Να συνειδητοποιήσουν πως έχει ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί τόσο η εποχή των Τσάρων όσο και η εποχή των Σοβιέτ και να αναλάβουν τις ευθύνες τους ως εκκλησιαστικοί ποιμένες μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες, καλεί τους υπευθύνους της ρωσικής Εκκλησίας ο μητροπολίτης Λαρίσης Ιερώνυμος. Μέσω μιας σπάνιας συνέντευξης «ποταμό» στο orthodoxia.info ο μητροπολίτης που πρώτος κάλεσε την Ιεραρχία να αναλογιστεί πως δεν μπορεί να θέσει το ουκρανικό σε ψηφοφορία μιλά «έξω από τα δόντια» αποκαλύπτοντας πως υπάρχει έντονη προπαγάνδα κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος.
«Κάποιες εκκλησιαστικές διοικήσεις έχουν ξεχάσει το «εκκλησιαστικές» κι έχουν επικεντρωθεί στο «διοικήσεις» σε απόλυτο συντονισμό φυσικά με τις Κυβερνήσεις τους» σημειώνει ο μητροπολίτης Λαρίσης που καταδικάζει ως «απαράδεκτο να παίζουμε με τη Θεία Κοινωνία και τελείως επιπόλαια, χωρίς πόνο και βαθύτερη εξέταση των πραγμάτων, να κηρύσσουμε ακοινωνησίες».
Ο μητροπολίτης Λαρίσης εξηγεί το πλήρες σκεπτικό και τα επιχειρήματα πίσω από την απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος θεωρώντας την στάση που τηρεί έκτοτε η Μόσχα έναντι της Αθήνας «ομολογία ενοχής και απόδειξη υιοθέτησης πρακτικών συσκότισης της αλήθειας».
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΥΔΑΡΟ
Ήσασταν ο πρώτος ιεράρχης που τάχθηκε κατά της ψηφοφορίας επί του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου στην πρόσφατη συνεδρίαση της Συνόδου της Ιεραρχίας. Ποιο ήταν το σκεπτικό σας;
Πολύ απλό, δεν έχει δικαίωμα μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία να ψηφίζει επί
των πράξεων μιας άλλης. Για παράδειγμα, στο Μητροπολιτικό Συμβούλιο
υποβάλλονται προς έγκριση οι αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων
μιας Μητροπόλεως. Και το Μητροπολιτικό Συμβούλιο έχει δικαίωμα να
εγκρίνει, να απορρίψει, να τροποποιήσει ή να επιστρέψει προς διόρθωση
τις αποφάσεις ενός Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Γιατί; Διότι έχει δικαίωμα
εποπτείας και ελέγχου των πράξεων των υφισταμένων του εκκλησιαστικών
προσώπων.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος μπορεί να
κάνει το ίδιο με τις Αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, των
Εκκλησιαστικών Οργανισμών ή των Ιερών Μητροπόλεων, απλούστατα γιατί όλα
αυτά υπόκεινται στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας. Οι αποφάσεις άλλης
Αυτοκέφαλης Εκκλησίας δεν μπορούν να υποστούν την ίδια εξέταση για τον
απλό λόγο ότι όλες οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι απόλυτα
ισότιμες μεταξύ τους και δεν μπορεί καμία να εγκρίνει, να απορρίψει, να
τροποποιήσει ή να επιστρέψει προς διόρθωση τις αποφάσεις κάποιας
άλλης.
Δεν υπάρχουν Αυτοκέφαλες
Εκκλησίες υφιστάμενες άλλων, στις οποίες και θα πρέπει να υποβάλουν προς
έγκριση τις αποφάσεις τους. Επομένως, με ποια αρμοδιότητα και για ποιο
πράγμα θα ψηφίζαμε;
Υπήρξαν όμως και ορισμένοι διαφωνούντες
Από ορισμένους Αγίους Αδελφούς και σεβαστούς αρχαιότερους εμού στην
Αρχιερωσύνη, αναπτύχθηκαν διάφορα επιχειρήματα κατά του Ουκρανικού
Αυτοκεφάλου και αποδόθηκαν χαρακτηρισμοί όπως «ανυπόστατο», «άκυρο»,
«ακυρώσιμο» κλπ. Δεν διστάζω να δεχθώ το βάσιμο κάποιων επιχειρημάτων
τους. Για παράδειγμα κι εμένα ορισμένες διατυπώσεις του Τόμου της
Αυτοκεφαλίας προς την Εκκλησία της Ουκρανίας με ξενίζουν, καθώς τις
θεωρώ πρωτόγνωρες και διαφοροποιούμενες από τη συνήθη διατύπωση. Όμως,
όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί χρησιμοποιούνται στη δικαστηριακή πρακτική
και αποδίδονται με δικαστική απόφαση εκεί όπου το αρμόδιο δικαστήριο,
συνήθως το Συμβούλιο της Επικρατείας επί αποφάσεων της Διοίκησης, έχει
αρμοδιότητα και κρίνει. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει Ακυρωτικό
δικαστήριο για να προσφύγει μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία εναντίον κάποιας
άλλης για αποφάσεις της με τις οποίες διαφωνεί; Όχι! Πώς λοιπόν,
χρησιμοποιούμε τέτοιους χαρακτηρισμούς;
Ενδεχομένως να είναι ευχάριστοι στα αυτιά ορισμένων, σε όσους όμως,
δεν έχουν στοιχειώδη γνώση Κανονικού Δικαίου δημιουργούν την εντύπωση
ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνονται αυθαιρεσίες, κυριαρχεί η ανομία και
συνεπώς κλονίζεται η εμπιστοσύνη στους Επισκόπους ως υπεύθυνους
Ποιμένες της Εκκλησίας και στις συνοδικές αποφάσεις τους. Επειδή δε
κάποιες ιστοσελίδες αναπαράγουν μονοφωνικά τις απόψεις ορισμένων, ιδίως
λαϊκών που συνήθως δεν γνωρίζουν για τί πράγμα ομιλούν, εύκολα
δημιουργείται «κλίμα» προς ορισμένη κατεύθυνση.
Αυτό όμως, είναι
προπαγάνδα και μάλλον προσβολή κι όχι προβολή της αλήθειας. Αλλά και για
όσους υπηρετούν το Κανονικό Δίκαιο κι έχουν να προτείνουν
Ιεροκανονικές λύσεις για την εξάλειψη των αντιθέσεων και την ενότητα της
Εκκλησίας, δημιουργείται η δυσκολία να πείσουν για το τι προβλέπει
ακριβώς το Κανονικό Δίκαιο και ποιες δυνατότητες δίνει, όταν κάποιοι
συντάσσουν κατά παραγγελία γνωμοδοτήσεις και δημιουργούν παραταξιακή
συνείδηση, η οποία στην προκείμενη περίπτωση συμπίπτει με τις αντιθέσεις
των Μεγάλων Δυνάμεων και τα εκατέρωθεν γεωπολιτικά συμφέροντα που
διακυβεύονται στην περιοχή.
Ναι, αλλά αν μια Εκκλησία διαφωνεί με τις αποφάσεις κάποιας άλλης;
Γι’ αυτό υπάρχουν οι Διορθόδοξες επαφές και διάλογοι, τόσο μεταξύ
μερικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, όσο και του συνόλου. Μια παρατήρηση. Με
θλίβει το γεγονός ότι πολλές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έκαναν λόγο για
αναγνώριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Είναι τραγικό
εκκλησιολογικό λάθος να συμπεριφερόμαστε οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες
Εκκλησίες λες και είμαστε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Είναι η
μεγαλύτερη ομολογία πως κάποιες εκκλησιαστικές διοικήσεις έχουν
ξεχάσει το «εκκλησιαστικές» κι έχουν επικεντρωθεί στο «διοικήσεις» σε
απόλυτο συντονισμό φυσικά με τις Κυβερνήσεις τους.
Δεν λειτουργούμε διπλωματικά, ούτε το σύνολο των Αυτοκεφάλων
Ορθοδόξων Εκκλησιών μετέχουμε σε κάτι σαν έναν εκκλησιαστικό Ο.Η.Ε.. Η
κάθε μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία υποστασιοποιεί στην περιοχή ευθύνης της τη
Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι Μία. Γι’
αυτό και λογίζονται ως έκπτωση από τα όρια των Πατέρων μας τα
προβλήματα που αναφύονται στην Ορθόδοξη Διασπορά με τις παράλληλες
εκκλησιαστικές διοικήσεις.
Αυτό είναι επίσης ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο αναζητά τη λύση του
Βεβαίως, τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί ένα modus vivendi το οποίο
όμως, μόνο κατ’ οικονομία μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς εξακολουθεί να
μην πληροί όλα τα κριτήρια της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας. Αυτή η λύση
όμως, φαίνεται , κατά την άποψή μου η οποία δεν είναι και υποχρεωτικό να
επικρατήσει καθώς στην Ορθοδοξία δεν διεκδικούμε ατομικά αλάθητο,
φαίνεται λοιπόν, η πλέον ικανή να διευκολύνει τη συνύπαρξη των
Εκκλησιών στην Ουκρανία, μιας που η εξαρτώμενη από το Πατριαρχείο
Μόσχας Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο, έναν
πνευματικό και υπεύθυνο Επίσκοπο, δεν έχει χάσει την κανονικότητά της
εξαιτίας του Αυτοκεφάλου. Είναι από τα σημεία που κατά τη γνώμη μου
πρέπει να οδηγήσουν σε Πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύνοδο των Προκαθημένων, για
να διευθετηθεί η ρύθμισή τους.
Για να γυρίσουμε όμως, στο θέμα της διαφωνίας μεταξύ των Εκκλησιών,
εξαρτάται πολλές φορές από το πρόβλημα ή τα τοπικά δεδομένα. Οι κατά
τόπους Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έχουν ανά τους αιώνες δεσμευθεί
σε κάποιες Ιεροκανονικές αρχές και πρακτικές, που αποτελούν το
πρόκριμα της συμπεριφοράς όταν αναφύονται διαφωνίες. Κυρίαρχη είναι η
αρχή της μη επέμβασης της μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στα εσωτερικά
μιας άλλης, ακόμη κι όταν παρατηρείται προφανής παρέκκλιση από τους
Ιερούς Κανόνες.
Για παράδειγμα, οι Ιεροί Κανόνες στην εκκλησιαστική δίκη προνοούν για
δεύτερο βαθμό κρίσης του κατηγορουμένου, αναγνωρίζουν δηλαδή στον
κατηγορούμενο δικαίωμα έφεσης. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, για λόγους
που αφορούν στο εμπερίστατο, στην επικινδυνότητα της περιοχής, στο
γεγονός ότι οι υπηρετούντες εκεί Κληρικοί λογίζονται ως μία Αδελφότητα,
δεν δίνει δεύτερο βαθμό κρίσεως στους κατηγορουμένους. Όλες οι
Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνωρίζουν αναντίρρητα τις δικαστικές αποφάσεις
του παλαίφατου Πατριαρχείου και Μητρός των Εκκλησιών κι ας μην δίνεται
δικαίωμα έφεσης.
Άλλο παράδειγμα, το 1967 και το 1974 είχαμε στην Εκκλησία της Ελλάδος
άδικες, αντικανονικές και παράνομες εκπτώσεις Αρχιερέων από τους
Θρόνους τους. Κάποιοι από αυτούς επιχείρησαν να πορευθούν
διαμαρτυρόμενοι προς τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, για να εισπράξουν
σταθερή την απάντηση ότι δεν μπορούν να εμπλακούν στα εσωτερικά της
Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και προσδιορίζει ποιοι είναι οι Κανονικοί
της Επίσκοποι. Το ίδιο ισχύει και για την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία,
παρότι συστατικό στοιχείο της ανάδειξης στον Επισκοπικό βαθμό είναι η
εκλογή, δεν κάνει εκλογές, αλλά διορίζει τους Επισκόπους. Καμία άλλη
Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έθεσε ποτέ θέμα Κανονικότητας των Ρώσων Επισκόπων
κι ας μην έχουν εκλογή. Ανάλογα θα μπορούσαν να ειπωθούν για όλες τις
κατά τόπους Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Κι αν τέλος πάντων, το θέμα διαφωνίας είναι τόσο σημαντικό που δεν
μπορεί να γίνει ανεκτό ως πρακτική μιας μόνον Αυτοκεφάλου Εκκλησίας,
γιατί θεωρείται ότι δεν αφορά μόνον αυτήν την Εκκλησία αλλά θίγει
ενδεχομένως και άλλη ή άλλες, γι’ αυτό υπάρχουν οι Πανορθόδοξοι, ή οι
Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι ή οι Σύνοδοι των Προκαθημένων, για να
συζητούν και να λύνουν τις διαφωνίες.
Σε
κάθε περίπτωση, απαράδεκτο είναι να παίζουμε με τη Θεία Κοινωνία και
τελείως επιπόλαια, χωρίς πόνο και βαθύτερη εξέταση των πραγμάτων, να
κηρύσσουμε ακοινωνησίες, να διαγράφουμε Προκαθημένους από τα Δίπτυχα
και να μετερχόμαστε πρακτικές υβριστικές του Αγίου Πνεύματος κατά
Αυτοκεφάλων Εκκλησιών που έχουν να επιδείξουν θυσίες, μάρτυρες, ομολογία
Πίστης, Θεολογία και ορθοπραξία σε δυσχείμερους καιρούς, σε δύσκολες
ιστορικές συγκυρίες, σε μια υπερδισχιλιετή πορεία που αποτελεί και την
ουσία της εκκλησιαστικής μας ιστορίας.
Επειδή ακούγονται πολλά… Θα μπορούσε μια Εκκλησία σαν την Εκκλησία της Ελλάδος που και η ίδια έχει λάβει το Αυτοκέφαλο της από την Κωνσταντινούπολη να πει «όχι δεν αναγνωρίζω αυτό το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου»;
Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει πει πολλές φορές «όχι» στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο για διάφορα θέματα, με κυρίαρχα αυτά των διαχριστιανικών
και διαθρησκειακών διαλόγων, όπου η συνετή στάση της Εκκλησίας μας έχει
οδηγήσει στην ανάδειξη της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και την αποτροπή
διπλωματικού χαρακτήρα συμβιβασμών. Συνεπώς διασώζει την αυτοτέλειά της
και ενεργεί ελεύθερα, Συνοδικά και Ιεροκανονικά.
Ως προς το θέμα της χορήγησης Αυτοκεφάλου, νομίζω η απόφαση της
Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία
επικύρωσε την προηγούμενη σχετική απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου,
ήταν απόλυτα σαφής και προσεκτική στη διατύπωσή της. Η Εκκλησία
της Ελλάδος αναγνωρίζει, όχι το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ουκρανίας
(σωστότερα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου), αλλά «το
κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την παραχώρηση του
Αυτοκεφάλου, καθώς και το προνόμιο του Προκαθημένου της Εκκλησίας της
Ελλάδος να χειρισθή περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας
της Ουκρανίας».
Εξήγησα ήδη για ποιους λόγους δεν έχουμε αρμοδιότητα να «εγκρίνουμε ή
να απορρίψουμε» την απόφαση άλλης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας να χορηγήσει
αυτοκέφαλο καθεστώς σε μία τοπική Εκκλησία. Για τους λόγους αυτούς, στα
πλαίσια του ιστορικού βίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, οπότε και
απονεμήθηκαν επτά Αυτοκέφαλα σε ισάριθμες κατά τόπους Ορθόδοξες
Εκκλησίες, δεν κλήθηκε ποτέ η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτε
καν η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, να ψηφίσουν, να αποφασίσουν, να συμπράξουν ή
ό,τι άλλο, στη χορήγηση Αυτοκεφάλου. Απλά ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος,
στα πλαίσια της ιδιαίτερης ευθύνης του ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας
μας, αποφάσιζε την αποστολή ειρηνικών Επιστολών.
Αυτήν την ευθύνη αναγνώρισε και η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, στο Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπό μας, Αθηνών και
πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμο Β΄. Η απόφαση αυτή ήταν ομόφωνη, δηλαδή
όλοι οι παρόντες Ιεράρχες αποδεχτήκαμε αυτό το Κανονικό δικαίωμα του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, απλώς κάποιοι Σεβαστοί Ιεράρχες, για
διαφορετικούς ο καθένας τους λόγους, ζήτησαν αναβολή στη λήψη απόφασης,
χωρίς όμως, και το τονίζω αυτό, να διαφοροποιηθούν από τα παραπάνω, τα
οποία αποδέχθηκαν πλήρως.
Να εξηγήσουμε λίγο αυτό το κομμάτι μεταξύ προνομίων και ευθυνών;
Για να γινόμαστε απόλυτα σαφείς, η απονομή Αυτοκεφάλου τους
τελευταίους αιώνες είναι όχι προνόμιο αλλά ευθύνη του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, το οποίο την αναλαμβάνει και την ασκεί με γνώμονα τις
ανάγκες της Εκκλησίας, την Ιεροκανονική Τάξη και Παράδοση, αλλά και την
ιστορική συγκυρία. Μπορεί από την ανάληψη και άσκηση αυτής της ευθύνης
να προκύπτουν παραπικρασμοί, δεν έχει προκύψει όμως ποτέ ζημιά στην
Εκκλησία. Αντίθετα, ζημιά πήγε να γίνει όταν το Πατριαρχείο σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις καθυστέρησε στην απονομή Αυτοκεφαλίας.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναγνωρίσουμε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την ανωτερότητα, αν όχι και τη λεβεντιά, του να χορηγεί Αυτοκέφαλα με κόστος και ζημία για το ίδιο.
Πολλές από τις Εκκλησίες που έλαβαν την Αυτοκεφαλία τους από την
Κωνσταντινούπολη, όχι απλώς διαφώνησαν σε διορθόδοξα και διαχριστιανικά
θέματα, αλλά στράφηκαν ανοικτά και απροκάλυπτα εναντίον της. Η κάθε
χορήγηση Αυτοκεφαλίας απομειώνει το Κανονικό έδαφος άμεσης δικαιοδοσίας
του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ πολλές φορές το φέρνει αντιμέτωπο
και με την Κυβέρνηση της χώρας όπου εδρεύει, κάτι το πολύ επικίνδυνο,
όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν. Οι δε λοιπές κατά τόπους Ορθόδοξες
Εκκλησίες, κατά τη διαδικασία χορήγησης Αυτοκεφάλου απλώς
ενημερώνονται, χωρίς να καταγράφεται η οποιαδήποτε συμμετοχή τους.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα απονομής Αυτοκεφαλίας κατά τον 20ο
αιώνα είναι το παράδειγμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Σέ Σύνοδο των
Πατριαρχών της Ανατολής του 1872 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία έφερε
επίσης τον τίτλο « Αγία και Μεγάλη», καταδικάστηκε ξανά ο
εθνοφυλετισμός, καθαιρέθηκαν και αναθεματίστηκαν όσοι Κληρικοί
εντάχθηκαν στη Βουλγαρική Εξαρχία και δημιουργήθηκαν συνθήκες διακοπής
κοινωνίας με τους Βουλγάρους, οι οποίοι δρούσαν όχι εκκλησιαστικά,
αλλά στα πλαίσια της πολιτικής του Πανσλαβισμού.
Το 1945, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Οικουμενικό
Πατριαρχείο χορηγεί Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Βουλγαρίας και
μάλιστα χορηγεί και Πατριαρχική περιωπή, στους διαδόχους όσων καθαίρεσε
και αναθεμάτισε η Σύνοδος των Πατριαρχών της Ανατολής του 1872, χωρίς
να συγκαλέσει νέα Σύνοδο των Πατριαρχών της Ανατολής. Δηλαδή, μόνο του
το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναίρεσε τις καθαιρέσεις και τα αναθέματα
που είχε επιβάλλει Μεγάλη Σύνοδος, απένειμε την Αυτοκεφαλία σε όσους
είχαν χειροτονηθεί από καθαιρεθέντες και αναθεματισθέντες όντας οι
ίδιοι χαρακτηρισμένοι σχισματικοί, ουσιαστικά μόνο του τους
αποκατέστησε στην Εκκλησιαστική Κοινωνία, οι δε άλλες Αυτοκέφαλες
Ορθόδοξες Εκκλησίες απλώς συνέπλευσαν με το Πατριαρχείο αναγνωρίζοντάς
του το σχετικό προνόμιο.
Ένα
μικρό σχόλιο για τη μεγαλοψυχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία αν
και είχε υποφέρει πολλά από τους Βουλγάρους Εξαρχικούς και τους
επιγόνους τους, μάλιστα δε στην πολύπαθη περιοχή της Μακεδονίας και της
Θράκης, όχι μόνο δεν αντέδρασε καθόλου, αλλά έσπευσε από τους πρώτους
να αποστείλει ειρηνική Επιστολή, προτάσσοντας την Πανορθόδοξη ενότητα
και αποδεικνύοντας ότι είμαστε μιμητές Χριστού.
Επιπλέον, πρέπει να καταγραφεί και να αναγνωριστεί η προσπάθεια του
Οικουμενικού Πατριαρχείου να συμφωνηθεί ένας τρόπος απονομής
Αυτόκεφάλου με σύμπραξη όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Δυςτυχώς, αν και το Πατριαρχείο έκανε τη δική του υπέρβαση, κάποιοι
άλλοι δεν μπόρεσαν να ενεργήσουν με αντίστοιχη υπευθυνότητα για την
ενότητα της Ορθοδοξίας και έσπευσαν να προβάλουν veto, να διεκδικήσουν,
να αντιτείνουν κι όλα αυτά για να καταφέρουν μόνο να αποδείξουν μια
επιπολαιότητα και εξάρτηση από την κοσμική εξουσία. Γρήγορα
συνειδητοποίησαν φαντάζομαι, πόσο αυτοκαταστροφικό είναι να τορπιλίζεις
σοβαρές προσπάθειες εμβάθυνσης της Συνοδικότητας και της
αυτοσυνειδησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Καταληκτικά, πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους πως άπαξ και
εκδόθηκε ένας Τόμος Αυτοκεφαλίας, αυτός ισχύει ως έχει μέχρι να
καταργηθεί ή τροποποιηθεί με τη σύμφωνη γνώμη της τοπικής Εκκλησίας προς
την οποία χορηγήθηκε η Αυτοκεφαλία, από Μείζονα Σύνοδο με τη συμμετοχή
των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Σε αυτή τη Μείζονα ή Πανορθόδοξη
Σύνοδο, ή Σύναξη των Προκαθημένων, πρέπει να αναφερθούν και να
εκτιμηθούν τα επιχειρήματα που ακούγονται στις ημέρες μας για το
Ουκρανικό Αυτοκέφαλο κι όχι στις Ιεραρχίες των κατά τόπους Αυτοκεφάλων
Εκκλησιών. Μακάρι ο Άγιος Θεός να μας φωτίσει προς κάτι τέτοιο.
Διαβάζοντας την απόφαση του ρωσικού Πατριαρχείου για την Εκκλησία της Ελλάδος, πολλοί ανιχνεύουν προσπάθεια δημιουργίας έντασης στους κόλπους της ή ακόμη και διάσπασης. Πως την αντιλαμβάνεστε εσείς;
Ο Θεός να με συγχωρήσει γι’ αυτό που σκέφτηκα μόλις διάβασα την
ανακοίνωση της Εκκλησίας της Ρωσίας. Την θεωρώ ομολογία ενοχής και
απόδειξη υιοθέτησης πρακτικών συσκότισης της αλήθειας. Προβάλλονται
μονομερώς ορισμένες απόψεις, αποσιωπώνται άλλες, είναι πρόδηλη η
προσπάθεια να κατηγορηθεί η Εκκλησία της Ελλάδος ότι δεν τηρεί το
Συνοδικό σύστημα, διατυπώνονται απειλές, επιβάλλεται «οικονομικός
αποκλεισμός» με την απαγόρευση προσκυνηματικών εκδρομών στις επαρχίες
όσων Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος εφαρμόσουν το Κανονικό Δίκαιο
και τηρήσουν την Παράδοση της Εκκλησίας μας… Τί είναι αυτά;
Συνειδητοποιούν κάποιοι πως έχει ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί τόσο η εποχή
των Τσάρων όσο και η εποχή των Σοβιέτ; Γιατί πρέπει ο μεγάλος Ρωσικός
λαός να πορευτεί στις ημέρες μας με αυτά τα πρότυπα, τα οποία ιστορικά
αποδεδειγμένα τον έβλαψαν και δημιούργησαν συνθήκες τρομακτικής
αντιπαλότητας, για να μην πω την απαράδεκτη λέξη «μίσος», με τους
γείτονές τους Ουκρανούς;
Σέβομαι και θαυμάζω τον Ρωσικό λαό, το μεγαλείο του, τις θυσίες του,
τον πολιτισμό του! Ποιος Ορθόδοξος δεν συγκλονίζεται όταν ακούει το
όνομα του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, του Ντοστογιέφσκυ ή του Σολζενίτσιν;
Ποιος δεν κατανύσσεται από τη ρωσική υμνολογία και εικονογραφία; Ποιος
Έλληνας δεν σκιρτά και δεν χαίρεται όταν συναντά Ρώσο, κυρίως για την
κοινή Παράδοση και τους όμοιους αγώνες για την ελευθερία; Ποιος πολίτης
της γης αυτής μπορεί να αρνηθεί τις μεγαλειώδεις θυσίες του ρωσικού
λαού, ιδίως κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την ουσιαστική συμβολή
του στην παγκόσμια νίκη κατά του φασισμού και του ναζισμού;
Γιατί λοιπόν, όσοι είναι πνευματικοί ταγοί ενός τέτοιου λαού,
αντιπαρέρχονται όλα τα παραπάνω πορευόμενοι σε αντίθετη κατεύθυνση,
υποτασσόμενοι στις σκοπιμότητες της εξωτερικής πολιτικής του Κράτους
τους και δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη τους ως εκκλησιαστικοί ποιμένες;
Σταματώ εδώ για να μην κατηγορηθώ ότι ρίχνω λάδι στη φωτιά, τη στιγμή
που η Πανορθόδοξη ενότητα πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.
Στη Μόσχα βέβαια θεωρούν πως είναι δικαιολογημένη η αντίδραση τους γιατί έγινε καταπάτηση των εδαφών τους.
Δεν είναι αληθές αυτό που έντονα υποστηρίζεται από τους Ρώσους και
από όσους ποικιλοτρόπως επηρεάζουν στην Ελλάδα, ότι η Ουκρανία ήταν
Κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας. Αποκαλυπτική για μένα ήταν η
μονογραφία του τότε Αρχιγραμματέα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και
μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, αργότερα δε
Μητροπολίτη Πισιδίας μακαριστού κυρού Μεθοδίου Φούγια, ο οποίος το 1955
υπό τον τίτλο «περί των Ουκρανικών Αυτοκεφάλων», αναδεικνύει το αίτημα
των Ουκρανών για Αυτοκεφαλία ήδη από το 1917, ενώ τονίζει ρητά ότι ο
Μητροπολίτης Κιέβου είναι Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχη στην
περιοχή.
Και ο μακαριστός τα γράφει αυτά αντικειμενικά σε ανύποπτο χρόνο! Στο
γεγονός αυτό εξάλλου, στηρίχθηκε το δικαίωμα του Οικουμενικού
Πατριαρχείου να θεωρηθεί Μήτηρ-Εκκλησία και να απονείμει το Αυτοκέφαλο
στην Εκκλησία της Πολωνίας το 1924, μιας που η περιοχή δικαιοδοσίας της
λογιζόταν Κανονικό έδαφος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Επομένως, έχουμε ήδη ένα Αυτοκέφαλο αναμφισβήτητο από όλες τις κατά
τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, το οποίο στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ο
Επίσκοπος Κιέβου ήταν Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Να τελειώσω εκφράζοντας τη διαπίστωση ότι υπάρχουν πολλά ακόμη να
συζητηθούν γύρω από το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, μένουν να διασαφηνιστούν
και να ρυθμιστούν λεπτομερώς αρκετά θέματα κι όλα αυτά θα δοκιμάσουν
και τη συνοχή της νέας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας και την ψυχραιμία των
παλαιότερων. Χρειάζεται ισχυρή προσευχή ώστε η Μία, Αγία, Καθολική και
Αποστολική Εκκλησία, η Εκκλησία των Ορθοδόξων, να κινηθεί πέρα και πάνω
από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ιδιοτέλειες διασφαλίζοντας την
εφαρμογή του Θείου Θελήματος και συνάμα διασώζοντας την ενότητά της.
Απλά δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχάσουμε ότι την ιστορία την κυβερνά ο
Χριστός κι όχι τα γεωπολιτικά συμφέροντα ή οι Μεγάλες Δυνάμεις, η δε
Εκκλησία Του είναι το Μυστικό του Σώμα το οποίο παρατεινόμενο εις τον
αιώνα δεν πρόκειται να καταλυθεί ποτέ.