(ἀπό τό βιβλίο ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας)
Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
«Κύριε, ὁ ἀκάνθινος στέφανος πληγώνει τό κεφάλι Σου. Τοποθετημέ-να κυκλικά αὐτά τά ἀγκάθια μοιάζουν μέ τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώ-πων τίς συγκεντρωμένες καί τοποθετημένες τή μιά δίπλα στήν ἄλλη προκειμένου νά φορτωθοῦν ἐπάνω σου. ῞Ολες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώ-πων δεμένες μαζί».
(Ἀτενίζοντας τόν Σωτήρα στό Σταυρό, προσευχή Ἀρχιμ. Lev Gillet).
Ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο γίνεται στά Συνοπτικά Εὐαγγέλια καί εἰδικότερα στόν Ματθαῖο, τόν Μάρκο καί τόν Ἰωάννη. Ὁμοίως καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ὠριγένης, γράφουν περί τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου.
Ὁ ἀκάνθινος στέφανος, ὡς εἶναι φυσικό, ἀναφέρεται καί στή σχετική ὑμνολογία τῶν ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος: «Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς...», «Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι’ ἡμᾶς ὑπέμεινε, τάς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τά ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τά ῥαπίσματα, τό στόμα τήν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολήν τῇ γεύσει,...», «Ἐξέδυσάν με τά ἱμάτιά μου, καί ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην, ἔθηκαν ἐπί τήν κεφαλήν μου στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, καί ἐπί τήν δεξιάν μου χεῖρα ἔδωκαν κάλαμον, ἵνα συντρίψω αὐτούς, ὡς σκεύη κεραμέ-ως», «Χλαῖναν πορφυρᾶν καί ἐξ ἀκανθῶν στέφανον, Σωτήρ μου ἐνεδύσω ὡς βασιλεύς, παιζόμενος Λόγε, ὑπό τῶν παρανόμων, ὁ τῶν βασιλευόντων Βασιλεύς Ὕψιστος», «Πρό τοῦ τιμίου σου Σταυροῦ, στρατιωτῶν ἐμπαιζόν-των σε Κύριε, αἱ νοεραί στρατιαί κατεπλήττοντο, ἀνεδήσω γάρ στέφανον ὕβρεως, ὁ τήν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι..».
Τί ἀπέγινε ὅμως μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἀκάνθινος στέφανος; Παραλήφθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἀπό τόν Νικόδημο, ἀπό τόν Ἰωσήφ τῆς Ἀριμαθείας, ἤ ἀπό κάποιον ἄλλον εὐσεβή μαθητή Του; Καμμία ἀρχαία μαρτυρία δέν ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα, μέ ἐξαίρεση ἕνα ἀρμενικό χειρόγραφο, τό ὁποῖο χρονολογεῖται τό 1227, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι δύο κομμάτια τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου μεταφέρθηκαν ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Μάρκο ἀρχικά στήν Ἱσπανία καί ἀκολούθως στή Βενετία. Ὁ Ἀπόστολος Θαδδαῖος τά ἐναπέθεσε ἀργότερα στήν Ἀρμενία, στήν περιοχή Zarevante. Ὁ στέφανος παρέμεινε στή συνέχεια στόν «βράχο» ἐπί τοῦ ὁποίου μαρτύρησε ὁ Ἀπόστολος. Τό ἐν λόγῳ ὅμως χειρόγραφο τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα στηρίζεται σέ ἀξιόπιστες ἱστορικές πηγές;
Οἱ μεταγενέστερες παραδόσεις πού ἀναφέρουν δωρεά τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τό 327 μ.Χ., δύο ἀκανθῶν τοῦ στεφάνου στό ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στή Ρώμη καί ἑνός κλάδου ἀκανθῶν στήν Τρέβη εἶναι ἀνεπιβεβαίωτες. Ἀναφορικά μέ τόν Τίμιο Σταυρό ὅμως, ἕνα ἔργο ὑπό τόν τίτλο «Περιγραφή τῶν ἀξιοθεάτων τῆς Ρώμης» (Mirabilia) τοῦ 1375 ἀναφέρει τήν ὕπαρξη στόν ἐν λόγῳ ναό ἕνδεκα ἀκανθῶν (οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν μέχρι τόν ΙΖ΄ αἰώνα. Οἱ δύο μεμονωμένες ἄκανθες, πού ἑνώθηκαν μέ τίς ἄλλες ἕνδεκα ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους μόλις τό 1375.
Ἡ πρώτη βέβαιη ἀναφορά πού διαθέτουμε σχετικά μέ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἀνάγεται περί τό 409, ἔτος κατά τό ὁποῖο ὁ ἅγιος Παυλῖνος τῆς Νόλης, ἀναφέρει μεταξύ τῶν ἱερῶν λειψάνων, πού οἱ προσκυνητές προσέρχονταν γιά νά τιμήσουν στούς Ἁγίους Τόπους, τόν ἀκάνθινο στέφανο. Περί τό 530, συμφώνως μέ τίς μαρτυρίες τοῦ Θεοδοσίου, ὁ ἀκάνθινος στέφανος βρισκόταν στή Βασιλική τῆς Σιών στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί παρέμεινε τουλάχιστον μέχρι τό ἔτος 570, συμφώνως πρός τήν μαρτυρία τοῦ Ἀνωνύμου τῆς Πλακεντίας (ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε μεταγενέστερα λόγῳ συγχύσεως μάρτυρας Ἀντωνῖνος).
Πρό τοῦ ἔτους 575, ὁ Κασσιόδωρος (490-583) στό ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα στούς Ψαλμούς, ἀναφερόμενος στήν Ἱερουσαλήμ ἀναφωνεῖ: «Ἐκεῖ ὁ στῦλος (τῆς πίστεως), ἐκεῖ ὁ ἀκάνθινος στέφανος!». Περί τό 590, ὁ ἅγιος Γρηγόριος τῆς Τούρ ἀναφέρεται σέ αὐτόν, χωρίς ὅμως νά διευκρινίζει τόν τόπο φυλάξεώς του. Ἀναφέρει ὅμως ὅτι οἱ ἄκανθες ἦταν καταπράσινες καί χλωρές καί ἔδιναν τήν ἐντύπωση ὅτι πρασίνισαν ἐκ νέου χάρις σέ κάποια θεϊκή δύναμη. Τό ἔργο Breviarus de Jérusalem, τό ὁποῖο συνήθως χρονολογεῖται τόν ΣΤ΄ αἰώνα, μολονότι ὁ Mély θεωρεῖ ὅτι πρέπει νά χρονολογηθεῖ μετά τό 670, ἐπιβεβαιώνει τήν ὕπαρξη ἀκανθίνου στεφάνου στή βασιλική τῆς Σιών. Ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἀναφέρεται ὡς εὑρισκόμενος πάντοτε στήν Ἱερουσαλήμ σέ ἕνα κείμενο τό ὁποῖο ἀποδίδεται στόν ἱερομόναχο Ἐπιφάνιο τόν Ἁγιοπολίτη, συνταχθέν στίς ἀρχές τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα. Στήν πραγματικότητα ὅμως, τό χωρίο τοῦ κειμένου, τό ὁποῖο περιγράφει τήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί ἡ ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο, δέν εἶναι ἔργο τοῦ ἀνωτέρω ἱερομονάχου, ἀλλά φαίνεται νά ἀνάγεται προγενένεστερα, περί τά τέλη τοῦ Η΄ αἰώνα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀγνοεῖ τήν ὕπαρξη ἀκανθίνου στεφάνου τό 726, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι εἶχε ἤδη μεταφερθεῖ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Πράγματι, ὁ ἱερομόναχος Βερνάρδος τόν ἀναφέρει λίγο πρό τοῦ ἔτους 870 ὡς κρεμάμενο στόν ἀνεγερθέντα στό ὄρος τῆς Σιών ναό τοῦ ἁγίου Συμεών. Κατά τό Χρονικόν τοῦ Νέστορος ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ΣΤ΄ ἐπέδειξε στούς Ρώσους πρεσβευτές, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ πρίγκηπας Ὄλεγκ, διάφορα λείψανα, ἀνάμεσά τους καί τόν ἀκάνθινο στέφανο. Ἄν δέν πρόκειται γιά μεταγενέστερη προσθήκη, τό χωρίο ἀποτελεῖ τήν παλαιότερη μαρτυρία γιά τήν παρουσία τοῦ ἐν λόγῳ λειψάνου στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννητος (913-959), σέ μία δημηγορία του πρός τά στρατεύματά του πού ἐπιχει-ροῦσαν στήν Μ. Ἀσία, ἀναφέρει διάφορα λείψανα τά ὁποῖα φυλάσσονταν στήν Κωνσταντινούπολη. Δέν ἀναφέρει ρητῶς τόν ἀκάνθινο στέφανο, μολονότι στό τέλος τοῦ καταλόγου ἀναφέρεται καί σέ ἄλλα λείψανα τῶν Ἀχράντων Παθῶν. Ἐάν ὅμως σέ αὐτά συμπεριλαμβανόταν ὁ ἀκάνθινος στέφανος θά τύχαινε ἰδιαίτερης ἀναφορᾶς.
Ὅταν ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἀποσπάσθηκε ἀπό τό ὄρος τῆς Σιών, στήν Ἱερουσαλήμ παρέμεινε ἕνα μικρό κομμάτι του, τό ὁποῖο γιγάντωνε τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν τουλάχιστον μέχρι τό τέλος τῶν Σταυροφοριῶν (1270), ἀκόμη καί μεταγενέστερα, καθώς ἀναφέρεται ἀφιέρωμα σέ αὐτόν περί τό 1593.
Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκῆς σέ ἐπιστολή του, τό 975, ἀναφέρει τά ἱερά λείψανα πού ἀνακάλυψε στούς Ἁγίους Τόπους καί πῆρε μαζί του στή Βασιλεύουσα. Ἐντούτοις, δέν κάνει καμμία ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο. Ὁ Mély, ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς μαρτυρίας, συ-μπέρανε ὅτι ἡ μεταφορά του ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Κωνσταντινού-πολη ἔλαβε χώρα μεταξύ τοῦ 975 καί τοῦ 1098. Ὅπως γράφει καί ὁ Riant: «Ἡ Λόγχη, ἴσως καί ὁ ἀκάνθινος στέφανος καί ἄλλα σημαντικά ἱερά λείψανα, μεταφέρθησαν κατά τά ἀραιά μεσοδιαστήματα κατά τά ὁποῖα οἱ Ἅγιοι Τόποι ὑπήχθησαν, ἄν ὄχι ὑπό τήν ἑλληνική κατοχή, τουλάχιστον ὑπό τήν πολιτική διοίκηση τῶν Ἑλλήνων, ὅπως γιά παράδειγμα τό 975 ἐπί Ἰωάννου Τσιμισκῆ, ἤ πάλι κατά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Παναγίου Τάφου ὑπό τοῦ Κωνσταντίνου Θ΄ τό 1048 καί, κυρίως, μετά τήν ἐξαγορά τῆς πόλεως ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Ι΄ Δούκα τό 1063». Ὁ Mély θεωρεῖ ἐλάχιστα πιθανό τό ἔτος 975.
Ἡ χρονολογία πού ταιριάζει καλύτερα γιά τή μεταφορά τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου εἶναι τό 1063, καθώς μετά ἀπό αὐτό τό ἔτος δέν ἀναφέρε-ται ἀπό τούς προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπως γιά παράδειγμα ἀπό τόν ρῶσο ἡγούμενο Δανιήλ, πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ τήν Ἱερουσαλήμ τό 1106. Ἡ εὑρισκόμενη ὅμως σήμερα στό Limbourg sur la Lahn τῆς Γερμανίας Σταυροθήκη χρονολογεῖται περί τό 970 καί εἶναι ἔργο πού κατασκευάσθη-κε στήν Κωνσταντινούπολη. Μεταφέρθηκε στή Γερμανία ἀπό τόν ἱππό-τη Heinrich von Ulmen27 μετά τήν Δ΄ Σταυροφορία. Περιέχει ἕνα μέρος τῶν ἀκανθῶν, γεγονός πού μᾶς κάνει νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἔφθασε τότε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλά καί τό Χρονικόν τοῦ Νέστορος, ἄν δέν ἔχει παραποιηθεῖ, μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀναγάγουμε τήν ἡμερομηνία μεταφορᾶς τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἀπό τήν Ἱερου-σαλήμ στήν Κωνσταντινούπολη τουλάχιστον τό ἔτος 912.
Συνεπῶς, ὁ ἀκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ πιθανῶς μεταξύ τῶν ἐτῶν 870 καί 912.
Τί πρέπει νά ὑποθέσουμε, λοιπόν, γιά τίς ἄκανθες πού ἀναφέρονται προγενέστερα ἀπό αὐτήν τήν χρονολογία καί ὑποτίθεται ὅτι προέρχονταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη; Μπορεῖ νά ὑπῆρχαν ὁρισμένες ἄκανθες στή Βα-σιλεύουσα καί πρίν ἀπό αὐτήν τήν χρονολογία; Φαίνεται ὅμως ὅτι στήν πλειονότητα τῶν περιπτώσεων τά ἱερά λείψανα, πού ὑποτίθεται ὅτι προ-έρχονταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, στήν πραγματικότητα προέρχονταν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα.
Ὁ Νικόλαος Μεσαρίτης, πού ἦταν σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ, ἀναφέρει τόν ἀκάνθινο στέφανο στήν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου τοῦ Φάρου, πλησίον τοῦ Παλατιοῦ τοῦ Βουκολέοντος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία του: «Ὁ ἀκάνθινος στέφανος...εἶναι πράσινος, ἀνθισμένος, σχεδόν ἀνέπαφος. Δέν εἶναι τραχύς, ἀλλά λεῖος καί πολύ ἁπαλός. Οἱ βλαστοί του δέν ἦταν ὅπως τῶν βάτων, στά ὁποῖα πιάνονται τά ἐνδύματα καί σχίζονται ἀπό τά ἀγκάθια τους. Ὁμοιάζουν περισσότερο μέ τά ἀντίστοιχα φυτά τοῦ Λιβάνου, μέ τούς κίτρινους εὐλύγιστους βλαστούς τῆς λυγαριᾶς».
Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος ὡς ἐνέχυρο στά χέρια τῶν Σταυροφόρων.
Τό 1239, ὁ Βαλδουΐνος ὁ Β΄ τοῦ Courtenay, λατίνος αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν ἀντιβασιλεία τοῦ πεθεροῦ του, Ἰωάννου Βρυεννίου, πῆγε στή Δύση γιά νά παρακαλέσει τόν Πάπα Γρηγόριο Θ΄ καί τούς ρωμαιοκαθολικούς ἡγεμόνες (μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Λουδοβίκος ὁ Θ΄) γιά βοήθεια σέ ἀνθρώπους καί χρήματα, καθώς ἡ κατάσταση στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν κρίσιμη. Κατά τήν ἀπουσία του ἀπέθανε ὁ Ἰωάν-νης Βρυέννιος (23 Μαρτίου 1237) καί οἱ ἀριστοκράτες τῆς Πόλης, οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦσαν χρέη ἀντιβασιλέων τῆς αὐτοκρατορίας, λόγῳ τῆς ἀνάγκης τους νά δανεισθοῦν χρήματα, ἔβαλαν ὡς ἐνέχυρο τόν ἀκάνθινο στέφανο ἔναντι 13.134 χρυσῶν νομισμάτων, μέ τήν ἀκόλουθη κατανομή δανείου: ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς κοινότητας τῶν Βενετῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Al-bertino Morosini 4.175, ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἤ τῆς μονῆς Περιβλέπτου τῆς Κωνσταντινουπόλεως 4.300, οἱ δύο Βενετοί ἀριστοκράτες Nicolas Cornaro, Pierre Zianni 2.200 καί πολλοί Γενουάτες 2. 459.
Στό μεταξύ, ὁ Βαλδουΐνος ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος εἶχε πληροφορηθεῖ τήν κατάσταση, πρότεινε στόν Λουδοβίκο Θ΄νά ἀγοράσει τόν ἀκάνθινο στέφανο. Ὁ βασιλέας δέχθηκε ἀμέσως τήν πρότασή του καί ἀπέστειλε δύο δομινικανούς μοναχούς, τούς Ἰάκωβο καί Ἀνδρέα de Longjumeau, προκειμένου νά παραλάβουν τόν ἀκάνθινο στέφανο (ὁ Ἀνδρέας de Longjumeau ὑπῆρξε ἡγούμενος δομινικανῆς μονῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συνεπῶς εἶχε τήν εὐκαιρία νά προσκυνήσει τόν ἀκάνθινο στέφανο). Οἱ δύο μοναχοί συ-νοδεύθηκαν ἀπό ἕναν ἀπεσταλμένο τοῦ βασιλέα Βαλδουΐνου Β΄, τόν ἱππό-τη Nicolas de Sorel, κομιστή ἐπιστολῶν τοῦ αὐτοκράτορα πρός τούς ἀρι-στοκράτες τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν τῷ μεταξύ, καθώς ἡ ἡμερομηνία ἀποπληρωμῆς τοῦ δανείου τῶν ἀριστοκρατῶν ἐξέπνευσε, στίς 4 Σεπτεμ-βρίου 1238 ἐξασφάλισαν τό ἀπαραίτητο ποσό γιά τήν ἀποπληρωμή ἀπό τόν Βενετό πατρίκιο Nicolas Quirino, πετυχαίνοντας μία νέα παράταση ὀκτώ ἤ δέκα μηνῶν, διάστημα μετά τήν παρέλευση τοῦ ὁποίου τό ἱερό λείψανο, εὑρισκόμενο πάντοτε στόν ναό τοῦ Παντοκράτορος τῆς Κων-σταντινουπόλεως, θά περιερχόταν στήν κυριότητα τοῦ δανειστῆ. Οἱ νέοι ὅροι ὑπογράφηκαν ἀπό τόν Anseau de Cayaeux34 (ἀντιβασιλέα ἐκείνη τήν ἐποχή) καί τούς Narrion de Toucy, Villaid’ Aulnoy (στρατάρχη τῆς αὐτο-κρατορίας), Gérard de Struens καί Milon Tirel (συμβούλους τοῦ αὐτοκράτο-ρα)35. Τόν Δεκέμβριο κατέφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀπεσταλ-μένοι τοῦ Λουδοβίκου Θ΄.
Μία νέα πράξη ὑπογράφηκε ἀπό τούς ἴδιους ἀριστοκράτες (μέ ἐξαίρεση τον Anseau de Cayaeux, ὁ ὁποῖος πιθανόν στό μεσοδιάστημα ἀπέθανε), μέ τήν ὁποία ζητοῦσαν ἀπό τόν Nicolas Quirino νά ἐπιστρέψει τό ἱερό λείψανο στούς τρεῖς ἀπεσταλμένους ἔναντι ἐξόφλησης τοῦ χρέους36. Ἀκολουθώντας τούς ἀνωτέρω ὅρους, οἱ ἀπεσταλμένοι Γάλλοι δομινικανοί ἀναχώρησαν στίς 25 Δεκεμβρίου 1238 γιά νά συνοδεύσουν τό ἱερό κειμήλιο στή Βενετία, ἀπ’ ὅπου θά τό ἐλάμβαναν ὑπό τήν κατοχή τους μόλις θά ἐξοφλεῖτο τό χρέος. Τό λείψανο μεταφέρθηκε διά πλοίου στή Βενετία μέ συνοδεία Γάλλων ἀριστοκρατῶν καί Βενετῶν πολιτῶν. Παρά τήν κακοκαιρία καί τίς προσπάθειες τοῦ Ἕλληνα αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Ἰωάννη Βατάτζη, ὁρκισμένου ἐχθροῦ τῆς λατινικῆς αὐτοκρατο-ρίας, νά τό πάρει πίσω, κατάφεραν νά φθάσουν στή Βενετία χωρίς ἀπώλειες καί νά τό ἐναποθέσουν στό θησαυροφυλάκιο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας.
Ἀφήνοντας πίσω τόν μοναχό Ἀνδρέα γιά νά φυλάσσει τό ἱερό λείψανο, ὁ Ἰάκωβος de Longjumeau, συνοδευόμενος ἀπό ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα, μετέβη ἄμεσα στή Γαλλία προκειμένου νά ἀνακοινώσει τά ἀποτελέσματα τῆς ἀποστολῆς του καί νά παραλάβει τό ἀπαιτούμενο ποσό γιά τήν ἐξόφληση τοῦ χρέους. Ἡ ἀποπληρωμή τοῦ χρέους ἐπι-τεύχθηκε τίς ἑπόμενες ἡμέρες (ἕνα μέρος του, καθώς οἱ ἀπεσταλμένοι δέν ἔλαβαν παρά 10.000 ἀπό τά 13.314 χρυσά νομίσματα). Οἱ σφραγῖδες πού κάλυπταν τό ἱερό λείψανο συγκρίθηκαν μέ αὐτές πού εἶχαν σφραγισθεῖ οἱ ἐπιστολές τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀναγνω-ρίσθηκαν ὡς αὐθεντικές. Μεταξύ Ἰανουαρίου καί Μαΐου τοῦ 1239, ὁ Λουδοβίκος ὁ Θ΄ ἔγραψε ἐπιστολή πρός τόν Φρειδερίκο Β΄ προκειμένου νά τοῦ ζητήσει ἄδεια διελεύσεως καί προστασία τῶν μεταφερόντων τό ἱερό κειμήλιο. Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή ἀποδεικνύει ὅτι ἡ μεταφορά τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἔγινε διά μέσου τῆς βόρειας Ἰταλίας καί τῆς Γερμανίας. Στίς 23 καί ὄχι στίς 29 Φεβρουαρίου, οἱ μεταφορεῖς του βρέθηκαν στό Vercelli τῆς Ἰταλίας. Ὅταν ἔφθασαν στήν Τρουά ἔστειλαν ἀγγελιαφόρους στόν βασιλέα γιά νά τόν εἰδοποιήσουν γιά τήν ἔλευση τοῦ λειψάνου σέ αὐτήν τήν πόλη.
Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος στά χέρια τῶν Γάλλων.
Ὁ βασιλεύς τῆς Γαλλίας ἔσπευσε νά τούς συναντήσει, συνοδευομένος ἀπό τήν μητέρα του καί τούς ἀδελφούς του, Robert d’Artois, Alphon-se de Poitiers, Charles d’Anjou, τόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Sens, Gautier Cornut, τόν ἐπίσκοπο τοῦ Puy, Bernard de Montaigu, καί ἄλλους ἀριστοκράτες καί ἱππότες. Πράγματι, ἡ βασιλική πομπή ὑποδέχθηκε τό ἱερό κειμήλιο στήν πόλη Villeneuve- l’Archevêque τήν 10η Αὐγούστου. Ἀφοῦ τό παρέλαβαν στό φρούριο Maulny le Repos (ἤ ἀλλιῶς Reposoir), ταυτοποήθηκαν ὡς αύθεντικές οἱ σφραγῖδες, μέ τίς ὁποῖες εἶχε σφραγισθεῖ τό ξύλινο κιβώτιο πού μετέφεραν οἱ δύο δομινικανοί μοναχοί, ἀνοίχθηκε τό κιβώτιο καί ἐντός του βρισκόταν μία ἀσημένια κασετίνα, σφραγισμένη μέ σφραγῖδες τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ σφραγῖδες ἐξετάσθηκαν καί ἀναγνωρίσθηκε ἡ γνησιότητά τους, τίς ἔσπασαν, ὅπως καί αὐτές τοῦ Δόγη τῆς Βενετίας πού εἶχαν προστεθεῖ γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια, καί βρῆκαν ἐντός μία χρυσή λάρνακα, ἡ ὁποία περιεῖχε τό ἱερό λείψανο. Ἡ λάρνακα ἀνοίχθηκε καί ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἐπιδείχθηκε σέ ὅλους τούς παρισταμένους.
Μετά ἀπό τίς δέουσες προσευχές, ἡ λάρνακα καί ἡ κασετίνα, ἐντός τῆς ὁποίας βρισκόταν ὁ στέφανος, σφραγίσθηκαν ἐκ νέου μέ τή σφραγίδα τοῦ Γάλλου βασιλέα αὐτή τή φορά. Τήν ἑπομένη, τήν 11η Αὐγούστου, ὁ ἀκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στή Sens διά λαμπρῆς λιτανείας. Ἡ πομπή σταμάτησε στήν εἴσοδο τῆς πόλεως καί ὁ βασιλεύς ἀσκεπής καί ἀνυπόδητος, φορώντας μόνον ἕνα λευκό χιτώνα, παρέλαβε τό ἱερό λείψανο ἐπί ἑνός φορτείου καί τό μετέφερε ἐπί τῶν ὤμων του μαζί μέ τόν μεγάλο ἀδελφό του, Robert d’Artois. Μετά τό Κονκορδάτο τοῦ 1801, ὁ ἀκάνθινος στέφανος, τμῆμα τοῦ Τιμίου Ξύλου καί ἕνας ἧλος (καρφί) τῆς Σταυρώσεως ἐναπετέθησαν, τό 1806, στόν ναό τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων, ὅπου ἐκτίθενται σέ προσκύνηση τήν πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα καί κάθε Παρασκευή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Γιά τόν ἀκάνθινο στέφανο βλ.:
PIERRE DOR, LES ÉPINES DE LA SA SAINTE COURONNE DU CHRIST EN FRANCE, Paris 2009, éd. F.-X. de Guibert. Τοῦ ἰδίου, «Les reliquaires de la Passion en France du Ve au XVe siècle», Centre d'archéologie et d'histoire médiévales des établissements religieux, 1999, σελ. 226. Dr. P. BARBET, La Passion de Jésus-Christ selon le chirurgien, Paris 1965, σελ. 127-129. Charles Rohault de Fleury, Mémoire sur les instruments de la passion de N.-S. J.-C., Féchoz et Letou- zey, 1883, σελ. 209. Philippe Boutry, Pierre Antoine Fabre, Dominique Ju-lia, Reliques modernes, Éditions de l'École des hautes études en sciences socialles, 2009, σελ. 55. Raymond Edward Brown, The death of the Messiah: from Gethsemane to the grave: a commentary on the Passion narratives in the four Gospels, Doubleday, 1994, σελ. 865-867. Jacques Giri, Les nouvelles hypothèses sur les origines du christianisme, éditions Karthala, 2011, σελ. 182. Jacques de Landsberg, L'art en croix : le thème de la crucifixion dans l'histoire de l'art, Renaissance Du Livre, 2001, σελ. 30. Gosselin, Jean-Edme-Auguste (1787-1858), Notice historique et critique sur la sainte couronne d'épines de Notre Seigneur Jésus-Christ et sur les autres instruments de sa Passion qui se conservent dans l'église métropolitaine de Paris, Paris, A. Le Clère, 1828.
F. DE MÉLY, Exuviae sacrae constantinopolitanae: Fasciculus documentorum minorum, ad 1904, III.
Epistola XLIX, 14, ad Macarium, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, ed. Gulielmus de Hartel, Vindobonae 1894.
A. FROLOW, La relique de la Vraie Croix, Paris 1961.
T. TOBLER-A. MOLINIER, Itinera Hierosolymitana, Genève 1879, ἐπανέκδοση 1966, Ι.
P. GEYER, Itinera Hierosolymitana, Corpus Ecclesiasticorum Latinorum XXXIV, Vienna 1898, I, II.
Commentaire du Psaume LXXXVI, P.L., LXX, 62.
De Gloria Martyrorum, ch. 7. P.L. 71, 712.
HERBERT DONNER, «Die Palästinabeschreibung des Epiphanius Monachus Hagiopolita», στό Zeitschrift des Deutschen Palästina-Vereins (1953-) Bd. 87, H. 1 (1971).
A. M. DU BARLE, Histoire ancienne du linceul de Turin, Paris 1985, σελ. 134- 135.
T. TOBLER, Descriptiones Terrae Sanctae, Leipzig 1874.
P.L. CXXI, 572. VINCENT & ABEL, 1914, II, 457, n. 3. 478, no XXVI.
L. LÉGER, La Chronique dite de Nestor, Paris 1884, σελ. 29. Les reliques: objets, cultes, symboles (Actes du Colloque international de l’Université du Littoral-Côte d’Opale). Boulogne-sur-Mer, 4-6, septembre 1997. Turnhout, Brepols, 1999, EDINA BOZOKY & ANNE-MARIE HELVETIUS, σελ. 58-59. CYRIL MANGO, Byzance et les reliques du Christ, Centre des recherche d’histoire et civili-sation de Byzance, monographie 17, éd. JANNIC DURAND-BERNARD FLUSIN, Paris 2004, σελ. 12.
P. RIANT, Exuviae sacrae Constantinopolitanae, Genève 1879, σελ. LV.
ULRICH HENZE, Die Kreuzreliquiare von Trier und Mettlach. Studien zur Beziehung zwischen Bild und Heiltum in der rheinischen Schatzkunst des frühen 13. Jahrhunderts, Münster 1988.
BERNHARD KREUTZ, «Heinrich von Ulmen (1175-1234). Ein Kreuzfahrer zwischen Eifel und Mittelmeer», στό Porträt einer Europäischen Kernregion. Der Rhein-Maas-Raum, Irsigler Franz καί Gisela Minn (ed.), στό Historischen Lebensbildern , Trier, Kilomedia Verlag, 2005.
Περί τῆς Θεοτόκου τοῦ Φάρου βλ.: J. EBERSOLT, San- ctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens trésors des églises de Constantinople (1921). HOL-GER A. ΚLEIN, «Sacred Relics and Imperial Ceremonies at the Great Palace of Constantino-ple», στό F. A. Bauer (Hrsg.), Visualisierungen von Herrschaft, BYZAS 5 (2006), σελ. 79-99. Περί τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου καί τῶν ἱερῶν κειμηλίων τῆς Παναγίας τοῦ Φάρου βλ: PAUL MAGDALINO, «L’église du Phare et les reliques de la Passion à Constantinople (VIIe/VIIIe-XIIIe siècles)», BYZANCE ET LES RELIQUES DU CHRIST, CENTRE DE RECHER-CHE D’HISTOIRE ET CIVILISATION DE BYZANCE, MONOGRAPHIES 17, Paris 2004, σελ. 15-30.
AUGUST HEISENBERG, Nikolaos Mesarites, Die Palastrevolution des Johannes Komnenos, Würzburg 1907.
MORAND, Histoire de la Sainte Chapelle.
CHARLES ROHAULT DE FLEURY, Mémoire sur les instruments de la passion de N.-S. J.-C. 1870.
Recueil des historiens des Gaules et de France, 1865.
A.L. VIDIER, Le Trésor de la Sainte-Chapelle, Inventaires Et Documents, 1911.
Le trésor de la Sainte’ Chapelle, Paris, Musée de Louvre, 2001.
ANTΩNIOY MHΛIAΡAKH, Ἱστορία τοῦ Βασιλείου τῆς Νικαίας καί τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου (1204-1261), ἐν Ἀθήναις 1994.
Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
«Κύριε, ὁ ἀκάνθινος στέφανος πληγώνει τό κεφάλι Σου. Τοποθετημέ-να κυκλικά αὐτά τά ἀγκάθια μοιάζουν μέ τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώ-πων τίς συγκεντρωμένες καί τοποθετημένες τή μιά δίπλα στήν ἄλλη προκειμένου νά φορτωθοῦν ἐπάνω σου. ῞Ολες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώ-πων δεμένες μαζί».
(Ἀτενίζοντας τόν Σωτήρα στό Σταυρό, προσευχή Ἀρχιμ. Lev Gillet).
Ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο γίνεται στά Συνοπτικά Εὐαγγέλια καί εἰδικότερα στόν Ματθαῖο, τόν Μάρκο καί τόν Ἰωάννη. Ὁμοίως καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ὠριγένης, γράφουν περί τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου.
Ὁ ἀκάνθινος στέφανος, ὡς εἶναι φυσικό, ἀναφέρεται καί στή σχετική ὑμνολογία τῶν ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος: «Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς...», «Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι’ ἡμᾶς ὑπέμεινε, τάς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τά ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τά ῥαπίσματα, τό στόμα τήν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολήν τῇ γεύσει,...», «Ἐξέδυσάν με τά ἱμάτιά μου, καί ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην, ἔθηκαν ἐπί τήν κεφαλήν μου στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, καί ἐπί τήν δεξιάν μου χεῖρα ἔδωκαν κάλαμον, ἵνα συντρίψω αὐτούς, ὡς σκεύη κεραμέ-ως», «Χλαῖναν πορφυρᾶν καί ἐξ ἀκανθῶν στέφανον, Σωτήρ μου ἐνεδύσω ὡς βασιλεύς, παιζόμενος Λόγε, ὑπό τῶν παρανόμων, ὁ τῶν βασιλευόντων Βασιλεύς Ὕψιστος», «Πρό τοῦ τιμίου σου Σταυροῦ, στρατιωτῶν ἐμπαιζόν-των σε Κύριε, αἱ νοεραί στρατιαί κατεπλήττοντο, ἀνεδήσω γάρ στέφανον ὕβρεως, ὁ τήν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι..».
Τί ἀπέγινε ὅμως μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἀκάνθινος στέφανος; Παραλήφθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἀπό τόν Νικόδημο, ἀπό τόν Ἰωσήφ τῆς Ἀριμαθείας, ἤ ἀπό κάποιον ἄλλον εὐσεβή μαθητή Του; Καμμία ἀρχαία μαρτυρία δέν ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα, μέ ἐξαίρεση ἕνα ἀρμενικό χειρόγραφο, τό ὁποῖο χρονολογεῖται τό 1227, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι δύο κομμάτια τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου μεταφέρθηκαν ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Μάρκο ἀρχικά στήν Ἱσπανία καί ἀκολούθως στή Βενετία. Ὁ Ἀπόστολος Θαδδαῖος τά ἐναπέθεσε ἀργότερα στήν Ἀρμενία, στήν περιοχή Zarevante. Ὁ στέφανος παρέμεινε στή συνέχεια στόν «βράχο» ἐπί τοῦ ὁποίου μαρτύρησε ὁ Ἀπόστολος. Τό ἐν λόγῳ ὅμως χειρόγραφο τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα στηρίζεται σέ ἀξιόπιστες ἱστορικές πηγές;
Οἱ μεταγενέστερες παραδόσεις πού ἀναφέρουν δωρεά τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τό 327 μ.Χ., δύο ἀκανθῶν τοῦ στεφάνου στό ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στή Ρώμη καί ἑνός κλάδου ἀκανθῶν στήν Τρέβη εἶναι ἀνεπιβεβαίωτες. Ἀναφορικά μέ τόν Τίμιο Σταυρό ὅμως, ἕνα ἔργο ὑπό τόν τίτλο «Περιγραφή τῶν ἀξιοθεάτων τῆς Ρώμης» (Mirabilia) τοῦ 1375 ἀναφέρει τήν ὕπαρξη στόν ἐν λόγῳ ναό ἕνδεκα ἀκανθῶν (οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν μέχρι τόν ΙΖ΄ αἰώνα. Οἱ δύο μεμονωμένες ἄκανθες, πού ἑνώθηκαν μέ τίς ἄλλες ἕνδεκα ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους μόλις τό 1375.
Ἡ πρώτη βέβαιη ἀναφορά πού διαθέτουμε σχετικά μέ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἀνάγεται περί τό 409, ἔτος κατά τό ὁποῖο ὁ ἅγιος Παυλῖνος τῆς Νόλης, ἀναφέρει μεταξύ τῶν ἱερῶν λειψάνων, πού οἱ προσκυνητές προσέρχονταν γιά νά τιμήσουν στούς Ἁγίους Τόπους, τόν ἀκάνθινο στέφανο. Περί τό 530, συμφώνως μέ τίς μαρτυρίες τοῦ Θεοδοσίου, ὁ ἀκάνθινος στέφανος βρισκόταν στή Βασιλική τῆς Σιών στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί παρέμεινε τουλάχιστον μέχρι τό ἔτος 570, συμφώνως πρός τήν μαρτυρία τοῦ Ἀνωνύμου τῆς Πλακεντίας (ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε μεταγενέστερα λόγῳ συγχύσεως μάρτυρας Ἀντωνῖνος).
Πρό τοῦ ἔτους 575, ὁ Κασσιόδωρος (490-583) στό ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα στούς Ψαλμούς, ἀναφερόμενος στήν Ἱερουσαλήμ ἀναφωνεῖ: «Ἐκεῖ ὁ στῦλος (τῆς πίστεως), ἐκεῖ ὁ ἀκάνθινος στέφανος!». Περί τό 590, ὁ ἅγιος Γρηγόριος τῆς Τούρ ἀναφέρεται σέ αὐτόν, χωρίς ὅμως νά διευκρινίζει τόν τόπο φυλάξεώς του. Ἀναφέρει ὅμως ὅτι οἱ ἄκανθες ἦταν καταπράσινες καί χλωρές καί ἔδιναν τήν ἐντύπωση ὅτι πρασίνισαν ἐκ νέου χάρις σέ κάποια θεϊκή δύναμη. Τό ἔργο Breviarus de Jérusalem, τό ὁποῖο συνήθως χρονολογεῖται τόν ΣΤ΄ αἰώνα, μολονότι ὁ Mély θεωρεῖ ὅτι πρέπει νά χρονολογηθεῖ μετά τό 670, ἐπιβεβαιώνει τήν ὕπαρξη ἀκανθίνου στεφάνου στή βασιλική τῆς Σιών. Ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἀναφέρεται ὡς εὑρισκόμενος πάντοτε στήν Ἱερουσαλήμ σέ ἕνα κείμενο τό ὁποῖο ἀποδίδεται στόν ἱερομόναχο Ἐπιφάνιο τόν Ἁγιοπολίτη, συνταχθέν στίς ἀρχές τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα. Στήν πραγματικότητα ὅμως, τό χωρίο τοῦ κειμένου, τό ὁποῖο περιγράφει τήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί ἡ ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο, δέν εἶναι ἔργο τοῦ ἀνωτέρω ἱερομονάχου, ἀλλά φαίνεται νά ἀνάγεται προγενένεστερα, περί τά τέλη τοῦ Η΄ αἰώνα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀγνοεῖ τήν ὕπαρξη ἀκανθίνου στεφάνου τό 726, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι εἶχε ἤδη μεταφερθεῖ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Πράγματι, ὁ ἱερομόναχος Βερνάρδος τόν ἀναφέρει λίγο πρό τοῦ ἔτους 870 ὡς κρεμάμενο στόν ἀνεγερθέντα στό ὄρος τῆς Σιών ναό τοῦ ἁγίου Συμεών. Κατά τό Χρονικόν τοῦ Νέστορος ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ΣΤ΄ ἐπέδειξε στούς Ρώσους πρεσβευτές, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ πρίγκηπας Ὄλεγκ, διάφορα λείψανα, ἀνάμεσά τους καί τόν ἀκάνθινο στέφανο. Ἄν δέν πρόκειται γιά μεταγενέστερη προσθήκη, τό χωρίο ἀποτελεῖ τήν παλαιότερη μαρτυρία γιά τήν παρουσία τοῦ ἐν λόγῳ λειψάνου στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννητος (913-959), σέ μία δημηγορία του πρός τά στρατεύματά του πού ἐπιχει-ροῦσαν στήν Μ. Ἀσία, ἀναφέρει διάφορα λείψανα τά ὁποῖα φυλάσσονταν στήν Κωνσταντινούπολη. Δέν ἀναφέρει ρητῶς τόν ἀκάνθινο στέφανο, μολονότι στό τέλος τοῦ καταλόγου ἀναφέρεται καί σέ ἄλλα λείψανα τῶν Ἀχράντων Παθῶν. Ἐάν ὅμως σέ αὐτά συμπεριλαμβανόταν ὁ ἀκάνθινος στέφανος θά τύχαινε ἰδιαίτερης ἀναφορᾶς.
Ὅταν ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἀποσπάσθηκε ἀπό τό ὄρος τῆς Σιών, στήν Ἱερουσαλήμ παρέμεινε ἕνα μικρό κομμάτι του, τό ὁποῖο γιγάντωνε τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν τουλάχιστον μέχρι τό τέλος τῶν Σταυροφοριῶν (1270), ἀκόμη καί μεταγενέστερα, καθώς ἀναφέρεται ἀφιέρωμα σέ αὐτόν περί τό 1593.
Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκῆς σέ ἐπιστολή του, τό 975, ἀναφέρει τά ἱερά λείψανα πού ἀνακάλυψε στούς Ἁγίους Τόπους καί πῆρε μαζί του στή Βασιλεύουσα. Ἐντούτοις, δέν κάνει καμμία ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο. Ὁ Mély, ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς μαρτυρίας, συ-μπέρανε ὅτι ἡ μεταφορά του ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Κωνσταντινού-πολη ἔλαβε χώρα μεταξύ τοῦ 975 καί τοῦ 1098. Ὅπως γράφει καί ὁ Riant: «Ἡ Λόγχη, ἴσως καί ὁ ἀκάνθινος στέφανος καί ἄλλα σημαντικά ἱερά λείψανα, μεταφέρθησαν κατά τά ἀραιά μεσοδιαστήματα κατά τά ὁποῖα οἱ Ἅγιοι Τόποι ὑπήχθησαν, ἄν ὄχι ὑπό τήν ἑλληνική κατοχή, τουλάχιστον ὑπό τήν πολιτική διοίκηση τῶν Ἑλλήνων, ὅπως γιά παράδειγμα τό 975 ἐπί Ἰωάννου Τσιμισκῆ, ἤ πάλι κατά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Παναγίου Τάφου ὑπό τοῦ Κωνσταντίνου Θ΄ τό 1048 καί, κυρίως, μετά τήν ἐξαγορά τῆς πόλεως ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Ι΄ Δούκα τό 1063». Ὁ Mély θεωρεῖ ἐλάχιστα πιθανό τό ἔτος 975.
Ἡ χρονολογία πού ταιριάζει καλύτερα γιά τή μεταφορά τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου εἶναι τό 1063, καθώς μετά ἀπό αὐτό τό ἔτος δέν ἀναφέρε-ται ἀπό τούς προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπως γιά παράδειγμα ἀπό τόν ρῶσο ἡγούμενο Δανιήλ, πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ τήν Ἱερουσαλήμ τό 1106. Ἡ εὑρισκόμενη ὅμως σήμερα στό Limbourg sur la Lahn τῆς Γερμανίας Σταυροθήκη χρονολογεῖται περί τό 970 καί εἶναι ἔργο πού κατασκευάσθη-κε στήν Κωνσταντινούπολη. Μεταφέρθηκε στή Γερμανία ἀπό τόν ἱππό-τη Heinrich von Ulmen27 μετά τήν Δ΄ Σταυροφορία. Περιέχει ἕνα μέρος τῶν ἀκανθῶν, γεγονός πού μᾶς κάνει νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἔφθασε τότε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλά καί τό Χρονικόν τοῦ Νέστορος, ἄν δέν ἔχει παραποιηθεῖ, μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀναγάγουμε τήν ἡμερομηνία μεταφορᾶς τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἀπό τήν Ἱερου-σαλήμ στήν Κωνσταντινούπολη τουλάχιστον τό ἔτος 912.
Συνεπῶς, ὁ ἀκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ πιθανῶς μεταξύ τῶν ἐτῶν 870 καί 912.
Τί πρέπει νά ὑποθέσουμε, λοιπόν, γιά τίς ἄκανθες πού ἀναφέρονται προγενέστερα ἀπό αὐτήν τήν χρονολογία καί ὑποτίθεται ὅτι προέρχονταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη; Μπορεῖ νά ὑπῆρχαν ὁρισμένες ἄκανθες στή Βα-σιλεύουσα καί πρίν ἀπό αὐτήν τήν χρονολογία; Φαίνεται ὅμως ὅτι στήν πλειονότητα τῶν περιπτώσεων τά ἱερά λείψανα, πού ὑποτίθεται ὅτι προ-έρχονταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, στήν πραγματικότητα προέρχονταν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα.
Ὁ Νικόλαος Μεσαρίτης, πού ἦταν σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ, ἀναφέρει τόν ἀκάνθινο στέφανο στήν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου τοῦ Φάρου, πλησίον τοῦ Παλατιοῦ τοῦ Βουκολέοντος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία του: «Ὁ ἀκάνθινος στέφανος...εἶναι πράσινος, ἀνθισμένος, σχεδόν ἀνέπαφος. Δέν εἶναι τραχύς, ἀλλά λεῖος καί πολύ ἁπαλός. Οἱ βλαστοί του δέν ἦταν ὅπως τῶν βάτων, στά ὁποῖα πιάνονται τά ἐνδύματα καί σχίζονται ἀπό τά ἀγκάθια τους. Ὁμοιάζουν περισσότερο μέ τά ἀντίστοιχα φυτά τοῦ Λιβάνου, μέ τούς κίτρινους εὐλύγιστους βλαστούς τῆς λυγαριᾶς».
Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος ὡς ἐνέχυρο στά χέρια τῶν Σταυροφόρων.
Τό 1239, ὁ Βαλδουΐνος ὁ Β΄ τοῦ Courtenay, λατίνος αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν ἀντιβασιλεία τοῦ πεθεροῦ του, Ἰωάννου Βρυεννίου, πῆγε στή Δύση γιά νά παρακαλέσει τόν Πάπα Γρηγόριο Θ΄ καί τούς ρωμαιοκαθολικούς ἡγεμόνες (μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Λουδοβίκος ὁ Θ΄) γιά βοήθεια σέ ἀνθρώπους καί χρήματα, καθώς ἡ κατάσταση στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν κρίσιμη. Κατά τήν ἀπουσία του ἀπέθανε ὁ Ἰωάν-νης Βρυέννιος (23 Μαρτίου 1237) καί οἱ ἀριστοκράτες τῆς Πόλης, οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦσαν χρέη ἀντιβασιλέων τῆς αὐτοκρατορίας, λόγῳ τῆς ἀνάγκης τους νά δανεισθοῦν χρήματα, ἔβαλαν ὡς ἐνέχυρο τόν ἀκάνθινο στέφανο ἔναντι 13.134 χρυσῶν νομισμάτων, μέ τήν ἀκόλουθη κατανομή δανείου: ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς κοινότητας τῶν Βενετῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Al-bertino Morosini 4.175, ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἤ τῆς μονῆς Περιβλέπτου τῆς Κωνσταντινουπόλεως 4.300, οἱ δύο Βενετοί ἀριστοκράτες Nicolas Cornaro, Pierre Zianni 2.200 καί πολλοί Γενουάτες 2. 459.
Στό μεταξύ, ὁ Βαλδουΐνος ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος εἶχε πληροφορηθεῖ τήν κατάσταση, πρότεινε στόν Λουδοβίκο Θ΄νά ἀγοράσει τόν ἀκάνθινο στέφανο. Ὁ βασιλέας δέχθηκε ἀμέσως τήν πρότασή του καί ἀπέστειλε δύο δομινικανούς μοναχούς, τούς Ἰάκωβο καί Ἀνδρέα de Longjumeau, προκειμένου νά παραλάβουν τόν ἀκάνθινο στέφανο (ὁ Ἀνδρέας de Longjumeau ὑπῆρξε ἡγούμενος δομινικανῆς μονῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συνεπῶς εἶχε τήν εὐκαιρία νά προσκυνήσει τόν ἀκάνθινο στέφανο). Οἱ δύο μοναχοί συ-νοδεύθηκαν ἀπό ἕναν ἀπεσταλμένο τοῦ βασιλέα Βαλδουΐνου Β΄, τόν ἱππό-τη Nicolas de Sorel, κομιστή ἐπιστολῶν τοῦ αὐτοκράτορα πρός τούς ἀρι-στοκράτες τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν τῷ μεταξύ, καθώς ἡ ἡμερομηνία ἀποπληρωμῆς τοῦ δανείου τῶν ἀριστοκρατῶν ἐξέπνευσε, στίς 4 Σεπτεμ-βρίου 1238 ἐξασφάλισαν τό ἀπαραίτητο ποσό γιά τήν ἀποπληρωμή ἀπό τόν Βενετό πατρίκιο Nicolas Quirino, πετυχαίνοντας μία νέα παράταση ὀκτώ ἤ δέκα μηνῶν, διάστημα μετά τήν παρέλευση τοῦ ὁποίου τό ἱερό λείψανο, εὑρισκόμενο πάντοτε στόν ναό τοῦ Παντοκράτορος τῆς Κων-σταντινουπόλεως, θά περιερχόταν στήν κυριότητα τοῦ δανειστῆ. Οἱ νέοι ὅροι ὑπογράφηκαν ἀπό τόν Anseau de Cayaeux34 (ἀντιβασιλέα ἐκείνη τήν ἐποχή) καί τούς Narrion de Toucy, Villaid’ Aulnoy (στρατάρχη τῆς αὐτο-κρατορίας), Gérard de Struens καί Milon Tirel (συμβούλους τοῦ αὐτοκράτο-ρα)35. Τόν Δεκέμβριο κατέφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀπεσταλ-μένοι τοῦ Λουδοβίκου Θ΄.
Μία νέα πράξη ὑπογράφηκε ἀπό τούς ἴδιους ἀριστοκράτες (μέ ἐξαίρεση τον Anseau de Cayaeux, ὁ ὁποῖος πιθανόν στό μεσοδιάστημα ἀπέθανε), μέ τήν ὁποία ζητοῦσαν ἀπό τόν Nicolas Quirino νά ἐπιστρέψει τό ἱερό λείψανο στούς τρεῖς ἀπεσταλμένους ἔναντι ἐξόφλησης τοῦ χρέους36. Ἀκολουθώντας τούς ἀνωτέρω ὅρους, οἱ ἀπεσταλμένοι Γάλλοι δομινικανοί ἀναχώρησαν στίς 25 Δεκεμβρίου 1238 γιά νά συνοδεύσουν τό ἱερό κειμήλιο στή Βενετία, ἀπ’ ὅπου θά τό ἐλάμβαναν ὑπό τήν κατοχή τους μόλις θά ἐξοφλεῖτο τό χρέος. Τό λείψανο μεταφέρθηκε διά πλοίου στή Βενετία μέ συνοδεία Γάλλων ἀριστοκρατῶν καί Βενετῶν πολιτῶν. Παρά τήν κακοκαιρία καί τίς προσπάθειες τοῦ Ἕλληνα αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Ἰωάννη Βατάτζη, ὁρκισμένου ἐχθροῦ τῆς λατινικῆς αὐτοκρατο-ρίας, νά τό πάρει πίσω, κατάφεραν νά φθάσουν στή Βενετία χωρίς ἀπώλειες καί νά τό ἐναποθέσουν στό θησαυροφυλάκιο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας.
Ἀφήνοντας πίσω τόν μοναχό Ἀνδρέα γιά νά φυλάσσει τό ἱερό λείψανο, ὁ Ἰάκωβος de Longjumeau, συνοδευόμενος ἀπό ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα, μετέβη ἄμεσα στή Γαλλία προκειμένου νά ἀνακοινώσει τά ἀποτελέσματα τῆς ἀποστολῆς του καί νά παραλάβει τό ἀπαιτούμενο ποσό γιά τήν ἐξόφληση τοῦ χρέους. Ἡ ἀποπληρωμή τοῦ χρέους ἐπι-τεύχθηκε τίς ἑπόμενες ἡμέρες (ἕνα μέρος του, καθώς οἱ ἀπεσταλμένοι δέν ἔλαβαν παρά 10.000 ἀπό τά 13.314 χρυσά νομίσματα). Οἱ σφραγῖδες πού κάλυπταν τό ἱερό λείψανο συγκρίθηκαν μέ αὐτές πού εἶχαν σφραγισθεῖ οἱ ἐπιστολές τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀναγνω-ρίσθηκαν ὡς αὐθεντικές. Μεταξύ Ἰανουαρίου καί Μαΐου τοῦ 1239, ὁ Λουδοβίκος ὁ Θ΄ ἔγραψε ἐπιστολή πρός τόν Φρειδερίκο Β΄ προκειμένου νά τοῦ ζητήσει ἄδεια διελεύσεως καί προστασία τῶν μεταφερόντων τό ἱερό κειμήλιο. Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή ἀποδεικνύει ὅτι ἡ μεταφορά τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἔγινε διά μέσου τῆς βόρειας Ἰταλίας καί τῆς Γερμανίας. Στίς 23 καί ὄχι στίς 29 Φεβρουαρίου, οἱ μεταφορεῖς του βρέθηκαν στό Vercelli τῆς Ἰταλίας. Ὅταν ἔφθασαν στήν Τρουά ἔστειλαν ἀγγελιαφόρους στόν βασιλέα γιά νά τόν εἰδοποιήσουν γιά τήν ἔλευση τοῦ λειψάνου σέ αὐτήν τήν πόλη.
Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος στά χέρια τῶν Γάλλων.
Ὁ βασιλεύς τῆς Γαλλίας ἔσπευσε νά τούς συναντήσει, συνοδευομένος ἀπό τήν μητέρα του καί τούς ἀδελφούς του, Robert d’Artois, Alphon-se de Poitiers, Charles d’Anjou, τόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Sens, Gautier Cornut, τόν ἐπίσκοπο τοῦ Puy, Bernard de Montaigu, καί ἄλλους ἀριστοκράτες καί ἱππότες. Πράγματι, ἡ βασιλική πομπή ὑποδέχθηκε τό ἱερό κειμήλιο στήν πόλη Villeneuve- l’Archevêque τήν 10η Αὐγούστου. Ἀφοῦ τό παρέλαβαν στό φρούριο Maulny le Repos (ἤ ἀλλιῶς Reposoir), ταυτοποήθηκαν ὡς αύθεντικές οἱ σφραγῖδες, μέ τίς ὁποῖες εἶχε σφραγισθεῖ τό ξύλινο κιβώτιο πού μετέφεραν οἱ δύο δομινικανοί μοναχοί, ἀνοίχθηκε τό κιβώτιο καί ἐντός του βρισκόταν μία ἀσημένια κασετίνα, σφραγισμένη μέ σφραγῖδες τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ σφραγῖδες ἐξετάσθηκαν καί ἀναγνωρίσθηκε ἡ γνησιότητά τους, τίς ἔσπασαν, ὅπως καί αὐτές τοῦ Δόγη τῆς Βενετίας πού εἶχαν προστεθεῖ γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια, καί βρῆκαν ἐντός μία χρυσή λάρνακα, ἡ ὁποία περιεῖχε τό ἱερό λείψανο. Ἡ λάρνακα ἀνοίχθηκε καί ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἐπιδείχθηκε σέ ὅλους τούς παρισταμένους.
Μετά ἀπό τίς δέουσες προσευχές, ἡ λάρνακα καί ἡ κασετίνα, ἐντός τῆς ὁποίας βρισκόταν ὁ στέφανος, σφραγίσθηκαν ἐκ νέου μέ τή σφραγίδα τοῦ Γάλλου βασιλέα αὐτή τή φορά. Τήν ἑπομένη, τήν 11η Αὐγούστου, ὁ ἀκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στή Sens διά λαμπρῆς λιτανείας. Ἡ πομπή σταμάτησε στήν εἴσοδο τῆς πόλεως καί ὁ βασιλεύς ἀσκεπής καί ἀνυπόδητος, φορώντας μόνον ἕνα λευκό χιτώνα, παρέλαβε τό ἱερό λείψανο ἐπί ἑνός φορτείου καί τό μετέφερε ἐπί τῶν ὤμων του μαζί μέ τόν μεγάλο ἀδελφό του, Robert d’Artois. Μετά τό Κονκορδάτο τοῦ 1801, ὁ ἀκάνθινος στέφανος, τμῆμα τοῦ Τιμίου Ξύλου καί ἕνας ἧλος (καρφί) τῆς Σταυρώσεως ἐναπετέθησαν, τό 1806, στόν ναό τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων, ὅπου ἐκτίθενται σέ προσκύνηση τήν πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα καί κάθε Παρασκευή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Γιά τόν ἀκάνθινο στέφανο βλ.:
PIERRE DOR, LES ÉPINES DE LA SA SAINTE COURONNE DU CHRIST EN FRANCE, Paris 2009, éd. F.-X. de Guibert. Τοῦ ἰδίου, «Les reliquaires de la Passion en France du Ve au XVe siècle», Centre d'archéologie et d'histoire médiévales des établissements religieux, 1999, σελ. 226. Dr. P. BARBET, La Passion de Jésus-Christ selon le chirurgien, Paris 1965, σελ. 127-129. Charles Rohault de Fleury, Mémoire sur les instruments de la passion de N.-S. J.-C., Féchoz et Letou- zey, 1883, σελ. 209. Philippe Boutry, Pierre Antoine Fabre, Dominique Ju-lia, Reliques modernes, Éditions de l'École des hautes études en sciences socialles, 2009, σελ. 55. Raymond Edward Brown, The death of the Messiah: from Gethsemane to the grave: a commentary on the Passion narratives in the four Gospels, Doubleday, 1994, σελ. 865-867. Jacques Giri, Les nouvelles hypothèses sur les origines du christianisme, éditions Karthala, 2011, σελ. 182. Jacques de Landsberg, L'art en croix : le thème de la crucifixion dans l'histoire de l'art, Renaissance Du Livre, 2001, σελ. 30. Gosselin, Jean-Edme-Auguste (1787-1858), Notice historique et critique sur la sainte couronne d'épines de Notre Seigneur Jésus-Christ et sur les autres instruments de sa Passion qui se conservent dans l'église métropolitaine de Paris, Paris, A. Le Clère, 1828.
F. DE MÉLY, Exuviae sacrae constantinopolitanae: Fasciculus documentorum minorum, ad 1904, III.
Epistola XLIX, 14, ad Macarium, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, ed. Gulielmus de Hartel, Vindobonae 1894.
A. FROLOW, La relique de la Vraie Croix, Paris 1961.
T. TOBLER-A. MOLINIER, Itinera Hierosolymitana, Genève 1879, ἐπανέκδοση 1966, Ι.
P. GEYER, Itinera Hierosolymitana, Corpus Ecclesiasticorum Latinorum XXXIV, Vienna 1898, I, II.
Commentaire du Psaume LXXXVI, P.L., LXX, 62.
De Gloria Martyrorum, ch. 7. P.L. 71, 712.
HERBERT DONNER, «Die Palästinabeschreibung des Epiphanius Monachus Hagiopolita», στό Zeitschrift des Deutschen Palästina-Vereins (1953-) Bd. 87, H. 1 (1971).
A. M. DU BARLE, Histoire ancienne du linceul de Turin, Paris 1985, σελ. 134- 135.
T. TOBLER, Descriptiones Terrae Sanctae, Leipzig 1874.
P.L. CXXI, 572. VINCENT & ABEL, 1914, II, 457, n. 3. 478, no XXVI.
L. LÉGER, La Chronique dite de Nestor, Paris 1884, σελ. 29. Les reliques: objets, cultes, symboles (Actes du Colloque international de l’Université du Littoral-Côte d’Opale). Boulogne-sur-Mer, 4-6, septembre 1997. Turnhout, Brepols, 1999, EDINA BOZOKY & ANNE-MARIE HELVETIUS, σελ. 58-59. CYRIL MANGO, Byzance et les reliques du Christ, Centre des recherche d’histoire et civili-sation de Byzance, monographie 17, éd. JANNIC DURAND-BERNARD FLUSIN, Paris 2004, σελ. 12.
P. RIANT, Exuviae sacrae Constantinopolitanae, Genève 1879, σελ. LV.
ULRICH HENZE, Die Kreuzreliquiare von Trier und Mettlach. Studien zur Beziehung zwischen Bild und Heiltum in der rheinischen Schatzkunst des frühen 13. Jahrhunderts, Münster 1988.
BERNHARD KREUTZ, «Heinrich von Ulmen (1175-1234). Ein Kreuzfahrer zwischen Eifel und Mittelmeer», στό Porträt einer Europäischen Kernregion. Der Rhein-Maas-Raum, Irsigler Franz καί Gisela Minn (ed.), στό Historischen Lebensbildern , Trier, Kilomedia Verlag, 2005.
Περί τῆς Θεοτόκου τοῦ Φάρου βλ.: J. EBERSOLT, San- ctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens trésors des églises de Constantinople (1921). HOL-GER A. ΚLEIN, «Sacred Relics and Imperial Ceremonies at the Great Palace of Constantino-ple», στό F. A. Bauer (Hrsg.), Visualisierungen von Herrschaft, BYZAS 5 (2006), σελ. 79-99. Περί τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου καί τῶν ἱερῶν κειμηλίων τῆς Παναγίας τοῦ Φάρου βλ: PAUL MAGDALINO, «L’église du Phare et les reliques de la Passion à Constantinople (VIIe/VIIIe-XIIIe siècles)», BYZANCE ET LES RELIQUES DU CHRIST, CENTRE DE RECHER-CHE D’HISTOIRE ET CIVILISATION DE BYZANCE, MONOGRAPHIES 17, Paris 2004, σελ. 15-30.
AUGUST HEISENBERG, Nikolaos Mesarites, Die Palastrevolution des Johannes Komnenos, Würzburg 1907.
MORAND, Histoire de la Sainte Chapelle.
CHARLES ROHAULT DE FLEURY, Mémoire sur les instruments de la passion de N.-S. J.-C. 1870.
Recueil des historiens des Gaules et de France, 1865.
A.L. VIDIER, Le Trésor de la Sainte-Chapelle, Inventaires Et Documents, 1911.
Le trésor de la Sainte’ Chapelle, Paris, Musée de Louvre, 2001.
ANTΩNIOY MHΛIAΡAKH, Ἱστορία τοῦ Βασιλείου τῆς Νικαίας καί τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου (1204-1261), ἐν Ἀθήναις 1994.