Του Παναγιώτη Ι. Μπούμη, Ομοτ. Καθηγητή του Παν/μιου Αθηνών στην Romfea.gr
Πρό 55 ἐτῶν περίπου καί συγκεκριμένως στίς 7 Δεκεμβρίου τοῦ 1965, ὅπως εἶναι γνωστό, ἔγινε τό μεγάλο γεγονός τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 πού εἶχαν ἐπιβληθεῖ μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως.
Οἱ αἰτίες τῆς ἐπιβολῆς αὐτῆς ἦταν διάφορες, ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἐκτεθοῦν ἐδῶ.
Ἐδῶ μόνο θά σημειώναμε ὅτι οἱ αἰτίες αὐτές, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί λεκτικές ἤ μεταφραστικές διατυπώσεις καί διαφωνίες, οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν καί πρό τοῦ 1054 καί πρό δηλαδή τῆς ἐπιβολῆς τῶν ἀναθεμάτων.
Ἐν συνεχείᾳ ὅμως τονίστηκαν καί μεγαλοποιήθηκαν σέ βαθμό ἀσύλληπτο. Καί φθάσαμε στήν ἑκατέρωθεν ἐπιβολή αὐτῶν, ἀλλά καί ἄλλων ἀναθεμάτων, καθώς καί τήν ἀποξένωση, γιατί ὄχι καί τήν ἀντιχριστιανική ἐχθρότητα μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καί τῶν μελῶν τους.
Καί αὐτά μέ τήν ἰδέα ὅτι βαδίζαμε ἐκκλησιαστικά καί χριστιανικά Ἀνατολή καί Δύση. Καί μέ αὐτά πέρασαν κάπου χίλια χρόνια.
Αὐτή ἦταν ἡ β΄ περίοδος τῆς χριστιανοσύνης ἡ λεγόμενη δεύτερη μ.Χ. χιλιετία, ἤ καλλίτερα ἡ ἐφηβική ἡλικία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας μέ τίς πολλές καί παράλογες ἀναστατώσεις.
Καί ἦλθε καί ξημέρωσε ἡ τρίτη περίοδος (ἡ τρίτη χιλιετία) μέ τήν «προδρομική» ἡμέρα τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965. Κατ' αὐτήν σάν «ἀστραπή» (Ἀ. Χαστούπης) ἔγινε ἡ ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054.
Τότε ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ καί ὁ Πάπας Ρώμης Παῦλος ὁ ΣΤ΄ μέ τίς περί αὐτούς συνόδους τους ἦραν τά ἀναθέματα καί ἀφήρεσαν τά κανονικά αὐτά μεσότοιχα, τά ὁποῖα ἐμπόδιζαν τήν κανονική ἐπικοινωνία τῶν ἐκπροσώπων καί τῶν μελῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί τήν ψυχική ὠφέλεια τῶν κεκοιμημένων ἐν τῷ ἀναθεματισμῷ.
Ἀναγνώρισαν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἐκκλησία καί δέν θεωροῦνται πλέον ὡς «συναγωγή τοῦ σατανᾶ», ὅπως ἔλεγαν καί ἀπό τίς δύο πλευρές μέλη τους, ἀλλά ὡς ἀδελφές τῆς Μίας Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ πρέπει νά σταθοῦμε διακριτικά καί νά διευκρινίσουμε κανονολογικά κάτι τό σπουδαῖο. Εἴπαμε ὅτι ἦραν οἱ Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ καί Παῦλος ὁ ΣΤ΄ μέ τίς περί αὐτούς συνόδους τά ἀναθέματα τοῦ 1054.
Ἀλλά τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ Πάπα ἔτυχε τῆς πανηγυρικῆς ἐγκρίσεως καί ἐπικυρώσεως τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἱεραρχίας, ἐνώπιον τῆς ὁποίας καί ἀναγνώστηκε τό κείμενο τῆς ἄρσεως, ἐπειδή ἐκεῖνο τόν καιρό συνεδρίαζε στό Βατικανό.
Ἑπομένως θά λέγαμε ὅτι ἀπό Ρωμαιοκαθολικῆς πλευρᾶς καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης τό θέμα ἔχει λήξει.
Ζήτημα τέθηκε καί ἴσως τίθεται ἀπό μερικούς ὀρθοδόξους καί μή γιά τήν ἄρση τοῦ ἀναθέματος ἐκ μέρους τοῦ Ἀθηναγόρα καί τήν ἰσχύ αὐτῆς, ἐπειδή αὐτός εἶχε λάβει τήν ἔγκριση μόνον τῆς περί αὐτόν πατριαρχικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὄχι ὅλων τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Ὁπότε μπορεῖ νά προβληθεῖ τό ἐπιχείρημα ὅτι τό ἀνάθεμα πού εἶχε ἐπιβάλει ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος τό ἔτος 1054 ἔχει ἀναγνωριστεῖ, ἔστω σιωπηρῶς, ἀπό ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή καί δέν ἀρκεῖ ἡ ἄρση τήν ὁποία πραγματοποίησε ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας χωρίς τίς ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Ὁπότε ἀπαραίτητο εἶναι νά ἐπακολουθήσει καί μία ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἔγκριση καί ἐπικύρωση τῆς πράξεως αὐτῆς τῆς ἄρσεως τοῦ Ἀθηναγόρα.
Πλήν ὅμως, ἐάν προσέξουμε καλά, αὐτή ἡ ἀναγνώριση καί ἐπικύρωση θά δοῦμε, κατά τήν ἄποψή μας, ὅτι ἔγινε καί συνεχίζει νά γίνεται ὡς ἑξῆς:
1) Κατά πρῶτον καμμία Ἐκκλησία Ὀρθόδοξη (ὄχι μεμονωμένες ὁμάδες πιστῶν) δέν ἀποδοκίμασε τή γενόμενη ἄρση, ἀλλά τήν ἀνέχτηκε καί δέχτηκε ἔστω σιωπηρῶς.
Μήπως καί σέ ἀποφάσεις ἀκόμη καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν ἔχουμε τή διαδικασία αὐτή;
2) Ἀλλά τό ἀκόμη πιό σημαντικό καί εὐχάριστο εἶναι τό γεγονός ὅτι τό 2018 στή Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης καμμία Ἐκκλησία Ὀρθόδοξη, οὔτε ἕνας ἱεράρχης δέν ἔθεσε θέμα ἀμφισβητήσεως τῆς γενόμενης ἄρσεως.
Ἔτσι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες σιωπηρῶς ἀποδέχτηκαν καί ἐνέκριναν τή γενόμενη ἄρση τό ἔτος 1965. Καί μάλιστα αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα θετικό ἀποτέλεσμα τῆς συγκλήσεως τῆς συνόδου αὐτῆς, ὅπως γράφουμε στή συλλογή ἄρθρων μέ τίτλο Ἐκκλησιολογικά, διεκκλησιαστικά, πολιτειοκρατικά.
3) Ἐπιπλέον τό ἐπίσης εὐχάριστο εἶναι ὅτι ἐνῶ τό ἐπεσήμανα αὐτό τό σημαντικό καί θετικό γεγονός τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, κανείς δέν τό ἀμφισβήτησε ἀπό ὅ,τι γνωρίζουμε μέχρι τώρα.
4) Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί τό γραφεῖο «ἐπί τῶν αἱρέσεων καί τῶν παραθρησκειῶν» τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς, τό ὁποῖο (θέλει νά) πρωτοστατεῖ σέ θέματα ὀρθοδόξου πίστεως καί κανονικῆς τάξεως μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ἔθιξε τή θέση καί ἄποψή μας αὐτή.
Καί αὐτό παρά τό γεγονός ὅτι δημοσίευσα αὐτή τήν ἄποψή μου καί σέ ἄρθρο μου στή γνωστή τους ἱστοσελίδα Ρομφαία (Romfea) ὑπό τόν τίτλο «Οἱ δέ Οὐκρανοί οὐνῖτες τί;» καί ὑπότιτλο «Ἡ Μεγάλη Ὑπέρβαση» καί παρά τό ὅτι ἀσχολήθηκε μέ ἄλλα σημεῖα τοῦ ἄρθρου μου.
Τό θέμα τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τό ἄφησε ἄθικτο. Καί εἶναι αὐτό τυχαῖο;
Καί μποροῦμε νά τό παραβλέψουμε; Κάποια δικαιολογία θά ὑπάρχει. Ἤ μήπως ὑπο(ἀπο)δεικνύεται ὅτι ὑπολανθάνει κάποια ἀδελφοσύνη;
Ἐκεῖνο ὅμως πού θά θέλαμε ἐδῶ νά ἐξάρουμε τελειώνοντας εἶναι οἱ ἑξῆς λόγοι τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, τούς ὁποίους ἔχουμε σέ Δήλωσή του τῆς 7.12.1966, στήν πρώτη ἐπέτειο τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων: «Δι' ὅ καί τό πανορθόδοξον φρόνημα ἀγάπης, εἰρήνης καί ὑπακοῆς εἰς τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἡμῶν διά τήν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Αὐτοῦ Ἐκκλησίας διατρανοῦντες, δηλοῦμεν, ὅτι ἐν ταπεινώσει θά διακονήσωμεν περαιτέρω τῇ Ἀληθείᾳ τῆς Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ἑτοίμως ἔχοντες, ἵνα διά σειρᾶς νέων ἐκκλησιαστικῶν πράξεων ἀγάπης συνεχίσωμεν τό ἔργον τῆς Πράξεως τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965, τόπον διδόντες τῇ δυνάμει καί ἐνεργείᾳ τοῦ Παναγίου Πνεύματος».
Συναφῶς θά θέλαμε νά ἐπαναλάβουμε τούς κατωτέρω λόγους τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τό ἔργο του Περί τοῦ μή δεῖν ἀναθεματίζειν ζῶντας ἤ τεθνηκότας: «Τά γάρ αἱρετικά δόγματα, τά παρ' ὧν παρελάβομεν, ἀναθεματίζειν χρή, καί τά ἀσεβῆ δόγματα ἐλέγχειν, πᾶσαν δέ φειδώ ἀνθρώπων ποιεῖσθαι, καί εὔχεσθαι ὑπέρ τῆς αὐτῶν σωτηρίας. Γένοιτο δέ πάντας ἡμᾶς . . . ἀπαντῆσαι ἐν ἡμέρᾳ τῆς (μελλούσης) ἀναστάσεως αὐτῷ τῷ ἐπουρανίῳ νυμφίῳ, προσφέροντες αὐτῷ πλείστους ἐν δόξῃ ὠφεληθέντας ἐκ τῆς ἡμῶν συμπαθείας, χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ αὐτοῦ».
Ὑπογραμμίζουμε καί τονίζουμε τά ἀνωτέρω, ὥστε οἱ σημερινοί ἤ αὐριανοί ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας, σ' ὅποιους ὅποτε θελήσει ἤ ἐπιτρέψει ὁ Θεός, νά προχωρήσουν στήν ἐφαρμογή καί ὑλοποίησή τους, ὥστε νά βελτιώνονται καί οἱ ἀδελφικές σχέσεις καί πράξεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μέσα στό πλαίσιο μιᾶς μεγάλης ὑπέρβασης ἀντί νά παρακωλύονται, νά ὑποβαθμίζονται ἤ νά παραμελοῦνται.
Παν. Μπούμη, Ἐκκλησιολογικά, διεκκλησιαστικά, πολιτειοκρατικά, Ἔκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθήνα 2017, σελ. 66 ἑξ.
Ὅπ. παρ., σελ. 71.
Ὅπ. παρ., σελ. 72.
Ὅπ. παρ., σελ. 71.
Ὅπ. παρ., σελ. 72.