ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Συνοδικότητα καὶ πρωτεῖο στὴ δεύτερη χιλιετία καὶ σήμερα
(Ἀλεξάνδρεια, 7 Ἰουνίου 2023)
Δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΗΘΙΚΟΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΝ ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ Περίοδος Γ´4, Ὀκτώβριος – Δεκέμβριος 2023 October – December 2023, σσ. 255–275.
0.1 Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς προσεκτικῆς μελέτης τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, τὸ κείμενο τοῦ Κιέτι δήλωνε:
«Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια, ἡ μία Ἐκκλησία ὑπῆρχε ὡς πολλὲς τοπικὲς ἐκκλησίες. Ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (πβ. Β΄ Κορ 13:13) μποροῦσε νὰ βιωθεῖ καὶ μέσα σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ στὶς σχέσεις μεταξύ τους ὡς ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ. Ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (πβ. Ἰω 16:13), ἡ Ἐκκλησία ἀνέπτυξε πρότυπα τάξεως καὶ διάφορες πρακτικὲς, σύμφωνα μὲ τὴ φύση της ὡς “ἑνὸς λαοῦ ποὺ ἦλθε σὲ ἑνότητα ἐκ τῆς ἑνότητας τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”» (Chieti, 2, παραθέτοντας τὸν Ἅγιο Κυπριανό, De oratione dominica 23, PL 4:536).
0.2 Ὁ δεσμὸς τῆς ἑνότητας ἦταν φανερὸς στὶς «πολλαπλὲς συναθροίσεις τῶν ἐπισκόπων σὲ συνόδους γιὰ νὰ συζητήσουν ἀπό κοινοῦ ζητήματα διδασκαλίας (δόγμα) καὶ πράξης» (Chieti, 11). Σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο, ἡ κοινωνία σφυρηλατήθηκε ἀπὸ τὴ συνεργασία μεταξὺ τῶν πατριαρχικῶν ἑδρῶν, οἱ ὁποῖες ἀκολουθούσαν μία σειρά σύμφωνα μὲ μιὰ τάξη (πβ. Chieti, 15). Παρὰ τὶς πολλὲς κρίσεις, ἡ ἑνότητα πίστεως καὶ ἀγάπης διατηρήθηκε μέσῳ τῆς πρακτικῆς τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου (πβ. Chieti, 20).
0.3 Τὸ παρὸν κείμενο ἐπιχειρεῖ μία θεώρηση τῆς ταραγμένης ἱστορίας τῆς δεύτερης χιλιετίας, χωρίζοντάς την σὲ τέσσερις περιόδους. Προσπαθεῖ νὰ προτείνει, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατόν, μιὰ κοινὴ ἀνάγνωση αὐτῆς τῆς ἱστορίας καὶ νά παράσχει στοὺς Ὀρθοδόξους καὶ στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς μιὰ εὐπρόσδεκτη εὐκαιρία νὰ ἐξηγήσουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον διάφορα σημεῖα τῆς διαδρομῆς αὐτῆς, ἔτσι ὥστε νὰ προωθήσουν τὴν ἀμοιβαία κατανόηση καὶ ἐμπιστοσύνη, ποὺ συνιστοῦν ἀναγκαῖες προϋποθέσεις γιὰ συμφιλίωση στὴν ἀρχὴ τῆς τρίτης χιλιετίας. Τὸ κείμενο ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐξαγωγή διδαγμάτων ἀπὸ τὴν ἱστορική αὐτή ἐπισκόπηση.
1. Ἀπὸ τὸ 1054 στὴ Σύνοδο τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας
(1438–1439)
1.1. Στὴν ἀρχὴ τῆς δεύτερης χιλιετίας, δυσκολίες καὶ διαφωνίες ἀνάμεσα στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση ὀξύνθηκαν ἀπὸ πολιτισμικοὺς καὶ πολιτικοὺς παράγοντες. Οἱ πράξεις τῶν ἀναθεμάτων τὸ 1054 ἐπιδείνωσαν τὴν ἀποξένωση μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ἡ ἀνατολικὴ καὶ ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία κατέβαλαν προσπάθειες νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν ἑνότητά τους. Ἐντούτοις, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν σταυροφοριῶν, καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἅλωσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν τέταρτη σταυροφορία (1204), τὸ σχίσμα τοῦ 1054 δυστυχῶς ἔγινε βαθύτερο.
1.2. Ἡ λεγόμενη Γρηγοριανὴ Μεταρρύθμιση, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Πάπα Γρηγόριο Ζ´ (1073–1085), κατόρθωσε νὰ θέσει τέλος στὸν συστηματικὸ διορισμὸ ἐπισκόπων καὶ ἡγουμένων ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία. Ἀποκαταστάθηκαν οἱ κανονικὲς ἐκλογές ἔτσι ὥστε, τὸ σῶμα τῶν κληρικῶν ἑνὸς καθεδρικοῦ ναοῦ μποροῦσε νὰ ἐκλέγει τὸν ἐπίσκοπό τους καὶ οἱ μονὲς μποροῦσαν νὰ ἐκλέγουν τοὺς ἡγουμένους τους. Συγχρόνως, ἡ μεταρρύθμιση ἀποσκοποῦσε νὰ καταπολεμήσει τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία τῆς Δύσης. Σ’ αὐτὴν τὴν διαδικασία τῆς μεταρρύθμισης ἡγήθηκε ὁ πάπας μέσῳ τῶν παραδοσιακῶν ρωμαϊκῶν τοπικῶν συνόδων. Στὸ μεταξύ, ἡ ἐξουσία τοῦ πάπα ἐπεκτεινόταν ὅλο καί περισσότερο στὸ κοσμικὸ ἤ πολιτικό πεδίο, καθὼς ὁ Γρηγόριος πέτυχε ἀκόμη καὶ νὰ ἐκθρονίσει τὸν αὐτοκράτορα Ἑρρῖκο Δ΄ (1050-1106). Δόθηκε ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν εὐθύνη τῆς Ρωμαϊκῆς Ἕδρας νὰ προφυλάξει τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ ἐξωτερικὲς παρεμβάσεις καὶ ἐσωτερικὲς καταχρήσεις.
1.3. Κατὰ συνέπεια, ἀναπτύχθηκε μιὰ ἐκκλησιολογία περισσότερο νομική. Οἱ Ψευδοισιδώρειες Διατάξεις (9ος αἰῶνα) καὶ ἡ ψευδοκωνσταντίνεια Δωρεά (πιθ. 8ος αἰῶνα), κείμενα ποὺ ἐσφαλμένως θεωρήθηκαν ὡς αὐθεντικά, ἔδωσαν ἔμφαση στὸν κεντρικὸ ρόλο τοῦ πάπα στὴ Λατινικὴ Ἐκκλησία. Τὰ νέα ἐπαιτικὰ τάγματα τοῦ 13ου αἰ., ὅπως οἱ Φραγκισκανοὶ καὶ οἱ Δομηνικανοί, τὰ ὁποῖα ἐξαιρέθηκαν ἀπό κανονικὴ ὑπαγωγή τους στὴν κατά τόπους ἐπισκοπικὴ ἐξουσία, προώθησαν τὴν ἀντίληψη ὅτι στὴν παποσύνη εἶχε ἀνατεθεῖ ἡ ποιμαντικὴ φροντίδα σύνολης τῆς Ἐκκλησίας.
1.4. Μετὰ τὴν περί Περιβολῆς Ἔριδα στὰ τέλη τοῦ 11ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰ., ἡ Ἐκκλησία ἐνεπλάκη σὲ μιὰ ἄλλη μεγάλη διαμάχη μὲ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, μέ διακύβευμα τόν ἡγετικό ρόλο στὸν δυτικὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ὁ Ἰννοκέντιος Γ΄ (1198–1216) ἑδραίωσε τὴν θεώρηση ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἡ κεφαλὴ ποὺ διοικεῖ ὅλο τὸ ἐκκλησιακὸ σῶμα. Ὡς διάδοχος τοῦ Πέτρου, ὁ πάπας εἶχε τὴν πλήρη ἐξουσία (plenitudo potestatis) καὶ τὴ μέριμνα ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν (sollicitudo omnium ecclesiarum). Οἱ ἐπιμέρους ἐπίσκοποι ἐκαλοῦντο νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὴ τὴ μέριμνα (in partem sollicitudinis), διαμέσου τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας γιὰ τὴν ἐπισκοπή τους.
1.5. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, παρὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας περί τοῦ ρωμαϊκοῦ πρωτείου, ἡ συνοδικότητα ἦταν ἀκόμη ἐμφανής. Οἱ πάπες
ἐξακολουθοῦσαν νὰ διοικοῦν τὴ Λατινικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴ ρωμαϊκὴ σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τῆς ρωμαϊκῆς περιφέρειας καὶ ἐκείνους ποὺ ἦταν παρόντες στὴ Ρώμη. Ἡ σύνοδος κανονικὰ συνερχόταν δύο φορὲς τὸν χρόνο. Προβλήματα ἐξετάζονταν καὶ συζητιοῦνταν ἐλεύθερα ἀπὸ ὅλους τοὺς συμμετέχοντες. Ὁ πάπας ὡς πρῶτος (primus) λάμβανε τὶς τελικὲς ἀποφάσεις. Δὲν ὑπάρχει καμμία ἔνδειξη ὅτι ὁ πάπας δεσμευόταν ἀπὸ τὴν ψηφοφορία, ἀλλὰ, ἐπίσης, δὲν ὑπάρχει καμμία ἔνδειξη ὅτι ὁ πάπας ἔλαβε ὁποιαδήποτε τελικὴ ἀπόφαση ἀντίθετα ἀπὸ τὴν γνώμη τῆς συνόδου του.
1.6. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 12ου αἰ., ὁ ρόλος τῆς ρωμαϊκῆς συνόδου σταδιακὰ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ Κονσιστόριο (consistorium), δηλαδή τό συμβούλιο τῶν καρδιναλίων. Οἱ καρδινάλιοι ἦταν μέλη τοῦ ρωμαϊκοῦ κλήρου, καὶ ἑπτὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ἐπίσκοποι στὶς ἕδρες τῶν προαστείων καὶ τῆς περιφέρειας τῆς Ρώμης. Ὁ πάπας συμβουλευόταν τὸ Κονσιστόριο τῶν καρδιναλίων σὲ τακτικὴ βάση. Μὲ τὰ διατάγματα τοῦ 1059 καὶ τοῦ 1179, τὸ κολλέγιο τῶν καρδιναλίων ἀπέκτησε τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα νὰ ἐκλέγει τὸν πάπα. Τὸ ὅτι οἱ καρδινάλιοι ἦταν ἐπίσκοποι τῶν προαστίων ἢ διέθεταν τίτλο πρεσβυτέρου ἢ διακόνου ναοῦ τῆς Ρώμης ὑπογράμμιζε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, καὶ ὄχι κανένα ἄλλο σῶμα, ἦταν ἁρμόδια γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ ἐπισκόπου της.
1.7. Στὴ Δύση, ὑπῆρχαν ἐπαρχιακὲς σύνοδοι, ἀλλὰ οἱ πάπες συγκαλοῦσαν, ἐπίσης, γενικὲς συνόδους, ὅπως οἱ τέσσερις τοῦ Λατερανοῦ (1123, 1139, 1179, 1215), ποὺ συνέχισαν τὴ μεταρρύθμιση τῆς Ἐκκλησίας στὴ Δύση. Ὁ κανόνας 5 τῆς Δ´ Λατερανῆς Συνόδου (1215) δήλωσε ὅτι «ἡ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία … μέσῳ παραχώρησης τοῦ Κυρίου ἔχει τὸ πρωτεῖο τῆς κανονικῆς (τακτικῆς) ἐξουσίας πάνω σέ ὅλες τὶς ἄλλες ἐκκλησίες, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἡ μητέρα καὶ διδάσκαλος (mater et magistra) ὅλωντῶν πιστῶν τοῦ Χριστοῦ». Ἡ ἴδια Σύνοδος κάλεσε τοὺς Ἕλληνες «νὰ συμμορφωθοῦν σὰν ὑπάκουοι υἱοὶ στὴν ἁγία Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, τὴ μητέρα τους, ὥστε νὰ γίνει ἕνα ποίμνιο καὶ ἕνας ποιμήν» (Καν. 4). Ἡ
πρόσκληση αὐτὴ δὲν ἔγινε δεκτή.
1.8. Αὐτὴ ἡ περίοδος παπικῆς κυριαρχίας συνέπεσε μὲ τὶς σταυροφορίες, ποὺ ἐνῶ ἀρχικῶς ὑπῆρξαν ἀνταπόκριση σέ μία ἔκκληση τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα κατὰ τὴ σύγκρουσή του μὲ τοὺς Σελτζούκους Τούρκους, στήν συνέχεια ἐξελίχθηκαν σὲ βίαιο ἀνταγωνισμὸ μεταξὺ Λατίνων καὶ Ἑλλήνων. Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πρώτης σταυροφορίας (1095-1099), ἐγκαθιδρύθηκε Λατινικὸ πατριαρχεῖο καὶ λατινικὴ ἱεραρχία στὴν Ἀντιόχεια (1098) καὶ στὴν Ἱερουσαλήμ (1099), ἀντὶ γιὰ ἢ παραλλήλως μὲ τὰ ἑλληνικὰ πατριαρχεῖα. Ἡ τρίτη σταυροφορία (1189-1192) ἐπέβαλε λατινικὴ ἱεραρχία στὴν Κύπρο (1191) καί, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἱερούς κανόνες, κατήργησε τὴν αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Οἱ Ἕλληνες ἐπίσκοποι, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμός ἀπὸ δεκαπέντε μειώθηκε σὲ τέσσερις μόνον, ἐξαναγκάστηκαν νὰ δηλώσουν ὑπακοὴ στὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία καὶ νὰ δώσουν ὅρκο στοὺς ἀντίστοιχους λατίνους ἐπισκόπους.
1.9. Ἡ τέταρτη σταυροφορία (1204) κατέληξε στὴ λεηλασία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἵδρυση παράλληλων λατινικῶν ἱεραρχιῶν στὶς ἐναπομείνασες ἀρχαῖες ἕδρες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Παρ’ ὅλο ποὺ ἀποθάρρυνε τοὺς Βενετοὺς νὰ κυριεύσουν τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Γ΄ ἀκολούθως διόρισε Λατῖνο Πατριάρχη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Δ´ Λατερανῆς Συνόδου (1215) ἐπιβλήθηκαν ἰδιαίτερα στὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς Κύπρου. Ἡ ἀρχή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ «Ἕλληνες» μποροῦσαν νὰ διατηρήσουν τὰ λειτουργικὰ τυπικά τους, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ δεχθοῦν τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς κεφαλή τους καὶ νὰ τὸν μνημονεύουν, ἐφαρμόστηκε ἰδιαίτερα στὴν Κύπρο (πρβλ. τὶς Λατινικὲς συνόδους τῆς Λεμεσοῦ, 1220, καὶ τῆς Ἀμμοχώστου, 1222, καὶ τὴ Bulla Cypria τοῦ Πάπα Ἀλεξάνδρου Δ΄, 1260). Σὲ πολλὲς περιπτώσεις, οἱ Ἕλληνες κληρικοί, οἱ ὁποῖοι στὸ ἑξῆς θεωροῦνταν ὅτι ἀνήκουν στὴ Λατινικὴ Ἐκκλησία, ἐξαναγκάστηκαν νὰ συμμετέχουν στὶς λατινικὲς λειτουργικὲς πράξεις. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἐπιδεινώθηκε μὲ τὴν πολεμικὴ στάση τῶν θεολόγων, ποὺ ἀποκήρυτταν τὰ ἀνατολικὰ λειτουργικὰ ἔθιμα ὡς «σφάλματα τῶν Ἑλλήνων», ἢ ἀκόμη «σφάλματα τῶν σχισματικῶν Ἑλλήνων».
1.10. Παρ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀντιξοότητες, ὑπῆρχαν ἀκόμη στὴν Ἀνατολὴ ἐκεῖνοι ποὺ καλλιεργοῦσαν καλὲς ἐκκλησιακὲς σχέσεις καὶ ἐργάζονταν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας. Σπουδαῖοι πατριάρχες μὲ βαθιὰ θεολογικὴ κατανόηση, ὅπως ὁ Φιλόθεος Κόκκινος (περ. 1300-1379), μαθητὴς τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐξέτασε τὴν πιθανότητα σύγκλησης μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ θὰ παρεῖχε κάποια λύση στὶς διαιρέσεις.
1.11. Κατὰ τὴ δεύτερη χιλιετία στὴν Ἀνατολή, ὁ συνοδικὸς θεσμὸς λειτουργοῦσε σύμφωνα μὲ τὶς κανονικὲς ἀρχὲς τοῦ 34ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα, μέ τόν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ εἶναι ὁ πρῶτος καὶ τοὺς παρόντες στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπισκόπους νὰ συμμετέχουν στὶς συνεδριάσεις τῆς Ἐνδημούσας Συνόδου. Διὰ τῆς Ἐνδημούσας Συνόδου, ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε μιὰ μορφὴ σταθερῆς συνοδικότητας, ὅπου οἱ πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ἦταν παρόντες στὴν Κωνσταντινούπολη, ἢ οἱ ἐκπρόσωποί τους, καὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι συγκαλοῦνταν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ νὰ λάβουν συνοδικὲς ἀποφάσεις.
1.12. Μετὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1261, ἦταν ἐκ νέου δυνατό νὰ οἰκοδομηθοῦν ἀμοιβαῖες σχέσεις. Πράγματι, ἡ Δεύτερη Σύνοδος τῆς Λυών (1274) διακήρυξε μιὰ ἕνωση, ἡ ὁποία περιεῖχε τὴν ὁμολογία πίστεως, ποὺ εἶχε ἀξιώσει παλαιότερα ὁ Πάπας Κλήμης Δ΄ (1267) καὶ εἶχε ὑπογράψει ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγος (τὸν Φεβρουάριο 1274), καὶ μέ τήν ὁποία ἀποδεχόταν τοὺς Λατινικοὺς ἰσχυρισμοὺς γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ παπικὸ πρωτεῖο, καὶ ἄλλα διαφιλονικούμενα ζητήματα (π.χ., τὸ καθαρτήριο, τὰ ἄζυμα). Δεχόνταν ὅτι ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία εἶχε “summum plenumque principatum” (τὸ ὑψηλότερο καὶ πληρέστερο πρωτεῖο) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ὁ διάδοχος τοῦ Πέτρου εἶχε λάβει “plenam potestatem” (τὴν πλήρη ἐξουσία) νὰ τὴ διοικεῖ, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι καλοῦνταν ἁπλὰ νὰ συμμετέχουν στήν δικὴ του μέριμνα. Αὐτὴ ἡ ὁμολογία ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1285.
1.13. Κατὰ τὸν 14ο αἰώνα, ἐκδηλώθηκε στὴν Ἀνατολή ἡ ἡσυχαστικὴ ἔριδα, ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὸν Βαρλαάμ, ἕνα μοναχὸ ἀπὸ τὴν Καλαβρία. Οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀνέθεσαν στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ νὰ ἀπαντήσει στὶς προκλήσεις τοῦ Βαρλαάμ. Τὸν ἴδιο αἰώνα, τέσσερις σύνοδοι στὴν Κωνσταντινούπολη (1341, 1347, 1351, καὶ 1368) ὑπερασπίστηκαν τὴ διάκριση ἀνάμεσα στὴν οὐσία καὶ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, μὲ βάση τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τόν Ἅγιο Βασίλειο Καισαρείας καὶ τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Τὰ γεγονότα αὐτὰ ἀναδεικνύουν παραλλήλως τὴ διαρκῆ λειτουργία τῆς συνοδικότητας στὴν Ἀνατολή.
1.14. Μιὰ ριζικὴ ἀλλαγὴ στὸ πολιτικὸ πεδίο, ποὺ συντελέστηκε τὸν 14ο καὶ τὸν 15ο αἰ., ἔθεσε τέρμα στὴν παπικὴ κοσμικὴ κυριαρχία. Ἡ
προσπάθεια τοῦ Πάπα Βονιφάτιου Η΄ (1294-1303) νὰ ἐπαναβεβαιώσει τὸ παπικὸ πρωτεῖο στὸ κοσμικὸ ἐπίπεδο μὲ τὴ βούλλα Unam Sanctam (1302) προκάλεσε τὴ βίαιη ἀντίθεση τοῦ βασιλιὰ τῆς Γαλλίας, βάζοντας ἔτσι τέλος στὴν παπικὴ ἀξίωση νὰ κυβερνᾶ τὸν κόσμο πολιτικά. Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ἀκολούθησε, μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ἡ ἐξορία τῆς παπικῆς ἕδρας στὴ γαλλικὴ πόλη τῆς Ἀβινιόν, ὅπου οἱ πάπες ἔζησαν ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς γαλλικῆς μοναρχίας γιὰ ἑβδομήντα χρόνια.
1.15. Τὸ χάος ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐκλογὴ δύο καὶ μετὰ τριῶν παπῶν προκάλεσε βαθὺ τραῦμα στὴ δυτικὴ Ἐκκλησία. Γιὰ τὴν ἐπίλυση τῆς κρίσης, συνεκλήθη μιὰ γενικὴ σύνοδος στὴν Κωνσταντία (1414–1418). Αὐτὴ ἡ σύνοδος, στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος ὄχι μόνον ἐπίσκοποι καὶ ἡγούμενοι ἀλλὰ, ἐπίσης, ἐκπρόσωποι πολιτικῶν σωμάτων, ἀνέπτυξε στὸ διάταγμά της Haec cancta (1415) τὴ θέση ὅτι ἡ ὑψηλότερη αὐθεντία στὴν Ἐκκλησία ἀνήκει σὲ μιὰ γενικὴ σύνοδο, ποὺ γινόταν κατανοητὴ ὡς μιὰ σύναξη ἐπισκόπων καὶ κοσμικῶν ἀρχῶν, ἀντικαθιστώντας τὴν αὐθεντία τοῦ πάπα. Αὐτὴ ἡ θέση εἶναι γνωστὴ ὡς «κονσιλιαρισμός». Ὁ «κονσιλιαρισμὸς» ἀνέτρεψε τὸν κανονικὸ ρόλο τοῦ προκαθημένου στὴ σύνοδο καὶ ἔθεσε σὲ κίνδυνο τὴν ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας. Τόνισε τὴν καινούργια ἰδέα ὅτι μιὰ σύνοδος πρέπει νὰ «ἀντιπροσωπεύει» ὅλες τὶς κατηγορίες ἀνθρώπων τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας καὶ ὅτι μιὰ τέτοια σύνοδος, ποὺ θὰ συνερχόταν κάθε δέκα χρόνια, μὲ τὸν πάπα νὰ ἐκτελεῖ τὶς ἀποφάσεις της, θὰ διοικοῦσε τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιακὴ πρακτικὴ τῆς συνοδικότητας ἀμφισβητήθηκε ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἀντίληψη τῆς συλλογικῆς ἐκπροσώπησης, μιὰ ἔννοια ποὺ ἀντλήθηκε ἀπὸ τὸ κοσμικὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο, τὸ ὁποῖο παρεῖχε νομικὴ ὑπόσταση σὲ συλλογικὰ σώματα.
1.16. Ἡ ἐξασθένιση τῆς παπικῆς ἐξουσίας ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὰ κράτη νὰ αὐξήσουν τὸν ἔλεγχό τους στὴν Ἐκκλησία στὴ Δύση. Ἡ ρωμαϊκὴ ἕδρα ὑποχρεώθηκε νὰ ὑπογράψει συμφωνίες, ποὺ ἀναγνώριζαν τὸ δικαίωμα σὲ πολιτικὲς ἀρχὲς νὰ συμμετέχουν στὸν διορισμό ἐπισκόπων. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τέτοιας συμφωνίας εἶναι ἡ Pragmatica Sanctio τῆς Μπούρζ (1438), ποὺ υἱοθέτησε τὸν «κονσιλιαρισμὸ» καὶ προετοίμασε τὸ ἔδαφος γιὰ τὸν «γαλλικανισμό» (βλ. κατωτέρω, 2.3). Ὁ «κονσιλιαρισμὸς» καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ε´ Λατερανὴ Σύνοδο (1512– 1517) καὶ ἀποκλείστηκε ὁριστικὰ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Α´ Βατικανῆς Συνόδου (1869–1870).
1.17. Ἡ σύνοδος τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438–1439) συγκλήθηκε, ἐνῶ συνεδρίαζε ἀκόμη ἡ κονσιλιαριστικὴ σύνοδος τῆς Βασιλείας (1431–1449), ποὺ εἶχε ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὸν Πάπα Εὐγένιο Δ΄ (1431–1447). Καὶ οἱ δύο ἀντιμαχόμενες δυτικὲς πλευρές εἶχαν προσκαλέσει τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ, ἀκολουθώντας τὴν ἀρχὴ τῆς πενταρχίας, ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ Πατριάρχης ἀποφάσισαν νὰ μὴν πᾶνε στὴ Σύνοδο τῆς Βασιλείας ἀλλὰ στὴ Φερράρα, καὶ μετὰ στὴ Φλωρεντία, ὅπου βρισκόταν ὁ πάπας. Εἶναι, ἐπίσης, ἀλήθεια ὅτι, ὑπὸ τὴν πίεση τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τὴν ἀνάγκη στρατιωτικῆς ἐνίσχυσης, ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ Πατριάρχης ἀναγνώριζαν ὅτι ὁ πάπας ἦταν σὲ θέση νὰ ἐξασφαλίσει δυτικὴ βοήθεια ὑπὲρ τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἡ σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ τά θέματα διαφωνίας ποὺ εἶχαν ἀνακύψει ἀνάμεσα στὶς δύο Ἐκκλησίες, εἰδικότερα: τὸ Filioque, τὴ χρήση ἀζύμων στὴν Εὐχαριστία, τὸ καθαρτήριο, τὴν μετὰ θάνατον θεωρία τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ παπικὸ πρωτεῖο. Ἡ βούλλα τῆς ἕνωσης, Laetentur coeli (1439), μὲ μιὰ σημαντική βιβλικὴ εἰσαγωγή, ὑμνοῦσε τὸν Χριστὸ ὡς τὴν κεφαλὴ καὶ τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς ἐπανενωμένης Ἐκκλησίας.
1.18. Ὁ πρωταρχικὸς στόχος τῶν ἰσχυρῶν διατυπώσεων τῆς Φλωρεντίας περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἦταν ἡ ἀπόρριψη τῆς κονσιλιαριστικῆς διδασκαλίας τῆς Συνόδου τῆς Βασιλείας. Ἡ Σύνοδος τῆς Φλωρεντίας προχώρησε σὲ τρεῖς διατυπώσεις : «ἡ ἁγία Ἀποστολικὴ Ἕδρα [Ῥώμη] καὶ ὁ ῥωμαῖος ποντίφηκας ἔχουν τὸ πρωτεῖο πάνω σὲ ὅλο τὸν κόσμο»· «ὁ ἴδιος ῥωμαῖος ποντίφηκας εἶναι ὁ διάδοχος τοῦ ἁγίου Πέτρου, …ἡ κεφαλὴ σύνολης τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πατὴρ καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν Χριστιανῶν»· «σ’ αὐτόν, στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Πέτρου, δόθηκε ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ πλήρης ἐξουσία (plenam potestatem) νὰ ποιμαίνει, νὰ διευθύνει καὶ νὰ κυβερνᾷ (pascendi, regendi ac gubernandi) σύνολη τὴν Ἐκκλησία». Αὐτὲς οἱ ἀποφάνσεις ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες μὲ τρεῖς ὅρους, οἱ ὁποῖοι περιελήφθησαν στὸ διάταγμα:
α) προσθήκη τῆς φράσης, «ὅπως ἐπίσης περιλαμβάνεται στὰ Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες»· β) μνεία τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν ἑδρῶν τῆς Πενταρχίας· καὶ γ) τὴ διατήρηση τῶν προνομίων καὶ τῶν δικαιωμάτων τῶν πατριαρχῶν (Denzinger-Schönmetzer, Enchiridion symbolorum, definitionum et declarationum de rebus fidei et morum, DS, 1307–1308).
1.19. Ὅσον ἀφορᾶ ὅλα τὰ διαφιλονικούμενα ζητήματα, ἡ Σύνοδος δήλωσε ὅτι οἱ διαφορὲς στὴ δογματικὴ διατύπωση ἢ στὴν κανονικὴ πράξη δὲν ἐπηρεάζουν τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως. Ἡ ἕνωση ὑπεγράφη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὑπὸ τὴν πίεση τῶν συνθηκῶν, ὅμως στήν συνέχεια δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία. Ἀπερρίφθη δέ ἐπισήμως ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1484, μὲ τὴ συμμετοχὴ τῶν τεσσάρων Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων: «διὰ τοῦ παρόντος συνοδικοῦ τόμου, ἀνατρέπουμε τὴ σύνοδο ποὺ συνεκλήθη στὴ Φλωρεντία, μαζὶ μὲ τὸν ὁρισμό της (τὴ βούλλα τῆς ἕνωσης) καὶ τὶς προτάσεις ποὺ περιέχει, καὶ διακηρύσσουμε δι’ αὐτοῦ τοῦ Τόμου ὅτι ἡ σύνοδος τῆς Φλωρεντίας εἶναι ἀνυπόστατη καὶ ἄκυρη» (Melloni-Paschalidis, Conciliorum Oecumenicorum Generaliumque Decreta, IV/1, 227).
2. Ἀπὸ τὴ Μεταρρύθμιση ἕως τὸν 18ο αἰώνα
2.1. Δύο μείζονες νέες ἐξελίξεις ἐπηρέασαν τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴ συνοδικότητα καὶ τὸ πρωτεῖο κατὰ τὴν περίοδο 16ου-18ου αἰ.: ἡ Προτεσταντικὴ Μεταρρύθμιση καὶ οἱ ἑνώσεις ποὺ συστήθηκαν ἀνάμεσα στὴ Ρώμη καὶ σὲ διάφορες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Προτεσταντισμοῦ συνδυάστηκε μὲ ἐπαφὲς μὲ τὴν Ἀνατολὴ, καὶ ἀκόμη καὶ μὲ ἐλπίδες γιὰ ἕνωση, τοὐλάχιστον κατὰ τὴν προκαταρκτικὴ φάση τῆς προσέγγισής τους, ἂν καὶ δίχασε περαιτέρω τὴ Δύση. Ἡ συνοδικότητα συνέχισε νά ἐφαρμόζεται στὴν Ἀνατολὴ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς δύσκολης περιόδου, καὶ οἱ ἀποφάσεις διαφόρων συνόδων ποὺ συγκλήθηκαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δείχνουν ποιά ἦταν τὰ θεολογικὰ ζητήματα ποὺ χώριζαν Ρωμαιοκαθολικούς, Ὀρθοδόξους καὶ Προτεστάντες. Οἱ Ὀρθόδοξοι βίωσαν τὸ φαινόμενο τῶν ἑνώσεων (Ρώμης-Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν) ὡς τραῦμα καὶ ἀπειλή, καθὼς προκαλοῦσε περαιτέρω διαιρέσεις στὴν Ἀνατολὴ, ἀλλὰ καὶ ὡς μορφὴ προσηλυτισμοῦ.
2.2. Οἱ ἐνστάσεις τῶν Μεταρρυθμιστῶν συζητήθηκαν στὴ Σύνοδο τοῦ Τριδέντου (1545-1563), ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔδωσε κάποιον ὁρισμὸ τοῦ πρωτείου. Μία συμφωνία γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ πρωτείου καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ προκαθημένου ἦταν ἀνέφικτη· οἱ ἀντίθετες τάσεις τῶν ἐπισκόπων ἀποδείχθηκαν πολὺ ἰσχυρές, ἰδίως στὴ Γαλλία. Ἐνῶ σὲ ὁρισμένα μέρη τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας ἐξακολουθοῦσε νὰ γίνεται ἡ ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν κληρικῶν τῶν καθεδρικῶν ναῶν, εἶχε, ἐπίσης, καθοριστεῖ ὅτι οἱ ἐπαρχιακὲς σύνοδοι ἔπρεπε νὰ συσταθοῦν καὶ νὰ στείλουν ἕναν κατάλογο μὲ τρία ὀνόματα στὴ Ρώμη, ὥστε ὁ πάπας νὰ μπορεῖ νὰ διαλέξει καὶ νὰ διορίσει ἐπισκόπους (συνεδρία XXIV·Decretum de Reformatione, καν. 1). Μετὰ τήν σύνοδο τοῦ Τριδέντου, ἡ παποσύνη ἀνέλαβε τόν ἡγετικό ρόλο στὶς Τριδεντινὲς μεταρρυθμίσεις καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἔγινε ὅλο καὶ περισσότερο συγκεντρωτικὴ ὅσον ἀφορᾶ τὴν διδασκαλία, τὴ θεία λατρεία καὶ τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα. Ὁ παπικὸς θεσμὸς βρέθηκε στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἀντιπαράθεσης μὲ τὸν Προτεσταντισμὸ, ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀληθινὴ πίστη, καὶ μακροπρόθεσμα ἡ παπικὴ ἐξουσία ἐνισχύθηκε στὴν περίοδο μετὰ τὸ Τριδέντο. Ὁ παπικὸς θεσμὸς καὶ ἡ ἀφοσίωση σ’ αὐτὸν ἔγιναν διακριτικὸ στοιχεῖο τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ὁμολογιακῆς ταυτότητας ἀπέναντι στὸν Προτεσταντισμό. Οἱ προσπάθειες τόσο τῶν παλαιῶν ὅσο καὶ τῶν νέων μοναστικῶν ταγμάτων (π.χ. τῶν Ἰησουϊτῶν) γιὰ τὴν ἐφαρμογή τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Τριδέντου καὶ τὴν ἀντιμεταρρύθμιση στὴν ἀνθρωπιστικὴ παιδεία καὶ τὴν ἱεραποστολὴ ἐνδυνάμωσαν περαιτέρω τὴν παπικὴ αὐθεντία.
2.3. Ἐπαρχιακὲς σύνοδοι, ποὺ εἶχαν στόχο τὴν ὑλοποίηση τῶν μεταρρυθμίσεων τῆς Συνόδου τοῦ Τριδέντου, ἔλαβαν χώρα στὴν Ἰταλία (π.χ. Μιλάνο, 1566), στὴ Γερμανικὴ Αὐτοκρατορία (π.χ. Ζάλτσμπουργκ, 1569), στὴ Γαλλία (ἀπὸ τὸ 1581), καὶ στὴν Πολωνο-Λιθουανικὴ Κοινοπολιτεία (Πιότρκοβ [Piotrków], 1589). Ὑπὸ πολιτικὴ πίεση, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἐπίσκοποι πολλῶν βασιλείων ἐπεδίωξαν μεγαλύτερη αὐτονομία ἔναντι τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Αὐτὲς οἱ ἐπισκοπαλιστικὲς τάσεις (π.χ., ὁ Γαλλικανισμὸς στὴ Γαλλία, ὁ Φεβρωνιανισμὸς στὴ Γερμανία) συνέχισαν νὰ ὑπερασπίζονται τὸν «κονσιλιαρισμό». Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ὁδήγησε τελικὰ στὴν πτώση τοῦ παλαιοῦ καθεστῶτος (ancien régime [1589-1789]) καὶ τὴν διάλυση τῆς κρατικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐνίσχυση τῶν δεσμῶν ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Γαλλίας καὶ τὴ Ρώμη, ἀφοῦ μετὰ τὴν κατέρρευση τῆς παλαιᾶς τάξεως, μόνον ἡ παποσύνη εἶχε τὴν ἐξουσία νὰ ἀναδιοργανώσει τὴν Ἐκκλησία (πβ. τὸ Κονκορδάτο (concordat) μὲ τὴ Γαλλία τὸ 1801 καὶ τὸ Συνέδριο τῆς Βιέννης τὸ 1814–1815).
2.4. Τὸ νομικὸ σύστημα τῶν Μιλλὲτ προσδιόρισε ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, ἀνεξαρτήτως ἐθνικοῦ χαρακτῆρα, ὡς Ροὺμ Μιλλέτ (Rum-Millet), ποὺ ἑξαρτόνταν ἀπὸ, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἀστικὰ ζητήματα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐνδυνάμωσε τὸν κεντρικὸ ρόλο τοῦ Πατριαρχείου ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἤδη γνωστὸ ἀπὸ τὴν κανονικὴ τάξη, καὶ ἐνίσχυσε τὴ σημασία του ἔναντι τῶν ἄλλωνm πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων. Παρὰ τὴν καινούργια αὐτὴ κατάσταση, τὸ πνεῦμα τῆς συνοδικότητας διατηρήθηκε. Σύνοδοι συγκαλοῦνταν ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη γιὰ νὰ ἐπιλύσουν ζητήματα μὲ συνοδικὸ τρόπο, ὅπως ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1593) ποὺ ἐπιβεβαίωσε τὸν τίτλο τοῦ Πατριάρχη ποὺ εἶχε ἐνωρίτερα ἀπονεμηθεῖ στὸν μητροπολίτη Μόσχας· ἡ Σύνοδος τοῦ Ἰασίου (1642), ποὺ ἔκρινε τὴν Ὁμολογία Πίστεως τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου Πέτρου Μογίλα· καὶ οἱ δύο μεγάλες Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1638, 1642). Ἄλλες σύνοδοι συγκλήθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη (1672, 1691) καὶ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Δοσίθεο στὴν Ἱερουσαλήμ (1672), οἱ ὁποῖες καταδίκασαν τὴν Ὁμολογία Πίστεως ποὺ ἀποδόθηκε στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι.
2.5. Ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 16ου αἰ., κάνουν τήν ἐμφάνισή τους πολεμικὰ συγγράμματα τόσο ἀνατολικῶν ὅσο καὶ δυτικῶν συγγραφέων, ἰδίως πάνω στὸ θέμα τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἀκολούθως, τὸ ζήτημα τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἀντιμετωπίστηκε εἴτε πολεμικὰ εἴτε ἀπολογητικὰ σὲ ἀνατολικὲς συνοδικὲς ἀποφάσεις, ὁμολογίες πίστεως καὶ κανονικὰ ὑπομνήματα.
2.6. Ἀνάμεσα στὸν 16ο καὶ τὸν 18ο αἰώνα πραγματοποιήθηκαν διάφορες ἑνώσεις μεταξὺ Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ρώμης. Τὰ κίνητρα γι’ αὐτὲς τὶς ἑνώσεις ἦταν πάντα ἀμφισβητούμενα. Ἡ γνήσια ἐπιθυμία γιὰ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλειστεῖ. Θρησκευτικοὶ καὶ πολιτικοὶ παράγοντες συχνὰ συνυφαίνονταν. Οἱ ἑνώσεις συνήθως ἐμφανίζονται ὡς προσπάθειες ἀπεμπλοκῆς ἀπὸ ἀτυχεῖς τοπικὲς καταστάσεις. Μερικοὶ Ρουθήνιοι τὴν ἐποχὴ τῆς Πολωνο-λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας προσχώρησαν στὴ Ρώμη στὴ Σύνοδο τῆς Βρέστης (1596). Ἄλλες ἑνώσεις συνέβησαν στὴν Κροατία (1611), στὸ Οὐζχορόντ [Uzhorod, πόλη τῆς Οὐκρανίας] (1646), στὴν Τρανσυλβανία (1700-1701), καὶ στὴ Σερβία (1777). Οἱ Ἀλβανόφωνοι Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰ. εἶχαν διαφύγει στὴ νότια Ἰταλία μετὰ τὴν τουρκικὴ κατάκτηση, εἰσῆλθαν ἀργότερα σὲ κοινωνία μὲ τὴ Ρώμη. Τὸ 1724, ὁπότε ἦταν κενὴ ἡ πατριαρχικὴ ἕδρα τῆς Ἀντιοχείας, ἡ κοινότητα στὴ Δαμασκὸ ἐξέλεξε φιλο-λατίνο πατριάρχη, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα Κύριλλος Δ΄ καὶ ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὸν πάπα τὸ 1729, σχηματίζοντας ἔτσι τὴν Καθολικὴ Μελχιτικὴ Ἐκκλησία. Ἑνώσεις συμφωνήθηκαν καὶ μὲ ἄλλες Ἐκκλησίες.
2.7. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα, ὁ τσάρος Πέτρος Α΄ (1689-1725) εἰσήγαγε μεταρρυθμίσεις στὴ Ρωσία γενικά καὶ στὴν Ἐκκλησία. Τὸ πατριαρχεῖο καταργήθηκε (μέχρι τὸ 1917) καὶ τὴν Ἐκκλησία διοικοῦσε μιὰ Ἱερὰ Σύνοδος ὑπὸ τὴ διεύθυνση ἑνὸς κρατικοῦ ἀξιωματούχου, τοῦ Oberprokuror. Στὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης, ὁ Πέτρος ἀκολούθησε προτεσταντικὰ πρότυπα. Οἱ συνοδικὲς δομὲς ἐπικράτησαν, ἀλλὰ ὑπὸ τὴν ἰσχυρὴ ἐπιρροὴ τοῦ κράτους.
3. Ἐξελίξεις κατὰ τὸν 19 ο αἰῶνα.
3.1. Μετὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τοὺς Ναπολεόντειους πολέμους, ἡ κατάσταση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας στὴν Εὐρώπη ἦταν ἐπισφαλής. Τὰ νέα πολιτικὰ καθεστῶτα, ἀκόμη καὶ οἱ παλινορθωμένες μοναρχίες, ἦταν κοσμικὰ κράτη, ποὺ ἀπαιτοῦσαν νὰ διατηρήσουν τὸν ἔλεγχο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶχαν κάνει τὰ προηγούμενα καθεστῶτα. Ἕνα παράδειγμα εἶναι τὸ Γαλλικὸ Κονκορδάτο τοῦ 1801. Ἀργότερα, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν κρατικὴ ἀνάμειξη στὶς ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις, ἡ παποσύνη υἱοθέτησε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὡς «τελείας κοινωνίας» [societas perfecta], μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ ἀνεξάρτητη, αὐτόνομη καὶ κυρίαρχη κοινωνία στὸ δικό της πεδίο ἁρμοδιότητας, ὅπως ἀκριβῶς τὸ κράτος ἦταν κυρίαρχο στὶς κοσμικὲς ὑποθέσεις. Ἡ Ἐκκλησία ἰσχυριζόταν ὅτι διέθετε ἕνα πρωτότυπο νομικὸ σύστημα, δηλαδὴ ὄχι προερχόμενο ἢ παρεχόμενο ἀπὸ τὸ κράτος.
3.2. Ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ In Suprema Petri Apostoli Sede (1848) τοῦ Πάπα Πίου Θ΄ ὑπογράμμιζε ὅτι «ἡ ὑπέρτατη ἐξουσία τῶν ρωμαίων ποντιφήκων» πάντοτε ἀναγνωριζόταν στὴν Ἀνατολὴ καὶ καλοῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἐπανέλθουν σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἕδρα τοῦ Πέτρου. Οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων ἀντέδρασαν καὶ ἐξέδωσαν τὴ δική τους πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τὸ 1848, ὅπου, μεταξὺ ἄλλων, ἐπιχειρηματολογοῦσαν ἐναντίον τοῦ παπικοῦ πρωτείου.3.3. Τὸ 1868, ὁ Πάπας Πῖος Θ΄ ἀπηύθυνε ἐπιστολὴ καλώντας ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους στὴν Α´ Βατικανὴ Σύνοδο, πρόσκληση ποὺ ἀπορρίφθηκε. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος Στ΄ εἶπε στοὺς παπικοὺς ἀπεσταλμένους ποὺ ἐπέδωσαν τὴν ἐπιστολή, ὅτι ἡ παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων στὴ Σύνοδο «θὰ σήμαινε μιὰ ἀνανέωση τῶν παλαιῶν θεολογικῶν διαμαχῶν, γεγονὸς ποὺ θὰ τόνιζε τὴ διαφωνία καὶ θὰ ἄνοιγε ξανὰ παλιὲς πληγές». Γιὰ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο, ἡ κύρια πηγὴ διαφωνίας ἦταν ἡ φύση τῆς παπικῆς ἐξουσίας.
3.4. Κατὰ τὸν 19ο αἰώνα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε τὴν ἔξαρση τοῦ ἐθνικισμοῦ, ὁ ὁποῖος μάλιστα προετίθετο νὰ ἐνσωματωθεῖ στὴ δομὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης. Ἡ Μεγάλη Σύνοδος ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1872 καταδίκασε τὸν ἐθνοφυλετισμό, μὲ τὴν ἀφορμὴ τοῦ βουλγαρικοῦ σχίσματος. Μὲ τὴν κατάρρευση τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, κινήματα ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας ὁδήγησαν στὴ δημιουργία ἐθνικῶν κρατῶν στὰ Βαλκάνια. Προκειμένου νὰ ἐκφράσει καὶ νὰ προωθήσει τὴν εὐχαριστιακὴ ἑνοτητα τῆς Ἐκκλησίας σ’ αὐτὴν τὴ νέα κατάσταση, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐκχώρησε τόμους αὐτοκεφαλίας στὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος (1850), τῆς Σερβίας (1879) καὶ τῆς Ρουμανίας (1885), σύμφωνα μὲ τὴν κανονικὴ παράδοση, καὶ οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς περιελήφθησαν στὰ δίπτυχα.
3.5. Ἡ Α´ Βατικανὴ Σύνοδος συνῆλθε τὸ 1869-1870 καὶ παρήγαγε δύο κείμενα: τὸ Pastor Aeternus (1870) περὶ τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ὅρισε τὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο, καὶ τὸ Dei Filius (1870), περὶ τῆς καθολικῆς πίστεως. Ἡ διδασκαλία τῆς Συνόδου σχετικὰ μὲ τὴν παποσύνη ἔχει δημιουργήσει μεγάλη ἔνταση ἀνάμεσα στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους. Δύο σημεῖα πρέπει νὰ ὑπογραμμιστοῦν: πρῶτον, ἡ Α΄ Βατικανὴ ἀποκάλεσε τὸ Pastor Aeternus τὸ «πρῶτο» της δογματικὸ σύνταγμα γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἡ πρόθεση νὰ ἀκολουθήσει ἕνα δεύτερο, τὸ Tametsi Deus, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀσχοληθεῖ πληρέστερα μὲ τοὺς ἐπισκόπους καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία ὡς ὅλον. Ὡστόσο, ἡ Σύνοδος διακόπηκε ἐξαιτίας τῆς ἔκρηξης τοῦ Γαλλο-πρωσικοῦ πολέμου καὶ τὸ προσχέδιο τοῦ δεύτερου αὐτοῦ κειμένου δὲν συζητήθηκε ποτέ. Ἔτσι ἡ Σύνοδος ἄφησε τὴν ἐκκλησιολογία της χωρὶς ἐξισορρόπηση· ἡ δογματική της διδασκαλία γιὰ τὸν πάπα δὲν συμπληρώθηκε ἀπὸ τὴ διδασκαλία γιὰ τὸν ἐπισκοπικό ἀξίωμα, οὔτε πλαισιώθηκε ἀπὸ εὐρύτερη διδασκαλία περὶ τῆς Ἐκκλησίας. Δεύτερον, ἡ διδασκαλία τοῦ Pastor Aeternus εἶχε ἐπηρεαστεῖ σημαντικὰ ἀπὸ τὶς συνθῆκες τῆς Ἐκκλησίας στὴν δυτικὴ Εὐρώπη τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰ., ὅπου σημειώθηκε ἀνάκαμψη τοῦ «κονσιλιαρισμοῦ», μὲ τὴ μορφὴ τοῦ «γαλλικανισμοῦ» καὶ τοῦ «φεβρωνιανισμοῦ» (βλ. ἀνωτέρω, 2.3), ὁ ὁποῖος προωθοῦσε τὴν αὐτονομία τῶν ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν, μιὰ αὐτονομία ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ τὴν τάση ἐκ μέρους τῶν κρατῶν νὰ καθυποτάξουν τὴν Ἐκκλησία. Ἡ διδασκαλία τῆς Συνόδου γιὰ τὸ πρωτεῖο καὶ τὴν παγκόσμια δικαιοδοσία τοῦ πάπα ἦταν μιὰ ἀντίδραση σὲ αὐτὸ ποὺ γινόταν ἀντιληπτὸ ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας.
3.6. Ἂν καὶ τὸ Pastor Aeternus δίδασκε ὅτι ὁ πάπας ἔχει κανονικὴ καὶ ἄμεση ἐπισκοπικὴ δικαιοδοσία στὴν Ἐκκλησία ὡς ὅλον, ἐν τούτοις ὑπογράμμιζε ὅτι ἡ ἐξουσία ἑκάστου ἐπισκόπου «ἐπιβεβαιώνεται, ἐπικυρώνεται καὶ κατοχυρώνεται» ἀπὸ τὸν πάπα, καὶ ὑποστήριζε ὅτι «ὁ δεσμὸς ἑνότητας» τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνος τῆς «κοινωνίας καὶ τῆς ὁμολογίας τῆς ἴδιας πίστεως» (DS 3060-3061). Ἐπιπλέον, λίγο ἀργότερα, ἡ διακήρυξη τῶν Γερμανῶν ἐπισκόπων τὸ 1875, ποὺ ἐγκρίθηκε ἐπισήμως ἀπὸ τὸν Πάπα Πῖο Θ΄, ἐπέμενε, σὲ ἀντίθεση μὲ ὁρισμένες ἑρμηνεῖες τῆς διδασκαλίας τῆς Συνόδου, ὅτι ἡ παποσύνη καὶ ὁ ἐπισκοπικὸς βαθμὸς εἶναι «θείῳ δικαίῳ θεσμοί» (DS 3115).
3.7 Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἀλάθητο, ἡ Σύνοδος ὅρισε ὄχι τὸ προσωπικὸ ἀλάθητο τοῦ πάπα, ἀλλὰ τὴν ἱκανότητά του, ὑπὸ συγκεκριμένες συνθῆκες, νὰ διακηρύσσει ἀλάθητα τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας (DS 3074), καὶ ὅταν εἶπε ὅτι τέτοιοι ex cathedra ὁρισμοὶ εἶναι «ἀμετάβλητοι ἀπὸ μόνοι τους, ὄχι ἕνεκα τῆς συναίνεσης τῆς Ἐκκλησίας (ex sese, non autem ex consensu ecclesiae)», δὲν διαχώριζε τὸν πάπα ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ διακήρυσσε ὅτι τέτοιου εἴδους ὁρισμοὶ δὲν χρειάζονται περαιτέρω ἐπικύρωση. Αὐτὸ ἦταν μιὰ συγκεκριμένη ἀπάντηση στὸ 4ο «γαλλικανικὸ» ἄρθρο τοῦ 1682, ποὺ δήλωνε ὅτι ἡ κρίση τοῦ πάπα «δὲν εἶναι ἀμετάβλητη, τοὐλάχιστον ἐν ἀναμονῇ τῆς συναίνεσης τῆς Ἐκκλησίας».
3.8. Ἡ Α΄ Βατικανὴ Σύνοδος ἐνίσχυσε τὴν ἐπικρατοῦσα τάση στὴ δυτικὴ ἐκκλησιολογία, μετὰ τὴν Δ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, ἡ ὁποία ὑποστήριζε ὅτι ἡ παγκόσμια Ἐκκλησία εἶχε προτεραιότητα ἔναντι τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ διέθετε τὴ δική της δομὴ πάνω ἀπὸ αὐτές. Ὁ πάπας δὲν ἦταν ἁπλῶς ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ποιμὴν τῆς σύνολης Ἐκκλησίας. Ὁ πάπας εἶχε δικαιοδοσία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἐπίσκοποι ἐπὶ τοῦ δικοῦ τους ἐπιμέρους ποιμνίου.
3.9. Ἡ διδασκαλία τῆς Α΄ Βατικανῆς γιὰ τὸ πρωτεῖο δικαιοδοσίας καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ πάπα ἀπορρίφθηκε ἀπὸ μερικοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ποὺ ἀκολούθως σχημάτισαν τὴν Παλαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ διδασκαλία προκάλεσε, ἐπίσης, κάποια ἀντίδραση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Καθολικῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, ἂν καὶ τελικῶς τὴν ἀποδέχθηκαν.
3.10. Ἡ διδασκαλία τῆς Α΄ Βατικανῆς γιὰ τὸ παπικὸ πρωτεῖο δικαιοδοσίας πάνω σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ παπικὸ ἀλάθητο θεωρήθηκε ἀπαράδεκτη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, μιὰ τέτοια ἐκκλησιολογία εἶναι σοβαρὴ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν κανονικὴ παράδοση τῶν Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐπειδὴ συσκοτίζει τὴν καθολικότητα τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας. Στὸν ἀπόηχο τῆς Α΄ Βατικανῆς, ἐπιχειρήματα ποὺ ἀναπτύχθηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους περιελάμβαναν, μεταξὺ ἄλλων: ὅτι ἡ κεφαλὴ σύνολης τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἕνας θνητός, ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἀναμάρτητος καὶ ἀθάνατος Θεάνθρωπος Χριστός· ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Πέτρος δὲν ἦταν μονάρχης οὔτε ἰσχυρός, ἀλλὰ ὁ πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους· ὅτι ἡ δικαιοδοσία ἑκάστου Πατριάρχη εἶναι γεωγραφικὰ καθορισμένη ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, καὶ ὅτι κανείς δὲν ἔχει δικαιοδοσία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ συγκεκριμένο θέμα τοῦ ἀλάθητου, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπίσης θεώρησε ὅτι τὸ ἀλάθητο ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ὡς ὅλον, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὶς Συνόδους ποὺ ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὅτι αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα συχνὰ χρησιμοποιήθηκαν μὲ τὴ μορφὴ πολεμικῆς, καὶ ὄχι μὲ ἱστορικό-κριτικό τρόπο.
3.11. Ἡ ἀποστολικὴ ἐπιστολὴ Orientalium dignitas τοῦ Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ (1894) ἀναγνώρισε τὰ διακριτὰ δικαιώματα ὅλων τῶν Καθολικῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἀντιμετώπισε μὲ σεβασμὸ τὶς Ἀνατολικὲς παραδόσεις. Ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολή του Praeclara Gratulationis (1895) κάλεσε ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ἕνωση μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ παπικὸ πρωτεῖο δικαιοδοσίας. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἄνθιμος Ζ΄ καὶ ἡ Σύνοδος ποὺ συνεκλήθη περὶ αὐτὸν συνέταξαν μιὰ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐπιστολὴ τὸ 1895, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐντόνως ἀρνητικὴ γνώμη τους γιὰ τὴν οὐνία ὡς μέθοδο προσηλυτισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀπορρίπτοντας, ἐπίσης, τὴν πρόσκληση τοῦ Πάπα Λέοντα.
4. Ὁ 20ὸς καὶ ὁ 21ος αἰ.: Ἐπιστροφὴ στὶς πηγές καὶ
Ἐπαναπροσέγγιση.
4.1. Κατὰ τὸν 20ὸ αἰ., ἡ βιβλική, πατερική καί λειτουργική κή κίνηση εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δοθεῖ μεγαλύτερη ἔμφαση στὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων καί, ἐπίσης, στὴ λειτουργικὴ πράξη. Οἱ σχέσεις Ρωμαιοκαθολικῶν-Ὀρθοδόξων ἐπωφελήθηκαν ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοινὴ ἐπιστροφὴ στὶς πηγές (ressourcement).
4.2. Ἡ ἔννοια τῆς sobornostʹ ἀναπτύχθηκε στὴ Ρωσία τοῦ 19ου αἰ. ἀπὸ μιὰ ὁμάδα Ὀρθοδόξων στοχαστῶν ποὺ ὀνομάστηκαν σλαβόφιλοι, ὡς ἀντίδραση στὴν ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὸ κράτος Ἱερὰ Σύνοδο ποὺ ἐγκαθιδρύθηκε ἀπὸ τὸν τσάρο Πέτρο Α΄ τὸ 1721 (πβ. 2.7, ἀνωτέρω). Ὁ ὅρος προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη sobor, ἡ ὁποία στὰ ἐκκλησιαστικὰ σλαβονικὰ σημαίνει μιὰ ἐκκλησιακὴ «σύναξη» ἢ «συνάθροιση» ἢ «σύνοδο». Στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, ἡ ἑλληνικὴ λέξη καθολικὴν μεταφράζεται στὰ ἐκκλησιαστικὰ σλαβονικὰ ὡς sobornuyu. Οἱ σλαβόφιλοι μὲ τὴ sobornostʹ ἐπεδίωξαν νά ἐκφράσουν μιὰ ἐγγενῆ ποιότητα σύνολης τῆς Ἐκκλησίας: τὴν καθολικότητά της καὶ τὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν βαπτισμένων στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἰδέα τῆς sobornostʹ εἶναι ἐμφανὴς στὶς διαδικασίες προετοιμασίας, σύνθεσης καὶ λήψης ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Μόσχας (1917-1918), ἡ ὁποία ἐνέπλεξε ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἐκκλησίας. Παρά τίς ἐπικρίσεις πού δέχτηκε, ἰδιαίτερα γιά τίς ἐπιδράσεις ἀπὸ ἕνα κολλεκτιβικὸ ἰδεῶδες καὶ γιά τὸ γεγονός ὅτι δὲν δίνει τὴ δέουσα ἀναγνώριση στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ sobornostʹ ἐπηρέασε σημαντικὰ τὴν ἐκκλησιολογία, τόσο τὴν Ὀρθόδοξη ὅσο καὶ τὴ Ρωμαιοκαθολική, λόγῳ τῆς πιό συνοδικῆς ἤ συλλογικῆς κατανόησης τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας, τὴν ὁποία πρέσβευε (πβ. ἐπίσης Ραβέννα,5).
4.3. Κατὰ τὸν 19ο αἰ. στὴ Δύση, ἡ Σχολὴ τῆς Τυβίγγης προώθησε τὴν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας (communio) διαμέσου μιᾶς ἐπανεύρευσης τῆς πατερικῆς παράδοσης. Αὐτὴ ἡ ἰδέα ἐκφράζει τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἄνωθεν, καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ «εἰκόνα» τῆς Ἁγίας Τριάδος (ecclesia de Trinitate) [ἡ φανέρωση τοῦ τρόπου ὓπαρξης τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σημ. μεταφραστ.], μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ἦταν ἡ βάση γιὰ τὴν ἀνανέωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ στοχασμοῦ ἰδιαίτερα τὸν 20ὸ αἰ. Σὲ μιὰ τέτοια κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει συγχρόνως ἑνότητα καὶ ποικιλία, ὅπως στὴν Ἁγία Τριάδα, καὶ αὐτὸ βρίσκει ἐφαρμογὴ στὴν Ἐκκλησία μὲ πολλοὺς τρόπους. Ἡ Ἐκκλησία ὡς ὅλον εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου κάθε μέλος λαμβάνει χάρη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρὸς ὄφελος τοῦ σώματος καὶ ὅλα εἶναι συνδεδεμένα μὲ τὸν δεσμὸ τῆς ἀγάπης (πβ. Α΄ Κορ 12-13). Ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων (sancti) συμβαίνει μέσῳ τῆς κοινω νίας στὰ Τίμια Δῶρα (sancta) (πβ. Α΄ Κορ 10:16-17). Ἐπίσης, ἡ μία Ἐκκλησία λαμβάνει τὴ μορφὴ μιᾶς κοινωνίας τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, σὲ καθεμία ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία καθολικὴ (ἡ ὅλη ἤ οἰκουμενικὴ) Ἐκκλησία εἶναι παροῦσα, μέ τόν τρόπο αὐτό ὑπάρχει μιὰ ἀμοιβαία περιχώρηση ἀνάμεσα στὴν τοπικὴ καὶ τὴν ὅλη ἤ παγκόσμια Ἐκκλησία καὶ ἀνάμεσα στὶς ἴδιες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες.
4.4. Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἀποτελέσματα τῆς ressourcement (ἐπιστροφῆς στίς πηγές) τοῦ 20οῦ αἰ. εἶναι ἡ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία βλέπει τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, ποὺ συγκεντρώνεται γύρω ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό της γιὰ τήν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας, ὡς φανέρωση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας (πβ. Ἰγνάτιος, Πρὸς Σμυρν. 8), καὶ ὡς τὸ σημεῖο ἀφετηρίας καὶ τὸ ἐπίκεντρο τῆς ἐκκλησιολογικῆς σκέψης. Ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος (1962-1965) δίδαξε ὅτι μιὰ τέτοια σύναξη εἶναι ἡ «κύρια φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας» (Sacrosanctum Concilium, 41) καὶ ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ θυσία εἶναι «ἡ πηγὴ καὶ ἡ κορυφὴ τῆς σύ- νολης Χριστιανικῆς ζωῆς» (Lumen Gentium, 11· πβ. Sacrosanctum Concilium, 10). Τόνισε περαιτέρω τὴ σημασία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν εἶπε ὅτι «ἕνας ἐπίσκοπος σφραγισμένος μὲ τὴν πληρότητα τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας», εἶναι «ὁ φορέας τῆς χάριτος τῆς ὕψιστης ἱερωσύνης», ἰδιαίτερα στὴν Εὐχαριστία ποὺ προσφέρει ἢ ἐπιτρέπει νὰ προσφερθεῖ, καὶ μέσῳ τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς ζεῖ καὶ ἀναπτύσσεται» (Lumen Gentium, 26). Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Κρήτη (2016) δήλωσε ὅτι «ἡ παράδοση τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων» πάντοτε τόνιζε τὴν «ἄρρηκτον σχέσιν τόσον τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ θείας Οἰκονομίας πρὸς τὸ μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία βεβαιοῦται συνεχῶς εἰς τὴν μυστηριακὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ἐγκύκλιος,Ι,2). Ἐπίσης δηλώνεται ὅτι: «Κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, προσφέρουσα τὴν θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἡ ἐν τόπῳ παρουσία καὶ φανέρωση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» (Μήνυμα, 1). Αὐτὲς οἱ δύο μεγάλες σύνοδοι χρειάζονται πιὸ προσεκτικὴ ἐξέταση.
4.5. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀντιμετώπιζε πολλὲς προκλήσεις –γιὰ παράδειγμα, ὅσον ἀφορᾶ τὶς σχέσεις μὲ ἄλλους Χριστιανούς, τὸν προσηλυτισμό, τὴν ἐκκοσμίκευση, καὶ τὸν ἐθνοφυλετισμό– ποὺ ὁδήγησαν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἀναζητήσει στενότερη συνεργασία ἀνάμεσα στὶς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Τὸ 1902, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ΄ ἔστειλε μιὰ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐγκύκλιο στὶς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζητώντας τὴ γνώμη τους γιὰ διάφορα θέματα, ἐπιδιώκοντας νὰ προωθήσει τὴν πανορθόδοξη ἑνότητα. Οἱ Ἐκκλησίες ἀνταποκρίθηκαν θετικά. Τὸ 1920, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξέδωσε μιὰ ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ μὲ τίτλο «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», καλώντας σὲ στενότερη διαχριστιανικὴ ἐπικοινωνία καὶ συνεργασία. Ἐπίσης, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο συνεκάλεσε μιὰ πανορθόδοξη διάσκεψη στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1923 καὶ ἀκολούθως ὀργάνωσε μιὰ πανορθόδοξη συνάντηση στὴν Ἱερά Μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1930), ἡ ὁποία κατέγραψε τὰ θέματα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ περιληφθοῦν στὴν ἀτζέντα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Αὐτὲς οἱ προσπάθειες διεκόπησαν κυρίως ἐξαιτίας τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
4.6. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας συνεκάλεσε πανορθό-δοξες διασκέψεις (Ρόδος 1961, 1963 καὶ 1964· Σαμπεζύ-Γενεύη 1968), ποὺ ὁριστικοποίησαν τὴν θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Μιὰ σειρὰ προσυνοδικῶν διασκέψεων ἔγινε στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν σχετικῶν κειμένων. Σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, τέσσερις Συνάξεις τῶν Προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Κωνσταντινούπολη 2008 καὶ 2014, Σαμπεζύ 2016, καὶ Κρήτη 2016) ὁδήγησαν στὴ σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, μὲ τὴν ὁμόφωνη συναίνεση τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, στὴν Κρήτη, ἀπὸ τὶς 19 ἕως τὶς 27 Ἰουνίου 2016. Ἡ πραγματοποίηση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου δείχνει ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητά της “ἐν Συνόδῳ”». Ἡ συνοδικότητα διαπνέει τὴν ὀργάνωση, τὸν τρόπο ποὺ λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις καὶ καθορίζεται ἡ πορεία της» (Μήνυμα, 1).
4.7. Μεταξὺ ἄλλων ἐκκλησιολογικῶν θεμάτων, ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος πραγματεύθηκε τὸ ζήτημα τοῦ πῶς κατανοεῖται ὁ ἐπισκοπικός βαθμός καὶ πῶς σχετίζεται μὲ τὸ παπικὸ ἀξίωμα, ζήτημα ποὺ εἶχε μείνει ἀνοιχτὸ στὴν Α΄ Βατικανή. Ἡ Β΄ Βατικανὴ ἐνσωμάτωσε καὶ συμπλήρωσε τὴ διδασκαλία τῆς Α΄ Βατικανῆς, ὅτι ὁ πάπας ἔχει τὴν ἀνώτατη καὶ πλήρη ἐξουσία ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι σὲ συγκεκριμένες περι- πτώσεις θά μποροῦσε ἀλάθητα νὰ διακηρύξει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, λέγοντας ὅτι τὸ σῶμα τῶν ἐπισκόπων («τὸ κολλέγιο/σύλλογος τῶν ἐπισκόπων») ἑνωμένο μὲ τὴν κεφαλή του, τὸν πάπα, ἀσκεῖ ἐπίσης καὶ τὰ δύο αὐτὰ προνόμια (Lumen Gentius, 22, 25, ἀντίστοιχα). Ἔτσι, εἰσήχθη μία μεγαλύτερη ἐξισορρόπηση ἀνάμεσα στοὺς ἐπισκόπους καὶ στὸν πάπα. Ἡ Σύνοδος ἐπαναβεβαίωσε τὴν εὐθύνη τῶν ἐπισκόπων ὄχι μόνο γιὰ τὶς δικές τους τοπικὲς Ἐκκλησίες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς ὅλον (Lumen Gentium, 23) καὶ τόνισε ἰδιαιτέρως τὴ σημασία μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου οἱ ἐπίσκοποι ἐνεργοῦν ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν πάπα ὡς «διδάσκαλοι καὶ κριτὲς τῆς πίστεως καὶ τῶν ἠθῶν γιὰ τὴν καθόλου Ἐκκλησία» (Lumen Gentium, 25). Τὸ 1965, ὁ Πάπας Παῦλος Στ΄ θεσμοθέτησε τὴ Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, ὡς «διαρκῆ Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων γιὰ τὴν καθόλου Ἐκκλησία», ἀντιπροσωπευτικὴ «τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος σύνολης τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία θὰ ἐπικουροῦσε τὸν πάπα μὲ συμβουλευτικὴ καὶ γνωμοδοτικὴ ἰδιότητα (Ἀποστολικὴ Ἐπιστολή, Apostolica Sollicitudo).
4.8. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1964, ὁ Πάπας Παῦλος Στ΄ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας συναντήθηκαν στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν στὴν Ἱερουσαλήμ. Στὶς 7 Δεκεμβρίου 1965, τὴν προτελευταία ἡμέρα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, οἱ ἴδιοι προχώρησαν στὴν ἄρση τῶν ἀμοιβαίων ἀναθεμάτων τοῦ 1054 σὲ ταυτόχρονη τελετὴ στὸ Βατικανὸ καὶ στὸ Φανάρι. Στὴν ἐπικοινωνία τους κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1960, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ ὁ Πάπας Παῦλος Στ΄ ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» σὲ ἀναφορὰ μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Β΄ Βατικανὴ ἀναγνώρισε ὅτι οἱ Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες «κατέχουν ἀληθινὰ μυστήρια, κυρίως, μέσῳ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴ θεία Εὐχαριστία» (Unitatis Redintegratio, 15) καὶ παρακίνησε σὲ διάλογο μὲ αὐτὲς τὶς Ἐκκλησίες, ἐπικεντρώνοντας τὴν προσοχὴ στὶς σχέσεις ποὺ ὑπῆρχαν ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ Ἕδρα «πρὶν ἀπὸ τὸν χωρισμό» (Unitatis Redintegratio, 14).
4.9. Τὸ 1995, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ εἶπε: «Ἂν ἐκεῖνοι ποὺ θελουν νὰ εἶναι πρῶτοι καλοῦνται νὰ γίνουν διάκονοι ὅλων, τότε τὸ πρωτεῖο τῆς ἀγάπης θὰ ἰδωθεῖ νὰ ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὸ θάρρος αὐτῆς τῆς φιλαδελφίας. Προσεύχομαι στὸν Κύριο νὰ ἐμπνεύσει, πρῶτα σ’ ἐμένα καὶ στοὺς ἐπισκόπους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, συγκεκριμένες πράξεις ὡς μαρτυρία αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς βεβαιότητος» (Orientale Lumen, 19). Ἐξέφρασε, ἐπίσης, ἑτοιμότητα «νὰ βρεῖ ἕναν τρόπο ἄσκησης τοῦ πρωτείου ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ ἀποκηρύσσει κατ’ οὐδένα τρόπο αὐτὸ ποὺ εἶναι οὐσιῶδες στὴν ἀποστολή του, θὰ εἶναι ἐντούτοις ἀνοιχτὸς σὲ μιὰ νέα κατάσταση» καὶ πρότεινε μιὰ συζήτηση, εἰδικότερα ἀνάμεσα σὲ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καὶ θεολόγους, σχε- τικὰ μὲ τὴν ἄσκηση τοῦ πρωτείου «ὥστε νὰ ἀναζητήσουμε –ἀπὸ κοι-νοῦ, βεβαίως– τὶς μορφὲς διὰ τῶν ὁποίων αὐτὴ ἡ διακονία θὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖ μία ὑπηρεσία ἀγάπης ἡ ὁποία νὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐμπλεκομένους» (Ut Unum Sit, 95). Ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ καὶ ὁ Πάπας Φραγκῖσκος ἐπανέλαβαν συχνὰ αὐτὴν τὴν πρόσκληση καὶ ἀμφότεροι ἐπικαλέστηκαν συχνὰ τὴν περιγραφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὡς «προκαθημένης τῆς ἀγάπης (agape)» (Πρὸς Ρωμ., Προοίμιον).
4.10. Ὁ Πάπας Φραγκῖσκος ἔχει ὑπογραμίσει ὅτι ἡ συνοδικότητα εἶναι «συστατικὸ στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἐπιθυμία του γιὰ μιὰ «πλήρως συνοδικὴ Ἐκκλησία» (Ὁμιλία γιὰ τὴν 50ὴ Ἐπέτειο τῆς Ἵδρυσης τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, 17 Ὀκτωβρίου 2015) ἐνθαρρύνει ἔντονα τὴν ἀναζήτηση γιὰ μιὰ περισσότερο ἀποτελεσματικὴ συνοδικότητα στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ἔχει πεῖ ὅτι «στὸν διάλογο μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές μας, ἐμεῖς οἱ Καθολικοὶ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ μάθουμε περισσότερα σχετικὰ μὲ τὸ νόημα τῆς ἐπισκοπικῆς συλλογικότητας καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς συνοδικότητας» (Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή, Evangelii Gaudium, 2013, 246).
Συμπέρασμα
5.1. Μείζονα ζητήματα περιπλέκουν τὴν αὐθεντικὴ κατανόηση τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου στὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς πυραμίδας μὲ ἕναν προκαθήμενο νὰ διοικεῖ ἀπὸ τὴν κορυφή, οὔτε ὅμως καὶ ἡ κατανόησή της ὡς μιᾶς ὁμοσπονδίας ἀπὸ αὐτάρκεις Ἐκκλησίες. Ἡ ἱστορικὴ μελέτη μας γιὰ τὴ συνοδικότητα καὶ τὸ πρωτεῖο κατὰ τὴ δεύτερη χιλιετία ἔδειξε τὴν ἀνεπάρκεια καὶ τῶν δύο αὐτῶν θεωρήσεων. Παρομοίως, εἶναι σαφὲς ὅτι γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἡ συνοδικότητα δὲν εἶναι ἁπλῶς γνωμοδοτική, καὶ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους τὸ πρωτεῖο δὲν εἶναι ἁπλῶς τιμητικό. Τὸ 1979, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος δήλωσαν: «Ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης … ἔχει ἀνοίξει τὸν δρόμο γιὰ καλύτερη κατανόηση τῶν ἀντίστοιχων θεολογικῶν μας θέσεων καὶ ὡς ἐκ τούτου γιὰ νέες προσεγγίσεις στὸ θεολογικὸ ἔργο καὶ σὲ μιὰ νέα στάση ἀπέναντι στὸ κοινὸ παρελθὸν τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Αὐτὴ ἡ κάθαρση τῆς συλλογικῆς μνήμης τῶν Ἐκκλησιῶν μας εἶναι ἕνα σημαντικὸ ἀποτέλεσμα τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης καὶ μιὰ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ μελλοντικὴ πρόοδο» (Κοινὴ Διακήρυξη, 30 Νοεμβρίου 1979). Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι χρειάζεται νὰ συνεχίσουν σ’ αὐτὴν τὴν ὁδό, ὥστε νὰ ἐνστερνισθοῦν μιὰ αὐθεντικὴ κατανόηση τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου στὸ φῶς τῶν «θεολογικῶν ἀρχῶν, τῶν κανονικῶν διατάξεω καὶ τῶν λειτουργικῶν πρακτικῶν» (Chieti, 21) τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας.
5.2. Ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος ἄνοιξε νέες προοπτικὲς, ἑρμηνεύοντας οὐσιωδῶς τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ὡς μυστήριο κοινωνίας. Σήμερα, ὅλο καὶ αὐξάνονται οἱ ἐντατικές προσπάθειες νὰ προωθηθεῖ ἡ συνοδικότητα σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει, ἐπίσης, προθυμία νὰ γίνει διάκριση ἀνάμεσα σέ ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ πατριαρχικὀ ἀξίωμα τοῦ πάπα, ἐντὸς τῆς Δυτικῆς ἢ Λατινικῆς Ἐκκλησίας, καί στὴ διακονία του ὡς «πρώτου» στὴν κοινωνία ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, γεγονὸς ποὺ παρέχει νέες εὐκαιρίες γιὰ τὸ μέλλον. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ συνοδικότητα καὶ τὸ πρωτεῖο ἀσκοῦνται σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, σύμφωνα μὲ τὴν κανονικὴ παράδοση, μέσω τῆς σύγκλησης ἁγίων καὶ μεγάλων Συνόδων.
5.3. Ἡ συνοδικότητα καὶ τὸ πρωτεῖο πρέπει νὰ ἰδωθοῦν ὡς «ἀλληλένδετες, συμπληρωματικὲς καὶ ἀδιαχώριστες πραγματικότητες» (Chieti, 5) ἀπὸ θεολογικῆς ἀπόψεως (Chieti, 4, 17). Ἀμιγῶς ἱστορικὲς συζητήσεις δὲν εἶναι ἀρκετές. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει βαθιὲς ρίζες στὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μιὰ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ διατύπωση μιᾶς ὑγιοῦς θεολογίας τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου.
5.4. Ἡ ἀλληλεξάρτηση τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου εἶναι θεμελιώδης ἀρχὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν λειτουργία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας σὲ τοπικό, περιφερειακὸ καὶ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο. Ἐντούτοις, οἱ ἀρχὲς πρέπει νὰ ἐφαρμόζονται σὲ συγκεκριμένο ἱστορικὸ πλαίσιο καὶ ἡ πρώτη χιλιετία παρέχει πολύτιμη καθοδήγηση γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς προαναφερθείσας ἀρχῆς (Chieti, 2). Αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖται σὲ νέες συνθῆκες εἶναι μιὰ νέα καὶ κατάλληλη ἐφαρμογὴ τῆς ἴδιας διοικητικῆς ἀρχῆς.
5.5. Ὁ Κύριός μας προσευχήθηκε γιὰ τοὺς μαθητές του «ἳνα πάντες ἓν ὦσι» (Ἰω 17:21). Ἡ ἀρχὴ τῆς συνοδικότητας-πρωτείου στὴν ὑπηρεσία τῆς ἑνότητας, ποὺ ἐπικαλούμαστε, καλεῖται νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δεσμεύονται νὰ βροῦν τρόπους γιὰ νὰ ξεπεραστεῖ ἡ ἀποξένωση καὶ ὁ χωρισμὸς ποὺ συνέβη κατὰ τὴ δεύτερη χιλιετία.
5.6. Ἔχοντας μελετήσει μαζὶ τὴν ἱστορία τῆς δεύτερης χιλιετίας, ἀναγνωρίζουμε ὅτι μιὰ ἀπὸ κοινοῦ ἀνάγνωση τῶν πηγῶν μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει τὴν πρακτικὴ τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου στὸ μέλλον. Τηρώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μας νὰ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς ἔχει ἀγαπήσει (Ἰω 13:14), εἶναι χριστιανικό μας καθῆκον νὰ παλαίψουμε γιὰ τὴν ἑνότητα στὴν πίστη καὶ τὴ ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.