Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ: ΜΝΗΜΗΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΜΕΝ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

 


Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Κυριακή Β΄ Νηστειῶν, ἐν ᾗ μνήμην ἐπιτελοῦμεν τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα προβάλλει τή μορφή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπερασπίσθηκε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί τήν ἀσκητική μέθοδο τῶν Ἡσυχαστῶν.
Ἡ σύκρουση μεταξύ Ἡσυχαστῶν καί ἀντιησυχαστῶν, κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν σύγκρουση ἀνατολικῆς καί δυτικῆς, ὀρθοδόξου καί φραγκολατινικῆς παραδόσεως, πού ἔλαβε χώρα ἐπί βυζαντινοῦ ἐδάφους. Τήν ἔριδα τήν προεκάλεσε ὁ μοναχός Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός (1290-1348), λόγιος μοναχός ἀπό τή Μεγάλη Ἑλλάδα, σπουδασμένος στή Ρώμη καί ἐνθουσιώδης ὑποστηρικτής τῆς ἀναβιώσεως τῆς πλατωνικῆς καί ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπληροφορήθηκε τίς θέσεις τοῦ Βαρλαάμ στό ζήτημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔδειξε τήν πατερικότητά του μέ τήν ἄμεση ἐπισήμανση τῆς ἀντιπατερικό-τητος τῶν θεολογικῶν προϋποθέσεων καί κριτηρίων τοῦ Βαρλαάμ. Στά ἀντιησυχαστικά κείμενα τοῦ Βαρλαάμ ὁ Ἅγιος ἀπήντησε μέ τρεῖς τριάδες λόγων «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων».
Ὁ ἡσυχασμός, ὡς ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, συνιστᾶ τήν πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ταυτιζόμενος ἀκριβῶς μέ αὐτό πού περικλείει καί ἐκφράζει ὁ ὅρος Ὀρθοδοξία. Ὀρθο-δοξία ἔξω ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση εἶναι ἀδιανόητη καί ἀνύπαρκτη. Σκοπός τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ, ἀντίστοιχα, ἀπό τά πάθη καί ἀπό τούς λογισμούς. Ἡ διαδικασία αὐτή ὀνομάζεται στήν πατερική γλώσσα θεραπεία, διότι μέσῳ αὐτῆς θεραπεύεται ὁ νοῦς καί ἀνακτᾶ τή φυσική λειτουργία του. Τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται σέ αὐτόν ἀδιαλείπτως, ἐνῶ ἡ διάνοια συνεχίζει τήν δική της φυσική λειτουργία. Μέ τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀκολουθεῖ τή θεραπεία, ὁ νοῦς γίνεται ναός του καί ὁ ἄνθρωπος μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τό πνευματικό αὐτό στάδιο στή φιλοκαλική γλώσσα ὀνομάζεται φωτισμός καί εἶναι προϋπόθεση τῆς θεώσεως, τοῦ δοξα-σμοῦ μέσα στήν ἄκτιστη φυσική Χάρη (ἐνέργεια) τῆς Ἁγίας Τριά-δος.
Τό πρόβλημα πού τέθηκε μέ τήν παρέμβαση τοῦ Βαρλαάμ, ἦταν, ἄν ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ (κάθαρση) γίνεται μέσῳ τῆς ἀσκήσεως καί τῆς νοερᾶς εὐχῆς (φωτισμοῦ) ἤ μέσῳ τῆς φιλοσοφίας (διανοη-τικοῦ στοχασμοῦ). Ἔτσι ὅμως ἐτέθη στήν πράξη τό πρόβλημα τῆς σχέσεως τῆς «θείας» πρός τήν «ἔξω» ἤ «θύραθεν» σοφία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκρινε, πατερικά, δύο σοφίες: τήν θεία καί τήν ἔξω, σαφῶς διακρινόμενες μεταξύ τους, διότι χρησιμοποιοῦν διαφορετικό κέθε μία ὄργανο (νοῦς-διάνοια) καί λειτουργοῦν σέ διαφορετικό κάθε μία χῶρο (καρδιά-ἐγκέφαλος). Τή σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀντικαθιστᾶ στή θεολόγηση μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού προϋποθέτει τήν ἐνεργό παρουσία τῆς ἀκτίστου ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ. Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά γίνει ἀντικείμενο τῆς διάνοιας τοῦ ἀνθρώπου, διότι ὑπερβαίνει κάθε κατάληψη. Γι’ αὐτό ἡ παιδεία καί ἡ φιλοσοφία δέν συνιστοῦν προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας.
Τόν χαρακτῆρα τῆς θεολογίας τοῦ Παλαμᾶ προκαθορίζει ἡ ἀφετηρία του· δέν ἐξ¬εκίνησε ἀπό φιλοσοφικές ἔννοιες, διαμορ-φωμένες ἐκ τῶν προ¬-τέρων, ἀλλά ἀπό ἕνα σύστημα προσωπικῶν ἐμπειριῶν, τίς ὁποῖες ἐζήτησε νά κατοχυρώσει θεολογικά· γι᾿ αὐτό ἄλλωστε ἄρχισε νά γράφει σέ προχωρημένη ἡλικία καί σέ ἀντιπαρά¬θεση πρός τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό. ῾Η σκέψη τοῦ Βαρλαάμ ἔτεινε σέ μιά μονομερῆ διατύπωση τῆς γνώσεως καί τῆς ἀγωγῆς, διότι παρῆγε καί τή γνώση καί τήν ἠθική καθαρότητα ἀπό τή φιλοσοφία. ᾿Ισχυριζόταν ὅτι στή σοφία συμβαίνει ὅ,τι καί στήν ὑγεία, ἡ ὁποία εἶναι ἑνιαία καί δέν εἶναι ἄλλη ἐκείνη πού δίδεται ἀπό τόν Θεὸ καί ἄλλη αὐτὴ πού ἐξασφαλίζεται ἀπό τόν ἰατρό· ἔτσι μιά εἶναι καί ἡ σοφία, εἴτε θεία εἴτε ἀνθρώπινη, κι αὐτή κατατείνει πρός τήν εὕρεση τῆς μιᾶς ἀληθείας.
῾Ο Παλαμᾶς ἀρνεῖται αὐτή τή θέση, ἰσχυριζόμενος ὅτι, ἄν μέσα στό πεδίο τῆς ἴδιας τῆς φιλοσοφίας παρατη¬ροῦνται διάφορες κατευθύνσεις, πολύ ἰσχυρότερη εἶναι ἡ δια¬φοροποίηση μεταξὺ φιλοσοφίας καί θεολογίας. Στήν πραγ¬ματικότητα ὑπάρχουν δύο σοφίες· ἐκείνη πού ζητεῖ νά ἱκα-νοποιήσει τίς ἀνάγκες τοῦ κοινωνικοῦ βίου καί τή δια¬νοη¬τικὴ περιέργεια, καί αὐτή πού ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία . ῾Η διάκριση αὐτή στήν ὕπαρξη διττῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀπό τά ὁποῖα ἄλλα εἶναι φυσικά, παρεχόμενα σέ ὅ¬λους, καί ἄλλα ὑπερφυσικά καί πνευματικά, διδόμενα στούς καθαρούς καί τούς Ἁγίους · καί ἔχει τή ρίζα της στήν παλαιά χριστιανική πεποίθηση, τὴν ὁποία συναντοῦμε στούς Καππαδόκες Πατέρες.
῾Η φιλοσοφία εἰσάγει στή γνώση τῶν ὄντων τοῦ κόσμου τούτου καί προσφέρει τούς κανόνες τῆς κοινωνικῆς συμβιώσεως, ἀλλά, ὅταν ξεφεύγει ἀπό τά ὅρια αὐτά, καθίσταται ματαιοπονία. «Σκοπὸς τῆς κοσμικῆς φιλοσοφίας κατά τό πρακτικό μέρος της, διά τοῦ ὁποίου κοσμοῦνται τά ἤθη, διαμορφώνονται οἱ τέχνες καί ρυθμίζονται τά θέ¬ματα τῶν οἴκων καί τῶν πόλεων, εἶναι ἡ ὠφέλεια τοῦ πα¬ρόντος βίου. Καί κάθε πράξη πού δέν κατατείνει πρός αὐτό θά μποροῦ-σε δικαίως νά θεωρηθεῖ ματαιοπονία ἀκόμη καί ἀπό αὐτούς πού εἶναι προσκολλημένοι σέ τοῦτον τὀν κόσμο. Τῆς δέ λο¬γικῆς φιλοσοφίας, διά τῆς ὁποίας ἐρευ¬νοῦμε τούς λόγους τῆς φύσεως καί κινήσεως, καθώς καί τίς ἀναλογίες καί τούς σχη¬ματισμούς καί τίς ποσότητες τῶν ἀχωρίστως χωριζομένων ἀπό τήν ὕλη, ἔργο εἶναι ἡ δια¬πραγμάτευση τῆς ἀληθείας μέσα στά ὄντα. Ὅταν κανείς ὁμιλεῖ ἔξω ἀπό τήν ἐφικτή ἀλή¬θεια, ἄν τό κάει ἑκουσίως, εἶναι πονηρὸς καί δόλιος· ἄν τό κάνει ἀκουσίως, εἶναι ἀφι¬λόσοφος καί ἀνόητος, καί μάλιστα τόσο περισσότερο, ὅσο περισσότερο νομίζει ὅτι εἶναι ἐκπαιδευμένος στή φιλοσοφία, ἀγνοώντας τήν ἄγνοιά του» . Πρέπει νά παρατηρηθεῖ μάλιστα ὅτι σ᾿ αὐτή τή γνώση τῶν ὄντων μερικῶς μόνο εἰσάγει ἡ φιλοσοφία, καί αὐτό διότι τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐπανάστασή του διέστρεψε τίς εἰκόνες πού ὑπάρχουν μέσα μας καί ἀπεμάκρυνε τό διορατικό της, καί ἔτσι ἡ φιλοσοφία στηρίζεται πλέον στήν πιθανολογία, ἡ ὁποία ἐπι-τρέπει ἀντιφάσεις καί διαφωνίες. Γι᾿ αὐτό ἡ ἐνα-σχόληση μέ τήν φιλοσοφία εἶναι μέν χρήσιμη, διότι γυμνά¬ζει καί ὀξύνει τούς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, καί εἶναι φυσικό χάρισμα. ᾿Αλλά δέν πρέπει νά τήν τυραννεῖ ἕως τά γηρα¬τειά . Ἄν ὅμως ὁ Παλαμᾶς διαχωρίζει τή γνώση, δέν διαχωρίζει καί τήν ἀλήθεια, διότι δίνει διάφορο ἀντι¬κείμενο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γνώσεις· ἔργο τῆς φιλο¬σο¬φίας εἶναι ἡ μελέτη τῶν ὄντων, ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἡ μελέ-τη τοῦ Θεοῦ. Ἄν οἱ δύο σοφίες καταλήξουν σέ διάφορα συμ¬περά¬σματα, αὐτά δὲν ἐπιβάλλουν ἀναγνώριση διπλῆς ἀλη¬θεί¬ας, ἐφ᾿ ὅσον τά ἀντικείμενα παραμένουν διαφορετικά.
Τό ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἀσυγκρίτως ὑπέρτερο ἀπό τό τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης· «δέν εἶναι μόνο τό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό οὔτε τό νά γνωρίζει τόν ἑαυτό του καί τήν τάξη του γνώση ὑψηλότερη ἀπό τή φυσιολογία καί την ἀστρολογία καί κάθε φιλοσοφία γύρω σ᾿ αὐτά τά ἀντικείμενα, ἀλλά καί τό νά γνωρίζει ὁ νοῦς μας τήν ἀσθένειά του καί νά ζητεῖ νά τή θεραπεύσει εἶναι ἀσυγ¬κρίτως ἀνώτερο ἀπό τή γνώση καὶ διερεύνηση τῶν με¬γεθῶν τῶν ἄστρων καί τῶν λόγων τῶν φύσεων» .
Εἶναι ὅμως δυνατὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ; ᾿Απὸ τοὺς ἀντιπά¬λους τοῦ Παλαμᾶ προσήγετο τὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγε¬λίου τοῦ ᾿Ιωάννη, κατὰ τὸ ὁποῖο “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε” (᾿Ιω. 1, 18). ᾿Αλλὰ τὸ συμπέρασμα ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ ἀμφισβη¬τεῖται, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι “οἱ καθα¬ροὶ τὸν Θεὸν ὄψον¬ται” (Ματθ. 5, 8). Πράγματι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος ὡς ἀσώ¬ματος· ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ Βαρλαὰμ δὲν ἀρνεῖται κάποιο εἶδος θέας τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον παραδέχεται ὅτι ὁρᾶται διὰ τῆς καθαρᾶς ἐνεργείας τοῦ νοῦ ὅτι εὑρίσκεται σὲ ἔκσταση ἀπὸ τὰ ὑλικά. Δηλαδὴ ὁ Βαρλαάμ, συμφωνώντας σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα μὲ τοὺς Νεοπλατωνικούς, δέχεται τὴν ἀκαταληψία τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ ἄλλον λόγο παρὰ ἐξ αἰτίας τῆς φυσικῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι κλεισμένος στὰ ὑλικὰ δεσμά, καὶ ὡς μόνο μέσο ἄρσεως τῆς ἀγνωσίας εὑρίσκει τὴ λύση σώματος καὶ ψυχῆς· ἀλλὰ καὶ πάλι ἐννοοῦσε τὴ γνώση συμβολική. Καὶ ὁ Πα¬λαμᾶς βέβαια δὲν διανοήθηκε ποτὲ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐντε¬λῶς καταληπτός. Συμφωνώντας κατ᾿ ἀρχὴν μὲ τὸν Βαρλα¬άμ, ἀκολουθοῦσε ἔπειτα χωριστὸ δρόμο, διότι ἀποδίδει τὸ ἀκατάληπτο σὲ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία αἴ-ρεται ὁποτε¬δήποτε τὸ θελήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἢ ἐκπληρώσει ὁ ἄνθρωπος ὁρισμένες προϋποθέσεις, ποὺ ἔχουν τεθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Πράγματι, ὁ Παλαμᾶς στὸ θέμα τῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ εὑρίσκει κάποια ἀντινομία, ἐφ᾿ ὅσον Αὐτὸς εἶναι ταυτשּׁχρόνως καὶ καταληπτὸς καὶ ἀκατάληπτος· τοῦ Θεοῦ ἡ μία ὄψη εἶναι ἄγνωστη καὶ ἡ ἄλλη γνωστή, ἡ μία εἶναι ἄρρητη, ἡ ἄλλη ρητὴ (᾿Επίτομος Διήγησις 24. Χρήστου, Συγγράμματα, 4, 225). ῾Η γνώση αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς “θεολογίας”, ἡ ὁ-ποία εἶναι διττή, κατα-φατικὴ καὶ ἀποφατική. Δύο εἶναι τὰ μέσα τῆς καταφατικῆς θεολογίας. Πρῶτο εἶναι ἡ λογική, ἡ ὁποία διὰ τῆς θέας τῶν ὄντων ὁδηγεῖται σὲ κάποια γνώση καθ᾿ ὅσον “τῶν ἐν τῷ δημιουργικῷ νῷ λόγων αἱ εἰκόνες ἐν ἡμῖν εἰσιν”, ἂν καὶ αὐτὲς οἱ εἰκόνες ἀμαυρώθηκαν ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Δεύτερο μέσο εἶναι ἡ Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες. Τὰ δύο αὐτὰ μέσα παρέχουν ἀφορ¬μὲς γιὰ τὴν γνώση, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀποδείξεις περὶ τοῦ Θεοῦ.
῾Ο Διονύσιος ᾿Αρεοπαγίτης εἶχε προτιμήσει τὴν ἀπο¬φατικὴ θεολογία, ζητώντας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπαλλαγεῖ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν γιὰ νὰ νοή¬σει τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν ἔκσταση νὰ φθάσει στὸν γνόφο, ὅπου θ᾿ ἀπολαύσει τὴν χαρὰ τῆς θέας, μολονότι καὶ πάλι ἡ θέα θὰ παραμείνει σκοτεινή· δηλαδὴ κατὰ βάθος ἡ πορεία αὐτὴ ἀποτελεῖ βυθισμὸ στὸ σκότος. Οἱ ἀνθρωπολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ Παλαμᾶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν τέτοια τοποθέτηση. ᾿Εκεῖνο ποὺ εὑρίσκεται κατ᾿ αὐτὸν πέρα ἀπὸ τὴν καταφατικὴ θεολογία εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὁποία συνιστᾶ καὶ τὴν ἀπόδειξη τῶν θείων ἢ μᾶλλον συνιστᾶ μιὰ ὑπεραπόδειξη· διὸ “ἡ πίστις εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἀπόδειξι καὶ ἕνα εἶδος ἀναπόδεικτης ἀρ¬χῆς τῆς ἱερᾶς ἀποδείξεως” (᾿Αντιρρη¬τικὸς 6, 1, 1. Χρήστου, Συγγράμματα, 3, 380). ῾Η πίστη εἶναι μιὰ ὑπερφυσικὴ πνευ¬ματικὴ δύναμη ποὺ ὑπερβάλλει ὅλες τὶς νοητικὲς δυνά¬μεις τῆς ψυχῆς.
Δὲν ἀρνεῖται ὁ Παλαμᾶς τὴν ἀποφατικὴ θεολογία, ἀλλὰ τῆς δίδει ἄλλο χρῶμα καὶ τὴν διορθώνει· “ἄλλο πρᾶγ¬μα εἶναι τοῦτο τὸ φῶς καὶ ὁ θεῖος τοῦτος γνόφος, ἀσυγκρί¬τως ὑπέρτερο τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας” (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόν¬των 2, 3, 52. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 584). ῾Η καταφατικὴ θεολογία εἶναι λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποφατικὴ θεολογία εἶναι σιωπηλὸς διάλογος μὲ τὸν Θεό· ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς συνι¬στᾶ τὴν ὑπέρβαση καὶ τῶν δύο αὐτῶν μορφῶν θεολογίας διὰ τῆς θεοπτίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ κανείς, λέγει, νὰ σκέπτεται διαρκῶς γιὰ τὴν κατάσταση μιᾶς πόλεως, ἀλλ᾿ ἂν δὲν τὴν ἐπισκεφθεῖ, δὲν πρόκει¬ται ν᾿ ἀποκτήσει ἀκριβῆ εἰκόνα τῆς κατασκευῆς της. Μπορεῖ κανεὶς νὰ σκέπτεται διαπαντὸς τὸν χρυσό, ἀλλ᾿ ἂν δὲν τὸν πάρει στὰ χέρια του, δὲν θὰ γίνει κάτοχος χρυσοῦ. ῎Ετσι ἐπίσης, καὶ ἂν μύριες φορὲς σκεφθεῖ τοὺς θείους θησαυρούς, δὲν τοὺς ἀποκτᾶ παρὰ μόνο “ἐὰν πάθη τὰ θεῖα” (῾Υπὲρ ῾Η¬συχαζόντων, 1, 3, 34. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 445). Θὰ θεολο¬γεῖ εὐδοκίμως, παρὰ ὁποιαδήποτε σιωπὴ καὶ ἄγνοια, ὅταν ἐπιτύχει νὰ ζεῖ μὲ τὴν θεία παρουσία. Σ᾿ αὐτὴν τὴν περί¬πτωση, ἐπίσης, μετέχει τοῦ Θεοῦ, διότι ἑνώνεται μὲ τὴν ἄκτι¬στη λαμπρότητα καὶ δόξα Του. ῎Ετσι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κατα¬λήγει στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ εἶδος θεολογή¬σεως ὁδηγήθηκε ὁ Παλαμᾶς διὰ τῆς διακρίσεως μεταξὺ οὐ¬σίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι τῆς πνευ-ματικῆς ζωῆς μποροῦν νὰ ἀπολαύσουν ὅλοι οἱ πιστοὶ σὲ ὁποια-δήποτε κατά¬σταση βίου κι ἂν εὑρίσκονται, ἀλλ᾿ ἰδιαιτέρως προκόπτουν σ᾿ αὐτὴν οἱ ἀποσυρόμενοι ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμον καὶ ζῶν¬τες σὲ ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική. ῾Η ἡσυχία ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν συγκέντρωση (συνέλιξη) τοῦ νοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὴν ὁποία οἱ μὲν ἀρχάριοι ἡσυχαστές ἐπεδίωκαν μὲ μιὰ εἰδικὴ τεχνικὴ μέθοδο, ποὺ δὲν ἐνθαρρύνει ὁ Παλαμᾶς, οἱ δὲ τελειότεροι ἐπιδιώκουν μὲ τὴν ἰσχυρὴ θέληση. ῾Ο δεύτερος ἰσχυρὸς παράγων ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν τελείωση εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, στὴν ὁποία με¬τέ¬χει τὸ σύνολο τοῦ ἀνθρώπου, ψυχὴ καὶ σῶμα. Τότε ὁ ἄν¬θρωπος αἰσθάνεται μιὰ ἐσωτερικὴ θέρμη, ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸ πῦρ καὶ τὴν αὔρα. ῞Οσοι ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία κι¬νοῦνται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ θεοποιὸ χάρη.
῾Η ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι δυνατὴ ἀπὸ τοῦ πα¬ρόν¬τος βίου διὰ μιᾶς παραδόξου συνδέσεως τοῦ ἱστορικοῦ μὲ τὸ ὑπεριστο-ρικό. Βασικὸ στοιχεῖο τῆς συμμετοχῆς στὴν ἐμ¬πειρία τῶν θείων εἶναι ἡ θέα τοῦ θείου φωτός, μιᾆς ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι ἀΐδιο. Τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ Μαθητές στὸ Θαβώρ, τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ καθαροὶ ἡσυχαστές σήμερα καὶ ἡ ὑπόσταση τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἀποτελοῦν τρεῖς φάσεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ γεγονότος ποὺ εἶναι συντεθειμένες σὲ μιὰ ὑπερχρόνιο πραγματικότητα. ᾿Αλλὰ σὲ σύγκριση μὲ τὴν μέλλουσα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.