Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΚΚΛΗΤΟ



Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος στην Romfea.gr
Δικηγόρος


Έχει επανειλημμένως διατυπωθεί η άποψη, ότι η απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με την οποία έκανε δεκτό και τύποις και ουσίᾳ το ένδικο μέσο του εκκλήτου, που άσκησαν οι καθαιρεθέντες Φιλάρετος Ντενισένκο, Μακάριος Μαλετίτς και λοιπά τρίτα πρόσωπα, ελήφθη κατά παράβαση των ιερών κανόνων. Περαιτέρω, όσοι προβάλλουν την άποψη αυτή, επικαλούνται και την από 26 Αυγούστου 1992 επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου Α΄, με την οποία ο Παναγιώτατος:
α) αναγνώρισε στο ακέραιο την επί του θέματος αρμοδιότητα της Εκκλησίας της Ρωσίας («ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Έκκλησίας τῆς Ρωσίας») και
β) αποδέχθηκε την απόφαση της συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας («ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ»),
καταλογίζοντας με τον τρόπο αυτόν στον Οικουμενικό Πατριάρχη αντιφατικότητα και ασυνέπεια.
Είναι, όμως, βάσιμη και αληθής αυτή η άποψη; Την απάντηση θα μας την δώσουν δύο θεμελιώδεις αρχές του Κανονικού Δικαίου, η αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας και η αρχή της καθολικής ισχύος της εκκλησιαστικής ποινής, καθώς και ο θεσμός του εκκλητου. Θα μου επιτραπεί όμως να επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στην περίπτωση του Φιλάρετου Ντενισένκο, διότι ως προς αυτόν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία, επισημαίνοντας ταυτοχρόνως ότι οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν άρθρο, αφορούν σε όλα τα πρόσωπα που άσκησαν το έκκλητο ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Α. Πραγματικά περιστατικά
Ο Φιλάρετος Ντενισένκο (βλ. τα στοιχεία σε http://users.sch.gr/markmarkou/1962/new/filaretos_denisenko.htm) κατά κόσμον Μιχαήλ Αντώνοβιτς Ντενισένκο γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1929 στο χωριό Μπλαγκοντάτνογε της Επαρχίας Αμβροσιέβου του Νομού Δονέτσκ της Ουκρανίας.
Η είσοδός του στον κλήρο έγινε την 1 Ιανουαρίου 1950, οπότε και εκάρη μοναχός στη Λαύρα του Ζαγκόρσκ (Σεργιέβου Ποσάντ), δηλαδή σε ιερά μονή που ευρίσκεται εντός της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας.
Στην συνέχεια, στις 15 Ιανουαρίου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε Διάκονος και δύο έτη αργότερα, το 1952, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, πάντοτε ευρισκόμενος υπό την κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. και την ίδια χρονιά αποφοίτησε από τη Θεολογική Ακαδημία Μόσχας.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1962 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Λούγκας, Βικάριος της Επισκοπής Λένινγκραδ και Λαδόγκας, δηλαδή περιοχών που ανήκουν στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, ενώ ταυτόχρονα ανέλαβε και τοποτηρητής της Επισκοπής Ρίγας. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Λένινγκραδ και Λαδόγκας Ποιμήν, συμπαραστατούμενος από τον Αρχιεπίσκοπο Γιαροσλάβου και Ροστόβου Νικόδημο και τους Επισκόπους Καζάν και Μαρίισκ Μιχαήλ, Ταμπώβου και Μιτσούρινσκ Μιχαήλ, Νοβγορόδου και Παλαιάς Ρωσίας Σέργιο, Δημητρώβου Κυπριανό και Κοστρομά και Γκάλιτς Νικόδημο, άπαντες Επίσκοποι του Πατριαρχείου Μόσχας που διαποιμαίνουν περιφέρειες που βρίσκονται εντός της Ρωσίας.
Τέλος, ύστερα από ευάριθμες μεταβολές της ιερατικής καταστάσεως του, στις 14 Μαΐου 1966 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο και εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κιέβου και Γαλικίας και στις 25 Φεβρουαρίου 1968 προήχθη σε Μητροπολίτη Κιέβου και Γαλικίας, από δε το 1990 Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας.
Το 1992 ο Φιλάρετος Ντενισένκο μετά την παραίτησή του από τη θέση του Μητροπολίτη Κιέβου ίδρυσε δικό του Πατριαρχείο στην Ουκρανία και στις 11 Ιουνίου 1992 καθαιρέθηκε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Ρωσίας.
Στις 11 Οκτωβρίου 2018 και κατόπιν ασκήσεως εκκλήτου επανήλθε στην κανονικότητα με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποκατασταθείς στο Αρχιερατικό αξίωμα αλλά όχι και στη θέση του Μητροπολίτη Κιέβου.
Β. Η αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας κατά τους ιερούς κανόνες
     Η κανονική δικαιοδοσία κατά τους ιερούς κανόνες οριοθετείται από δύο στοιχεία, το στοιχείο της κατά τόπο αρμοδιότητας και το στοιχείο της κατά πρόσωπο αρμοδιότητας (βλ. αναλυτικώς Α. Βαβούσκου, Θεμελιώδεις αρχές της εκκλησιαστικής δικονομίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003, 215επ.).
Καταρχήν, η κανονική δικαιοδοσία συνέχεται άμεσα με μια ορισμένη γεωγραφική περιφέρεια, προσδιορισμένη και οριοθετημένη σε συγκεκριμένη έκταση επιφανείας, εντός της οποίας και ασκείται (στοιχείο της κατά τόπο αρμοδιότητας). Η συνάρτηση κανονικής δικαιοδοσίας και εδαφικότητας αποτυπώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας και στους ιερούς κανόνες και μάλιστα με δύο τρόπους. Κατά θετική φορά, δηλαδή με την μορφή της σαφούς οριοθετήσεως και κατοχυρώσεως της ασκουμένης εξουσίας εντός καθορισμένων γεωγραφικών ορίων (βλ. 34ο Αποστόλων, 6ο και 7ο της Α΄ Οικουμενικής, 2ο της Β΄ Οικουμενικής, 28ο της Δ΄ Οικουμενικής).
Κατ’ αρνητική φορά, δηλαδή με την μορφή απαγορεύσεως υπερβάσεως των ορίων αυτών μέσῳ της αναμείξεως στις υποθέσεις άλλης εκκλησιαστικής περιφερείας (βλ. 35ο Αποστόλων, 2ο της Β΄ Οικουμενικής, 8ο της Γ΄ Οικουμενικής, 13ο της Αντιοχείας). Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, βασικός άξονας των επιμέρους ρυθμίσεων απετέλεσε το δίκαιο των χειροτονιών, το οποίο καθίσταται καταλυτικός παράγοντας της διακρίσεως των ορίων εξουσίας σε όλη την εξέλιξη του οργανωτικού πλαισίου της Εκκλησίας (βλ. σχετ. το σχόλιο του Ι. Ζωναρά υπό τον 6ο της Α΄ Οικουμενικής, Σύνταγμα, ΙΙ, 129. Βλ. επίσης Β. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, τ. Ι΄, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού (απ’ αρχής μέχρι το 451), Αθήναι 1977 και ειδικότερα 73επ., 135επ., 175επ.).
     Δευτερευόντως, η έννοια της κανονικής δικαιοδοσίας οριοθετείται από ένα άλλο στοιχείο, αυτό της κατά πρόσωπο αρμοδιότητας.
Ως κατά πρόσωπο αρμοδιότητα νοείται η εξουσία, η οποία προσδιορίζεται με βάση τα πρόσωπα προς τα οποία κατευθύνεται και τα οποία συνιστούν τους αποδέκτες των συνεπειών της ασκήσεώς της.
Τα πρόσωπα αυτά είναι το σύνολο των μελών των τριών τάξεων του πληρώματος της Εκκλησίας, τα οποία τελούν υπό την πνευματική εξουσία εκκλησιαστικής αρχής, ανεξαρτήτως του μονοπρόσωπου ή συλλογικού χαρακτήρα αυτής ή του εύρους της εδαφικής περιφερείας, η οποία τελεί υπό την δικαιοδοσία της.
Η κτήση της ιδιότητας του κληρικού διά της χειροτονίας ή της χειροθεσίας και του μοναχού διά της κουράς αποτελεί για αυτόν που χειροτονεί ή γι’ αυτόν που κείρει την αιτία αλλά και τον κρίσιμο χρόνο, κατά τον οποίο άρχεται η άσκηση της κανονικής δικαιοδοσίας επ’ αυτών (χειροτονουμένων και κειρομένων), δηλαδή της πνευματικής εποπτείας, στην οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμα κρίσεως των υπ’ αυτών τελουμένων κανονικών παραπτωμάτων.
     Εφ’ όσον οι αποδέκτες των συνεπειών της ασκήσεως της κανονικής δικαιοδοσίας βρίσκονται εντός των γεωγραφικών ορίων της εκκλησιαστικής περιφερείας, που τελούν τα μοναστικά ή ιερατικά ή αρχιερατικά καθήκοντά τους (επισκοπής, επαρχίας, Πατριαρχείου), τα όρια ασκήσεως της κανονικής δικαιοδοσίας ταυτίζονται με τα γεωγραφικά όρια της εκκλησιαστικής περιφέρειας. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να χαρακτηρίσουμε την εντός των γεωγραφικών ορίων της επαρχίας άσκηση της κανονικής δικαιοδοσίας ως άσκηση εξουσίας brevi manu (βραχείᾳ χειρί).
       Διαφορετική είναι η κατάσταση στην περίπτωση, που κληρικός ή μοναχός εξέλθει των γεωγραφικών ορίων, εντός των οποίων τελεί τα καθήκοντά του. Και αυτό, διότι η απομάκρυνση αυτή καταργεί τη σύμπτωση ορίων γεωγραφικών και ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, επεκτείνοντας τα δεύτερα εις βάρος των πρώτων. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο φαίνεται και ο πρωτεύων χαρακτήρας της κατά πρόσωπο αρμοδιότητας, διότι ο κληρικός ή μοναχός που απομακρύνεται από την επαρχία του, δεν παύει παρά την σωματική απομάκρυνσή του να είναι φορέας της υποχρεώσεως υποταγής και υπακοής απέναντι στον επίσκοπο του.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η έξοδος του κληρικού ή μοναχού πέραν των γεωγραφικών ορίων της επαρχίας του οδηγεί και σε μια αντίστοιχη «έξοδο» και της κανονικής δικαιοδοσίας από τα γεωγραφικά της όρια, ασκούμενη πλέον longa manu (μακρᾷ χειρί).
Αν θα θέλαμε σχηματικώς να αποδώσουμε την έννοια της κανονικής δικαιοδοσίας, θα λέγαμε ότι πρόκειται, ουσιαστικώς, για μια ομπρέλα προστασίας, η οποία ακολουθεί τον κάθε κληρικό και μοναχό, όπου και αν αυτοί βρίσκονται, είτε εντός είτε εκτός της επαρχίας τους.
Συνεπώς, κατόπιν συνδυαστικής εφαρμογής των ανωτέρω, δηλαδή των ρυθμίσεων των ιερών κανόνων και των στοιχείων κουράς και χειροτονίας του Φιλάρετου Ντενισένκο, προκύπτει σαφώς ότι ο εν λόγω κληρικός υπήχθη στην κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας. Υπό αυτήν την άποψη, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας ήταν:
α) το αποκλειστικώς αρμόδιο όργανο να κρίνει τα παραπτώματα του κληρικού Φιλάρετου Ντενισένκο, εφόσον αυτά ετελούντο εντός του εδάφους της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας και
β) συναρμόδιο όργανο, εφόσον αυτά ετελούντο εκτός της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας και εντός της κανονικής περιφέρειας άλλης αυτοκέφαλης Εκκλησίας, θεμελιώνοντας παράλληλη αρμοδιότητα με το αρμόδιο όργανο της αυτοκέφαλης Εκκλησίας, στην κανονική δικαιοδοσία της οποίας τελέστηκε το κανονικό παράπτωμα. Στην περίπτωση αυτή, όμως, όποιο δικαιοδοτικό όργανο επιληφθεί πρώτο της υποθέσεως, αποκρυσταλλώνει υπ’ αυτού κατ’ αποκλειστικότητα την αρμοδιότητα κρίσεως. Και όπως προκύπτει και από την επιστολή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έλαβε γνώση των γεγονότων μετά την έκδοση της αποφάσεως, αφού η αποστολή των εκπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Μόσχα για ενημέρωση, έλαβε χώρα μετά την επίσκεψη του καθαιρεθέντος κληρικού στην Κωνσταντινούπολη («Ἐν τῷ πνεύματι ακριβώς τούτῳ εἴχομεν ἀποστείλει πρότριτα καί τούς δύο άδελφούς….., κατόπιν τῆς γενομένης ἐπισκέψεως εἰς ἡμᾶς τοῦ ἐν λόγῳ καθαιρεθέντος, ἐπί τῷ σκοπῷ ὅπως ἐκ τοῦ σύνεγγυς πληροφορηθῶμεν τά διατρέξαντα ἐκ πρώτης χειρός καί πρός ἀποφυγήν πάσης ἐν προκειμένῳ παρερμηνείας»).
Συμπερασματικώς, και συμφώνως προς την αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας, ορθώς η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας έκρινε και καταδίκασε τον Φιλάρετο Ντενισένκο στην ποινή της καθαιρέσεως, αφού ήταν αποκλειστικώς αρμόδια να κρίνει το παράπτωμα του συγκεκριμένου κληρικού, διότι:
  1. ο τελέσας το παράπτωμα χειροτονήθηκε από επισκόπους της Ρωσικής Εκκλησίας και άρα υπήγετο στην κανονική δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων αυτής και
  2. η εκκλησιαστική δικαιοσύνη της Εκκλησίας της Ρωσίας επελήφθη πρώτη της υποθέσεως, αποκρυσταλλώνοντας υπέρ αυτής την αρμοδιότητα κρίσεως.
Ορθώς, επίσης, για τους παραπάνω λόγους ο Οικουμενικός Πατριάρχης με την προαναφερθείσα επιστολή αναγνώρισε – και μάλιστα στο ακέραιο – την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ρωσικής Εκκλησίας, να κρίνει το παράπτωμα του Φιλάρετου Ντενισένκο. Και τούτο, διότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης διά της επιστολής αυτής δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώνει την από μέρους του τήρηση των ιερών κανόνων.
Γ. Η αρχή της καθολικής ισχύος της εκκλησιαστικής ποινής κατά τους ιερούς κανόνες
     Η ως άνω απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Μόσχας κοινοποιήθηκε και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο απάντησε με το από 26 Αυγούστου 1992 έγγραφό του, δηλώνοντας ότι:
α) αναγνωρίζει στο ακέραιο την επί του θέματος αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκκλησίας της Ρωσίας
Κύριο χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής ποινής είναι ο καθολικός χαρακτήρας της ισχύος της. Ειδικότερα:
Η εκκλησιαστική ποινή ισχύει καταρχήν εντός των γεωγραφικών ορίων της περιφερείας του οργάνου που την επέβαλε, δεσμεύοντας άπαντα τα μέλη του πληρώματος, τα οποία τελούν υπό την πνευματική και διοικητική καθοδήγησή του (αρχή της εντοπιότητας). Ισχύει, όμως, επιπλέον και εκτός των ορίων αυτής δεσμεύοντας την καθόλου Εκκλησία.
Ετσι, δια της ποινής υπερπηδώνται όχι μόνο τα όρια, που υπαγορεύονται από την αρχή της εντοπιότητας αλλά και αυτών, που υπαγορεύονται από την αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας.
Ο δεσμευτικός χαρακτήρας της εκκλησιαστικής ποινής επέρχεται ανεξαρτήτως του επιπέδου δικαιοδοτικής κρίσεως, στο οποίο αυτή επιβλήθηκε. Αυτό πρακτικώς σημαίνει, ότι τόσο η ποινή, η οποία επιβλήθηκε από επισκοπικό δικαστήριο, όσο και η ποινή, η οποία επιβλήθηκε από Οικουμενική σύνοδο επάγονται τις ίδιες ακριβώς συνέπειες, δηλαδή έχουν την ίδια ισχύ και απαξία, εφαρμοζόμενες ενιαίως και ομοιομόρφως από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες.
Η δέσμευση αυτή συνίσταται στην εκ μέρους όλων των αρχών, δικαιοδοτικών οργάνων και μελών του πληρώματος της Εκκλησίας αποδοχή της επιβληθείσης ποινής και στην αποχή από οποιαδήποτε πράξη προσβολής της. Ως αποδοχή της ποινής νοείται η σύμφωνη προς το περιεχόμενό της συμπεριφορά καθενός εκ των μελών της Εκκλησίας, ιδίως δε των κληρικών και μάλιστα αυτών, που φέρουν το βαθμό του επισκόπου ή του πρεσβυτέρου.
Έτσι π.χ. εφόσον πρόκειται για την ποινή του αφορισμού η μη αποδοχή του τιμωρηθέντος κληρικού από οποιονδήποτε άλλο σε συμπροσευχή θα χαρακτηρισθεί ως συμπεριφορά, σύμφωνη προς την επιβληθείσα ποινή. Η δε ιδιαίτερη μνεία, που γίνεται στους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους, οφείλεται στο γεγονός, ότι αυτοί δικαιούνται να τελούν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εκ του οποίου την αποκοπή επιδιώκουν κυρίως οι προβλεπόμενες από τους ιερούς κανόνες ποινές.  
Ως αποχή από οποιαδήποτε πράξη προσβολής της νοείται η οποιαδήποτε συμπεριφορά, η οποία θα έχει ως σκοπό την αποφυγή κάθε πράξεως, που θα αντίκειται στο περιεχόμενο της ποινής και θα οδηγεί σε καταστρατήγησή της.
Για παράδειγμα η μη αποδοχή αφορισμένου κληρικού στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Ο μόνος, ο οποίος δικαιούται να αντιταχθεί στην επιβληθείσα ποινή, προσβάλλοντάς την δι’ ενδίκου μέσου σε ανώτερο όργανο είναι ο ίδιος ο καταδικασθείς κατηγορούμενος.
Οι ποινές, που απολαμβάνουν της καθολικής ισχύος είναι :
α) ο αφορισμός (βλ. 10ο, 12ο, 32ο των Αποστόλων, 20ο, 23ο της Δ΄ Οικουμενικής, 18ο της Πενθέκτης, 6ο της Αντιοχείας, 13ο της Σαρδικής, 9ο, 80ο, 87ο, 95ο,125ο,133ο της Καρθαγένης).
β) η καθαίρεση (βλ. 11ο των Αποστόλων, 1ο της Γ΄ Οικουμενικής, 17ο της Πενθέκτης, 1ο, 4ο της Αντιοχείας).
Στις ποινές αυτές θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την αργία (βλ. 16ο των Αποστόλων, 3ο της Αντοχείας), η οποία επηρεάζει άμεσα την εκτέλεση των ιερατικών καθηκόντων των καταδικασθέντων σ’ αυτή κληρικών.
Οι ποινές αυτές, πέραν του κοινού σημείου τους, αυτού δηλαδή της καθολικής ισχύος τους, διαφέρουν στη χρονική διάρκεια των συνεπειών, η οποία εξαρτάται από τον πρόσκαιρο ή διηνεκή χαρακτήρα των ποινών αυτών.
Ετσι, όταν η ποινή επιβάλλεται, για να ισχύσει για ορισμένο χρονικό διάστημα, η λήξη του οποίου συνδέεται άμεσα με τη φύση της ποινής (περίπτωση προσωρινής αργίας), και οι συνέπειες, τις οποίες επιφέρει, ισχύουν για το διάστημα αυτό. Αυτό σημαίνει ότι με την παρέλευση του χρόνου εκτίσεως της ποινής, ο τιμωρηθείς αναλαμβάνει και πάλι τα ιερατικά του καθήκοντα αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση.
Αντιθέτως, όταν η επιβληθείσα ποινή επιβάλλεται για να ισχύσει στο διηνεκές, και οι συνέπειες, τις οποίες επιφέρει, ισχύουν και αυτές στο διηνεκές (βλ. 10ο, 11ο, 12ο των Αποστόλων, 1ο της Α΄ Οικουμενικής, 17ο της Πενθέκτης, 1ο, 13ο της Αντιοχείας, 80ο, 95ο της Καρθαγένης).
Η θετική δε συμπεριφορά του πληρώματος της Εκκλησίας απέναντι στον καθολικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής ποινής δεν εξασφαλίζεται μόνο με την επιβαλλόμενη υπό των κανόνων υποχρέωση υποταγής στην οποιαδήποτε επιβληθείσα ποινή αλλά και με έναν μηχανισμό επιβολής κυρώσεων στους παραβάτες των σχετικών αποφάσεων.
΄Ετσι η καθολική ισχύς της εκκλησιαστικής ποινής δεν μένει μια απλή εξαγγελία, της οποίας η τήρηση επαφίεται στη καλή πίστη των μελών του πληρώματος της Εκκλησίας και δή των κληρικών αλλά μετουσιώνεται σε αμυντικό σύστημα του σώματος της Εκκλησίας απέναντι σε συμπεριφορές, οι οποίες αμφισβητώντας εμπράκτως αποφάσεις διατεταγμένων οργάνων προκαλούν ρωγμές στο οικοδόμημα και διασπούν την ενότητά του.  
Οι παραβάτες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες.
Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται αυτοί, οι οποίοι θίγονται αμέσως από την επιβληθείσα ποινή και αυτοί είναι οι καταδικασθέντες κληρικοί, μοναχοί ή λαϊκοί. Η παράβαση της καταδικαστικής αποφάσεως, διά της οποίας τους επεβλήθη συγκεκριμένη ποινή, συνιστά ιδιαίτερο κανονικό παράπτωμα, που τιμωρείται και οδηγεί σε αυστηρότερη τιμώρηση του δράστη (Βλ. 12ο, 28ο των Αποστόλων, 1ο, 3ο, 4ο της Αντιοχείας, 85ο της Καρθαγένης).
Στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται αυτοί, οι οποίοι δεν θίγονται άμεσα από την ποινή που επιβλήθηκε, δεσμεύονται όμως εξίσου από την απόφαση που εκδόθηκε και αυτοί είναι οι κληρικοί, που δέχονται τους καταδικασθέντες. Στην περίπτωση αυτή το κανονικό παράπτωμα, το οποίο επισύρει και την τιμωρία του κληρικού, που το διαπράττει, είναι η παράβαση της αποφάσεως που εκδόθηκε, η οποία επιβάλλει ορισμένη ποινή σε συγκεκριμένο μέλος του πληρώματος της Εκκλησίας.
Η τιμωρία αυτή επιβάλλεται από τον καθολικό χαρακτήρα της ισχύος της εκκλησιαστικής ποινής, λειτουργεί, δε, ως ασφαλιστική δικλείδα για την προστασία και κατοχύρωση της αρχής της εντοπιότητας και ταυτόχρονα της ενότητας του σώματος της Εκκλησίας.
Διότι η εκ των κανόνων αναγνώριση και κατοχύρωση του δικαιώματος των εκκλησιαστικών δικαιοδοτικών οργάνων προς κρίσιν των κανονικών παραπτωμάτων θα έμενε «κενό γράμμα», εάν δεν συνοδευόταν και από την πρόβλεψη αναλόγων διαδικασιών, οι οποίες θα επέβαλαν το σεβασμό των αποφάσεων των οργάνων αυτών, όχι μόνο από τους κρινόμενους αλλά και από τα υφιστάμενα έτερα ομοιόβαθμα δικαιοδοτικά όργανα.
Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική, αν αναλογισθεί κανείς τις συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για την Εκκλησία εν γένει, η αμφισβήτηση αποφάσεων δικαιοδοτικών οργάνων εκτός των ορίων, που έθεσε η ίδια η Εκκλησία διά των σχετικών κανονικών διατάξεων. Μια τέτοια εκτός κανονικών διατάξεων αμφισβήτηση θα καταργούσε ουσιαστικά την έννοια της αρμοδιότητας με αποτέλεσμα τη δημιουργία συγχύσεως ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε εκκλησιαστικής Αρχής και τη διάσπαση – τελικά - της ίδιας της ενότητας της Εκκλησίας.
Είναι, δε, αξιοσημείωτη η αμοιβαία διαπλοκή των σχέσεων και αρμοδιοτήτων, που απορρέει από αυτήν ακριβώς την καθολικότητα της ποινής, καθόσον συγκεκριμένη ενέργεια δικαιοδοτικού οργάνου, ήτοι η επιβολή ποινής, επιβάλλει σε ένα άλλο δικαιοδοτικό όργανο την αποχή από ορισμένη ενέργεια (υποδοχή του καταδικασθέντος ) και μάλιστα εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του.
Ουσιαστικά η διασφάλιση των αρμοδιοτήτων του ενός οργάνου περνάει μέσα από την επέμβαση στη ζώνη ευθύνης και τον περιορισμό των εξουσιών και αρμοδιοτήτων ενός άλλου οργάνου. Ο περιορισμός, όμως, αυτός είναι καθόλα θεμιτός και σύμφωνος προς τους ιερούς κανόνες, που ρυθμίζουν την κατά τόπο αρμοδιότητα, διότι υπαγορεύεται και επιβάλλεται από την αυξημένης τυπικής ισχύος αρχή της καθολικότητας της εκκλησιαστικής ποινής.
Η αρχή αυτή αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία της ορθής λειτουργίας της απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης και κατ’ επέκταση της διατηρήσεως της ενότητας του εκκλησιαστικού σώματος, αφού αποτελεί μία από τις τρεις λειτουργίες της εξουσίας του επισκόπου.
Η πράξη, δια της οποίας εκφράζεται η αμφισβήτηση της ποινής που επιβλήθηκε και κατ’ επέκταση της εξουσίας του κρίναντος να αποφαίνεται είναι η αποδοχή και ενσωμάτωση του τιμωρηθέντος εκ μέρους κληρικού – πρεσβυτέρου ή επισκόπου – και η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας (10ο, 11ο, 12ο, 32ο των Αποστόλων, 1ο, 4ο, της Αντιοχείας, 13ο της Σαρδικής, 9ο, 95ο της Καρθαγένης). Εφόσον, λοιπόν, λάβει χώρα η έμπρακτη αμφισβήτηση της επιβληθείσης ποινής, αυτός, που την αμφισβήτησε, υφίσταται τις προβλεπόμενες κανονικές συνέπειες, οι οποίες συνίστανται στην τιμωρία του δια της επιβολής συγκεκριμένης ποινής, η οποία δύναται να είναι αφορισμός (βλ. 10ο, 12ο των Αποστόλων, 9ο Καρθαγένης) ή καθαίρεση (βλ. 11ο των Αποστόλων, 1ο της Αντιοχείας).
Συμπερασματικώς, η εκκλησιαστική ποινή που επέβαλε το αρμόδιο δικαστήριο της Εκκλησίας της Ρωσία στον Φιλάρετο Ντενισένκο, απολάμβανε πλήρως της καθολικής ισχύος της, δεσμεύοντας όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και επιβάλλοντας σ’ αυτές την αποδοχή αυτής και την εφαρμογή της αντίστοιχης αποφάσεως.
Κατ’ εφαρμογή των παραπάνω το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε την επιστολή της 26ης Αυγούστου του 1992 προς τον Πατριάρχη Μόσχας, με την οποία δηλώνεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο το κατά τους ιερούς κανόνες αυτονόητο, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδέχεται την εκδοθείσα απόφαση, αποδεικνύοντας ότι η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία είναι ο θεματοφύλακας της τηρήσεως των ιερών κανόνων.
Εν κατακλείδι, η σχετική επιστολή αφορά στα θεμελιώδη διαδικαστικά ζητήματα της αρμοδιότητας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της Ρωσικής Εκκλησίας και στην εφαρμογή της αρχής της καθολικής ισχύος της εκκλησιαστικής ποινής. Δεν υπεισέρχεται σε θέματα ουσίας, όπως θα ήταν πιθανόν η διατύπωση γνώμης για το αν τελέστηκε παράπτωμα ή για το αν η ποινή που επιβλήθηκε, ήταν αυτή που θα έπρεπε να επιβληθεί.
Δ. Η άσκηση και η αποδοχή του εκκλήτου
Μετά την παρέλευση είκοσι έξι ετών από την καθαίρεσή του ο Φιλάρετος Ντενισένκο, μαζί με άλλους κληρικούς και λαϊκούς, άσκησε έκκλητο ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκανε δεκτά τα ασκηθέντα έκκλητα και επανέφερε τον μεν Φιλάρετο και τους λοιπούς εκκαλούντες κληρικούς στις τάξεις του κλήρου, όχι όμως και στο αξίωμα που κατείχαν προ της καθαιρέσεώς τους, τους δε πιστούς τους αποκατέστησε ως προς την εκκλησιαστική κοινωνία (βλ. σχετικώς το από 11 Οκτωβρίου 2018 Ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου).
Για να δούμε, λοιπόν, τι προβλέπουν οι ιεροί κανόνες για τον θεσμό του εκκλήτου.
Όταν στο Κανονικό Δίκαιο μιλούμε περί του θεσμού του εκκλήτου, αναφερόμαστε στη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων και δη:
α) της εφέσεως ή α΄ εκκλήτου, με το οποίο ζητείται η εκ νέου κρίση της υποθέσεως από ανώτερο αυτή τη φορά όργανο και
β) της αναιρέσεως ή β΄ εκκλήτου, με το οποίο ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου από όργανο ανώτερο αυτού, που εξέδωσε την με το έκκλητο προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο χαρακτήρας αυτός του οργάνου ως «ανωτέρου» δύναται να σημαίνει τόσο την ποιοτική όσο και τη ποσοτική - αριθμητική διαφοροποίηση αυτού από το αντίστοιχο πρωτοβάθμιο όργανο, με παρεπόμενο αποτέλεσμα την έκφραση της συνοδικής αυθεντίας μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και την συγκέντρωση στο «πρόσωπο» του δικαστή των απαραίτητων ιδιοτήτων της ευθικρισίας, της αμεροληψίας και της ορθής ερμηνείας των ιερών κανόνων.
Ο θεσμός της επανακρίσεως ενός κανονικού παραπτώματος δεν τυποποιήθηκε εξ αρχής υπό τη μορφή διαδικασίας προβλεπομένης από τους ιερούς κανόνες αλλά ακολούθησε μια εξελικτική πορεία, στη διάρκεια της οποίας και ολοκληρώθηκε, ως απόρροια της ταυτόχρονης εξελίξεως και της οργανωτικής δομής της Εκκλησίας και είχε ως σημείο αναφοράς την εισαγωγή του συνοδικού συστήματος σ’ αυτή. Eίναι, δε, χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι η πρώτη σύνοδος η οποία χρησιμοποίησε την ορολογία, που έχει ως ρίζα το ρήμα «εκκαλώ» και ειδικώτερα τον όρο «εκκαλεσάμενος», είναι η τοπική σύνοδος της Σαρδικής (βλ. 5ο κανόνα).
Σε πρώτη φάση, ο θεσμός της επανακρίσεως του παραπτώματος επιφυλασσόταν υπέρ αυτού, που έκρινε σε πρώτο βαθμό, με την μορφή της αναθεωρήσεως της αποφάσεως (βλ. 32ο των Αποστόλων).
Επειδή, όμως, η επανάκριση αυτή ηξαρτάτο όχι από τη βούληση του καταδικασθέντος αλλά από την βούληση του κρίναντος, προέβλεψε ο ίδιος κανόνας και την λύση της απαλλαγής από την ποινή λόγω αιφνιδίου θανάτου του καταδικάσαντος (βλ. 32ο των Αποστόλων), η οποία όμως επερχόταν κατόπιν προσφυγής του καταδικασθέντος στον διάδοχο του αποβιώσαντος επισκόπου ή στον ασκούντα την κανονική δικαιοδοσία της εκκλησιαστικής περιφέρειας Μητροπολίτη ή Πατριάρχη (βλ. σχόλια Ι. Ζωναρά και Θ. Βαλσαμώνος υπό τον κανόνα, σε Σύνταγμα, ΙΙ, 43).
Κανονικό θεμέλιο της επανακρίσεως μιας αποφάσεως εκκλησιαστικού δικαστηρίου αποτελεί ο 5ος κανόνας της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, ο οποίος καθιστά αρμόδια τη σύνοδο της επαρχίας. Κύρια χαρακτηριστικά της ρυθμίσεως αυτής είναι:
α) η αναγνώριση του δικαιώματος για επανάκριση - αναθεώρηση σε όλα τα μέλη του πληρώματος της Εκκλησίας πλην των επισκόπων,
β) η αναγνώριση ορισμένων λόγων, οι οποίοι θεμελιώνουν την άσκησή του και οι οποίοι επικεντρώνονται στην εχθρική συμπεριφορά του επισκόπου που έκρινε προς το πρόσωπο που κρίθηκε, οδηγώντας κατ’ αυτό τον τρόπο εμμέσως σε απόφαση εκδιδόμενη κατά παράβαση νόμου,
γ) η αποσύνδεση της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού για επανάκριση – αναθεώρηση από τη βούληση αυτού που έκρινε σε πρώτο βαθμό και η εξάρτησή της πλέον από τη βούληση του καταδικασθέντος,
δ) η θεσμοθέτηση της αρχής της απαγορεύσεως της χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου και αιτούντος την επανάκριση - αναθεώρηση.
Ο κανόνας αυτός θα αποτελέσει γνώμονα για τις περαιτέρω κανονικές ρυθμίσεις γύρω από το ζήτημα της δευτεροβάθμιας κρίσεως τόσο από τις Οικουμενικές συνόδους (βλ. 6ο της Β΄ Οικουμενικής) όσο και από τις τοπικές (βλ. 6ο, 12ο, 20ο της Αντιοχείας, 3ο της Σαρδικής, 11ο της Καρθαγένης), παρά την ρύθμιση του 6ου της Αντιοχείας, ο οποίος εκφράζοντας μια ταλάντευση του νομοθετικού σώματος της Εκκλησίας εισάγει την αρμοδιότητα του επισκόπου, που έκρινε σε πρώτο βαθμό, για επανάκριση παραλλήλως προς αυτήν της συνόδου, επιτρέποντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, σ΄ όποιον θα ήθελε να προσβάλλει την καταδικαστική γι’ αυτόν απόφαση, να επιλέξει την μία εκ των δύο οδών, της επισκοπικής ή της συνοδικής κρίσεως.      
Το ένδικο μέσο του α΄ εκκλήτου
Το ένδικο μέσο του α΄ εκκλήτου παρέχει σ΄ αυτόν, που το ασκεί, τη δυνατότητα επανακρίσεως της υποθέσεώς του με απώτερο στόχο την εξαφάνιση της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως ή τουλάχιστον τη μεταρρύθμισή της προς το ευμενέστερο.
Βασική προϋπόθεση για την άσκησή του αποτελεί ο οριστικός χαρακτήρας της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή η απόφαση, που εκκαλείται, θα πρέπει να περιέχει βέβαιη και σαφή κρίση περί της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου (βλ. 5ο της Α΄ Οικουμενικής, 6ο της Β΄ Οικουμενικής, 6ο, 12ο, 20ο της Αντιοχείας, 11ο της Καρθαγένης).
Κατ’ εξαίρεση, δεν προσβάλλονται με έκκλητο:
α) οι οριστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται κατόπιν ομοφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι στη σύνθεση του δικαστηρίου συμμετείχαν όλοι οι επίσκοποι της επαρχίας (βλ. 15ο της Αντιοχείας).
β) οι οριστικές αποφάσεις, οι οποίες καθίστανται τέτοιες λόγω επιγενόμενης συμπεριφοράς του καταδικασθέντος. Ως τέτοια συμπεριφορά νοείται η παραβίαση της αποφάσεως από τον καταδικασθέντα (βλ. 4ο της Αντιοχείας), η προσφυγή του πρωτοβαθμίως καταδικασθέντος ενώπιον της πολιτειακής εξουσίας και όχι ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων (12ος της Αντιοχείας).
γ) οι οριστικές αποφάσεις, που εκδίδονται από όργανο, του οποίου η θέση στην κλίμακα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης δεν επιτρέπει το εκκλητό τους. Τέτοιες αποφάσεις είναι οι αποφάσεις, που λαμβάνονται:
  1. από μια Οικουμενική σύνοδο, καθόσον αυτή αποτελεί το ανώτατο όργανο διοικητικό, δικαστικό και νομοθετικό της Εκκλησίας, με άμεση συνέπεια οι αποφάσεις της να είναι ταυτοχρόνως οριστικές, τελεσίδικες και αμετάκλητες,
  2. από την Πατριαρχική σύνοδο
δ) οι αποφάσεις των κατά συναίνεση επιλεγέντων εκκλησιαστικών δικαστών (βλ. 15ο της Καρθαγένης).
Σε περίπτωση που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αδυνατεί να εκδώσει οριστική απόφαση, προβλέπεται η αριθμητική διεύρυνση του δικαστηρίου δια της συμμετοχής πλησιόχωρων επισκόπων κατόπιν προσκλήσεως του μητροπολίτη της επαρχίας, προκειμένου αυτοί μαζί με τους δικαστές που ήδη δίκασαν αλλά δεν μπορούν να εκδώσουν απόφαση, να αποφανθούν περί της ενοχής ή όχι του κατηγορουμένου (βλ. 14ο της Αντιοχείας και το σχόλιο του Θ. Βαλσαμώνος υπό τον κανόνα σε Σύνταγμα, ΙΙι, 152, 153).
Ως λόγος, στον οποίο οφείλεται η αδυναμία εκδόσεως αποφάσεως, φαίνεται ν’ αναγνωρίζεται από τον κανόνα η ισοψηφία (βλ. 14ο κανόνα της Αντιοχείας) και όχι η αδυναμία συγκλήσεως του δικαστηρίου, σύγκληση, η οποία επιβάλλεται από τους ιερούς κανόνες (βλ. 37ο των Αποστόλων, 20ο της Αντιοχείας, 18ο της Καρθαγένης) και μάλιστα επ’ απειλή ποινής για τους μη συμμετέχοντες επισκόπους (βλ. 40ο της Λαοδικείας, 19ο της Δ΄ Οικουμενικής, 6ο της Ζ΄ Οικουμενικής).
Εφόσον, λοιπόν, το εμπόδιο της αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως υπερκερασθεί και το διευρυμένο αριθμητικώς δικαστήριο αποφανθεί επί της κατηγορίας και κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο, αυτός έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση ενώπιον ανωτέρου δικαστηρίου (βλ. το σχόλιο του Θ. Βαλσαμώνος υπό τον 14ο κανόνα της Αντιοχείας σε Σύνταγμα, ΙΙΙ, 153).
Το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου του α΄ εκκλήτου παρέχεται σ΄ όλα τα μέλη του πληρώματος της Εκκλησίας, δηλαδή στους κληρικούς, ανεξαρτήτως του ιερατικού βαθμού τον οποίο φέρουν, στους μοναχούς και στους λαϊκούς, εφόσον κριθούν σε πρώτο βαθμό και καταδικασθούν (βλ. 5ο της Α΄ Οικουμενικής, 6ο, 12ο, 20ο της Αντιόχειας) και στους κατηγόρους, εφόσον η απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί της αποδιδομένης απ’ αυτούς κατηγορίας, είναι απαλλακτική για τον κατηγορούμενο (βλ. 6ο της Β΄ Οικουμενικής).
Η άσκηση του ενδίκου μέσου επιφέρει τρία αποτελέσματα, το μεταβιβαστικό, το ανασταλτικό και το επεκτατικό.        
Καταρχήν η άσκηση του α΄ εκκλήτου έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό, όπως προκύπτει και από τον ίδιο τον όρο, συνίσταται στη μεταβίβαση της υποθέσεως σε εκκλησιαστικό δικαστήριο, το οποίο είναι ανώτερο αυτού, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο διαφέρει από το πρωτοβάθμιο στην αριθμητική σύνθεση, η αριθμητική δε αυτή υπεροχή προσδίδει αυξημένο κύρος τόσο σ’ αυτό όσο και στις αποφάσεις του (βλ. 15ο της Καρθαγένης), τηρουμένων πάντοτε των κανόνων της αρχής της κανονικής δικαιοδοσίας.  
Δευτερευόντως, η άσκηση του α΄ εκκλήτου έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατά την έννοια του όρου, η άσκηση του εκκλήτου αναστέλλει την εκτέλεση της εκκαλουμένης αποφάσεως μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (βλ. τα σχόλια του Θ. Βαλσαμώνος υπό τους κανόνες 28ο των Αποστόλων και 4ο της Αντιοχείας). Αυτό όμως δεν ισχύει απολύτως στα πλαίσια της εκκλησιαστικής δικονομίας, όπου η επέλευση του ανασταλτικού αποτελέσματος επέρχεται αναλόγως της επιβληθείσης πρωτοδίκως ποινής.
Ετσι, όταν η ποινή, που επιβλήθηκε πρωτοδίκως είναι αφορισμός, το ασκηθέν έκκλητο δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (βλ. 5ο της Α΄ Οικουμενικής, 6ο της Αντιοχείας), ενώ στην ποινή της καθαιρέσεως, ουσιαστικώς έχουμε μία υπό προθεσμία αναστολή της μίας εκ των δύο συνεπειών αυτής και πιο συγκεκριμένα της επαναφοράς του καθαιρεθέντος στην τάξη του πληρώματος της Εκκλησίας, που βρισκόταν πριν τη χειροτονία του και μία υπό προθεσμία εκτέλεση της άλλης συνέπειας, δηλαδή αυτής της μη τελέσεως των αρχιερατικών ή ιερατικών καθηκόντων, μετατρέποντάς την σε αργία για όσο διάστημα η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δηλαδή μέχρι την έκδοση της αποφάσεως.
Τέλος, η άσκηση του εκκλήτου θα πρέπει να δεχθούμε ότι έχει και επεκτατικό αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση περισσοτέρων κατηγορουμένων, το ένδικο μέσο του α΄ εκκλήτου, που ασκείται από έναν από τους κατηγορουμένους, ωφελεί και τους υπολοίπους, οι οποίοι δεν το άσκησαν, επεκτείνοντας και σ’ αυτούς τα αποτελέσματά του, εφόσον αυτοί είχαν το δικαίωμα ασκήσεώς του κατά τους ιερούς κανόνες.
Η άσκηση του ενδίκου μέσου του εκκλήτου συνεπάγεται και την απαγόρευση της χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου. Αυτό σημαίνει ότι η δευτεροβάθμια κρίση, την οποία ζητεί ο καταδικασθείς, πιστεύοντας ότι κακώς κρίθηκε ένοχος και διά της οποίας αποβλέπει στη δικαίωσή του, δεν μπορεί από ευεργέτημα υπέρ αυτού, να αποβεί εις βάρος του, οδηγώντας πιθανόν σε βαρύτερη καταδίκη του (βλ. 5ο της Α΄ Οικουμενικής).
Η αρχή αυτή ουσιαστικώς κατοχυρώνει την απρόσκοπτη άσκηση του δικαιώματος του ενδίκου μέσου από τον καταδικασθέντα, αφού του παρέχει την ασφάλεια της μη αναστροφής προς το χειρότερο του διατακτικού της πρωτοδίκου αποφάσεως.
Ως χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου θα εννοηθεί η επιβολή ποινής βαρύτερης αυτής, η οποία επιβλήθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Η επηυξημένη βαρύτητα της ποινής, που επιβλήθηκε σε δεύτερο βαθμό, σε σχέση με αυτή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου θα αξιολογηθεί είτε βάσει της χρονικής διάρκειας της ποινής (π.χ. πρόσκαιρη αργία μετατρέπεται στον δεύτερο βαθμό σε ισόβια) είτε βάσει του είδους της ποινής (π.χ. αργία ή έκπτωση από το θρόνο μετατρέπεται στον δεύτερο βαθμό σε καθαίρεση).
Τέλος, η άσκηση του ενδίκου μέσου του α΄ εκκλήτου, ιδίως αν γίνει δεκτό και εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση, σε καμία περίπτωση δεν επάγεται συνέπειες για τους δικαστές, που εξέδωσαν την εκκαλούμενη απόφαση, εκτός αν η κρίση τους είναι διαβλητή, λόγω μεροληπτικής συμπεριφοράς η οποία μπορεί να οφείλεται είτε σε εχθρική ή φιλική συμπεριφορά του δικάσαντος απέναντι στον κατηγορούμενο, είτε σε δωροδοκία του δικάσαντος από τον κατηγορούμενο (βλ. 15ο της Καρθαγένης).
Το ένδικο μέσο του β΄ εκκλήτου
Το β΄ έκκλητο είναι έκτακτο ένδικο μέσο, δια του οποίου διώκεται η αναίρεση της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, και ασκείται ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη, θεμελιούμενο κανονικώς στους κανόνες 9ο και 17ο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου.
Αμφότεροι οι κανόνες, οι οποίοι είναι σχεδόν πανομοιότυποι, απασχόλησαν ιδιαιτέρως του ερμηνευτές, με κύριο αντικείμενο έρευνας την έννοια του όρου «Έξαρχος». Ο προσδιορισμός του εννοιολογικού περιεχομένου του όρου αυτού είναι απαραίτητος, προκειμένου να προσδιορισθεί και το εύρος της δικαστικής εξουσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη και όχι να αμφισβητηθεί αυτή η ίδια η δικαστική εξουσία του.
Εφόσον, ως Έξαρχοι εννοηθούν οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών, οι οποίες αναβιβάσθηκαν αργότερα σε Πατριαρχεία, τότε ο Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζεται πλέον διά των ανωτέρω κανόνων ως ο ανώτατος κριτής, έχων αρμοδιότητα να κρίνει και κληρικούς, που δεν υπάγονται στην κανονική του δικαιοδοσία αλλά σ΄ αυτήν των υπολοίπων Θρόνων (Την άποψη αυτή εκφράζει ο Α. Αριστηνός στο σχόλιό του υπό τον 9ο κανόνα (βλ. σε Σύνταγμα, ΙΙ, 240), συντάσσεται δε και ο Σάρδεων Μάξιμος (βλ. Μαξίμου Μητροπολίτου Σάρδεων, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Θεολογίᾳ, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1973, 173 – 174).
Εάν, όμως, θεωρηθούν ως Έξαρχοι οι μητροπολίτες των επαρχιών, τότε περιορίζουμε το εύρος της απονεμομένης από τους 9ο και 27ο κανόνες δικαστικής εξουσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη εντός των ορίων της κανονικής δικαιοδοσίας του, αποκλείοντας οποιαδήποτε αρμοδιότητα επί των κληρικών των υπολοίπων Θρόνων (βλ. Ι. Ζωναρά στο σχόλιό του υπό τον 17ο κανόνα, σε Σύνταγμα, ΙΙ, 259-260, αν και ο Μάξιμος Σάρδεων (βλ. ο.π.,171– 175, με πειστική επιχειρηματολογία αποδεικνύει ότι τελικώς η άποψη του Ι. Ζωναρά δεν απέχει πολύ από αυτή του Α. Αριστηνού).
Από μιά άλλη οπτική γωνία προσεγγίζει το ζήτημα του εύρους της δικαστικής εξουσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη ο Θ. Βαλσαμών (βλ. το σχόλιο υπό τον 3ο της Σαρδικής σε Σύνταγμα, ΙΙΙ, 237), του οποίου το σκεπτικό βρίσκεται πιο κοντά στην πρώτη και ορθότερη άποψη, που διατυπώθηκε από τον Α. Αριστηνό, αφού υποστηρίζει, ότι η ευρεία δικαστική εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά τους 9ο και 17ο κανόνες στηρίζεται στους κανόνες 3, 4 και 5 της Σαρδικής, οι οποίοι αποδίδουν ευρύτατη δικαστική εξουσία στον Επίσκοπο Ρώμης, και αποτελεί συνέπεια του 3ου κανόνα της Β΄ Οικουμενικής συνόδου, δια του οποίου παρέχονται στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τα ίσα πρεσβεία τιμής με αυτά του Ρώμης.
Αυτό, πάντως, που θα πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι, ανεξαρτήτως του καιρικού ή μη χαρακτήρα των κανόνων Γ΄, Δ΄ και Ε΄ της Σαρδικής και του πιθανώς εσφαλμένου της διαδικασίας, η οποία προβλέπεται για την επανάκριση μιας υποθέσεως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι οι κανόνες αυτοί πράγματι προβλέπουν ευρεία δικαστική εξουσία στον επίσκοπο Ρώμης.
Το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός φαίνεται ότι είχαν υπόψη τους οι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και χρησιμοποίησαν ως υπόδειγμα, βελτιωμένο όμως και σύμφωνο απολύτως με την αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας (βλ. προαιρετική και όχι υποχρεωτική προσφυγή στον Οικουμενικό Πατριάρχη προς επανάκριση της υποθέσεως) για την προικοδότηση του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Αλλωστε, η συμφωνία του θεσμού του β΄ εκκλήτου προς τους κανόνες περί αρμοδιότητας εν γένει, προκύπτει και από τις διατάξεις περί συναινετικής επιλογής δικαστή, όπου σαφώς προβλέπεται και β΄ έκκλητο.
Την ορθότητα της ερμηνείας των 9ου και 17ου κανόνων ανεγνώρισε και η πολιτειακή εξουσία και κατοχύρωσε και δια νόμου την υπ’ αυτών ευρεία δικαστική εξουσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, σε σημείο πλέον που να μην τίθεται αυτή υπό αμφισβήτηση καλυπτόμενη τόσο απο τον κανονικό νομοθέτη όσο και από τον πολιτειακό νομοθέτη (βλ. Επαναγωγή, Τιτλ. Γ΄, Κεφ. Θ΄ και Κεφ. Ι΄, εδ. 2).
Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου μέσου του β΄ εκκλήτου είναι η τελεσιδικία της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει είτε να έχει εκδοθεί από δευτεροβάθμιο κατόπιν ασκήσεως του ενδίκου μέσου του α’ εκκλήτου είτε να έχει τελεσιδικήσει άνευ δικαστικής κρίσεως, λόγω υπαγωγής της στις αποφάσεις, που δεν προσβάλλονται δι’ εκκλήτου.
Δικαίωμα προσφυγής δια της ασκήσεως του β΄ εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη αναγνωρίζεται τόσο στους κληρικούς εν γένει (βλ. 9ο της Δ΄ Οικουμενικής) όσο και στους λαϊκούς (βλ. 17ο της Δ΄ Οικουμενικής), εφόσον έχουν λόγους να θεωρούν εσφαλμένη την εκδοθείσα κατ’ αυτών δικαστική απόφαση.
Κατά τα λοιπά, όσον αφορά στην αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του προσφεύγοντος και στο μεταβιβαστικό και στο επεκτατικό αποτέλεσμα, ισχύουν όσα έχουν ήδη ειπωθεί παραπάνω για το α΄ έκκλητο. Όσον αφορά όμως στο ανασταλτικό αποτέλεσμα, υπάρχει μια διαφοροποίηση. Επειδή:
α) το β΄ έκκλητο συνιστά έκτακτο και όχι τακτικό ένδικο μέσο,
β) δεν προβλέπεται προθεσμία, εντός της οποίας αυτό δύναται να ασκηθεί,
η ποινή που επιβλήθηκε σε πρώτο βαθμό και επικυρώθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκτελείται κανονικά, και εφόσον το β΄ έκκλητο γίνει δεκτό, η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται και αίρονται αναδρομικώς τα αποτελέσματα της επιβληθείσης ποινής.
     Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω, θέλω να επισημάνω τα εξής:
     Πρώτον, στα πλαίσια της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης οι ιεροί κανόνες καταρχήν προβλέπουν και δεν επιβάλλουν τον θεσμό της επανακρίσεως ενώπιον ανωτέρου εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Συνεπώς, μιλούμε για δικαίωμα και όχι για υποχρέωση.
     Δεύτερον, το δικαίωμα αυτό ασκείται, όποτε αποφασίσει περί αυτού ο καταδικασθείς, διότι δεν προβλέπεται από τους ιερούς κανόνες κάποια προθεσμία. Όπου τέτοια προθεσμία προβλέπεται, αυτή αναφέρεται σαφώς, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της κτήσεως κανονικής δικαιοδοσίας επί εκκλησιαστικής περιφέρειας διά χρησικτησίας (17ος της Δ΄ Οικουμενικής, 25ος της Πενθέκτης).
     Τρίτον, η άσκηση του εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη:
  1. μεταβίβασε την υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο, το οποίο έκρινε εντός του πλαισίου του αιτήματος, όπως αυτό περιελήφθη στο δικόγραφο του εκκλήτου. Αυτό σημαίνει, ότι η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν μπορούσε να αποφανθεί επί θεμάτων, που δεν περιελήφθησαν στο κατατεθέν έκκλητο κατ’ εφαρμογή της αρχής «τόσον εκδικάζεται όσον εκκαλείται». Συνεπώς, το έκκλητο θα πρέπει να είχε ως αίτημα την εξαφάνιση της αποφάσεως περί της επιβολής της ποινής της καθαιρέσεως και όχι και της αποφάσεως περί της επιβολή της ποινής της εκπτώσεως.
  2. επεξέτεινε, εάν υποβλήθηκε μόνον από τον Φιλάρετο Ντενισένκο, τα αποτελέσματά του και επί των υπολοίπων, εάν και εφόσον και αυτοί είχαν δικαίωμα ασκήσεως εκκλήτου.
  3. δεν επέφερε το ανασταλτικό αποτέλεσμα του, διότι και στην πράξη δεν ήταν αυτό δυνατό.  
Τέταρτον, η αποδοχή του εκκλήτου συνεπάγεται την κατάργηση της ισχύος της ποινής, που είχε επιβληθεί από το κατώτερο δικαστήριο και την μεταφορά της καθολικής ισχύος στη νέα απόφαση, που εκδίδεται επί του εκκλήτου. Πλέον, καθολική ισχύ έχει η απόφαση που ανακαλεί την ποινή της καθαιρέσεως, η οποία είναι για τον λόγο αυτόν είναι δεσμευτική για όλη την Ορθοδοξία, όσοι δε αρνούνται να την εφαρμόσουν, διαπράττουν το παράπτωμα της παραβιάσεως δικαστικής αποφάσεως.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η περί Αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδος ενήργησαν στην περίπτωση του Φιλάρετου Ντενισένκο και των «σύν αὐτῷ» συμφώνως προς τους ιερούς κανόνες.