήγετο εἰς τήν ἁγίαν Τράπεζαν, ἐχειροτόνει αὐτήν ὁ Ἐπίσκοπος,
δι’ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν, ἀπαγγέλων οὐχί μίαν, ὡς συμβαίνει κατά τάς κατωτέρας
χειροθεσίας, ἀλλά δύο εὐχάς, μετά τήν προεξαγγελομένην ἐκφώνησιν: «Ἡ Θεία Χάρις
…», γνωρίσματα τῆς χειροτονίας τῶν ἀνωτέρων Κληρικῶν. Ὡσαύτως, ὅπως συμβαίνει
μέ τάς χειροτονίας τῶν ἀνωτέρων Κληρικῶν, ὅπου, μετά τήν πρώτην εὐχήν, λειτουργός
ἔχων τόν ἰδιον μέ τόν χειροτονούμενον βαθμόν, παρεμβαίνει ἀπαγγέλων τά
εἰρηνικά, ἐδῶ τά εἰρηνικά ἀπαγγέλει ὁ ἰσόβαθμος τῆς διακονίσσης διάκονος.
Ὑπάρχουν ὅμως
καί διαφοραί. Ὁ χειροτονούμενος διάκονος κλίνει τό δεξιόν γόνυ καί στηρίζει τό
μέτωπόν του εἰς τήν ἁγίαν Τράπεζαν, ἐνῶ ἡ διακόνισσα ἵσταται. Ἡ διακόνισσα
περιβάλλεται, ὅπως καί ὁ διάκονος, ὠράριον φέρει ὅμως τοῦτο κάτωθεν τοῦ
μαφωρίου, μετά τῶν δύο ἀρχῶν αὐτοῦ ἔμπροσθεν.
Κατά τήν ὥραν
τῆς Θείας Κοινωνίας κοινωνεῖ ὡς ὁ διάκονος, ἀλλ΄ «οὐδενί μεταδίδωσι» τήν Θείαν
Κοινωνίαν. Δι’ αὐτό «ἐπιτίθησιν αὐτό (τό ἅγιον Ποτήριον) τῇ ἁγίᾳ Τραπἐζῃ».
Εἰς τήν Δύσιν
ἡ χειροτονία τῶν διακονισσῶν συνεδέετο μετ’ εἰδικῆς Θείας Λειτουργίας, κατά δέ
τήν χειροτονίαν, πλήν τοῦ ὠραρίου, παρεδίδετο εἰς τάς χειροτονουμένας δακτύλιος
καί στέφανος ἐξ ἀνθέων[56].
6. Ὁ
Μητροπολίτης Πενταπόλεως ἅγιος
Νεκτάριος, τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας
καί τό θέμα τῆς χειροτονίας
γυναικῶν.
Ἡ κατὰ τοῦς
νεωτέρους χρόνους ἀναβίωσις τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν ἀνήκει εἰς τὸν ἅγ. Νεκτάριον.
Ὁ ἅγιος
Νεκτάριος, ἁγία μορφή καί ἐξέχουσα
Προσωπικότης τοῦ 20ου αἰ. Ἐπίσκοπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας,
ἀνήρ σοφός, πεπνυμένος, μέ περισπούδαστον παιδείαν θεολογικήν, ἐμβριθής
ἱστορικοκανονικός ἐπιστήμων καί
ἑρευνητής ἀπεπέμφη, ὡς γνωστόν, ἐξ Ἀλεξανδρείας ἐκ φθόνου καί μεταβάς εἰς Ἀθήνας ἐξήσκησεν τήν ἐπιστημονικήν Του
θεολογικήν ροπήν καί διάθεσιν ὡς πρώην
Πενταπόλεως ἑρευνήσας ἱκανῶς καί συγγράψας πάμπολλα ἱστορικοκανονικά,
ποιμαντικά καί δογματικά βιβλία καί πονήματα. Ἅπαντα ταῦτα τυγχάνουν συγγραφαί λίαν ἐνδιαφέρουσαι
καί πρωτοπόροι διά τήν ἐποχήν Του.
Ὡς ἱστορικοκανονικός Θεολόγος λοιπόν, ἐγνώριζεν
πολύ καλῶς τό ἱστορικοκανονικόν καί
λειτουργιολογικόν θέμα τῆς χειροτονίας
Διακονισσῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, δηλ. ὅσα προανεφέρθησαν ὑφ’ἡμῶν εἰς τό προηγούμενον Κεφ. 5, διό καί
ὅτε παρέστη ἀνάγκη εἰς τήν νεοπαγῆ Μονή
Του ἐν Αἰγίνῃ διά τήν διακονίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐπρεπείας καί ὑπηρεσίας ἐν τῷ Ναῷ
δέν ἐδίστασεν νά ἐνεργοποιήσῃ τήν ὑπνῶσαν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν
καί νά
χειροτονήσῃ Διακόνισσας.
Τήν πρᾶξιν
ταύτην ἐπενέφερεν ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ ὡς πεφωτισμένος Ποιμήν καί Ἐκκλησιαστικός
ἀνήρ, ὄχι διότι κάτι τέτοιον παρέλαβεν ἐκ παραδόσεως ἐκ τοῦ παλαιφάτου σεπτοῦ
Πατριαρχείου μας, ἐξ Οὗ προήρχετο, ἀλλ’ἐπειδή, ὡς ἐπεσημάναμεν ἤδη, ἐκ τῶν
μελετῶν καί ἐρευνῶν Του περί τήν Ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν καί τήν τήν
Λειτουργικήν ἐγνώρισεν τήν ἀκριβῆ ἐκκλησθιαστικήν πρᾶξιν, ἥτις εἶχεν περιπέσει εἰς ἀχρησίαν. Οὐδεμία δέ, οὐδαμοῦ φαίνεται ἤ μαρτυρεῖται ἐν τῷ
καθ’ἡμᾶς Πατριαρχείῳ Ἀλεξανδρείας πρᾶξις χειροτνίας Γυναικῶν
διακονισσῶν.
Οἱ ὑπὸ τοῦ
ἅγ. Νεκταρίου χειροτονηθεῖσαι διακόνισσαι ἔφερονν διακονικόν ὡράριον, θυμίαζαν,
έκοσμοῦσαν τὸ ἱερόν θυσιαστήριον καὶ ἐν τῇ ἀπουσίᾳ τοῦ ἐκκλησιαστικοῡ
λειτουργοῦ ἀνεγίνωσκον ἐν ταῖς ἀκολουθίαις τὰς εὐαγγελικὰς περικοπὰς καί
μετέδιδον τὰ προηγιασμένα τίμια δῶρα εἰς τὰς ἀσθενοῦσας μοναχάς[57].
Καίτοι, ἡ
πρᾶξις αὐτὴ τοῦ ἁγίου ἦτο καθ’ ὅλα σύμφωνος τῇ μακραίωνει ἐκκλησιαστικῇ
παραδόσει τῆς Ἐκκλησίας προεκάλεσε τήν ὲπίσημον ἀντίδρασιν τοῦ τότε
Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Θεοκλήτου καὶ ἐξηνάγκασε τὸν ἅγιον Νεκτάριον νὰ ἀπολογηθῇ
γραπτῶς[58]
διὰ μίαν πρᾶξιν εὑρισκομένη ἀπολύτως ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἐκκλησιαστικῆς
παραδόσεως καὶ πρακτικῆς.
Ἀπολογούμενος, λοιπὸν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος γράφει πρὸς τὴν Σύνοδον τῶν Ἀθηνῶν
τὰ ἐξῆς: «Περὶ τῶν ὑποδιακονισςῶν γνωρίζω, ὁτι καὶ αὗται κυρίως εἶναι νεωκόροι
τοῦ ἱεροῦ. Ἡ περιβολὴ ἐγένετο κατὰ τὸν τύπον τῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν πόλεων
περιβαλλομένων ἱερὰ ἄμφια ἀναγνωστῶν. Τὰ ὑπομάνικα ἐπετράπησαν διὰ τοῦς ἑξῆς
λόγους. Ἐπειδὴ ἐν γυναικείᾳ μονὴ δὲν ὑπάρχουσι διάκονοι, ἐν δὲ τῇ εἰρημένη οὔτε
ἱερεῖς, ἐγὼ δὲ οὔτε δύναμαι νὰ φροντίζω περὶ τῆς καθαριότητος τοῦ ναοῦ, οὔτε
πάντοτε νὰ διαμένω νεωκορῶν ἐν τῷ ναῷ, ἔχει δὲ ἀπόλυτον ἀνάγκην τὸ ἱερὸν
τεταγμένων προσώπων, ὅπως καθαρίζωσι τὰ ἱερὰ σκεύη, ἀλλάσσωσι τὰ καλύμματα καὶ
τὰς σινδόνας τῆς Ἁγίας Τραπέζης, μετακινῶσι τὸ Ἅγιον Ἀρτοφόριον καὶ ποιῶσιν
πᾶσαν ἐργασίαν τοῦ νεωκόρου ἐν τῷ ἱερῷ, ἐθεώρησα νὰ τάξω δύο, ἵνα ἐναλλὰξ
τελῶσι τὴν διακονίαν τοῦ ἱεροῦ. Ἐν ἀπολύτῳ ἀνάγκῃ μεταφέρωσι είς τὰς ἀσθενούσας
βαρέως ἀδελφὰς τὴν Ἁγίαν Εὐχαριστίαν ἐντὸς μικροῦ Ποτηρίου διᾶ τῆν ἀνάγκην
ταύτην κατασκευασθέντος. Πλὴν τῆς κατ’ ἀνάγκην ἐξαιρέσεως ταύτης κατὰ τὰ λοιπὰ
εἰσὶ νεωκόροι».[59]
6. Ἐπίλογος
Ἡ δημοσία συζήτησις διά τήν χειροτονίαν τῶν γυναικῶν ὁμοιάζει νά εἶναι ἐπαρχιώτικη,
βαθύτατα σημαδεμένη ἀπό τόν Δυτικόν ἐγωκεντρισμόν
καί τήν αὐτάρκειαν, ἐξ αἰτίας μιᾶς ἀφελοῦς, σχεδόν παιδικῆς πεποιθήσεως, ὅτι
κάθε «τάσις» εἰς τόν Δυτικόν Πολιτισμόν δικαιώνει μίαν ριζικήν ἐπανεξέτασιν ὁλοκλήρου τῆς Χριστιανικῆς Παραδόσεως.
Ἡ ἰδέα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν,
ὅπως ἐμφανίζεται καί συζητεῖται σήμερον, εἶναι
ἀποτέλεσμα πολλῶν συγχύσεων καί ἁπλοποιήσεων. Ἄν ἡ ρίζα της εἶναι ἡ ὑποταγή
εἰς τόν «πολιτισμόν», ὁ τρόπος ἀνάπτυξεώς της διαμορφώνεται ἀπό μίαν ὑποταγήν εἰς τόν «κληρικαλισμόν». Κατέχεται ἀπό τἠν παλαιάν «κληρικαλικήν» ἄποψιν περί Ἐκκλησίας καί τόν
σύμφυτον μέ αὐτήν διπλόν «ὑποβιβασμόν»: ἀφ΄
ἑνός τόν ὑποβιβασμόν τῆς Ἐκκλησίας εἰς
«δομήν εξουσιστικήν» καί ἀφ΄ ἑτέρου τήν παράθεσιν τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐξουσίας
εἰς χεῖρας τοῦ Κλήρου. Ἔχομεν κατ’ἀντιδιαστολήν καί μεταγραφήν τῆς κοσμικῆς
πραγματικότητος τήν ὑποτιθεμένην «κατωτερότητα» τῶν γυναικῶν ἐντός τῆς κοσμικῆς
δομῆς τῆς ἐξουσίας, τόν ἀποκλεισμόν τῶν
γυναικῶν ἐκ τῆς ἱερωσύνης ὡς δομικόν
στοιχεῖον τῆς στηρίξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς δομῆς τῆς ἐξουσίας. Ἄρα, εἰς
τήν «ἀπελευθέρωσιν τῶν γυναικῶν» εἰς τήν
κοσμικήν κοινωνίαν ἀντιστοιχεί η
«ἐκκλησιαστική των απελευθέρωσις », τ.έ. η χειροτονία των εἰς
τήν Εκκλησίαν.
Συνεπῶς, ἡ
ἀποκρυσταλωμένη θέσις τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας περὶ τὴν χειροτονίαν καί τήν
ἱερωσύνην τῶν γυναικῶν τυγχάνει, ὡς εἶναι φυσικὸν ταυτόσημος, σύμφωνος καί
συντονισμένος πρὸς τῆν παραδεδεγμένην ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικὴν ὁμολογίαν περὶ
τοῦ θέματος τούτου:
«...Ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν στὴν ἱερωσύνη εἶναι γιὰ μας
ἰσοδύναμη μὲ ἕναν ῥιζικὸ καὶ ἀνεπανόρθωτο ἀκρωτηριασμὸ ὁλόκληρης τῆς πίστης, μὲ
τὴν ἀπόριψη ὁλόκληρης τῆς ἁγίας Γραφῆς»[60].
Εἰς τὴν φρᾶσιν αὐτὴν τοῦ μεγάλου Ρώσου θεολόγου τῆς Διασπορᾶς, π. Ἀλεξάνδρου
Σμέμαν, συνοψίζεται ἡ τοποθέτησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ
ἀναφυέντος ἐσχάτως, θέματος τῆς εἰσόδου τῶν γυναικών εἰς τὸν χῶρον τῆς
μυστηριακῆς-εἰδικῆς ἱερωσύνης.
Ἡ θέσις αὕτη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν
συμπυκνοῦται καί κωδικοποιεῖται εἰς τὰ
εξῆς σημεῖα:
1.
Ἡ «θεσμική» ἱερωσύνη εἰς τήν Ἐκκλησία δέν ἔχει καμμίαν «ὀντολογίαν»
καθ’ ἑαυτήν. Υπάρχει μόνον διά νά κάμῃ τόν Ἴδιον τόν Χριστόν παρόντα εἰς τήν
Σύναξιν τῶν πιστῶν, ἔχει νά κάμῃ τήν Ἰδικήν
Του μοναδικήν ἱερωσύνην καί μέ τήν Ἰδική Του μοναδικήν Θυσίαν πηγήν τῆς ζωῆς τῆς
Ἐκκλησίας καί μέ ἀπόκτησιν ἀπό τούς ἀνθρώπους
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄν ο κομιστής τῆς τοιαύτης Χάριτος καί ὁ φέρων τόν εἰκονισμόν
τοῦ Χριστοῦ καί ἐκπληρωτής αὐτῆς τῆς μοναδικῆς ἐν Χριστῷ Ἱερωσύνης
εἶναι ἄνδρας καί ὄχι γυναίκα, εἶναι ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι ἄνδρας καί ὄχι
γυναίκα, Ὁ Ὁποῖος Χριστός, εἶναι ὁ ἱερεύς
εἰς τόν αἰῶνα κατά τήν τάξιν
Μελχισεδέκ, ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγητος μήτε ἀρχήν ἡμερῶν μήτε
ζωῆς τέλος ἔχων[61]
ὁ «πρῶτον ἑνώσας ἡμῖν ἑαυτοῖς ἐν ἑαυτῷ
διὰ τῆς ἀφαιρέσεως τῆς κατὰ τὸ ἄρρεν καὶ θῆλυ διαφορᾶς»[62].
2.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ψάχνει νὰ στηρίξῃ τὴν ἐν λόγῳ ὑπόθεσιν
δογματικῶς ἤ θεολογικῶς, ἀφοῦ αὕτη τυγχάνει λελυμένη καὶ δεδομένη, ἅπαξ
παραδοθεῖσα εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν πίστην καὶ ζωὴν. Ἡ ὑπόθεσις ἔχει παραδοθῇ εἰς
τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἄρα ἔχει λυθῇ ἐκκλησιαστικῶς καί συνεπῶς θεολογικῶς, διότι ἡ Παράδοσις εἶναι τὸ εὐρύτατον
περιέχον τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας μὲ περιεχόμενα τὴν τε Ἁγίαν Γραφὴν,
τὰς προφορικὰς παραδόσεις, την λατρείαν, τὴν θεολογίαν, τήν ὑμνολογίαν, τήν
κατήχησιν, τὴν λειτουργικὴν, τὸ τυπικὸν, τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα, τὴν ἐκκλησιατικὴν ἱστορίαν
καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ζωήν καὶ πρᾶξιν. Καί ταῦτα διότι: «...ἡ Παράδοσις περιλαμβάνει ἐν ἑαυτῇ ἅπασαν
τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησιας, τοσοῦτον ὥστε καὶ αὐτὴ ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ ἐμφανίζηται
μόνον ὡς μία τῶν μορφῶν αὐτῆς. Ἐκ τούτου ἕπεται ὅτι: Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία ἐστερεῖτο τῆς
Παραδόσεως Αὐτῆς, θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι ὅ, τι εἶναι, διότι ἡ διακονία τῆς Καινῆς
Διαθήκης εἶναι διακονία Πνεύματος “ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλὰ Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος,
οὐκ ἐν πλαξὶ λιθίναις, ἀλλὰ ἐν πλαξὶ καρδίας σαρκίναις” (Β΄ Κορ. γ’ 3)»[63]
.
3.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐδίστασε διὰ εἰδικὰς λειτουργικὰς ἀνάγκας
(μέριμναν εὐπρεπείας, καθαριότηττος καί
κοσμιότητος τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἅψις ἱερῶν λυχνιῶν τῆς ἁγίας Τραπέζης, ἀνάγνωσις
βιβλικῶν περικοπῶν, μετάδοσις θείας Κοινωνίας εἰς γυναῖκας καὶ παιδία καί εἰς ἑτοιμοθανάτους,
μεταθανάτιος φροντὶς κεκοιμημένων γυναικῶν-μοναζουσῶν, ἄλειψις δι’ ἐλαίου τῶν
πρὸς τὸ βάπτισμα προσερχομένων γυναικῶν, αἱ δὲ, Ἡγουμέναι-Διακόνισσαι δύναται
νά προΐστανται τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν ἐλλείψει ἱερέως[64])
νὰ μεταδώσῃ εἰδικὸν χάρισμα χειροτονοῦσα κατὰ τὴν μακραίωνον ἱστορίαν αὐτῆς
γυναίκας Διακόνισσας.
4.
Τὸ παλαίφατον Πατριαρχεῖον ἡμῶν δὲν διετήρησε τὴν παλαιὰν
ὡς ἄνω ἐκκλησιαστικὴν πρᾶξιν τῆς χειροτονίας γυναικῶν Διακονισσῶν, παρ’ ὅλα ταῦτα
ὁ ἐκ τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ Θρόνου προερχόμενος ἅγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης
Πενταπόλεως ἐπανέφερε πρῶτος αὐτὸς τὸ θεσμὸν
τῶν Διακονισσῶν εἰς τάς ἀρχὰς τοῦ
20ου αἰ.
5.
Ἐναπόκειται πλέον, εἰς τὴν σοφὴν οἰακοστροφίαν καὶ
τήν διακριτικήν σύνεσιν τοῦ Μακαριωτάτου
Πάπα καὶ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας κ.κ. Θεοδώρου καὶ τῆς περὶ Αύτὸν Ἁγίας καί Ἱερᾶς
Συνὸδου ἡ ἀπόφασις περί ἐνεργοποιήσεως
τοῦ θεσμοῦ τῶν Διακονισσῶν εἰς τὰς τοπικὰς ἱεραποστολικὰς Ἐκκλησίας τοῦ ἡμετέρου Πατριαρχείου καθ’ ἅπασαν τὴν Ἀφρικὴν, δεδομένων καί γνωστῶν ὄντων τῶν πολλαπλῶν ἐκκλησιαστικῶν, λειτουργικῶν, κοινωνικῶν καί κατηχητικῶν ἀναγκῶν.
Ἐν κατακεῖδι, «ἡ ἱερωσύνη εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι τῶν ἀνδρῶν οὔτε τῶν
γυναικῶν. Ἡ “θεσμική” ἱερωσύνητῆς Ἐκκλησίας δἐν ἔχει ὀντότητα ἀπὸ μόνη της. Καὶ
ἄν ὁ φορέας, ἡ εἰκόνα τῆς μοναδικῆς ἱερωσύνης εἶναι ἄνδρας καὶ ὄχι γυναῖκα, εἶναι
γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ἄνδρας καὶ ὄχι γυναῖκα»[65]
[2]
Γεν. α΄, 27.
[3]
Γεν. α΄, 26.
[4]
Γεν. β΄.
[5] Πρβλ. «Ο ρόλος των γυναικών εις τον όλον οργανισμόν της
Εκκλησίας. Αναβίωσις του θεσμού των διακονισσών», Εἰσήγησις ἐνώπιον τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, τήν 8ην Ὀκτωβρίου 2004.
[6]
Λουκ. α΄ 30.
[8]
Ὄρθρος Δευτέρας, ἦχος δ΄, εἱρμός θ΄ ωδῆς.
[9]
Γεν. β΄, 24.
[10]
Α΄ Κορινθ. ια΄, 11.
[11]
Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, Θεολογικόν Συνέδριον Ρόδου
«Ἡ θέσις τῆς γυναικός ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τά περί χειροτονίας τῶν γυναικῶν»,
ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994, σελ. 12.
[12]
Λουκ. ιβ΄, 15
[13]
Λουκ. κδ΄, 11.
[14]
Γαλ. γ’ 28
[15]
Πραξ. ιστ’, 14
[16]
Φιλιπ. δ’, 2
[17]
Α’ Κορ. ιστ’, 19. Β’ Τιμ. δ’, 19. Πραξ. ιη’, 18,26
[19]
Πραξ. κα’, 9
[20]
Ρωμ. ιστ’, 6-16
[21]
Ρωμ. ιστ’, 1-2
[22]
Κωνσταντίνου Γιοκαρίνη, "Το ζήτημα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν", στὸ
Φύλο και Θρησκεία. Η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία, εκδ. Ινδικτος,
Αθήνα 2004, σελ. 276.
[23]
Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, Διορθόδοξον Θεολογικόν
Συνέδριον, Ρόδος 1988, «Ἡ θέσις τῆς γυναικός ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τά περί
χειροτονίας τῶν γυναικῶν», ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994, σελ. 18.
[24] .
Ἀπό τό CD
τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας, Μ.
Βασιλείου, ὁμιλία εἰς τήν Μάρτυρα
Ἰουλίτταν, Work #001 2040.2 to Work #001 2040.23.11 2040.23 key 2040 023 wrk Homilia in martyrem Julittam cla Encom. cla Hagiogr. cla Homilet. xmt Cod typ Collection wct 4,335 cit Volumeƒpageƒline pag 237-261 ser MPG 31
[25]
. Ἀπό τό CD
τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας,
Ἰωάννου Χρυσοστόμου , ἑρμηνεία εἰς τό
κατά Ἰωάννην, Work #001 2062.15 to Work #001 2062.153.10 2062.153 key 2062 153 wrk In Joannem (homiliae 1-88) cla Exeget. cla Homilet. xmt Cod typ Collection wct 227,691 cit Volumeƒpageƒline pag 23-482 ser MPG
[26]
Λ.χ. ὁ Μοναχός Ἀντίοχος τῆς Μονῆς Ἁγίου Σάββα (ζ΄
αἰ.) γράφει διά τήν στάσιν τῶν μοναχῶν ἔναντι τῶν μοναζουσῶν: «Ἐάν θέλης νά
ἔχεις σωφροσύνην, ἀπόφευγε τήν συναναστροφή μαζί τους καί μήν τούς δώσεις τήν
εὐκαιρία νά πάρουν θάρρος. Γιατί στήν ἀρχή δείχνουν εὐλάβεια καί ὑποκρίνονται,
κατόπιν δέ μέ ἀναίδεια τολμοῦν τά πάντα. Προηγουμένως μιλοῦν ἤρεμα καί βγάζουν
πικρό ἀναστεναγμό. Στή δεύτερη συνάντηση σηκώνουν λίγο τά μάτια. Στήν Τρίτη,
μόλις μειδιάσεις, ἐκεῖνες γελοῦν τρανταχτά ....- Τά πάντα τους δέ, γίνονται
ἀγκίστρια, πού ψαρεύουν τό θάνατο. Καλύτερο, λοιπόν, εἶναι νά πλησιάσεις μεγάλη
φωτιά, παρά μιά νέα γυναίκα, ὅταν εἶσαι καί ἐσύ νέος. Γιατί ἐγγίζοντας τή
φωτιά, ἀπό τόν πόνο θά ἀπομακρυνθεῖς γρήγορα. Ὅταν ἀποχαυνωθεῖς ὅμως ἀπό τά
λόγια τῆς γυναίκας, δύσκολα θά φύγεις». (Ε.Π. 89, 148 BC). Ἐπίσης, ὁ Μέγας
Ἀντώνιος: «νά μή μιλεῖς, μήτε νά δίνεις προσοχή στίς γυναῖκες», ἀλλά καί ὁ
Μέγας Βασίλειος: «Ἀπόφευγε τίς γυναῖκες• ὄχι ἀπό μίσος βέβαια, οὔτε ἀρνούμενος
τήν συγγένεια πού ἔχεις μαζί τους, ἀλλά ὅσο μπορεῖς νά τούς συμπαραστέκεσαι καί
νά τίς ὠφελεῖς» (Β.Ε.Π. 57, 26. 6-14).
[27] .«Ο ρόλος των γυναικών εις τον όλον οργανισμόν της Εκκλησίας. Αναβίωσις
του θεσμού των διακονισσών", Εἰσήγησις
ἐνώπιον τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν 8ην Ὀκτωβρίου 2004.
[28]
. Αὐτόθι.
[29]
. Πρβλ. Α΄ Κορ. ιβ΄, 4-5-6.
[30]
- «Συνίστημι δέ ὑμῖν Φοίβην τήν ἀδελφήν ἡμῶν, οὖσαν
διάκονον τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς, ἵνα αὐτήν προσδέξησθε ἐν Κυρίῳ
ἀξίως τῶν ἁγίων … καί γάρ προστάτις πολλῶν ἐγεννήθη καί ἐμοῦ αὐτοῦ».
[31]
Εορτάζει τήν 3ην Σεπτεμβρίου
[32]
«Γυναῖκας ὡσαύτως σεμνάς, μή διαβόλους, νηφαλίας,
πιστάς ἐν πᾶσι».
[33]
«Τινές ἁπλῶς περί γυναικῶν εἰρῆσθαι τοῦτό φασιν, οὐκ
ἔτσι δέ· τί γάρ ἐβούλετο μεταξύ τῶν εἰρημένων παρεμβαλεῖν τι περί γυναικῶν;
Ἀλλά περί τῶν τό ἀξίωμα τῆς διακονίας ἐχουσῶν λέγει». Ἰ. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα
εἰς Α’ Τιμ. γ’, 11 ἐν Migne Ἑ.Π. 62,53 καί Θεοδώρου Ε., ἐν τῷ «Ἡ θέσις τῆς
Γυναικός ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καί τά περί χειροτονίας τῶν γυναικῶν» Οἰκ.
Πατριαρχεῖον, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994, σελ. 312.
[34]
Τῷ 111 ἤ 112
μ.Χ. Plinii, Ad Traianun, ep. XCVI, 8 ἔκδ. Kukula, Leipzig 1908, s. 316
καί Θεοδώρου Ε., ἔνθ. ἀνωτέρω, σελ. 311.
[35]
(+ πρό τοῦ 215) Οἱ Ἀπόστολοι «ὡς ἀδελφάς περιῆγον τάς
γυναῖκας συνδιακόνους ἐσομένας πρός τάς οἱκουρούς γυναῖκας, δι’ ὧν καί εἰς τήν
γυναικωνῖτιν ἀδιαβλήτως παρεισεδύετο ἡ τοῦ Κυρίου διδασκαλία. Ἴσμεν γάρ καί ὅσα
περί διακόνων γυναικῶν ἐν τῇ ἑτέρᾳ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῇ ὁ γενναῖος
διατάσσεται Παῦλος». Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς 3,6 ἐν Migne Ε. Π.
8,1157 καί Θεοδώρου Ε., ἔνθ. ἀνωτέρω, σελ. 312.
[36]
Διδασκαλία 111, 13,2 ἐν F.X Funk, ἔνθ. ἀνωτ. σσ.
212-214 καί Θεοδώρου Ε. ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 312.
[40] Christian
Oeyen, "Priestertum der Frau? Die alt katholische Theologie als Beispiel
einer Denkentwich lung", ἐν : Ökymenische Rundschau 35
Jahrgang, Heft 3, Jyli 1986, Grankfurt, σσ. 255-258 καί Θεοδώρου Ε., ἔνθ. ἀνωτ., σ. 316.
[41]
Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, κανών ιε’, ἐν Ἀμίλκα
Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί κανόνες καί οἱ ἐκκλησιαστικοί νόμοι, ἐν Ἀθήναις
1949. σ. 54.
[42]
- Ἀποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. ΣΤ’, κεφ. Ιζ’, ἐν
Migne, Ε.Π. 1, 957. 6η Ἰουστιάνειος Νεαρά, κεφ. Ιδ’ ἐν R. Schoell-G Kroll
(ἐκδ.), Corpuw juris ciuilis, τόμ. 3: Novellae, Βερολῖνον 1895, σ. 43 καί
Θεοδώρου Ε., ἔνθ. ἀνωτ., σ. 317.
[43]
Ἀποστολικαί Διαταγαί, ἔνθ. ἀνωτ.. 6η Ἰουστιάνειος Νεαρά, ἔνθ. ἀνωτ.
[44]
48ος Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου «εἰ καί
ἀξία φανείη, πρός τό τῆς διακονίας ἀναβιβαζέσθω ἀξίωμα». Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, ἔνθ.
ἀνωτ. σ. 98.
[45]
Θεοδ. Βαλσαμῶνος, Ἐρμηνεία εἰς τον μη΄ κανόνα ταῆς ἐν
Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Migne Ε.Π. 137,658 καί Θεοδώρου Ε. ἔνθ. ἀνωτ. σ.
317.
[47] Codex
Theodosianus, XVI, II : de episcopis et dericis, νόμ. 27, ἔκδ. Mommsen-Mayer 1905, σ. 843.
[48] Παράδειγμα τῆς ἁγίας Ὀλυμπιάδος, τήν ὁποίαν ἄν καί πολύ νέαν, «χήραν γενομένην …, διάκονον ἐχειροτόνησε Νεκτάριος». Σωζομένου, Ἐκκλ. Ἱστορία, Βιβλ. Η΄, κεφ. Θ΄, Μigne E.Π. 67, 1537.
[49] «Διάκονον μή χειροτονεῖσθαι γυναῖκα πρό ἐτῶν τεσσαράκοντα» ιε’ κανών τῆς ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί «Μήτε διάκονος πρό τῶν εἰκοσιπέντε χρόνων ἤ διακόνισσα πρό τῶν τεσσαράκοντα ἐτῶν χειροτονείσθω» ιε’ κανών τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου. Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, ἔνθ. ἀνωτ. σ. 98 καί Θεοδώρου Ε.,
ἔνθ. ἀνωτ., σ. 318.
[50] - «Ὅτι ἡ Πενθέκτη ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος ἤθελε νά ἐνθαρρύνῃ τάς εὐσεβεῖς γυναῖκας εἰς τό νά χειροτονῶνται διακόνισσαι, εἶναι φανερόν εἰς τόν 40όν κανόνα αὐτῆς, ὁ ὁποῖος δικαιολογεῖ τό ὅριον τοῦ 40οῦ ἔτους τῆς ἡλικίας ὡς ἑξῆς: «Ἐν γάρ τῷ θείῳ Ἀποστόλῳ γέγραπται, ἑξήκοντα ἐτῶν τήν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καταλέγεσθαι χήραν· οἱ δέ ἱεροί κανόνες τεσσαράκοντα ἐτῶν τήν διακόνισσαν χειροτονεῖσθαι παραδώκασι, τήν ἐκκλησίαν χάριτι θείᾳ κραταιοτέραν γινομένην καί ἐπί τά πρόσω βαίνουσαν ἑωρακότες, καί τό τῶν πιστῶν πρός τήν τῶν θείων ἐντολῶν τήρησιν πάγιόν τε καί ἀσφαλές· ὅπερ καί ἡμεῖς ἄριστα κατανοήσαντες, ἀρτίως διωρισάμεθα, τήν εὐλογίαν τῆς χάριτος, τῷ μέλλοντι τῶν κατά Θεόν ἀγώνων ἐνάρχεσθαι, ὥσπερ τινά σφραγῖδα ταχέως ἐνσημαινόμενοι, ἐντεῦθεν αὐτόν πρός τό μή ἐπί πολύ ὀκνεῖν καί άναδύεσθαι προβιβάζοντες, μᾶλλον μέν οὖν πρός τήν τοῦ ἀγαθοῦ παρορμῶντες ἐκλογήν καί κατάστασιν», Θεοδώρου Ε.,
ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 318.
[52]
6η Ἰουστιάνειος Νεαρά, κεφ. Ια καί ιδ’, ἐν Migne Ἑ.Π.
1, 1037-1040. «αἱ διακόνισσαι, ὡς καί οἱ λοιποί κληρικοί, νά εἶναι τῶν
στοιχειωδῶν τουλάχιστον γραμμάτων ἐπιστήμονες».
[53]
Ἀποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κεφ. ε’, Migne P.G.
1, 768 καί Βαρβάρας Χ. Γιαννακοπούλου, εἰς τό περιοδικόν «Ἀνησυχίες» ἀριθμ.
Φυλ. 71, σελ. 17.
[54]
Τήν εὐχή ἀπό σελίδα 321 τοῦ Θεοδώρου Ε. μέ τήν
ὑποσημείωσίν της.
[55] Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρονται:
:
α) «εὐχή ἐπί χειροτονίᾳ διακονίσσης»ἐν τῷ κατά τόν η’ αἰῶνα ἤ τάς ἀρχάς τοῦ Θ΄ αἰῶνος γραφέντι Βαρβερινῶ κώδικι καί τῷ Βησσαριανῷ κώδικι (κρυπτοφέρης) γραφέντι τῷ Θ΄ἤ Ι΄αἰῶνι. (Θεοδώρου Ε., ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 326, 327, & 328).
«Μετά τό γενέσθαι τήν ἁγίαν ἀναφοράν καί ἀνοιγῆναι τάς θύρας· πρίν ἤ εἰπεῖν τόν διάκονον· Πάντων τῶν ἁγίων, προσφέρεται ἡ μέλλουσα χειροτονεῖσθαι τῷ ἀρχιερεῖ καί ἐκφωνῶν τό, Ἡ θεία Χάρις, κλινούσης αὐτῆς τήν κεφαλήν, ἐπιτίθησι τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τήν κεφαλήν αὐτῆς, καί ποιῶν σταυρούς τρεῖς ἐπεύχεται ταῦτα. «Ὁ Θεός ὁ ἅγιος, ὁ Παντοδύναμος, ὁ διά τῆς ἐκ Παρθένου κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς Σου υἱοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν ἁγιάσας τό θῆλυ· καί οὐκ ἀνδράσι μόνον ἀλλά καί ταῖς γυναιξί δωρησάμενος τήν χάριν καί τήν ἐπιφοίτησιν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· Αὐτός καί νῦν, Δέσποτα, ἔπιδε ἐπί τήν δούλην Σου ταύτην· καί προσκάλεσον αὐτήν εἰς τό ἔργον τῆς διακονίας Σου, καί κατάπεμψον αὐτῇ τήν πλουσίαν δωρεάν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· διαφύλαξον αὐτήν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ Σου πίστει, ἐν ἀμέμπτῳ πολιτείᾳ κατά τό Σοί εὐάρεστον τήν ἑαυτῆς λειτουργίαν διά παντός ἐκπληροῦσαν. Ὅτι πρέπει Σοι .... ἀμήν». Καί μετά τό ἀμήν ποιεῖ εἷς τῶν διακόνων εὐχήν οὕτως·
α) «εὐχή ἐπί χειροτονίᾳ διακονίσσης»ἐν τῷ κατά τόν η’ αἰῶνα ἤ τάς ἀρχάς τοῦ Θ΄ αἰῶνος γραφέντι Βαρβερινῶ κώδικι καί τῷ Βησσαριανῷ κώδικι (κρυπτοφέρης) γραφέντι τῷ Θ΄ἤ Ι΄αἰῶνι. (Θεοδώρου Ε., ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 326, 327, & 328).
«Μετά τό γενέσθαι τήν ἁγίαν ἀναφοράν καί ἀνοιγῆναι τάς θύρας· πρίν ἤ εἰπεῖν τόν διάκονον· Πάντων τῶν ἁγίων, προσφέρεται ἡ μέλλουσα χειροτονεῖσθαι τῷ ἀρχιερεῖ καί ἐκφωνῶν τό, Ἡ θεία Χάρις, κλινούσης αὐτῆς τήν κεφαλήν, ἐπιτίθησι τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τήν κεφαλήν αὐτῆς, καί ποιῶν σταυρούς τρεῖς ἐπεύχεται ταῦτα. «Ὁ Θεός ὁ ἅγιος, ὁ Παντοδύναμος, ὁ διά τῆς ἐκ Παρθένου κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς Σου υἱοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν ἁγιάσας τό θῆλυ· καί οὐκ ἀνδράσι μόνον ἀλλά καί ταῖς γυναιξί δωρησάμενος τήν χάριν καί τήν ἐπιφοίτησιν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· Αὐτός καί νῦν, Δέσποτα, ἔπιδε ἐπί τήν δούλην Σου ταύτην· καί προσκάλεσον αὐτήν εἰς τό ἔργον τῆς διακονίας Σου, καί κατάπεμψον αὐτῇ τήν πλουσίαν δωρεάν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· διαφύλαξον αὐτήν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ Σου πίστει, ἐν ἀμέμπτῳ πολιτείᾳ κατά τό Σοί εὐάρεστον τήν ἑαυτῆς λειτουργίαν διά παντός ἐκπληροῦσαν. Ὅτι πρέπει Σοι .... ἀμήν». Καί μετά τό ἀμήν ποιεῖ εἷς τῶν διακόνων εὐχήν οὕτως·
Ἐν
εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπέρ
τῆς ἄνωθεν εἰρήνης, καί εὐσταθείας τοῦ σύμπαντος κόσμου· τοῦ κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὑπέρ τοῦ
ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος), ἱερωσύνης, άντιλήψεως, διαμονῆς, εἰρήνης, ὑγιείας,
σωτηρίας αὐτοῦ καί τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπέρ
τῆς νῦν προχειριζομένης διακονίσσης (τῆσδε) καί τῆς σωτηρίας αὐτῆς· τοῦ Κυρίου
δεηθῶμεν.
Ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἄσπιλον καί ἀμώμητον αὐτῇ τήν διακονίαν χαρίσηται· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπέρ τοῦ εὐσεβεστάτου καί θεοφιλεστάτου βασιλέως ἡμῶν.
Ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἄσπιλον καί ἀμώμητον αὐτῇ τήν διακονίαν χαρίσηται· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπέρ τοῦ εὐσεβεστάτου καί θεοφιλεστάτου βασιλέως ἡμῶν.
Ὑπέρ
τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς.
Ἀντιλαβοῦ
σῶσον.
Καί ἐν τῷ γενέσθαι ταύτην τήν εὐχήν ὑπό τοῦ
διακόνου, ἔχων ὁμοίως τήν χεῖρα ἐπί τήν κεφαλήν τῆς χειροτονουμένης ὁ
Ἐπίσκοπος, ἐπεύχεται οὕτως.
«Δέσποτα
Κύριε, ὁ μηδέ γυναῖκας ἀναθεμένας ἑαυτάς καί βουληθείσας καθ’ ὅ προσῆκε
λειτουργεῖν τοῖς ἁγίοις οἴκοις Σου ἀποβαλλόμενος, ἀλλά ταύτας ἐν τάξει
λειτουργῶν προσδεξάμενος· δώρησαι τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος καί τῇ
δούλῃ Σου ταύτη, βουληθείσῃ ἀναθεῖναί Σοι ἑαυτήν, καί τήν διακονίας ἀποπληρῶσαι
χάριν, ὡς ἔδωκας χάριν τῆς διακονίας Σου Φοίβῃ, ἥν ἐκάλεσας εἰς ἔργον τῆς
λειτουργίας· παράχου δέ αὐτῇ ὁ Θεός, ἀκατακρίτως προσκαρτερεῖν τοῖς ἁγίοις
ναοῖς Σου, ἐπιμελεῖσθαι τῆς οἰκείας πολιτείας, σωφροσύνης δέ μάλιστα, καί
τελείαν ἀπόδειξον δούλην Σου· ἵνα καί αὐτή, παραστῶσα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ,
ἄξιον τῆς ἀγαθῆς πολιτείας ἀπολήψηται τόν μισθόν. Ἐλέει καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ
μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ’ οὗ εὐλογητός εἶ· καί τά ἑξῆς.
Καί μετά τό ἀμήν, περιτίθησι τῷ τραχήλῳ αὐτῆς ὑποκάτωθεν τοῦ μαφωρίου τό διακονικόν ὠράριον, φέρων ἔμπροσθεν τάς δύο ἀρχάς· καί τότε ὁ ἐν τῷ ἄμβωνι διάκονος λέγει· Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες καί τά λοιπά.
Καί μετά τό ἀμήν, περιτίθησι τῷ τραχήλῳ αὐτῆς ὑποκάτωθεν τοῦ μαφωρίου τό διακονικόν ὠράριον, φέρων ἔμπροσθεν τάς δύο ἀρχάς· καί τότε ὁ ἐν τῷ ἄμβωνι διάκονος λέγει· Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες καί τά λοιπά.
Μετά
(δέ) τό μεταλαβεῖν αὐτήν τοῦ ἁγίου σώματος καί τοῦ ἁγίου αἵματος, ἐπιδίδων αὐτῇ
ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τό ἅγιον ποτήριον· ὅπερ δεχομένη ἀποτίθεται τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ».
β) «Εὐχή ἐπί χειροτονίᾳ διακονίσσης» κατά τόν κώδικα τῆς βιβλιοθήκης Σινᾶ κατά τόν Ι΄ αἰῶνα (Θεοδώρου Ε., ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 328, 329). «Μετά τό γενέσθαι τήν ἀναφοράν καί ἀνοιγῆναι τάς θύρας προσφέρεται ἡ μέλλουσα χειροτονεῖσθαι, καί ὁ ἀρχιερεύς ἐκφωνεῖ τό «Ἡ θεία χάρις», κλινούσης αὐτῆς τήν κεφαλήν καί ἐπιτίθησι τήν χεῖρα αὑτοῦ ἐπί τήν κεφαλήν αὐτῆς, καί ποιῶν σταυρούς τρεῖς ἐπεύχεται. «Ὁ Θεός, ὁ ἅγιος καί παντοδύναμος...» (ὡς ἐν τοῖς κώδιξι Β καί Κ). Καί μετά τό Ἀμήν, ποιεῖ εἷς τῶν διακόνων εὐχήν καί ἐν τῷ γενέσθαι ταύτην, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἔχων τήν χεῖρα ἐπί τήν κεφαλήν αὐτῆς, ἐπεύχεται οὕτως· «Δέσποτα Κύριε, ὁ μηδέ γυναῖκας ἀναθεμένας ἑαυτάς...» (ὡς ἐν τοῖς κώδιξι Β καί Κ)».
γ) «Τάξις ἐπί χειροτονίᾳ διακονίσσης» κατά τούς κώδικας Παρισίων τοῦ ΙΑ΄ αἰῶνος και Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἀθηνῶν ΙΒ΄- ΙΔ΄ αἰῶνος (Θεοδώρου Ε., ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 329, 330).
«Τάξιν γινομένης ἐπί χειροτονίᾳ διακονίσσης, ἥτις ὀφείλει εἶναι μ’ (= τεσσαράκοντα) χρόνων, παρθένος ἁγνή καί, κατά τό νῦν κρατοῦν, μονάζουσα μεγαλοσχήμων, κεκαρμένη τε κοσμίως, καί εἰς τοσοῦτον διά τῆς ἐπανθούσης αὐτῇ ἀρετῆς ἀνηγμένη εἰς ὕψος, ὡς ἁμιλλᾶσθαι κατά γε τοῦτο τοῖς ἀληθῶς ἀνδράσι, κἀντεῦθεν ἀξιοῦσθαι καί τῆς τοσαύτης τιμῆς. Τελεῖται τοίνυν καί ἐπί ταύτῃ πάντα, ὅσα καί ἐπί τοῖς διακόνοις, ὀλίγων τινῶν γινομένων ἐνηλλαγμένως· προσάγεται γάρ τῇ ἱερᾷ τραπέζῃ μαφωρίῳ καλυπτομένη τήν κάραν, οὗ τά ἀμφότερα ἄκρα ἔμπροσθεν ἀπῃώρηται, καί μετά τό ρηθῆναι· «Ἡ Θεία Χάρις», οὐ κλίνει γόνυ, καθάπερ ὁ διάκονος, ἀλλά μόνην τήν κάραν, καί ὁ ἀρχιερεύς σφραγίζων ταύτην τρίς καί ἔχων ἐπικειμένην αὐτῇ τήν χεῖρα εὔχεται οὕτως. Ὁ διάκονος· Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. «Ὁ Θεός, ὁ ἅγιος καί παντοδύναμος...» (ὡς ἐν τοῖς κώδιξι Β καί Κ). Καί λεγομένων τῶν διακονικῶν, ἅ λέγεται καί ἐπί τοῖς διακόνοις, ὁ ἀρχιερεύς, ἔχων ὡσαύτως τῇ τῆς χειροτονουμένης κορυφῇ τήν χεῖρα ἐπικειμένην, εὔχεται οὕτως: «Δέσποτα Κύριε, ὁ μηδέ γυναῖκας ἀναθεμένας ἑαυτάς καί βουληθείσας...» (ὡς ἐν τοῖς κώδιξι Β καί Κ). Καί μετά τό Ἀμήν περιτίθησι τῷ τραχήλῳ ταύτης ὑποκάτωθεν τοῦ μαφωρίου τό διακονικόν ὠράριον, φέρων εἰς τό ἔμπροσθεν τάς δύο ἀρχάς, καί οὕτως ὁ ἐπί τοῦ ἄμβωνος διάκονος λέγει τό Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες. Κατά δέ τόν τῆς μεταλήψεως τῶν θείων μυστηρίων καιρόν, κοινωνεῖ μέν τοῦ θείου σώματος καί αἵματος μετά τούς διακόνους, λαμβάνουσα δέ τό ποτήριον ἐκ τῶν τοῦ ἀρχιερέως χειρῶν οὐδενί μεταδίδωσιν, ἀλλ΄ εὐθύς ἐπιτίθησιν αὐτό τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ. Ἐπληρώθη ἡ χειροτονία τῆς διακονίσσης».
δ) «Τάξις χειροτονίᾳ διακονίσσης» κατά τόν Ματθαῖον Βλάσταριν ΙΓ΄ αἰῶνος (βλέπετε Θεοδώρου Ε., ἐνθ. ἀνωτ. σελ. 330, 329).
ε) Χειροτονικόν τοῦ Εἰληταρίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενοφῶντος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ΙΔ΄ αἰῶνος (βλέπετε Θεοδώρου Ε. ἐνθ. ἀνωτ. σελ. 331).
στ) Νεστοριανή Ordo Mulierum diaconissarum εὐρεθεῖσα ἐν Συριακῷ χειρογράφῳ τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος. (Θεοδώρου Ε. ἐνθ. ἀνωτ. σελ. 332 & 333).
ζ) Ἡ ἐν τῇ Δύσει διαμορφωθεῖσα Ordo ad diaconam faciendam, κατά τήν συλλογήν ordo Romanus τοῦ Θ΄-ΙΑ΄ αἰῶνος καί τόν Codex engelbergensis τοῦ ΙΒ΄ αἰῶνος. (Θεοδώρου Ε. ἐνθ. ἀνωτ. σελ. 333, 334, 335 ἕως παρ. 4).
[56]
Θεοδώρου Ε , Ἡ «χειροτονία» ἤ «χειροθεσία» τῶν
διακονισσῶν, ἐν Ἀθήναις 1954, σελ. 63-65.
[57]
Θεοδώρου Ε., "Ο θεσμός των διακονισσών κατά την
Ορθόδοξον παράδοσιν και τον άγιον Νεκτάριον", πρακτικά Διορθοδόξου
Μοναστικού Συνεδρίου Ἐπί τῇ Ἐκατοπενηκονταετηρίδι (1846-1996) ἀπὸ τῆς Γεννήσεως
τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου (Αίγινα 9-11 Σεπτεμβρίου 1996), Ο γυναικείος
μοναχισμός και ο άγιος Νεκτάριος, εκδ. Ι. Μ. Ἁγ. Νεκταρίου Αἰγίνης, Αθήναι
1998.
[58]
. Ἐγκαλεῖται ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀπό τόν Ἀθηνῶν Θεόκλητον μεταξύ τῶν ἄλλων καί διά τό : «... ε) Ἄν ὄντως ἐπικουροῦσιν ἐν τῇ Θείᾳ
Λειτουργίᾳ καί ταῖς λοιπαῖς Ἀκολουθίαις
γυναῖκες καθωρισμέναι, φέρουσαι τά ὡς εἴρηται ἀνωτέρω ἱερά ἄμφια, καί ποία ἡ
ὑπ’ἀυτῶν τελουμένη ὑπηρεσία...». Δημητρακόπουλου Σ., Ο άγιος Νεκτάριος
Πενταπόλεως, σελ. 275.
[59]
Δημητρακόπουλου Σ., Ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως. Ἡ πρώτη ἁγία μορφὴ τῶν
καιρῶν μας, Αθήνα 2000, σσ. 273-278.
[60]
Αλεξάνδρου Σμέμαν, «Ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν», περ. Σύναξη 36 (1990), σσ.
47-52.
[61] Πρβλ. Ἑβρ. 6,20 καί 7 1-17.
[63]
Αρχιμ. Σοφρωνίου Σαχάρωφ, Ὁ Ἁγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς
Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1995, σ. 108.
[64]
Πρβλ. Θεοδώρου Ε. "Ο θεσμός των διακονισσών κατά
την Ορθόδοξον παράδοσιν και τον άγιον Νεκτάριον", πρακτικά Διορθοδόξου
Μοναστικού., ἔνθ. ἀν., σ. 227.
[65]
Αλεξάνδρου Σμέμαν, ἔνθ' ἀν.