Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Η ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑΣ.

 


Σεβασμιωτάτου Μτροπολιτου Μεσσηνίας κ. Χρυοατόμου ''Ἡ συνοδική αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ μετάβαση ἀπό τήν τοπική στήν οἰκουμενική ἔκφραση τῆς συνοδικότητας.΄', απο το βιβλίο του Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας έκφρασις της συνοδικής αυτοσυνειδησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία στηριζόμενη στήν μακραίωνη ἐκκλησιολογική παράδοση καί στή λειτουργική ἐμπειρία της, παρέμεινε πιστή στήν ἐφαρμογή τῆς συνοδικότητας, γι’ αὐτό καί δέν ἔπαυσε ποτέ νά ἐκφράζει τή συνοδική της αὐτοσυνειδησία. Στή βάση αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας, ἡ σχέση Ἐκκλησίας καί συνόδου κατενοεῖτο πάντοτε ὡς μία σχέση «πράγματος ταυτότητος», γι’ αὐτό καί ἡ σύνοδος κατέστη τό μοναδικό μέσο ἀλάθητης ἔκφρασης, διατύπωσης καί ἑρμηνείας τῆς πίστης καί συγχρόνως ὁ κατεξοχήν τρόπος διαφύλαξης καί ἐπιβεβαίωσης τῆς ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦ ἡ ἑνότητα δέν εἶναι μία ἀθροιστικοῦ τύπου σύνδεση ἀλλά ἕνα γεγονός ἐκκλησιολογικό, μέ τό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ καθολικότητα τῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀποστολικότητα αὐτῆς τῆς πίστης.

Ἡ συνοδική αὐτή αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, διέπει ὅλες τίς ἐκφράσεις καί λειτουργίες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, σέ ἀναφορά πάντοτε πρός τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέσα ἀπό αὐτή τή συνοδική λειτουργία ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά θέτει ὅρια ὡς πρός τήν κανονικότητα, νά ἀνακηρύσσει καί νά χαρακτηρίζει θέσεις ἤ ἀπόψεις ὡς αἱρετικές ἔναντι τῆς ὀρθοδοξίας.

Πρός ἐπίτευξη τῶν ἐπιδιωκόμενων αὐτῶν στόχων καί σκοπῶν, ἡ Ἐκκλησία, ὅποτε ἔκρινε ὅτι ἦταν ἀναγκαῖο, δέν δίσταζε νά δημιουργεῖ καί νέες μορφές συνοδικῶν λειτουργιῶν μέ σκοπό τήν ἐπίλυση ἀνάλογων τοπικῶν ἤ καθολικῶν ζητημάτων θεολογικῆς, ἐκκλησιολογικῆς ἤ κανονικῆς φύσεως.

Στήν πορεία τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἐντούτοις ὑπάρχει καί μία ἀναλογικότητα, ὡς ἄρρηκτη συζυγία, μεταξύ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καί τῆς ἐδαφικῆς περιγραφῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν, σέ τοπική, περιφερειακή καί οἰκουμενική προοπτική, ὡς αὐθεντική προσαρμογή τοῦ συνοδικοῦ συστήματος στά διαδοχικά σχήματα διοικητικῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἀπό τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, μέχρι τήν εἰσαγωγή τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση μέ τήν A΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.), καί τοῦ Πατριαρχικοῦ συστήματος ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.) κ. ἑξ.

Ἐπιπλέον εἶναι γνωστόν, ὅτι, ἡ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὡς «σώματος Χριστοῦ», «ὅ ἐστίν ἡ Ἐκκλησία»[1], ἐκφραζόταν πάντοτε μέ κέντρο τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί κατ’ ἐξοχήν μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Ἡ προστασία τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, πίστεως καί τάξεως στήν Ἐκκλησία, εἶχε πάντοτε ὡς ἀπόλυτο καί ἀμετάθετο κριτήριο, τήν αὐθεντική συνέχεια τῆς βεβαίας Εὐχαριστίας σέ ὅλες τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες, οἱ τελετουργοί καί ἐγγυητές τῆς ὁποίας ἦταν, κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο, οἱ κανονικοί διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων στήν ἀποστολική λειτουργία τῆς ἐπισκοπῆς, γι’ αὐτό καί «σύμφωνος ἡ γνώμη τῇ Εὐχαριστίᾳ, ἡ δέ Εὐχαριστία βεβαιοῖ τήν γνώμην»[2].

Ἡ ἐγγύηση, λοιπόν, τῆς βεβαιότητας τῆς γνήσιας καί κανονικῆς Θείας Εὐχαριστίας, τελουμένης σέ ὅλες τίς ἀνά τήν οἰκουμένη τοπικές Ἐκκλησίες, ἀποτελεῖ αὐτή καθ’ αὐτήν τήν πλήρη ἀπόδειξη τῆς ἀρραγοῦς ἑνότητάς τους, στήν κοινωνία τῆς πίστεως καί στό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης, γεγονότα τά ὁποῖα ἐκφράζονταν τελικά καί μέσω τῆς συνοδικῆς διαδικασίας, γι’ αὐτό καί ἡ συνοδική λειτουργία, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό αὐτήν τήν κοινή πνευματική ἐμπειρία τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὅλων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, ἀναφέρεται σέ αὐτή καί βεβαιώνει τήν ἑνότητα τῆς κοινῆς ἐμπειρίας τους στήν ὅλη μυστηριακή ζωή τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, «ἥτις ἐστί σῶμα Χριστοῦ»[3].

Συνεπῶς, «αὐτὸ τὸ ἓν σῶμα πολλά ἐστι, κακεῖνα τὰ πολλὰ μέλη τουτό ἐστι, τὸ ἓν. Εἰ τοίνυν ἓν ἐστί τὰ πολλά, καὶ τὸ ἓν πολλά, ποῦ ἡ διαφορά; ποῦ τὸ ὑπερέχον, ποῦ τὸ ἔλαττον;… Οὐδὲν γὰρ αὐτῶν καθ’ ἑαυτὸ σῶμα δύναται ποιεῖν, ἀλλ’ ὁμοίως ἕκαστον λείπεται εἰς τὸ ποιεῖν σῶμα, καὶ δεῖ τῆς Συνόδου,… πάντα γὰρ ἰσάζει ἐν τούτῳ, ἐπειδὴ καὶ πάντα ἓν ἐστὶ σῶμα… Οὕτω καὶ τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα, ὅπερ ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία, καθάπερ γὰρ καὶ σῶμα καὶ Κεφαλὴ εἳς ἐστίν ἄνθρωπος, οὕτω τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν Χριστὸν ἓν ἔφησεν (=Ἀπόστολος Παῦλος) εἶναι, διὸ καὶ τὸν Χριστὸν ἀντὶ τῆς Ἐκκλησίας τέθεικε, τὸ σῶμα αὐτοῦ οὕτως ὀνομάζων…»[4].

Τίθενται, ὃμως, κάποια βασικά ἐρωτήματα ὡς πρός τή διαμόρφωση καί ἐξέλιξη τῆς συνοδικότητας καί τοῦ τρόπου ἔκφρασής της, τά ὁποῖα θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε. Πῶς ἔφθασε ἡ Ἐκκλησία σέ αὐτό πού ἔγινε γνωστό στήν ἱστορία μέ τήν ὀνομασία «σύνοδος» (Τοπική ἤ Οἰκουμενική). Δηλαδή· ποιοί ἦταν οἱ παράγοντες πού ὁδήγησαν στήν ἐμφάνιση τῶν ποικίλων συνοδικῶν μορφῶν καί στή μετάβαση ἀπό τή μία συνοδική μορφή σέ μία ἄλλη; Καί ἐπίσης: Πῶς συνδέονται αὐτές οἱ μορφές συνοδικότητας μέ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, στή βάση τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας;

Ἡ βάση γιά τήν ἀπάντηση τοῦ πρώτου ἐρωτήματος φαίνεται ὅτι ἀποτελεῖ ἔκφραση μιᾶς ἰδιότυπης μορφῆς συνοδικότητας στίς διάφορες τοπικές κοινότητες, στό πλαίσιο πάντοτε τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης, χωρίς κάποιο εἰδικό πλαίσιο καί μέ σκοπό τήν ἐπίλυση ἐπειγόντων προβλημάτων, ὅπως ἡ θεραπεία τῶν σχισμάτων (A΄ Κορινθ. κεφ. 11-14), ἡ καταδίκη τῆς ἀνηθικότητας (6 καί 10-11) ἤ ἡ δικαστική διαδικασία (5).

Στό πλαίσιο αὐτῶν τῶν τοπικῶν συνάξεων θά πρέπει νά τοποθετήσουμε καί τή λεγόμενη «Ἀποστολική Σύνοδο» τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ δομή καί ἡ σημασία τῆς ὁποίας δέν πέρασε ἀπαρατήρητη ἀπό τίς μεταγενέστερες γενεές, ἀφοῦ ἡ σύνθεσή της καί ὁ τρόπος λειτουργίας της, ἔθεσε τίς βάσεις τόσο ὡς πρός τή δομή της, Ἀπόστολοι–πρεσβύτεροι καί «πλῆθος», ἀφοῦ τό «ἡμῖν» ἐμπεριέχει τούς Ἀποστόλους, τούς πρεσβυτέρους καί ὅλη τήν Ἐκκλησία[5], ὅσο καί γιά τήν θεολογική θεμελίωση τῶν ἀποφάσεών της, «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν».

Τά κεφάλαια 5 τῆς A΄ πρός Κορινθίους καί 15 τῶν Πράξεων μοιάζουν νά προεκτείνουν τήν ἀπήχησή τους πλήρως στήν ἀποστολική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὑπό τό φῶς αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ καί ἡ ἔκφραση τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας περί «συνεδρίου τῶν ἀποστόλων»[6], «συνεδρίου Θεοῦ»[7] ἤ «συνεδρίου τοῦ ἐπισκόπου»[8]. Ὁ ὅρος «συνέδριο» θά μποροῦσε νά ἀποδόσει τό περιεχόμενο τοῦ ὅρου «σύνοδος», μέ τήν ἔννοια ἑνός συλλογικοῦ ὀργάνου μέ ἀποφασιστικό ρόλο γιά συγκεκριμένο λόγο καί σκοπό. Τέτοιο «συνέδριο» ἐπισκόπων ἤ πρεσβυτέρων, ὡς «συνοδοιπορία», ἔχουμε στή Μικρά Ἀσία περίπου τό 150 μ.Χ. γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ Μοντανισμοῦ.

Τόν τρόπο λειτουργίας καί τή δομή τοῦ «συνεδρίου τοῦ ἐπισκόπου», μᾶς περιγράφει λεπτομερέστερα ἡ Διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων (~230 μ.Χ.). Σκοπός τοῦ συγκεκριμένου συνεδρίου ἦταν νά ἀκούει καί νά ἐκφέρει κρίσεις σέ ὅλες τίς ὑποθέσεις διαφορῶν, οἱ ὁποῖες μπορεῖ νά διχάζουν τούς πιστούς της Ἐκκλησίας.

Διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων συμβουλεύει τόν ἐπίσκοπο νά συγκαλεῖ αὐτή τή σύνοδο τή δεύτερη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ἔτσι ὥστε, ἄν κατά τύχη κάποιος ἀμφισβητοῦσε τά λόγια τῶν ἀποφάσεών του, νά ἔχει χρόνο μέχρι τό Σάββατο νά ἐξετάσει τό θέμα καί νά μπορεῖ νά φέρει εἰρήνη ἀνάμεσα σέ αὐτούς πού ἔχουν διαφορές καί νά τούς συμφιλιώσει τήν Κυριακή (πρβλ. Διδασκαλία, 11). Τό κίνητρο γιά τή σύγκληση αὐτῶν τῶν συνόδων ἦταν νά ἀποφευχθεῖ ἡ προσαγωγή τῶν διαφωνιῶν τῶν πιστῶν «στά κριτήρια (δικαστικά βήματα) τῶν ἀπίστων», ἐνῶ ὁ ἀπώτερος σκοπός τους ἦταν νά συμφιλιώσουν ἐκείνους πού «βρίσκονταν σέ διαφορές», τόσο μεταξύ τους, ὅσο καί μέ τήν Ἐκκλησία κατά τήν εὐχαριστιακή συνάντηση τῆς Κυριακῆς.

Αὐτή ἡ μαρτυρία τῆς «Διδασκαλίας» ἀποκτᾶ τό πλῆρες νόημά της, ἐάν τοποθετηθεῖ καί στό πλαίσιο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων. Ὅπως εἶναι φανερό ἤδη στό Κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο (18, 18-20), ἡ συνέλευση τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας φαίνεται νά κατέχει τήν ἴδια δικαστική ἐξουσία πού συναντήσαμε στό κεφάλαιο 5 τῆς A΄ πρός Κορινθίους καί, ὅπως μποροῦμε νά συμπεράνουμε ἀπό τό χωρίο 5, 23-24 τοῦ ἴδιου εὐαγγελίου, ἀπαιτεῖται συμφιλίωση μεταξύ τῶν πιστῶν προτοῦ προσφερθοῦν τά δῶρα στόν Θεό, ἐνῶ ὅλα αὐτά μποροῦν νά κατανοηθοῦν μόνο ὡς μέρος ἑνός λειτουργικοῦ πλαισίου.

Ἐξαιτίας ὅμως νέων καταστάσεων καί θεολογικῶν προβλημάτων καί τῆς ἀνάγκης ἔκφρασης καί διατύπωσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς αὐθεντίας (ἀποστολική διαδοχή, περί τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς παραδόσεως), ὡς γεγονός ἔκφρασης τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ἑνότητας, πέραν πλέον τῶν τοπικῶν ὁρίων τῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων, πρός τό δεύτερο μισό τοῦ 2ου αἰώνα ἐμφανίζονται καί νέες συνοδικές δομές, οἱ ὁποῖες ἀναζητοῦν τρόπους ἔκφρασης τῶν ἀποφάσεών της μέ ἀντικειμενικούς καί μόνιμους τρόπους ἀλλά καί ὑπερτοπικῆς ἀποδοχῆς.

Διαμορφώνονται, λοιπόν, σύνοδοι μέ τή μορφή συναθροίσεων τῶν διαφόρων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀρχικῆς ἀνάπτυξης ἐπικοινωνίας καί διαλόγου μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς ἀποτέλεσμα δηλαδή μιᾶς ἀρχικῆς ἐπικοινωνίας καί διαλόγου μεταξύ τῶν ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν (πρβλ. ἀλληλογραφία, ἀνταλλαγή ἐπισκέψεων). Μέ τόν τρόπο αὐτό δημιουργοῦνται οἱ Ἐπαρχιακές Σύνοδοι, ὡς μία προέκταση τῆς τοπικῆς συνοδικότητας σέ μείζονες γεωγραφικές περιοχές, μέ ἀπόλυτη ἐπισκοποκεντρική δομή καί μέ παράλληλη ἀνάπτυξη μιᾶς θεολογίας τοῦ ἐπισκοπικοῦ θεσμοῦ στό πλαίσιο τῆς συνοδικότητας (βλ. Κυπριανός Καρθαγένης). Ὁ ἐπίσκοπος πλέον ὡς κεφαλή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἦταν καί ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας του στή σχέση της μέ τίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες στό πλαίσιο τῆς συνοδικότητας.

Οἱ σύνοδοι αὐτές ἀπό τό ἔτος 190 μ.Χ. ἕως καί τά μέσα τοῦ 3ου  αἰώνα, σύμφωνα μέ τά ὅσα μᾶς διασώζει ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας[9], κάλυπταν συνήθως τήν περιοχή μιᾶς «ἐπαρχίας» τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτο-κρατορίας. Ἡ προεδρία τῆς συνόδου συνήθως δινόταν στόν ἐπίσκοπο τῆς «πρωτευούσης πόλεως» ἤ στόν ἀρχαιότερο τῶν ἐπισκόπων, συμμετεῖχε μεγάλος ἀριθμός ἐπισκόπων, κατεβάλλετο προσπάθεια στή σύνοδο οἱ ἀποφάσεις νά ληφθοῦν «ἐν ὁμοφωνίᾳ» (consensus), χωρίς νά ἀποκλείεται καί τό «δικαίωμα τῆς πλειοψηφίας», ἐνῶ ἡ σύγκληση τῆς συνόδου συνδεόταν καί μέ τήν εὐχαριστηριακή κοινωνία. Ἡ παροῦσα συνοδική λειτουργία δέν κατάργησε βεβαίως τήν ἀνταλλαγή ἐπιστολῶν μεταξύ τῶν ἐπισκόπων, οὔτε καί τήν μεταξύ τους ἐπικοινωνία μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο προσφορότερο τρόπο καί μέσο.

Ἡ σύνοδος ἐπίσης, ὡς ἡ ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν ἐπισκόπων, θεμελιώνεται στήν ἰδέα ὅτι κάθε ἐπίσκοπος εἶναι διάδοχος ὅλων τῶν Ἀποστόλων καί κάθε ἐπισκοπικός θρόνος ἦταν ἡ «καθέδρα τοῦ Πέτρου» (Cathedra Petri). Μέ τόν τρόπο αὐτό κάθε ἐπίσκοπος ἔπρεπε νά ἐκφράζει τήν ἑνότητά του μέ τούς ἄλλους ἐπισκόπους, ὡς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί τήν ἑνότητά του μέ τήν συμμετοχή του σέ μία σύνοδο (corpus Episcoporum). Τό γεγονός αὐτό τῆς ἀποστολικότητας κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτέλεσε ἕνα βῆμα πρός τήν ἰδέα τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς συνόδου. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτήν τῆς οἰκουμενικότητας, ἐκφράζεται καί ἡ σχέση πρός τήν ἀποστολικότητα καί τήν καθολικότητα τῆς συνόδου καί χωρίς οἱ ἐπιμέρους τοπικές Ἐκκλησίες νά κατανοοῦνται ὡς ἀλληλοσυμπληρούμενα τμήματα.

Μέ τή λειτουργία τῆς συγκεκριμένης Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ἐλαχιστοποιεῖται ἡ σημασία τῆς «συνόδου τοῦ ἐπισκόπου» κάθε τοπικῆς ἐκκλησίας, χωρίς ὅμως νά ἑξαλείφεται[10]. Τήν ἀντικατάσταση αὐτή τῆς τοπικῆς ἀπό τήν Ἐπαρχιακή Σύνοδο, ἐπισημαίνει ὁ δ΄ κανόνας τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ὡς πρός τήν ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων. Στήν πράξη ἡ διαδικασία αὐτή ἐπικυρώθηκε μέ τή σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας, τοῦ ἔτους 341 μ.Χ., μέ τά «κατά πλειοψηφία» ἐκλογικά ἀποτελέσματα, καί μέ τόν ε΄ κανόνα τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά θέματα κρίσεων καί ἀπονομῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης. Δέν ἦταν ὅμως ἐκτός τοῦ σκοποῦ λειτουργίας τῆς συνόδου καί ἡ λήψη ἀποφάσεων σέ θέματα πίστεως, τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν σέ διαιρέσεις καί σχίσματα.

Μέ τή διαδικασία αὐτή, οἱ σύνοδοι ἔπαψαν πλέον νά εἶναι «ἔκτακτα» γεγονότα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί κατεστάθησαν μόνιμες ἐπαρχιακές συνελεύσεις, οἱ ὁποῖες συγκαλοῦντο δύο φορές τόν χρόνο.

Ἡ ἐπικράτηση τῆς ἰδέας, κατά τόν 4ο  αἰώνα, τῆς Ἐκκλησίας, ὡς «τό τῆς κοινῆς οἰκουμένης σῶμα»[11] καί ἡ ταύτισή Της μέ τή χριστιανική «Οἰκουμένη», ἀπετέλεσε τή βάση ὥστε ἀφ’ ἑνός μέν ἡ Καθολική Ἐκκλησία νά εἶναι ἕνα σῶμα σέ ὅλους τούς τόπους καί σέ κάθε τόπο, παρά τή φαινομενική γεωγραφική διάσπασή της στό πλαίσιο τῆς τοπικότητας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ συνδυασμός τῆς οἰκουμενικότητας πρός τήν ἀποστολικότητα τῆς συνόδου νά ὁδηγεῖ στήν κατανόηση τοῦ ἔργου της ὡς ἔργου πού ἐκφράζει τό ὅλον σῶμα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἡ «κατά τήν Οἰκουμένην» Ἐκκλησία[12].

Ἡ δημιουργηθεῖσα αὐτή ἀντίληψη ἐπιβεβαιώνεται ἤδη στό δεύτερο μισό τοῦ 3ου αἰώνα (σύνοδος Ἀντιοχείας τοῦ 268 μ.Χ.), ὅταν οἱ ἐπίσκοποι τῆς συνόδου ἀπευθύνονταν «…καί τοῖς κατά τήν οἰκουμένην πάσι συλλειτουργοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις…»[13].

Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ἡ θεώρηση τῆς παραπάνω ἀντίληψης στό πλαίσιο τῆς οἰκουμενικότητας καί ὑπό τή γεωγραφική της προσέγγιση. Ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, τή μοναδικότητα τοῦ γεγονότος τῆς συνόδου, στή βάση τῆς γεωγραφικῆς ἔκτασης τῆς τότε οἰκουμένης[14], καθορίζει μυσταγωγικά ἡ ταύτιση τῆς γεωγραφικῆς οἰκουμενικότητας μέ τήν καθολικότητα[15].

Τελικά φαίνεται ὃτι ἡ σχέση οἰκουμενικότητας, καθολικότητας καί ἀποστολικότητας, στό πλαίσιο λειτουργίας τοῦ θεσμοῦ τῆς συνόδου, ἀπετέλεσαν τή θεολογική βάση μετάβασης ἀπό τήν τοπικότητα στήν οἰκουμενικότητα μιᾶς συνόδου. Ἐπιπλέον τά ἱστορικά δεδομένα, ὅπως ἡ ἐξάπλωση τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἀρείου, πέραν τῶν τοπικῶν ὁρίων τῆς Ἀλεξανδρείας, καί ἡ εἴσοδός του στήν Παλαιστίνη καί στήν Ἀντιόχεια, ἔδωσαν τήν ἀφορμή κατανόησης πλέον τῆς ἀνάγκης γιά τήν σύγκληση μιᾶς Γενικῆς-Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Μέ τόν τρόπο αὐτό τέθηκαν στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰώνα τά ἐκκλησιολογικά θεμέλια δημιουργίας μιᾶς νέας μορφῆς συνοδικότητας, τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Οἱ μελετητές τῆς ἱστορίας τῶν συνόδων, θεωροῦν ὡς μοντέλο σύγκλησης τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀφ’ ἑνός τίς συνόδους τῆς Ρώμης (313) καί Ἀρελάτης (314) γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν Δονατιστῶν[16], ἀφ’ ἑτέρου δέ καί ἄλλες τοπικές σύνοδοι, οἱ ὁποῖες προετοίμασαν κατά κάποιο τρόπο τόν δρόμο γιά τή σύγκληση «Γενικῶν» συνόδων, ὅπως οἱ σύνοδοι τῆς Καππαδοκίας (255 μ.Χ.), τῆς Ἀγκύρας (314 μ.Χ.), τῆς Νεοκαισαρείας τοῦ Πόντου (319 μ.Χ.), τῆς Ἀλεξανδρείας (320 μ.Χ.).

Ἀπό τίς παραπάνω ἐξαιροῦνται δικαίως οἱ σύνοδοι τῆς Ἀλεξανδρείας (324 μ.Χ.) καί τῆς Ἀντιοχείας (Ἰανουάριος 324/325 μ.Χ.), ἐπειδή ἀπετέλεσαν προσυνοδικές συνάξεις μέ σκοπό τήν προετοιμασία τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί δέν εἶναι δυνατόν νά θεωρηθοῦν ὡς ἀνεξάρτητες σύνοδοι μέ χαρακτήρα οἰκουμενικῆς δομῆς καί λειτουργίας.

Ὑπάρχει ὅμως ἕνα ἐρώτημα, τό ὁποῖο σχετίζεται μέ τά κριτήρια ἀποδοχῆς καί ἀναγνώρισης τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς συνόδου, τόσο στό ἐπίπεδο τῆς πληρότητας τῆς διδασκαλίας, ὅσο καί στή βάση ἀναγνώρισης τῆς καθολικότητάς της, τό ὁποῖο θά μᾶς ἀπασχολήσει παρακάτω.

Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἐπισημάνω δύο βασικές διαπιστώσεις. Κανένας ἐξω-ἐκκλησιαστικός παράγοντας δέν συνέβαλε στήν ἱστορική διαμόρφωση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ (πρβλ. ρωμαϊκή Σύγκλητος, αὐτοκρατορική Σύνοδος), γιατί ἡ σύνοδος γενικά καί εἰδικότερα ἡ A΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπετέλεσε ἐκκλησιαστικό γεγονός, τό ὁποῖο σχετίζεται ἄμεσα μέ τήν οὐσία καί τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας[17]. Ἡ λειτουργία της ἀπέβλεπε ὥστε νά ληφθοῦν ἀποφάσεις «ὁμοθυμαδόν»[18] γιά θέματα σημαντικά καί τά ὁποῖα ἀφοροῦσαν στήν ἑνότητα τῆς κατά τήν Οἰκουμένην Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ἀρχική ἀντίληψη περί καθολικότητας βρῆκε τήν ἔκφρασή της γιά πρώτη φορά μέ μία εἰδική συνοδική «δομή», στήν A΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.).

Εἶναι, λοιπόν, εὐνόητο ὅτι μέ τόν μεγάλο ἀριθμό ἐπισκόπων, ἐκφραζόταν τό φρόνημα μεγαλύτερου ἀριθμοῦ τοπικῶν Ἐκκλησιῶν γιά τό ἴδιο ζήτημα, ἐνῶ δηλωνόταν καί ἡ οἰκουμενική προοπτική, ἡ ὁποία δέν ἦταν δυνατόν νά καλυφθεῖ γιά ποικίλους λόγους ἀπό τίς τοπικές συνόδους τῶν πρώτων αἰώνων. Ἡ ἀντικειμενική ἐπίσης δυσχέρεια συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθιστοῦσε ἀναγκαία καί τήν εὐρύτατη κοινοποίηση τῶν συνοδικῶν ἐπιστολῶν τῶν τοπικῶν συνόδων «πάσῃ τῇ ἐν κόσμῳ ἀδελφότητι»[19]. Ἡ οἰκουμενική ὅμως προοπτική τῆς λειτουργίας τῶν τοπικῶν συνόδων ὡς πρός τίς ἀποφάσείς τους, ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι ἡ συνοδική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἐμπεριεῖχε ὡς αὐτονόητη τήν ἰδέα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔστω καί ἄν ἡ ὑλοποίηση τῆς ἰδέας αὐτῆς, κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, ἦταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀδύνατη.

Συνεπῶς, ἡ τοπική ἐφαρμογή τοῦ συνοδικοῦ συστήματος λειτουργεῖ ἤ πρέπει νά λειτουργεῖ πάντοτε κατ’ ἀναφοράν πρός τήν οἰκουμενική ἔκφραση τῆς συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί ἡ λειτουργία τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐμπεριέχει τήν συγκεκριμένη τοπική ἀναφορά ὡς πρός τήν αὐθεντία της. Ἡ τοπική δηλαδή σύνοδος ἀναδεικνύει τήν οἰκουμενικότητα κάθε τοπικῆς παραδόσεως καί ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος βεβαιώνει τήν αὐθεντική σχέση ὅλων των τοπικῶν παραδόσεων πρός τήν κοινή ἀποστολική παράδοση καί τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ σύγκληση τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο ἦταν, ὄχι μία καινοφανής θεσμική ἐκτροπή λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ἡ ὁποία ἐπιβλήθηκε ἐκ τῶν ἔξω στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μία αὐθεντική ἔκφραση τῆς συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί δέν ἐξέπληξε κανένα ἀπό τά μέλη της. Ἄλλωστε, ἡ σύγκλησή της, ὑπῆρξε ἀναγκαῖο ἀποτέλεσμα τῆς ἀδυναμίας ἐπιλύσεως τοῦ γενικότερου προβλήματος τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἀπό μία ἤ καί περισσότερες τοπικές συνόδους.

 

 



[1] Ἐφεσ. 1, 22-23. Κολοσ. 1, 24-25.

[2] Ειρηναιου Λυωνος, Κατά αἱρέσεων IV, 18, 5.

[3] A΄ Κορ. 11, 23-29. Ἐφεσ. 1, 22-23. 3, 1-4 Κολοσ. 17-18. 24.

[4] Ιωαν. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν A΄ Κορινθίους. Ὁμιλία 30, 1.

[5] Πράξ. 15, 45.

[6] Πρός Μαγνησιεῖς 6, 1.

[7] Πρός Τραλλιανούς 3,1.

[8] Πρός Φιλαδελφεῖς 8,1.

[9] Ἐκκλησιαστική Ἱστορία V, 23, 2. 24, 8. 33, 4. 24, 9-10.

 

[10] Σύνοδος τῆς Καρθαγένης τό 249 μ.Χ., καί τῆς Ρώμης λίγο ἀργότερα (Πρός Κορινθίους, Ἐπιστολή 38, 1.1, 1 καί 40, 2).

[11] Ευσεβιου Καισαρειας, Εἰς τόν Βίον Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως 3, 64-67.

[12] Μαρτύριον Πολυκάρπου 8, 1.

[13] Ευσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VII, 30, 2.

[14] Ὅπ. παρ. Εἰς τόν Βίον Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως 3, 9, 8.

[15] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 18, 23.

[16] Ευσεβιου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1, 5, 23-24.

 

[17] Πρβλ. Ι. Χρυσοστομου, Εἰς τόν ΡΜΘ’ Ψαλμόν.

[18] Πράξ. 2, 1.

[19] Ευσεβιου, Ἐκκλησιαστική  Ἱστορία V, 19, 2.

  Επιτρέπετονται οι αναδημοσιεύσεις με ενεργοποιημένο το λίνγκ της σελίδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.