του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, English
Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» καί ἡ κατάληξή τους
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατά τίς Συνεδριάσεις της τῆς 24ης καί 25ης Μαΐου ἐ.ἔ., ὅπως εἶχε τό δικαίωµα καί τήν ἁρµοδιότητα, µελέτησε τά ἐγκριθέντα κείµενα ὑπό τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων ∆ιασκέψεων καί τῶν Συνάξεων τῶν Προκαθηµένων, σέ συνέχεια τῆς ἀποφάσεως καί προτάσεως τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἔχουσα δέ ὑπ' ὄψη της τό ἄρθρο 11 τοῦ Κανονισµοῦ Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἀπεφάσισε τήν ὑποβολή προτάσεων, τροπολογιῶν, διορθώσεων καί προσθηκῶν, οἱ ὁποῖες ὑποβλήθηκαν ἁρµοδίως καί ἐµπροθέσµως στήν Πανορθόδοξη Γραµµατεία τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Ὅπως διαλαµβάνεται στό ἄρθρο 11 τοῦ Κανονισµοῦ Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου «ἡ ἔγκρισις τῶν τροπολογιῶν, µετά τήν ὁλοκλήρωσιν τῆς συζητήσεως αὐτῶν, ἐκφράζεται, κατά τά πανορθοδόξως καθιερωµένα, διά τῆς ἀρχῆς τῆς ὁµοφωνίας τῶν ἀντιπροσωπειῶν πασῶν τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο σηµαίνει ὅτι αἱ µή ὁµοφώνως ἀποδεκταί γενόµεναι τροπολογίαι δέν ἐγκρίνονται».
Τό σηµαντικό εἶναι ὅτι οἱ περισσότερες τῶν προτάσεων αὐτῶν ἐγκρίθηκαν ὁµοφώνως ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, µερικές δέ ἀπό αὐτές ἐγκρίθηκαν µέ τήν µειοψηφία ἑνός ἤ δύο Ἀρχιερέων ἐπί συνόλου 76 παρόντων, µία πρόταση ἐγκρίθηκε µέ ὀνοµαστική ψηφοφορία. Μέ αὐτά τά δεδοµένα συνεπάγεται ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτή τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ὁµόψυχη καί ἐκφράζει τήν συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία διαθέτει ὑψηλό θεολογικό, ποιµαντικό καί µοναχικό ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο.
1. Τά βασικά σηµεῖα τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱεραρχίας
Τέσσερα εἶναι τά βασικά σηµεῖα τῶν ἀποφάσεων πού ἔλαβε ἡ Ἱεραρχία, ἤτοι τό θέµα τοῦ προσώπου, ἡ χορήγηση αὐτονοµίας σέ µιά Ἐκκλησιαστική
2
Ἐπαρχία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσµος καί τό δεδοµένο τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
α) Ὁ ὅρος πρόσωπο κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπεδόθη στόν Τριαδικό Θεό, γιά δέ τόν ἄνθρωπο σέ ὅλη τήν πατερική γραµµατεία χρησιµοποιεῖται ὁ βιβλικός ὅρος ἄνθρωπος µέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου. Ὅταν δέ µερικές φορές στούς Πατέρες χρησιµοποιεῖται ὁ ὅρος ὑπόσταση γιά τόν ἄνθρωπο, τότε ἡ χρήση γίνεται µέ βάση τήν Ἁγία Γραφή καί ὄχι µέ βάση τήν φιλοσοφία.
Ἐπειδή, ὅµως, στήν σύγχρονη φιλοσοφία ἀναπτύσσεται ἐντόνως ὁ ὑπαρξιστικός περσοναλισµός µέ ἀπόκλιση ἀπό τήν Πατερική Παράδοση, δηλαδή ταυτίζεται ἡ φύση µέ τήν ἀνάγκη καί τήν ἁµαρτία, καί ἡ θέλησηβούληση µέ τό πρόσωπο, γι' αὐτό ἡ φράση «ἀνθρώπινο πρόσωπο» πρέπει νά ἀντικατασταθῆ µέ τόν βιβλικό ὅρο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος γίνεται κατανοητός ἀπό ὅλες τίς γλωσσικές διατυπώσεις.
β) Ὁ τρόπος χορηγήσεως αὐτονοµίας σέ µία Ἐκκλησιαστική Ἐπαρχία. Ἐπειδή ἡ χορήγηση αὐτονοµίας σέ κάποια Ἐπαρχία ἀπό τήν Μητέρα αὐτῆς Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά προκαλέση σχίσµατα, διαιρέσεις, αὐτονοµιστικές ἀποκλίσεις, γι' αὐτό προτείνεται ἡ διατήρηση ἀπαρασαλεύτου τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, ἡ ὁποία ἔχει ἀποφασισθῆ ὑπό ΣυνοδικῶνΠατριαρχικῶν Τόµων ἤ Πατριαρχικῶν-Συνοδικῶν Πράξεων. Αὐτό προτάθηκε µέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀποφυγή σχισµάτων.
γ) Στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» γράφεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική και Ἀποστολική», ὁπότε δέν δύναται νά ἀποδοθῆ ὁ ὅρος Ἐκκλησία σέ ἄλλες Χριστιανικές Ὁµολογίες, γιά νά µή ὑπονοµευθῆ ἡ ὑπερτάτη ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική. Ἑποµένως, οἱ ἄλλες Χριστιανικές ὁµάδες πρέπει νά ἀποκληθοῦν «Χριστιανικαί Ὁµολογίαι καί Κοινότητες».
δ) Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καί δέν χωρίζεται ἀπό τήν Κεφαλή, δηλαδή ἀπό τόν Χριστό. Κατά συνέπειαν ὅσοι κατά καιρούς ἀποµακρύνονται ἀπό τήν πίστη καί τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί πρέπει νά ἐπιστρέψουν σέ αὐτήν. Σέ αὐτό ἀποβλέπει ὁ θεολογικός διάλογος, γιατί ἐµεῖς ὁµολογοῦµε: «οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογµάτισαν… οὕτω φρονοῦµεν, οὕτω λαλοῦµεν, οὕτω κηρύσσοµεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡµῶν», ἀλλά καί πορευόµαστε «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς
3
Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνηµα». Ἡ ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος δέν δύναται νά περιπέση στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, ἡ ὁποία ὑπονοµεύει τό δεδοµένο τῆς ἀδιαταράκτου ἑνότητος τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας.
2. Ἡ Ἐγκύκλιος τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου
Ἐπειδή ἐλήφθησαν ἀπό τήν Ἱεραρχία αὐτές οἱ βασικές ἀποφάσεις, γι' αὐτό καί στήν Ἐγκύκλιο πού ἀπεστάλη ἀπό τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο στίς Μητροπόλεις καί διαβάσθηκε σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς (2977/2-6-2016) δόθηκε ἡ διαβεβαίωση ὅτι οἱ ἀποφάσεις πού ἐλήφθησαν ἦταν βάσει τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» οἱ Ἀρχιερεῖς θά ἐκφράσουν τήν ἐµπειρία καί τήν πίστη τοῦ µυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν ὁµολογία τῶν Ἁγίων µας. Συγκεκριµένα, µεταξύ τῶν ἄλλων, γράφεται:
«Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, µέ ἀπόλυτη πίστη στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, καί µέ σεβασµό στό Συνοδικό πολίτευµα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, µελέτησε διεξοδικά τίς προτάσεις τῆς ∆ιαρκοῦς Συνόδου, µίαν πρός µίαν, καί µέ πνεῦµα ὁµοψυχίας, ὑπευθυνότητας καί σοβαρότητας, καί µέ ὁµοφωνία στά περισσότερα σηµεῖα καί ἀπόλυτη πλειοψηφία σέ ἄλλα, ἔκανε τίς διορθώσεις τῶν τεθέντων κειµένων καί ὅπου χρειάσθηκε ἔκανε καί προσθῆκες, ὥστε αὐτές νά εἶναι οἱ τελικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τά κείµενα αὐτά.
Οἱ διορθώσεις καί οἱ προσθῆκες πού εἶναι οὐσιαστικές καί συντονίζονται στήν διαχρονική ἐµπειρία καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας θά κατατεθοῦν στήν Πανορθόδοξη Γραµµατεία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου στήν Κρήτη καί θά ὑποστηριχθοῦν ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµο γιά νά βελτιωθοῦν τά ἤδη ἐπεξεργασθέντα κείµενα ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἔτσι νά δοθεῖ µιά καλή ἐκκλησιαστική µαρτυρία πίστεως καί ἑνότητος στόν σύγχρονο κόσµο, συντονισµένη στήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀσφαλῶς, ἔγινε γνωστόν ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συζήτησε τά σοβαρά αὐτά θέµατα µέ ὑπευθυνότητα, νηφαλιότητα καί γνώση. Τό σηµαντικό ὅµως εἶναι ὅτι διαφύλαξε τήν ἑνότητά της. Ἀκούστηκαν οἱ ἀπόψεις πολλῶν Ἱεραρχῶν καί οἱ ἀποφάσεις ἦσαν σχεδόν ὁµόφωνες.
Ἐπειδή τό προηγούµενο χρονικό διάστηµα ὑπῆρξε ἀνησυχία, ἐν πολλοῖς δικαιολογηµένη, σέ πολλούς Κληρικούς, µοναχούς καί λαϊκούς, γιά τά κείµενα τά ὁποῖα θά συζητήσει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, γι' αὐτό συνιστοῦµε σέ
4
ὅλους νά εἰρηνεύσουν, γιατί πρῶτοι ἐµεῖς οἱ Ἱεράρχες ἔχουµε δώσει τήν ὁµολογία τῆς πίστεως κατά τήν χειροτονία µας γιά νά διασφαλίσουµε τήν Ἀποστολική καί Πατερική παρακαταθήκη πού παραλάβαµε καί ἀγρυπνοῦµε γιά τήν ποίµνιό µας, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἔπαινο τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά διεξαγάγει τίς ἐργασίες της ἀπό τήν ἡµέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἕως τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Αὐτό σηµαίνει ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ λοιποί Κληρικοί καί λαϊκοί πού θά ἐκπροσωπήσουν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν Σύνοδο αὐτή, ὅπως θά τό κάνουν καί οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, θά προσπαθήσουν νά ἐκφράσουν τήν ἐµπειρία καί τήν πίστη τοῦ µυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν ὁµολογία τῶν Ἁγίων µας, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς στήν ἱστορία».
Θεώρησα ὅτι αὐτή ἡ διαβεβαίωση τήν ὁποία δώσαµε σέ ὅλο τό πλήρωµα τῆς Ἐκκλησίας ἔπρεπε νά τηρηθῆ ἀπαρεγκλίτως. Αὐτή δέ ἡ αἴσθηση κυριαρχοῦσε µέσα µου κατά τήν διάρκεια τῶν Συνεδριάσεων τῆς Συνόδου στήν Κρήτη.
Στήν συνέχεια θά παρουσιασθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στά τρία κείµενα, µέ µερικά θεολογικά ἑρµηνευτικά σχόλια γιά νά φανῆ ἡ ἀξία τους, καθώς ἐπίσης ποιές ἀπό αὐτές ἐγκρίθηκαν ἤ ἀπορρίφθηκαν κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς στήν Κρήτη.
3. Τά κείµενα στά ὁποῖα ἔγιναν ἀλλαγές
Ἀπό τά ἕξι κείµενα πού ἐτέθησαν ὑπ' ὄψιν τῶν Ἱεραρχῶν προτάθησαν ἀλλαγές, διορθώσεις, προσθῆκες, ἀφαιρέσεις σέ τρία ἀπό αὐτά, τίς ὁποῖες θά δοῦµε ἀναλυτικά.
α) «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσµῳ»
Τό κείµενο ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσµῳ» πού ὑπογράφηκε ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Γενεύη τόν Ἰανουάριο 2016 εἶναι ἐν πολλοῖς διαφοροποιηµένο ἀπό τό πρό τοῦ 2014 παρόµοιο κείµενο. Ὑφίστανται πολλές ἀλλαγές καί διαφοροποιήσεις, ὁπότε ἡ Ἱεραρχία πρότεινε τίς ἑξῆς ἀλλαγές:
i. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί θρησκεῖες
Ἡ 3η παράγραφος τοῦ κειµένου τῶν Προκαθηµένων διελάµβανε:
5
«3. Ὡς προϋπόθεσις µιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειµένῳ συνεργασίας δύναται νά χρησιµεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καλοῦνται νά συµβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι' αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισµοῦ ἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως εἰς τήν συµφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσµον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύµατος. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ συνεργασία αὕτη ἀποκλείει τόσον τόν συγκρητισµόν, ὅσον καί τήν ἐπιδίωξιν ἐπιβολῆς οἱασδήποτε θρησκείας ἐπί τῶν ἄλλων».
Ἀντί αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε νά διορθωθῆ τό κείµενο στά σηµεῖα πού ὑπογραµµίζονται µέ ἔντονα γράµµατα:
«3. Ὡς προϋπόθεσις µιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειµένῳ συνεργασίας δύναται νά χρησιµεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου. Αἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατόν νά συµβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συµβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισµόν».
Ἑρµηνευτικό σχόλιο
Στήν ἔκφραση «Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι» προτείνεται νά προστεθῆ ὁ προσδιορισµός «κατά τόπους», διότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Μία καί παρά τήν ὕπαρξη πολλῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν κοινή πίστη, λατρεία καί ζωή, δέν διασπᾶται ἡ ἑνότητα αὐτῆς, κατά τήν εὐχαριστιακή φράση «µελίζεται καί διαµερίζεται ὁ ἀµνός τοῦ Θεοῦ, ὁ µελιζόµενος καί µή διαιρούµενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόµενος καί µηδέποτε δαπανώµενος» καί κατά τήν πατερική φράση «µερισθέντος τοῦ σώµατος ἀµέριστος ἡ Χάρις διαµένει». Ὅ,τι συµβαίνει µέ τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο, τό αὐτό συµβαίνει καί µέ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «καὶ αὐτόν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου» (Ἐφ. 1, 22-23).
Ἔπειτα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συµβάλλει γιά τήν συνεννόηση µέ τίς ἄλλες Θρησκεῖες, ὄχι ὅµως στό θέµα τῆς πίστεως καί τῆς ἀληθείας, γιατί ἄν συνέβαινε αὐτό θά κατέληγε στόν θρησκευτικό συγκρητισµό, ἀλλά στήν «εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συµβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισµόν».
Ὅπως εἶναι γνωστόν, ὁ ὅρος συγκρητισµός δηλώνει τήν ἀνάµειξη στοιχείων προερχοµένων ἀπό διάφορες Θρησκεῖες, ὥστε νά προκύψη κάτι τό
6
νέο, τό ὁποῖο ἀντιβαίνει στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί ἐκκλησιολογία. Οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες διαλέγονται µέ τούς ἀλλοθρήσκους γιά κοινωνικά ζητήµατα καί ἀποβλέπουν στήν εἰρηνική συνύπαρξη ἐντός τῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν καί ὄχι στόν θρησκευτικό συγκρητισµό.
Ἡ προσθήκη-διόρθωση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔγινε ἀποδεκτή καί πέρασε στό τελικό κείµενο, ἐκτός τῆς λέξεως «τοῦ ἀνθρώπου», παραµένοντας ἡ φράση «τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», γιατί ἡ συζήτηση γιά τό θέµα αὐτό ἔγινε στήν ἑπόµενη παράγραφο.
ii. Πρόσωπο καί ἄνθρωπος
Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας ἦταν νά ἀντικατασταθῆ καί στήν παράγραφο αὐτή καί σέ ἄλλες παραγράφους ἡ ἔκφραση ἀνθρώπινο πρόσωπο µέ τήν ἔννοια ἄνθρωπος γιά νά ἐπικρατῆ ὁµοιοµορφία ὅρων καί ταυτότητα κειµένου. Ἔτσι:
«Προτείνεται νά ἀντικατασταθῇ ἡ φράσις "Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου..." µέ τήν φράσιν "ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου" εἰς τήν παράγραφον Α1, ἡ φράσις "τῆς θεωρήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου" µέ τήν φράσιν "τῆς θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου" εἰς τήν παράγραφον Β3, καί ἡ φράσις "τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου..." µέ τήν φράσιν "τοῦ ἀνθρώπου" εἰς τήν παράγραφον Γ1, τοῦ αὐτοῦ κειµένου».
Ἐρµηνευτικό σχόλιο
Στό πρό τοῦ 2014 κείµενο ὁ προσδιορισµός τοῦ ὅρου ἀνθρώπινο πρόσωπο σαφῶς ταυτιζόταν µέ τόν θεολογικό καί βιβλικό ὅρο κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν. Ἐπί τοῦ προκειµένου διελάµβανε:
«Πράγµατι δέ, καθ' ὅλην τήν περίοδον τοῦ ἱστορικοῦ βίου της ἡ Ὀρθοδοξία ὑπηρέτησε µέ συνέπειαν, συνέχειαν καί ζῆλον τό µεγαλεῖον αὐτό τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου µέ ὅλην τήν ἀπολυτότητα καί καθολικότητα µέ τάς ὁποίας συνεδέθη τοῦτο εἰς τά πλαίσια τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς κορύφωσις καί συγκεφαλαίωσις τῆς θείας δηµιουργίας καί ὡς κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν πλασθείς τοῦ ∆ηµιουργοῦ του, ὑπῆρξε διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τό καθ' ὅλου περιεχόµενον τῆς ἀποστολῆς της εἰς τόν κόσµον καί τήν ἱστορίαν τῆς σωτηρίας».
Ὅµως, στό νέο κείµενο γίνεται λόγος «διά τήν ὑψίστην ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» ὄχι µέ τόση σαφήνεια, ἀλλά ἁπλῶς σέ ἕνα µέρος γίνεται λόγος γιά τό κατ' εἰκόνα, χωρίς ὅµως νά ἀκολουθῆ καί τό καθ'
7
ὁµοίωσιν, πράγµα πού σηµαίνει ὅτι ἡ λέξη πρόσωπο γιά τόν ἄνθρωπο ξεφεύγει ἀπό τήν θεολογία καί πλησιάζει στήν σύγχρονη ὑπαρξιστική καί ἰδεαλιστική φιλοσοφία.
Ἰδιαίτερα πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ὁ ὅρος πρόσωπο ἀποδίδεται ἀπό τούς Πατέρες στόν Τριαδικό Θεό, ἐνῶ γιά τόν ἄνθρωπο χρησιµοποιεῖται ὁ βιβλικός ὅρος ἄνθρωπος µέ τόν προσδιορισµό ὅτι εἶναι κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν Θεοῦ δηµιουργηµένος.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «µέτοχοι γεγόναµεν τοῦ Χριστοῦ ἐάνπερ τήν ἀρχήν τῆς ὑποστάσεως µέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωµεν» (Ἑβρ. γ΄ 14). Στό χωρίο αὐτό φαίνεται ὅτι ἡ ὑπόσταση ἐκλαµβάνεται ὡς τό κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωση. Αὐτή εἶναι ἡ λεγοµένη «ὑποστατική ἀρχή». Ὅταν ὅµως ἡ ὑπόσταση-πρόσωπο ἑρµηνεύεται µόνον ὡς κατ' εἰκόνα, χωρίς τό καθ' ὁµοίωση τότε ὑπάρχει πρόβληµα.
Ἡ νεώτερη δυτική φιλοσοφία χρησιµοποίησε τόν ὅρο πρόσωπο καί στόν ἄνθρωπο. Ὅµως αὐτό ἐκλαµβάνεται µέ τήν ἀρχή τοῦ περσοναλισµοῦ (φιλοσοφική, ψυχολογική καί ὑπαρξιστική ἔννοια) καί τήν ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν θεολογική ἔννοια τοῦ κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν Θεοῦ. ∆υστυχῶς αὐτός ὁ δυτικός περσοναλισµός ἀπό µερικούς µεταφέρθηκε καί στήν ὀρθόδοξη θεολογία.
Ἐπί πλέον ὁ ὅρος ἄνθρωπος ἔχει καθιερωθῆ σέ ὅλες τίς γλῶσσες, ἐνῶ τό πρόσωπο ἐκλαµβάνεται ποικιλοτρόπως εἴτε µέ τήν ἔννοια τοῦ προσωπείου εἴτε µέ τήν ἔννοια τῆς ψυχολογίας καί τῆς λογικῆς εἴτε µέ τήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τῆς ὑπάρξεως εἴτε µέ τήν ἔννοια τοῦ γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ εἴτε µέ τήν ἔννοια τοῦ βολονταρισµοῦ (βουλησιοκρατίας) εἴτε µέ τήν ἔννοια τῆς κοινωνιολογίας.
Ἀκόµη, ἡ λέξη πρόσωπο γιά τόν ἄνθρωπο µπορεῖ νά ἐκληφθῆ ποικιλοτρόπως σέ διάφορες γλῶσσες.
Πρέπει δέ νά ὑπογραµµισθῆ ὅτι σέ ὅλο τό κείµενο χρησιµοποιοῦνται ἐναλλάξ δύο ὅροι, ἤτοι ὁ ὅρος ἄνθρωπος καί ὁ ὅρος ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἡ λέξη ἄνθρωπος χρησιµοποιεῖται περίπου 70 φορές καί ἡ λέξη πρόσωπο ἤ ἀνθρώπινο πρόσωπο χρησιµοποιεῖται 7 φορές. Ἐπίσης, καί ὅταν στό κείµενο γίνεται λόγος γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, κατά τούς Πατέρες, τά πατερικά χωρία πού προσκοµίζονται κάνουν λόγο γιά τόν ἄνθρωπο καί ὄχι γιά τό πρόσωπο.
Ἐπειδή τό κείµενο δέν ἔχει ταυτότητα ὡς πρός τόν θέµα αὐτό, µπορεῖ νά ἐκληφθῆ ὅτι ἄλλο εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ἄλλο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί
8
ἑποµένως θά δηµιουργηθῆ σύγχυση περί τοῦ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί τί εἶναι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ποιά ἡ διαφορά µεταξύ τῶν δύο, γι' αὐτό τό κείµενο πρέπει νά ἑνοποιηθῆ στό σηµεῖο αὐτό.
Γι' ὅλους αὐτούς τούς λόγους προτάθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία µας ἡ ἀντικατάσταση τῆς λέξεως πρόσωπο µέ τήν λέξη ἄνθρωπος, ὥστε νά κατανοηθῆ ἀπ' ὅλους καί νά ὑπάρχη ταυτότητα ὅρων στό κείµενο.
Μετά ἀπό τίς πρῶτες συζητήσεις ὁ Σεβασµιώτατος Κωνσταντίνης Ἀρίσταρχος ἐξ ὀνόµατος τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύµων εἶπε:
«Νοµίζω ὅτι ἡ συζήτησις καταδεικνύει ὅτι ὑπάρχει πρόβληµα µέ τόν ὅρο ἀνθρώπινο πρόσωπο, καί ἐφ' ὅσον ὑπάρχει µόνον 7 φορές στό κείµενο θά ἦταν προτιµότερο νά ἀπαλειφθῆ, ὅπως ὑποστήριξε ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, µετά τῆς ὁποίας ὁ Προκαθήµενος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύµων καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύµων συµφωνεῖ».
Κατά τήν πορεία τῆς συζητήσεως σχετικά µέ τό «ἀνθρώπινο πρόσωπο» συµφώνησαν µέ τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας µας µέ διάφορα ἐπιχειρήµατα ὁ Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Ἀµφιλόχιος ἐκ µέρους τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, ὁ Πατριάρχης Ρουµανίας ∆ανιήλ. ∆ηλαδή, µαζί µέ τήν Ἐκκλησία µας τό θέµα αὐτό τό ὑποστήριξαν τέσσερεις ἀπό τίς παροῦσες δέκα Ἐκκλησίες.
Ὅµως, ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολοµαῖος ἐπέµενε στήν παραµονή τῆς λέξεως πρόσωπο. Ἀφοῦ ἐπήνεσε τό ἐπίπεδο θεολογίας τῶν Μητροπολιτῶν Περγάµου καί Ναυπάκτου, στήν συνέχεια πρότεινε «νά συνεχισθῆ ἡ θεολογική, παραγωγική συζήτησις µεταξύ ἐκλεκτῶν καί πολυγραφοτάτων θεολόγων, ὅπως εἶναι καί ὁ ἅγιος Περγάµου καί ὁ ἅγιος Ναυπάκτου, τούς ἐκτιµοῦµε, θαυµάζουµε τό πῶς βγάζουν αὐτά τά ἀλλεπάλληλα βιβλία, τά ὁποῖα µεταφράζονται σέ ξένες γλῶσσες. Ἐµεῖς, ἑποµένως, ὡς Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως τοποθετούµεθα ὑπέρ τῆς παραµονῆς τοῦ κειµένου ὡς ἔχει».
Ἑποµένως, παρέµεινε στό κείµενο ἡ λέξη πρόσωπο µαζί µέ τήν λέξη ἄνθρωπος, γιά περαιτέρω συζήτηση, ἀλλά ἐπανῆλθε πάλι ἡ συζήτηση γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί τήν κοινωνία τῶν προσώπων στήν ἑπόµενη παράγραφο, ὅπως θά φανῆ ἀµέσως.
iii. Ὀντολογία τοῦ προσώπου - κοινωνία τῶν προσώπων
Στήν πρώτη πρόταση τῆς Β1 παραγράφου τοῦ κειµένου ἀναγραφόταν:
9
«Περί ἐλευθερίας καὶ εὐθύνης. 1. Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον, τόσον ὡς συγκεκριµένον φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅσον καί ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων, ἀποτελεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ἐλευθερίας».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση:
«Περί ἐλευθερίας καί εὐθύνης. 1. Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον εἶναι ἡ ἐλευθερία του».
∆ηλαδή προτάθηκε νά σβησθῆ ἡ παρενθετική πρόταση –«τόσον ὡς συγκεκριµένον φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅσον καί ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων»– στήν ὁποία πρόταση γίνεται λόγος γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί τήν κοινωνία τῶν προσώπων καί εἶναι ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς προβληµατική.
Ἑρµηνευτικό Σχόλιο:
Μέ τήν προοπτική τοῦ προηγουµένου σχολίου γιά τό πρόσωπο ζητεῖται ὁ τονισµός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ὡς δηµιουργήµατος τοῦ Θεοῦ, διαγραφοµένης τῆς παρενθετικῆς ἐκφράσεως, ἡ ὁποία ἐνέχει τόν κίνδυνο νά ἀρχίση µιά συζήτηση περί τοῦ προσδιορισµοῦ τί εἶναι «κοινωνία τῶν θείων Προσώπων», τί εἶναι «κοινωνία ἀνθρωπίνων προσώπων», τά ὁποῖα ἀντανακλοῦν τήν κατά Χάριν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους «εἰς τήν ἐν Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων Προσώπων», ὅπως καί γιά τόν προσδιορισµό τί σηµαίνει ὁ ἄνθρωπος «ὡς συγκεκριµένος φορέας τῆς εἰκόνας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ». Ἔτσι, οἱ διφορούµενες αὐτές θεολογικές ἔννοιες, προκαλοῦν διάφορες ἑρµηνεῖες, µερικές ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ἐντελῶς ἀντιπατερικές.
Ἐπειδή τό ζητούµενο στήν ἑνότητα αὐτή εἶναι νά τονισθῇ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς δηµιουργηθείς ἀπό τόν Θεό διαθέτει τήν ἐλευθερία ὡς θεῖο δῶρο, γι' αὐτό παρέλκει ἡ παράθεση διφορουµένων παρενθετικῶν θεολογικῶν φράσεων. Ἄλλωστε, ἀµέσως µετά παρατίθενται πατερικά χωρία, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι στήν κοινωνία τῶν προσώπων κλπ.
Ἔγινε συζήτηση πάνω στά θέµατα αὐτά καί ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔγινε ἀποδεκτή καί στήν συγκεκριµένη παράγραφο διεγράφησαν ὅλα τά σχετικά µέ τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί τήν κοινωνία τῶν προσώπων.
10
Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ συνολική πρόταση τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί τήν κοινωνία τῶν προσώπων ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», διεγράφη ὁλόκληρη ἡ φράση πού ἀναφέρεται στήν κοινωνία τῶν προσώπων πού ἀντανακλοῦν κατά Χάρη διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ζωήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καί τήν κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων, ἀλλά ἁπλῶς σέ κάποια σηµεῖα παρέµεινε ὁ ὅρος ἀνθρώπινο πρόσωπο πρός περαιτέρω συζήτηση.
Νοµίζω ὅτι αὐτό ἦταν ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Παρά ταῦτα, ἐπειδή διατηρήθηκε καί ὁ ὅρος πρόσωπο, ἐξέφρασα τήν ἐπιφύλαξή µου.
β) «Τό Αὐτόνοµον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ»
Στό κείµενο αὐτό ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρότεινε νά προστεθῆ µία νέα παράγραφος, καί ἐπίσης νά προστεθῆ µία λέξη σέ µία ὑπάρχουσα παράγραφο.
Ἡ νέα προσθήκη στό κείµενο εἶναι ἡ ἀκόλουθη:
«Ἐκκλησιαστικαί Ἐπαρχίαι δι' ἅς ἐξεδόθη Πατριαρχικός Τόµος ἤ Πρᾶξις, δέν δύνανται ἵνα αἰτήσωνται τήν χορήγησιν αὐταῖς αὐτονοµίας, διατηρουµένου ἀπαρασαλεύτου τοῦ ὑφισταµένου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος αὐτῶν».
Καί στήν παράγραφο 2β καί στό σηµεῖο στό ὁποῖο γράφεται ὅτι ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία ἡ ὁποία δέχεται τό αἴτηµα µιᾶς ἐπαρχίας γιά νά δοθῆ ἡ αὐτονοµία «ἀποφασίζει διά τήν ἀπόδοσιν ἤ µή τοῦ αὐτονόµου», ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, µετά τό πέρας τῆς παραγράφου καί ἰδίως τῆς λέξεως τοῦ αὐτονόµου προσθέτει τήν λέξη ὁµοφώνως.
Ἑρµηνευτικό σχόλιο
Στό κείµενο αὐτό προστίθεται ἡ παράγραφος αὐτή, ὥστε νά µή διασαλεύωνται οἱ ἁρµονικές σχέσεις µεταξύ τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί νά διατηρῆται ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι ἑνότητα καί ἀγάπη. Ἡ ἐνδεχοµένη αἴτηση µιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας γιά τήν χορήγηση τῆς αὐτονοµίας, ὅταν µάλιστα δεσµεύεται ἀπό Συνοδικούς καί Πατριαρχικούς Τόµους, ὅπως καί ἀπό Πατριαρχικῆς Συνοδικῆς Πράξεως, εἶναι ἐνδεχόµενο νά ὑποθάλπη ἐκκλησιαστικές αὐτονοµιστικές ἐπιδιώξεις ἤ πολιτικές καί ἐθνικές τοιαύτας µέ ζηµία τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ἐθνικῆς ἑνότητας.
11
Ἑποµένως, ἡ προσθήκη στό κείµενο τῆς παραγράφου αὐτῆς διασφαλίζει τήν ἑνότητα µεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, γιατί ἡ πολυδιάσπαση τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν δηµιουργεῖ περισσότερα προβλήµατα ἀπ' ὅσα ἐπαγγέλλεται νά ἐπιλύση, καί ἐν πάσῃ περιπτώσει διευκολύνει φιλοπρωτεύοντες Κληρικούς.
Μόλις ὁ Μακαριώτατος ἀνέγνωσε τήν πρόταση τῆς Ἱεραρχίας, ἀµέσως ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης ἔδωσε τίς ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις. Συγκεκριµένα µεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε:
«Γιά ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἔχουν ἐκδοθῆ Τόµοι, πού σηµαίνει ὅτι µέ τήν λογική αὐτή, κανένα τµῆµα καµµιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας δέν θά µπορῆ νά διεκδικήση τό αὐτόνοµο, ἐφ’ ὅσον γιά ὅλες ἔχει ἐκδοθῆ Τόµος ἤ Πρᾶξις. Ὅµως ἀπαγορεύεται γιά ὅλους τό αὐτόνοµο, µέ τήν λογικήν αὐτήν».
Ἀναφερόµενος, ὁ ἴδιος στίς λεγόµενες Νέες Χῶρες ἔδωσε τήν διαβεβαίωση ὅτι τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο δέν ἔχει καµµία σκέψη νά χορηγήση αὐτονοµία στίς περιοχές αὐτές. ∆ιευκρίνισε, ὅµως, ὅτι τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο θεωρεῖ ὅτι «εἶναι δικές του Ἐπαρχίες, πνευµατικῶς καί κανονικῶς ὑπάγονται εἰς τό Οἰκουµενικόν Πατριαρχεῖον, τό ὁποῖον µετά τήν περιπέτειαν τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς ἐξεχώρισε τήν διοικητικήν διευθέτησι τῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν εἰς τήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. ∆ιοικητικῶς ὑπάγονται οἱ Μητροπόλεις αὐτές εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί δέν ὑπάρχει καµµία ἀντίρρησις».
Κατέληξε δέ δίνοντας διαβεβαίωση ἐνώπιον ὅλων τῶν Πατέρων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ὅτι «δέν ὑπάρχει κανένας λόγος ἀνησυχίας, δέν ἔχοµεν καµµία πρόθεσιν», ἀλλά «θά συνεχίση τό σηµερινόν καθεστώς».
Ἐπί πλέον διευκρίνισε ὅτι αὐτό ἰσχύει «γιά ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες πού ἔχουν ἐκδοθῆ Τόµοι ἤ Πράξεις», δηλαδή «δέν µπορεῖ νά δοθῆ αὐτόνοµον».
Κατόπιν αὐτοῦ, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος δήλωσε ὅτι θά ὑποδεχόµαστε τόν Πατριάρχη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, εἴτε στίς νότιες εἴτε στίς βόρειες Ἐπαρχίες µέ χαρά. Ὁπότε, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν ἐπέµενε στήν προσθήκη τῆς παραγράφου στό κείµενο, διότι θεώρησε ὅτι µετά τίς ἐξηγήσεις τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου τό θέµα ἦταν ἄνευ ἀντικειµένου.
12
γ) «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον»
Τό κείµενον τό ὁποῖο τέθηκε ἐνώπιον τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» γιά ἐπεξεργασία καί ἀπόφαση µέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» προῆλθε ἀπό τήν συνένωση δύο κειµένων, τά ὁποῖα ἔτυχαν ἐπεξεργασίας ἀπό Προσυνοδικές Πανορθόδοξες ∆ιασκέψεις. Τό ἕνα ἀπό αὐτά εἶχε τόν ἴδιο τίτλο µέ τό ὑπό ἐπεξεργασία κείµενο καί τό ἄλλο εἶχε τόν τίτλο: «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουµενική Κίνησις».
Ἀπό τήν συνένωση τῶν ὡς ἄνω κειµένων, ἡ ὁποία ἔγινε τήν περίοδο 2014-2015 ἀπό τήν εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων, προέκυψαν ὁρισµένα προβλήµατα καί ἐµφιλοχώρησαν ἀντιφατικές ἔννοιες, πού θά δοῦµε ἀµέσως.
i. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ ἐκτός αὐτῆς
Τό πρό τοῦ ἔτους 2014 κείµενο στόν τίτλο χρησιµοποιοῦσε τόν ὅρο «λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», γιά τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανούς ὄχι µόνον τῆς ∆ύσεως ἀλλά καί τῆς Ἀνατολῆς, καί ἔκανε λόγο γιά τούς διαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µέ αὐτούς. Τό ὅλο κείµενο χωριζόταν σέ κεφάλαια, ἤτοι: «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Ἀγγλικανῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Παλαιοκαθολικῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Ρωµαιοκαθολικῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Λουθηρανῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Μετερρυθµισµένων».
Εὐνόητον εἶναι ὅτι ὁ τίτλος «λοιπός Χριστιανικός κόσµος» περιλαµβάνει ἕναν εὐρύ κύκλο Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαφοροποιηθῆ σέ δογµατικά θέµατα ἀπό τήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση, τήν διαφυλασσόµενη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀποτελοῦσα ἔτσι τήν ἱστορική Ἐκκλησία. Πρόκειται γιά τούς ἀρχαίους καί νεωτέρους αἱρετικούς.
Εἶναι δέ κατανοητόν ὅτι ἐνίοτε στόν προφορικό λόγο χρησιµοποιεῖται ἡ λέξη Ἐκκλησία γιά νά χαρακτηρισθοῦν ὅλες τίς Χριστιανικές ὁµάδες καί Κοινότητες, ἀλλά εἶναι κατανοητότερο ὅτι ὅταν καταρτίζωνται ἐκθέσεις ἀκριβεῖς ὀρθοδόξου πίστεως, γιά νά ἀποτελέσουν Ἀποφάσεις Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πρέπει νά χρησιµοποιῆται ἀκριβολογία τῶν ὅρων καί τῶν ἐννοιολογιῶν τους.
Ἄλλωστε, κατά τόν καθηγητή Γεώργιο Μαντζαρίδη, ὁ ὅρος ἐκκλησία χρησιµοποιεῖται στήν καθηµερινή γλώσσα καί γιά διάφορες Χριστιανικές Ὁµολογίες µέ κοινωνιολογική σηµασία. Ὅµως στήν συνέχεια ἐπισηµαίνει ὅτι
13
«ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἐκκλησία σέ θεολογικό ἐπίπεδο µέ κοινωνιολογική σηµασία εἶναι παραπλανητική καί φαλκιδεύει κάθε οὐσιαστικό θεολογικό διάλογο. Σύµφωνα µέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ὁ ὅρος ἐκκλησία δέν µπορεῖ νά καλύψει µή ὀρθόδοξους χριστιανικούς θεσµούς».
Ἄς σηµειωθῆ ὅτι στό παλαιό κείµενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουµενική Κίνησις», τό ὁποῖο συνενώθηκε µέ τό κείµενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» µεταξύ τῶν ἄλλων γραφόταν:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διαπιστοῖ ὅτι κατά τόν ροῦν τῆς ἱστορίας, διά ποικίλους λόγους καί κατά διαφόρους τρόπους, ἐσηµειώθησαν πολλαί καί σηµαντικαί ἀποµακρύνσεις ἐκ τῆς παραδόσεως τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Οὕτως ἐν τῷ Χριστιανικῷ κόσµῳ ἐνεφανίσθησαν ἀποκλίνουσαι ἀντιλήψεις περί τῆς ἑνότητος καί αὐτῆς ταύτης τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ σηµαντική αὐτή ἐπισήµανση ἐξαφανίσθηκε στό ἑνοποιηµένο κείµενο πού ὑπογράφηκε ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ἐκκλησιῶν στήν Γενεύη κατά τόν Ἰανουάριο 2016!!
∆ηλαδή, ἀπό τό κείµενο αὐτό προέκυπτε σαφῶς ὅτι ἡ Μία Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκκλησία, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες χριστιανικές ὁµάδες ἀποσχίσθηκαν ἀπό αὐτήν. Καί ὅµως ἡ παράγραφος αὐτή διεγράφη πρίν ὑπογραφῆ τό κείµενο ἀπό τούς Προκαθηµένους.
Οἱ λόγοι αὐτοί παρακίνησαν τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά προσαρµόση τό ὅλο κείµενο στήν ἐννοιολογία τοῦ τίτλου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» καί ἔτσι ἀποφάσισαν νά χρησιµοποιήσουν, µεταξύ ἄλλων, τήν φράση «Χριστιανικάς Ὁµολογίας καί Κοινότητας». Συγκεκριµένα:
Στήν παράγραφο 6 ἀναγραφόταν: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ᾽αὐτῆς».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση:
«"Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς". Ἡ ἰδία φράσις ἐπαναλαµβάνεται εἰς τήν αὐτήν παράγραφον καί εἰς τάς παραγράφους 16, 19, 20 καί 21 τοῦ αὐτοῦ κειµένου καί διορθώνεται ὡσαύτως».
14
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ὅπως εἶναι γνωστόν ὁ τίτλος τοῦ κειµένου αὐτοῦ ἀναφέρεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον, Ἀνατολῆς καί ∆ύσεως, ἤτοι τούς Προχαλκηδονίους, Νεστοριανούς, Μονοθελῆτες, Ρωµαιοκαθολικούς, Ἀγγλικανούς, Παλαιοκαθολικούς, Μεταρρυθµισµένους, κλπ.
Ἀπό αὐτό συνεπάγεται ὅτι τό περιεχόµενο τοῦ κειµένου δέν πρέπει νά διαφοροποιῆται ἀπό τόν τίτλο του, ὁ ὁποῖος δεικνύει τήν διαφορά µεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ λοιποῦ Χριστιανικοῦ κόσµου.
Ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσµος, ἤτοι ὁ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκτός τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς διαιρεῖται στούς ἀποσχισθέντες Χριστιανούς τῆς ∆ύσεως ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀπό τόν 11ο αἰώνα µέ κέντρο τόν Πάπα, ἀλλά καί τούς ἀποσχισθέντες ἀπό τόν Πάπα Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι χωρίζονται σέ πολλές Χριστιανικές ὁµάδες. Κατά τήν δεύτερη χιλιετία ἀποδόθηκαν σέ αὐτούς διάφορα προσδιοριστικά ὀνόµατα, ἤτοι οἱ µέν χαρακτηρίσθηκαν Λατίνοι, Φραγκολατίνοι, Παπιστές, κλπ. οἱ δέ Μεταρρυθµιστές, Προτεστάντες, Ἀγγλικανοί καί οἱ ὁµάδες τους ὀνοµάσθηκαν Ὁµολογίες. Μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέγονται καί οἱ Χριστιανοί τῆς Ἀνατολῆς.
Ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, γι' αὐτό, µεταξύ ἄλλων χαρακτηρισµῶν γιά τόν λοιπό Χριστιανικό κόσµο ὡς «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν» κλπ., προτιµήθηκε ἀπό τήν Ἱεραρχία ὁ ὅρος «Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων».
Τά κείµενα τά ὁποῖα θά ἐκδοθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο πρέπει νά εἶναι ἐκθέσεις ἀκριβεῖς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας καί νά ἔχουν κατά τό δυνατόν ἀκριβῆ ὁρολογία, συντονιζόµενα στήν διαχρονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ἔγινε εὐρύτατη συζήτηση ἐπί τοῦ θέµατος αὐτοῦ, ἐπειδή καί δύο ἄλλες Ἐκκλησίες εἶχαν προτάσεις σχετικές, δηλαδή τό Πατριαρχεῖο τῆς Ρουµανίας πρότεινε νά ἀντικατασταθῆ ἡ φράση χριστιανικές Ἐκκλησίες µέ τήν φράση «ἑτερόδοξες Κοινότητες» καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου νά χαρακτηρισθοῦν «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες».
Ὑπῆρχε δυνατότητα νά παραµείνη ἡ φράση πού ὑπῆρχε στόν τίτλο τοῦ κειµένου, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας καί ὁ λοιπός χριστιανικός κόσµος» ἤ ἡ φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί οἱ ἐκτός αὐτῆς» ἤ «οἱ µή ὀρθόδοξοι».
15
Κατά τήν συζήτηση τό Πατριαρχεῖο Ρουµανίας ἀπέσυρε τήν πρότασή του καί παρέµειναν οἱ προτάσεις τῶν Ἐκκλησιῶν Κύπρου καί Ἑλλάδος.
Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν ἔγινε ἀποδεκτή καί ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης παρότρυνε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυµο νά ὑποβάλη νέα πρόταση.
Κατόπιν τούτου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πρότεινε στήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νέα πρόταση, ἡ ὁποία ΄ἔγινε ἀποδεκτή κατά πλειοψηφία ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἀντιπροσωπείας.
Γιά τήν νέα πρόταση δέν ὑπῆρχε ἐξουσιοδότηση, καθώς τό νόηµά της δέν ἀνταποκρίνεται στίς προτάσεις τῆς Ἱεραρχίας. ∆υστυχῶς σέ ὅλα αὐτά προστίθεται καί τό γεγονός ὅτι ἀποφασίσθηκε µέσα σέ ἐλάχιστα λεπτά τῆς ὥρας. Τό περιεχόµενό της εἶναι τό ἀκόλουθο:
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προτείνει «εἰς τήν παράγραφον 6η ἀντί τοῦ: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει [σηµείωση: στό ἀρχικό κείµενο τό ρῆµα ἦταν γνωρίζει καί ὄχι ἀναγνωρίζει ] τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν», τό «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν».
Στήν τελική µορφή, µέ ἀνασύνταξη, τό κείµενο διαµορφώθηκε ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν». ∆ηλαδή τό «γνωρίζει» ἔγινε «ἀποδέχεται», ἡ «ἱστορική ὕπαρξη» ἔγινε «ἱστορική ὀνοµασία» καί προστέθηκε ἡ λέξη «ἑτεροδόξων» στίς Ἐκκλησίες.
Τά ἐρωτήµατα εἶναι πολλά: Γιατί δέν ἔµεινε τό ρῆµα «γνωρίζει»; Ὑπάρχει ὀνοµασία ἑνός γεγονότος χωρίς ὕπαρξη; Τί σηµαίνει «ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες», ἀφοῦ τό ἑτερόδοξος σηµαίνει αἱρετικός;
Μάλιστα ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυµος ἀνέγνωσε καί τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως, σύµφωνα µέ τό ∆ελτίο Τύπου πού ἐκδόθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:
«Μέ τήν τροπολογίαν αὐτήν πετυχαίνουµε µία συνοδική ἀπόφαση πού γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία περιορίζει τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν σχέσεων πρός τούς ἑτεροδόξους ὄχι στήν ὕπαρξη, ἀλλά ΜΟΝΟ στήν ἱστορική ὀνοµασία αὐτῶν ὡς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁµολογιῶν. Οἱ ἐκκλησιολογικές συνέπειες τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς εἶναι αὐτονόητες. Ὄχι µόνο δέν ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς µέ ὁποιοδήποτε τρόπο τή µακραίωνη ὀρθόδοξη
16
παράδοση, ἀλλ’ ἀντιθέτως προστατεύεται µέ πολύ σαφῆ τρόπο ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία».
Ἡ νέα αὐτή πρόταση ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο καί πολλοί ἀπό τούς παρισταµένους Ἱεράρχες χειροκρότησαν.
Ἑποµένως, ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας µας δέν ἔγινε ἀποδεκτή, παρά µόνον ἡ κατά πλειοψηφία νέα πρόταση τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Στό ∆ελτίον Τύπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν ἡµέρα ἐκείνη (25-62016) διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας µας πρότεινε τήν νέα πρόταση «στοιχοῦσα τό (sic) πνεῦµα τῆς Ἱεραρχῖας».
Ὅµως, παρά τίς ἀγαθές προθέσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί µερικῶν ἀδηµονούντων Ἱεραρχῶν νά κλείση τό θέµα, χωρίς µεγάλη συζήτηση, κάθε σοβαρός ἀναγνώστης τῶν δύο κειµένων θά διαπιστώση ὅτι ἡ νέα πρόταση πού ὑπέβαλε κατά πλειοψηφία ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας µας, δέν ἦταν µέσα στό πνεῦµα τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας. Αὐτό τό θέµα θά τό ἀναπτύξω σέ ἄλλο κείµενο, στό ὁποῖο θά ἀναλύσω ὅτι ἡ πρόταση αὐτή εἶναι στήν οὐσία της ἀντορθόδοξη γιά πολλούς θεολογικούς λόγους.
Κατά τήν σύντοµη συζήτηση πού εἴχαµε γιά τό θέµα αὐτό µεταξύ τῶν µελῶν τῆς Ἀντιπροσωπείας, τόνισα ὅτι γιά λόγους συνειδησιακούς καί θεολογικούς, κυρίως γιά τό ὅτι δέν εἴχαµε τήν ἐξουσιοδότηση τῆς Ἱεραρχίας νά ἀλλάξουµε τήν ἀπόφασή της, δέν συµφωνῶ καί δέν θά ὑπογράψω τό συγκεκριµένο κείµενο. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ἐπεῖχα ἀπό τήν κατ' ἄρθρον συζήτηση τοῦ κειµένου αὐτοῦ, καί φυσικά δέν ὑπέγραψα τό συγκεκριµένο κείµενο.
∆ύο ἦταν, κατά τήν γνώµη µου, τά λυπηρά γεγονότα πού προέκυψαν, α) ἡ παράκαµψη τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας ἀσυνειδήτως ἤ ἐνσυνειδήτως, καί β) ἡ ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας σέ ἑτερόδοξες ὁµολογίες, δηλαδή σέ αἱρετικές κοινότητες. Αὐτό εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο, ὅταν σκεφθῆ κανείς ὅτι µόνον στίς ΗΠΑ ὑπάρχουν πάνω ἀπό 50.000 Χριστιανικές προτεσταντικές ὁµάδες, µέ πολλές ἰδιαιτερότητες ἡ κάθε µιά ἀπό αὐτές, πού αὐτοαποκαλοῦνται «Ἐκκλησίες»!
ii. Συµµετοχή στό Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)
Στήν παράγραφο 17 ἀναγράφονται τά σχετικά µέ τό Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν καί τήν συµµετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ αὐτό, οἱ δέ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες «συµβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν
17
αὐτῶν µέσων εἰς τήν µαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν».
Στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Μαΐου ἐ.ἔ. ἔγινε µεγάλη συζήτηση γιά τό ΠΣΕ. Μιά µερίδα Ἀρχιερέων ζήτησε νά διαγραφοῦν οἱ παράγραφοι τοῦ κειµένου πού ἀναφέρονται στό ΠΣΕ καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀποχωρήση ἀπό αὐτό. Ἔγινε ψηφοφορία δι' ἀνατάσεως τῆς χειρός καί ὑπερίσχυσε ἡ ἄποψη νά παραµείνουν οἱ συγκεκριµένοι παράγραφοι στό κείµενο καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά συµµετέχη στό ΠΣΕ. Προσωπικά ὑποστήριξα τήν ἄποψη νά εἴµαστε παρατηρητές, ὅπως κάνουν οἱ «Ρωµαιοκαθολικοί».
Κατόπιν αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε νά προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση στήν συγκεκριµένη αὐτή παράγραφο:
«Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–µέλη τοῦ Π.Σ.Ε., ... συµβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν µειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων καί προβληµάτων.»
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ἡ συµµετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό «Παγκόσµιον Συµβούλιον Ἐκκλησιῶν» (ΠΣΕ) γίνεται µέ ὁρισµένες προϋποθέσεις καί καθορισµένα κριτήρια. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέα τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁµολογιῶν» καί τό ΠΣΕ «δέν εἶναι καί ἐν οὐδεµίᾳ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπερ-Ἐκκλησία».
Αὐτό δικαιολογεῖ ἀπολύτως τήν ἀντικατάσταση τῆς φράσεως ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες κατά τόπους Ἐκκλησίες µετέχουσες ὡς µέλη τοῦ ΠΣΕ «συµβάλλουν δι' ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων εἰς τήν µαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν», µέ τήν φράση «διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν µειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων καί προβληµάτων».
Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιβάλλει νά συνεργάζεται µετά τῶν Χριστιανικῶν Κοινοτήτων καί Ὁµολογιῶν, Ἀνατολῆς καί ∆ύσεως, γιά τήν ἐπίλυση πολλῶν κοινωνικῶν προβληµάτων, ὅπως τῶν πολέµων, πολλῶν κοινωνικῶν κρίσεων κλπ. Ὅσες δέ φορές γίνεται συζήτηση γιά τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, αὐτό γίνεται µέ τήν προοπτική να ἐπανέλθουν οἱ ἀποµακρυνθέντες ἀπό τήν ἑνιαία παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διασώζει τήν ἀλήθεια τῆς ἀποκεκαλυµµένης πίστεως.
18
Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔγινε ἀποδεκτή στό κείµενο, µέ τήν διαγραφή τῆς λέξεως «τῶν προβληµάτων», ἀφήνοντας τήν φράση «κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων».
iii. ∆ιάλογοι µέ τούς ἑτεροδόξους καί ὁ τρόπος εἰσδοχῆς τους στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
Στήν παράγραφο 20 τοῦ ἀρχικοῦ κειµένου ἀναγραφόταν:
«Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαµορφωµένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (Κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῶν Συνόδων)».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπεφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς ἀνασύνταξη καί διατύπωση, ὅπως φαίνεται στίς ὑπογραµµισµένες φράσεις µέ ἔντονα γράµµατα.
«Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαµορφωµένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, συµφώνως πρός τούς ἱερούς κανόνας τῶν Οἰκουµενικῶν καί τῶν ὑπό τούτων ἀναγνωριζοµένων Τοπικῶν Συνόδων, ὡς εἶναι οἱ Κανόνες 46, 47 καί 50 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ὁ 7 τῆς Β' Οἰκουµενικῆς, ὁ 95 τῆς Πενθέκτης, καί οἱ 7 καί 8 τῆς Λαοδικείας.
∆ιευκρινίζεται, ὅτι, ὅταν ἐφαρµόζεται ἡ κατ’ οἰκονοµίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά Λιβέλλου καί Ἁγίου Χρίσµατος, δέν σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος ἤ καί τῶν ἄλλων Μυστηρίων αὐτῶν».
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντοτε διαλέγεται «µετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν µακράν», µέ βάση τά θεολογικά καί κανονικά κριτήρια τῆς ἤδη διαµορφωµένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία καθορίσθηκε διά τῶν ὅρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουµενικῶν Συνόδων.
19
Οἱ ὅροι τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων εἶναι ἡ διατύπωση τῆς ἀποκαλυφθείσης πίστεως καί οἱ ἱεροί Κανόνες εἶναι ἡ µεταφορά τῶν δογµάτων - ὅρων στήν διοίκηση καί τήν ποιµαντική πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπιλεκτική χρήση τῶν ἱερῶν Κανόνων δέν συνιστᾶ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνηµα.
Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες τῶν ἀρχαίων Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων ἀπέκτησαν οἰκουµενικό κῦρος µέ τόν 2ον Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Οἱ συγκεκριµένοι δέ Κανόνες ἀναφέρονται στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἄλλοτε µέ τήν ἀκρίβεια καί ἄλλοτε µέ τήν οἰκονοµία. Ἡ ἀκρίβεια γίνεται διά τοῦ βαπτίσµατος, ἡ οἰκονοµία γίνεται διά λιβέλλου καί χρίσµατος, µέ σαφεῖς ὅµως προϋποθέσεις, ἤτοι ἐάν βαπτίσθηκαν στήν αἱρετική ὁµάδα πού ἦταν προηγουµένως µέ τήν ἐπίκληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί µέ τήν διατήρηση τοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσµατος, δηλαδή διά τριττῆς καταδύσεως.
Κατά τόν ἅγιο Νικόδηµο τόν Ἁγιορείτη δύο «εἴδη κυβερνήσεως καί διορθώσεως φυλάττονται εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν», ἤτοι ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονοµία. Οἱ Ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι εἶναι «οἱ οἰκονοµοῦντες τάς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ», ἐκφράζουν στήν πράξη τό µυστήριο τῆς θείας Οἰκονοµίας, ἤτοι τό µυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ οἰκονοµία εἶναι ἀναστολή τῆς ἀκρίβειας γιά ἕνα µικρό χρονικό διάστηµα καί γιά εἰδικούς λόγους καί δέν δύναται νά µεταβληθῆ σέ ἀκρίβεια µέ διαρκῆ ἰσχύ.
Ἔπειτα, µέ τήν δι' οἰκονοµίας εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά λιβέλλου καί ἁγίου Χρίσµατος δέν ἐννοεῖται ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητας τοῦ Βαπτίσµατος ἤ τῶν λοιπῶν µυστηρίων τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1484, ἡ ὁποία εἶχε τήν συνείδηση ὅτι ἦταν «οἰκουµενική», ὡς ἡ ἰδία ὁµολογεῖ, ἐκτός τοῦ ὅτι ἀνέτρεψε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, συγχρόνως θέσπισε τήν εἰσδοχή τῶν «Λατίνων» καί τῶν ἐπιστρεψάντων «ἐκ τῆς λατινικῆς αἱρέσεως, πρός τήν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου» τοῦ Χριστοῦ διά λιβέλλου καί χρίσµατος. Στήν ἀκολουθία ἡ ὁποία συνετάγη γίνεται λόγος γιά «λατινικήν αἵρεσιν» καί ἐπιστροφή στήν «τῆς εὐσεβείας ἀκραιφνῆ θεολογίαν, ὁµολογίαν τε αὐτῶν καί παράδοσιν».
Τότε, βεβαίως ἴσχυε εἰσέτι καί στούς Λατίνους ὁ ἀκριβής τύπος τοῦ βαπτίσµατος, ἤτοι ἡ τριπλή κατάδυση ἡ ὁποία καταργήθηκε ἀργότερα, κατά τήν Σύνοδο τῆς Τριδέντου (1545-1563), γιά αὐτό θεσπίσθηκε νά γίνεται ἡ ἀποδοχή τῶν Λατίνων ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά λιβέλλου καί χρίσµατος.
20
Τελικά ἀπό τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔγινε ἀποδεκτή µόνο ἡ φράση ὅτι οἱ ∆ιάλογοι προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί δέν ἔγιναν ἀποδεκτές οἱ τρεῖς ἄλλες προτάσεις, οἱ ὁποῖες ἀποσαφηνίζουν τί σηµαίνει ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Συγκεκριµένα:
α) ∆έν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρόταση «µετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων», διότι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε προσκοµίσει προηγουµένως νέα πρόταση γιά τό θέµα αὐτό.
Πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι ναί µέν δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀντικατασταθῆ µέ τήν φράση «µετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων», ἀλλά ἡ φράση «µετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» ἀντικαταστάθηκε µε τήν φράση «µετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσµου». Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἐδῶ ἔγινε ἀποδεκτή ἡ ἀλλαγή, ἐνῶ στήν ΄6η παράγραφο δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ ἀλλαγή, ἔστω µέ τήν ἴδια φράση «µετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσµου».
β) ∆έν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ προσθήκη γιά τούς 46, 47 καί 50 Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τόν 8ο καί 19ο τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί τόν 7ο καί 8ο τῆς Λαοδίκειας, τό περιεχόµενο τῶν ὁποίων ἀναφέρθηκε πιό πάνω.
γ) ∆έν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅτι «ὅταν ἐφαρµόζεται ἡ κατ’ οἰκονοµίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά Λιβέλλου καί ἁγίου Χρίσµατος, δέν σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος ἤ καί τῶν λοιπῶν µυστηρίων αὐτῶν».
Συγχρόνως διεγράφη ἀπό τό ἀρχικό κείµενο ἡ ἀναφορά στόν 7ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί στόν 95ο Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στήν παράγραφο αὐτή µέ τήν µή ἀποδοχή τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀποδέχθηκε τοὐλάχιστον τήν βαπτισµατική θεολογία. Ἄλλωστε ἀκουγόταν κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων ἡ ἄποψη ὅτι τό Βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων εἶναι ἔγκυρο!
Ἔτσι, µετά ἀπό τήν πρόσδοση µιᾶς ἐκκλησιαστικότητος στούς ἑτεροδόξους, τό µεγαλύτερο πρόβληµα πού προέκυψε ἀπό τήν Σύνοδο ἦταν ἡ ἔµµεση ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητος τοῦ Βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων!
Μερικοί Ἱεράρχες ἀπό ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων, ἰσχυρίζονταν ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά µήν ἀποδεχόµαστε
21
τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων, ἀφοῦ µάλιστα δεχόµαστε τούς µικτούς γάµους, δηλαδή τούς γάµους µεταξύ Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων. Αὐτό πού ἐλέχθη δηµοσίως µέ ἔκανε ὥστε στό κείµενο γιά τό Μυστήριο τοῦ Γάµου νά διατυπώσω τήν σαφῆ ἐπιφύλαξή µου γιά τίς ἐκκλησιαστικές συνέπειες τῶν µικτῶν γάµων.
iv. Περί τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος
Στήν παράγραφο 22 τοῦ κειµένου τῶν Προκαθηµένων ἀναγραφόταν:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόµων ἤ ὁµάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς µαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται µόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήµατος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τόν ἁρµόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεµάτων πίστεως».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόµων ἤ ὁµάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς µαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται (-διεγράφη ἡ λέξη µόνον-) διά τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος (Κανόνες 6 τῆς Β' Οἰκουµενικῆς καί 14 καί 15 τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου)». Συγχρόνως πρότεινε τήν διαγραφή τῆς φράσεως: «τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τόν ἁρµόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεµάτων πίστεως».
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στό σηµεῖο αὐτό ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διέγραψε τήν λέξη ΜΟΝΟΝ, ὅτι, δηλαδή, ἡ διατήρηση τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται ΜΟΝΟΝ διά τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος, προσέθεσε τούς συγκεκριµένους Κανόνες, καί διέγραψε τήν φράση ὅτι τό Συνοδικό σύστηµα ἀνέκαθεν ἀποτελοῦσε «τόν ἁρµόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεµάτων πίστεως».
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Τό συνοδικό σύστηµα εἶναι ἡ βάση καί ἡ ἔκφραση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύµατος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζῆ καί ἐργάζεται σέ ὅλα τά ἐπίπεδά της ὡς Σύνοδος, τοὐτέστιν Σύνοδος «µεταξύ ἐπισκόπων καί
22
κεφαλῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, µαρτυρουµένης οὕτως τῆς κοινωνίας τῶν ὑπ' αὐτούς ἐκκλησιῶν· ὡς καί εἰς πᾶσαν πρᾶξιν κοινωνίας τοῦ πρώτου τῶν ἐπισκόπων (µητροπολίτου) µετά τῶν ὑπ' αὐτόν ἐπισκόπων· τόν ἐπίσκοπον µετά τῶν πρεσβυτέρων αὐτοῦ· τοῦ πρεσβυτέρου, προϊσταµένου µιᾶς κοινότητος µετά τῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν τῶν ἀπαρτιζόντων τήν κοινότητα ταύτην· τῶν λαϊκῶν τέλος µεταξύ των» (Ἀρχιµ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡγουµένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, «Ἡ Ποιµαντική ∆ιακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνας, ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεύς, 1976», σελ. 112 κ.ἑξ.).
Τό συνοδικό σύστηµα στό ἐπίπεδο τῶν Ἐπισκόπων ἐκφράζει καί διασφαλίζει τήν συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κλήρου καί λαοῦ, ἡ ὁποία συνείδηση βιώνεται ἐν τοῖς µυστηρίοις, ἐν τῇ ἀσκήσει καί ἐν τῇ ὁµολογίᾳ τῆς πίστεως. Βεβαίως, ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία λαµβάνει τίς τελικές ἀποφάσεις, ἀλλά οἱ Ἐπίσκοποι ἐκφράζουν τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἀλλά καί τήν συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, Κληρικῶν, µοναχῶν καί λαϊκῶν.
Ἐνδεικτικῶς, στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας ἀναφέρονται οἱ ἱεροί Κανόνες, ὁ 6ος τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί οἱ 14ος καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, οἱ ὁποῖοι διασφαλίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν κοινή ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τήν ἀπόδοση τοῦ δικαίου. ∆έν νοεῖται Σύνοδος Ἐπισκόπων ἄνευ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, οὔτε ποίµνιο ἄνευ κανονικῶν ποιµένων.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ εἰσηγητής στήν Ἱεραρχία Σεβ. Μητροπολίτης Ἠλείας κ. Γερµανός πρότεινε τήν λεκτική διόρθωση µέ τό ἑξῆς σκεπτικό:
«Ἐπειδή εἶναι δυνατόν τό κείµενον τοῦτο νά παρερµηνευθῆ ὑπό τινων καί νά νοµισθῆ ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέχεται, ὅτι τό ἀλάθητον ἐν τῇ Ὀρθόδοξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐκφράζεται ὑπό τῶν Ἐπισκόπων ἐν Συνόδῳ, χωρίς νά λαµβάνεται ὑπ ὄψιν καί σύµπας ὁ Ὀρθόδοξος Κλῆρος καί ὁ Λαός».
Συγχρόνως, κάνοντας αὐτήν τήν πρόταση παρέπεµψε σέ σχετικό βιβλίο: «Ἴδετε καί Στυλιανοῦ (Χαρκιανάκη) Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας, Περί τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Θεολογία, Ἔκδοσις Β΄ Ἀποστολικῆς ∆ιακονίας τῆς Ἐκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2014».
Τελικά δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν διαγραφή τῆς λέξεως «µόνον» καί ἀπό τήν πρόταση νά προστεθοῦν οἱ συγκεκριµένοι Κανόνες, παρέµεινε µόνον ὁ 6ος Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί ὄχι οἱ 14ος καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
23
Ἐπίσης, δέν διεγράφη ἡ τελευταία φράση πού πρότεινε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅµως τροποποιήθηκε µέ τήν φράση ὅτι τό Συνοδικό σύστηµα ἀποτελοῦσε ἀνέκαθεν στήν Ἐκκλησία «τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεµάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων», δηλαδή στά θέµατα τῆς πίστεως προσετέθησαν καί οἱ κανονικές διατάξεις.
v. Οὐνία καί ὁµολογιακοί ἀνταγωνισµοί
Στήν παράγραφο 23 τοῦ κειµένου τῶν Προκαθηµένων ἀναγράφονταν τά σχετικά µέ τόν διαχριστιανικό θεολογικό διάλογο «ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ».
Στό κείµενο αὐτό ἡ Ἱεραρχία προσέθεσε ἐντός παρενθέσεως τήν λέξη Οὐνία.
Στήν συνέχεια τοῦ κειµένου γράφεται:
«Ὑπό τό πνεῦµα αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ σηµαντικόν ὅπως ὅλοι οἱ χριστιανοί, ἐµπνεόµενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεµελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡµῶν, προσπαθήσωµεν νά δώσωµεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήµατα, διά τῶν ὁποίων προκαλεῖ ἡµᾶς ὁ σύγχρονος κόσµος, ὁλοπρόθυµον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, βασιζοµένην εἰς τό ἰδανικόν πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου».
Στήν παράγραφο αὐτή ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔκανε τρεῖς διορθώσεις. Ἀντί «τῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως» θέτει «τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου». ∆ιορθώνει τήν φράση «προσπαθήσωµεν νά δώσωµεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήµατα, διά τῶν ὁποίων προκαλεῖ ἡµᾶς ὁ σύγχρονος κόσµος» µέ τήν φράση «προσπαθήσωµεν νά δώσωµεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήµατα τοῦ συγχρόνου κόσµου µίαν ὁλοπρόθυµον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν». Καί ἐξαλείφει τήν λέξη «ἰδανικόν», πρό τῆς λέξεως πρότυπον.
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ὁ ὑφιστάµενος θεολογικός διάλογος µεταξύ τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων, πρέπει νά γίνεται µέ θεολογικά, ἐκκλησιαστικά κριτήρια καί προϋποθέσεις, εἶναι διάλογος ἀγάπης ἐν ἀληθείᾳ, καί διάλογος ἀληθείας ἐν ἀγάπῃ, ἐπί τῇ βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς ἀληθινῆς ἑρµηνείας του ἀπό τήν ἐκκλησιαστική, πατερική παράδοση. Ἡ ὕπαρξη τῆς Οὐνίας ἀποτελεῖ τροχοπέδη στόν ἀληθινό διάλογο, γιατί εἶναι ἕνα ὕπουλο ἑνωτικό σύστηµα, ἤτοι ἕνας ψευδής τρόπος ἑνώσεως µέ τήν διατήρηση ὅλων τῶν θεολογικῶν διαφορῶν καί µιᾶς ἐξωτερικῆς κατ' ἐπίφασιν ἑνώσεως, ἤτοι
24
πρόκειται γιά µία ψευδένωση, ἄνευ θεολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων. Ὁ προσδιορισµός τῶν θεολογικῶν διαφορῶν καί ἡ ἐπαναφορά στήν αὐθεντική παράδοση τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ὅσων ἐξετράπησαν ἀπό αὐτήν, εἶναι ὁ ἀληθινός τρόπος ἑνώσεως.
Ἐπίσης, ἡ ἐπίλυση ὅλων τῶν συγχρόνων προβληµάτων γίνεται µέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως διαφυλάσσεται στήν Ἐκκλησία καί ἑρµηνεύεται ἀπό αὐτήν, καθώς ἐπίσης καί µέ βάση τό πρότυπο τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου, δηλαδή τοῦ ἁγίου, καί δέν πρόκειται γιά ἕναν ἰδανικό ἄνθρωπο ἀλλά γιά τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἀποκαλύπτεται στούς ἁγίους καί ζῆ σέ αὐτούς, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐµοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Ἡ πρόταση ἀλλαγῆς τῆς φράσεως «ὑπό τῶν κοινῶν θεµελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡµῶν» σέ «ὑπό τῶν κοινῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου» ἔγινε ἀποδεκτή.
Ἡ διόρθωση τῆς φράσεως «διά τῶν ὁποίων προκαλεῖ ἡµᾶς ὁ σύγχρονος κόσµος» στήν φράση «προβλήµατα τοῦ συγχρόνου κόσµου», ἔγινε ἀποδεκτή, ἀλλά εἶναι µιά φραστική διόρθωση.
Ἡ ἐξάλειψη τῆς λέξεως «ἰδανικόν», ἔγινε ἀποδεκτή.
Ἡ προσθήκη στό κείµενο τῆς λέξεως «Οὐνία» ἐντός παρενθέσεως στήν φράση τοῦ ἀρχικοῦ κειµένου «ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ» ἔγινε ἀποδεκτή ὡς ἑξῆς: «ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως προσηλυτισµοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ».
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στό σηµεῖο αὐτό ἔγιναν ἀποδεκτές µερικές φραστικές διορθώσεις, καθώς ἐπίσης καί τό θέµα τῆς Οὐνίας, χωρίς νά καταδικάζεται ρητῶς, ἀλλά ἁπλῶς τονίζεται ὅτι ὁ διαχριστιανικός θεολογικός διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται «πάντοτε ὑπό τῆς ἐν τῷ κόσµῳ µαρτυρίας διά πράξεων ἀµοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν τήν "ἀνεκλάλητον χαράν" τοῦ Εὐαγγελίου (Α΄ Πέτρ. 1, 8), ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως προσηλυτισµοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ».
Ἑποµένως, δέν καταδικάζεται ρητῶς ἡ Οὐνία ὡς ἰδιαίτερο χριστιανικό µόρφωµα, ἀλλά ἀποφασίσθηκε νά ἀποκλείωνται («ἀποκλειοµένης»), νά καταδικάζωνται πράξεις προσηλυτισµοῦ καί ἀνταγωνισµοῦ τόσο ἀπό τήν Οὐνία ὅσο καί ἀπό κάθε ἄλλη Ὁµολογία.
25
vi. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί διαίρεση τοῦ Χριστιανικοῦ κόσµου
Στήν παράγραφο 24 γινόταν λόγος ὅτι «εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς µαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν διῃρηµένον χριστιανικόν κόσµον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της».
Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος µεταξύ τῶν λέξεων «διηρηµένον» καί «χριστιανικόν κόσµον» προσέθεσε τήν λέξη «λοιπόν», ἤτοι «διηρηµένον λοιπόν χριστιανικόν κόσµον».
Τό αὐτό ἐπανέλαβε καί στίς παραγράφους 4 καί 5.
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὔχεται σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες αὐτῆς ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως καί ἀγωνίζεται πολυτρόπως γιά τό ἔργο αὐτό, ἀλλά ταυτοχρόνως θεωρεῖ ὅτι ὁ λοιπός, ἤτοι ὁ ἐκτός αὐτῆς, Χριστιανικός κόσµος, ἔχει διαιρεθῆ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν συµπεριλαµβάνει ἑαυτήν στόν διαιρεµένο κόσµον, ἀλλά καλεῖ ὅλους στήν ἑνότητά της. Ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, ὡς τό ἀληθινό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, ἔχουσα κεφαλή τόν Χριστό. ∆έν ὑπάρχουν οὔτε πολλές κεφαλλές οὔτε πολλά σώµατα. «Καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπό τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτόν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου» (Ἐφ. ι΄, 22-23).
Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔγινε ἀποδεκτή καί δέν προστέθηκε στό κείµενο ἡ λέξη «λοιπόν» καί παρέµεινε τό κείµενο ὡς εἶχε, δηλαδή «εἰς τόν διηρηµένον χριστιανικόν κόσµον».
vii. Μία ποίµνη καί ἐπισυναγωγή σέ αὐτή τῶν ἑτεροδόξων
Στήν τελευταία, µή ἀριθµηµένη παράγραφο τοῦ κειµένου, γραφόταν:
«∆εόµεθα ὅπως οἱ χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡµέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί "γενήσεται µία ποίµνη, εἷς ποιµήν" (Ἰωάννου 10, 16)».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση:
26
«∆εόµεθα ὅπως οἱ χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡµέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί ἐπισυναγωγῆς εἰς αὐτήν πάντων τῶν ἐσκορπισµένων καί "γενήσεται µία ποίµνη, εἷς ποιµήν" (Ἰωάννου 10, 16)».
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ὁ ἕνας Ποιµήν ἑνώνει τήν µία ποίµνη, κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά µε δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς µου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται µία ποίµνη, εἷς ποιµήν» (Ἰω. 10, 16).
Τό χωρίο αὐτό ἐννοεῖ τούς ἀνθρώπους τούς δηµιουργηθέντες ὑπό τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύµατι Ἁγίῳ, καί εὑρισκοµένους ἐκτός τῆς αὐλῆς τῶν προβάτων, γι' αὐτό καί πρέπει νά ὁδηγηθοῦν ὑπό τοῦ Χριστοῦ, νά ἀκούσουν τῆς φωνῆς Του καί νά γίνη µία ποίµνη, στήν ὁποία θά κυριαρχῆ ἕνας Ποιµένας.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρµηνεύοντας τόν λόγο αὐτό τοῦ Χριστοῦ γράφει: «Τούς ἀπό τῶν ἐθνῶν προωρισµένους εἰς σωτηρίαν λέγων, δείκνυσιν ἰδίαν αὐλήν παρά τήν τῶν Ἰουδαίων». Συνεπῶς, ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ ὡς αὐλή προσδιορίζει τήν Ἰουδαϊκή συναγωγή. Τά «ἄλλα πρόβατα» εἶναι οἱ Ἐθνικοί, οἱ ὁποῖοι διά τῆς θείας ἀποκαλύψεως θά δεχθοῦν τόν Χριστό. Ἀµφότεροι θά ἑνωθοῦν καί θά ἀποτελέσουν µία ποίµνη, «ἐκ τε τῶν Ἰουδαίων καί τῶν Ἐθνῶν» κατά τόν ἱερό Ζυγαβηνό, τό ὁποῖο ἔγινε κατά τήν Πεντηκοστή καί µετά ἀπό αὐτή.
Κατ' ἀναλογία τό χωρίο αὐτό προσαρµόζεται καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πρόβατα τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ ἄνθρωποι, οἱ δηµιουργηθέντες ὑπ' Αὐτοῦ. Αὐλή τῶν προβάτων εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διαφυλάσσει τήν Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση καί εἶναι ἡ µία Ποίµνη ὑπό ἕναν Ποιµένα. Οἱ ποικίλως καί ποικιλοτρόπως ὀνοµαζόµενοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται «ἐκτός αὐτῆς», πρέπει νά ἐπιστρέψουν στήν πίστη, παράδοση καί ζωή τῆς µίας Ποίµνης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἐνέργεια καλεῖται ἐπισυναγωγή αὐτῶν στήν ἀληθινή Ποίµνη, ἡ ὁποία πραγµατώνεται διά ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, συνεργούσης καί τῆς θελήσεώς τους.
Αὐτή ἡ πρόταση ἔγινε ὥστε νά ἀποκλεισθῆ ἡ θεωρία τῶν κλάδων σύµφωνα µέ τήν ὁποίαν χάθηκε ἡ ἐνότητα µεταξύ τῶν Χριστιανῶν καί ἑποµένως, οἱ Χριστιανοί, συµπεριλαµβανοµένων καί τῶν ὀρθοδόξων εἶναι οἱ ἐπ鵴έρους κλάδοι τοῦ δένδρου καί ἀγωνίζονται γιά τήν ἑνότητά τους.
27
Ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπορρίφθηκε καί δέν πέρασε στό κείµενο.
Ἀπό ὅλα αὐτά φαίνεται καθαρά, ὅτι ἡ βασική πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ὅτι οἱ Χριστιανικές ὁµάδες πού δροῦν στήν Ἀνατολή καί τήν ∆ύση δέν µποροῦν νά ὀνοµασθοῦν Ἐκκλησίες, ἀλλά Χριστιανικές Κοινότητες καί Ὁµολογίες. Γιά τό θέµα αὐτό ἔγινε µεγάλη συζήτηση, ὁπότε ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά πλειοψηφία, ὕστερα ἀπό παρότρυνση τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου, πρότεινε νέα πρόταση, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτή καί συµπεριλήφθηκε στό κείµενο.
Κατόπιν τούτου, δέν ὑποστηρίχθηκαν ἱκανῶς καί οἱ ἑπόµενες προτεινόµενες διορθώσεις καί κατά κάποιον τρόπο κατέρρευσαν οἱ βασικές παρεµβατικές ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες φραστικές διορθώσεις.
Ἑποµένως, ἀπό τό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» δέν ἔγιναν ἀποδεκτές οἱ ἑξῆς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας:
•
παρ. 6 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς (Kαί ἡ νέα πρόταση πού ὑπέβαλε εἶναι ἐκκλησιολογικῶς προβληµατική).
•
παρ. 20 µετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων συµφώνως πρός τούς ἱερούς κανόνας τῶν Οἰκουµενικῶν καί τῶν ὑπό τούτων ἀναγνωριζοµένων Τοπικῶν Συνόδων, ὡς εἶναι οἱ Κανόνες 46, 47 καί 50 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ὁ 7 τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς, ὁ 95 τῆς Πενθέκτης, καί ὁ 7 καί 8 τῆς Λαοδικείας. ∆ιευκρινίζεται, ὅτι, ὅταν ἐφαρµόζεται ἡ κατ’ οἰκονοµίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά Λιβέλλου καί ἁγίου Χρίσµατος, δέν σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος ἤ καί τῶν λοιπῶν µυστηρίων αὐτῶν».
•
παρ. 22 ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται (µόνον) διά τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος (Κανόνες ... καί 14 καί 15 τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου)
28
τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τόν ἁρµόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεµάτων πίστεως. (τροποποιήθηκε σχετικῶς)
•
παρ. 24 (καί παρ. 4 καί 5) διηρηµένον λοιπόν χριστιανικόν κόσµον
•
ἐπίλογος τήν ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί ἐπισυναγωγῆς εἰς αὐτήν πάντων τῶν ἐσκορπισµένων
4. Ἡ Ἐγκύκλιος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»
Ἡ ∆ιαρκής Ἱερά Σύνοδος κατά τήν Συνεδρίασή της τόν Ἰούνιο 2016, ὕστερα ἀπό σχετική συζήτηση πού ἔγινε στήν Ἱεραρχία τοῦ Μαΐου, ἀπεφάσισε νά υἱοθετήση πρότασή µου γιά νά περιληφθῆ στήν Ἐγκύκλιο τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ὅτι ἡ ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι µιά διαρκής Σύνοδος καί ὅταν κατά τήν πρώτη καί δευτέρα χιλιετία γίνονταν Τοπικές καί Οἰκουµενικές Σύνοδοι, ἐξέφραζαν τήν ἐµπειρία καί τήν ὁµολογία τῆς Πεντηκοστῆς.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά θά ἔπρεπε νά γίνη λόγος περί τῶν Μεγάλων Συνόδων ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, πού ἀπό πολλούς χαρακτηρίσθηκαν ὡς Οἰκουµενικές Σύνοδοι.
Θά πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι ἡ Σύνοδος ἐπί Μεγάλου Φωτίου χαρακτηρίσθηκε ὡς Η΄ Οἰκουµενική Σύνοδος στήν Ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848, καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1351 ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ συµπεριλήφθηκαν στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζεται τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἤτοι τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἰλίου, Πετρουπόλεως καί Ἀχαρνῶν κ. Ἀθηναγόρας, πού ἦταν ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Ἐπιτροπή καταρτίσεως τῆς Ἐγκυκλίου τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» καί µέ τόν ὁποῖον εἶχα συνεχῆ τηλεφωνική ἐπικοινωνία, ἔθεσε αὐτήν τήν πρόταση στήν Ἐπιτροπή καί ἔτσι καταρτίσθηκε ἡ ἑξῆς παράγραφος στήν ὡς ἄνω Ἐγκύκλιο:
«3. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν τῇ ἑνότητι καί καθολικότητι αὐτῆς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Συνόδων, ἀπό τήν Ἀποστολικήν ἐν Ἱεροσολύµοις σύνοδον (Πράξ. ιε´, 5-29) ἕως τῆς σήµερον. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή καθ’ αὑτήν εἶναι Σύνοδος ὑπό τοῦ Χριστοῦ συνεστηµένη καί ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος
29
καθοδηγουµένη, συµφώνως πρός τό ἀποστολικόν «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύµατι καί ἡµῖν » (Πράξ. ιε’, 28). ∆ιά τῶν Οἰκουµενικῶν καί τῶν Τοπικῶν συνόδων, ἡ Ἐκκλησία εὐηγγελίσατο καί εὐαγγελίζεται τό µυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἐφανερώθη διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τό συνοδικόν ἔργον συνεχίζεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἀδιακόπως διά τῶν µεταγενεστέρων, καθολικοῦ κύρους, συνόδων – ὡς λ.χ. τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης συνόδου (879-880) καί τῶν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ συγκληθεισῶν Μεγάλων συνόδων (1341, 1351, 1368), διά τῶν ὁποίων ἐβεβαιώθη ἡ αὐτή ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἐξαιρέτως δέ περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος καί περί τῆς µεθέξεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τάς ἀκτίστους θείας ἐνεργείας. Προσέτι δέ καί διά τῶν ἐν Κωσταντινουπόλει Ἁγίων καί Μεγάλων συνόδων τῶν ἐτῶν 1484 διά τήν ἀποκήρυξιν τῆς ἑνωτικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1438-1439), τῶν ἐτῶν 1638, 1642, 1672 καί 1691 διά τήν ἀποκήρυξιν προτεσταντικῶν δοξασιῶν, ὡς καί τοῦ ἔτους 1872 διά τήν καταδίκην τοῦ ἐθνοφυλετισµοῦ ὡς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως».
Νοµίζω ὅτι στό θέµα αὐτό ἡ Ἐκκλησία µας εἶχε µιά σηµαντική ἐπιτυχία, πού πρέπει νά ἀναγνωρισθῆ. ∆έν γνωρίζω ὅµως γιατί στίς Συνόδους ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ δέν συµπεριλήφθηκε καί ἡ Σύνοδος τοῦ 1347, ἡ ὁποία ἐκτός τῶν ἄλλων ἐξέλεξε καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαµᾶ σέ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Συµπεράσµατα
Οἱ προτάσεις τῆς Ἱεραρχίας πρός τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἔγιναν µέσα στήν προοπτική τῆς συζητήσεως ἐπ' αὐτῶν καί τῆς ἀποδοχῆς τους καί ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες. ∆έν µπορεῖ κανείς νά εἶναι ἀπόλυτος στά θέµατα αὐτά καί νά ζητᾶ νά γίνουν ὁπωσδήποτε ἀποδεκτές οἱ προτάσεις του κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων. Ἄλλωστε καί ἄλλες Ἐκκλησίες ἔθεσαν προτάσεις, ἀπό τίς ὁποῖες ἄλλες ἔγιναν δεκτές καί ἄλλες ἀπορρίφθησαν.
Τό πρόβληµα, ὅµως, ὡς πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ὅτι στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», κατέθεσε νέα πρόταση, διαφοροποιηµένη ἀπό τήν πρόταση τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία κατά τήν γνώµη µου εἶναι καί προβληµατική, πράγµα τό ὁποῖο εἶχε συνέπειες καί σέ ἄλλες προτάσεις τίς ὁποῖες εἶχε καταθέσει.
Πάντως, ἀπό ὅσα κατεγράφησαν προηγουµένως ἐξάγονται τά ἀκόλουθα συµπεράσµατα.
30
1. Ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπέτυχε νά περάση τίς ἀπόψεις τῆς Ἱεραρχίας στό πρῶτο κείµενο περί τῆς ὀντολογίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Παρέµεινε µέν στό κείµενο ἡ λέξη πρόσωπο µαζί µέ τήν λέξη ἄνθρωπος γιά περαιτέρω συζήτηση, ἀλλά διαγράφηκαν ὅλα τά σχετικά περί τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου σέ σχέση µέ τόν Τριαδικό Θεό, ὅτι δηλαδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι φορεύς τῆς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ κοινωνία προσώπων ἀντανακλοῦν κατά Χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων Προσώπων.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὅλη ἡ σύγχρονη θεολογία περί τῆς κοινωνίας τῶν θείων Προσώπων, περί τοῦ ἀνθρώπου ὡς φορέως τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὡς κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν Θεοῦ, καί περί τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων πού ἀντανακλοῦν τήν Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πού συνιστᾶ τόν σύγχρονο περσοναλισµό δέν ἔγιναν ἀποδεκτά ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο».
2. Στό κείµενο περί τῆς αὐτονοµίας ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔλαβε τήν διαβεβαίωση ἀπό τόν Οἰκουµενικό Πατριάρχη ὅτι θά ἰσχύση τό ὑφιστάµενο καθεστώς γιά τίς Νέες Χῶρες, ὅτι δηλαδή οἱ Μητροπόλεις αὐτές κανονικῶς ὑπάγονται στό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά ἐδόθησαν ἐπιτροπικῶς στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά τήν διοίκησή τους, ὅτι θά παραµείνη τό καθεστώς αὐτό καί ὅτι δέν θά χορηγηθῆ αὐτονοµία στίς περιοχές αὐτές καί σέ ἄλλες περιοχές γιά τίς ὁποῖες ἐξεδόθη Τόµος ἤ Πράξη.
3. Στό βασικότερο κείµενο πού ἀναφερόταν στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπό χριστιανικό κόσµο, µετά τήν ἀλλαγή τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας στό βασικό σηµεῖο καί τήν ὑποβολή νέας προτάσεως κατά πλειοψηφία ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, χωρίς ἐξουσιοδότηση ἀπό τήν Ἱεραρχία, δέν ὑποστηρίχθηκαν ἱκανῶς οἱ βασικές ἄλλες προτάσεις γιά τήν ἐγκυρότητα ἤ µή τοῦ βαπτίσµατος τῶν ἄλλων Χριστιανῶν καί τήν προσευχή γιά τήν ἐπισυναγωγή τους εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Ἔτσι, τό τελικό κείµενο εἶναι διπλωµατικό, διακρίνεται γιά µιά «δηµιουργική ἀσάφεια», ὅπως ἔχει γραφεῖ, ἔχει ἐπιχειρήµατα γιά νά προσλαµβάνωνται ἀπό ὅλες τίς πλευρές, θεωρῶ ὅτι δυσαρεστεῖ καί τούς ὀρθοδόξους καί τούς ἑτεροδόξους, διαποτίζεται ἀπό τήν βαπτισµατική θεολογία καί ἐµµέσως πλήν σαφῶς ἀπό τήν θεωρία τῶν κλάδων, ὅπως φάνηκε καί ἀπό τίς συζητήσεις, καθώς ἐπίσης µετακινήθηκε ἐλαφρῶς, ἀλλά ἐνσυνειδήτως ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητας στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητας.
31
Ὅπως εἶναι γνωστόν, ὡς ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητας δηλώνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐνῶ ὡς ἀρχή τῆς περιεκτικότητας δηλώνεται ὅτι ὑπάρχουν πολλές Ἐκκλησίες, στίς ὁποῖες ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνα βασικό σηµεῖο τό ἔγκυρο Βάπτισµα, καί γίνονται διάλογοι γιά τήν πλήρη ἑνότητα. ∆ηλαδή στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητας δέν ταυτίζονται τά κανονικά καί µυστηριακά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως σαφῶς γίνεται στήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητας.
Ἐντύπωση, πάντως, προκαλοῦσε τό γεγονός ὅτι Ἱεράρχες πού κατέχουν σηµαντικές θέσεις στήν Ἐκκλησία καί βρίσκονται στήν τρίτη ἡλικία τῆς ζωῆς τους ὑποστήριζαν ἀντορθόδοξες θέσεις µέ τήν αἰτιολογία ὅτι ἔτσι τούς δίδασκαν οἱ καθηγητές τους, στό πρῶτο ἥµισυ τοῦ 20ου αἰῶνος, ἄν καί ἐν τῷ µεταξύ ἔγινε µεγάλη ἔρευνα στίς πατερικές πηγές, ὅπως τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λουγδούνου, τόν ἅγιο Μάξιµο τόν Ὁµολογητή, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαµᾶ κ.ἄ., ἡ ὁποία ἔρευνα ἀνέτρεψε τίς ἀπόψεις αὐτές.
Ἄλλωστε, µέχρι τόν 19ο αἰῶνα ὑπῆρχε ἴδια ὁρολογία ὡς πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τούς ἑτεροδόξους, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἡ ὁποία ἀνετράπη στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος µέ τό ∆ιάγγελµα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου «πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τό 1920, ὕστερα ἀπό διάφορα γεγονότα πού προηγήθηκαν αὐτοῦ τοῦ ∆ιαγγέλµατος.
Τό παράδοξο δέ εἶναι ὅτι οἱ Ἱεράρχες αὐτοί ἐπικαλοῦντο τούς καθηγητές τους, οἱ ὁποῖοι σαφῶς, ὅπως ἀπέδειξε ἐπιστηµονική ἔρευνα, εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν σχολαστική καί τήν προτεσταντική θεολογία, καί δέν προχώρησαν οἱ ἴδιοι περαιτέρω σέ πατερικές ἔρευνες, ἄν καί ἦταν διάδοχοι τῶν µνηµονευθέντων καθηγητῶν. Καί ἐν πάσῃ περιπτώσει εἶναι παράδοξο νά ἐπικαλῆται ἕνας Ἱεράρχης παλαιούς καθηγητές καί ὄχι τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πράγµα πού ὁµολόγησε κατά τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο.
Σεπτέµβριος 2016
http://parembasis.gr
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατά τίς Συνεδριάσεις της τῆς 24ης καί 25ης Μαΐου ἐ.ἔ., ὅπως εἶχε τό δικαίωµα καί τήν ἁρµοδιότητα, µελέτησε τά ἐγκριθέντα κείµενα ὑπό τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων ∆ιασκέψεων καί τῶν Συνάξεων τῶν Προκαθηµένων, σέ συνέχεια τῆς ἀποφάσεως καί προτάσεως τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἔχουσα δέ ὑπ' ὄψη της τό ἄρθρο 11 τοῦ Κανονισµοῦ Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἀπεφάσισε τήν ὑποβολή προτάσεων, τροπολογιῶν, διορθώσεων καί προσθηκῶν, οἱ ὁποῖες ὑποβλήθηκαν ἁρµοδίως καί ἐµπροθέσµως στήν Πανορθόδοξη Γραµµατεία τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Ὅπως διαλαµβάνεται στό ἄρθρο 11 τοῦ Κανονισµοῦ Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου «ἡ ἔγκρισις τῶν τροπολογιῶν, µετά τήν ὁλοκλήρωσιν τῆς συζητήσεως αὐτῶν, ἐκφράζεται, κατά τά πανορθοδόξως καθιερωµένα, διά τῆς ἀρχῆς τῆς ὁµοφωνίας τῶν ἀντιπροσωπειῶν πασῶν τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο σηµαίνει ὅτι αἱ µή ὁµοφώνως ἀποδεκταί γενόµεναι τροπολογίαι δέν ἐγκρίνονται».
Τό σηµαντικό εἶναι ὅτι οἱ περισσότερες τῶν προτάσεων αὐτῶν ἐγκρίθηκαν ὁµοφώνως ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, µερικές δέ ἀπό αὐτές ἐγκρίθηκαν µέ τήν µειοψηφία ἑνός ἤ δύο Ἀρχιερέων ἐπί συνόλου 76 παρόντων, µία πρόταση ἐγκρίθηκε µέ ὀνοµαστική ψηφοφορία. Μέ αὐτά τά δεδοµένα συνεπάγεται ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτή τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ὁµόψυχη καί ἐκφράζει τήν συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία διαθέτει ὑψηλό θεολογικό, ποιµαντικό καί µοναχικό ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο.
1. Τά βασικά σηµεῖα τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱεραρχίας
Τέσσερα εἶναι τά βασικά σηµεῖα τῶν ἀποφάσεων πού ἔλαβε ἡ Ἱεραρχία, ἤτοι τό θέµα τοῦ προσώπου, ἡ χορήγηση αὐτονοµίας σέ µιά Ἐκκλησιαστική
2
Ἐπαρχία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσµος καί τό δεδοµένο τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
α) Ὁ ὅρος πρόσωπο κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπεδόθη στόν Τριαδικό Θεό, γιά δέ τόν ἄνθρωπο σέ ὅλη τήν πατερική γραµµατεία χρησιµοποιεῖται ὁ βιβλικός ὅρος ἄνθρωπος µέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου. Ὅταν δέ µερικές φορές στούς Πατέρες χρησιµοποιεῖται ὁ ὅρος ὑπόσταση γιά τόν ἄνθρωπο, τότε ἡ χρήση γίνεται µέ βάση τήν Ἁγία Γραφή καί ὄχι µέ βάση τήν φιλοσοφία.
Ἐπειδή, ὅµως, στήν σύγχρονη φιλοσοφία ἀναπτύσσεται ἐντόνως ὁ ὑπαρξιστικός περσοναλισµός µέ ἀπόκλιση ἀπό τήν Πατερική Παράδοση, δηλαδή ταυτίζεται ἡ φύση µέ τήν ἀνάγκη καί τήν ἁµαρτία, καί ἡ θέλησηβούληση µέ τό πρόσωπο, γι' αὐτό ἡ φράση «ἀνθρώπινο πρόσωπο» πρέπει νά ἀντικατασταθῆ µέ τόν βιβλικό ὅρο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος γίνεται κατανοητός ἀπό ὅλες τίς γλωσσικές διατυπώσεις.
β) Ὁ τρόπος χορηγήσεως αὐτονοµίας σέ µία Ἐκκλησιαστική Ἐπαρχία. Ἐπειδή ἡ χορήγηση αὐτονοµίας σέ κάποια Ἐπαρχία ἀπό τήν Μητέρα αὐτῆς Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά προκαλέση σχίσµατα, διαιρέσεις, αὐτονοµιστικές ἀποκλίσεις, γι' αὐτό προτείνεται ἡ διατήρηση ἀπαρασαλεύτου τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, ἡ ὁποία ἔχει ἀποφασισθῆ ὑπό ΣυνοδικῶνΠατριαρχικῶν Τόµων ἤ Πατριαρχικῶν-Συνοδικῶν Πράξεων. Αὐτό προτάθηκε µέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀποφυγή σχισµάτων.
γ) Στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» γράφεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική και Ἀποστολική», ὁπότε δέν δύναται νά ἀποδοθῆ ὁ ὅρος Ἐκκλησία σέ ἄλλες Χριστιανικές Ὁµολογίες, γιά νά µή ὑπονοµευθῆ ἡ ὑπερτάτη ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική. Ἑποµένως, οἱ ἄλλες Χριστιανικές ὁµάδες πρέπει νά ἀποκληθοῦν «Χριστιανικαί Ὁµολογίαι καί Κοινότητες».
δ) Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καί δέν χωρίζεται ἀπό τήν Κεφαλή, δηλαδή ἀπό τόν Χριστό. Κατά συνέπειαν ὅσοι κατά καιρούς ἀποµακρύνονται ἀπό τήν πίστη καί τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί πρέπει νά ἐπιστρέψουν σέ αὐτήν. Σέ αὐτό ἀποβλέπει ὁ θεολογικός διάλογος, γιατί ἐµεῖς ὁµολογοῦµε: «οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογµάτισαν… οὕτω φρονοῦµεν, οὕτω λαλοῦµεν, οὕτω κηρύσσοµεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡµῶν», ἀλλά καί πορευόµαστε «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς
3
Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνηµα». Ἡ ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος δέν δύναται νά περιπέση στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, ἡ ὁποία ὑπονοµεύει τό δεδοµένο τῆς ἀδιαταράκτου ἑνότητος τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας.
2. Ἡ Ἐγκύκλιος τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου
Ἐπειδή ἐλήφθησαν ἀπό τήν Ἱεραρχία αὐτές οἱ βασικές ἀποφάσεις, γι' αὐτό καί στήν Ἐγκύκλιο πού ἀπεστάλη ἀπό τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο στίς Μητροπόλεις καί διαβάσθηκε σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς (2977/2-6-2016) δόθηκε ἡ διαβεβαίωση ὅτι οἱ ἀποφάσεις πού ἐλήφθησαν ἦταν βάσει τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» οἱ Ἀρχιερεῖς θά ἐκφράσουν τήν ἐµπειρία καί τήν πίστη τοῦ µυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν ὁµολογία τῶν Ἁγίων µας. Συγκεκριµένα, µεταξύ τῶν ἄλλων, γράφεται:
«Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, µέ ἀπόλυτη πίστη στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, καί µέ σεβασµό στό Συνοδικό πολίτευµα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, µελέτησε διεξοδικά τίς προτάσεις τῆς ∆ιαρκοῦς Συνόδου, µίαν πρός µίαν, καί µέ πνεῦµα ὁµοψυχίας, ὑπευθυνότητας καί σοβαρότητας, καί µέ ὁµοφωνία στά περισσότερα σηµεῖα καί ἀπόλυτη πλειοψηφία σέ ἄλλα, ἔκανε τίς διορθώσεις τῶν τεθέντων κειµένων καί ὅπου χρειάσθηκε ἔκανε καί προσθῆκες, ὥστε αὐτές νά εἶναι οἱ τελικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τά κείµενα αὐτά.
Οἱ διορθώσεις καί οἱ προσθῆκες πού εἶναι οὐσιαστικές καί συντονίζονται στήν διαχρονική ἐµπειρία καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας θά κατατεθοῦν στήν Πανορθόδοξη Γραµµατεία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου στήν Κρήτη καί θά ὑποστηριχθοῦν ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµο γιά νά βελτιωθοῦν τά ἤδη ἐπεξεργασθέντα κείµενα ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἔτσι νά δοθεῖ µιά καλή ἐκκλησιαστική µαρτυρία πίστεως καί ἑνότητος στόν σύγχρονο κόσµο, συντονισµένη στήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀσφαλῶς, ἔγινε γνωστόν ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συζήτησε τά σοβαρά αὐτά θέµατα µέ ὑπευθυνότητα, νηφαλιότητα καί γνώση. Τό σηµαντικό ὅµως εἶναι ὅτι διαφύλαξε τήν ἑνότητά της. Ἀκούστηκαν οἱ ἀπόψεις πολλῶν Ἱεραρχῶν καί οἱ ἀποφάσεις ἦσαν σχεδόν ὁµόφωνες.
Ἐπειδή τό προηγούµενο χρονικό διάστηµα ὑπῆρξε ἀνησυχία, ἐν πολλοῖς δικαιολογηµένη, σέ πολλούς Κληρικούς, µοναχούς καί λαϊκούς, γιά τά κείµενα τά ὁποῖα θά συζητήσει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, γι' αὐτό συνιστοῦµε σέ
4
ὅλους νά εἰρηνεύσουν, γιατί πρῶτοι ἐµεῖς οἱ Ἱεράρχες ἔχουµε δώσει τήν ὁµολογία τῆς πίστεως κατά τήν χειροτονία µας γιά νά διασφαλίσουµε τήν Ἀποστολική καί Πατερική παρακαταθήκη πού παραλάβαµε καί ἀγρυπνοῦµε γιά τήν ποίµνιό µας, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἔπαινο τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά διεξαγάγει τίς ἐργασίες της ἀπό τήν ἡµέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἕως τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Αὐτό σηµαίνει ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ λοιποί Κληρικοί καί λαϊκοί πού θά ἐκπροσωπήσουν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν Σύνοδο αὐτή, ὅπως θά τό κάνουν καί οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, θά προσπαθήσουν νά ἐκφράσουν τήν ἐµπειρία καί τήν πίστη τοῦ µυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν ὁµολογία τῶν Ἁγίων µας, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς στήν ἱστορία».
Θεώρησα ὅτι αὐτή ἡ διαβεβαίωση τήν ὁποία δώσαµε σέ ὅλο τό πλήρωµα τῆς Ἐκκλησίας ἔπρεπε νά τηρηθῆ ἀπαρεγκλίτως. Αὐτή δέ ἡ αἴσθηση κυριαρχοῦσε µέσα µου κατά τήν διάρκεια τῶν Συνεδριάσεων τῆς Συνόδου στήν Κρήτη.
Στήν συνέχεια θά παρουσιασθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στά τρία κείµενα, µέ µερικά θεολογικά ἑρµηνευτικά σχόλια γιά νά φανῆ ἡ ἀξία τους, καθώς ἐπίσης ποιές ἀπό αὐτές ἐγκρίθηκαν ἤ ἀπορρίφθηκαν κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς στήν Κρήτη.
3. Τά κείµενα στά ὁποῖα ἔγιναν ἀλλαγές
Ἀπό τά ἕξι κείµενα πού ἐτέθησαν ὑπ' ὄψιν τῶν Ἱεραρχῶν προτάθησαν ἀλλαγές, διορθώσεις, προσθῆκες, ἀφαιρέσεις σέ τρία ἀπό αὐτά, τίς ὁποῖες θά δοῦµε ἀναλυτικά.
α) «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσµῳ»
Τό κείµενο ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσµῳ» πού ὑπογράφηκε ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Γενεύη τόν Ἰανουάριο 2016 εἶναι ἐν πολλοῖς διαφοροποιηµένο ἀπό τό πρό τοῦ 2014 παρόµοιο κείµενο. Ὑφίστανται πολλές ἀλλαγές καί διαφοροποιήσεις, ὁπότε ἡ Ἱεραρχία πρότεινε τίς ἑξῆς ἀλλαγές:
i. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί θρησκεῖες
Ἡ 3η παράγραφος τοῦ κειµένου τῶν Προκαθηµένων διελάµβανε:
5
«3. Ὡς προϋπόθεσις µιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειµένῳ συνεργασίας δύναται νά χρησιµεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καλοῦνται νά συµβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι' αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισµοῦ ἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως εἰς τήν συµφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσµον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύµατος. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ συνεργασία αὕτη ἀποκλείει τόσον τόν συγκρητισµόν, ὅσον καί τήν ἐπιδίωξιν ἐπιβολῆς οἱασδήποτε θρησκείας ἐπί τῶν ἄλλων».
Ἀντί αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε νά διορθωθῆ τό κείµενο στά σηµεῖα πού ὑπογραµµίζονται µέ ἔντονα γράµµατα:
«3. Ὡς προϋπόθεσις µιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειµένῳ συνεργασίας δύναται νά χρησιµεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου. Αἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατόν νά συµβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συµβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισµόν».
Ἑρµηνευτικό σχόλιο
Στήν ἔκφραση «Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι» προτείνεται νά προστεθῆ ὁ προσδιορισµός «κατά τόπους», διότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Μία καί παρά τήν ὕπαρξη πολλῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν κοινή πίστη, λατρεία καί ζωή, δέν διασπᾶται ἡ ἑνότητα αὐτῆς, κατά τήν εὐχαριστιακή φράση «µελίζεται καί διαµερίζεται ὁ ἀµνός τοῦ Θεοῦ, ὁ µελιζόµενος καί µή διαιρούµενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόµενος καί µηδέποτε δαπανώµενος» καί κατά τήν πατερική φράση «µερισθέντος τοῦ σώµατος ἀµέριστος ἡ Χάρις διαµένει». Ὅ,τι συµβαίνει µέ τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο, τό αὐτό συµβαίνει καί µέ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «καὶ αὐτόν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου» (Ἐφ. 1, 22-23).
Ἔπειτα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συµβάλλει γιά τήν συνεννόηση µέ τίς ἄλλες Θρησκεῖες, ὄχι ὅµως στό θέµα τῆς πίστεως καί τῆς ἀληθείας, γιατί ἄν συνέβαινε αὐτό θά κατέληγε στόν θρησκευτικό συγκρητισµό, ἀλλά στήν «εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συµβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισµόν».
Ὅπως εἶναι γνωστόν, ὁ ὅρος συγκρητισµός δηλώνει τήν ἀνάµειξη στοιχείων προερχοµένων ἀπό διάφορες Θρησκεῖες, ὥστε νά προκύψη κάτι τό
6
νέο, τό ὁποῖο ἀντιβαίνει στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί ἐκκλησιολογία. Οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες διαλέγονται µέ τούς ἀλλοθρήσκους γιά κοινωνικά ζητήµατα καί ἀποβλέπουν στήν εἰρηνική συνύπαρξη ἐντός τῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν καί ὄχι στόν θρησκευτικό συγκρητισµό.
Ἡ προσθήκη-διόρθωση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔγινε ἀποδεκτή καί πέρασε στό τελικό κείµενο, ἐκτός τῆς λέξεως «τοῦ ἀνθρώπου», παραµένοντας ἡ φράση «τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», γιατί ἡ συζήτηση γιά τό θέµα αὐτό ἔγινε στήν ἑπόµενη παράγραφο.
ii. Πρόσωπο καί ἄνθρωπος
Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας ἦταν νά ἀντικατασταθῆ καί στήν παράγραφο αὐτή καί σέ ἄλλες παραγράφους ἡ ἔκφραση ἀνθρώπινο πρόσωπο µέ τήν ἔννοια ἄνθρωπος γιά νά ἐπικρατῆ ὁµοιοµορφία ὅρων καί ταυτότητα κειµένου. Ἔτσι:
«Προτείνεται νά ἀντικατασταθῇ ἡ φράσις "Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου..." µέ τήν φράσιν "ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου" εἰς τήν παράγραφον Α1, ἡ φράσις "τῆς θεωρήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου" µέ τήν φράσιν "τῆς θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου" εἰς τήν παράγραφον Β3, καί ἡ φράσις "τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου..." µέ τήν φράσιν "τοῦ ἀνθρώπου" εἰς τήν παράγραφον Γ1, τοῦ αὐτοῦ κειµένου».
Ἐρµηνευτικό σχόλιο
Στό πρό τοῦ 2014 κείµενο ὁ προσδιορισµός τοῦ ὅρου ἀνθρώπινο πρόσωπο σαφῶς ταυτιζόταν µέ τόν θεολογικό καί βιβλικό ὅρο κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν. Ἐπί τοῦ προκειµένου διελάµβανε:
«Πράγµατι δέ, καθ' ὅλην τήν περίοδον τοῦ ἱστορικοῦ βίου της ἡ Ὀρθοδοξία ὑπηρέτησε µέ συνέπειαν, συνέχειαν καί ζῆλον τό µεγαλεῖον αὐτό τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου µέ ὅλην τήν ἀπολυτότητα καί καθολικότητα µέ τάς ὁποίας συνεδέθη τοῦτο εἰς τά πλαίσια τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς κορύφωσις καί συγκεφαλαίωσις τῆς θείας δηµιουργίας καί ὡς κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν πλασθείς τοῦ ∆ηµιουργοῦ του, ὑπῆρξε διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τό καθ' ὅλου περιεχόµενον τῆς ἀποστολῆς της εἰς τόν κόσµον καί τήν ἱστορίαν τῆς σωτηρίας».
Ὅµως, στό νέο κείµενο γίνεται λόγος «διά τήν ὑψίστην ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» ὄχι µέ τόση σαφήνεια, ἀλλά ἁπλῶς σέ ἕνα µέρος γίνεται λόγος γιά τό κατ' εἰκόνα, χωρίς ὅµως νά ἀκολουθῆ καί τό καθ'
7
ὁµοίωσιν, πράγµα πού σηµαίνει ὅτι ἡ λέξη πρόσωπο γιά τόν ἄνθρωπο ξεφεύγει ἀπό τήν θεολογία καί πλησιάζει στήν σύγχρονη ὑπαρξιστική καί ἰδεαλιστική φιλοσοφία.
Ἰδιαίτερα πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ὁ ὅρος πρόσωπο ἀποδίδεται ἀπό τούς Πατέρες στόν Τριαδικό Θεό, ἐνῶ γιά τόν ἄνθρωπο χρησιµοποιεῖται ὁ βιβλικός ὅρος ἄνθρωπος µέ τόν προσδιορισµό ὅτι εἶναι κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν Θεοῦ δηµιουργηµένος.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «µέτοχοι γεγόναµεν τοῦ Χριστοῦ ἐάνπερ τήν ἀρχήν τῆς ὑποστάσεως µέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωµεν» (Ἑβρ. γ΄ 14). Στό χωρίο αὐτό φαίνεται ὅτι ἡ ὑπόσταση ἐκλαµβάνεται ὡς τό κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωση. Αὐτή εἶναι ἡ λεγοµένη «ὑποστατική ἀρχή». Ὅταν ὅµως ἡ ὑπόσταση-πρόσωπο ἑρµηνεύεται µόνον ὡς κατ' εἰκόνα, χωρίς τό καθ' ὁµοίωση τότε ὑπάρχει πρόβληµα.
Ἡ νεώτερη δυτική φιλοσοφία χρησιµοποίησε τόν ὅρο πρόσωπο καί στόν ἄνθρωπο. Ὅµως αὐτό ἐκλαµβάνεται µέ τήν ἀρχή τοῦ περσοναλισµοῦ (φιλοσοφική, ψυχολογική καί ὑπαρξιστική ἔννοια) καί τήν ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν θεολογική ἔννοια τοῦ κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν Θεοῦ. ∆υστυχῶς αὐτός ὁ δυτικός περσοναλισµός ἀπό µερικούς µεταφέρθηκε καί στήν ὀρθόδοξη θεολογία.
Ἐπί πλέον ὁ ὅρος ἄνθρωπος ἔχει καθιερωθῆ σέ ὅλες τίς γλῶσσες, ἐνῶ τό πρόσωπο ἐκλαµβάνεται ποικιλοτρόπως εἴτε µέ τήν ἔννοια τοῦ προσωπείου εἴτε µέ τήν ἔννοια τῆς ψυχολογίας καί τῆς λογικῆς εἴτε µέ τήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τῆς ὑπάρξεως εἴτε µέ τήν ἔννοια τοῦ γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ εἴτε µέ τήν ἔννοια τοῦ βολονταρισµοῦ (βουλησιοκρατίας) εἴτε µέ τήν ἔννοια τῆς κοινωνιολογίας.
Ἀκόµη, ἡ λέξη πρόσωπο γιά τόν ἄνθρωπο µπορεῖ νά ἐκληφθῆ ποικιλοτρόπως σέ διάφορες γλῶσσες.
Πρέπει δέ νά ὑπογραµµισθῆ ὅτι σέ ὅλο τό κείµενο χρησιµοποιοῦνται ἐναλλάξ δύο ὅροι, ἤτοι ὁ ὅρος ἄνθρωπος καί ὁ ὅρος ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἡ λέξη ἄνθρωπος χρησιµοποιεῖται περίπου 70 φορές καί ἡ λέξη πρόσωπο ἤ ἀνθρώπινο πρόσωπο χρησιµοποιεῖται 7 φορές. Ἐπίσης, καί ὅταν στό κείµενο γίνεται λόγος γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, κατά τούς Πατέρες, τά πατερικά χωρία πού προσκοµίζονται κάνουν λόγο γιά τόν ἄνθρωπο καί ὄχι γιά τό πρόσωπο.
Ἐπειδή τό κείµενο δέν ἔχει ταυτότητα ὡς πρός τόν θέµα αὐτό, µπορεῖ νά ἐκληφθῆ ὅτι ἄλλο εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ἄλλο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί
8
ἑποµένως θά δηµιουργηθῆ σύγχυση περί τοῦ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί τί εἶναι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ποιά ἡ διαφορά µεταξύ τῶν δύο, γι' αὐτό τό κείµενο πρέπει νά ἑνοποιηθῆ στό σηµεῖο αὐτό.
Γι' ὅλους αὐτούς τούς λόγους προτάθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία µας ἡ ἀντικατάσταση τῆς λέξεως πρόσωπο µέ τήν λέξη ἄνθρωπος, ὥστε νά κατανοηθῆ ἀπ' ὅλους καί νά ὑπάρχη ταυτότητα ὅρων στό κείµενο.
Μετά ἀπό τίς πρῶτες συζητήσεις ὁ Σεβασµιώτατος Κωνσταντίνης Ἀρίσταρχος ἐξ ὀνόµατος τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύµων εἶπε:
«Νοµίζω ὅτι ἡ συζήτησις καταδεικνύει ὅτι ὑπάρχει πρόβληµα µέ τόν ὅρο ἀνθρώπινο πρόσωπο, καί ἐφ' ὅσον ὑπάρχει µόνον 7 φορές στό κείµενο θά ἦταν προτιµότερο νά ἀπαλειφθῆ, ὅπως ὑποστήριξε ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, µετά τῆς ὁποίας ὁ Προκαθήµενος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύµων καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύµων συµφωνεῖ».
Κατά τήν πορεία τῆς συζητήσεως σχετικά µέ τό «ἀνθρώπινο πρόσωπο» συµφώνησαν µέ τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας µας µέ διάφορα ἐπιχειρήµατα ὁ Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Ἀµφιλόχιος ἐκ µέρους τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, ὁ Πατριάρχης Ρουµανίας ∆ανιήλ. ∆ηλαδή, µαζί µέ τήν Ἐκκλησία µας τό θέµα αὐτό τό ὑποστήριξαν τέσσερεις ἀπό τίς παροῦσες δέκα Ἐκκλησίες.
Ὅµως, ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολοµαῖος ἐπέµενε στήν παραµονή τῆς λέξεως πρόσωπο. Ἀφοῦ ἐπήνεσε τό ἐπίπεδο θεολογίας τῶν Μητροπολιτῶν Περγάµου καί Ναυπάκτου, στήν συνέχεια πρότεινε «νά συνεχισθῆ ἡ θεολογική, παραγωγική συζήτησις µεταξύ ἐκλεκτῶν καί πολυγραφοτάτων θεολόγων, ὅπως εἶναι καί ὁ ἅγιος Περγάµου καί ὁ ἅγιος Ναυπάκτου, τούς ἐκτιµοῦµε, θαυµάζουµε τό πῶς βγάζουν αὐτά τά ἀλλεπάλληλα βιβλία, τά ὁποῖα µεταφράζονται σέ ξένες γλῶσσες. Ἐµεῖς, ἑποµένως, ὡς Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως τοποθετούµεθα ὑπέρ τῆς παραµονῆς τοῦ κειµένου ὡς ἔχει».
Ἑποµένως, παρέµεινε στό κείµενο ἡ λέξη πρόσωπο µαζί µέ τήν λέξη ἄνθρωπος, γιά περαιτέρω συζήτηση, ἀλλά ἐπανῆλθε πάλι ἡ συζήτηση γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί τήν κοινωνία τῶν προσώπων στήν ἑπόµενη παράγραφο, ὅπως θά φανῆ ἀµέσως.
iii. Ὀντολογία τοῦ προσώπου - κοινωνία τῶν προσώπων
Στήν πρώτη πρόταση τῆς Β1 παραγράφου τοῦ κειµένου ἀναγραφόταν:
9
«Περί ἐλευθερίας καὶ εὐθύνης. 1. Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον, τόσον ὡς συγκεκριµένον φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅσον καί ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων, ἀποτελεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ἐλευθερίας».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση:
«Περί ἐλευθερίας καί εὐθύνης. 1. Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον εἶναι ἡ ἐλευθερία του».
∆ηλαδή προτάθηκε νά σβησθῆ ἡ παρενθετική πρόταση –«τόσον ὡς συγκεκριµένον φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅσον καί ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων»– στήν ὁποία πρόταση γίνεται λόγος γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί τήν κοινωνία τῶν προσώπων καί εἶναι ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς προβληµατική.
Ἑρµηνευτικό Σχόλιο:
Μέ τήν προοπτική τοῦ προηγουµένου σχολίου γιά τό πρόσωπο ζητεῖται ὁ τονισµός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ὡς δηµιουργήµατος τοῦ Θεοῦ, διαγραφοµένης τῆς παρενθετικῆς ἐκφράσεως, ἡ ὁποία ἐνέχει τόν κίνδυνο νά ἀρχίση µιά συζήτηση περί τοῦ προσδιορισµοῦ τί εἶναι «κοινωνία τῶν θείων Προσώπων», τί εἶναι «κοινωνία ἀνθρωπίνων προσώπων», τά ὁποῖα ἀντανακλοῦν τήν κατά Χάριν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους «εἰς τήν ἐν Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων Προσώπων», ὅπως καί γιά τόν προσδιορισµό τί σηµαίνει ὁ ἄνθρωπος «ὡς συγκεκριµένος φορέας τῆς εἰκόνας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ». Ἔτσι, οἱ διφορούµενες αὐτές θεολογικές ἔννοιες, προκαλοῦν διάφορες ἑρµηνεῖες, µερικές ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ἐντελῶς ἀντιπατερικές.
Ἐπειδή τό ζητούµενο στήν ἑνότητα αὐτή εἶναι νά τονισθῇ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς δηµιουργηθείς ἀπό τόν Θεό διαθέτει τήν ἐλευθερία ὡς θεῖο δῶρο, γι' αὐτό παρέλκει ἡ παράθεση διφορουµένων παρενθετικῶν θεολογικῶν φράσεων. Ἄλλωστε, ἀµέσως µετά παρατίθενται πατερικά χωρία, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι στήν κοινωνία τῶν προσώπων κλπ.
Ἔγινε συζήτηση πάνω στά θέµατα αὐτά καί ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔγινε ἀποδεκτή καί στήν συγκεκριµένη παράγραφο διεγράφησαν ὅλα τά σχετικά µέ τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί τήν κοινωνία τῶν προσώπων.
10
Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ συνολική πρόταση τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί τήν κοινωνία τῶν προσώπων ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», διεγράφη ὁλόκληρη ἡ φράση πού ἀναφέρεται στήν κοινωνία τῶν προσώπων πού ἀντανακλοῦν κατά Χάρη διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ζωήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καί τήν κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων, ἀλλά ἁπλῶς σέ κάποια σηµεῖα παρέµεινε ὁ ὅρος ἀνθρώπινο πρόσωπο πρός περαιτέρω συζήτηση.
Νοµίζω ὅτι αὐτό ἦταν ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Παρά ταῦτα, ἐπειδή διατηρήθηκε καί ὁ ὅρος πρόσωπο, ἐξέφρασα τήν ἐπιφύλαξή µου.
β) «Τό Αὐτόνοµον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ»
Στό κείµενο αὐτό ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρότεινε νά προστεθῆ µία νέα παράγραφος, καί ἐπίσης νά προστεθῆ µία λέξη σέ µία ὑπάρχουσα παράγραφο.
Ἡ νέα προσθήκη στό κείµενο εἶναι ἡ ἀκόλουθη:
«Ἐκκλησιαστικαί Ἐπαρχίαι δι' ἅς ἐξεδόθη Πατριαρχικός Τόµος ἤ Πρᾶξις, δέν δύνανται ἵνα αἰτήσωνται τήν χορήγησιν αὐταῖς αὐτονοµίας, διατηρουµένου ἀπαρασαλεύτου τοῦ ὑφισταµένου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος αὐτῶν».
Καί στήν παράγραφο 2β καί στό σηµεῖο στό ὁποῖο γράφεται ὅτι ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία ἡ ὁποία δέχεται τό αἴτηµα µιᾶς ἐπαρχίας γιά νά δοθῆ ἡ αὐτονοµία «ἀποφασίζει διά τήν ἀπόδοσιν ἤ µή τοῦ αὐτονόµου», ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, µετά τό πέρας τῆς παραγράφου καί ἰδίως τῆς λέξεως τοῦ αὐτονόµου προσθέτει τήν λέξη ὁµοφώνως.
Ἑρµηνευτικό σχόλιο
Στό κείµενο αὐτό προστίθεται ἡ παράγραφος αὐτή, ὥστε νά µή διασαλεύωνται οἱ ἁρµονικές σχέσεις µεταξύ τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί νά διατηρῆται ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι ἑνότητα καί ἀγάπη. Ἡ ἐνδεχοµένη αἴτηση µιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας γιά τήν χορήγηση τῆς αὐτονοµίας, ὅταν µάλιστα δεσµεύεται ἀπό Συνοδικούς καί Πατριαρχικούς Τόµους, ὅπως καί ἀπό Πατριαρχικῆς Συνοδικῆς Πράξεως, εἶναι ἐνδεχόµενο νά ὑποθάλπη ἐκκλησιαστικές αὐτονοµιστικές ἐπιδιώξεις ἤ πολιτικές καί ἐθνικές τοιαύτας µέ ζηµία τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ἐθνικῆς ἑνότητας.
11
Ἑποµένως, ἡ προσθήκη στό κείµενο τῆς παραγράφου αὐτῆς διασφαλίζει τήν ἑνότητα µεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, γιατί ἡ πολυδιάσπαση τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν δηµιουργεῖ περισσότερα προβλήµατα ἀπ' ὅσα ἐπαγγέλλεται νά ἐπιλύση, καί ἐν πάσῃ περιπτώσει διευκολύνει φιλοπρωτεύοντες Κληρικούς.
Μόλις ὁ Μακαριώτατος ἀνέγνωσε τήν πρόταση τῆς Ἱεραρχίας, ἀµέσως ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης ἔδωσε τίς ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις. Συγκεκριµένα µεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε:
«Γιά ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἔχουν ἐκδοθῆ Τόµοι, πού σηµαίνει ὅτι µέ τήν λογική αὐτή, κανένα τµῆµα καµµιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας δέν θά µπορῆ νά διεκδικήση τό αὐτόνοµο, ἐφ’ ὅσον γιά ὅλες ἔχει ἐκδοθῆ Τόµος ἤ Πρᾶξις. Ὅµως ἀπαγορεύεται γιά ὅλους τό αὐτόνοµο, µέ τήν λογικήν αὐτήν».
Ἀναφερόµενος, ὁ ἴδιος στίς λεγόµενες Νέες Χῶρες ἔδωσε τήν διαβεβαίωση ὅτι τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο δέν ἔχει καµµία σκέψη νά χορηγήση αὐτονοµία στίς περιοχές αὐτές. ∆ιευκρίνισε, ὅµως, ὅτι τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο θεωρεῖ ὅτι «εἶναι δικές του Ἐπαρχίες, πνευµατικῶς καί κανονικῶς ὑπάγονται εἰς τό Οἰκουµενικόν Πατριαρχεῖον, τό ὁποῖον µετά τήν περιπέτειαν τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς ἐξεχώρισε τήν διοικητικήν διευθέτησι τῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν εἰς τήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. ∆ιοικητικῶς ὑπάγονται οἱ Μητροπόλεις αὐτές εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί δέν ὑπάρχει καµµία ἀντίρρησις».
Κατέληξε δέ δίνοντας διαβεβαίωση ἐνώπιον ὅλων τῶν Πατέρων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ὅτι «δέν ὑπάρχει κανένας λόγος ἀνησυχίας, δέν ἔχοµεν καµµία πρόθεσιν», ἀλλά «θά συνεχίση τό σηµερινόν καθεστώς».
Ἐπί πλέον διευκρίνισε ὅτι αὐτό ἰσχύει «γιά ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες πού ἔχουν ἐκδοθῆ Τόµοι ἤ Πράξεις», δηλαδή «δέν µπορεῖ νά δοθῆ αὐτόνοµον».
Κατόπιν αὐτοῦ, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος δήλωσε ὅτι θά ὑποδεχόµαστε τόν Πατριάρχη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, εἴτε στίς νότιες εἴτε στίς βόρειες Ἐπαρχίες µέ χαρά. Ὁπότε, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν ἐπέµενε στήν προσθήκη τῆς παραγράφου στό κείµενο, διότι θεώρησε ὅτι µετά τίς ἐξηγήσεις τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου τό θέµα ἦταν ἄνευ ἀντικειµένου.
12
γ) «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον»
Τό κείµενον τό ὁποῖο τέθηκε ἐνώπιον τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» γιά ἐπεξεργασία καί ἀπόφαση µέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» προῆλθε ἀπό τήν συνένωση δύο κειµένων, τά ὁποῖα ἔτυχαν ἐπεξεργασίας ἀπό Προσυνοδικές Πανορθόδοξες ∆ιασκέψεις. Τό ἕνα ἀπό αὐτά εἶχε τόν ἴδιο τίτλο µέ τό ὑπό ἐπεξεργασία κείµενο καί τό ἄλλο εἶχε τόν τίτλο: «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουµενική Κίνησις».
Ἀπό τήν συνένωση τῶν ὡς ἄνω κειµένων, ἡ ὁποία ἔγινε τήν περίοδο 2014-2015 ἀπό τήν εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων, προέκυψαν ὁρισµένα προβλήµατα καί ἐµφιλοχώρησαν ἀντιφατικές ἔννοιες, πού θά δοῦµε ἀµέσως.
i. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ ἐκτός αὐτῆς
Τό πρό τοῦ ἔτους 2014 κείµενο στόν τίτλο χρησιµοποιοῦσε τόν ὅρο «λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», γιά τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανούς ὄχι µόνον τῆς ∆ύσεως ἀλλά καί τῆς Ἀνατολῆς, καί ἔκανε λόγο γιά τούς διαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µέ αὐτούς. Τό ὅλο κείµενο χωριζόταν σέ κεφάλαια, ἤτοι: «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Ἀγγλικανῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Παλαιοκαθολικῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Ρωµαιοκαθολικῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Λουθηρανῶν», «Ὁ ∆ιάλογος µετά τῶν Μετερρυθµισµένων».
Εὐνόητον εἶναι ὅτι ὁ τίτλος «λοιπός Χριστιανικός κόσµος» περιλαµβάνει ἕναν εὐρύ κύκλο Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαφοροποιηθῆ σέ δογµατικά θέµατα ἀπό τήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση, τήν διαφυλασσόµενη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀποτελοῦσα ἔτσι τήν ἱστορική Ἐκκλησία. Πρόκειται γιά τούς ἀρχαίους καί νεωτέρους αἱρετικούς.
Εἶναι δέ κατανοητόν ὅτι ἐνίοτε στόν προφορικό λόγο χρησιµοποιεῖται ἡ λέξη Ἐκκλησία γιά νά χαρακτηρισθοῦν ὅλες τίς Χριστιανικές ὁµάδες καί Κοινότητες, ἀλλά εἶναι κατανοητότερο ὅτι ὅταν καταρτίζωνται ἐκθέσεις ἀκριβεῖς ὀρθοδόξου πίστεως, γιά νά ἀποτελέσουν Ἀποφάσεις Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πρέπει νά χρησιµοποιῆται ἀκριβολογία τῶν ὅρων καί τῶν ἐννοιολογιῶν τους.
Ἄλλωστε, κατά τόν καθηγητή Γεώργιο Μαντζαρίδη, ὁ ὅρος ἐκκλησία χρησιµοποιεῖται στήν καθηµερινή γλώσσα καί γιά διάφορες Χριστιανικές Ὁµολογίες µέ κοινωνιολογική σηµασία. Ὅµως στήν συνέχεια ἐπισηµαίνει ὅτι
13
«ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἐκκλησία σέ θεολογικό ἐπίπεδο µέ κοινωνιολογική σηµασία εἶναι παραπλανητική καί φαλκιδεύει κάθε οὐσιαστικό θεολογικό διάλογο. Σύµφωνα µέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ὁ ὅρος ἐκκλησία δέν µπορεῖ νά καλύψει µή ὀρθόδοξους χριστιανικούς θεσµούς».
Ἄς σηµειωθῆ ὅτι στό παλαιό κείµενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουµενική Κίνησις», τό ὁποῖο συνενώθηκε µέ τό κείµενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» µεταξύ τῶν ἄλλων γραφόταν:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διαπιστοῖ ὅτι κατά τόν ροῦν τῆς ἱστορίας, διά ποικίλους λόγους καί κατά διαφόρους τρόπους, ἐσηµειώθησαν πολλαί καί σηµαντικαί ἀποµακρύνσεις ἐκ τῆς παραδόσεως τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Οὕτως ἐν τῷ Χριστιανικῷ κόσµῳ ἐνεφανίσθησαν ἀποκλίνουσαι ἀντιλήψεις περί τῆς ἑνότητος καί αὐτῆς ταύτης τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ σηµαντική αὐτή ἐπισήµανση ἐξαφανίσθηκε στό ἑνοποιηµένο κείµενο πού ὑπογράφηκε ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ἐκκλησιῶν στήν Γενεύη κατά τόν Ἰανουάριο 2016!!
∆ηλαδή, ἀπό τό κείµενο αὐτό προέκυπτε σαφῶς ὅτι ἡ Μία Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκκλησία, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες χριστιανικές ὁµάδες ἀποσχίσθηκαν ἀπό αὐτήν. Καί ὅµως ἡ παράγραφος αὐτή διεγράφη πρίν ὑπογραφῆ τό κείµενο ἀπό τούς Προκαθηµένους.
Οἱ λόγοι αὐτοί παρακίνησαν τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά προσαρµόση τό ὅλο κείµενο στήν ἐννοιολογία τοῦ τίτλου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» καί ἔτσι ἀποφάσισαν νά χρησιµοποιήσουν, µεταξύ ἄλλων, τήν φράση «Χριστιανικάς Ὁµολογίας καί Κοινότητας». Συγκεκριµένα:
Στήν παράγραφο 6 ἀναγραφόταν: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ᾽αὐτῆς».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση:
«"Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς". Ἡ ἰδία φράσις ἐπαναλαµβάνεται εἰς τήν αὐτήν παράγραφον καί εἰς τάς παραγράφους 16, 19, 20 καί 21 τοῦ αὐτοῦ κειµένου καί διορθώνεται ὡσαύτως».
14
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ὅπως εἶναι γνωστόν ὁ τίτλος τοῦ κειµένου αὐτοῦ ἀναφέρεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον, Ἀνατολῆς καί ∆ύσεως, ἤτοι τούς Προχαλκηδονίους, Νεστοριανούς, Μονοθελῆτες, Ρωµαιοκαθολικούς, Ἀγγλικανούς, Παλαιοκαθολικούς, Μεταρρυθµισµένους, κλπ.
Ἀπό αὐτό συνεπάγεται ὅτι τό περιεχόµενο τοῦ κειµένου δέν πρέπει νά διαφοροποιῆται ἀπό τόν τίτλο του, ὁ ὁποῖος δεικνύει τήν διαφορά µεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ λοιποῦ Χριστιανικοῦ κόσµου.
Ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσµος, ἤτοι ὁ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκτός τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς διαιρεῖται στούς ἀποσχισθέντες Χριστιανούς τῆς ∆ύσεως ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀπό τόν 11ο αἰώνα µέ κέντρο τόν Πάπα, ἀλλά καί τούς ἀποσχισθέντες ἀπό τόν Πάπα Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι χωρίζονται σέ πολλές Χριστιανικές ὁµάδες. Κατά τήν δεύτερη χιλιετία ἀποδόθηκαν σέ αὐτούς διάφορα προσδιοριστικά ὀνόµατα, ἤτοι οἱ µέν χαρακτηρίσθηκαν Λατίνοι, Φραγκολατίνοι, Παπιστές, κλπ. οἱ δέ Μεταρρυθµιστές, Προτεστάντες, Ἀγγλικανοί καί οἱ ὁµάδες τους ὀνοµάσθηκαν Ὁµολογίες. Μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέγονται καί οἱ Χριστιανοί τῆς Ἀνατολῆς.
Ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, γι' αὐτό, µεταξύ ἄλλων χαρακτηρισµῶν γιά τόν λοιπό Χριστιανικό κόσµο ὡς «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν» κλπ., προτιµήθηκε ἀπό τήν Ἱεραρχία ὁ ὅρος «Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων».
Τά κείµενα τά ὁποῖα θά ἐκδοθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο πρέπει νά εἶναι ἐκθέσεις ἀκριβεῖς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας καί νά ἔχουν κατά τό δυνατόν ἀκριβῆ ὁρολογία, συντονιζόµενα στήν διαχρονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ἔγινε εὐρύτατη συζήτηση ἐπί τοῦ θέµατος αὐτοῦ, ἐπειδή καί δύο ἄλλες Ἐκκλησίες εἶχαν προτάσεις σχετικές, δηλαδή τό Πατριαρχεῖο τῆς Ρουµανίας πρότεινε νά ἀντικατασταθῆ ἡ φράση χριστιανικές Ἐκκλησίες µέ τήν φράση «ἑτερόδοξες Κοινότητες» καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου νά χαρακτηρισθοῦν «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες».
Ὑπῆρχε δυνατότητα νά παραµείνη ἡ φράση πού ὑπῆρχε στόν τίτλο τοῦ κειµένου, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας καί ὁ λοιπός χριστιανικός κόσµος» ἤ ἡ φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί οἱ ἐκτός αὐτῆς» ἤ «οἱ µή ὀρθόδοξοι».
15
Κατά τήν συζήτηση τό Πατριαρχεῖο Ρουµανίας ἀπέσυρε τήν πρότασή του καί παρέµειναν οἱ προτάσεις τῶν Ἐκκλησιῶν Κύπρου καί Ἑλλάδος.
Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν ἔγινε ἀποδεκτή καί ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης παρότρυνε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυµο νά ὑποβάλη νέα πρόταση.
Κατόπιν τούτου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πρότεινε στήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νέα πρόταση, ἡ ὁποία ΄ἔγινε ἀποδεκτή κατά πλειοψηφία ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἀντιπροσωπείας.
Γιά τήν νέα πρόταση δέν ὑπῆρχε ἐξουσιοδότηση, καθώς τό νόηµά της δέν ἀνταποκρίνεται στίς προτάσεις τῆς Ἱεραρχίας. ∆υστυχῶς σέ ὅλα αὐτά προστίθεται καί τό γεγονός ὅτι ἀποφασίσθηκε µέσα σέ ἐλάχιστα λεπτά τῆς ὥρας. Τό περιεχόµενό της εἶναι τό ἀκόλουθο:
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προτείνει «εἰς τήν παράγραφον 6η ἀντί τοῦ: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει [σηµείωση: στό ἀρχικό κείµενο τό ρῆµα ἦταν γνωρίζει καί ὄχι ἀναγνωρίζει ] τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν», τό «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν».
Στήν τελική µορφή, µέ ἀνασύνταξη, τό κείµενο διαµορφώθηκε ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν». ∆ηλαδή τό «γνωρίζει» ἔγινε «ἀποδέχεται», ἡ «ἱστορική ὕπαρξη» ἔγινε «ἱστορική ὀνοµασία» καί προστέθηκε ἡ λέξη «ἑτεροδόξων» στίς Ἐκκλησίες.
Τά ἐρωτήµατα εἶναι πολλά: Γιατί δέν ἔµεινε τό ρῆµα «γνωρίζει»; Ὑπάρχει ὀνοµασία ἑνός γεγονότος χωρίς ὕπαρξη; Τί σηµαίνει «ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες», ἀφοῦ τό ἑτερόδοξος σηµαίνει αἱρετικός;
Μάλιστα ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυµος ἀνέγνωσε καί τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως, σύµφωνα µέ τό ∆ελτίο Τύπου πού ἐκδόθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:
«Μέ τήν τροπολογίαν αὐτήν πετυχαίνουµε µία συνοδική ἀπόφαση πού γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία περιορίζει τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν σχέσεων πρός τούς ἑτεροδόξους ὄχι στήν ὕπαρξη, ἀλλά ΜΟΝΟ στήν ἱστορική ὀνοµασία αὐτῶν ὡς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁµολογιῶν. Οἱ ἐκκλησιολογικές συνέπειες τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς εἶναι αὐτονόητες. Ὄχι µόνο δέν ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς µέ ὁποιοδήποτε τρόπο τή µακραίωνη ὀρθόδοξη
16
παράδοση, ἀλλ’ ἀντιθέτως προστατεύεται µέ πολύ σαφῆ τρόπο ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία».
Ἡ νέα αὐτή πρόταση ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο καί πολλοί ἀπό τούς παρισταµένους Ἱεράρχες χειροκρότησαν.
Ἑποµένως, ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας µας δέν ἔγινε ἀποδεκτή, παρά µόνον ἡ κατά πλειοψηφία νέα πρόταση τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Στό ∆ελτίον Τύπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν ἡµέρα ἐκείνη (25-62016) διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας µας πρότεινε τήν νέα πρόταση «στοιχοῦσα τό (sic) πνεῦµα τῆς Ἱεραρχῖας».
Ὅµως, παρά τίς ἀγαθές προθέσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί µερικῶν ἀδηµονούντων Ἱεραρχῶν νά κλείση τό θέµα, χωρίς µεγάλη συζήτηση, κάθε σοβαρός ἀναγνώστης τῶν δύο κειµένων θά διαπιστώση ὅτι ἡ νέα πρόταση πού ὑπέβαλε κατά πλειοψηφία ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας µας, δέν ἦταν µέσα στό πνεῦµα τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας. Αὐτό τό θέµα θά τό ἀναπτύξω σέ ἄλλο κείµενο, στό ὁποῖο θά ἀναλύσω ὅτι ἡ πρόταση αὐτή εἶναι στήν οὐσία της ἀντορθόδοξη γιά πολλούς θεολογικούς λόγους.
Κατά τήν σύντοµη συζήτηση πού εἴχαµε γιά τό θέµα αὐτό µεταξύ τῶν µελῶν τῆς Ἀντιπροσωπείας, τόνισα ὅτι γιά λόγους συνειδησιακούς καί θεολογικούς, κυρίως γιά τό ὅτι δέν εἴχαµε τήν ἐξουσιοδότηση τῆς Ἱεραρχίας νά ἀλλάξουµε τήν ἀπόφασή της, δέν συµφωνῶ καί δέν θά ὑπογράψω τό συγκεκριµένο κείµενο. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ἐπεῖχα ἀπό τήν κατ' ἄρθρον συζήτηση τοῦ κειµένου αὐτοῦ, καί φυσικά δέν ὑπέγραψα τό συγκεκριµένο κείµενο.
∆ύο ἦταν, κατά τήν γνώµη µου, τά λυπηρά γεγονότα πού προέκυψαν, α) ἡ παράκαµψη τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας ἀσυνειδήτως ἤ ἐνσυνειδήτως, καί β) ἡ ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας σέ ἑτερόδοξες ὁµολογίες, δηλαδή σέ αἱρετικές κοινότητες. Αὐτό εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο, ὅταν σκεφθῆ κανείς ὅτι µόνον στίς ΗΠΑ ὑπάρχουν πάνω ἀπό 50.000 Χριστιανικές προτεσταντικές ὁµάδες, µέ πολλές ἰδιαιτερότητες ἡ κάθε µιά ἀπό αὐτές, πού αὐτοαποκαλοῦνται «Ἐκκλησίες»!
ii. Συµµετοχή στό Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)
Στήν παράγραφο 17 ἀναγράφονται τά σχετικά µέ τό Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν καί τήν συµµετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ αὐτό, οἱ δέ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες «συµβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν
17
αὐτῶν µέσων εἰς τήν µαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν».
Στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Μαΐου ἐ.ἔ. ἔγινε µεγάλη συζήτηση γιά τό ΠΣΕ. Μιά µερίδα Ἀρχιερέων ζήτησε νά διαγραφοῦν οἱ παράγραφοι τοῦ κειµένου πού ἀναφέρονται στό ΠΣΕ καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀποχωρήση ἀπό αὐτό. Ἔγινε ψηφοφορία δι' ἀνατάσεως τῆς χειρός καί ὑπερίσχυσε ἡ ἄποψη νά παραµείνουν οἱ συγκεκριµένοι παράγραφοι στό κείµενο καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά συµµετέχη στό ΠΣΕ. Προσωπικά ὑποστήριξα τήν ἄποψη νά εἴµαστε παρατηρητές, ὅπως κάνουν οἱ «Ρωµαιοκαθολικοί».
Κατόπιν αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε νά προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση στήν συγκεκριµένη αὐτή παράγραφο:
«Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–µέλη τοῦ Π.Σ.Ε., ... συµβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν µειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων καί προβληµάτων.»
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ἡ συµµετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό «Παγκόσµιον Συµβούλιον Ἐκκλησιῶν» (ΠΣΕ) γίνεται µέ ὁρισµένες προϋποθέσεις καί καθορισµένα κριτήρια. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέα τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁµολογιῶν» καί τό ΠΣΕ «δέν εἶναι καί ἐν οὐδεµίᾳ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπερ-Ἐκκλησία».
Αὐτό δικαιολογεῖ ἀπολύτως τήν ἀντικατάσταση τῆς φράσεως ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες κατά τόπους Ἐκκλησίες µετέχουσες ὡς µέλη τοῦ ΠΣΕ «συµβάλλουν δι' ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων εἰς τήν µαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν», µέ τήν φράση «διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν µειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων καί προβληµάτων».
Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιβάλλει νά συνεργάζεται µετά τῶν Χριστιανικῶν Κοινοτήτων καί Ὁµολογιῶν, Ἀνατολῆς καί ∆ύσεως, γιά τήν ἐπίλυση πολλῶν κοινωνικῶν προβληµάτων, ὅπως τῶν πολέµων, πολλῶν κοινωνικῶν κρίσεων κλπ. Ὅσες δέ φορές γίνεται συζήτηση γιά τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, αὐτό γίνεται µέ τήν προοπτική να ἐπανέλθουν οἱ ἀποµακρυνθέντες ἀπό τήν ἑνιαία παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διασώζει τήν ἀλήθεια τῆς ἀποκεκαλυµµένης πίστεως.
18
Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔγινε ἀποδεκτή στό κείµενο, µέ τήν διαγραφή τῆς λέξεως «τῶν προβληµάτων», ἀφήνοντας τήν φράση «κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων».
iii. ∆ιάλογοι µέ τούς ἑτεροδόξους καί ὁ τρόπος εἰσδοχῆς τους στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
Στήν παράγραφο 20 τοῦ ἀρχικοῦ κειµένου ἀναγραφόταν:
«Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαµορφωµένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (Κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῶν Συνόδων)».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπεφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς ἀνασύνταξη καί διατύπωση, ὅπως φαίνεται στίς ὑπογραµµισµένες φράσεις µέ ἔντονα γράµµατα.
«Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαµορφωµένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, συµφώνως πρός τούς ἱερούς κανόνας τῶν Οἰκουµενικῶν καί τῶν ὑπό τούτων ἀναγνωριζοµένων Τοπικῶν Συνόδων, ὡς εἶναι οἱ Κανόνες 46, 47 καί 50 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ὁ 7 τῆς Β' Οἰκουµενικῆς, ὁ 95 τῆς Πενθέκτης, καί οἱ 7 καί 8 τῆς Λαοδικείας.
∆ιευκρινίζεται, ὅτι, ὅταν ἐφαρµόζεται ἡ κατ’ οἰκονοµίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά Λιβέλλου καί Ἁγίου Χρίσµατος, δέν σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος ἤ καί τῶν ἄλλων Μυστηρίων αὐτῶν».
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντοτε διαλέγεται «µετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν µακράν», µέ βάση τά θεολογικά καί κανονικά κριτήρια τῆς ἤδη διαµορφωµένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία καθορίσθηκε διά τῶν ὅρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουµενικῶν Συνόδων.
19
Οἱ ὅροι τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων εἶναι ἡ διατύπωση τῆς ἀποκαλυφθείσης πίστεως καί οἱ ἱεροί Κανόνες εἶναι ἡ µεταφορά τῶν δογµάτων - ὅρων στήν διοίκηση καί τήν ποιµαντική πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπιλεκτική χρήση τῶν ἱερῶν Κανόνων δέν συνιστᾶ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνηµα.
Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες τῶν ἀρχαίων Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων ἀπέκτησαν οἰκουµενικό κῦρος µέ τόν 2ον Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Οἱ συγκεκριµένοι δέ Κανόνες ἀναφέρονται στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἄλλοτε µέ τήν ἀκρίβεια καί ἄλλοτε µέ τήν οἰκονοµία. Ἡ ἀκρίβεια γίνεται διά τοῦ βαπτίσµατος, ἡ οἰκονοµία γίνεται διά λιβέλλου καί χρίσµατος, µέ σαφεῖς ὅµως προϋποθέσεις, ἤτοι ἐάν βαπτίσθηκαν στήν αἱρετική ὁµάδα πού ἦταν προηγουµένως µέ τήν ἐπίκληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί µέ τήν διατήρηση τοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσµατος, δηλαδή διά τριττῆς καταδύσεως.
Κατά τόν ἅγιο Νικόδηµο τόν Ἁγιορείτη δύο «εἴδη κυβερνήσεως καί διορθώσεως φυλάττονται εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν», ἤτοι ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονοµία. Οἱ Ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι εἶναι «οἱ οἰκονοµοῦντες τάς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ», ἐκφράζουν στήν πράξη τό µυστήριο τῆς θείας Οἰκονοµίας, ἤτοι τό µυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ οἰκονοµία εἶναι ἀναστολή τῆς ἀκρίβειας γιά ἕνα µικρό χρονικό διάστηµα καί γιά εἰδικούς λόγους καί δέν δύναται νά µεταβληθῆ σέ ἀκρίβεια µέ διαρκῆ ἰσχύ.
Ἔπειτα, µέ τήν δι' οἰκονοµίας εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά λιβέλλου καί ἁγίου Χρίσµατος δέν ἐννοεῖται ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητας τοῦ Βαπτίσµατος ἤ τῶν λοιπῶν µυστηρίων τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1484, ἡ ὁποία εἶχε τήν συνείδηση ὅτι ἦταν «οἰκουµενική», ὡς ἡ ἰδία ὁµολογεῖ, ἐκτός τοῦ ὅτι ἀνέτρεψε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, συγχρόνως θέσπισε τήν εἰσδοχή τῶν «Λατίνων» καί τῶν ἐπιστρεψάντων «ἐκ τῆς λατινικῆς αἱρέσεως, πρός τήν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου» τοῦ Χριστοῦ διά λιβέλλου καί χρίσµατος. Στήν ἀκολουθία ἡ ὁποία συνετάγη γίνεται λόγος γιά «λατινικήν αἵρεσιν» καί ἐπιστροφή στήν «τῆς εὐσεβείας ἀκραιφνῆ θεολογίαν, ὁµολογίαν τε αὐτῶν καί παράδοσιν».
Τότε, βεβαίως ἴσχυε εἰσέτι καί στούς Λατίνους ὁ ἀκριβής τύπος τοῦ βαπτίσµατος, ἤτοι ἡ τριπλή κατάδυση ἡ ὁποία καταργήθηκε ἀργότερα, κατά τήν Σύνοδο τῆς Τριδέντου (1545-1563), γιά αὐτό θεσπίσθηκε νά γίνεται ἡ ἀποδοχή τῶν Λατίνων ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά λιβέλλου καί χρίσµατος.
20
Τελικά ἀπό τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔγινε ἀποδεκτή µόνο ἡ φράση ὅτι οἱ ∆ιάλογοι προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί δέν ἔγιναν ἀποδεκτές οἱ τρεῖς ἄλλες προτάσεις, οἱ ὁποῖες ἀποσαφηνίζουν τί σηµαίνει ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Συγκεκριµένα:
α) ∆έν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρόταση «µετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων», διότι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε προσκοµίσει προηγουµένως νέα πρόταση γιά τό θέµα αὐτό.
Πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι ναί µέν δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀντικατασταθῆ µέ τήν φράση «µετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων», ἀλλά ἡ φράση «µετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» ἀντικαταστάθηκε µε τήν φράση «µετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσµου». Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἐδῶ ἔγινε ἀποδεκτή ἡ ἀλλαγή, ἐνῶ στήν ΄6η παράγραφο δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ ἀλλαγή, ἔστω µέ τήν ἴδια φράση «µετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσµου».
β) ∆έν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ προσθήκη γιά τούς 46, 47 καί 50 Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τόν 8ο καί 19ο τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί τόν 7ο καί 8ο τῆς Λαοδίκειας, τό περιεχόµενο τῶν ὁποίων ἀναφέρθηκε πιό πάνω.
γ) ∆έν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅτι «ὅταν ἐφαρµόζεται ἡ κατ’ οἰκονοµίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά Λιβέλλου καί ἁγίου Χρίσµατος, δέν σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος ἤ καί τῶν λοιπῶν µυστηρίων αὐτῶν».
Συγχρόνως διεγράφη ἀπό τό ἀρχικό κείµενο ἡ ἀναφορά στόν 7ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί στόν 95ο Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στήν παράγραφο αὐτή µέ τήν µή ἀποδοχή τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀποδέχθηκε τοὐλάχιστον τήν βαπτισµατική θεολογία. Ἄλλωστε ἀκουγόταν κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων ἡ ἄποψη ὅτι τό Βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων εἶναι ἔγκυρο!
Ἔτσι, µετά ἀπό τήν πρόσδοση µιᾶς ἐκκλησιαστικότητος στούς ἑτεροδόξους, τό µεγαλύτερο πρόβληµα πού προέκυψε ἀπό τήν Σύνοδο ἦταν ἡ ἔµµεση ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητος τοῦ Βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων!
Μερικοί Ἱεράρχες ἀπό ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων, ἰσχυρίζονταν ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά µήν ἀποδεχόµαστε
21
τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων, ἀφοῦ µάλιστα δεχόµαστε τούς µικτούς γάµους, δηλαδή τούς γάµους µεταξύ Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων. Αὐτό πού ἐλέχθη δηµοσίως µέ ἔκανε ὥστε στό κείµενο γιά τό Μυστήριο τοῦ Γάµου νά διατυπώσω τήν σαφῆ ἐπιφύλαξή µου γιά τίς ἐκκλησιαστικές συνέπειες τῶν µικτῶν γάµων.
iv. Περί τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος
Στήν παράγραφο 22 τοῦ κειµένου τῶν Προκαθηµένων ἀναγραφόταν:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόµων ἤ ὁµάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς µαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται µόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήµατος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τόν ἁρµόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεµάτων πίστεως».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόµων ἤ ὁµάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς µαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται (-διεγράφη ἡ λέξη µόνον-) διά τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος (Κανόνες 6 τῆς Β' Οἰκουµενικῆς καί 14 καί 15 τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου)». Συγχρόνως πρότεινε τήν διαγραφή τῆς φράσεως: «τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τόν ἁρµόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεµάτων πίστεως».
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στό σηµεῖο αὐτό ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διέγραψε τήν λέξη ΜΟΝΟΝ, ὅτι, δηλαδή, ἡ διατήρηση τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται ΜΟΝΟΝ διά τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος, προσέθεσε τούς συγκεκριµένους Κανόνες, καί διέγραψε τήν φράση ὅτι τό Συνοδικό σύστηµα ἀνέκαθεν ἀποτελοῦσε «τόν ἁρµόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεµάτων πίστεως».
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Τό συνοδικό σύστηµα εἶναι ἡ βάση καί ἡ ἔκφραση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύµατος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζῆ καί ἐργάζεται σέ ὅλα τά ἐπίπεδά της ὡς Σύνοδος, τοὐτέστιν Σύνοδος «µεταξύ ἐπισκόπων καί
22
κεφαλῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, µαρτυρουµένης οὕτως τῆς κοινωνίας τῶν ὑπ' αὐτούς ἐκκλησιῶν· ὡς καί εἰς πᾶσαν πρᾶξιν κοινωνίας τοῦ πρώτου τῶν ἐπισκόπων (µητροπολίτου) µετά τῶν ὑπ' αὐτόν ἐπισκόπων· τόν ἐπίσκοπον µετά τῶν πρεσβυτέρων αὐτοῦ· τοῦ πρεσβυτέρου, προϊσταµένου µιᾶς κοινότητος µετά τῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν τῶν ἀπαρτιζόντων τήν κοινότητα ταύτην· τῶν λαϊκῶν τέλος µεταξύ των» (Ἀρχιµ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡγουµένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, «Ἡ Ποιµαντική ∆ιακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνας, ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεύς, 1976», σελ. 112 κ.ἑξ.).
Τό συνοδικό σύστηµα στό ἐπίπεδο τῶν Ἐπισκόπων ἐκφράζει καί διασφαλίζει τήν συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κλήρου καί λαοῦ, ἡ ὁποία συνείδηση βιώνεται ἐν τοῖς µυστηρίοις, ἐν τῇ ἀσκήσει καί ἐν τῇ ὁµολογίᾳ τῆς πίστεως. Βεβαίως, ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία λαµβάνει τίς τελικές ἀποφάσεις, ἀλλά οἱ Ἐπίσκοποι ἐκφράζουν τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἀλλά καί τήν συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, Κληρικῶν, µοναχῶν καί λαϊκῶν.
Ἐνδεικτικῶς, στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας ἀναφέρονται οἱ ἱεροί Κανόνες, ὁ 6ος τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί οἱ 14ος καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, οἱ ὁποῖοι διασφαλίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν κοινή ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τήν ἀπόδοση τοῦ δικαίου. ∆έν νοεῖται Σύνοδος Ἐπισκόπων ἄνευ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, οὔτε ποίµνιο ἄνευ κανονικῶν ποιµένων.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ εἰσηγητής στήν Ἱεραρχία Σεβ. Μητροπολίτης Ἠλείας κ. Γερµανός πρότεινε τήν λεκτική διόρθωση µέ τό ἑξῆς σκεπτικό:
«Ἐπειδή εἶναι δυνατόν τό κείµενον τοῦτο νά παρερµηνευθῆ ὑπό τινων καί νά νοµισθῆ ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέχεται, ὅτι τό ἀλάθητον ἐν τῇ Ὀρθόδοξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐκφράζεται ὑπό τῶν Ἐπισκόπων ἐν Συνόδῳ, χωρίς νά λαµβάνεται ὑπ ὄψιν καί σύµπας ὁ Ὀρθόδοξος Κλῆρος καί ὁ Λαός».
Συγχρόνως, κάνοντας αὐτήν τήν πρόταση παρέπεµψε σέ σχετικό βιβλίο: «Ἴδετε καί Στυλιανοῦ (Χαρκιανάκη) Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας, Περί τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Θεολογία, Ἔκδοσις Β΄ Ἀποστολικῆς ∆ιακονίας τῆς Ἐκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2014».
Τελικά δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν διαγραφή τῆς λέξεως «µόνον» καί ἀπό τήν πρόταση νά προστεθοῦν οἱ συγκεκριµένοι Κανόνες, παρέµεινε µόνον ὁ 6ος Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί ὄχι οἱ 14ος καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
23
Ἐπίσης, δέν διεγράφη ἡ τελευταία φράση πού πρότεινε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅµως τροποποιήθηκε µέ τήν φράση ὅτι τό Συνοδικό σύστηµα ἀποτελοῦσε ἀνέκαθεν στήν Ἐκκλησία «τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεµάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων», δηλαδή στά θέµατα τῆς πίστεως προσετέθησαν καί οἱ κανονικές διατάξεις.
v. Οὐνία καί ὁµολογιακοί ἀνταγωνισµοί
Στήν παράγραφο 23 τοῦ κειµένου τῶν Προκαθηµένων ἀναγράφονταν τά σχετικά µέ τόν διαχριστιανικό θεολογικό διάλογο «ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ».
Στό κείµενο αὐτό ἡ Ἱεραρχία προσέθεσε ἐντός παρενθέσεως τήν λέξη Οὐνία.
Στήν συνέχεια τοῦ κειµένου γράφεται:
«Ὑπό τό πνεῦµα αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ σηµαντικόν ὅπως ὅλοι οἱ χριστιανοί, ἐµπνεόµενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεµελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡµῶν, προσπαθήσωµεν νά δώσωµεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήµατα, διά τῶν ὁποίων προκαλεῖ ἡµᾶς ὁ σύγχρονος κόσµος, ὁλοπρόθυµον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, βασιζοµένην εἰς τό ἰδανικόν πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου».
Στήν παράγραφο αὐτή ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔκανε τρεῖς διορθώσεις. Ἀντί «τῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως» θέτει «τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου». ∆ιορθώνει τήν φράση «προσπαθήσωµεν νά δώσωµεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήµατα, διά τῶν ὁποίων προκαλεῖ ἡµᾶς ὁ σύγχρονος κόσµος» µέ τήν φράση «προσπαθήσωµεν νά δώσωµεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήµατα τοῦ συγχρόνου κόσµου µίαν ὁλοπρόθυµον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν». Καί ἐξαλείφει τήν λέξη «ἰδανικόν», πρό τῆς λέξεως πρότυπον.
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ὁ ὑφιστάµενος θεολογικός διάλογος µεταξύ τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων, πρέπει νά γίνεται µέ θεολογικά, ἐκκλησιαστικά κριτήρια καί προϋποθέσεις, εἶναι διάλογος ἀγάπης ἐν ἀληθείᾳ, καί διάλογος ἀληθείας ἐν ἀγάπῃ, ἐπί τῇ βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς ἀληθινῆς ἑρµηνείας του ἀπό τήν ἐκκλησιαστική, πατερική παράδοση. Ἡ ὕπαρξη τῆς Οὐνίας ἀποτελεῖ τροχοπέδη στόν ἀληθινό διάλογο, γιατί εἶναι ἕνα ὕπουλο ἑνωτικό σύστηµα, ἤτοι ἕνας ψευδής τρόπος ἑνώσεως µέ τήν διατήρηση ὅλων τῶν θεολογικῶν διαφορῶν καί µιᾶς ἐξωτερικῆς κατ' ἐπίφασιν ἑνώσεως, ἤτοι
24
πρόκειται γιά µία ψευδένωση, ἄνευ θεολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων. Ὁ προσδιορισµός τῶν θεολογικῶν διαφορῶν καί ἡ ἐπαναφορά στήν αὐθεντική παράδοση τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ὅσων ἐξετράπησαν ἀπό αὐτήν, εἶναι ὁ ἀληθινός τρόπος ἑνώσεως.
Ἐπίσης, ἡ ἐπίλυση ὅλων τῶν συγχρόνων προβληµάτων γίνεται µέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως διαφυλάσσεται στήν Ἐκκλησία καί ἑρµηνεύεται ἀπό αὐτήν, καθώς ἐπίσης καί µέ βάση τό πρότυπο τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου, δηλαδή τοῦ ἁγίου, καί δέν πρόκειται γιά ἕναν ἰδανικό ἄνθρωπο ἀλλά γιά τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἀποκαλύπτεται στούς ἁγίους καί ζῆ σέ αὐτούς, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐµοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Ἡ πρόταση ἀλλαγῆς τῆς φράσεως «ὑπό τῶν κοινῶν θεµελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡµῶν» σέ «ὑπό τῶν κοινῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου» ἔγινε ἀποδεκτή.
Ἡ διόρθωση τῆς φράσεως «διά τῶν ὁποίων προκαλεῖ ἡµᾶς ὁ σύγχρονος κόσµος» στήν φράση «προβλήµατα τοῦ συγχρόνου κόσµου», ἔγινε ἀποδεκτή, ἀλλά εἶναι µιά φραστική διόρθωση.
Ἡ ἐξάλειψη τῆς λέξεως «ἰδανικόν», ἔγινε ἀποδεκτή.
Ἡ προσθήκη στό κείµενο τῆς λέξεως «Οὐνία» ἐντός παρενθέσεως στήν φράση τοῦ ἀρχικοῦ κειµένου «ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ» ἔγινε ἀποδεκτή ὡς ἑξῆς: «ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως προσηλυτισµοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ».
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στό σηµεῖο αὐτό ἔγιναν ἀποδεκτές µερικές φραστικές διορθώσεις, καθώς ἐπίσης καί τό θέµα τῆς Οὐνίας, χωρίς νά καταδικάζεται ρητῶς, ἀλλά ἁπλῶς τονίζεται ὅτι ὁ διαχριστιανικός θεολογικός διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται «πάντοτε ὑπό τῆς ἐν τῷ κόσµῳ µαρτυρίας διά πράξεων ἀµοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν τήν "ἀνεκλάλητον χαράν" τοῦ Εὐαγγελίου (Α΄ Πέτρ. 1, 8), ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως προσηλυτισµοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ».
Ἑποµένως, δέν καταδικάζεται ρητῶς ἡ Οὐνία ὡς ἰδιαίτερο χριστιανικό µόρφωµα, ἀλλά ἀποφασίσθηκε νά ἀποκλείωνται («ἀποκλειοµένης»), νά καταδικάζωνται πράξεις προσηλυτισµοῦ καί ἀνταγωνισµοῦ τόσο ἀπό τήν Οὐνία ὅσο καί ἀπό κάθε ἄλλη Ὁµολογία.
25
vi. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί διαίρεση τοῦ Χριστιανικοῦ κόσµου
Στήν παράγραφο 24 γινόταν λόγος ὅτι «εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς µαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν διῃρηµένον χριστιανικόν κόσµον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της».
Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος µεταξύ τῶν λέξεων «διηρηµένον» καί «χριστιανικόν κόσµον» προσέθεσε τήν λέξη «λοιπόν», ἤτοι «διηρηµένον λοιπόν χριστιανικόν κόσµον».
Τό αὐτό ἐπανέλαβε καί στίς παραγράφους 4 καί 5.
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὔχεται σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες αὐτῆς ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως καί ἀγωνίζεται πολυτρόπως γιά τό ἔργο αὐτό, ἀλλά ταυτοχρόνως θεωρεῖ ὅτι ὁ λοιπός, ἤτοι ὁ ἐκτός αὐτῆς, Χριστιανικός κόσµος, ἔχει διαιρεθῆ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν συµπεριλαµβάνει ἑαυτήν στόν διαιρεµένο κόσµον, ἀλλά καλεῖ ὅλους στήν ἑνότητά της. Ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, ὡς τό ἀληθινό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, ἔχουσα κεφαλή τόν Χριστό. ∆έν ὑπάρχουν οὔτε πολλές κεφαλλές οὔτε πολλά σώµατα. «Καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπό τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτόν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου» (Ἐφ. ι΄, 22-23).
Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔγινε ἀποδεκτή καί δέν προστέθηκε στό κείµενο ἡ λέξη «λοιπόν» καί παρέµεινε τό κείµενο ὡς εἶχε, δηλαδή «εἰς τόν διηρηµένον χριστιανικόν κόσµον».
vii. Μία ποίµνη καί ἐπισυναγωγή σέ αὐτή τῶν ἑτεροδόξων
Στήν τελευταία, µή ἀριθµηµένη παράγραφο τοῦ κειµένου, γραφόταν:
«∆εόµεθα ὅπως οἱ χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡµέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί "γενήσεται µία ποίµνη, εἷς ποιµήν" (Ἰωάννου 10, 16)».
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε ὅπως προτείνη τήν ἑξῆς διατύπωση:
26
«∆εόµεθα ὅπως οἱ χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡµέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί ἐπισυναγωγῆς εἰς αὐτήν πάντων τῶν ἐσκορπισµένων καί "γενήσεται µία ποίµνη, εἷς ποιµήν" (Ἰωάννου 10, 16)».
Ἑρµηνευτικό σχόλιο:
Ὁ ἕνας Ποιµήν ἑνώνει τήν µία ποίµνη, κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά µε δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς µου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται µία ποίµνη, εἷς ποιµήν» (Ἰω. 10, 16).
Τό χωρίο αὐτό ἐννοεῖ τούς ἀνθρώπους τούς δηµιουργηθέντες ὑπό τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύµατι Ἁγίῳ, καί εὑρισκοµένους ἐκτός τῆς αὐλῆς τῶν προβάτων, γι' αὐτό καί πρέπει νά ὁδηγηθοῦν ὑπό τοῦ Χριστοῦ, νά ἀκούσουν τῆς φωνῆς Του καί νά γίνη µία ποίµνη, στήν ὁποία θά κυριαρχῆ ἕνας Ποιµένας.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρµηνεύοντας τόν λόγο αὐτό τοῦ Χριστοῦ γράφει: «Τούς ἀπό τῶν ἐθνῶν προωρισµένους εἰς σωτηρίαν λέγων, δείκνυσιν ἰδίαν αὐλήν παρά τήν τῶν Ἰουδαίων». Συνεπῶς, ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ ὡς αὐλή προσδιορίζει τήν Ἰουδαϊκή συναγωγή. Τά «ἄλλα πρόβατα» εἶναι οἱ Ἐθνικοί, οἱ ὁποῖοι διά τῆς θείας ἀποκαλύψεως θά δεχθοῦν τόν Χριστό. Ἀµφότεροι θά ἑνωθοῦν καί θά ἀποτελέσουν µία ποίµνη, «ἐκ τε τῶν Ἰουδαίων καί τῶν Ἐθνῶν» κατά τόν ἱερό Ζυγαβηνό, τό ὁποῖο ἔγινε κατά τήν Πεντηκοστή καί µετά ἀπό αὐτή.
Κατ' ἀναλογία τό χωρίο αὐτό προσαρµόζεται καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πρόβατα τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ ἄνθρωποι, οἱ δηµιουργηθέντες ὑπ' Αὐτοῦ. Αὐλή τῶν προβάτων εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διαφυλάσσει τήν Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση καί εἶναι ἡ µία Ποίµνη ὑπό ἕναν Ποιµένα. Οἱ ποικίλως καί ποικιλοτρόπως ὀνοµαζόµενοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται «ἐκτός αὐτῆς», πρέπει νά ἐπιστρέψουν στήν πίστη, παράδοση καί ζωή τῆς µίας Ποίµνης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἐνέργεια καλεῖται ἐπισυναγωγή αὐτῶν στήν ἀληθινή Ποίµνη, ἡ ὁποία πραγµατώνεται διά ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, συνεργούσης καί τῆς θελήσεώς τους.
Αὐτή ἡ πρόταση ἔγινε ὥστε νά ἀποκλεισθῆ ἡ θεωρία τῶν κλάδων σύµφωνα µέ τήν ὁποίαν χάθηκε ἡ ἐνότητα µεταξύ τῶν Χριστιανῶν καί ἑποµένως, οἱ Χριστιανοί, συµπεριλαµβανοµένων καί τῶν ὀρθοδόξων εἶναι οἱ ἐπ鵴έρους κλάδοι τοῦ δένδρου καί ἀγωνίζονται γιά τήν ἑνότητά τους.
27
Ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπορρίφθηκε καί δέν πέρασε στό κείµενο.
Ἀπό ὅλα αὐτά φαίνεται καθαρά, ὅτι ἡ βασική πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ὅτι οἱ Χριστιανικές ὁµάδες πού δροῦν στήν Ἀνατολή καί τήν ∆ύση δέν µποροῦν νά ὀνοµασθοῦν Ἐκκλησίες, ἀλλά Χριστιανικές Κοινότητες καί Ὁµολογίες. Γιά τό θέµα αὐτό ἔγινε µεγάλη συζήτηση, ὁπότε ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά πλειοψηφία, ὕστερα ἀπό παρότρυνση τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου, πρότεινε νέα πρόταση, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτή καί συµπεριλήφθηκε στό κείµενο.
Κατόπιν τούτου, δέν ὑποστηρίχθηκαν ἱκανῶς καί οἱ ἑπόµενες προτεινόµενες διορθώσεις καί κατά κάποιον τρόπο κατέρρευσαν οἱ βασικές παρεµβατικές ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες φραστικές διορθώσεις.
Ἑποµένως, ἀπό τό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» δέν ἔγιναν ἀποδεκτές οἱ ἑξῆς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας:
•
παρ. 6 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς (Kαί ἡ νέα πρόταση πού ὑπέβαλε εἶναι ἐκκλησιολογικῶς προβληµατική).
•
παρ. 20 µετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καί κοινοτήτων συµφώνως πρός τούς ἱερούς κανόνας τῶν Οἰκουµενικῶν καί τῶν ὑπό τούτων ἀναγνωριζοµένων Τοπικῶν Συνόδων, ὡς εἶναι οἱ Κανόνες 46, 47 καί 50 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ὁ 7 τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς, ὁ 95 τῆς Πενθέκτης, καί ὁ 7 καί 8 τῆς Λαοδικείας. ∆ιευκρινίζεται, ὅτι, ὅταν ἐφαρµόζεται ἡ κατ’ οἰκονοµίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά Λιβέλλου καί ἁγίου Χρίσµατος, δέν σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος ἤ καί τῶν λοιπῶν µυστηρίων αὐτῶν».
•
παρ. 22 ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται (µόνον) διά τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος (Κανόνες ... καί 14 καί 15 τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου)
28
τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τόν ἁρµόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεµάτων πίστεως. (τροποποιήθηκε σχετικῶς)
•
παρ. 24 (καί παρ. 4 καί 5) διηρηµένον λοιπόν χριστιανικόν κόσµον
•
ἐπίλογος τήν ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί ἐπισυναγωγῆς εἰς αὐτήν πάντων τῶν ἐσκορπισµένων
4. Ἡ Ἐγκύκλιος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»
Ἡ ∆ιαρκής Ἱερά Σύνοδος κατά τήν Συνεδρίασή της τόν Ἰούνιο 2016, ὕστερα ἀπό σχετική συζήτηση πού ἔγινε στήν Ἱεραρχία τοῦ Μαΐου, ἀπεφάσισε νά υἱοθετήση πρότασή µου γιά νά περιληφθῆ στήν Ἐγκύκλιο τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ὅτι ἡ ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι µιά διαρκής Σύνοδος καί ὅταν κατά τήν πρώτη καί δευτέρα χιλιετία γίνονταν Τοπικές καί Οἰκουµενικές Σύνοδοι, ἐξέφραζαν τήν ἐµπειρία καί τήν ὁµολογία τῆς Πεντηκοστῆς.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά θά ἔπρεπε νά γίνη λόγος περί τῶν Μεγάλων Συνόδων ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, πού ἀπό πολλούς χαρακτηρίσθηκαν ὡς Οἰκουµενικές Σύνοδοι.
Θά πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι ἡ Σύνοδος ἐπί Μεγάλου Φωτίου χαρακτηρίσθηκε ὡς Η΄ Οἰκουµενική Σύνοδος στήν Ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848, καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1351 ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ συµπεριλήφθηκαν στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζεται τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἤτοι τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἰλίου, Πετρουπόλεως καί Ἀχαρνῶν κ. Ἀθηναγόρας, πού ἦταν ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Ἐπιτροπή καταρτίσεως τῆς Ἐγκυκλίου τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» καί µέ τόν ὁποῖον εἶχα συνεχῆ τηλεφωνική ἐπικοινωνία, ἔθεσε αὐτήν τήν πρόταση στήν Ἐπιτροπή καί ἔτσι καταρτίσθηκε ἡ ἑξῆς παράγραφος στήν ὡς ἄνω Ἐγκύκλιο:
«3. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν τῇ ἑνότητι καί καθολικότητι αὐτῆς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Συνόδων, ἀπό τήν Ἀποστολικήν ἐν Ἱεροσολύµοις σύνοδον (Πράξ. ιε´, 5-29) ἕως τῆς σήµερον. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή καθ’ αὑτήν εἶναι Σύνοδος ὑπό τοῦ Χριστοῦ συνεστηµένη καί ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος
29
καθοδηγουµένη, συµφώνως πρός τό ἀποστολικόν «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύµατι καί ἡµῖν » (Πράξ. ιε’, 28). ∆ιά τῶν Οἰκουµενικῶν καί τῶν Τοπικῶν συνόδων, ἡ Ἐκκλησία εὐηγγελίσατο καί εὐαγγελίζεται τό µυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἐφανερώθη διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τό συνοδικόν ἔργον συνεχίζεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἀδιακόπως διά τῶν µεταγενεστέρων, καθολικοῦ κύρους, συνόδων – ὡς λ.χ. τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης συνόδου (879-880) καί τῶν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ συγκληθεισῶν Μεγάλων συνόδων (1341, 1351, 1368), διά τῶν ὁποίων ἐβεβαιώθη ἡ αὐτή ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἐξαιρέτως δέ περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος καί περί τῆς µεθέξεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τάς ἀκτίστους θείας ἐνεργείας. Προσέτι δέ καί διά τῶν ἐν Κωσταντινουπόλει Ἁγίων καί Μεγάλων συνόδων τῶν ἐτῶν 1484 διά τήν ἀποκήρυξιν τῆς ἑνωτικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1438-1439), τῶν ἐτῶν 1638, 1642, 1672 καί 1691 διά τήν ἀποκήρυξιν προτεσταντικῶν δοξασιῶν, ὡς καί τοῦ ἔτους 1872 διά τήν καταδίκην τοῦ ἐθνοφυλετισµοῦ ὡς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως».
Νοµίζω ὅτι στό θέµα αὐτό ἡ Ἐκκλησία µας εἶχε µιά σηµαντική ἐπιτυχία, πού πρέπει νά ἀναγνωρισθῆ. ∆έν γνωρίζω ὅµως γιατί στίς Συνόδους ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ δέν συµπεριλήφθηκε καί ἡ Σύνοδος τοῦ 1347, ἡ ὁποία ἐκτός τῶν ἄλλων ἐξέλεξε καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαµᾶ σέ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Συµπεράσµατα
Οἱ προτάσεις τῆς Ἱεραρχίας πρός τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἔγιναν µέσα στήν προοπτική τῆς συζητήσεως ἐπ' αὐτῶν καί τῆς ἀποδοχῆς τους καί ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες. ∆έν µπορεῖ κανείς νά εἶναι ἀπόλυτος στά θέµατα αὐτά καί νά ζητᾶ νά γίνουν ὁπωσδήποτε ἀποδεκτές οἱ προτάσεις του κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων. Ἄλλωστε καί ἄλλες Ἐκκλησίες ἔθεσαν προτάσεις, ἀπό τίς ὁποῖες ἄλλες ἔγιναν δεκτές καί ἄλλες ἀπορρίφθησαν.
Τό πρόβληµα, ὅµως, ὡς πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ὅτι στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», κατέθεσε νέα πρόταση, διαφοροποιηµένη ἀπό τήν πρόταση τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία κατά τήν γνώµη µου εἶναι καί προβληµατική, πράγµα τό ὁποῖο εἶχε συνέπειες καί σέ ἄλλες προτάσεις τίς ὁποῖες εἶχε καταθέσει.
Πάντως, ἀπό ὅσα κατεγράφησαν προηγουµένως ἐξάγονται τά ἀκόλουθα συµπεράσµατα.
30
1. Ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπέτυχε νά περάση τίς ἀπόψεις τῆς Ἱεραρχίας στό πρῶτο κείµενο περί τῆς ὀντολογίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Παρέµεινε µέν στό κείµενο ἡ λέξη πρόσωπο µαζί µέ τήν λέξη ἄνθρωπος γιά περαιτέρω συζήτηση, ἀλλά διαγράφηκαν ὅλα τά σχετικά περί τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου σέ σχέση µέ τόν Τριαδικό Θεό, ὅτι δηλαδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι φορεύς τῆς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ κοινωνία προσώπων ἀντανακλοῦν κατά Χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων Προσώπων.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὅλη ἡ σύγχρονη θεολογία περί τῆς κοινωνίας τῶν θείων Προσώπων, περί τοῦ ἀνθρώπου ὡς φορέως τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὡς κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁµοίωσιν Θεοῦ, καί περί τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων πού ἀντανακλοῦν τήν Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πού συνιστᾶ τόν σύγχρονο περσοναλισµό δέν ἔγιναν ἀποδεκτά ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο».
2. Στό κείµενο περί τῆς αὐτονοµίας ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔλαβε τήν διαβεβαίωση ἀπό τόν Οἰκουµενικό Πατριάρχη ὅτι θά ἰσχύση τό ὑφιστάµενο καθεστώς γιά τίς Νέες Χῶρες, ὅτι δηλαδή οἱ Μητροπόλεις αὐτές κανονικῶς ὑπάγονται στό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά ἐδόθησαν ἐπιτροπικῶς στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά τήν διοίκησή τους, ὅτι θά παραµείνη τό καθεστώς αὐτό καί ὅτι δέν θά χορηγηθῆ αὐτονοµία στίς περιοχές αὐτές καί σέ ἄλλες περιοχές γιά τίς ὁποῖες ἐξεδόθη Τόµος ἤ Πράξη.
3. Στό βασικότερο κείµενο πού ἀναφερόταν στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπό χριστιανικό κόσµο, µετά τήν ἀλλαγή τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας στό βασικό σηµεῖο καί τήν ὑποβολή νέας προτάσεως κατά πλειοψηφία ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, χωρίς ἐξουσιοδότηση ἀπό τήν Ἱεραρχία, δέν ὑποστηρίχθηκαν ἱκανῶς οἱ βασικές ἄλλες προτάσεις γιά τήν ἐγκυρότητα ἤ µή τοῦ βαπτίσµατος τῶν ἄλλων Χριστιανῶν καί τήν προσευχή γιά τήν ἐπισυναγωγή τους εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Ἔτσι, τό τελικό κείµενο εἶναι διπλωµατικό, διακρίνεται γιά µιά «δηµιουργική ἀσάφεια», ὅπως ἔχει γραφεῖ, ἔχει ἐπιχειρήµατα γιά νά προσλαµβάνωνται ἀπό ὅλες τίς πλευρές, θεωρῶ ὅτι δυσαρεστεῖ καί τούς ὀρθοδόξους καί τούς ἑτεροδόξους, διαποτίζεται ἀπό τήν βαπτισµατική θεολογία καί ἐµµέσως πλήν σαφῶς ἀπό τήν θεωρία τῶν κλάδων, ὅπως φάνηκε καί ἀπό τίς συζητήσεις, καθώς ἐπίσης µετακινήθηκε ἐλαφρῶς, ἀλλά ἐνσυνειδήτως ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητας στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητας.
31
Ὅπως εἶναι γνωστόν, ὡς ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητας δηλώνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐνῶ ὡς ἀρχή τῆς περιεκτικότητας δηλώνεται ὅτι ὑπάρχουν πολλές Ἐκκλησίες, στίς ὁποῖες ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνα βασικό σηµεῖο τό ἔγκυρο Βάπτισµα, καί γίνονται διάλογοι γιά τήν πλήρη ἑνότητα. ∆ηλαδή στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητας δέν ταυτίζονται τά κανονικά καί µυστηριακά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως σαφῶς γίνεται στήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητας.
Ἐντύπωση, πάντως, προκαλοῦσε τό γεγονός ὅτι Ἱεράρχες πού κατέχουν σηµαντικές θέσεις στήν Ἐκκλησία καί βρίσκονται στήν τρίτη ἡλικία τῆς ζωῆς τους ὑποστήριζαν ἀντορθόδοξες θέσεις µέ τήν αἰτιολογία ὅτι ἔτσι τούς δίδασκαν οἱ καθηγητές τους, στό πρῶτο ἥµισυ τοῦ 20ου αἰῶνος, ἄν καί ἐν τῷ µεταξύ ἔγινε µεγάλη ἔρευνα στίς πατερικές πηγές, ὅπως τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λουγδούνου, τόν ἅγιο Μάξιµο τόν Ὁµολογητή, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαµᾶ κ.ἄ., ἡ ὁποία ἔρευνα ἀνέτρεψε τίς ἀπόψεις αὐτές.
Ἄλλωστε, µέχρι τόν 19ο αἰῶνα ὑπῆρχε ἴδια ὁρολογία ὡς πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τούς ἑτεροδόξους, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἡ ὁποία ἀνετράπη στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος µέ τό ∆ιάγγελµα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου «πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τό 1920, ὕστερα ἀπό διάφορα γεγονότα πού προηγήθηκαν αὐτοῦ τοῦ ∆ιαγγέλµατος.
Τό παράδοξο δέ εἶναι ὅτι οἱ Ἱεράρχες αὐτοί ἐπικαλοῦντο τούς καθηγητές τους, οἱ ὁποῖοι σαφῶς, ὅπως ἀπέδειξε ἐπιστηµονική ἔρευνα, εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν σχολαστική καί τήν προτεσταντική θεολογία, καί δέν προχώρησαν οἱ ἴδιοι περαιτέρω σέ πατερικές ἔρευνες, ἄν καί ἦταν διάδοχοι τῶν µνηµονευθέντων καθηγητῶν. Καί ἐν πάσῃ περιπτώσει εἶναι παράδοξο νά ἐπικαλῆται ἕνας Ἱεράρχης παλαιούς καθηγητές καί ὄχι τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πράγµα πού ὁµολόγησε κατά τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο.
Σεπτέµβριος 2016
http://parembasis.gr