Ιερά Μητρόπολη Βελγίου
«Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων», Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Ἀπολλωνιάδος Ἰωακείμ
Χριστὸς Ἀνέστη, ἀδελφοί μου!
Τῆς Ἀναστάσεως οἱ καμπάνες ἠχοῦν
χαρμόσυνα. Τῆς ἀνοίξεως τὰ μυρόπνοα ἄνθη σκορποῦν παντοῦ μιᾶς
καινούργιας ζωῆς εὐωδιές. Ὅλα σκιρτοῦν καὶ χαίρουν κι ἀγάλλονται. Τὰ
σύμπαντα τοῦ Ἀνικήτου Νικητοῦ τὴ νίκη γλυκοψάλλουν. Ἄγγελοι κι
Ἀρχάγγελοι τοῦ Ἀνάρχου Λόγου τὸ θρίαμβο πανηγυρίζουν. Δοξάζουν τὸν
Ἀθάνατο κι ὑμνολογοῦν τὴ Ζωή, ἡ ὁποία ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε.
Ἡ βαριὰ πέτρα τοῦ τάφου ἔχει
ἀποκυλισθεῖ. Δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσει γιὰ πολὺ τὸν Ἀθάνατο. Οἱ ἐχθροί
Του πίστεψαν πὼς Τὸν σκότωσαν, ἀλλὰ δὲν γνώριζαν ὅτι «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν». Νόμισαν πὼς ὁ τάφος ἦταν τὸ τέλος ἀλλὰ δὲν κατάλαβαν πὼς ἦταν μιὰ καινούργια σωτήρια ἀρχή. Ἔκλεισαν τὸ στόμα ἐκεῖνου τοῦ «πλάνου»,
μὰ χιλιάδες ἄλλα στόματα ἄνοιξαν γιὰ νὰ διαλαλήσουν τὸ κήρυγμα τοῦ
Ναζωραίου. Ἔβαλαν φρουροὺς στὸν τάφο, ἀλλὰ λησμόνησαν πὼς Ἐκεῖνος
φρουρεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἀνομία Τὸν σκέπασε στὸ μνῆμα, ὅμως μὲ τὴν
Ὰνάστασή Του ξεσκέπασε τὸν δόλο.
Ἄν ἡ Σταύρωση τοῦ Κυρίου μας ἦταν θεληματικὴ θυσία καὶ ἀδυναμία, ἡ Ἀνάστασή Του εἶναι δεῖγμα τῆς παντοδυναμίας Του. «Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ ἅδου καθεῖλες τὴν δύναμιν», ψάλλει θριαμβευτικὰ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ πόλεμος ἐναντίον τοῦ θανάτου κρίθηκε. Ἔχασε τὴ δύναμή του. Νικήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνίκητο. «Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον; Ποῦ σου ἅδη τὸ νῖκος;».
Τὴ νύκτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ὁ Ἄδης σκυλεύθηκε καὶ ὁ θάνατος, ποὺ
ποδοπατοῦσε τὶς ἐλπίδες μας καὶ κατέστρεφε τὰ ὄνειρά μας, νεκρώθηκε.
Ἀνύποπτος ὁ Ἄδης, νόμιζε ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς θὰ ἦταν σὰν τοὺς ἄλλους
θνητούς, θὰ ἔμενε δηλαδὴ στὴν κατοχή του. Μόνο ὅταν εἶδε νὰ σείεται ἡ
Γῆ, ν’ ἀνοίγουν τὰ μνημεῖα, ν’ ἀνασταίνονται οἱ νεκροὶ καὶ νὰ δέχονται
τὸ Εὐαγγέλιο δισεκατομμύρια ψυχῶν, ποὺ ἀνέμεναν διψασμένες τὴν ἀλήθεια
καὶ τὴ ζωή, τότε κατάλαβε ὅτι νικήθηκε κατὰ κράτος, καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς
εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
«Ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες»!
Μὲ τὴν Ἀνάσταση νικήθηκε ὁ διάβολος. Κάποτε εἶχε νικήσει τὸν πρῶτον
Ἀδάμ. Τώρα ὁ δεύτερος Ἀδὰμ τῆς σωτηρίας τοῦ ἔχει συντρίψει τὸ κεφάλι.
Γιὰ τὴ συντριβὴ τοῦ διαβόλου εἶχε μιλήσει ἀμέσως μετὰ τὴν παρακοὴ ὁ
ἴδιος ὁ Θεός. «Αὐτὸς σου τηρήσει κεφαλὴν καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν».
Ὁ ἀπόγονος τῆς δευτέρας Εὔας – τῆς Παναγίας μας – θἄδινε τὸ τελευταῖο
κτύπημα τοῦ διαβόλου, καταστρέφοντας ὁλότελα τὴ δύναμή του. Γι’ αὐτὸ «ὁ Θεός αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα».
Ὁ Χριστὸς, «θανάτῳ θάνατον πατήσας»,
τὸν νίκησε, γιατὶ δὲν εἶχε τὴ ρίζα τοῦ θανάτου μέσα του: τὴν ἁμαρτία.
Ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ θεία τοῦ φύση εἶναι
ἀπαθής. Συνεπῶς «δυνάμει» ἀναστήθηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἡ
ἀνθρώπινη φύση, καὶ μπορεῖ πλέον ἀποτελεσματικὰ νὰ πολεμήσει τὴν
ἁμαρτία. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον ἐξορία, εἶναι μόνον ἕνα βιολογικὸ
γεγονός, ποὺ ὁδηγεῖ ὑποχρεωτικὰ στὴν αἰωνιότητα. Δὲν εἶναι παρὰ ἡ σκάλα
τοῦ Ἰακώβ τῆς ὁποίας τὸ κάτω μέρος ἐδράζεται στὸ σκοτεινὸ τάφο, ἀλλὰ ἡ
κορυφή της φθάνει στὴν αἰώνια δόξα τ’ οὐρανοῦ. Βρήκαμε, ἀδελφοί μου τὸ
μονοπάτι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ δικαίωση δὲν εἶναι ὄνειρο καὶ πόθος.
Εἶναι πλέον μιὰ γλυκιὰ πραγματικότητα. «Παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν». Μιὰ πραγματικότητα ποὺ μᾶς ἐγγυᾶται τὸν οὐρανό! «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ καινὰ γέγονε τὰ πάντα».
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρουν
ὅτι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου Του πάνω στὸν Σταυρὸ ὁλοκληρωνόταν ἡ ἕβδομη
ἡμέρα τῆς δημιουργίας. Ὁ θάνατός Του ἔγινε πηγὴ ἀθανασίας. Καὶ ἀπὸ τὴν
ὥρα τῆς ἀναστάσεώς Του ἄρχισε ἡ πρώτη φάση τῆς ὀγδόης ἡμέρας τῆς
ἀναδημιουργίας, ἡ ὁποία δὲν θὰ τελειώσει ποτέ, γιατὶ εἶναι ἡ ἴδια ἡ
αἰωνιότητα. Μέσα σ’αυτὴν τὴν ἡμέρα ζοῦν οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων. Μὲ τὰ
μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας συνεχῶς ἀκυρώνουν τὸν θάνατο καὶ μεταβαίνουν εἰς
τὴ Ζωή. Σ’ αὐτὴν ἔζησαν καὶ ζοῦν ὅλοι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, ποὺ ἔτρεχαν
καὶ τρέχουν μὲ χαρούμενη τὴν ὄψη πρὸς τὸ μαρτύριο γιατὶ ὁ θάνατος
νεκρώθηκε. Εἶναι ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Τὸ μεσημβρινὸ σκοτάδι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, τὸ ἔχει διαδεχθεῖ ἡ φωτοπλημμύρα τῆς Λαμπρῆς.
Χωρὶς τὴν Ἀνάσταση θὰ ἦταν ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας μας στὸν κόσμο. Δὲν θὰ εἶχε νόημα ἡ πίστη μας: «Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγείγερται κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ καὶ ἡ πίστις ἡμῶν». Ὅλα ἄδεια, ὅλα ἀπατηλά, ὅλα θὰ ἦταν ἕνας «σεσοφισμένος μῦθος»,
χωρὶς τὴν Ἀνάσταση, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ τὸ νόημα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’
αὐτὸ ἡ Κιβωτὸς τῆς σωτηρίας μας δὲν ἔχει ἄλλο σκοπό, παρὰ νὰ δίδει στὸν
κόσμο, μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπίσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Λυτρωτοῦ, ἄλλοτε μὲ τρόπο «ἡσυχαστικὸ» καὶ ἄλλοτε μὲ τρόπο «μαρτυρικὸ» τὴ «μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Νὰ προσφέρει σὲ ὅλους ζωὴ καὶ ἀνάσταση, ἔλεος καὶ σωτηρία. Μ’ αὐτὴ τὴ βάση προσλαμβάνει τὸν «πεπτωκότα»
κόσμο, τὸν μεταμορφώνει καὶ τὸν ἀνασταίνει αἰώνια. Ὁ κόσμος ἀποκτᾶ
νόημα μόνο μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Χωρὶς Ἀνάσταση εἶναι μὴ νοητὴ ἡ
ζωή μας. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ ἀνάστασή μας.
«Ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως» ἀδελφοί
μου! Οἱ καρδιές μας ἄς πληρωθοῦν μὲ τὴ Χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως. Τὰ στόματα
ἄς ψάλλουν ἐπινίκιους ὕμνους. Τὰ χέρια ἄς ὑψωθοῦν στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ
δοξολογήσουν τὸν Κύριο. «Λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα»
δίδοντας τὸ φίλημα τῆς ἐν Χριστῷ Ἀγάπης. Οἱ ἐχθροὶ ἄς δώσουν τὰ χέρια
μὲ τὴν ὑπόσχεση μιᾶς καινούργιας ἀγάπης καὶ φιλίας. Ὅλοι νὰ χαροῦμε καὶ
νὰ πανηγυρίσουμε, «καὶ τὴν χαράν ἡμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ἡμῶν». Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Λυτρωτοῦ εἶναι ἡ ὑπογραφὴ τοῦ Θεοῦ στὸ συμβόλαιο τῆς σωτηρίας μας. Μποροῦμε νὰ χαροῦμε τώρα ἀφοῦ «σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται καὶ χαίρει»
καὶ ἡ νίκη εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολη. Χάθηκαν οἱ παλιοὶ λογαριασμοὶ καὶ τὰ
χρεωστικὰ γραμμάτια. Σχίσθηκαν στὸ δοξασμένο ξύλο τοῦ Σταυροῦ.
Μὲ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξαν οἱ καρδιές, πλημμυρίζοντας ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἀνέσπερο Φῶς. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός».
Μ’ αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο Φῶς πρέπει νὰ περιλουσθοῦμε γιὰ νὰ βιώσουμε τὴ
ζωὴ τῆς Ἀναστάσεως. Γιὰ νὰ νιώσουμε τὸ ἀληθινὸ Πάσχα (μετάβαση), ἔχουμε
ἀνάγκη νὰ μεταβοῦμε μέσα ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ θάλασσα τῆς Γῆς στὸ Φῶς τῆς
Βασιλείας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Μάλιστα, ὅταν σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς
ἔκανε Πάσχα πρῶτος Αὐτός, ὅταν δηλαδὴ «διέβη» ἀπὸ τὴ θεία Του
φύση πρὸς τὴν ἀνθρώπινη. Μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του τὴν προσέλαβε γιὰ νὰ τὴν
σώσει. Τώρα, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀναμένει καὶ τὸ δικό μας Πάσχα,
δηλαδὴ τὴν προσωπική μας μετάβαση πρὸς Αὐτὸν γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του
καὶ νὰ συναναστηθοῦμε στὴν ἄπειρη Βασιλεία Του. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
εἶναι ἡ ζωή μας καὶ τὸ φῶς μας· εἶναι ἡ κατὰ χάριν Θέωσή μας.
Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος! Ἀδελφοί μου.
† ὁ Ἀπολλωνιάδος Ἰωακείμ
† ὁ Ἀπολλωνιάδος Ἰωακείμ