Είναι ο Ευαγγελισμός. Η σωτήρια αγγελία των κάλων νέων στην παρθένο
Μαρία ότι θα φέρει στον κόσμο τον Χριστό, τον οποίο θα ονομάσει Ιησού.
Είναι η ημέρα της ενσάρκωσης, η ημέρα που ο Θεός «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών… καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος». Εορτάζουμε αυτό το γεγονός στις 25 Μαρτίου.
Η Ορθόδοξη μας παράδοσή μας επιβεβαιώνει ότι σήμερα ο Θεός έγινε
άνθρωπος, ότι ο Ιησούς που συνελήφθη σαν σήμερα είναι, παραδόξως, και
Θεός και άνθρωπος. Δεν είναι εύκολο να επικυρώσουμε την πεποίθηση αυτή,
ότι ο ίδιος ο Θεός ενσαρκώθηκε στο άτομο του Ιησού, η όπως διαβάζουμε
στο σύμβολο της πίστεως, “σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου”,
δηλαδή με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Για την ακρίβεια, θα έλεγα ότι
κατά τους τελευταίους αιώνες η αλήθειά αυτής της ενανθρώπησης έχει
γενικά αποδοκιμαστεί. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι από τον
17ο αιώνα το «τί ἐστιν ἀλήθεια» έχει τεθεί υπό την
αρμοδιότητα της επιστήμης, και η ιδέα ότι ο Θεός μπορεί να γίνει
άνθρωπος όχι μόνο δεν είχε παρατηρηθεί ποτέ, αλλά επίσης δεν μπορεί να
αποδειχθεί επιστημονικά. Σε μια εποχή που εμπιστευόμαστε μόνο αυτά που
μπορούν να εξακριβωθούν επιστημονικά, μόνο αυτά για τα οποία κατέχουμε
αποδεικτικά στοιχεία, η πεποίθηση ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος μέσω ενός
συγκεκριμένου ατόμου είναι κάτι που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα
απαιτούμενα αποδεικτικά πρότυπα της επιστήμης. Αλλά ακόμη και πριν από
την Επιστημονική Επανάσταση ήταν κάτι το «δυσκολοπίστευτο». Μια μελέτη
παλαιοχριστιανικών γραπτών δείχνει καθαρά ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι δεν
έβρισκαν την πεποίθηση αυτή λογική.
Αλλά πολλά διακυβεύονται στην επιβεβαίωση ή την άρνησή αυτού του
γεγονότος. Προσωπικά, πιστεύω πως από αυτό το γεγονός εξαρτάται η ίδια η
ουσία του Χριστιανισμού. Στην ενσάρκωση δεν βλέπουμε απλά έναν Θεό που
έγινε άνθρωπος, βλέπουμε έναν Θεό ο οποίος, όπως μας θυμίζει ο Απόστολος
Παύλος στην επιστολή του προς τους Φιλιππησίους (2:6-11) «ἑαυτὸν ἐκένωσε… ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου».
Βλέπουμε την αγάπη ενός Θεού που ήρθε να είναι μαζί μας, να είναι με
τους παράλυτους, τους τυφλούς, τους φοροεισπράκτορες, και τις πόρνες, οι
οποίοι τότε θεωρούνταν τα αποβράσματα της κοινωνίας. Βλέπουμε έναν Θεό
που τους έδειξε αγάπη. Βλέπουμε έναν Θεό ο οποίος, όπως γραφεί ο άγιος
Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή, έχει συμπάθεια προς τις αδυναμίες
μας και γνωρίζει τον ανθρώπινο πόνο μας, επειδή αυτός ο ίδιος υπέφερε
(4:15). Βλέπουμε έναν Θεό ο οποίος αναστήθηκε, και με αυτή του την
ανάσταση άνοιξε το δρόμο προς μια αδιάσπαστη σχέση κοινωνίας με τον Θεό.
Μέσω της ενσαρκώσεως βλέπουμε έναν Θεό γεμάτο αγάπη και συμπόνια για τη
δημιουργία του, έναν Θεό που μας διδάσκει πώς να αγαπάμε και πως να
έχουμε συμπόνια για τον πλησίον. Έναν Θεό που ενώνει τον Ίδιο Του τον
Εαυτό μαζί μας, έτσι ώστε οι άνθρωποι να έχουν την δυνατότητα να γίνουν
υπεράνθρωποι. Στην ενσάρκωση βλέπουμε έναν Θεό που ήρθε να μας οδηγήσει
στον Θεό, σε μια προσωπική ένωση με τον Θεό. Χωρίς την ενσάρκωση δεν
έχουμε τίποτα απ’ όλα αυτά. Έχουμε ένα Χριστιανισμό απογυμνωμένο από την
ουσία του, χωρίς αγάπη, χωρίς συμπόνια, και χωρίς την δυνατότητα
αληθινής ένωσης με τον Θεό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο άγιος
Αθανάσιος, ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα, επιβεβαίωσε την πραγματικότητα
της ενσάρκωσης. Διότι αν δεν ήταν αλήθεια, τότε δεν υπάρχει
Χριστιανισμός, και η ανθρωπότητα δεν μπορεί να σωθεί από τον θάνατο, τον
μεγάλο εξολοθρευτή. Χωρίς ένωση με τον Θεό, την αιώνια πηγή της ζωής,
είμαστε όντα προς θάνατον.
Σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι η ιδέα μιας Θεϊκής ενσάρκωσης είναι
μύθος, τους προτείνω να προσφέρουν μια καλύτερη εναλλακτική λύση. Αν η
απάντηση τους είναι ότι δεν υπάρχει Θεός, αυτό μας αφήνει με ελάχιστη
ελπίδα, αφού η ανθρωπότητα έχει αποδείξει ανά αιώνες ότι είναι ικανή
τόσο για σπουδαία επιτεύγματα όσο και για απερίγραπτη βαρβαρότητα. Όπως
μας θυμίζει ο φημισμένος Εβραίος φιλόσοφος του αιώνα, Βάλτερ Μπένγιαμιν,
πίσω από κάθε σπουδαίο έργο πολιτισμού είναι μια μεγάλη πράξη
βαρβαρότητας.
Εάν η απάντηση τους είναι ότι υπάρχει Θεός, αλλά η Θεότητα και η
ανθρωπότητα είναι δύο ξεχωριστές πραγματικότητες, δυο ξεχωριστές
υπαρξιακές οντότητες που δεν μπορούν ποτέ να συνενωθούν, αυτό δεν
επαρκεί. Σε τι ωφελεί ένας Θεός που απλά υπάρχει κάπου «εκεί έξω», με
τον οποίον δεν υπάρχει καμία πιθανότητα ένωσης και σχέσης; Τι νόημα
έχει; Θέλουμε, ή τουλάχιστον εγώ θέλω, έναν Θεό που είναι πραγματικά
μαζί μας, έναν Θεό που έχει την δύναμη και την ελευθερία να είναι
«μη-Θεός» προκειμένου να μας ενώσει με τον Θεό. Αυτόν τον Θεό βλέπουμε
στον Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι Ιησούς Χριστός.
Και δεν επιβεβαιώνουμε την Θεότητα του Ιησού απλά και μόνο γιατί έτσι
θέλουμε. Το επιβεβαιώνουμε βάσει τις μαρτυρίες των πρώτων οπαδών του,
οι οποίες καταγράφηκαν στην Αγία Γραφή. Αυτοί οι ίδιοι επικύρωσαν ότι
στην σχέση τους με τον Ιησού βίωσαν έναν άνθρωπο του οποίου οι πράξεις
ήταν τόσο απόλυτα ανθρώπινες όσο και απόλυτα υπεράνθρωπες. Έζησαν έναν
άνθρωπο του οποίου η δύναμη ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη ικανότητα, και
έφερε τόσο αυτούς όσο και τον κόσμο σε μια οικεία ένωση με τον Θεό. Το
επιβεβαιώνουμε βάσει τους βίους των αγίων της παράδοσής μας, οι οποίοι,
με θεμέλιο την πίστη τους στον Ιησού ως Θεό και άνθρωπο, διαμόρφωσαν την
όλη ζωή τους ώστε να γίνουν ολοένα και πιο καθαρά δοχεία της θείας
παρουσίας.
Όλη αυτή η θεωρητική σύνοψη περί ενσάρκωσης θέτει τις παρακάτω
ερωτήσεις: πώς μπορεί κάποιος να φτάσει στο ποθούμενο επίπεδο. Πώς
μπορεί κάποιος να ενωθεί με τον Θεό; Πώς μπορούν οι κανόνες της νηστείας
να μας βοηθήσουν σ’ αυτήν την ένωση; Υπάρχουν απαντήσεις σε αυτά τα
ερωτήματα, αλλά δεν είναι εύκολες. Πριν καν όμως εξετάσουμε τις
ερωτήσεις αυτές, πριν ξεκινήσουμε την αγωνιστική πορεία της δια βίου
μάθησης, πρέπει πρώτα να πιστεύουμε ότι μια τέτοια ένωση είναι δυνατή,
ότι αξίζει τον κόπο, και ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω του
Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Γιατί να προσπαθήσουμε να την αποκτήσουμε;
Επειδή δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο, τίποτα πιο σταθερό, τίποτα πιο
ασφαλές. Δεν υπάρχει τίποτα που να φέρνει τόση ειρήνη η τόση ευτυχία.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να είσαι με το Θεό. Είναι η
αιτία της ίδιας μας της δημιουργίας, της ίδιας μας της ύπαρξης. Αλλά ο
μόνος τρόπος που μπορούμε να γνωρίσουμε πραγματικά αυτή την αλήθειά
είναι να λάβουμε υπόψιν την σύσταση του ψαλμωδού: «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλμός 34).
Ο Αριστοτέλης Παπανικολάου κατέχει την έδρα Ορθόδοξης Θεολογίας και Πολιτισμού «Αρχιεπίσκοπος Δημήτριος» και είναι συνδιευθυντής του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Φόρντχαμ.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδώ.