H
εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής
Θεολογίας στην Επιστημονική Ημερίδα για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
1. Εἰσαγωγή
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεκλήθη ἀπό τόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο καί συνῆλθε στήν Κρήτη στίς 18-26
Ἰουνίου 2016, διακήρυξε τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας, συζήτησε πλεῖστα θέματα πανορθοδόξου
ἐνδιαφέροντος καί κατέληξε σέ σημαντικές ἀποφάσεις. Μεταξύ
τῶν θεμάτων πού ἀπασχόλησαν τή Σύνοδο εἶναι καί ἡ βιοηθική, ἡ
ὁποία ἀξιολογεῖται ὡς πολύ σημαντική, καθώς ἐπιχειρεῖ νά
δώσει ἀπαντήσεις σέ σοβαρά ἠθικά καί ὑπαρξιακά προβλήματα πού
ἀφοροῦν στό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Ἡ συμμετοχή τῆς
ὀρθόδοξης ἠθικῆς στό σύγχρονο διεπιστημονικό διάλογο γιά τή
βιοηθική κρίνεται ἀπό τή Σύνοδο ὡς ἀπαραίτητη, ἀφοῦ, ὅπως
χαρακτηριστικά ἐπισημαίνεται, «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά παραμείνῃ εἰς τό περιθώριον τῆς συζητήσεως τόσον σπουδαίων ἀνθρωπολογικῶν, ἠθικῶν καί ὑπαρξιακῶν ζητημάτων»[1].
Ἡ ἀνάγκη ἐκφορᾶς θεολογικοῦ λόγου
ἀπό μέρους μιᾶς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς στά προβλήματα αὐτά δέν
διαπιστώνεται βέβαια γιά πρώτη φορά. Ἡ Ἱερὰ Σύναξη τῶν
Ὀρθοδόξων Προκαθημένων, πού πραγματοποιήθηκε στό Φανάρι
στίς 9-12 Ὀκτωβρίου 2008, ἀποφάσισε τή σύσταση Διορθόδοξης
Ἐπιτροπῆς πρός μελέτη τῶν θεμάτων τῆς βιοηθικῆς, ἐνῶ καί
τοπικές Ἐκκλησίες ἔχουν ἀσχοληθεῖ ἐπισταμένως μ᾽ αὐτά. Ἡ
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει συστήσει ἤδη ἀπό τό 1998 ἐπιτροπή
βιοηθικῆς, ἡ ὁποία ἔχει ἐν τῶ μεταξύ δημοσιεύσει τίς θέσεις της
σέ πολλά θέματα[2],
ἐνῶ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἐξέδωσε τό 2000 μιά ἐκτενή ἐγκύκλιο
ἐπί κοινωνικῶν θεμάτων, στήν ὁποία τοποθετεῖται στά
σημαντικότερα θέματα τῆς βιοηθικῆς[3].
Ὡστόσο εἶναι ἡ πρώτη φορά πού μιά σύνοδος μέ εὐρύτατη
συμμετοχή ἀπό τίς περισσότερες κατά τόπους Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες διατυπώνει ἐπισήμως τίς θέσεις της γιά τή βιοηθική,
γεγονός πού ἀναμφίβολα καταδεικνύει τή σημασία τῶν θέσεων
αὐτῶν.
Οἱ θέσεις τῆς συνόδου γιά τη
βιοηθική καταγράφονται σέ τρία κυρίως κείμενα καί
συγκεκριμένα α) στήν Ἐγκύκλιο, β) στό Μήνυμα καί γ) στό κείμενο
πού φέρει τόν τίτλο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς
τόν σύγχρονον κόσμον»[4].
Στά κείμενα αὐτά, μεταξύ ἄλλων θεμάτων, ἀφιερώνονται
ξεχωριστές ἑνότητες στή βοηθική, στίς ὁποῖες μέ σχετικά
σύντομο ἀλλά συστηματικό τρόπο ἐκτίθενται οἱ θέσεις τῆς
συνόδου. Πέραν αὐτῶν, ἀναφορές στή βιοηθική ἀπαντοῦν καί σέ
ἄλλες ἑνότητες, ἰδιαίτερα σέ αὐτές πού ἀφοροῦν στήν ἀξία τοῦ
ἀνθρωπίνου προσώπου καί στήν ἐλευθερία καί εὐθύνη τοῦ
ἀνθρώπου[5].
Σέ αὐτές μποροῦμε ἴσως νά προσθέσουμε καί τίς θέσεις τῆς
συνόδου γιά τό γάμο καί τήν οἰκογένεια, οἱ ὁποῖες, ἄν καί δεν
ἀναφέρονται ρητά στή βιοηθική, εἶναι ὅμως ἀξιοποιήσιμες στό
σχετικό προβληματισμό.
Ὡς πρός τό περιεχόμενο
παρατηροῦμε ὅτι παρουσιάζεται τό ἀντικείμενο τοῦ σύγχρονου
βιοηθικοῦ προβληματισμοῦ γιά τίς ἐξελίξεις στό χῶρο τῶν
θετικῶν ἐπιστημῶν καί τῆς βιοτεχνολογίας, ἐπισημαίνεται ἡ
σημασία του γιά τόν ἄνθρωπο, ἀναδεικνύεται ἡ ἀνάγκη θεώρησής
του ἀπό τήν ἄποψη τῆς ὀρθόδοξης ἠθικῆς καί περιγράφονται τά
κριτήρια διαμόρφωσης μιᾶς θεολογικῆς προσέγγισης μέ βάση τήν
πνευματική ἐμπειρία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης. Αὐτό πού
ἀπουσιάζει ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου εἶναι οἱ θέσεις τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σέ συγκεκριμένα θέματα βιοηθικῆς, ὅπως
εἶναι π.χ. ἡ ἔκτρωση, ἡ εὐθανασία, ἡ ὑποβοηθούμενη
ἀναπαραγωγή καί ἡ μεταμόσχευση ὀργάνων. Ἡ ἔλλειψη αὐτή
μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ στήν πληθώρα τῶν βιοηθικῶν θεμάτων, στό
εὖρος τοῦ ἠθικοῦ προβληματισμοῦ κάθε ἐπιμέρους θέματος καί
στήν πρόθεση τῶν συνοδικῶν Πατέρων νά καταγράψουν τίς θέσεις
τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στά σημαντικότερα προβλήματα πού
ταλανίζουν τό σύγχρονο ἄνθρωπο. Προσωπικά πάντως ἐκτιμοῦμε
ὅτι, πέρα ἀπό τήν εὔλογη αὐτή πρακτική διάσταση, μέ τόν
περιορισμό στήν ὀρθή κατανόηση τοῦ βιοηθικοῦ προβληματισμοῦ
καί κυρίως μέ τή διατύπωση τῶν κριτηρίων μιᾶς ὀρθόδοξης
προσέγγισης ὑποδηλώνεται ἡ σημασία τους, ἡ ὁποία εἶναι
μεγαλύτερη ἀπό ἐπιμέρους θέσεις τῆς Ἐκκλησίας σέ
συγκεκριμένα θέματα. Αὐτό ἄλλωστε πού διακυβεύεται δέν
εἶναι τόσο ἡ ὀρθότητα ὁρισμένων ἰατρικῶν ἐπεμβάσεων ἤ
ἐπιλογῶν ὅσο ἡ ἴδια ἡ ἀξία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ θεώρησή
του ὡς προσώπου. Ἐξάλλου τά δεδομένα σέ πολλά θέματα
βιοηθικῆς διαφοροποιοῦνται συχνά ἀπό τίς νεώτερες
ἐπιστημονικές ἐξελίξεις, ἐνῶ νέα θέματα προστίθενται
διαρκῶς. Χωρίς βέβαια νά ὑποτιμοῦμε τή σημασία τῆς
διατύπωσης τῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας στά ἐπιμέρους ζητήματα,
ἡ ὁποία εἶναι ἀναμφίβολα πολλαπλῶς σημαντική, πιστεύουμε
ὅτι ὀρθῶς ἡ Σύνοδος προέταξε καί ἀνέδειξε τήν πνευματική
διάσταση τοῦ προβληματισμοῦ καί τά θεμέλια μιᾶς ὀρθόδοξης
ἠθικῆς προσέγγισης.
2. Οἱ βασικές θέσεις τῆς Συνόδου
Οἱ βασικές θέσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μποροῦν νά συνοψιστοῦν ὡς ἐξῆς:
α. Θετική ἀξιολόγηση τῆς ἐπιστημονικῆς προόδου
Ἡ Σύνοδος ἐπισημαίνει τήν
ἐντυπωσιακή πρόοδο τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καί τῆς
τεχνολογίας, ἡ ὁποία ἐπιφέρει ριζικές ἀλλαγές στή ζωή τοῦ
ἀνθρώπου. Ἡ ἐπιστημονική πρόοδος καθορᾶται κατ᾽ ἀρχήν
θετικά καί ἐπιδοκιμάζεται, ἄλλωστε τό χάρισμα τῶν
ἐπιστημόνων νά ἀνακαλύπτουν ἄγνωστες πτυχές τῆς θείας
δημιουργίας ἀποτελεῖ δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἐπισημαίνεται, «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποφεύγει τήν κηδεμονία τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναζητήσεως καί δέν λαμβάνει θέση πάνω σέ κάθε ἐπιστημονικό ἐρώτημα»[6]. Ὡστόσο ἡ Σύνοδος δέν διστάζει νά χαρακτηρίσει ὡς «σημαντικές εὐεργεσίες»
πολλές ἀπό τίς ριζικές ἀλλαγές πού ἐπιφέρει στή ζωή ἡ ἀνάπτυξη
τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας καί ὡς τέτοιες
κατονομάζονται ἡ διευκόλυνση τοῦ καθημερινοῦ βίου, ἡ
ἀντιμετώπιση σοβαρῶν ἀσθενειῶν, ἡ εὐχερέστερη ἐπικοινωνία
τῶν ἀνθρώπων καί ἡ ἔρευνα τοῦ διαστήματος[7]. Ἰδιαίτερη ἀναφορά γίνεται στίς βιοεπιστῆμες καί στή συνδεδεμένη μέ αὐτές βιοτεχνολογία[8], ὁρισμένα ἀπό τά ἐπιτεύγματα τῶν ὁποίων ἀξιολογοῦνται ὡς εὐεργεσίες, ἐνῶ ἄλλα ὡς ἀπορριπτέα[9].
Εἶναι ἀξιοσημείωτη, κατά τήν προσωπική μας ἄποψη, ἡ θετική
ἀξιολόγηση τῆς Ἐκκλησίας γιά πολλά ἀπό τά σύγχρονα
ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα καί γενναῖος ὁ χαρακτηρισμός τους
ὡς εὐεργεσίες. Καθώς αὐτά ἐντάσσονται συνήθως πολύ γρήγορα
στήν καθημερινή ζωή, θεωροῦνται σύντομα ὡς αὐτονόητα καί
δεδομένα, ὀφείλονται ὅμως στήν πρόοδο τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν
καί αὐτό δέν πρέπει νά παραγνωρίζεται. Κατά ἀνάλογο τρόπο
χάρη στήν πρόοδο τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης θεραπεύονται σήμερα
πολλές ἀσθένειες, πού παλαιότερα ἦταν ἀνίατες, καί βελτιώνεται
διαρκῶς ἡ ὑγεία καί κατά συνέπεια ἡ ποιότητα ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου.
β. Ἐπισήμανση τῶν ἀρνητικῶν ἐπιπτώσεων τῆς ἐπιστημονικῆς προόδου
Δέν εἶναι πάντως ὅλες οἱ ἀλλαγές πού
ἐπιφέρει ἡ ἐπιστημονική πρόοδος εὐεργετικές, καθώς ἡ
Σύνοδος διαπιστώνει καί πολλές ἀρνητικές καί ἀνησυχητικές
ἐπιπτώσεις. Ὡς τέτοιες κατονομάζονται ἡ χειραγώγηση τῆς
ἐλευθερίας, ἡ σταδιακή ἀπώλεια πολύτιμων παραδόσεων, ἡ
καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἡ ἀμφισβήτηση τῶν
ἠθικῶν ἀξιῶν[10].
Ἐπίσης, διατυπώνεται ἔντονη ἀνησυχία γιά τήν ἀνεξέλεγκτη
χρήση τῆς βιοτεχνολογίας σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου, δηλ. στήν ἀρχή, τή διάρκεια καί τό τέλος της, μέ
συνέπεια νά τίθεται σέ κίνδυνο ἡ αὐθεντική πληρότητά της. Ἡ
ἀνησυχία πού ἐκφράζεται δέν εἶναι κατά τήν προσωπική μας
ἄποψη ὑπερβολική, καθώς, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνεται, «ὁ ἄνθρωπος πειραματίζεται ἐντονώτερον μέ τήν ἰδίαν του φύσιν κατά ἀκραῖον καί ἐπικίνδυνον τρόπο»[11].
Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα δέν στρέφεται λοιπόν μόνο στήν πρόληψη
καί ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν ἤ γενικότερα στή βελτίωση
τῆς ὑγείας. Πειραματίζεται μέ τή φαρμακευτική καί γενετική
ἐνίσχυση τῶν ἀνθρωπίνων ἱκανοτήτων καί ἀποσκοπεῖ στή
βελτίωση τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Στή συνάφεια αὐτή
γίνεται ἤδη διάλογος γιά τόν μετάνθρωπο (posthuman), ἕνα δηλ.
ἐξελιγμένο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος χάρη στήν πρόοδο τῆς γενετικῆς
καί τῆς τεχνολογίας σύντομα θά ὑπερβεῖ τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης
φύσης καί θά καταστεῖ ὑπέρτερος τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου.
Ἀνεξαρτήτως πάντως τῶν ἐκτιμήσεων γιά τή μελλοντική πορεία
τῆς ἔρευνας καί τά πιθανά ἐπιτεύγματά της, ὁ πειραματισμός
στήν ἀνθρώπινη φύση ἐνέχει σήμερα κινδύνους γιά τόν ἄνθρωπο,
τούς ὁποίους ἡ Σύνοδος διατυπώνει ὡς ἑξῆς: «Κινδυνεύει (ἐνν. ὁ ἄνθρωπος) νά μετατραπῇ εἰς μίαν βιολογικήν μηχανήν, εἰς μίαν ἀπρόσωπον κοινωνικήν μονάδα ἤ εἰς μίαν συσκευήν ἐλεγχομένης σκέψεως»[12].
γ. Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα πρέπει νά ὑπόκειται σέ ἠθικές ἀρχές
Καθώς λοιπόν τά ἐπιτεύγματα τῆς
ἐπιστήμης μπορεῖ νά εἶναι εὐεργετικά ἤ καί πολύ ἐπικίνδυνα
γιά τόν ἄνθρωπο, ἡ Σύνοδος ἐπισημαίνει τήν ἀνάγκη ὀρθῆς
ὁριοθέτησης τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἐπιστήμονας εἶναι ἐλεύθερος νά
ἐρευνᾶ, ἀλλά ὀφείλει νά ἀξιολογεῖ τήν πορεία τῆς ἔρευνας καί νά
τή διακόπτει, ὅταν παραβιάζονται βασικές χριστιανικές καί
ἀνθρωπιστικές ἀρχές[13].
Πρός τεκμηρίωση τῆς θέσης αὐτῆς παρατίθενται στό κείμενο τῆς
συνόδου δύο χωρία, ἕνα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί ἕνα τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει»[14] καί «τὸ καλὸν οὐ καλόν, ὅταν μὴ καλῶς γίνηται»[15].
Μέ τό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου δίνεται μιά σαφής ἀπάντηση
στό θεμελιῶδες ἐρώτημα πού ἀντιμετωπίζει ἡ βιοηθική καί
συγκεκριμένα, ἄν τό ἐπιστημονικά ἐφικτό εἶναι πάντα ἠθικά
ὀρθό καί πρός τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀπάντηση εἶναι
ἀρνητική καί ἡ αἰτιολογία δίνεται ἀπό τό χωρίο τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου. Ἀκόμα καί ἄν τό ἐπιδιωκώμενο ἀποτέλεσμα εἶναι
καλό, παύει νά εἶναι καλό καί συμφέρον, ὅταν πραγματοποιεῖται
μέ ἀνήθικο τρόπο. Ἡ χριστιανική αὐτή θεώρηση ἔρχεται συχνά
σέ ἀντίθεση μέ τή σύγχρονη κοσμική θεώρηση, σύμφωνα μέ τήν
ὁποία τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου κατανοεῖται πρωτίστως ὡς πρός
τή σωματική ὑγεία καί τήν οἰκονομία. Στό πλαίσιο μάλιστα τοῦ
σύγχρονου ἐπιστημονικοῦ, ἐθνικοῦ καί οἰκονομικοῦ
ἀνταγωνισμοῦ προβάλλεται ἡ ἄποψη ὅτι ἡ διακοπή τῆς
ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καί ἡ ἀπώλεια τῶν πιθανῶν ἐφαρμογῶν της
δέν ἀποτελεῖ ρεαλιστική ἐπιλογή, καθώς ἡ ἔρευνα θά
πραγματοποιηθεῖ τελικά ἀπό ἄλλους ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι καί
θά ἀποκομίσουν γιά τίς κοινωνίες τους σημαντικά ὀφέλη. Ἔτσι
δημιουργεῖται ἡ εντύπωση ὅτι ἡ σύγχρονη βιοηθική δέν
στοχεύει πραγματικά στήν ἠθική ἀξιολόγηση μέ σκοπό νά δεχθεῖ ἤ
νά ἀπορρίψει τήν ἔρευνα καί τίς ἐφαρμογές της, ἀλλά μᾶλλον σέ
μιά προσέγγιση, πού ἀμβλύνει τούς ἠθικούς ἐνδοιασμούς καί
προετοιμάζει τήν κοινωνία γιά τήν ἀποδοχή της[16].
δ. Ἡ ἀναγκαιότητα μιᾶς πνευματικῆς προσέγγισης
Ἐνῶ οἱ κίνδυνοι ἀπό τήν πρόοδο τῆς
ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας εἶναι πολλοί καί ἐξόχως
σημαντικοί, ἡ Σύνοδος διαπιστώνει ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος
διακατέχεται ἀπό διάχυτο ἐνθουσιασμό γιά τίς ἐπιστημονικές
ἐξελίξεις, ἰδιαιτέρως μάλιστα γιά αὐτές στό χῶρο τῆς
βιολογίας, τῆς γενετικῆς καί τῆς νευροφυσιολογίας τοῦ
ἐγκεφάλου[17].
Ἡ ἀπολύτως θετική αὐτή στάση δέν ὀφείλεται, κατά τήν
ἐκτίμηση τῆς συνόδου, σέ ἄγνοια τῶν πιθανῶν κινδύνων. Ὁ
ἄνθρωπος γνωρίζει καλά τούς κινδύνους, καί ὅμως, συνεχίζει νά
ἐνεργεῖ σάν νά μήν τούς γνώριζε[18].
Μιά πιθανή ἑρμηνεία τῆς στάσης αὐτῆς εἶναι, κατά τήν ἄποψή
μας, ἡ ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη μέ τήν ὁποία πλέον ὁ ἄνθρωπος
περιβάλλει σήμερα τήν ἐπιστήμη. Γνωρίζει καλά ὅτι οἱ
ἐξελίξεις ἐνέχουν σοβαρούς κινδύνους, πιστεύει ὡστόσο ὅτι ἡ
ἐπιστήμη θά ἀνακαλύψει ὁπωσδήποτε τρόπους γιά νά ἀποτρέψει
τούς κινδύνους αὐτούς. Ἡ πεποίθηση αὐτή συχνά μάλιστα
δύσκολα διακρίνεται ἀπό τήν ἀλαζονική ἐντύπωση ὅτι ὁ
ἄνθρωπος καθίσταται πλέον κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἡ
ἐμπιστοσύνη στήν ἐπιστήμη εἶναι βέβαια σέ κάποιο βαθμό
κατανοητή, καθώς οἰκοδομήθηκε στά ἐντυπωσιακά ἐπιτεύγματα
τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, δέν πρέπει ὅμως νά παραγνωρίζεται
ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ νά μήν γνωρίζει πολλά γιά τόν ἑαυτό
του καί τόν κόσμο, ὅτι ὡς κτιστό ὄν διαθέτει περιορισμένες
δυνάμεις καί ἡ ὑποτίμηση τῶν κινδύνων συχνά ἀποβαίνει
ἐπιζήμια.
Ὅποια καί ἄν εἶναι πάντως ἡ αἰτία τοῦ
ἐνθουσιασμοῦ γιά τίς ἐπιστημονικές ἐξελίξεις, τό γεγονός ὅτι ὁ
ἄνθρωπος συνεχίζει νά ἐνεργεῖ σάν νά μήν γνωρίζει τούς
κινδύνους καθιστᾶ τήν ἀναγκαιότητα μιᾶς πνευματικῆς
προσέγγισης ἀκόμα περισσότερο ἐπιτακτική. Ἡ ἀναγκαιότητα
αὐτή τεκμηριώνεται στό κείμενο τῆς συνόδου ὡς ἑξῆς: «Ἡ ἐπιστήμη, ἀπό τήν ἰδίαν τήν φύσιν της, δέν διαθέτει δυστυχῶς τά ἀναγκαῖα μέσα διά τήν πρόληψιν καί τήν θεραπείαν πολλῶν ἐκ τῶν προβλημάτων, τά ὁποῖα προκαλεῖ ἀμέσως ἤ ἐμμέσως. Ἡ ἐπιστημονική γνῶσις δέν κινητοποιεῖ τήν ἠθικήν βούλησιν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, καίτοι γνωρίζει τούς κινδύνους, συνεχίζει νά δρᾷ ὡς ἐάν δέν ἐγνώριζεν. Ἡ ἀπάντησις εἰς τά σοβαρά ὑπαρξιακά καί ἠθικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τό αἰώνιον νόημα τῆς ζωῆς αὐτοῦ καί τοῦ κόσμου, δέν εἶναι δυνατόν νά δοθῇ χωρίς μίαν πνευματικήν προσέγγισιν»[19].
ε. Ὁ σεβασμός τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ
Ἡ Σύνοδος δέν περιορίζεται μόνο
στήν ἐπισήμανση τῶν κινδύνων, ἀλλά διατυπώνει δύο
θεμελιώδεις ἀρχές πού πρέπει νά διέπουν τήν ἐπιστημονική
ἔρευνα καί τήν πρακτική ἐφαρμογή τῶν νέων ἀνακαλύψεων καί
ἐφευρέσεων. Ἡ πρώτη εἶναι ὁ σεβασμός τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς
καί τοῦ χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου ἀπό τή σύλληψη[20].
Ὁ σεβασμός αὐτός ἁρμόζει στόν ἄνθρωπο, καθώς δέν εἶναι ἁπλῶς
ἕνα σύνολο κυττάρων, ἱστῶν καί ὀργάνων, ἀλλά δημιούργημα «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» (Γεν. 1, 27)[21].
Ἡ θέση αὐτή τῆς συνόδου εἶναι πολύ σημαντική καί δέν εἶναι
ἀσφαλῶς τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ἐπαναλαμβάνεται καί στά τρία
κείμενα, στά ὁποῖα γίνεται ἀναφορά στή βιοηθική. Ἡ θέση ὁ
ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο ἀπό τή σύλληψη ἀπαντᾶ στό θεμελιῶδες
ἐρώτημα γιά τό στάτους τοῦ ἀγέννητου ἀνθρώπου καί ἐπηρεάζει
ἀποφασιστικά τήν ἠθική θεώρηση ὅλων τῶν θεμάτων τῆς βιοηθικῆς
πού ἀφοροῦν στήν ἔναρξη τῆς ζωῆς, ὅπως εἶναι δηλ. ἡ ἔκτρωση, οἱ
διάφορες μέθοδοι ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς, ἡ ἔρευνα στά
βλαστοκύτταρα καί ἡ κλωνοποίηση. Οἱ συνέπειες τῆς θεώρησης
τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου ἀπό τή σύλληψη καί τῆς ἀναγνώρισης σ᾽
αὐτόν ἀξιοπρέπειας καί δικαιωμάτων ἐπισημαίνονται ἀπό τήν
ἴδια τή Σύνοδο: «Τό δικαίωμα εἰς τήν γέννησιν εἶναι τό πρῶτον μεταξύ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων».
Καί στή συνέχεια ὑπογραμμίζεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά
ἀντιμετωπίζεται ὡς κάποιο μετρήσιμο μέγεθος, ἀφοῦ κάθε
ἄνθρωπος εἶναι μοναδικός καί προορίζεται νά ὁμοιωθεῖ μέ τό
Θεό: «Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεανθρωπίνη κοινωνία, εἰς τήν ὁποίαν ἕκαστος ἄνθρωπος ἀποτελεῖ μοναδικήν ὀντότητα, προωρισμένην εἰς προσωπικήν κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ, ἀντιστέκεται εἰς πᾶσαν προσπάθειαν ἀντικειμενοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου, μετατροπῆς του εἰς μετρήσιμον μέγεθος. Οὐδέν ἐπιστημονικόν ἐπίτευγμα ἐπιτρέπεται νά θίγῃ τήν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου καί τόν θεῖον προορισμόν αὐτοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν προσδιορίζεται μόνον ἀπό τά γονίδιά του».
Ἡ δεύτερη ἀρχή, ἡ ὁποία πρέπει νά
διέπει τήν ἐπιστημονική ἔρευνα, εἶναι ὁ σεβασμός τῆς
δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Σύνοδος ὑπενθυμίζει τήν ἐντολή τοῦ
Θεοῦ στό βιβλίο τῆς Γένεσης νά ἐργάζεται ὁ ἄνθρωπος στόν
παράδεισο καί νά τόν φυλάσσει (Γεν. 2,15) καί καλεῖ σέ σεβασμό τῆς κτίσης τόσο κατά τήν ἔρευνα ὅσο καί κατά τή χρησιμοποίησή της[22].
Μέ τό σεβασμό αὐτό ἐκφράζεται ἡ πίστη καί ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ
ἀνθρώπου στό Θεό, πού δημιούργησε τήν κτίση μέ τή σοφία Του καί
προνοεῖ γι᾽ αὐτή καί τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀρχή αὐτή δέν ἀναλύεται
περαιτέρω στή συνάφεια τῆς βιοηθικῆς, καθώς ἡ ἀνάγκη σεβασμοῦ
τῆς δημιουργίας τονίζεται καί σέ ἄλλα σημεῖα τῶν κειμένων τῆς
συνόδου, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στό οἰκολογικό πρόβλημα.
στ. Τό περιεχόμενο καί ἡ σημασία τῆς Ὀρθόδοξης Βιοηθικῆς
Ὅπως ἐπισημάνθηκε στήν εἰσαγωγή
τῆς παρούσας μελέτης καί ἀναδείχθηκε ἀπό τίς προαναφερθεῖσες
θέσεις, ἡ Σύνοδος θεωρεῖ ὡς ἀπαραίτητη τή συμμετοχή τῆς
ὀρθόδοξης ἠθικῆς στό σύγχρονο διεπιστημονικό διάλογο γιά τή
βιοηθική. Σέ μιά ἐποχή πού προβάλλονται πολλές καί
ἀλληλοσυγκρουόμενες εἰκόνες περί ἀνθρώπου καί
ἀνατρέπονται οἱ ἠθικές ἀξίες, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τόν
ἄνθρωπο, πού δημιουργήθηκε κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ μέ τήν
προοπτική τῆς θέωσης, καί κυρίως τό νέο Ἀδάμ, τόν Ἰησοῦ Χριστό, «ὁ ὁποῖος ἐν τῇ Ἐνανθρωπήσει προσέλαβεν ὅλον τόν ἄνθρωπον καί εἶναι τό ἀπόλυτον πρότυπον τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους»[23].
Ἐνῶ δηλ. ἡ κοινωνία ἀναζητεῖ, μεταξύ ἄλλων, τρόπους γιά νά
βελτιώσει τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά ἀποθεώσει τόν ἄνθρωπο, ἡ
Ἐκκλησία κηρύττει τό Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού προσέλαβε καί
ἀνακαίνισε τήν ἀνθρώπινη φύση[24]. Ὅπως χαρακτηριστικά ἐπισημαίνεται σέ ἄλλο σημεῖο γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ, «ἡ διδασκαλία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀνεξάντλητος πηγή πάσης χριστιανικῆς προσπαθείας διά τήν περιφρούρησιν τῆς ἀξίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου»[25].
Ἡ ὀρθόδοξη βιοηθική διακρίνεται
ἑπομένως ἀπό τίς προσεγγίσεις τῆς κοσμικῆς βιοηθικῆς, καθώς
ἀποτελεῖ μιά πνευματική προσέγγιση, ἡ ὁποία βασίζεται στό
πρόσωπο καί τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί στήν πλούσια
ἐμπειρία τῆς πατερικῆς παράδοσης[26].
Στό σημεῖο αὐτό θά μποροῦσε ἵσως κάποιος νά διερωτηθεῖ, ἄν
εἶναι ἐφικτό καί δόκιμο νά προσεγγίζονται ἐπιστημονικά
ζητήματα πού ἀνέκυψαν μόλις τίς τελευταῖες δεκαετίες μέ
βάση τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας, πού γράφηκαν σέ ἐποχές κατά τίς ὁποῖες τά
προβλήματα αὐτά ἦταν παντελῶς ἄγνωστα. Ὁ ἐνδοιασμός αὐτός θά
ἦταν ἀσφαλῶς βάσιμος, ἄν ὁ θεολόγος ἀναζητοῦσε στά κείμενα
αὐτά ἄμεσες καί συγκεκριμένες ἀπαντήσεις στούς σύγχρονους
προβληματισμούς. Καθώς ὅμως οἱ σύγχρονοι αὐτοί ἠθικοί
προβληματισμοί ἀφοροῦν στά ὅρια τῶν ἐπεμβάσεων στίς διάφορες
ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀξιολόγησή τους μπορεῖ
κάλλιστα νά βασίζεται στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν
προέλευση, τήν ἀξία, τό νόημα καί τόν προορισμό τῆς ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου. Ἐπιπλέον, ἡ θεολογική νοηματοδότηση τοῦ γάμου,
τῆς τεκνογονίας καί τῆς οἰκογένειας, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς
προσφορᾶς στό συνάνθρωπο, τῆς ὑγείας, τῆς ἀσθένειας καί τοῦ
πόνου, τοῦ θανάτου καί τῆς αἰωνίας ζωῆς ἀναδεικνύει τήν
πνευματική διάσταση τοῦ προβληματισμοῦ καί θέτει τά θεμέλια
γιά τή διαμόρφωση μιᾶς ὀρθόδοξης προσέγγισης, ἡ ὁποία
διαφυλάσσει τό φρόνημα τῶν Πατέρων καί νά ἀξιοποιεῖ τήν
πολύτιμη ἐμπειρία τους[27].
Ἡ πρόκληση ἑπομένως γιά τήν
ὀρθόδοξη βιοηθική εἶναι νά παρακολουθεῖ τήν ἐξέλιξη τῆς
ἐπιστήμης, νά γνωρίζει καλά τό σύγχρονο ἠθικό προβληματισμό
καί τίς ἀπόψεις που διατυπώνονται καί νά προσπαθεῖ μέ βάση τή
χριστιανική διδασκαλία καί τήν πλούσια πνευματική ἐμπειρία
τῆς Ὀρθοδοξίας νά διατυπώνει θέσεις πού νά προσανατολίζουν
τό Χριστιανό καί κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο στό θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Μιά τέτοια προσέγγιση εἶναι, σύμφωνα μέ τή Σύνοδο,
γενικότερα χρήσιμη στήν κοινωνία, καθώς συμβάλλει στόν
ἐμπλουτισμό τῆς φιλοσοφικῆς καί ἐπιστημονικῆς συζήτησης τῶν
βιοηθικῶν θεμάτων[28].
3. Ἐπίλογος
Ἀπό ὅσα διαλάβαμε στήν παρούσα
μελέτη καθίσταται σαφές ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατανοεῖ πλήρως τή σημασία καί τήν
ἐπικαιρότητα τοῦ ἠθικοῦ προβληματισμοῦ γιά τήν πρόοδο τῆς
ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, γι᾽ αὐτό καί ὀρθῶς περιέλαβε τή
βιοηθική στά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε. Οἱ θέσεις πού
διατύπωσε, παρά τήν εὐλόγως σύντομη ἀνάπτυξή τους, εἶναι
σαφεῖς καί μαρτυροῦν ἄριστη γνώση τοῦ ἀντικειμένου. Ἡ Ἐκκλησία
ἐπιδοκιμάζει ἀφ᾽ ἑνός τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καί ἐπαινεῖ
πολλά ἐπιτεύγματά της ὡς εὐεργεσίες, ἐπισημαίνει ἀφ᾽ ἑτέρου
τίς ἀρνητικές ἐπιπτώσεις καί διατυπώνει ἔντονη ἀνησυχία γιά
τήν ἀνεξέλεγκτη χρήση τῆς βιοτεχνολογίας καί γιά τόν
ἐνθουσιασμό, μέ τόν ὁποῖο ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τήν περιβάλλει.
Αὐτό ἄλλωστε πού διακυβεύεται δέν εἶναι τόσο ἡ ὀρθότητα
ὁρισμένων ἰατρικῶν ἐπεμβάσεων ὅσο ἡ ἴδια ἡ ἀξία τῆς ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου καί ἡ θεώρησή του ὡς προσώπου. Ἡ Ἐκκλησία τονίζει ὅτι
ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα πρέπει νά ὑπόκειται σέ ἠθικές ἀρχές καί
ὡς τέτοιες προβάλλει τό σεβασμό στήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου
καί στή δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Τέλος, θέτει τά κριτήρια καί
ἀναδεικνύει τή σημασία μιᾶς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς, ἡ ὁποία
καλεῖται νά προσφέρει στό σύγχρονο ἠθικό προβληματισμό μιά
πνευματική προσέγγιση, πού προσανατολίζει τόν ἄνθρωπο στό
πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
[1]
Ὅλα τά ἐπίσημα κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι δημοσιευμένα στήν ἱστοσελίδα
https://www.orthodoxcouncil.org/web/holy-and-great-council/official-documents.
Στό ἑξῆς λοιπόν παραπέμπουμε στά ἐπιμέρους κείμενα, χωρίς νά
ἐπαναλαμβάνουμε τήν ἀναφορά στήν ἴδια ἱστοσελίδα.
[2] Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐπίσημα Κείμενα Βιοηθικῆς,
Ἀθήνα 2007. Στήν ἔκδοση αὐτή περιλαμβάνονται οἱ
γνωματεύσεις τῆς ἐπιτροπῆς στά θέματα τῶν μεταμοσχεύσεων
ὀργάνων, τῆς εὐθανασίας καί τῆς ὑποβοηθούμενης
ἀναπαραγωγῆς. Ἀναλυτικά γιά τίς δραστηριότητες τῆς
Ἐπιτροπῆς, βλ.
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/bioethics/bioethics.htm.
[3]
Sozialdoktrin der Russisch-Orthodoxen Kirche, σέ: Josef Thesing –
Rudolf Uertz (Ἐκδ.), Die Grundlagen der Sozialdoktrin der
Russisch-Orthodoxen Kirche. Deutsche Übersetzung mit Einführung und
Kommentar, Sankt Augustin 2001. Περισσότερα γιά τήν τοποθέτηση
τῆς ἐγκυκλίου στά σημαντικότερα θέματα τῆς βιοηθικῆς βλ.
Μιλτιάδη Βάντσου, «Ἡ θέση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας σέ θέματα βιοηθικῆς», σέ: Θεοδρομία 5 (2003) 239-240.
[4] Βλ. Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 7, Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 11-12, καί Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, παράγρ. ΣΤ11 καί ΣΤ12.
[5] Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ἑνότητα Α «Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» καί ἑνότητα Β «Περί ἐλευθερίας καί εὐθύνης».
[6] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 7.
[7] Ὅ.π.
[8]
Μέ τόν ὅρο «βιοεπιστῆμες» χαρακτηρίζονται οἱ ἐπιστῆμες πού
μελετοῦν τό φαινόμενο τῆς ζωῆς, ἐνῶ ὁ ὅρος «βιοτεχνολογία»
ἀναφέρεται στή χρήση ζωντανῶν ὀργανισμῶν ἤ παράγωγών τους
ἀπο τίς βιολογικές ἐπιστῆμες καί τήν τεχνολογία μέ σκοπό τή
βελτίωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ περιβάλλοντος. Ashish
Swarup Verma (μ.ἄ.), «Biotechnology in the Realm of History», σέ: Journal of Pharmacy & Bioallied Sciences 3,3 (2011) 321-323. Βλ. ἐπίσης Ἀποστόλου Νικολαΐδη, Ἀπό τή Γένεση στή Γενετική. Ἐγχειρίδιο Βιοηθικῆς, Ἀθήνα 2006, σ. 33.
[9] Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, παράγρ. ΣΤ12.
[10] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 7.
[11] Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 12.
[12] Ὅ.π.
[13] Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, παράγρ. ΣΤ11.
[14] A’ Κορ. 6, 12.
[15] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός Α’, 4. PG 36, 16C.
[16] Μιλτιάδη Βάντσου, «Ἡ χριστιανική προσέγγιση τῆς βιοηθικῆς στήν πολυπολιτισμική κοινωνία», σέ: Analecta Catholica 2 (2013) 115.
[17] Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 12.
[18] Ὅ.π., παράγρ. 11.
[19] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 7.
[20] Ἡ ἀκριβής διατύπωση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Προβάλλει (ἐνν. ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς καί τόν χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς ἀρχῆς τῆς συλλήψεως». Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
παράγρ. 12. Ἡ ἀναφορά στήν ἀρχή τῆς σύλληψης γίνεται, κατά τήν
ἄποψη μας, γιά νά δοθεῖ ἔμφαση στήν ἀνάγκη προστασίας τῆς ζωῆς
τοῦ ἀνθρώπου σέ κάθε στάδιο.
[21] Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, παράγρ. ΣΤ12.
[22] Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, παράγρ. ΣΤ12.
[23] Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 12.
[24] Στό κείμενο τῆς συνόδου μνημονεύεται τό χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «Οὐκ ἄνθρωπον ἀποθεωθέντα λέγομεν, ἀλλὰ Θεόν ἐνανθρωπήσαντα» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Γ’, 2, PG 94, 988). Βλ. Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 10.
[25] Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, παράγρ. A1.
[26] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 7. Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 12.
[27] Μιλτιάδη Βάντσου, «An Orthodox Approach to Bioethics», σέ: Ἐπιστηµονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ./ Τµῆµα Ποιµαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας 11 (2006) 80-81.
[28] Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παράγρ. 12.