Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Η ΣΧΈΣΗ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ

 

Ιωάννης Λότσιος Δρ.(PhD), Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ

Παραθέτουμε ένα  απόσπασμα της έρευνας που πρωτοδημοιεύθηκε στην Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου,2015 τόμος 6ος, εδώ  το συγκεκριμένο σσ. 199-206, το ίδιο επίσης στο Βιβλίο Πρωτείο κι Συνοδικότητα στο Κείμενο της Ραβέννας με προλόγισμα του π. Κυρίλου Γοβορούν, Α Έκδοση Αριθμό 14, Εκδόσεις CEMES 2018, εδώ σσ. 68-82 και το ίδιο Πρωτείο κι Συνοδικότητα στο Κείμενο της Ραβένας Β ' Έκδοση Θεσσαλονίκη 2022, ISBN: 978-618-00-3983-2, εδώ σσ. 61-73.

Στο παγκόσμιο επίπεδο προτάσσεται η ευχαριστιακή εκκλησιολογία έναντι της εκκλησιολογίας της κοινωνίας. Η Παγκόσμια Εκκλησία δεν χρειάζεται να είναι η εκκλησιολογία της κοινωνίας, που μπορεί να συμβαδίζει με τους Επισκόπους και την διδασκαλία. Αυτό μπορεί να υπάρχει σε όλες τις τοπικές εκκλησίες και τις σχέσεις μεταξύ τους[1]. Η θεμελίωση της κοινωνίας αυτής απαιτεί όμως το πέρασμα από την ημιτελή στην πλήρη κοινωνία. Η αυθεντία και η συνοδικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι κατανοητή σε αναφορά με την θέση του πρώτου και την συνοδικότητα ως  ισχνή έκφραση της κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών, που τίθενται παράλληλα.

Μια προσεκτική διατύπωση, ιδιαιτέρως σημαντική, που μας βοηθά να κατανοήσουμε την προτεραιότητα της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας στο παγκόσμιο επίπεδο, είναι και η αναφορά του κειμένου στην ίδρυση Αυτοκέφαλων Εκκλησιών και την συγκρότηση των Επισκοπικών Διασκέψεων, αφού αυτές δεν αποτελούν διοικητικές υποδιαιρέσεις μόνο αλλά και εκφράζουν την κοινωνία. Πως μπορεί να συμβάλλουν οι Επισκοπικές Διασκέψεις αποτελεσματικά στον διάλογο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία[2];  Ο ίδιος ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ σε άρθρο του αναγνωρίζει ότι δεν υπήρχε στην πρώτη χιλιετία ένα είδους παγκόσμιου πρωτείου[3]. Η αναζήτηση ενός πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο δεν υπήρχε στην πρώτη χιλιετία. Μετά και από την περίοδο της συγκλήσεως των κοινών Οικουμενικών Συνόδων και το σχίσμα, και την ανυπαρξία της Αυτοκρατορίας, προσπαθεί  κατά την γνώμη μας να διασαφηνίσει το Κείμενο της Ραβέννας. Η Παγκόσμια Εκκλησία δηλώνεται ξεκάθαρα στο σημείο: «ότι πρέπει να ομολογήται και να βιώνεται μία και η αυτή πίστις εις όλας τας τοπικάς Εκκλησίας, να τελήται η αυτή μοναδική Ευχαριστία πανταχού, και να επιτελήται μία και η αυτή αποστολική διακονία εις όλας τας κοινότητας»[4].

Στην σύνθεση αυθεντίας και συνοδικότητας λοιπόν έχουμε και την σύνθεση πρωτείου και αυθεντίας. Ακόμα η έννοια της λέξης ‘‘Οικουμενική’’ στην φράση ‘‘Οικουμενική Σύνοδος’’ είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι μπορεί να σημαίνει προώθηση της ενότητας. Η Οικουμενική Σύνοδος είναι Οικουμενική επειδή η σημασία της λέξεως ‘‘Οικουμένη’’ αναφέρεται σε ολόκληρο τον κατοικούμενο κόσμο της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όπως ομολογεί το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως[5]. Η Οικουμενική Σύνοδος απαρτίζεται από το σύνολο των Ιεραρχών Επισκόπων της οικουμένης της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως Μια Αγία και Καθολική  και Αποστολική συνέρχεται στις Οικουμενικές Συνόδους. Παρά το γεγονός ότι στο κείμενο τονίζεται ότι ο Επίσκοπος της Ρώμης δεν συγκάλεσε ποτέ Οικουμενικές Συνόδους κατά την περίοδο της πρώτης χιλιετίας[6].

Περαιτέρω όμως με βάση το Κείμενο της Ραβέννας, η αναγνώριση των Οικουμενικών Συνόδων πέρα από την σύγκληση, που είναι και κοινή θέση και των δύο Εκκλησιών κ.τ.λ. επισημαίνεται: «Η οικουμενικότης των αποφάσεων μιας Συνόδου αναγνωρίζεται δια μέσου μιας διαδικασίας αποδοχής είτε μακράς είτε βραχείας διαρκείας[7]…. διότι αι επίσημοι δογματικαί αποφάσεις των και αι διατυπώσεις των περί της κοινής πίστεως, ιδίως επί κρισίμων θεμάτων, είναι δεσμευτικαί δι’ όλας τας Εκκλησίας και όλους τους πιστούς, εις οιονδήποτε χρόνον και τόπον. Διά τούτο αι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων παραμένουν κανονιστικαί»[8], χωρίς να επεξηγούν γιατί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδέχεται 21 Οικουμενικές Συνόδους, με κύριο χαρακτηριστικό της δεύτερης χιλιετίας, το γεγονός ότι συγκροτούνται με την βούλα του Πάπα.

Το κείμενο μας βοηθά και είναι προσεκτικά διατυπωμένο ώστε η Μικτή Επιτροπή για την σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων να αναφέρει το αξιοπρόσεκτο σημείο πως: «Πρέπει να αναζητηθούν τα μέσα, τα οποία θα επιτρέψουν την επανεγκαθίδρυσιν της οικουμενικής ομοφωνίας»[9]. Ποια είναι τα μέσα όμως που πρέπει να αναζητηθούν για την οικουμενική ομοφωνία; Η αναφορά αυτή μας προκαλεί μια ανησυχία. Ο ισχυρισμός ότι χρειάζεται μια «επανεγκαθίδρυσιν» μπορεί να κλονίσει το κύρος και την αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων που συγκροτήθηκαν στην πρώτη χιλιετία; Ίσως στο σημείο αυτό, είναι αναγκαία η συμβολή ή μια απαραίτητη διευκρίνιση των Ορθοδόξων μελών της Μικτής Επιτροπής. Το θέμα μπορεί βέβαια να αποτελεί ένα θέμα προς συζήτηση, αλλά με έναν σαφή τονισμό της σημασίας που έχει η αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, τουλάχιστον για την Ορθόδοξη Εκκλησία[10]. Η Μικτή Επιτροπή στο Κείμενο της Ραβέννας έδωσε ένα «σταθερόν έρεισμα δια μελλοντικήν συζήτησιν του ερωτήματος του πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εν τη Εκκλησία»[11] και αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτό μέσα στο πλαίσιο της συνοδικότητας, ‘‘του Επισκόπου Ρώμης ως πρώτου μεταξύ των Πατριαρχών’’.

Και εδώ αναφύεται η δυσκολία του θέματος επειδή η ερμηνεία της πράξης και των κανονικών θεσπισμάτων ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο και από τις δύο εκκλησίες. Εάν υπάρχει ένα πρωτείο σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο (Μητροπολίτης, Πατριάρχης), αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει και σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι τότε δεν μπορεί να είναι οι Επίσκοποι ‘‘πρώτοι’’ πραγματικά, τουτέστιν  να υπάρχουν σε ημιτελή κοινωνία, αν και βρίσκονται σε μυσταγωγικό επίπεδο. Η αξίωση του Παγκόσμιου Πρωτείου επικαλύπτει μήπως την αρχή ‘‘πρώτος μεταξύ ίσων’’, κάτι που δεν διευκρινίζετε με σαφήνεια και μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ‘‘πρώτοι’’ τελικά δεν είναι ‘‘ίσοι’’;[12]. Η ισότητα σε παγκόσμιο επίπεδο αναφέρεται βασικά στην σχέση Παλαιάς και Νέας Ρώμης. Οι δυο Επίσκοποι είναι ίσοι σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα και με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και με τα προνόμια που είχαν και οι δύο, κατά την περίοδο της α’ χιλιετίας. Κατά την β’ χιλιετία τα προνόμια αυτά τα έχει μόνο ο Νέας Ρώμης. Απουσιάζει από το Κείμενο η  σχέση του Παλαιάς και Νέας Ρώμης[13].

Γιατί αυτό ανοίγει το δρόμο σε μια διάκριση των ‘‘πρώτων’’ σε καθολικό και παγκόσμιο επίπεδο, για την πλήρη κοινωνία. Παγκόσμιο Πρωτείο συνεπάγεται και πλήρη  καθολική κοινωνία. Συγκεκριμένα στο κείμενο αναφέρεται ότι: «Η συνοδικότης εις το παγκόσμιον επίπεδον, ασκουμένη υπό των Οικουμενικών Συνόδων, συνεπάγεται ενεργόν ρόλον του  επισκόπου  Ρώμης ως πρώτου των επισκόπων των κυριωτέρων επισκοπικών εδρών, εν τη ομοφωνία των συναθροιζομένων επισκόπων»[14]. Ο Πάπας της Ρώμης ως Επίσκοπος Ρώμης είναι πρώτος των Πατριαρχών με βάση το Κείμενο της Ραβέννας. όμως ο Πάπας της Ρώμης είναι πρώτος σε αναφορά με τον θεσμό της Πενταρχίας, ως πρώτου των Πατριαρχών. Η αναφορά ως Επισκόπου Ρώμης διαχωρίζει την σημασία του primus από το inter pares. Και σε αναφορά με την ίδρυση των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και των Επισκοπικών Διασκέψεων, όπου στην Δύση δεν έχουμε αύξηση του αριθμού των Πατριαρχών. Η αναφορά αυτή σημαίνει ότι ο Επίσκοπος Ρώμης είναι πρώτος αλλά αποφεύγεται να ονομαστεί Πατριάρχης και μάλιστα «Πατριάρχης της Δύσεως».

Η αναφορά αυτή μας υποχρεώνει να κατανοήσουμε τον ενεργό ρόλο του Επισκόπου Ρώμης μέσα στο πλαίσιο της συνοδικότητας, που γίνεται «εν τη ομοφωνία των συναθροιζομένων επισκόπων» νομιμοποιεί την διαφορετική κατανόηση στο Κείμενο της Ραβέννας.

Γίνεται κατανοητό ότι η συγκεκριμένη αυτή αναφορά αποσκοπεί στην σύνθεση της διατύπωσης του Κειμένου της Ραβέννας για την πρόταξη της αυθεντίας και του πρωτείου του Πάπα στα κανονικά κριτήρια και στην τάξη της κοινής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας. Αντίθετα όμως μέσα από τα πλαίσιο κατανόησης της κανονικής τάξης των επτά Οικουμενικών Συνόδων δημιουργείται μια απόσταση και μια αμφισβήτηση των δικαιωμάτων και των προνομίων των Πατριαρχών, που νομιμοποιεί μια διπλή ερμηνεία της σύνθεσης πρωτείου και συνοδικότητας στο παγκόσμιο επίπεδο. Από πλευράς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μπορεί να υποστηρίξει την αναγνώριση του Παπικού Πρωτείου σε Παγκόσμιο επίπεδο για την Ορθόδοξη Εκκλησία και από την άλλη μεριά η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται να διασφαλίζει την συνοδικότητα και να απορρίπτει την σύνθεση παγκόσμιου πρωτείου και αυθεντίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πάνω στην σχέση αυτή το Κείμενο της Ραβέννας αποφεύγει να διευκρινίσει το ζήτημα της σχέσεως της αυθεντίας του Επισκόπου Ρώμης και της αυθεντίας των Οικουμενικών Συνόδων, μολονότι αναφέρεται στα δικαιώματα των Πατριαρχών. Τα δικαιώματα βέβαια αναγνωρίζονται σε όλα τα επίπεδα αρχικώς με την επισήμανση ότι αυτό ισχύει και για τον Επίσκοπο Ρώμης σε παγκόσμιο επίπεδο: «διά τον επίσκοπον Ρώμης ως πρώτον μεταξύ των πατριαρχών». Και «Εις το επίπεδον τούτο επίσης, οι πρώτοι πρέπει να  αναγνωρίζουν ποίος είναι ο πρώτος μεταξύ αυτών».[15] Έτσι το ζήτημα της αυθεντίας και παγκόσμιου πρωτείου στην Εκκλησία επικεντρώνεται στην σχέση του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης με τα δικαιώματα των Πατριαρχών, και το οποίο αντιμετωπίζεται με μια ιδιαίτερη ευεξία, αφού αυτά σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, διατυπώνονται στο αγγλικό κείμενο ως ερωτήματα, εάν έχουν ή όχι πραγματικά τα δικαιώματα αυτά[16]. Η Μικτή Επιτροπή αναγνωρίζει αυτήν ακριβώς την σημασία εάν είχαν κάποια δικαιώματα(;) και διευκρινίζει κατάλληλα ότι σε παγκόσμιο επίπεδο ο Πάπας της Ρώμης είναι ο Πρώτος των Πατριαρχών[17] ως βέβαιο και όχι αμφισβητήσιμο θέμα: «Η διάκρισις αύτη των επιπέδων δεν μειώνει την μυστηριακήν ισότητα εκάστου επισκόπου ή την καθολικότητα εκάστης τοπικής Εκκλησίας»[18].

Γι’ αυτό διευκρινίζει η Μικτή Επιτροπή ότι: «Το ζήτημα περί του ρόλου του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία όλων των Εκκλησιών εναπομένει να μελετηθή εις μεγαλύτερον    βάθος»[19]. Και η μελέτη αυτή βρίσκεται μεταξύ δύο ερωτημάτων: «1) Ποία είναι η ιδιαιτέρα λειτουργία του επισκόπου της «πρώτης έδρας» εις μίαν εκκλησιολογίαν της κοινωνίας και εν σχέσει προς όσα έχομεν είπει περί συνοδικότητος και αυθεντίας εις το παρόν κείμενον; 2) Πώς θα πρέπη να κατανοηθή και να βιωθή η διδασκαλία της πρώτης και της Δευτέρας Βατικανής συνόδου περί του παγκοσμίου πρωτείου υπό το φως της εκκλησιαστικής πρακτικής της πρώτης χιλιετίας;»[20].

 Η αναφορά της Μικτής Επιτροπής όμως έγκειται στο γεγονός ότι αυτό αποτελεί ζήτημα  ‘‘βαθύτερης κατανόησης’’: Το Πρωτείο του Πάπα όμως με βάση τις δύο Βατικάνειες Συνόδους αποτελεί το μείζον ζήτημα της διαίρεσης μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας,[21]. Επαναλαμβάνεται και πάλι μήπως το θέμα στην εκκλησιολογική συζήτηση εάν η πίστη εξαρτάται από τον Απόστολο Πέτρο ή ο Απόστολος Πέτρος από την πίστη;[22]. Παρά το γεγονός ότι στον ορθόδοξο χώρο ακόμα δεν έχει συζητηθεί το θέμα της σχέσεως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, κυρίως μετά το πέρας και της Α΄ και Β΄ Γενικών Συνόδων του Βατικανού, γεγονός που θα πρόσφερε μια ομοφωνία των Ορθοδόξων στον Θεολογικό Διάλογο.

Την σχέση των τριών επιπέδων, τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο σχολιάζει και η Επισκοπική Συνδιάσκεψη Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών της Αμερικής [23]τονίζοντας την αγιογραφική και πατερική αναφορά, ως κοινή πηγή των δύο Εκκλησιών, το έργο της Μικτής Επιτροπής στο Κείμενο της Ραβέννας παρουσιάζει μια εκκλησιολογική προοπτική που οι διάφορες διαστάσεις της ζωής της Εκκλησίας θεωρούνται συμπληρωματικές παρά αντιθετικές. Μια από αυτές της συμπληρωματικές διαστάσεις του Κειμένου της Ραβέννας είναι η εξισορροπήσει της συνοδικότητας (ή conciliarity) που προέρχονται από το βάπτισμα και τις ενδοτριαδικές σχέσεις που αναφέρονται στο πρόσωπο του Χριστού.

Στο Κείμενο της Ραβέννας επεκτείνεται η έννοια της conciliarity που παρουσιάζεται περισσότερο από μια απλή σύναξη Επισκόπων. Κάθε μέλος που είναι βαπτισμένος και είναι μέλος του Σώματος του Χριστού έχει μια υπεύθυνη θέση μέσα στην ευχαριστιακή κοινωνία. Η εκκλησιαστική συνείδηση, η εκκλησιαστική κοινότητα έχει ολόκληρη την εκκλησιαστική συνείδηση, οι πιστοί έχουν την fidelium sensus, που δεν αναλύεται περισσότερο και περνά από τις επιπτώσεις τις αυθεντίας στην αυθεντία των Επισκόπων που ασκείται από τις συνόδους. Έτσι η …. Κατανοεί την σχέση των τριών επιπέδων με βάση το Κείμενο της Ραβέννας ως εξής:

1) τοπικό επίπεδο. ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί συμφωνούν στην βασική κατανόηση της Εκκλησίας ως: «Η Εκκλησία του Θεού υπάρχει όπου υπάρχει κοινότης συνηγμένη εν τη Ευχαριστία, εις την οποίαν προεξάρχει απ’ ευθείας ή μέσω των πρεσβυτέρων του ο νομίμως χειροτονηθείς εν τη αποστολική διαδοχή επίσκοπος, ο οποίος διδάσκει την παραληφθείσαν εκ μέρους των Αποστόλων πίστιν, εν κοινωνία μετά των λοιπών επισκόπων και των Εκκλησιών των»[24]. Η δυναμική θεώρηση προσφέρει έναν προσδιορισμό της κοινωνίας που επιζητείται ως το πλαίσιο που η εκκλησιαστική αυθεντία ασκείται και το κριτήριο για αυτήν την άσκηση της: η Τοπική Εκκλησία συλλαμβάνεται ως συνοδική ή conciliarity στην δομή της[25]. Ο τονισμός αυτής της διπλής αναφοράς πέραν από την σημασία της στοχεύει και στην ενεργό συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου, γιατί η άσκηση της αυθεντίας, «διά πολλών μορφών υπηρεσίας και αποστολής»[26], τίποτα δεν αναφέρεται για την συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην διοίκηση, π.χ. στην συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή των επισκόπων. Κατά συνέπεια αν και η συνοδικότητα παρουσιάζει σχέσεις αλληλεγγύης, αμοιβαίας βοήθειας και συμπληρωματικότητας, εκτός από την διακονία και την ιεραποστολή, η ερώτηση για την άσκηση της αυθεντίας του λαϊκού στοιχείου παραμένει ανοικτή, εφόσον δεν ξεκαθαρίζει τον τρόπο με τον οποίο ασκείται αυτή η αυθεντία.

Το επόμενο σημείο που δεν εξετάζεται στο Κείμενο της Ραβέννας και χρειάζεται να επιδειχτεί ιδιαίτερη προσοχή είναι οι επόμενες αντανακλάσεις στην σχέση conciliarity, συνοδικότητας και αυθεντίας. Αυτό θα καθορίσει και σε ποια θέση βρίσκεται η Τοπική κοινότητα που προΐσταται υπό του τοπικού επισκόπου και αναφέρεται σε όλη την σημασία των τοπικών εκκλησιών[27]. Στην ύπαρξη της πολλαπλότητας των τοπικών εκκλησιών, των ευχαριστιακών συνάξεων, πως γίνεται δυνατό να κατανοηθεί η τοπική κοινότητα εκκλησιολογικά; Γιατί η Ευχαριστία πραγματοποιείται μόνο τοπικά, χωρίς να υπάρχει μια καθολική τέλεση της. Στην σχέση τοπικής κοινότητας και του επισκόπου, και με την σύγχρονή της αναφορά ενώ δεν επισημαίνονται, δίνει όμως το Κείμενο της Ραβέννας μια σημαντική παρατήρηση, ότι η κοινωνία, η conciliarity και η συνοδικότητα αποτελούν το πλαίσιο στο οποίο η εκκλησιαστική αυθεντία ασκείται. Και χρειάζεται ένα σημείο επέκτασης στην σχέση της επισκοπής και της κοινότητας.

2) Το περιφερειακό επίπεδο. στο περιφερειακό επίπεδο και στην αναφορά των διαφόρων εκφράσεων της κοινωνίας, χειροτονίας υπό δύο η τριών επισκόπων, ή στη  αποστολική διαδοχή και στο συλλείτουργο. Οι περιφερειακές σύνοδοι φανερώνουν μια κολεγιακή φύση, το λεγόμενο επισκοπάτο στην διακονία της κοινωνίας της Εκκλησίας: «Η αυθεντία μιας συνόδου βασίζεται εις την φύσιν αυτού τούτου του επισκοπικού αξιώματος και φανερώνει την συλλογικήν φύσιν του επισκοπικού θεσμού εις την υπηρεσίαν της κοινωνίας των Εκκλησιών»[28]. Η λειτουργία των περιφερειακών συνόδων στηρίζονται στην συναίνεση και στην συμφωνία, γιατί «Μόνον οι επίσκοποι έχουν φωνήν διαβουλευτικήν», χωρίς να αναφέρεται στην παραδοσιακή πρακτική των Εκκλησιών που ανάγει τις συνόδους αυτές ανάμεσα στην ιεροσύνη και το λαϊκό στοιχείο. Το Κείμενο της Ραβέννας δηλώνει ότι κάθε επίσκοπος είναι ασκεί την αυθεντία και είναι αρμόδιος για την επισκοπή του, αλλά για τα άλλα ζητήματα χρειάζεται η συνεπισκοπική συνεργασία, περιφερειακών και άλλων συνόδων. Ενώ περιγράφει την ισχυρή παρουσία της κοινωνίας στο περιφερειακό επίπεδο δεν αναφέρει όμως επαρκώς τον ρόλο του πρώτου σε κάθε μια από τις περιφέρειες.  Σε αυτό το σημείο θα ήταν αναγκαία μια αναφορά περισσότερο σαφή για την άσκηση του πρώτου, Μητροπολιτών και Πατριαρχών. Ακόμα περισσότερο στην αναφορά της ίδρυσης των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και Επισκοπικών Διασκέψεων, αφήνει πολλές αναπάντητες ερωτήσεις. Δεν έχουμε μια αναφορά στο πως οι Επισκοπικές Διασκέψεις, που συζητείται στον ρωμαιοκαθολικό χώρο, έχουν μια εκκλησιολογική βάση στον Ρωμαιοκαθολικισμό.

3) Το Παγκόσμιο επίπεδο[29]. Η συζήτηση για το παγκόσμιο επίπεδο τίθεται σε μια αναφορά στις δραστηριότητες και ενέργειες που μπορούν να εμφανιστούν, να εξηγηθούν, όπως η δυνατότητα τροποποίησης του Συμβόλου της Νικαίας ή μιας αλλαγής σε θεμελιώδη σημεία της ιεροσύνης. Η τέλεση της Ευχαριστίας από τις τοπικές εκκλησίες δεν μπορεί να γίνεται ξέχωρα από τις υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες, γιατί αυτό μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εκκλησιακή κοινωνία στις Οικουμενικές Συνόδους. Στην αναγνώριση των Οικουμενικών Συνόδων, είτε μακράς είτε βραχείας, βλέπει η Επισκοπική Συνδιάσκεψη την παρουσία του Λαού του Θεού, πάνω στην διάκριση και την θέσπιση τους, αφού αποτελούν μέρος της συνοδικότητας ή της conciliarity[30].

Η Επισκοπική Συνδιάσκεψη Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών επαινούν το Κείμενο της Ραβέννας γιατί προσδιορίζει την Συνοδικότητα ή την conciliarity της Εκκλησίας όχι μόνο στις επισκοπικές συνόδους αλλά γενικά σε ολόκληρη την Εκκλησία[31]. Προσφέρει μια αναλογία μεταξύ των τριών επιπέδων στα οποία υπάρχει ένας πρώτος και για να προχωρήσουμε στην κοινωνία σε παγκόσμιο επίπεδο θα πρέπει να υπάρχει και ένα παγκόσμιο πρωτείο, που βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με την συνοδικότητα και παρέχει μια μυσταγωγική και τριαδική βάση για την κοινωνία της Εκκλησίας. Η άσκηση του παγκόσμιου πρωτείου βρίσκεται ως διακονία στην κοινωνία, κάτι που κατά την γνώμη μας συγγενεύει με την Παπική Εγκύκλιο Ινα Πάντες εν Ωσιν του Πάπα Ιωάννου Παύλου του Β΄. Ακόμα περισσότερο η Συνεπισκοπική Συνδιάσκεψη παρατηρεί ορισμένα στοιχεία που χρήζουν περισσότερη διευκρίνιση και διάλογο: την αναλογία των όντων μεταξύ του αιωνίου Θεού και των δημιουργημάτων, την αναλογία μεταξύ της τάξης που υπάρχει στις αΐδιες ενδοτριαδικές σχέσεις και της τάξης ανάμεσα στις τοπικές εκκλησίες.

Στο Κείμενο της Ραβέννας ακόμα δεν καθορίζει και δεν αποσαφηνίζει την εκκλησιολογική θέση του πρωτείου και της συνοδικότητας στο περιφερειακό επίπεδο, όπως και τα όρια και η άσκηση της αυθεντίας του πρώτου δεν είναι αρκετά σαφής. Τονίζει βέβαια η Επισκοπική Συνδιάσκεψη ότι η αναφορά στην αποστολική διαδοχή και των Οικουμενικών Συνόδων στερείται ακριβείας και μπορεί να δημιουργηθεί υπεραπλούστευση ή παρανόηση της λειτουργίας τους και η τοπική εκκλησία πρέπει να έχει μια σύγχρονη αναφορά και μελέτη[32]. Στην Συνδιάσκεψη αυτή υπάρχει όμως ένα κεντρικό σημείο διαφωνίας. μέσα από τα συμφωνηθέντα κείμενα διαφαίνεται ο διαφορετικός τρόπος προσέγγισης στα δογματικά και εκκλησιολογικά θέματα που διίστανται από τις πατερικές αναφορές και κινούνται μέσα σε μια ποικιλομορφία, ειδικότερα στην σημασία και ερμηνεία της ιεραρχικής δομής, της έννοιας της κεφαλής σε όλα τα επίπεδα, που εμποδίζουν ακριβώς την ενότητα στην πίστη και στα μυστήρια. Ακόμα περισσότερο στις αποφάσεις αυτές της Συνδιασκέψεις έχει μια διαφορετική θέση σχετικά με την σημασία του πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο. Η διαφορετικότητα αυτοί δηλώνει μια απόσταση αφ’ ενός των Ορθοδόξων Επισκόπων από τις παραδοσιακές αρχές και αφ’ ετέρου των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων από τις βασικές αρχές ειδικότερα της Β’ Βατικανής. Η ενότητα για την οποία καταβάλει προσπάθειες η συγκεκριμένη Συνδιάσκεψη προσπαθεί να καθορίσει την Εκκλησία σε μια πληρότητα μέσο των αποδεκτών κοινών σύγχρονων αναγκών, της θεωρήσεως της πρωτοκαθεδρίας, και το πλαίσιο λειτουργίας, λαμβάνοντας πολλά στοιχεία ως δεδομένα από την ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία. Για το Κείμενο της Ραβέννας δεν σχολιάζονται τα σημεία της διαφωνίας.

 



[1]. G. H. TAVARD,  The Church, Community of Salvation ,An Ecumenical Ecclesiology, New Theology Studies 1, A Michael Glazier Book, The Liturgical Press, Collegeville, Minnesota, 1992, σσ. 199-202.

[2]. Κείμενο της Ραβέννας § 30-31. Εδώ κατά την προσωπική μας άποψη, εάν οι Επισκοπικές Διασκέψεις εκφράζουν την κοινωνία, πόσο επηρεάζουν όμως τον Θεολογικό Διάλογο Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας; Μήπως αποφάσεις αυτών των Διασκέψεων εντάσσονται στον Θεολογικό Διάλογο χωρίς την σύμφωνη γνώμη τουλάχιστον από πλευράς ορθοδόξου, όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Είναι αξιοσημείωτη η παρατήρηση του B. E.Hinze, στο (‘‘Synodality and Ecumenicity Marks of a  Trinitarian Church’’ στο In God’s Hands, Essays on the Church and Ecumenism in Honour of Michael A. Fahey, S.J., Edited  by Jaroslav Z. Skira & Michael S. Attridge, Bibliotheca Ephemeridum Theologicarum Lovaniensium CXCIX ,Leuven Universtity Press, Leuven-Paris- Dudley, MA, 2006, σσ. 216-17) και G. R. EVANS, The Church and the Churches Toward an ecumenical ecclesiology, Cambridge University Press, 2002, σ. 278, για το συγκεκριμένο Κείμενο της Ραβέννας. Σε επίπεδο Επισκοπικών Διασκέψεων αναφέρει την συμφωνία των ορθοδόξων κανονικών Επισκόπων της Αμερικής με τους Ρωμαιοκαθολικούς σχετικά με την αυθεντία της συνοδικότητας και του πρωτείου. Το έγγραφο, όπως αναφέρεται και στο κείμενο, προωθεί τον επίσημο Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πως μπορεί αυτό να είναι αποδεκτό και από την ορθόδοξη Εκκλησία; και το οποίο είναι διάφορο από την αλληλοσυσχέτιση των θεμάτων που συζητούνται στις Πανορθόδοξες Διασκέψεις εν σχέση με την Ρωμαιοκαθολική θεολογία. Για περισσότερα βλέπε τον σχολιασμό της Ευαγγελίας Βαρέλλα, στο ‘‘Πανορθόδοξοι Διασκέψεις και Β΄  Βατικανή Σύνοδος-μια παράλληλος πορεία’’, στο ΓΠ, 733 (1990), σσ. 558-575.

[3]. JOSEPH RATZINGER, Καρδιν. Νύν Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄, ‘‘The Theological Locus of Ecclesial Movements’’, στο CICR, 25 (1998), σσ. 480-504. Εδώ ειδικά τις σ. 499-500 και την υποσημείωση 20, σ. 499: ‘‘The aversion to the primacy and the disappearance of the sense of the universal Church doubtless have to do with the fact that the concept o that the concept of universal Church is thought to be tied to the papacy alone. The papacy, isolated and without any living connection with universal ecclesial then appears as a scandalous monolith, that upsets the image of a Church reduced to purely local ecclesial ministries and the coexistence of juxtagortred communities. But this image precisely does not capture the reallty of the ancient Church  communities”. Βλ. και Miguel MA Garijo-Guembe, ‘‘Αδελφές Εκκλησίες σε Διάλογο, Σκέψεις ενός ρωμαιοκαθολικού θεολόγου’’,  μεταφρ. Ιωάννου Σ. Πέτρου, στο Καιρός Τόμος Τιμητικός στον Ομότιμο Καθηγητή Δαμιανό Δόϊκο, ΕΕΘΣΘ, τόμος 5, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 381-399. Εδώ σσ. 395-397.

[4]. Κείμενο  της Ραβέννας, § 33.

[5]. Πρβλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ‘‘Η Χρησιμοποίησις της λέξεως ‘‘Οικουμενικός’’ εν Σχέσει προς τας Συνόδους’’, στο ΓΠ, 572-573 α΄-β΄(1966), σσ. 21-36. Εδώ σ. 28. Καθώς και τις παρατηρήσεις του Αρχιμ. Β. Στεφανίδη, ‘‘Οι Πάπαι και αι Οικουμενικαί Σύνοδοι’’, στο ΕΕΒΣ, 3(1926), σσ. 249-253.TILLARD, ‘‘Communion and Synod” στο Synod and Synodality: Theology, History, Canon Law and Ecumenism. International Colloquium Bruges 2003, ed. Alberto Melloni and Silvia Scatena, Münster: LIT Verlag, 2005, σσ.  61-73.

[6]. Κείμενο  της Ραβέννας, § 42.

[7]. Κείμενο  της Ραβέννας, § 37.

[8]. Κείμενο  της Ραβέννας, § 35.

[9]. Κείμενο της Ραβέννας, § 39.

     [10] .Σχετικά με την σχέση αυθεντία και Οικουμενικών Συνόδων ο Cristian Vasile Petcu θα υπογραμμίσει ότι  ακόμα και μετά το Σχίσμα ο θεσμός των Οικουμενικών Συνόδων βρίσκεται σε μια βαθιά αρμονία με την Εκκλησία, δεν είναι ο θεσμός αλλά η Εκκλησία που καλείται να οριοθετήσει την πίστη. Όμως η σύγκλισης Συνόδων και μάλιστα Οικουμενικών, εκατέρωθεν των πλευρών, και μάλιστα κοινών προσπαθειών, συνεχίστηκε και μετά το σχίσμα. Οι Σύνοδοι αυτοί έφεραν τους Επισκόπους των Τοπικών Εκκλησιών σε κοινωνία με τον Επίσκοπο Ρώμης ή με άλλη έννοια σε κοινωνία με την Έδρα της Κωνσταντινούπολης (όπως σημειώνει ο ίδιος). Μερικές από αυτές τις συνόδους για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι Οικουμενικές. Αυτό οδήγησε σε διχόνοια και μια αμοιβαία αποξένωση, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Έτσι βρίσκει ο ίδιος αναγκαίο να βρεθούν εκείνα τα μέτρα που θα οδηγήσουν σε μια οικουμενική συναίνεση: «The Church was worked in a synodal fashion from the very beginning, not only terms of the strict (episcopal) synodality characterised by the assembly of the Apostles without any other participants, as we discover in the text of the Gospels (or confirmed by the apostleship of St Paul, Acts, 13: 1-4), but also mixed synodality, through the gathering of all the members of the Church, as may be seen in the Acts of the Apostles23 (the Apostolic Council, the Election of Matthew, the Election of the Seven Deacons). This characteristic is in keeping with the Church’s very essence of communion in faith. In this respect, the council is not only an expression of the Church, but an ontological institution, wholly corresponding with the structure of the Church as a conciliar body. In time, however, meetings of bishops became an increasingly widespread practice, on which the canonical norms have preponderantly pronounced, for even in the time of the primitive Church the bishops were subordinate to the council..», στο ‘’The Theological Premises and Canonical Consequences of Church Synodality as Reflected in the Ravenna Document’’, στο ΙJOT,5, 2(2014),  σ. 68-71.

[11]. Κείμενο της Ραβέννας, § 46.

[12]. SSJC-WR Workshop Report,  by Anne C. Petach, ‘‘What divides us: Impediments to Unity’’ στο Light of the East, Newsletter of the Society of Saint John Chrysostom Western Region Edition Volume 3, Number 2 Winter, 2009, σ. 4 και 7.

     [13]. Πρβλ. Ο  Μονσ. Daniel S. Hamilton αν και αναφέρεται στην έννοια του «Πατριαρχείου» και στην σχέση παλαιάς και Νέας Ρώμης, τονίζει μια προτεραιότητα του Παλαιάς Ρώμης και του Πρωτείου του. Αν και αναγνωρίζει ότι το πρωτείο, όπως αυτό κατανοήθηκε στην Δύση και δεν αναγνωρίστηκε από όλους, εντούτοις υποβόσκει μια αναγκαιότητα της πρόταξης μόνο του Παλαιάς Ρώμης σε παγκόσμιο επίπεδο. Σχετικά αναφέρει: «Is it credible that other ancient sees conferred the primacy on Rome? Did Antioch, Alexandria or any other ancient see ever claim such a primacy for itself? No cogent ancient testimony establishes such views. No, only the bishop of Rome claimed it and exercised it and was acknowledged to have it. And this primacy has been exercised to this day. Let scholarship bring the evidence of history to light. Then let the dialoguing Church communions reflect upon and discuss how this factual primacy, its basis and nature known, may best be exercised in our time.We look for the self-heading churches of the Orthodox Communion to consider whether they have now or can achieve without the Roman primacy that unity—beyond faith and sacramental life—in mutual harmony, effective coordination and governance, and united action for mission that surely belongs to that full unity that Christ willed for his Church. Will the Roman primacy by the grace of the Holy Spirit in its renewed exercise for our time bring trust, healing, new evangelistic faith and fervor, and an empowering charism to all the churches everywhere?..», στο ‘’Ravenna and the Roman primacy’’, στο HPR, Φεβρουάριος 2009.

[14]. Κείμενο της Ραβέννας, § 42.

[15]. Κείμενο της Ραβέννας, § 46.

[16]. Κείμενο της Ραβέννας, § 43. ‘‘Ecclesiological and Canonical Consequences ofthe Sacramental Nature of the ChurchEcclesialCommunion,Conciliarity and Authority’’ «locally, for the bishop as protos of his diocese with regard to his presbyters and people; regionally, for the protos of each metropolis with regard to the bishops of his province, and for the protos of each of the five patriarchates, with regard to the metropolitans of each circumscription; and universally, for the bishop of Rome as protos among the patriarchs»

[17]. Την προβληματική αυτην σχολιάζει και ο π. Carlos Alfonso Azpiroz Costa OP: «Due anni fa erano già stati individuati dei punti fermi. "Entrambe le parti - si legge al n. 41 del Documento di Ravenna - concordano sul fatto che Roma, in quanto Chiesa che "presiede nella carità", secondo l'espressione di sant'Ignazio d'Antiochia (Ai Romani, Prologo), occupava il primo posto nella taxis", ovvero nell'ordine canonico testimoniato dalla Chiesa antica. Il vescovo di Roma "è pertanto il protos (primo) tra i patriarchi". Ma, a Ravenna, cattolici e ortodossi non trovarono l'accordo "sull'interpretazione delle testimonianze storiche di quest'epoca per ciò che riguarda le prerogative del vescovo di Roma in quanto protos", tema tradotto in modi diversi già nel primo millennio», στο ‘‘Cattolici e ortodossi a confront sul ruolo del vescovo di Roma’’, στο L'Osservatore Romano - 17 ottobre 2009.

[18]. Κείμενο Ραβέννας, § 43.Βλ. COLIN DAVEY, ‘‘Orthodox-Roman Catholic Dialogue, The Ravenna Agreed Statement’’, στο S, 30 (2008), σσ. 7-36. Εδώ σσ. 27-29.

[19]. Κείμενο  της Ραβέννας, § 45.

[20]. Κείμενο  της Ραβέννας, § 45.

       [21]. Ο BRO. PETER DIMOND, (The Ravenna Document–the Vatican II sect’s latest ecumenical outrage with the “Orthodox” στο Διαδίκτυο   http://www.mostholyfamilymonastery.com/ravenna_document.html.). Το γεγονός είναι ότι θεωρεί τους ορθοδόξους ως σχισματικούς και αιρετικούς καθώς και  το Κείμενο της Ραβέννας. Επικρίνει τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄ και τους περί αυτού γιατί με το Κείμενο της Ραβέννας υποχώρησε από τα δόγματα της Α΄ και Β΄ Συνόδου του Βατικανού. Βέβαια αυτό είναι μια αντίληψη όχι μόνο του ιδίου,  ότι το Κείμενο της Ραβέννας απορρίπτει τα δόγματα των δύο Συνόδων του Βατικανού.

[22]. Πρβλ. JOSHEF RATGINGER, Church, Ecumenism and Politics, Slough: St. Paul Puplicatins, New York Crossaroad, 1988, σσ. 32-36. John Meyendorff, Byzantine Theology (New York: Fordham Univ. Press, 1979), σ. 98.

[23]. NORTH AMERICAN ORTHODOX-CATHOLIC THEOLOGICAL CONSULTATION, ‘‘A Common Response to the Joint International Commission for the Theological Dialogue Between the Roman Catholic Church and the Orthodox Church Regarding the Ravenna Document: “Ecclesiological and Canonical Consequences of the Sacramental Nature of the Church: Ecclesial Communion, Conciliarity and Authority”, στο Διαδύκτιο, file:///G:/OrthodoxCatholic%20Consultation%20Responds%20to%20%E2%80%9CRavenna%20Document%E2%80%9D.htm.

[24]. Ό.π., σ. 2. Κείμενο της Ραβέννας, 18.

[25]. Ό.π., σ. 2. Κείμενο της Ραβέννας, 20.

[26]. Ό.π., σ. 3.  Κείμενο της Ραβέννας, 20.

[27]. Ό.π., σ. 3.

[28].  Ό.π., σ. 3. Κείμενο της Ραβέννας, 25.

[29]. Ο.π., σ. 4.

[30]. Ο.π., σ. 5.

[31]. Την αναγκαιότητα και την αναγνώριση του παγκόσμιου πρωτείου, ως πρώτου των πατριαρχών, ως την τάξη της Εκκλησίας στην πρώτη χιλιετία, τονίζει ο Eleuterio F. Fortino, χωρίς βέβαια να αναφέρεται ως πρώτος μεταξύ ίσων, και ως primus inter pares, στο παγκόσμιο επίπεδο: «Tanto la ricerca delle sottocommissioni quanto la sintesi del Comitato di coordinamento concordato a Rabenna il quale rilevava che «conciliarita e autorita sono interdipendenti» e che tanto a livello diocesano, quantoregionale, quanto a livello universal vi é un protos, primus(vescovo, metropolitan o patriarca, vescovo di Roma)»,  στο ‘‘Sulla via qiusta il dialogo teologico fra cattoloci e ortodossi’’, στην LOsservatore Romano 27/10/2009,1/2 σσ. 5-6. Εδώ σ. 5.

[32]. NORTH AMERICAN ORTHODOX-CATHOLIC THEOLOGICAL CONSULTATION, ‘‘A Common Response to the Joint International Commission for the Theological Dialogue Between the Roman Catholic Church and the Orthodox Church Regarding the Ravenna Document: “Ecclesiological and Canonical Consequences of the Sacramental Nature of the Church: Ecclesial Communion, Conciliarity and Authority”, ό.π., σ. 5.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.