Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 Deacon Hripsime

Sarita Melkon Maldjian , public orthodoxy

Μετά τη διετή διαδικασία της Συνόδου για τη Συνοδικότητα υπό την ηγεσία του Πάπα Φραγκίσκου, προκύπτει το ερώτημα γιατί κυρίως οι γυναίκες από τη Δυτική Καθολική Εκκλησία διεκδικούν το δικαίωμα της χειροτονίας. Αναμφίβολα, είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν πλήρως σε αυτή τη συζήτηση οι Ορθόδοξες, οι Αποστολικές και οι Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες. Ως Αμερικανίδα μέλος της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας, δεν έχω δει ποτέ μια αρμενική ενορία της διασποράς να ευημερεί δίχως τη σκληρή εργασία και την ευλαβική αφοσίωση των γυναικών μελών της. Η έρευνα της ιστορίας των διακονισσών στην Αρμενική Αποστολική Εκκλησία αποτελεί έναν σημαντικό βήμα για να ανοίξει ο δρόμος για την πιο ενεργή συμμετοχή των γυναικών μέσω αυτού του εκκλησιαστικού αξιώματος.

Το ζήτημα του θεσμού των διακονισσών δεν είναι καινούργιο στην Αρμενική Εκκλησία. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, αυτός ο θεσμός εξελίχθηκε μέσα από διάφορα διακριτά στάδια, ενώ η επανεμφάνισή του στην επικαιρότητα σχετίζεται κυρίως με την αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εφόσον οι γυναίκες έχουν σημειώσει αξιοσημείωτες προόδους στους πολιτικούς, οικονομικούς, εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς τομείς, ανακύπτει το ενδιαφέρον σχετικά με τη θέση τους στην εκκλησία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τίθεται το εξής ερώτημα: ποιες πηγές μέσα από την παράδοση μπορούν να αξιοποιηθούν για την επέκταση του πεδίου της διακονίας τους και τη διευκόλυνση του έργου τους υπέρ της εκκλησίας;[i]

Η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία έχει τις ρίζες της στην αποστολική παράδοση, η οποία ξεκινά με την επίθεση των χεριών από τους Δώδεκα Αποστόλους. Πρόκειται για μια αδιάκοπη αποστολική διαδοχή που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αυτοί οι απόστολοι ήταν οι πρώτοι ηγέτες των κοινοτήτων, καθώς και οι πρωτοπόροι της διάδοσης της νέας πίστης. Οι δύο πρώτοι Απόστολοι που κήρυξαν τον χριστιανισμό στην Αρμενία ήταν ο Άγιος Θαδδαίος (γνωστός και ως Άγιος Ιούδας Θαδδαίος) και ο Άγιος Βαρθολομαίος. Παρόλο που αμφότεροι εμπνέουν όλους τους Αρμένιους, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Αρμενική Εκκλησία είναι η προετοιμασία και η καλλιέργεια αληθινών ηγετών, οι οποίοι πρέπει να διακρίνονται από ιεραποστολικό ζήλο και αφοσίωση, ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τις προσδοκίες του λαού.[ii]  Δυστυχώς, μας λείπουν οι απαραίτητοι χειροτονημένοι κληρικοί διεθνώς για την εκπλήρωση της εν λόγω αποστολής σε κάθε αρμενική εκκλησία και κοινότητα. Με το πέρασμα των χρόνων, οι άνδρες κληρικοί δεν επαρκούν για να αναλάβουν τους πολλαπλούς ρόλους που απαιτούνται για τη λειτουργία και την ανάπτυξη μιας εκκλησιαστικής κοινότητας, σε οποιοδήποτε μέρος διαμένουν Αρμένιοι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μένει ανεκπλήρωτο το αρχικό όραμα του Αγίου Θαδδαίου και του Αγίου Βαρθολομαίου. Για σχεδόν δύο χιλιετίες, οι ορθόδοξες και αποστολικές εκκλησίες έχουν αποδεχθεί ότι οι απόστολοι κατείχαν θεσμική θρησκευτική εξουσία. Παράλληλα, θεωρούν ότι οι μόνοι νόμιμοι διάδοχοί τους είναι οι ιερείς και οι επίσκοποι, οι οποίοι μπορούν να ανάγουν τη χειροτονία τους σε αυτή την αποστολική διαδοχή.[iii]

Παραθέτω παρακάτω μια σύντομη περιγραφή των διατάξεων της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας, όπως αυτές σχετίζονται με το περιεχόμενο του παρόντος άρθρου:

  1. Η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία περιλαμβάνει όλα τα αξιώματα και τα Μυστήρια που είναι κοινά με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες και Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες. Τα καθήκοντα του κατώτερου κλήρου εκτελούνται συχνά από νέους άνδρες που προετοιμάζονται και φιλοδοξούν να γίνουν ιερείς.
  2. Ο Καθολικός Πατριάρχης Απάντων των Αρμενίων (ο ρόλος του είναι παρόμοιος με αυτού του Πάπα των Ρωμαιοκαθολικών) εκλέγεται συνήθως από 12 επισκόπους.
  3. Όλες οι χειροτονίες από τον διάκονο έως τον Πατριάρχη, τελούνται σε συνδυασμό με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, επισημαίνοντας τον μυστηριακό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
  4. Κατά τη χειροτονία διακόνου και ιερέα, τη Θεία Λειτουργία τελεί ο χειροτονών επίσκοπος. Στη χειροτονία επισκόπου, τη Θεία Λειτουργία τελεί ο χειροτονών Πατριάρχης, ενώ στην ενθρόνιση του Πατριάρχη, τη Θεία Λειτουργία τελεί ο ίδιος ο νέος Πατριάρχης.[iv]

Από τον 2ο αιώνα, η συγκεκριμένη διδασκαλία της Αποστολικής Διαδοχής χρησιμοποιήθηκε για να επικυρώσει την διαδοχή των ανδρών ως μελών του χειροτονημένου κλήρου. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία μαρτυρεί ότι στην αρχαία εκκλησία μας υπήρχαν και διακόνισσες. Το αξίωμα της διακόνισσας ξεκίνησε ανεπίσημα τον 4ο αιώνα και αναδείχθηκε σε επίσημη και αναγνωρισμένη θέση τον 17ο αιώνα. Η εξέλιξη του θεσμού της διακόνισσας στην Αρμενική Εκκλησία μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις διακριτές περιόδους:

  1. Στην περίοδο της Μεγάλης Αρμενίας,  όπου υπάρχουν ορισμένες, αν και αμφιλεγόμενες, αναφορές στους κανόνες για γυναίκες που φέρονται να συμμετέχουν στο Μυστήριο του Βαπτίσματος.
  2. Στην Ανατολική Αρμενία και το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας  όπου από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, ο όρος «διακόνισσα» μαρτυρείται σε λειτουργικά κείμενα (mastoc) που αφορούν την το Μυστήριο της Ιεροσύνης.
  3. Από τον 12ο αιώνα μαρτυρούνται αναφορές και λειτουργικά κείμενα που περιγράφουν την χειροτονία διακονισσών, πρώτα στην Κιλικία και εν συνεχεία στην Ανατολική Αρμενία.
  4. Η αναβίωση του θεσμού της διακόνισσας τον 17ο αιώνα.[v]

Η δεύτερη προαναφερθείσα περίοδος είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, καθώς ο όρος «διακόνισσα» μαρτυρείται σε ένα από τα γνωστά αρμενικά χειρόγραφα που φυλάσσονται στη Βενετία, στο νησί του Αγίου Λαζάρου, από τους Αρμένιους Καθολικούς μοναχούς του τάγματος των Μεχιταριστών. Στο λειτουργικό κείμενο υπ’ αριθμόν 457 και στην παράγραφο με την επικεφαλίδα «Χειροτονία των άξιων να γίνουν μοναχοί», βρίσκεται ένα απόσπασμα, το οποίο αναφέρει ότι οι μοναχές πρέπει να χειροθετούνται από τη διακόνισσα. Το κείμενο αναφέρει το εξής: «Θα πρέπει να παρέχεται το σχήμα στις γυναίκες και να εκτελείται η ίδια η τελετή. Ωστόσο, οι διακόνισσες πρέπει να εκτελούν την τελετή αυτή ασκεπείς, καλύπτοντας το μέτωπό τους με ένα μαύρο πέπλο ως τα φρύδια τους.».[vi]

Επιπλέον, λεπτομερείς αναφορές για τις διακόνισσες αρχίζουν να εμφανίζονται κατά την τρίτη περίοδο. Για παράδειγμα, σε ένα εγχειρίδιο κανόνων του 1184 αναφέρεται το εξής: ««Υπάρχουν επίσης γυναίκες που χειροτονούνται διάκονοι και ονομάζονται διακόνισσες, με σκοπό να κηρύττουν στις γυναίκες και να διαβάζουν το Ευαγγέλιο, ώστε να αποφεύγεται η είσοδος ανδρών στο μοναστήρι και η έξοδος των μοναχών από αυτό. Όταν οι ιερείς τελούν το βάπτισμα, οι διακόνισσες πλησιάζουν στην κολυμβήθρα για να πλύνουν τις γυναίκες με το νερό του εξιλασμού κάτω από το παραπέτασμα […] Μην θεωρείτε αυτή την πρακτική καινούργια ή πρωτόγνωρη, καθώς μας παραδίδεται από την παράδοση των αγίων αποστόλων, η οποία αναφέρει «Συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας.».[vii]

Παρόμοιες αναφορές για τις διακόνισσες υπάρχουν και στο βιβλίο κανόνων που συνέταξε ο Smbat Constable το 1265, όπου αναφέρεται: «Με την άδεια του ιερέα, οι διακόνισσες μπορούν επίσης να χειροτονηθούν και να κηρύξουν σε γυναίκες, καθώς και να αναγνώσουν το Ευαγγέλιο εκεί όπου οι άνδρες δεν πρέπει να εισέλθουν….και μπορούν να νίψουν τα παιδιά και τις γυναίκες στο νερό του εξιλασμού.»[viii]

Η τέταρτη περίοδος χαρακτηρίζεται ως μια εποχή πνευματικής και πολιτιστικής αναγέννησης. Κατά τη διάρκειά της πραγματοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις όχι μόνο στα ανδρικά μοναστήρια, αλλά και σε μια σειρά από γυναικεία μοναστήρια στην περιοχή του Σιουνίκ. Στο ογκώδες και θεμελιώδες έργο του «Σισακάν», ο π. Γκεβόντ Αλισάν παραθέτει τον κατάλογο αυτών των γυναικείων μοναστηριών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η Μονή της Παναγίας στο Χαλιντζόρ, καθώς και τα μοναστήρια Σιναχέρ, Νορατούνκ, Ιλχπάτ, Κοτ και Σορότ, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την Αρμενία, μεταξύ άλλων.[ix]

Η διδακτορική διατριβή της Δρ. Maria Christine Arat από το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης αποτέλεσε καρπό πολυετούς έρευνας και συγκέντρωσης στοιχείων. Στο έργο της με τίτλο «Ο Θεσμός των Διακονισσών στην Αρμενική Εκκλησία από απόψεως κανονικής» αναδεικνύει τη συγκεκριμένη θέση των διακονισσών στην Αρμενική Αποστολική Εκκλησία. Η Δρ. Arat εξέτασε τις κειμενικές πηγές που αφορούν τη χειροτονία των διακονισσών σε συνδυασμό με τα επίσημα λειτουργικά κείμενα που σχετίζονται με τα ιερατικά αξιώματα. Η ίδια επισημαίνει ότι όταν ο Αρμένιος Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Σενόρκ Α΄Καλουστιάν, χειροτόνησε τη διακόνισσα Χριψιμέ Σανουγιάν το 1982, επέλεξε το τελετουργικό της χειροτονίας που αρμόζει σε άνδρα διάκονο χωρίς να τροποποιήσει την ανδρική κατάληξη που αντιστοιχεί στο αρσενικό γένος.[x]

Πιο πρόσφατα, στις 25 Σεπτεμβρίου 2017, ο Αρχιεπίσκοπος Τεχεράνης Σεπούχ Σαργκσιάν χειροτόνησε την 24χρονη Άνι-Κρίστι Μανβελιάν ως επίσημη διακόνισσα. Η χειροτονία της είχε ως στόχο να προσφέρει ποιμαντική διακονία στις αρμενικές εκκλησίες της Τεχεράνης και να αναδείξει τη σημασία της γυναικείας διακονίας στην αρμενική κοινότητα της πόλης.[xi] Επιπλέον, στις 9 Δεκεμβρίου 1984, ο Αρχιεπίσκοπος Βάτσε Χοβσεπιάν της Δυτικής Επισκοπής της Αρμενικής Εκκλησίας των Ηνωμένων Πολιτειών χειροτόνησε τη Σέτα Σιμονιάν Αταμιάν, η οποία είναι η πρώτη γυναίκα διακόνισσα στις Ηνωμένες Πολιτείες.[xii]

Συνεπώς συμπεραίνουμε ότι οι τέσσερις περίοδοι ανάπτυξης του θεσμού της διακόνισσας στην Αρμενική Αποστολική Εκκλησία είχαν έναν ιδιαίτερο και σημαντικό ρόλο στην ιστορία της. Είναι γεγονός ότι υπήρχαν διακόνισσες στην πρώτη Εκκλησία και εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μιλάμε για έναν θεσμό που είναι διαδεδομένες σε όλες τις εκκλησίες, καθώς ο χαρακτήρας του παραμένει κατά κύριο λόγο τοπικός. Παρά τον τοπικό χαρακτήρα και τα περιορισμένα καθήκοντα των διακονισσών, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το αξίωμα αυτό κατέχει σημαντική θέση στην εκκλησιαστική ζωή. Το κρίσιμο ερώτημα που παραμένει είναι: Τι κάνουμε από δω και πέρα; Με κάθε χρόνο που περνάει, καθώς όλο και περισσότερες αρμενικές εκκλησίες μένουν χωρίς κληρικούς και πολλές εγκαταλείπονται εντελώς, τα λόγια του π. Άβελ Ογλουκιάν από το βιβλίο του «ΟΘεσμός των Διακονισσών στην Αρμενική Εκκλησία» αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα από ποτέ: «Τώρα είναι η στιγμή που η ανάγκη για την αποκατάσταση του θεσμού των διακονισσών είναι πιο επιτακτική από κάθε άλλη φορά».[xiii] 


[i] Fr. Abel Oghlukian, The Deaconess in the Armenian Church (New York: St. Nersess Armenian Seminary, 1994), 1.

[ii] Fr. Oshagan Minassian, A Brief History of the Armenian Church (New York: Prelacy of the Armenian Apostolic Church of America, 1961), 6-7.

[iii] Elaine Pagels, The Gnostic Gospels (New York: Vintage Books, 1979), 11.

[iv] Patriarch Papken Gulesserian, The Armenian Church (New York: Diocese of the Armenian Church of America, 1966), 11-12.

[v] Oghlukian, The Deaconess, 13-22.

[vi] Barsel Sargisean, Mayr C’uc’ak hayeren jeragrac’ i Venetik [Grand Catalogue of the Armenian Manuscripts in Venice], vol. 3 (Venice: St. Lazar, 1966), 27-33.

[vii] Xosrov Torosyan, Judicial Manual (Erevan: University of Erevan, 1975), 136-137.

[viii] Smbat Constable, Datastanagirk [Law Book, 1265], A. Galstyan, editor (Erevan: University of Erevan, 1958), 66-67.

[ix] Oghlukian, The Deaconess, 22.

[x] Meneshian, Knarik O., “A Nearly Forgotten History: Women Deacons in the Armenian Church.” (2013). Marcin Bider, Rights and Duties of the Armenian Deaconesses of the Armenian Apostolic Church.  A Historical and Legal Perspective of the 17th to the 21st Century (KOSCIOL I PRAWO 12 (25) 2023), 154.

[xi] Hratch Tchilingirian, Historic Ordination of a Deaconess in the Tehran Diocese of the Armenian Church (2018)  Bider, Rights and Duties, 153.

[xii] Bider, Rights and Duties, 153.

[xiii] Oghlukian. The Deaconess, 44.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.