Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΚΟΙΝOΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ


Εν Αγίω Όρει τη 21-7-2016

Προς την σεβαστήν Ιεράν Κοινότητα

του Αγίου Όρους, εις Καρυάς

Την Υμετέραν Πανοσιολογιότητα αδελφικώς εν Κυρίω κατασπαζόμεθα,
Συμφώνως προς την εντολήν της Εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως (202ας Συνόδου), μετέβην εις Κρήτην, από της 15ης Ιουνίου μέχρι της 26ης συμφώνως προς το πρόγραμμα το οποίον μου εστάλη από την Αρχιγραμματείαν, δια τας εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Παν­ορδοδόξου Συνόδου, ως σύμβουλος της αντιπροσωπίας του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η ιδιότης αυτή του συμβούλου κατά την πρόοδο των εργασιών της Αγίας Συνόδου εφάνη ότι ήτο τιμητική – συμβολική, καθόσον δεν μας ανετέθη κάποια τυχόν αρμοδιότης και δεν μας εζητήθη η συμμετοχή μας εις σχετικήν τινα διεργασίαν. Είχομεν όμως την δυνατότητα της πλήρους συμμετοχής εις τας εργασίας της Αγίας Συνόδου και τας σχετικάς εκδηλώσεις. Συνέπεια τούτου ήτο η συναναστροφή μετά των μελών όχι μόνον της Πατριαρχικής αντιπροσωπίας, αλλά και αυτάς των άλλων Εκκλησιών. Είχα λοιπόν την ευκαιρία να γνωρίσω και να επικοινωνήσω με πλήθος Αρχιερέων, να λάβω την ευχή τους και συγχρόνως να γίνω αποδέκτης του προς το Αγιώνυμον Όρος σεβασμού των, αλλά και των προσδοκιών των δια την συνέχισιν της εμπράκτου υποδειγματικής πνευματικής ζωής και ακτινοβολίας αυτής προς τον εν ποικίλαις περιστάσεσιν ευρισκόμενον κόσμον. Επίσης διεπίστωσα την απλότητα και ανεπιτήδευτον καταδεκτικότητα των περισσοτέρων εξ αυτών, καθώς και την μετ’ αυτών εν Πνεύματι Αγίω κοινωνίαν, συννενόησιν και ταυτότητα προσεγγίσεως εν πολλοίς των θεμάτων της Αγίας Συνόδου, αλλά και πολλών άλλων.

Η ευσυνειδησία αυτή και συνέπεια προς την ιδιότητα του Ορθοδόξου Αρχιερέως ήτο εμφανής εις την συντριπτικήν πλειοψηφίαν των μελών της Αγίας Συνόδου, ώστε να γίνεται πλέον αντιληπτή και φανερή, η αδυναμία τινών εξ αυτών να συλλάβουν και να εκφράσουν διακριτικά και επίκαιρα τον θεολογικόν λόγον, καθώς και η έντονη επήρεια τινών εκ του κοσμικού φρονήματος. Όμως εις κανένα δεν δυνάμεθα να αποδώσωμε, τουλάχιστον δεν άφησεν κανείς να εννοηθή κάτι ανάλογο, διάθεσιν η πρόθεσιν σχετικοποιήσεως της Ορθοδόξου Πίστεως και ιδιαίτερα όσον αφορά τον διάλογο και την επικοινωνίαν με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Αντιθέτως μάλιστα ομοφώνως εγένετο δεκτόν και κατεγράφη ως απαράδεκτος προσηλυτιστική μέθοδος η ουνία.

Είναι πράγματι απαράδεκτος και άνευ ουδενός ερείσματος η όλη πολεμική εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και φανερώνεται τώρα μάλιστα εκ των υστέρων, το πως ο αντικείμενος κατάφερε να παρασύρη και καλούς ακόμη αδελφούς, με επιχειρήματα στηριζόμενα στις υπόνοιες και στις υποψίες, να δημιουργούν ένα πλαίσιο συκοφαντικών κατηγοριών, το οποίον σε τελική ανάλυσι στρέφεται εναντίον αυτής ταύτης της αμωμήτου Ορθοδόξου Εκκλησίας. Διότι πράγματι εάν και μέρος τι εκ των κατηγοριών, αι οποίαι εξετοξεύθησαν εναντίον της Αγίας Συνόδου είχον κάποιαν υπόστασιν, τότε δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να διερωτηθή εάν υφίσταται ακόμη η Ορθόδοξος Εκκλησία. Όμως εις πείσμα του αντικειμένου η Αγία Σύνοδος τόσων Ορθοδόξων Αρχιερέων και αρκετών άλλων μελών Αυτής, ως συμβούλων, έδειξεν την πανσθενουργόν και ζωοποιόν Χάριν του Παναγίου Πνεύματος ενεργουμένην όχι μόνον εις τας κατά παράδοσιν Ορθοδόξους χώρας, αλλά, λόγω των διαμορφουμένων κοινωνικών συνθηκών, εξαπλουμένην παγκοσμίως, μαρτυρούσα δε την Αλήθειαν του Μονογενούς και προσκαλούσα πάντας εις σωτηρίαν.

Πλέον συγκεκριμένως, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ησχολήθη με τα έξι Θέματα, τα οποία είχον προετοιμασθή υπό των Πανορθοδόξων Προσυνοδικών Διασκέψεων και τα οποία είχον σταλή προς όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας, και προς την ημετέραν Ιεράν Κοινότητα, και εζητείτο η σχετική τοποθέτησις επ’ αυτών. Ούτω το πρώτον θέμα “Η αποστολή της Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω” συνεπληρώθη εις τινα σημεία προς καλυτέραν θεολογικήν διασάφησιν του κειμένου. Ετέθη ως αρχή του κειμένου το χωρίον “Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλλυται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον» κ.λπ. καθώς επίσης προσετέθη και η πέμπτη παράγραφος, η οποία αναφέρεται εις την ιεραποστολήν, επισημαίνοντας ότι η μεταφορά του μηνύματος του Ευαγγελίου συμφώνως προς την τελευταίαν εντολήν του Χριστού “Πορευθέντες κ.λπ.» αποτελεί διαχρονικήν αποστολήν της Εκκλησίας. Επίσης εγένοντο μερικαί βελτιώσεις και προσθαφαιρέσεις εις διατυπώσεις του Α  κεφαλαίου περί της αξίας του ανθρώπου και εις το Β  περὶ ελευθερίας και ευθύνης, εις το οποίον προσετέθη εις την δευτέραν παράγραφον ως συνέπεια του κακού και η φράσις “παρατηρούμενα νοσηρά φαινόμενα της λήψης εξαρτησιογόνων ουσιών και της υποταγής εις άλλους εθισμούς». Τέλος εις το εκτενέστερον ΣΤ  κεφάλαιο εγένοντο μερικαί επαναδιατυπώσεις εις τας παραγράφους 11, 14 και 15. Σημαντικώτερη, νομίζομεν, είναι η προσθήκη εις την 14ην παράγραφον η οποία λέει “Η Εκκλησία προσδοκώσα την ανακεφαλαίωσιν των πάντων εις το εν Σώμα του Χριστού, υπενθυμίζει εις πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, ότι ο Χριστός πάλιν θα έλθη κατά την Δευτέραν Παρουσίαν Του “κρίναι ζώντας και νεκρούς» και ότι “της Βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος». Με την προσθήκην αυτήν αποσαφηνίζεται η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας και επισημαίνεται ότι ο σκοπός του ανθρώπου είναι η επιτυχής προετοιμασία του δια την συμμετοχήν του εις την επουράνιον μελλοντικήν Βασιλείαν του Κυρίου. Καταλήγει δε το περί ου ο λόγος κείμενον αναφέροντας ότι “η Εκκλησία προβάλλει την θυσιαστικήν αγάπην του Εσταυρωμένου Κυρίου Της ως την μόνην οδόν προς ένα κόσμον ειρήνης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, των οποίων μόνον και έσχατον μέτρον είναι πάντοτε ο υπέρ της του κόσμου ζωής θυσιασθείς Κύριος….».

Εις το δεύτερον θέμα “Η Ορθόδοξος Διασπορά», δεν υπήρξαν σημαντικαί παρατηρήσεις. Προσετέθη εις τας περιοχάς των Επισκοπικών συνελεύσεων ως ιδιαιτέρα περιοχή ο Καναδάς, καθώς επίσης και εις τον κανονισμόν αυτών των συνελεύσεων, εις το άρθρον 5 εδάφιον γ , η φράσις, μετά των άλλων Εκκλησιών, διορθώθηκε, μετά των ετεροδόξων, δείχνοντας τοιουτοτρόπως και την τάσιν του Σώματος της Αγίας Συνόδου σχετικώς με το θέμα του­το. Εγένετο σχετική συζήτησις περί του κανονικώς ορθού να υφίσταται ένας Επίσκοπος εις εκάστην περιοχήν – πόλιν. Όμως απετέλεσε κοινήν διαπίστωσιν, ότι λόγω της μεταναστεύσεως και των ισχυρών δεσμών των μεταναστών με τους τόπους καταγωγής των, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή η κανονική ακρίβεια και εγένετο αποδεκτή η ενδιάμεσος λύσις των Επισκοπικών Συνελεύσεων, προς κοινήν Ορθόδοξον παρουσίαν έναντι των εκασταχού Αρχών, με προοπτικήν όμως την εξομάλυνσιν της καταστάσεως κατά το μέλλον.

Εις το τρίτον θέμα “Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», δεν υπήρξε κάποια ουσιώδης συζήτησις εκτός κάποιων προβληματισμών, τους οποίους εξέφρασεν ο Σεβασμιώτατος Ταλλίνης και Εσθονίας κ. Στέφανος.

Εις το τέταρτον θέμα “Το Μυστήριον του Γάμου και τα κωλύματα αυτού», καταδικάζονται σαφώς, η πίεσις δια την αναγνώρισιν νέων μορφών συμβιώσεως, ο πολιτικός λεγόμενος γάμος ως διάφορος προς τον ευλογούμενον υπό του Θεού και της Εκκλησίας γάμον, τα σύμφωνα συμβιώσεως του αυτού φύλου, καθώς και Πάσα άλλη μορφή συμβιώσεως διαφορετική του γάμου. Εις τα κωλύματα του γάμου εγένοντο ωρισμέναι μεταβολαί, αι οποίαι δεν φαίνεται μεν να επιφέρουν κάποιαν αλλαγήν εις την επικρατούσαν κατάστασιν, δίδουν όμως το δικαίωμα δια υποψίαν τινά αλλαγής της στάσεως της Εκκλησίας απέναντι του θέματος του δευτέρου γάμου των κληρικών. Συγκεκριμένως το 4° εδάφιο, ενώ έλεγε “Η ιερωσύνη αποτελεί, συμφώνως προς την ισχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 της Πενθέκτης εν Τρούλλω συνόδου) κώλυμα προς σύναψιν γάμου», διεμορφώθη ως εξής, “Η ιερωσυνη αυτή καθ’ εαυτήν δεν αποτελεί κώλυμα γάμου, αλλ’ όμως συμφώνως προς την ισχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 της Πενθέκτης εν Τρούλλω συνόδου) μετά την χειροτονίαν κωλύεται η σύναψις γάμου». Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρησιμοποιηθή η διατύπωσις αυτή από οποιονδήποτε δια καταστρατήγησιν της σαφούς εντολής των Ιερών Κανόνων. Όμως θα ήτο παράλειψις να μη αναφέρω την παρέμβασιν του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Πολωνίας, ότι το μυστήριον του γάμου είναι ιερόν και κατ’ ενώπιον Θεού και η ένωσις την οποίαν επιφέρει εις τους προσερχόμενους έχει αιωνίαν ισχύν και επεκτείνεται και εις τον μέλλοντα αιώνα και δι’ αυτό δεν μπορεί να είναι επιτρεπτόν εις ένα ιερέα να υποβιβάζη την αξίαν του ιερού τούτου Μυστηρίου και να γίνεται αρνητικόν παράδειγμα δια το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Επίσης εις την παράγραφον 5,ι σχετικώς με τον γάμον Ορθοδόξων μεθ’ ετεροδόξων, αφηρέθη το δεύτερον σκέλος αυτής, το οποίον ανεφέρετο εις την κατά συγκατάβασιν και φιλανθρωπίαν δυνατότητα ευλογίας αυτού προς ικανοποίησιν της Εκκλησίας της Γεωργίας. Όμως η τελευταία παράγραφος 7 περί εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας, ετέθη αμέσως μετά ως παράγραφος 5,ιι αφίνουσα εν τέλει εις την διάκρισιν εκάστης Εκκλησίας το θέμα της τελέσεως των μικτών γάμων.

Εις το πέμπτον θέμα “Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον», παρ’ όλον που δεν υπήρχεν ουδεμία πρότασις αλλαγής του σχετικού κειμένου, η επιπολαιότης, κατά την γνώμην μου, ελαχίστων επισκόπων προεκάλεσεν ου μικράν συζήτησιν. Κατ’ αρχήν εζητήθη από τον Σεβ. Περγάμου να αφαιρεθή η τελευταία φράσις της πρώτης παραγράφου, η οποία και ολοκλήρωνε την παράγραφον, λέγοντας δια την νηστείαν “και ως εικών της μελλούσης ζωής», η οποία ως αναφέρεται εις την ιδίαν παράγραφον είναι φράσις ειλημμένη εκ του Τριωδίου. Εθεώρησε λοιπόν ο Σεβασμιώτατος ότι δεν δύναται να συνδέεται με την μέλλουσαν ζωήν η νηστεία, επειδή εμείς μετά το Πάσχα καταλύομε και διακόπτομε την νηστείαν και ότι ο όρος εικών δέον να αναφέρεται εις τον Χριστόν η εις τον άνθρωπον ως κατ’ εικόνα Θεού πλασθέντα. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται ιδιαιτέρα σοφία δια να κατανοήση κανείς ότι ο όρος εικών αποτελεί εις την Ορθόδοξον θεολογίαν μίαν πολυσήμαντον έννοιαν και εις την προκειμένην περίπτωσιν θέλει ο υμνωδός να μας διδάξη και να μας μυήση ότι με την νηστείαν προετοιμαζόμεθα και προγευόμεθα την μέλλουσαν ζωήν και τα μοναδικά, άφθαρτα και ανεκτίμητα πνευματικά της αγαθά, τα οποία οφείλουν να αποτελούν εικονικώς και κατά την παρούσαν ζωήν, τον κύριον σκοπόν μας. Όμως συμφωνούντος του Σεβ. Μπάτσκας κ. Ειρηναίου και παρ’ όλην την σωστήν παρέμβασιν του Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου η φράσις αύτη του Τριωδίου απελείφθη εκ του κειμένου.

Εν συνεχεία εγένετο παρέμβασις από δύο κυρίως επισκόπους, ένα εκ της Ελληνικής Εκκλησίας και ένα εκ της Κυπριακής Εκκλησίας, οι οποίοι εκφράζοντες ιδίας απόψεις, υπεστήριζαν ενθέρμως και μετά ρητορικής δεινότητος την ελάφρωσιν του κόσμου εκ των υπερβολικών νηστειών και την καθιέρωσιν προαιρετικών και υποχρεωτικών νηστειών, προσπαθήσαντες, ελπίζομεν εξ αγνοίας και αγαθότητος, να παρασύρουν την Αγίαν Σύνοδον εις το θεολογικόν ατόπημα του συμβιβασμού και συσχηματισμού της Εκκλησίας με το κοσμικόν πνεύμα και όχι της προωθήσεως και καθοδηγήσεως του κόσμου υπό της Εκκλησίας εις την Ευαγγελικήν τελειότητα συμφώνως προς την διακριτικήν διδασκαλίαν της αγίας μας Παραδόσεως περί τούτου. Τελικώς δια της βοής των πολλών επισκόπων να μείνη ως έχει, δεν εγένετο άλλη παρέμβασις εις το κείμενον.

Ενώ συνεζητείτο το θέμα της νηστείας, ήκουσα απροσδοκήτως εις παρέμβασίν του ο Σεβ. Περγάμου να καταφέρεται κατά τινων, οι οποίοι υπερβάλλουν και επιβάλλουν επί πλέον νηστείας, ως νηστείαν του Σαββάτου, τριήμερον νηστείαν προ της Θείας Κοινωνίας κ.λπ. υπερβολάς. Εις τους συντελεστάς αυτού του ατοπήματος ανέφερε γενικά κάποιους γέροντας και ονομαστικά το Άγιον Όρος, κατά την αντίληψίν μου με άκρως υποτιμητικόν και περιφρονητικόν τρόπον. Φυσικά εγνώριζα τον Κανονισμόν και δεν εσκέφθην ποτέ να τον παραβιάσω, αλλά μετά τα όσα ελέχθησαν δια το Άγιον Όρος, ως απεσταλμένος της Διπλής Ιεράς Συνάξεως του Αγίου Όρους, εθεώρησα υποχρέωσίν μου να απαντήσω και να αποκαταστήσω την αλήθειαν και προς του­το εζήτησα τον λόγον. Ο Παναγιώτατος το αντελήφθη αμέσως, το ανέφερε εις το σώμα με σαφώς θετικήν διάθεσιν, αλλά επεσήμανε την αδυναμίαν Του να ικανοποιήση το αίτημά μου λόγω της δεσμεύσεώς Του εκ του κανονισμού. Εν συνεχεία και με την παρότρυνσιν πολλών άλλων μελών της Αγίας Συνόδου, ο Παναγιώτατος ανέφερε ότι θα μου δώση τον λόγο μετά το πέρας της συνεδρίας, το οποίον και επραγματοποιήθη. Αξίζει, νομίζω, να σημειωθή ότι μαζί με την όλην θετικήν, “πνευματικήν και Ορθόδοξον θεολογικήν παρουσίαν της Εκκλησίας της Πολωνίας, κατά τας εργασίας της Συνόδου, και εις το σημείον αυτό παρενέβη δια του ελληνομαθούς Σεβ. επισκόπου Σιεμιατίτσε κ. Γεωργίου και εζήτησε με την ευλογίαν του Αρχιεπισκόπου Πολωνίας να επιτραπή να ομιλήση ο εκπρόσωπος του Αγίου Όρους εκ μέρους της Εκκλησίας της Πολωνίας.

Είχα λοιπόν την ευκαιρίαν ενώπιον της ολομελείας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αποκαθιστώντας την αλήθειαν να αναφέρω ότι εις το Άγιον Όρος δεν παραβιάζεται η κατάλυσις του Σαββάτου εκτός του Μεγάλου Σαββάτου, δεν απαγορεύεται η προσέλευσις εις το Ιερόν Μυστήριον της Θείας Κοινωνίας κατά την Κυριακήν και ότι όχι μόνον δεν αποτρέπονται οι μοναχοί από την συχνήν Θείαν Κοινωνίαν αλλά και προτρέπονται προς τούτο μαζί με τους ευλαβείς προσκυνητάς, επειδή θεωρείται απαραίτητον στοιχείον της γνησίας πνευματικής ζωής. Επίσης ανέφερα ότι οι αγιορείται πνευματικοί τυγχάνουν ευρύχωροι πνευματικά και προσπαθούν διακριτικά με πόνον και αγάπην δια τον κάθε άνθρωπον, να τον βοηθήσουν εις την επώδυνον οδόν της μετανοίας και να τον προωθήσουν φιλάδελφα εις την Ευαγγελικήν υπόδειξιν της πορείας προς την τελειότητα. Και τέλος ανέφερα ότι χάριτι Θεού συνεχίζεται η φιλοκαλική Πατερική παράδοσις και σήμερον εις το Αγιώνυμον Όρος εις όλας τας μορφάς του μοναχικού βίου, προξενώντας αισθήματα αισιοδοξίας και πνευματικής χαράς σε όλους όσους το αγαπούν, κατανοούν τον πνευματικόν Του πλούτον και εμπνέονται από αυτόν.

Εις το έκτον θέμα “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», επικεντρώθη περισσότερον η προσοχή όλων, καθόσον είχε δεχθή την μεγαλυτέραν κριτικήν και είχον προταθή πολλαί παρατηρήσεις επί του κειμένου υπό των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Η Εκκλησία της Ρουμανίας είχεν ήδη αποστείλει τας παρατηρήσεις της επί των κειμένων εις την Γραμματείαν της Αγίας Συνόδου και τας οποίας υπεστήριξεν επιτυχώς ο Μακαρ. Πατριάρχης Αυτής κ. Δανιήλ, με ουσιαστικήν θεολογικήν επιχειρηματολογίαν και πνευματικόν δυναμισμόν, συμβάλων ούτω αποτελεσματικώς εις την αισίαν έκβασιν των εργασιών της Μεγάλης Συνόδου.

Το σημείον εις το οποίον παρουσιάσθη η μεγαλύτερα δυσ­κολία συνεννοήσεως ήτο εις την παράγραφον 6, όπου αναφέρεται εις την αναγνώρισιν της ιστορικής ονομασίας των άλλων Εκκλησιών και ομολογιών. Η μία άποψις υπεστήριζεν ότι διαχρονικά απεδίδετο εις τους ετεροδόξους ο χαρακτηρισμός Εκκλησία, δια λόγους ιστορικούς, κοινωνιολογικούς και λόγω του αυτοπροσδιορισμού των ως Εκκλησίαι, χωρίς αυτό να σημαίνη εις καμμίαν περίπτωσιν την ταύτισιν η την εξίσωσιν με την ουσιαστικήν και δογματικήν έννοιαν του όρου Εκκλησία. Αυτήν την άποψιν υπεστήριζον κυρίως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, η Εκκλησία της Αλβανίας κ.α. Η άλλη άποψις υπεστήριζε την απάλειψιν του όρου Εκκλησία προς χαρακτηρισμόν των ετεροδόξων, προς σαφεστέραν αποτύπωσιν των ουσιαστικών δογματικών διαφορών αι οποίαι υφίστανται μετά της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Την γνώμην αυτήν υπέβαλον με διαφόρους παραλλαγάς η Εκκλησία της Ελλάδος, της Ρουμανίας, Πολωνίας κ.α.

Εις την απογευματινήν συνεδρίαν της Παρασκευής 24 Ιουνίου, ο πρόεδρος της Συνόδου, Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος αντιληφθείς την επερχομένην δυσκολίαν προς διευθέτησιν του θέματος, επρότεινε να συσταθή μία επιτροπή με την συμμετοχήν των Εκκλησιών, αι οποίαι έχουν προτάσεις, προκειμένου να ευρεθή μία έκφρασις και διατύπωσις του υπό συζήτησιν θέματος, η οποία να ικανοποιή όλας τας πλευράς. Σημειωτέον ότι δεν αντελήφθην να έχη υπάρξει κάποια, έστω και υποτυπώδης, γραμματειακή επεξεργασία και προετοιμασία των διαφόρων θέσεων των Εκκλησιών προς διευκόλυνσιν των εργασιών της Συνόδου. Δυστυχώς εκείνην την κρίσιμον στιγμήν εζήτησε και έλαβε τον λόγον ο Σεβ. Περγάμου, ο οποίος, κατά την αντίληψίν μου ευρισκόμενος εκτός πρα-γματικότητος, είπε ότι το κείμενον είναι πολύ καλόν και δεν βλέπει τον λόγον να γίνη επιτροπή και δι’ αυτό δεν χρειάζεται κάποια τέτοια κίνησις. Η υποχώρησις του Παναγιωτάτου εις την παντελώς αδιάκριτη και ακατανόητη εμμονή του Σεβ. Περγάμου εις τα όσα είχον διατυπωθή εις το κείμενον, χωρίς διάθεσιν διαλόγου, κατανοήσεως της απόψεως των άλλων Εκκλησιών και προσπάθειας συγκερασμού των διαφορετικών προσεγγίσεων του θέματος, επέφερε την εύλογον αντίδρασιν, μέχρι και εμφανούς εκνευρισμού, του μέχρι τότε ηρέμου και με θεολογικά επιχειρήματα συμμετέχοντος εις τας συζητήσεις Πατριάρχου Ρουμανίας. Επιπλέον και το Πατριαρχείον Σερβίας κατέθεσε γραπτήν γνώμην, με την οποίαν υπεστήριξεν ότι το θέμα δεν είναι ώριμον και δι’ αυτό πρέπει η να αναβληθή η να παραταθούν αι εργασίαι της Συνόδου προς καλυτέραν επεξεργασίαν του κειμένου.

Αι εργασίαι έληξαν εκείνο το απόγευμα σε κλίμα μεγάλης πνευματικής δυσφορίας, απογοητεύσεως και εντόνου προβληματισμού δια την εξέλιξιν του θέματος κατά την επομένην ημέραν. Δεν δύναμαι να αποκρύψω και τα έντονα αισθήματα αγανακτήσεως, τα οποία διεπίστωνα να ανέρχωνται εις τον νουν μου, και όχι μόνον εις τον ιδικόν μου αλλά και πολλών άλλων, δια τα πρόσωπα τα οποία δια της στενόκαρδης, η να το διατυπώσωμεν ειλικρινέστερον, υπερφίαλης συμπεριφοράς των, άφησαν να διακινδυνεύση η αξιοπρέπεια και η υπόστασις όχι μόνον του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και αυτής ταύτης της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ίσως όλα αυτά να τα επέτρεψεν ο Κύριος, δια να μη ξεχνάμε την τραγικήν ανθρωπίνην αδυναμίαν μας και ότι πράγματι την Εκκλησίαν την οδηγεί και την σώζει η πανσθενουργός Χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Το πρωί της επομένης ημέρας, συναισθανόμενοι ίσως όλοι περισσότερον τας ευθύνας των, επροτάθη και έγινεν αποδεκτή η διατύπωσις “Παρά ταύτα η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετερόδοξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Με αυτήν την διατύπωσιν καθίσταται σαφές ότι η ονομασία Εκκλησία προς τις ετερόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες σημειωτέον δεν ευρίσκονται σε κοινωνίαν πίστεως και Ιερών Μυστηρίων με την Μίαν Εκκλησίαν, αποδίδεται εις αυτάς, επειδή έτσι ονομάζονται κατά την ροήν της ιστορίας και έχει, αύτη η ονομασία, σημασίαν και περιεχόμενον αποκλειστικώς ιστορικόν και κοινωνιολογικόν και σε καμμίαν περίπτωσιν ουσιαστικόν και δογματικόν τοιούτον.

Εν συνεχεία διορθώθησαν και αποσαφηνίσθησαν και ωρισμέναι ακόμη φράσεις, όπως παράγραφος 5, της απολεσθείσης ενότητος των Χριστιανών, διορθώθηκε με την απάλειψιν της λέξεως απολεσθείσης, ώστε να μη δύναται κανείς να υπονοήση ότι και η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει κάποιο έλλειμα σχετικώς με το πλήρωμα της Αληθείας. Επίσης, δια παρομοίους λόγους, εις την παράγραφον 7 απελείφθη η φράσις και «αι κοιναί προσπάθειαι προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος». Επίσης εις το τέλος της 9ης παραγράφου προσετέθη με πρωτοβουλίαν της Εκκλησίας της Ρουμανίας η φράσις “Οι διμερείς και πολυμερείς θεολογικοί διάλογοι δέον όπως υπόκεινται εις πανορθοδόξους περιοδικάς αξιολογήσεις», προς διασφάλισιν καλυτέρου ελέγχου της πορείας των θεολογικών διαλόγων. Εις την παράγραφον 16 προσετέθη πριν από το “Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας» η λέξις ετεροδόξους. Επίσης εις την παράγραφον 17 αντικατεστάθη η φράσις “εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών.» με την φράσιν “δια την προώθησιν της ειρηνικής συνυπάρξεως και της συνεργασίας επί των μειζόνων κοινωνικοπολιτικών προκλήσεων.», μη αποδίδοντας πλέον το έργον της μαρτυρίας της αληθείας και της προαγωγής της ενότητος των Χριστιανών εις το Π.Σ.Ε., αλλά προσδιορίζοντας το έργον του εις την προώθησιν της ειρήνης και των κοινωνικών προκλήσεων.

Ακολούθως εις το άρθρον 19 προσετέθη απόσπασμα από την δήλωσιν του Τορόντο, η οποία διευκρινίζει ότι η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Π.Σ.Ε. δεν συν­επάγεται ότι θεωρεί τας άλλας Εκκλησίας, ως Εκκλησίας υπό την αληθή και πλήρη έννοια του όρου. Επίσης εις το άρθρον 20 αντί μετά των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, διορθώθηκε, μετά του λοιπού χριστιανικού κόσμου. Εις το άρθρον 21 αντί προσέγγισιν των Εκκλησιών διορθώνεται εις προσέγγισιν των χριστιανών, ενώ εις το τέλος τίθεται σημαντική προσθήκη “διότι αι μη Ορθόδοξοι Εκκλησίαι και Ομολογίαι παρεξέκκλιναν εκ της αληθούς πίστεως της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.». Εις το άρθρον 22 παρ’ όλην την φιλότιμον θεολογικήν προσπάθειαν του Πατριάρχου Ρουμανίας, ο οποίος εξέφραζε τας παρομοίας με τας ιδικάς μας απόψεις της Εκκλησίας της Ρουμανίας, προσέκρουσε εις αδυναμίαν κατανοήσεως των ορθών απόψεών του παρά των λοιπών, με αποτέλεσμα να δυνηθή να περάση μίαν ελαφράν βελτίωσιν εις το τέλος “το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει την ανωτάτην αυθεντίαν επί θεμάτων πίστεως και κανονικών διατάξεων. (κανών 6 της Β  Οἰκουμενικῆς Συνόδου)», απολειφθείσης της φράσεως “τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν». Δια να αντιληφθήτε το μέγεθος της δυσκολίας προς συνεννόησιν, αρκεί να αναφέρω την άποψιν αρχιερέως τινός, σχετικώς με την δυνατότητα να εκφράζεται η ορθή πίστις ενίοτε και δια μέσου προσώπων, ότι δεν πρέπει να αφήσωμεν άλλο περιθώριο εις τους γεροντάδες, αρκετά τους έχουμε παραχωρήσει, αυτά ανήκουν σ’ εμάς τους επισκόπους, αγνοώντας προφανώς ότι το Πνεύμα όπου θέλει πνει και ότι κανείς μας δεν μπορεί να αναπληρώση την πνευματικήν του ένδειαν με διοικητικάς επιβολάς και διατάξεις.

Εις το άρθρον 23 προσετέθη με πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος και συμφωνίαν όλων, η ουνία ως απαράδεκτος ενέργεια η μέθοδος προσεγγίσεως των Χριστιανών. Εδώ εφάνη η μεγάλη αγανάκτησις όλων των Ορθοδόξων απέναντι εις την απαισίαν ταύτην μέθοδον των Δυτικών, η οποία και σήμερον ακόμη χρησιμοποιείται υπ’ αυτών, όπως εμφαίνεται με τον πρόσφατον διορισμόν ουνίτου επισκόπου εις Αθήνας. Επίσης κατωτέρω η φράσις “εμπνεόμενοι υπό των κοινών θεμελιωδών αρχών της πίστεως ημών» διορθώθηκε με την “εμπνεόμενοι υπό των κοινών θεμελιωδών αρχών του Ευαγγελίου,» ώστε να αποφευχθή οποιαδήποτε υπόνοια περί ταυτότητος της πίστεως με τας άλλας ομολογίας.

Εν τέλει, εξεδόθη και μία εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς ενημέρωσιν του χριστεπωνύμου πληρώματος με συνοπτικώτερον τρόπον. Νομίζω ότι χαρακτηρίζεται από πλέον ουσιαστικόν, ζωντανόν και ρέοντα θεολογικόν λόγον και συμπεριλαμβάνει το σημαντικόν θέμα, το οποίον και ημείς είχομεν προτείνει,». Το συνοδικόν έργον συνεχίζεται εν τη ιστορία αδιακόπως δια των μεταγενεστέρων, καθολικού κύρους συνόδων – ως λ.χ. της επί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης Συν­όδου (879 – 880) και των επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά συγκληθεισών Μεγάλων Συνόδων (1341, 1351, 1368), δια των οποίων εβεβαιώθη η αυτή αλήθεια της πίστεως, εξαιρέτως δε περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και περί της μεθέξεως του ανθρώπου εις τας ακτίστους θείας ενεργείας».

Καταλήγοντας, θα ήθελα να σημειώσω, ότι αι παρατηρήσεις επί των προσυνοδικών κειμένων, εις τας οποίας προέβημεν και κατεγράψαμεν εις την απαντητικήν προς τον Παναγιώτατον Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον επιστολήν της ΕΔΙΣ, συνέπιπτον και σχεδόν εταυτίζοντο με τας παρατηρήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως αναφέρει και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εις την προς την Ιεράν Κοινότητα απάντησίν Του, της Εκκλησίας της Ρουμανίας κ.α. Δεν γνωρίζω εάν υπήρξε κάποια αλληλεπίδρασις εις την διαμόρφωσιν των θέσεων των Εκκλησιών, αλλά αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της εκφράσεως κοινών θέσεων και της εκ τούτου διαπιστώσεως της υπάρξεως κοινού υποβάθρου του ορθοδόξου πνευματικού βιώματος και της θεολογικής αντιλήψεως, πρέπει να μας χαροποιή ιδιαιτέρως και να μας εμποιή αισιόδοξα αισθήματα δια το μέλλον.

Μετά την παρέλευσιν κάποιου χρονικού διαστήματος, νομίζομεν ότι δυνάμεθα να αποτιμήσωμεν νηφαλιώτερον τας εργασίας της Αγίας Συνόδου. Θεωρούμε λοιπόν επιτυχίαν και μόνον την σύγκλησιν αυτής της Μεγάλης Συνόδου, διότι δεν είναι δυνατόν να προετοιμάζεται μόνον επί δεκαετίας, χωρίς ποτέ να συγκαλήται. Αποτελεί μίαν επιτυχή, δυναμικήν και πνευματικώς επιβεβλημένην ενέργειαν του Παναγιωτάτου, η οποία αφού διήλθε δια μέσου των συμπληγάδων των ανθρωπίνων αδυναμιών και μικροτήτων, χάριτι Θεού και τη απείρω Αυτού μακροθυμία ήχθη εις αίσιον πέρας. Κατόπιν μάλιστα των διορθώσεων και διασαφηνίσεων επί του κειμένου δια τας σχέσεις με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, τα κείμενα απηχούν και εκφράζουν το διαχρονικόν Ορθόδοξον βίωμα επικαιροποιημένον, ώστε να αντιμετωπίζη την σύγχρονον πραγματικότητα και μέρος των προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζουν σήμερα οι πιστοί. Δεν νομίζομεν ότι δικαιολογείται κανείς πλέον σήμερα, μετά την διάψευσιν των προσυνοδικών ψευδολογιών και ανυπόστατων φόβων, να διεγείρη θέματα άσχετα με τας αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και να δημιουργή προβλήματα εις τας συνειδήσεις των απλών πιστών.

Θα ήθελα να μου επιτρέψητε, πριν κλείσω την ελλιπή μου ταύτην έκθεσιν, να προτείνω ταπεινώς προς το Ιερόν Σώμα, την ανάθεσιν εις επιτροπήν η όπως άλλως κρίνη Αύτη, την επεξεργασίαν και τοποθέτησιν επί διαφόρων θεολογικών και εκκλησιαστικών θεμάτων της Αγιορειτικής Κοινότητος εν ηρεμία και χωρίς οιανδήποτε χρονικήν πίεσιν, ως ευσυνειδήτου διακονίας και ταπεινής συμβολής εις την Ορθόδοξον θεολογικήν επίγνωσιν και ενίσχυσιν της πίστεως του πληρώματος της Εκκλησίας. Διεπίστωσα ότι μίαν τοιαύτην ταπεινήν θεολογικήν διακονίαν, συγχρόνως με την αγίαν βιοτήν και την Μυστηριακήν ζωήν, αναζητά και προσδοκά όλον το Ορθόδοξον πλήρωμα απανταχού της γης.

Επί δε τούτοις, ευχαριστών Υμάς δια την τιμήν ην μοι προσεποιήσατε φιλαδέλφως και εκζητών την Υμετέραν επιείκειαν εις τας ατελείας μου, διατελώ μετά πολλής της εν Χριστώ φιλαδελφίας και αγάπης.

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Σταυρονικήτα
Αρχιμανδρίτης Τύχων


Πηγή: Εδώ