Εικόνα και πρόσωπο. Από τη θεολογία στην ανθρωπολογία
του προσώπου
Εισήγηση στο 7ο Συμπόσιο
της Διεθνούς Ένωσης Θεολόγων Ορθόδοξης Δογματικής (International Association of Orthodox Dogmatics Theologians) με θέμα
«Ο άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού», Παραλίμνι Κύπρου, 5-7 Μαρτίου 2024
Σταύρου Γιαγκάζογλου. Αναπληρωτή Καθηγητή, Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ
Στη δυτική Ευρώπη μέσα από την κληρονομιά της σχολαστικής
παράδοσης, έκαναν την εμφάνισή τους ποικίλα κινήματα, όπως η Αναγέννηση, ο
Προτεσταντισμός, ο Διαφωτισμός, ο άθεος ανθρωπισμός, ο υπαρξισμός, ο
περσοναλισμός κ.λπ., αφήνοντας πίσω τον Μεσαίωνα και διαμορφώνοντας έναν νέο
κόσμο και πολιτισμό. Κατά έναν παράδοξο τρόπο όλα αυτά τα ρεύματα της
νεωτερικότητας αναγνωρίζουν ως ρίζα και πηγή τους το έργο του ιερού
Αυγουστίνου. Στη σκέψη και κληρονομιά του Αυγουστίνου, η ψυχολογία ενός ατόμου
συνιστά το περιεχόμενο του ανθρώπινου προσώπου. Ως πρόσωπο εδώ εκλαμβάνεται η
αίσθηση και η εμπειρία του νοούντος ατομικού υποκειμένου. Διαμορφώθηκε μάλιστα
η αντίληψη ότι ο περσοναλισμός ως υποκειμενική εμπειρία είναι γέννημα και
θρέμμα της δυτικής χριστιανικής παράδοσης. Κατά τον Βοήθιο «persona est naturae rationabilis individual substantia». Πρόκειται για την έννοια της persona ως το λογικό υποκείμενο της ατομικής
φύσεως που σκέπτεται. Το νεωτερικό cogito του Descartes έχει και αυτό αυγουστίνειες και
σχολαστικές ρίζες.
Ο π. Γεώργιος
Φλωρόφσκυ στο πλαίσιο της επαναπρόσληψης και επικαιροποίησης της πατερικής
θεολογίας στην εποχή μας διατύπωσε τη θέση ότι «η έννοια του προσώπου καθ’
εαυτήν υπήρξε πιθανώς η μεγαλύτερη χριστιανική συμβολή στη φιλοσοφία». Ο δε
Βλαδίμηρος Λόσκυ, εντόπισε την έννοια και τη θεολογική σημασία του προσώπου
αλλά και της μυστικής θεολογίας στην παράδοση των Ελλήνων Πατέρων. Μάλιστα
επιχείρησε να αντιπαραβάλλει το θεολογικό περιεχόμενο του προσώπου των Ελλήνων
Πατέρων της Εκκλησίας στην έννοια της δυτικής persona. Στο πεδίο της φιλοσοφίας και του
πολιτισμού ο Ρώσος φιλόσοφος της διασποράς Νικολάι Μπερδιάγιεφ, διαλέχθηκε
γόνιμα με τη δυτική σκέψη, και έθεσε στο κέντρο της θρησκειοφιλοσοφικής σκέψης
του την έννοια του προσώπου και της ελευθερίας.
Ο
απόηχος όλων αυτών των ρευμάτων στην Ελλάδα θα επηρεάσει φιλοσοφικά και
θεολογικά τον Νίκο Νησιώτη, ο οποίος συγγράφει διδακτορική διατριβή στις αρχές
της δεκαετίας του 1950 με θέμα «Υπαρξισμός και χριστιανική πίστη», ασκώντας
γόνιμη κριτική στον υπαρξισμό. Στο τέλος αυτής της μελέτης και κυρίως στα
επόμενα έργα του, ο Νησιώτης επιλέγει τον περσοναλισμό ως κατεξοχήν φιλοσοφικό
δρόμο και ως απάντηση στις αγωνίες του υπαρξισμού, προφανώς διότι ανακαλύπτει
πολλά συγγενικά στοιχεία με την πατερική σκέψη. Η θεώρηση αυτή θα αναπτυχθεί
περαιτέρω και θα προσλάβει νέους θεολογικούς και ανθρωπολογικούς ορίζοντες στο
πλαίσιο επικαιροποίησης και δημιουργικής ανάδειξης της πατερικής σκέψης από δύο
άλλους θεολόγους της γενιάς του ’60 στην Ελλάδα, τον Χρήστο Γιανναρά, τον
Ιωάννη Ζηζιούλα και τον Παναγιώτη Νέλλα.
Προς μία ανθρωπολογία του προσώπου
Εκείνο που έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον είναι ότι οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι θεολόγοι αναζητούν τις ρίζες του
προσώπου όχι τόσο στη σύγχρονη ευρωπαϊκή φιλοσοφία αλλά στη θεολογική σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της
Εκκλησίας, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να εκφράσουν το τριαδικό δόγμα,
οδηγήθηκαν στην εισαγωγή και νοηματοδότηση αυτού του όρου με ειδικό θεολογικό
και οντολογικό περιεχόμενο. Για τους Καππαδόκες, ύστερα από την ταύτιση του
όρου «υπόστασις» με τον όρο «πρόσωπον», η έννοια του προσώπου φανερώνει μια
μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη ύπαρξη. Δεν σημαίνει πλέον μια σκιά, ένα
επίθεμα του όντος, ένα ρόλο ή μία μεταβατική φάση, αλλά έναν τρόπο υπάρξεως. Το ζήτημα που θέτουν,
έστω και με διαφορετικό τρόπο, τόσο ο Ιωάννης Ζηζιούλας όσο και ο Χρήστος
Γιανναράς, είναι εάν η θεολογική έννοια του προσώπου, αποκαλύπτει κάτι για την
έσχατη αλήθεια του ανθρώπινου προσώπου. Είναι δυνατό να μεταφέρουμε τη
θεολογική σημασία του προσώπου από το επίπεδο της τριαδικής θεολογίας στο
επίπεδο της ανθρωπολογίας; Το ζήτημα αυτό αποτελεί μία εξαιρετικά δημιουργική
αναζήτηση της θεολογίας του 20ού και του 21ου αιώνα. Οι Έλληνες Πατέρες μίλησαν
για τον άνθρωπο. Μίλησαν, όμως, με όρους της εποχής τους. Κατ’ αρχάς, η
πατερική θεολογία αξιοποίησε θεολογικά και ανθρωπολογικά τη βιβλική και
σαφέστατα εσχατολογική σημασία του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Η θεολογική
και ανθρωπολογική ανάλυση του στοιχείου αυτού έγινε με άλλους όρους στην
περίοδο της πατερικής θεολογίας, χρησιμοποιώντας την έννοια της υιοθεσίας, της
καινής κτίσεως ή της εν Χριστώ ζωής και άλλοτε της θεώσεως μέσα από μία μάλλον
στωική ορολογία περί παθών και αρετών της ψυχής και του σώματος. Η θεολογία του
21ου αι. οφείλει να διευρύνει περαιτέρω τη θεολογική επεξεργασία και αξιοποίηση
της σημασίας του προσώπου στο επίπεδο της ανθρωπολογίας και να φωτίσει το
ανθρώπινο πρόσωπο κυρίως εσχατολογικά.
Συνεπώς, μία δημιουργική ανθρωπολογική σπουδή του
προσώπου οφείλει να έχει ως αφετηρία εκτός από τη βιβλική βάση του «κατ’ εικόνα
και καθ’ ομοίωσιν», την πατερική διδασκαλία περί ψυχής, παθών και αρετών,
ασκήσεως, λειτουργικής ζωής, μυστηριακής χάριτος και συνεργίας του ανθρώπου στο
έργο της σωτηρίας. Πρόκειται για τα κλασικά και επαναλαμβανόμενα ερμηνευτικά
σχήματα της πατερικής θεολογίας, τα οποία και αυτά ελάμβαναν υπόψη την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα και φιλοσοφία. Για παράδειγμα είναι αδιανόητη η περί
παθών και αρετών νηπτική άσκηση δίχως να λαμβάνει κανείς υπόψη την πλατωνική
και στωική ανθρωπολογία και γενικότερα την ψυχολογία της ευρύτερης φιλοσοφικής παράδοσης
στον ελληνιστικό κόσμο. Ωστόσο, το νόημα της χριστιανικής άσκησης και ζωής δεν
έγκειται στην υπέρβαση της σωματικής και υλικής φύσης του ανθρώπου, αλλά στη
μεταμόρφωση των παθών, στην υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, στη φανέρωση
της καινής εν Χριστώ κτίσεως, στην ελεύθερη και αγαπητική επιτέλεση των εντολών,
στο ασκητικό κατόρθωμα της αγάπης, στην εσχατολογική θεώρηση του ανθρώπου ως
ψυχοσωματικής ενότητας. Ο εν Χριστώ καινός άνθρωπος καλείται να αγαπήσει
ελεύθερα τον συνάνθρωπό του. Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την άσκηση, τη
νηστεία, τη λειτουργική και μυστηριακή ζωή, τη φιλανθρωπία, την αλληλεγγύη, την
κοινωνική δικαιοσύνη, το μυστήριο του αδελφού, όπως λέγει ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, δεν εδράζεται απλώς σε μία εντολή ή σε ένα σύστημα κανονιστικής ηθικής. Για
όλα αυτά μοναδικό κίνητρο είναι η εν Χριστώ αγάπη και ελευθερία ως πλήρωμα του
προσώπου, όπως αποκαλύφθηκε με την ενσάρκωση του Θεού «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ»
(Β Κορ. 4,6). Όπως ο Θεός κινείται από αγάπη στην ιστορία της σωτηρίας, διότι
είναι ο μανικός εραστής του ανθρώπου, έτσι και ο άνθρωπος εσωτερικεύει τη ζωή
του προσώπου και την εκφράζει ως ελευθερία και αγάπη. Η ένσταση ή επιφύλαξη ως
προς την ανθρωπολογία του προσώπου θεωρεί ότι η πατερική θεολογία δεν
χρειάζεται καμία προσαρμογή και επικαιροποίηση. Αντίθετα, η εποχή μας πρέπει να
συντονιστεί με την εποχή των Πατέρων, για να τους καταλάβει ορθώς και να τους
ακολουθήσει επακριβώς. Εφόσον οι Πατέρες δεν ανέπτυξαν expressis verbis μία ανθρωπολογία του προσώπου, η
σύγχρονη θεολογία δεν νομιμοποιείται να το πράττει μεταφέροντας τους
προβληματισμούς και τα αδιέξοδα της δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας εντός της
Ορθόδοξης θεολογίας.
Υπάρχει, όμως, και η
αντίληψη σύμφωνα με την οποία η πατερική θεολογία συντάχθηκε κατά γράμμα από «θεούμενους» ή «θεωθέντες». Σε μία
τέτοια θεώρηση και ερμηνεία της πατερικής σκέψης, υπάρχει ο κίνδυνος να
οδηγηθούμε στον πλήρη φονταμενταλισμό του γράμματος. Οι θεούμενοι δεν κάνουν
λάθος, οι λόγοι τους ισχύουν σε κάθε εποχή, σε κάθε κλίμα, σε κάθε πολιτισμό,
σε κάθε γλώσσα. Έρχονται, λοιπόν, νεότεροι θεολόγοι, οι οποίοι κάνουν λόγο για
τη συνάφεια της πατερικής θεολογίας με το κοσμοείδωλο, τη γλώσσα και τον
πολιτισμό της εποχής τους. Η πατερική θεολογία απάντησε στα προβλήματα της
δικής της εποχής. Το ερώτημα, όμως, είναι πώς θα απαντούσε με τα κριτήρια και
τις θεολογικές προϋποθέσεις της στα σύγχρονα προβλήματα! Συνεπώς, είναι ανάγκη
όλα αυτά να τα θέσουμε κριτικά και ερμηνευτικά εκ νέου στο πλαίσιο της
αδιάκοπης συνέχειας και διαχρονικής επικαιρότητας της πατερικής σκέψης.
Θεολογία του προσώπου και «νεοπατερική σύνθεση»
Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ πρότεινε
ως γνωστόν ένα πρόγραμμα δημιουργικής επανασύνδεσης με την παράδοση των Ελλήνων
Πατέρων της Εκκλησίας, το οποίο ονόμασε «νεοπατερική σύνθεση». Δήλωσε μάλιστα
ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε αλλά να ερμηνεύσουμε και να αξιοποιήσουμε σωστά
τους Πατέρες στην εποχή μας. Σύμφωνα με τον Φλωρόφσκυ, οι Πατέρες
χρησιμοποιώντας τον Ελληνισμό, ήρθαν σε ένα πολιτισμικό διάλογο με την εποχή
τους, και αυτό αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα εργασίας για εμάς σήμερα. Στην
ίδια γραμμή, οφείλουμε να παραμείνουμε πιστοί όχι απλώς και μόνο στο γράμμα των
Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά κυρίως και κατεξοχήν στο φρόνημα και στο
ήθος της πατερικής θεολογίας. Ο Φλωρόφσκυ χρησιμοποίησε πολλές φορές στα
κείμενά του τη λέξη «ήθος», θεωρώντας ότι είναι ανάγκη να αποκτήσουμε όχι το
γράμμα αλλά το φρόνημα της πατερικής θεολογίας. Οφείλουμε να προχωρήσουμε
μπροστά με τους Πατέρες και να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα της νεοπατερικής
σύνθεσης, δηλαδή μιας δυναμικής ερμηνείας των Πατέρων στην εποχή μας. Τι θα
έλεγαν οι Πατέρες απέναντι στα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, αν ζούσαν σήμερα;
Πρόκειται για μία πρόταση επικαιροποίησης και δυναμικής επανερμηνείας της
πατερικής κληρονομιάς στην εποχή μας. Η νεοπατερική σύνθεση είναι κατ’ ουσίαν η
κληρονομιά και η αποστολή της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας. Μέσα σε αυτό το
ερμηνευτικό πλαίσιο, θεωρούμε ότι υπάρχει ευρύς και δημιουργικός χώρος για τη
θεολογία του προσώπου στο ανθρωπολογικό επίπεδο. Το επιχείρημα, επειδή οι
Πατέρες δεν ασχολήθηκαν με την ανθρωπολογία του προσώπου, απαγορεύεται να
ασχοληθούμε εμείς, απλώς δεν ευσταθεί. Αν ίσχυε μια τέτοια απαγόρευση, η
θεολογία θα έπρεπε να είχε σταματήσει τουλάχιστον στην Καινή Διαθήκη. Κανείς
δεν θα έπρεπε να σχολιάσει, να αναπτύξει, να προσθέσει κάτι επιπλέον στα
βιβλικά κείμενα, τα οποία έχουν ούτως ή άλλως διαχρονικά την έμπνευση του Αγίου
Πνεύματος. Θα αρκούσε και μόνη η πιστή επανάληψή τους. Αυτό, όμως, δεν εξηγεί
γιατί οι θεόπνευστοι Πατέρες της Εκκλησίας με εργώδη προσπάθεια επιχείρησαν να συνομιλήσουν,
να εκφράσουν, να συγγράψουν, να εξηγήσουν, να σαρκώσουν την πίστη, τη λατρεία
και τη ζωή της Εκκλησίας, συνομιλώντας γόνιμα με την περιρρέουσα φιλοσοφία και
με τον πολιτισμό της εποχής τους.
Η πατερική θεολογία, λοιπόν, δεν αποτελεί απλώς στατική
επανάληψη, εφόσον υπήρξε πάντοτε μία διαρκής επικαιροποίηση, ένας διαρκής
εμπολιτισμός του Ευαγγελίου σε κάθε ιδιαίτερη εποχή. Αυτό ακριβώς επιχειρεί να
είναι και η «νεοπατερική σύνθεση». μία ζωντανή θεολογία που
ερμηνεύει αυθεντικά την πίστη σήμερα, χρησιμοποιώντας τη σύγχρονη γλώσσα και τη
σύγχρονη θεολογική και φιλοσοφική ορολογία, τα σύγχρονα πνευματικά ρεύματα,
προσλαμβάνοντας και μεταμορφώνοντας ποικίλα στοιχεία από τον πολιτισμό και την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τον τρόπο αυτό της πρόσληψης και μεταμόρφωσης διενεργούσε
πάντοτε η Εκκλησία και σε πάρα πολλά επίπεδα. Με τον τρόπο αυτό προσέλαβε τις
διάφορες γλώσσες και τις μορφές της τέχνης και του πολιτισμού. Τα πάντα στη ζωή
της Εκκλησίας εντάσσονται στην προοπτική της πρόσληψης και μεταμόρφωσης. Τούτο
απορρέει από τη θεολογία της ενανθρώπησης. Δεν είναι δυνατό, όμως, κάθε τι που
είναι δυτικό, να είναι και απορριπτέο. Ο περσοναλισμός, ασφαλώς έχει πολλά
στοιχεία της δυτικής χριστιανικής παράδοσης, αλλά αποτελεί και μία γλώσσα και
μία φιλοσοφία της εποχής μας. Ο Χριστιανισμός, άλλωστε, διαμόρφωσε μια ολόκληρη
παράδοση στη δυτική Ευρώπη, αντλώντας από τις ίδιες πηγές με τον Χριστιανισμό
της Ανατολής. Όταν, λοιπόν, η Ορθόδοξη θεολογία επιχειρεί να συνομιλήσει με τον
σύγχρονο άνθρωπο σε κάθε επίπεδο, από την εκπαίδευση μέχρι την τέχνη, τη
λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, την
τεχνολογία, τη βιοηθική, την τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ., τότε χρειάζεται να
προβάλλει την αλήθεια του προσώπου. Και τούτο, όχι διότι είναι απλώς μία αξία
του σύγχρονου πολιτισμού, την οποία δανειζόμαστε από τη σύγχρονη φιλοσοφία. Πολλώ
δε μάλλον, όταν αυτό που αναδείχθηκε ως μεγάλη αξία του σύγχρονου πολιτισμού,
ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο ή προσωπικότητα, αποτελεί εν τέλει μία κληρονομιά
της ελληνικής πατερικής σκέψης. Ο άνθρωπος είναι μοναδικός, ανόμοιος και
ανεπανάληπτος, και ως τέτοιος έχει απόλυτη αξία. Δεν είναι μία οποιαδήποτε
βιολογική ύπαρξη η οποία απλώς υφίσταται σε αυτόν τον αυθύπαρκτο και αενάως
ανακυκλούμενο κόσμο. Γιατί ο άνθρωπος έχει αξία; Γιατί είναι μοναδικός; Γιατί
είναι ανεπανάληπτος; Και μάλιστα σε μια εποχή όπου η σύγχρονη βιοτεχνολογία για
ποικίλους χρησιμοθηρικούς λόγους επιχειρεί να δημιουργήσει αντίγραφα του
ανθρώπου ή η ψηφιακή επανάσταση της εποχής μας διαμορφώνει ποικίλες εφαρμογές τεχνητής
νοημοσύνης. Και ενώ φαίνεται ότι μια νέα μετά-ανθρώπινη συνθήκη και μια νέα
ψηφιακή εποχή ήδη χαράζει, η ανθρωπολογική συζήτηση και τα ποικίλα διλήμματα
της βιοηθικής και της βιοτεχνολογίας επιζητούν πλέον εναγώνιες απαντήσεις.
Η
θεολογία έχει χρέος να εκφράσει από τη δική της σκοπιά το οντολογικό και αξιακό
περιεχόμενο του ανθρώπου, να φανερώσει τι αληθεύει και τι είναι ψευδεπίγραφο
για τον άνθρωπο και τη ζωή του. Να εκφράσει το νόημα για τον σκοπό και τον
προορισμό του ανθρώπου, ο οποίος δεν αποτελεί απλώς ένα έμβιο ον ή ένα ανώτερο
θηλαστικό, αλλά συνιστά και έχει προοπτική να γίνει «ζώον θεούμενον». Να
φανερώσει πώς γίνεται αυτό στην Εκκλησία και πώς τοποθετείται και διαλέγεται η
Εκκλησία με τον κόσμο και τον σύγχρονο πολιτισμό;
Το πρόσωπο και η αναζήτηση νέου θεολογικού παραδείγματος στον 21ο αιώνα
Στην εποχή μας ο άνθρωπος
βρίσκει άλλους τρόπους και πάντοτε αναζητά αυτό που του λείπει έστω και
λανθασμένα, κυρίως, όταν τον εγκαταλείπουν οι μεγάλες αφηγήσεις, οι οποίες
κλείνονται στην εποχή και στον δικό τους εσωτερικό και αυτοερμηνευόμενο κόσμο.
Ο νεωτερικός άνθρωπος στράφηκε στη λογοτεχνία, στην ψυχολογία, στον
κινηματογράφο, στη διασκέδαση, στην τεχνολογία, στο κυνήγι της ευτυχίας και της
αέναης ευφορίας, οπουδήποτε μπορεί να αντλήσει χαρά, ικανοποίηση, νόημα ή
προοπτική. Στους κόλπους της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας, παράλληλα προς τη θεολογία του προσώπου ή και
συμπληρωματικά προς αυτήν, αναπτύσσεται και το ρεύμα μιας σύγχρονης προφητικής θεολογίας, η οποία επιστρέφει
δημιουργικά στις βιβλικές και πατερικές ρίζες. Παρά το γεγονός ότι το νέο αυτό
ρεύμα είναι υπό διαμόρφωση, είναι φανερό ότι αναπτύσσει σαφείς κοινωνικές,
πολιτικές και οικονομικές εμφάσεις και ποιμαντικές προτεραιότητες και διαλέγεται
γόνιμα με τα ευρύτερα ρεύματα και με τις σύγχρονες εκφράσεις της χριστιανικής
θεολογίας διεθνώς. Τα ενδιαφέροντα και οι ανανεωτικές τάσεις αυτού του νέου
ρεύματος φαίνεται να δίνουν βαρύτητα κυρίως στη ριζοσπαστική θεολογική μαρτυρία
της Εκκλησίας στον σύγχρονο και ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο και απηχούν την
τολμηρή κριτική που άσκησαν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης στον εφησυχασμό
και στην έλλειψη διορατικότητας έναντι των επερχόμενων δεινών της ιστορίας.
Κατά τη γνώμη μας, η προφητική αυτή θεολογία χρειάζεται να αναπτυχθεί περαιτέρω
σε βάθος και να φανερώσει τις κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του ανθρώπου
ως δρώντος προσώπου, επεκτείνοντας το ευχαριστιακό ήθος της Εκκλησίας στις
δομές και στις εκφράσεις του σύγχρονου κόσμου.
Ο άνθρωπος επ’ ουδενί δεν προσεύχεται ενώπιον μίας
απρόσωπης ουσίας αλλά ενώπιον ενός προσωπικού Θεού. Όταν απευθυνόμαστε στον
Θεό, σύμφωνα με την Κυριακή προσευχή, τον ονομάζουμε «Πατέρα μας», που σημαίνει
ότι εισερχόμαστε σε μία προσωπική σχέση. Μάλιστα η σχέση αυτή διέρχεται εν
Χριστώ και σημαίνει έμπρακτη και θυσιαστική αγάπη. Όλα αυτά είναι στοιχεία
προσωπικών σχέσεων μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Η δική μας προσευχή είναι η
προσωπική απάντησή μας στον τριαδικό Θεό. Μάλιστα το πρόσωπο βιώνεται μέσα στην
ιστορία ως μια πραγματικότητα που θα συντελεστεί πλήρως στα έσχατα της
Βασιλείας. Το κτιστό πρόσωπο του ανθρώπου εμπεριέχει ένα είδος εικονικής οντολογίας, κινείται προς την
ομοίωση με τον Θεό. Η εικόνα θα δώσει τη θέση της στο αρχέτυπο, όταν έλθει εν
δόξει η Βασιλεία του Θεού. Μπορούμε να ονομάσουμε τον άνθρωπο εικόνα του Θεού, πρόσωπο ή πλάσμα ή δούλο, αλλά, όπως τονίζουν οι Πατέρες,
δεν χρειάζεται να ερίζουμε για τις λέξεις, αλλά για τη σημασία και το νόημα των
πραγμάτων. «οὐδέ γάρ περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχοῦντες ἀσχημονήσομεν».
Το διακύβευμα στην περίπτωση αυτή είναι η ίδια η σωτηρία του ανθρώπου και του
κόσμου. Συνεπώς, για λόγους καθαρά σωτηριολογικούς οι Πατέρες, για να δηλώσουν
την κρίσιμη και αποφασιστική σημασία της πίστης και των δογμάτων της Εκκλησίας,
προσλαμβάνουν τη γλώσσα, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τους όρους της,
αποδίδοντας συνάμα και τη δέουσα σημασία και το νέο εν Χριστώ περιεχόμενό τους.
Στις μέρες μας, προκειμένου να δηλώσουμε το μήνυμα της
πίστης, χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε σύγχρονη ορολογία. Το πρόβλημα δεν
είναι, αν η ορολογία αυτή είναι δυτική ή ανατολική και ούτω καθεξής. Η θεολογία
οφείλει να είναι οικουμενική. Έχουμε ιδρύσει θεολογικές σχολές, των οποίων τα
γνωστικά αντικείμενα, οι κλάδοι και οι τομείς ακολουθούν την επιστημονική
κατάταξη, την ονομασία και τη δομή των γνωστικών αντικειμένων όπως στη
χριστιανική Δύση. Η θεολογία οφείλει να προσλαμβάνει τη γλώσσα της εποχής και του
περιβάλλοντος και να διαλέγεται με τα δεδομένα του πολιτισμού και της σύγχρονης
επιστημολογίας ώστε να ερμηνεύει και να επικαιροποιεί το ζωντανό περιεχόμενο
της εκκλησιαστικής πίστης. Η σύγχρονη επιστημονική θεολογία οφείλει να γνωρίζει
και να διαλέγεται με τα πορίσματα των επιστημών που σχετίζονται με την έρευνα
της κοσμολογίας, των ανθρωπολογικών δεδομένων, της τέχνης, της κοινωνικής
πραγματικότητας, της πολιτικής, των ιδεολογιών κ.λπ. Συζητούμε, λοιπόν, εάν θα
χρησιμοποιούμε την έννοια του προσώπου, εάν αυτό συνιστά μία θεολογία
περσοναλιστικής υφής κ.λπ. Στο ίδιο πλαίσιο είναι δυνατό να διαπιστώσουμε
επιστημολογικά τις αυγουστίνειες ρίζες του δυτικού περσοναλισμού και να
διευκρινίσουμε τις διαφορές του σε σχέση με το θεολογικό περιεχόμενο του προσώπου
στη σκέψη των Ελλήνων Πατέρων. Η επιστημονική διερεύνηση και των δύο αυτών
σχολών σκέψης μπορεί να εμπλουτίσει τη σύγχρονη θεολογική ανθρωπολογία.
Πρόκειται ασφαλώς για μια δύσκολη και ακανθώδη συζήτηση. Ωστόσο, είναι
σημαντικό να διαμορφώσουμε στην εποχή μας ανοικτούς θεολογικούς διαύλους μεταξύ
Ανατολής και Δύσης. Η κύρια έγνοια μας χρειάζεται να φέρει σε γόνιμη συνάντηση
τις δύο αυτές παραδόσεις πέρα από τη σκόνη, την απομόνωση και την πολεμική της
ιστορίας.
Επιχείρησα
να παρουσιάσω τη σύγχρονη συζήτηση που διεξάγεται γύρω από το πρόσωπο στην Ορθόδοξη
θεολογία. Οι μεν παραδοσιακοί λένε ότι δεν κάνουμε λόγο για οντολογία ή για
θεολογία του προσώπου, διότι οι Πατέρες ασχολήθηκαν με το πρόσωπο μόνο σε σχέση
και αναφορά με την Αγία Τριάδα. Το εγχείρημα να μεταφερθεί η έννοια του
προσώπου στο επίπεδο της ανθρωπολογίας είναι επισφαλές και αρκούν όσα είπαν
κάποτε οι Πατέρες για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη φύση. Οι δε
προσωποκεντρικοί θεολόγοι εκλαμβάνουν όλη αυτή την άρνηση ως εμμονή στο γράμμα
της πατερικής διδασκαλίας, διότι κατά τη γνώμη τους η πατερική σκέψη και
ορολογία δεν χρειάζεται απλώς να την μεταφράσουμε, αλλά να την ερμηνεύσουμε
δυναμικά και εμπνευσμένα, δηλαδή να την επικαιροποιήσουμε για τον σημερινό
άνθρωπο. Η εν λόγω συζήτηση έχει πολλές λεπτομέρειες, επιμέρους πτυχές και
ποιοτικές διαστάσεις. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει θετικά και αρνητικά στοιχεία
και στις δύο προσεγγίσεις. Η προσωπική μου στάση τείνει προς την πλευρά που
επιχειρεί την επικαιροποίηση της θεολογίας, ακόμη και αν γίνονται και ορισμένα
λάθη ορολογίας στην προσπάθεια αυτή. Εν τέλει, η ερμηνεία και η επικαιροποίηση
της θεολογίας δεν αποτελεί διατύπωση δόγματος, ώστε να απαιτεί απόλυτη
ακρίβεια. Αν η Εκκλησία δογματίσει κάποτε περί ανθρώπου συνοδικά, τότε
οφείλουμε να είμαστε ακριβείς και προσεκτικοί στην εκφορά του δόγματος. Επί του
παρόντος, πρόκειται απλώς για μία ανοικτή θεολογική συζήτηση.
Μεθερμηνεία και εμπολιτισμός της θεολογίας
Η συζήτηση αυτή είναι πολύ χρήσιμη σε κάθε πτυχή της
σύγχρονης πραγματικότητας και ζωής, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση και στον
πολιτισμό ως μεθερμηνεία και εκλαΐκευση της θεολογίας. Η πεμπτουσία της Ορθόδοξης
θεολογικής παράδοσης έχει σπουδαίες εφαρμογές για τον άνθρωπο, τον κόσμο και
τον πολιτισμό. Επιβάλλεται, λοιπόν, να προσδώσουμε ιδιαίτερη αξία και
νοηματοδότηση στη ζωή του ανθρώπου, όχι να περιοριστούμε σε μεσαιωνικές
διατυπώσεις και ανθρωπολογικές αντιλήψεις κλειστών οριζόντων. Εδώ έγκειται όλο
το ενδιαφέρον και η επικαιρότητα της θεολογίας στην εποχή μας. Δεν υποστηρίζω
καθόλου ότι, μιλώντας απλώς μια άλλη γλώσσα, η θεολογία αυτομάτως θα
εκσυγχρονιστεί και θα λύσει όλα τα προβλήματα στη σχέση της με τον σύγχρονο
κόσμο. Αντίθετα, είναι πιθανό έως βέβαιο να αναδειχθούν εντονότερα οι
διαχωριστικές γραμμές μεταξύ κόσμου και Εκκλησίας, όπως τις παρουσιάζει το
Ευαγγέλιο. «Οἴδαμεν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν, καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»
(Α΄ Ιω. 5,6). Ο κόσμος, ενόσω διαρκεί η ιστορία, κινείται στα όρια της φθοράς,
της αμαρτίας και του θανάτου.
Η θεολογία οφείλει στην εποχή μας να ανοιχθεί και σε
άλλες μορφές έκφρασης. Δεν πρέπει να αποσυρθεί
από τον σύγχρονο πολιτισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του, να
περιοριστεί σε ένα είδος μουσειακής παράδοσης ή να θεωρείται ως απολιθωμένο
μνημείο και κατάλοιπο του παρελθόντος. Όσο διαδραματίζουμε κάποιο ρόλο στην
κοινωνία και στον πολιτισμό, ο λόγος της Εκκλησίας και της θεολογίας θα
ακούγεται και θα επιδρά. Όταν αυτό πάψει να υφίσταται, θα έχουμε πλήρως περιθωριοποιηθεί.
Χρειάζεται, λοιπόν, αλλαγή θεολογικής και εκκλησιαστικής νοοτροπίας. Κάνουμε
την αναφορά αυτή στη θεολογία του προσώπου, διότι θέλουμε να νοηματοδοτήσουμε
εκ νέου τη σχέση μεταξύ θεολογίας και σύγχρονου κόσμου, μεταξύ θεολογίας και
πολιτισμού, μεταξύ θεολογίας και καθημερινής ζωής. Θεολογία η οποία αποκόβεται
από τη ζωή, από την κοινωνία, από τον πολιτισμό, είναι πλέον αρχαιολογικό
έκθεμα για το μουσείο. Αυτού του είδους η θεολογία του αρχείου δεν αλληλεπιδρά
και παραμένει στο περιθώριο. Αν θέλουμε η θεολογία να έχει αντίκτυπο στην
ιστορία, στον πολιτισμό και στην κοινωνία των ανθρώπων, οφείλουμε να
αναγνωρίσουμε ότι η πατερική θεολογία δεν ζούσε σε μια γυάλα, αποφεύγοντας τον
διάλογο και την ώσμωση με την εποχή της. Η πιστότητα στην πατερική θεολογία
σημαίνει κριτικό διάλογο με τον κόσμο, σημαίνει πρόσληψη, ενσάρκωση και
μεταμόρφωση του κόσμου. Η εμπνευσμένη θεολογία είναι η ζωτική ανάσα που
νοηματοδοτεί τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Η θεολογία δεν είναι κενή
θεωρία ή ένας αφηρημένος τρόπος του σκέπτεσθαι, αλλά έχει κρίσιμες υπαρξιακές
επιπτώσεις στη ζωή του ανθρώπου και του κόσμου. Δεν είναι, λοιπόν, τεχνολογία
των εννοιών, των λέξεων, των λογικών σχημάτων. Είναι αυτό που λέει ο Παύλος:
«καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν
ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι» (Α΄
Κορ. 13,2). Ο Παύλος λέγοντας «κι αν έχω όλη τη γνώση και όλη την πίστη ώστε να
μετακινώ ακόμη και τα όρη», έχει υπόψη
του τον ευσεβή Εβραίο στην πιστότητα και αποκλειστικότητα του Νόμου. Γι’ αυτό
και σημειώνει, «ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄
Κορ. 13,1).
Στην
κατεύθυνση ενός εναλλακτικού πολιτιστικού παραδείγματος, η θεολογία του
προσώπου, όπως την εξέφρασαν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας κομίζει έναν
βαθύτερο λόγο για την ανθρώπινη ετερότητα που μπορεί να νοηματοδοτήσει και να
εμπνεύσει διαλεκτικά έναν σύγχρονο πολιτισμό, υπερβαίνοντας κάθε εγκόσμιο ή
μεταφυσικό ολοκληρωτισμό. Η έννοια του προσώπου και της ετερότητας, καθώς
αναπτύσσεται στη σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, αποτελεί μία
κατεξοχήν σχεσιακή και αναφορική πραγματικότητα που δεν οχυρώνεται στο ίδιον
και στην απόρριψη του διαφορετικού, αλλά αντλεί το νόημα και το είναι ακριβώς
από την κοινωνία και σχέση ως κενωτικό άνοιγμα αγάπης και ελευθερίας προς τον
Άλλον. Η ετερότητα δεν είναι μια ατομική διεκδίκηση, η οποία θεμελιώνεται στον
φόβο του άλλου ή στην προστασία από τον άλλο, μια μειοψηφική έκφραση και
διαφορά που επιζητεί την ανεκτικότητα της πλειοψηφίας. Αντίθετα, είναι η
αποδοχή του άλλου και η αναίρεση της διαίρεσης μέσα από ένα πλέγμα
διαπροσωπικών σχέσεων. Πρόκειται, κατά βάση, για μια γόνιμη και εμπνευσμένη
συνάντηση του ελληνικού και του βιβλικού ιδεώδους, για την αμοιβαία σύνθεση του
οντολογικού ερωτήματος με την προσωπική φανέρωση του Αλλότριου μέσα στην κτίση
και την ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.