Xαιρετισμός τοῦ Προέδρου τοῦ Τμήματος Θεολογίας Καθηγητή κ. Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ στό ΙΕ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο στήν Ἀσίζη τῆς Ἰταλίας
Σεβασμιώτατε
Σεβαστοί Πατέρες
Κύριε Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης
Σεβαστέ πάτερ Λουκᾶ, Πρόεδρε τοῦ Φραγκισκανικοῦ Ἰνστιτούτου Πνευματικότητας τοῦ Ποντιφικικοῦ Πανεπιστημίου Antonianum τῆς Ρώμης
Κυρίες καί Κύριοι Συνάδελφοι
Ἐκλεκτοί προσκεκλημένοι
Στήν ἱστορική καί ἁγιασμένη πόλη τῆς Ἀσίζης, τήν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ ἁγίου Φραγκίσκου, ξεκινοῦμε σήμερα μέ ἰδιαίτερη χαρά τίς ἐργασίες τοῦ ΙΕ΄ Διαχριστιανικοῦ Συμποσίου πού συνδιοργανώνουν τό Φραγκισκανικό Ἰνστιτοῦτο Πνευματικότητας τοῦ Ποντιφικικοῦ Πανεπιστημίου Antonianum τῆς Ρώμης καί τό Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σέ συνεργασία μέ τό Ἰνστιτοῦτο Οἰκουμενικῶν Σπουδῶν τῆς Βενετίας. Τό θέμα τοῦ πολύ ἐνδιαφέροντος αὐτοῦ Συνεδρίου ἔχει τόν τίτλο: «Ἡ πνευματικότητα ὡς πρόκληση γιά τόν σύγχρονο κόσμο».
α) Ἡ χριστιανική πνευματικότητα συνδέεται ἂρρηκτα μέ τή ζωή της καί τά πρότυπα τῆς Ἐκκλησίας. Τό βαθύτερο νόημα τῆς πνευματικότητας ἔχει τήν ἀναφορά του πρῶτα-πρῶτα στό μυστήριο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, ὡς εἰκόνα Του, μέ τήν δύναμη τῆς ἐλευθερίας γιά ὁμοίωση καί κοινωνία μαζί Του[1]. Ὁ Θεός λοιπόν ὡς ἀγάπη καί ἀγαθότητα γίνεται ἡ πηγή καί τό πρότυπο κάθε ἀγάπης, μέ ἀποτέλεσμα νά «ἑλκύει τόν πόθο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί νά γίνεται ἡ ὀντολογική βάση καί τό θεμέλιο γιά τήν οἰκοδόμηση τῶν σχέσεων μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Αὐτό τό θεμέλιο στήν ἰδεώδη μορφή του ὡς ἀνιδιοτελής ἀγάπη, ἀποτελεῖ τή μοναδική καί ἀμετάπτωτη ἀρχή, πάνω στήν ὁποία στηρίζεται ἡ θεανθρώπινη κοινωνία»[2] καί πνευματικότητα.
Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει καί γνωρίζει ἀπό ποῦ ἔρχεται ἀγωνίζεται προκειμένου νά προγεύεται τόν «βίον ἐκεῖνον τόν ἀδούλωτον τοῖς πάθεσι τῆς σαρκός, τόν ἐλεύθερον, τόν Θεῷ συνόμιλον, τόν ἀγγέλοις ὁμοδίαιτον»[3]. Ἐργάζεται ὑπεύθυνα γιά νά διαφυλάττει τόν παράδεισο πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός[4], σεβόμενος τήν κτίση, συνεργαζόμενος μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους στό δρόμο τῆς πνευματικῆς πορείας καί μιμούμενος πάνω ἀπ’ ὅλα τόν τριαδικό τρόπο ὕπαρξης, τόν τρόπο δηλαδή τῆς ἀγάπης, τῆς ἀλληλοπεριχώρησης, τῆς ἀμοιβαιότητας καί τῆς ἰσορροπίας[5].
β) Ἡ πνευματικότητα ἔχει ἐπίσης τήν ἀναφορά της καί στήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Τό μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως ὡς γεγονός εἰσόδου τοῦ ἄσαρκου Λόγου[6] στόν κόσμο καί πρόσληψης – μεταμόρφωσης ὅλης τῆς δημιουργίας, δίδει νέο περιεχόμενο στήν πνευματική ζωή καί στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἀλλά καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Τό ὑλικό καί τό πνευματικό στοιχεῖο π.χ. ἑνώνονται χωρίς καμία διαρχική διάκριση στήν ἱστορική «σάρκα» τοῦ Χριστοῦ[7]. «Ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν»[8] ἀπό ἀγάπη, γιά νά ἑνώσει τήν διεσπασμένη ἀνθρωπότητα, νά γκρεμίσει τά τείχη τῆς μεταξύ μας ἔχθρας καί νά μᾶς συμφιλιώσει μέ τό Θεό Πατέρα[9]. Τό παλαιό δίδει τή θέση του στό καινούργιο, στόν νέον ἄνθρωπο «τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν»[10], στήν καινούργια ζωή ὡς συνταφή καί συνανάσταση μέ τό Χριστό διά τοῦ Βαπτίσματος[11], ὡς ἀγάπη μεταξύ μας, καταλλαγή, συμφιλίωση καί ἑνότητα.
γ) Τό τρίτο στοιχεῖο πού χαρακτηρίζει καί ἀναδεικνύει τήν πνευματικότητα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα τό ὁποῖο ὁ Θεός ἔδωσε διά τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ζοῦμε μέ τό «φρόνημα τοῦ Πνεύματος»[12] ζωή πνευματική μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Τό Πνεῦμα ἀποτελεῖ τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ στόν ἀναγεννημένο ἄνθρωπο καί «συμμαρτυρεῖ … ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ»[13].
Τό Ἅγιον Πνεῦμα πλουτίζει τήν ἀνθρώπινη καρδιά μέ χαρίσματα καί καρπούς πνευματικούς ὅπως «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία…»[14]. Φωτίζει ἐπίσης τόν ἄνθρωπο νά μετέχει στό ἀνακαινιστικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ[15], νά μήν περιπατεῖ καί συμπεριφέρεται «κατά σάρκα… ἀλλά κατά πνεῦμα»[16], νά ἐρευνᾶ ἀκόμη «καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ»[17], νά προγεύεται τά ἔσχατα καί νά ζεῖ «σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς»[18], ἀπαλλαγμένος ἀπό τά ἔργα πού εἶναι ἴδιον τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου ὅπως «ἔχθραι, ἔρις, ζῆλος, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι…»[19]. Στόχος ἑπομένως τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐνοίκιση τοῦ Πνεύματος στήν καρδιά[20], τό «πνεύματι ζῆν»[21] καί ἡ ἐν τῷ κόσμῳ ἀναστροφή ἐν «πνεύματι Θεοῦ»[22]. Τόσο σημαντική εἶναι ἡ πνευματική ζωή γιά τόν ἄνθρωπο, ὥστε γίνεται λόγος γιά τό σῶμα ὡς ναό «τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος»[23].
δ) Ἡ μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις πνευματικότητα ἀναμφίβολα ἀποτελεῖ πρόκληση γιά τό σύγχρονο κόσμο πού σκέπτεται διαφορετικά, ἔχει τίς δικές του προτεραιότητες, μεταλλάσσεται γρήγορα, βιώνει ἤ/καί γίνεται μάρτυρας τῶν πλέον αἱματηρῶν πολεμικῶν συγκρούσεων, υἱοθετεῖ ἤ ἐπιτρέπει συμπεριφορές πού διαταράσσουν τήν ἰσορροπία τοῦ οἰκοσυστήματος, κινεῖται ἀνάμεσα σέ πολλές μορφές πνευματικότητας, δέν προσδοκᾶ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κολακεύει τή «βασιλεία τοῦ ἀποθεωμένου ἑαυτοῦ»[24], δέν τόν γεμίζουν τά πρότυπα τῆς χριστιανικῆς θρησκευτικότητος, ἀλλά ἐπενδύει σέ καινούργια ἐκτός τοῦ χριστιανικοῦ χώρου, ἢ στίς ποικίλες άνθρώπινες κατακτήσεις, ἀκόμη καί τή μαγεία ἢ τίς ἀκρότητες τοῦ φονταμενταλισμοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν δική της παράδοση, πνευματικότητα, πίστη καί προσευχή δέν μπορεῖ παρά νά δίδει τή μαρτυρία της διαλεγόμενη κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες μέ τόν σύγχρονο κόσμο. Ἡ πνευματικότητα ὡς κοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό, ζωή ἐν Χριστῷ καί ἁγιοπνευματική ἐμπειρία μέ προοπτική τά ἔσχατα ἔχει πολλά νά δώσει στίς σημερινές ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Τό μήνυμα τῆς ἀγάπης, τῆς συμφιλίωσης καί τῆς καταλλαγῆς πού ὁ Χριστός ἔφερε στόν κόσμο θά πρέπει νά κυριαρχεῖ στό ἀναγκαῖο στίς μέρες μας προφητικό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ἔρχονται νά ἐπιβεβαιώσουν τήν ἀγωνία τῆς Ἐκκλησίας σήμερα γιά τό θέμα αὐτό.
Στήν Ἐγκύκλιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού συνεκλήθη στό Κολυμπάρι Χανίων τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, καί στό κεφάλαιο γιά τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ κόσμῳ μεταξύ τῶν ἄλλων σημειώνονται καί τά ἑξῆς:
«Ἡ ζωή τῶν χριστιανῶν εἶναι ἀψευδής μαρτυρία τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως τῶν πάντων – “εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα” (Β΄ Κορ. 5,17) καί κλῆσις πρός πάντας τούς ἀνθρώπους προσωπικῆς μετοχῆς ἐν ἐλευθερίᾳ εἰς τήν αἰώνιον ζωήν … Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τάς συγχρόνους ἐκκοσμικευμένας κοινωνίας, ὡς ἐπίσης καί ὁ εὐαγγελισμός ὅσων εἰσέτι δέν ἐγνώρισαν τόν Χριστόν, ἀποτελοῦν ἀδιάλειπτον χρέος τῆς Ἐκκλησίας».
Στίς 7 Ἰουλίου τρέχοντος ἔτους στή Βασιλική τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας πραγματοποιήθηκε ἡ συνάντηση μεταξύ τοῦ πάπα καί Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν καί τῶν ἐπικεφαλῆς τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ πρωτοβουλία ἀνῆκε στόν πάπα Φραγκίσκο, ὁ ὁποῖος προσκάλεσε τούς Ἱεράρχες προκειμένου νά στοχαστοῦν καί νά προσευχηθοῦν ἀπό κοινοῦ γιά τήν εἰρήνη στίς περιοχές πού χειμάζονται ἀπό τούς πολέμους καί τίς συγκρούσεις καί ἰδιαίτερα στή Συρία.
Ἐπελέγη τό Μπάρι, ὡς τόπος συνάντησης, ἐπειδή θεωρεῖται «παράθυρο πρός τήν Ἀνατολή», χάρις στό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη Βασιλική καί τό ὁποῖο ἀπό τή μετακομιδή του ἀπό τά Μύρα στήν πόλη τῆς Άπουλίας τό ἔτος 1089, ἑνώνει μέσω τῆς κοινῆς εὐσέβειας πρός τό πρόσωπο τοῦ οἰκουμενικοῦ ἁγίου Ὀρθοδόξους καί Καθολικούς. Ὁ πάπας Φραγκίσκος καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔδειξαν γιά μίαν ἀκόμη φορά τόν πλέον αὐθεντικό δρόμο καί τόν προορισμό τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας, δηλαδή τήν προσευχή πρός τόν βιβλικό Θεό τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς.
Μέ τά παραδείγματα αὐτά καί τίς ὡς ἄνω σχετικές μέ τό θέμα μας ἀναφορές χαιρετίζω τό παρόν Διαχριστιανικό Συμπόσιο καί εὔχομαι καλήν ἐπιτυχία στίς ἐργασίες του. Θά εἶναι παράλειψη, πρίν κλείσω, νά μήν εὐχαριστήσω καί συγχαρῶ τήν Ὀργανωτική Ἐπιτροπή και ιδιαιτέρως, τόν π. Luca Bianchi, Πρόεδρο τοῦ Φραγκισκανικοῦ Ἰνστιτούτου Πνευματικότητας, ἐδῶ καί πολλά χρόνια πολύτιμο φίλο καί ἀκαδημαϊκό συνεργάτη τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου γιά τήν ἄοκνη μέριμνα καί τόν καθοριστικό ρόλο του στην πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς συνάντησης, τόν π. Guglielmo Spirito, καθηγητή στο Θεολογικό Ινστιτούτο της Ασίζης γιά τήν ὑποδοχή καί τή γενναιόδωρη φιλοξενία σέ αὐτόν τόν ὡραῖο χῶρο καί, τέλος, τόν καλό συνάδελφο κ. Παναγιώτη Ὑφαντῆ γιά τή βοήθειά του στήν όργάνωση τῆς ὀρθόδοξης συμμετοχῆς σέ αὐτό τό Συμπόσιο.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
[1] Γέν. 1,28.
[2] Βασιλείου Τ. Γιούλτση, Πνευματικότητα καί κοινωνική ζωή, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 21999, σ.17.
[3] Γρηγορίου Νύσσης, Εἱς τά τῆς Γραφῆς ρήματα…, PG 44, 293D.
[4] Γέν. 2,15.
[5] Βλ. Παναγιώτη Ἀρ. Ὑφαντῆ, Κλήση-πορεία-μετοχή. Ἡ πνευματική ὀντολογία τῆς χριστιανικῆς ἁγιότητας, ἐκδ. «Ἁρμός», Ἀθήνα 2010, σσ. 110-129.
[6] Ἰω. 1,14: «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».
[7] Γεωργίου Π. Πατρώνου, Ἐκκλησία καί κόσμος. Θέματα πνευματικοῦ καί κοινωνικοῦ προβληματισμοῦ, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 22002, σσ. 153-156.
[8] Ρωμ. 5,8.
[9] Ρωμ. 6,4-6.
[10] Κολ. 3,9-10.
[11] Ρωμ. 6, 4-6.
[12] Ρωμ. 8,6.
[13] Ρωμ. 8, 16.
[14] Γαλ. 5, 22-23.
[15] Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, Όρθόδοξη πνευματική ζωή, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1984, σ.170. Βλ. καί Παναγιώτη Ἀρ. Ὑφαντῆ, ὅ.π., σσ. 101-110.
[16] Ρωμ. 8, 4.
[17] Α΄ Κορ. 2,10.
[18] Τίτ. 2, 11-12.
[19] Γαλ. 5, 19-21.
[20] Ρωμ. 8, 10-11.
[21] Πρβλ. Γαλ 2, 20· 5, 25.
[22] Ρωμ. 8, 14.
[23] Α΄ Κορ. 6,19. Βλ. καί Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ, «Ἱερουργοί καί Φιλοθεάμονες». Κεφάλαια Ἱστορίας καί Θεολογίας τῆς Λατρείας, ἐκδ. Δέσποινα Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 122-123.
[24] Βλ. Δημήτρη Μπεκριδάκη, «Ὁ ἀνακυκλωμένος ἑαυτός – Ἡ Ἁγιότητα στή Νέα Ἐποχή», στό συλλ.τόμο, Ἁγιότητα. Ἕνα λησμονημένο ὅραμα (σειρά Όρθόδοξη Μαρτυρία 75), ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἄθήνα 2001.