Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΚΑΙ ΠΕΝΤΑΡΧΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ 1054, ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΥΣΗΣ – ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ


Αποστολίδης Αλκιβιάδης, Εκπαιδευτικός Α/βαθμιας

«Μέχρι τίνος οἱ τοῦ αὐτοῦ Χριστοῦ, καὶ τῆς αὐτῆς πίστεως βάλλομεν ἀλλήλους καὶ κατατέμνομεν; μέχρι τίνος οἱ τῆς αὐτῆς Τριάδος προσκυνηταὶ δάκνομεν ἀλλήλους καὶ κατεσθίομεν, ἕως ἂν ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῶμεν, καὶ ὑπὸ τῶν ἔξωθεν ἐχθρῶν εἰς τὸ μηκέτι εἶναι χωρήσωμεν;»

Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός

Με αφορμή την οδυνηρή επέτειο του Σχίσματος των Εκκλησιών αποφάσισα να γράψω στηριγμένος σε εκκλησιαστικές και ιστορικές πηγές της εποχής σχετικά με σημαντικά ζητήματα που άπτονται θεολογικής φύσεως και υπήρξαν αιτίες της ακοινωνησίας των Αποστολικών Εκκλησιών της Ανατολής με τον Αποστολικό Θρόνο της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Το πιο σημαντικό θέμα που διαίρεσε την Εκκλησία είναι η θεώρηση του παπικού πρωτείου. Πώς το αντιλαμβάνεται η Ρώμη; Πώς το αντιλαμβάνονται οι Ανατολικές Εκκλησίες; Τι φαίνεται στα γραπτά της 1ης χιλιετίας; Τι είναι η Πενταρχία στην Εκκλησία; Η αλήθεια πάντα βρίσκεται στη μέση. Και μπορεί να διαλευκανθεί, αν ανατρέξει κανείς στις εκκλησιαστικές εκείνες πηγές της ορθοδοξίας (ως ορθοδοξία εδώ εννοείται η ορθή, αποστολική και πατερική πίστη και παράδοση της αδιαίρετης εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας και όχι απαραίτητα ο κόσμος των Εκκλησιών της καθ’ ημάς Ανατολής) χωρίς να έχει προκαταλήψεις και προσωπικά πάθη για το ζήτημα, αλλά με την κατά το ανθρώπινο δυνατό αντικειμενική προσέγγιση. Βεβαίως, στη συνείδηση ημών των ανατολικών χριστιανών, είναι η Εκκλησία μας που είναι Ορθόδοξη και την ομολογούμε ως τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική του Χριστού Εκκλησία κι αυτό επιβεβαιώθηκε περίτρανα και στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης το 2016. Όμως, εξετάζοντας πάντοτε τις πηγές της εποχής εκείνης, δύναται κανείς να αναγνωρίσει λάθη, να αντιληφθεί βαθύτερα τα αίτια των προβλημάτων, να κατανοήσει τον έτερο και μαζί να εργαστούν στη γεφύρωση του χάσματος ἵνα πάντες ἕν ὦσιν.

Την Εκκλησία της Ρώμης τη συναντάμε ήδη στην Καινή Διαθήκη. Γράφει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «ἡ πίστις ὑμῶν καταγγέλλεται ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ» (Ρωμ. 1:8). Ήταν δηλαδή πασιφανής η πίστη των πρώτων χριστιανών της τότε πρωτεύουσας Ρώμης ήδη από τα αποστολικά χρόνια. Άλλωστε η υμνολογία της καθ’ ημάς Ανατολής φανερώνει την αρχαία παράδοση ότι οι πρωτοκορυφαίοι των Αποστόλων, ο Πέτρος και ο Παύλος, μαρτύρησαν και οι δυο στη Βασιλίδα Ρώμη: «Ἑορτὴ χαρμόσυνος, ἐπέλαμψε τοῖς πέρασι σήμερον, ἡ πάνσεπτος μνήμη τῶν σοφωτάτων Ἀποστόλων, καὶ κορυφαίων Πέτρου καὶ Παύλου· διὸ καὶ Ῥώμη συγχαίρει χορεύουσα. Ἐν ᾠδαῖς καὶ ὕμνοις ἑορτάσωμεν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοί, τὴν πανσεβάσμιον ταύτην ἡμέραν, βοῶντες πρὸς αὐτούς· Χαῖρε, Πέτρε Ἀπόστολε, καὶ γνήσιε φίλε, τοῦ σοῦ διδασκάλου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Χαῖρε Παῦλε παμφίλτατε, καὶ κήρυξ τῆς πίστεως, καὶ διδάσκαλε τῆς οἰκουμένης, Ὡς ἔχον παρρησίαν, ζεῦγος ἁγιόλεκτον, Χριστὸν τὸν Θεόν ἡμῶν ἱκετεύσατε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.» (Δοξαστικό της εορτής των Αγίων και Πρωτοκορυφαίων Πέτρου και Παύλου) Για τη Ρώμη ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (αποστολικός πατήρ της Εκκλησίας) μιλάει ως εξής στο προοίμιο της προς Ρωμαίους επιστολής του: « Ἰγνάτιος, ὁ καὶ Θεοφόρος, τῇ ἐλεημένῃ ἐν μεγαλειότητι πατρὸς ὑψίστου καὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ μόνου υἱοῦ αὐτοῦ ἐκκλησίᾳ ἠγαπημένῃ καὶ πεφωτισμένῃ ἐν θελήματι τοῦ θελήσαντος τὰ πάντα ἃ ἔστιν, κατὰ πίστιν καὶ ἀγάπην Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ θεοῦ ἡμῶν, ἥτις καὶ προκάθηται ἐν τόπῳ χωρίου Ῥωμαίων, ἀξιόθεος, ἀξιοπρεπής, ἀξιομακάριστος, ἀξιέπαινος, ἀξιοεπίτευκτος, ἀξιόαγνος καὶ προκαθημένη τῆς ἀγάπης, χριστώνυμος, πατρώνυμος, ἣν καὶ ἀσπάζομαι ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ.»[1] Ο δε Άγιος Ειρηναίος του Λουγδούνου (επίσης αποστολικός πατήρ της Εκκλησίας) στο 3 Βιβλίο του Κατά Αιρέσεων αναφέρει: «Ὁ μὲν δὴ Ματθαῖος ἐν τοῖς Ἑβραίοις τῇ ἰδίᾳ αὐτῶν διαλέκτῳ καὶ γραφὴν ἐξήνεγκεν εὐαγγελίου, τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου ἐν Ῥώμῃ εὐαγγελιζομένων καὶ θεμελιούντων τὴν ἐκκλησίαν… Θεμελιώσαντες οὖν καὶ οἰκοδομήσαντες οἱ μακάριοι ἀπόστολοι τὴν ἐκκλησίαν, Λίνῳ τὴν τῆς ἐπισκοπῆς λειτουργίαν ἐνεχείρισαν· τούτου τοῦ Λίνου Παῦλος ἐν ταῖς πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολαῖς μέμνηται.»[2] Παρατηρούμε δηλαδή ότι η Εκκλησία της Ρώμης ιδρύθηκε από τους 2 πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, οι οποίοι τοποθέτησαν τον Άγιο Λήνο ως πρώτο επίσκοπο της Βασιλίδας πόλης και μαρτύρησαν εκεί. Η δε πίστη της Εκκλησίας των Ρωμαίων ήταν πασιφανής και υποδειγματική. Ο Άγιος Κυπριανός Καρθαγένης στην 59η επιστολή του αναφέρεται στη Ρωμαϊκή Εκκλησία ως εξής: «…ad Petri cathedram atque ad ecclesiam principalem unde unitas sacerdotalis exorta est…»[3] δηλαδή «…προς την καθέδρα του Πέτρου και προς την πρωταρχική εκκλησία από την οποία απορρέει η ιερατική ενότητα…» Ο λόγος του ότι η Εκκλησία της Ρώμης ήταν ιδρυμένη από τους πρωτοκορυφαίους αποστόλους και στο κέντρο του τότε γνωστού κόσμου, την πρωτεύουσα της τεράστιας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έκανε τις τοπικές εκκλησίες να στρέφονται γύρω από τη Ρώμη και να τη θεωρούν κέντρο τους ήδη από τις απαρχές του Χριστιανισμού, όπως παρατηρήσαμε. Και όχι άδικα.

Όσο περνούσαν τα χρόνια άρχισαν να ξεπηδούν διάφορες αιρέσεις. Όταν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας και Ισαπόστολος έκανε το Χριστιανισμό νόμιμη θρησκεία της αυτοκρατορίας, οι χριστιανικές εκκλησίες έζησαν κρίση με την αρειανική έριδα. Αποκαταστάθηκε με την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325). Στους κανόνες της Συνόδου βλέπουμε 3 Αποστολικές Εκκλησίες να έχουν ένα κύρος και μια αυθεντία σε σύγκριση με τις υπόλοιπες. Αυτές οι Εκκλησίες είναι η Εκκλησία της Βασιλίδος και Πρεσβυτέρας Ρώμης, της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας και της μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας. Είναι φανερό και στον ΣΤ’ κανόνα της Συνόδου που λέει: «Τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ Λιβύῃ καὶ Πενταπόλει, ὥστε τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐπίσκοπον πάντων τούτων ἔχειν τὴν ἐξουσίαν· ἐπειδὴ καὶ τῷ ἐν Ῥώμῃ ἐπισκόπῳ τοῦτο σύνηθές ἐστιν. Ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπαρχίαις, τὰ πρεσβεῖα σῴζεσθαι ταῖς ἐκκλησίαις.»[4] Μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο ξέσπασε μια εκ νέου κρίση στην Ανατολή με επικράτηση επισκόπων αρειανικού φρονήματος. Οι αιρετικοί αυτοί ακόλουθοι του Αρείου εκθρόνισαν τον Άγιο Αθανάσιο τον Μέγα, Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας το 341. Εκείνος για να δικαιωθεί προσέφυγε στον Πάπα Ρώμης Ιούλιο Α’, ο οποίος ήταν πιστός στα δόγματα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και αποκατέστησε τον Άγιο Αθανάσιο στο θρόνο του σε μια σύνοδο το 342. Για την προηγούμενη σύνοδο που συγκλήθηκε κατά του Αγίου Αθανασίου γράφει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ερμείας Σωζομενός ότι ειπώθηκε το εξής: «εἶναι γὰρ νόμον ἱερατικὸν, ὡς ἄκυρα ἀποφαίνειν τὰ παρὰ γνώμην πραττόμενα τοῦ Ῥωμαίων ἐπισκόπου».[5] Εδώ βλέπουμε ένα ιδιαίτερο προνόμιο που είχε ο πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας. Έπρεπε να είναι σύμφωνη και η δική του γνώμη σε μια σύνοδο, ώστε να θεωρείται κανονική.  Ένα άλλο προνόμιο του πρώτου επισκόπου της Εκκλησίας είναι το προνόμιο της εκκλήτου προσφυγής. Αν ένας κληρικός αντιμετωπίζει προβλήματα κανονικής φύσεως και έχε δικαστεί από τις κατά τόπους συνόδους και θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο έχει το δικαίωμα να κριθεί και από την Σύνοδο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (προνόμιο που έλαβε σε επόμενες Συνόδους και ο Κωνσταντινουπόλεως). Αυτό φαίνεται στους κανόνες Γ’, Δ’ και Ε’ της Συνόδου της Σαρδικής. Παράδειγμα ο Δ’ κανόνας αναφέρει: «Γαυδέντιος ἐπίσκοπος εἶπεν· Ἐάν τις ἐπίσκοπος καθαιρεθῇ τῇ κρίσει τῶν ἐπισκόπων τῶν ἐν γειτνίᾳ τυγχανόντων, καὶ φάσκῃ πάλιν ἑαυτῷ ἀπολογίας πρᾶγμα ἐπιβάλλειν, μὴ πρότερον εἰς τὴν καθέδραν αὐτοῦ ἕτερον ὑποκαταστῆναι, ἐὰν μὴ ὁ τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπος ἐπιγνούς, περὶ τούτου ὅρον ἐξενέγκῃ.»[6]

Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως συγκλήθηκε το 381 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’, για να αποκατασταθεί η Εκκλησία στην Ανατολή συμμορφούμενη με τα δόγματα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και να καταπολεμηθεί η αίρεση των πνευματομάχων. Ο όρος της Α’ Οικουμενικής Συνόδου με τον όρο της Β’ Οικουμενικής Συνόδου αποτελούν το λεγόμενο «Σύμβολο της Πίστεως» που αποδέχονται και ομολογούν οι χριστιανοί. Σ’ αυτή τη Σύνοδο ο Γ’ κανόνας της υψώνει τον Αποστολικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως στη 2η θέση μετά τη Ρώμη: «Τὸν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην.» Κι έτσι, αθροιστικά με τους κανόνες ΣΤ’ και Ζ’ της Α’ Οικουμενικής Συνόδου συν τον Γ’ κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, έχουμε την εξής διαμόρφωση στα πρεσβεία τιμής των Αποστολικών Θρόνων: Την πρώτη θέση κατέχει η Εκκλησία της Ρώμης, τη δεύτερη θέση κατέχει η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, την τρίτη θέση κατέχει η Εκκλησία της Αλεξανδρείας, την τέταρτη θέση κατέχει η Εκκλησία της Αντιοχείας και την πέμπτη θέση κατέχει η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ. Αυτή η σειρά είναι ενδεικτική του αποστολικού κύρους και της αυθεντίας των πέντε αυτών Θρόνων της Εκκλησίας, ο οποίος είναι γνωστός ως Πενταρχία.[7]

Στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου που συγκλήθηκε το 431 για να αντιμετωπιστεί η αίρεση του Νεστορίου με το διαχωρισμό της υπόστασης του Χριστού διαβάζουμε στη δεύτερη συνεδρία της Συνόδου έναν τοποτηρητή του Πάπα Κελεστίνου τον επίσκοπο Αρκάδιο να λέει προς τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας: «Κελευσάτω ἡ ὑμετέρα μακαριότης, τὰ προσενεχθέντα ἡμῖν γράμματα τοῦ ἁγίου καὶ μετὰ πάσης προσκυνήσεως ὀνομαζομένου πάπα Κελεστῖνου, τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας ἐπισκόπου, ἀναγνωσθῆναι’ ἐξ ὧν γνῶναι δυνήσεται ἡ ὑμετέρα μακαριότης, ποίαν ἔχει φροντίδαν πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν».[8] Εδώ βλέπουμε και πάλι ότι ο Αποστολικός Θρόνος της πρεσβυτέρας Ρώμης, ως πρώτη Καθέδρα της Εκκλησίας, έχει τη φροντίδα όλων των Εκκλησιών. Στην ίδια Σύνοδο παράλληλα αναγνωρίστηκε από όλους η αυτοκεφαλία της Αποστολικής Εκκλησίας της Μεγαλονήσου Κύπρου με τον Η’ κανόνα της: «Πρᾶγμα παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καινοτομούμενον, καὶ τῆς πάντων ἐλευθερίας ἁπτόμενον, προσήγγειλεν ὁ θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος Ῥηγῖνος, καὶ οἱ σῦν αὐτῷ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι τῆς Κυπρίων ἐπαρχίας, Ζήνων καὶ Εὐάγριος. Ὅθεν, ἐπειδὴ τὰ κοινὰ πάθη μείζονος δεῖται τῆς θεραπείας, ὡς καὶ μείζονα τὴν βλάβην φέροντα, καὶ μάλιστα εἰ μηδὲ ἔθος ἀρχαῖον παρηκολούθησεν, ὥστε τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἀντιοχέων πόλεως τὰς ἐν Κύπρῳ ποιεῖσθαι χειροτονίας, καθὰ διὰ τῶν λιβέλλων καὶ τῶν οἰκείων φωνῶν ἐδίδαξαν οἱ εὐλαβέστατοι ἄνδρες, οἱ τὴν πρόσοδον τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ ποιησάμενοι, ἔξουσι τὸ ἀνεπηρέαστον καὶ ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν, τῶν κατὰ τὴν Κύπρον, προεστῶτες, κατὰ τοὺς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων, καὶ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ ἑαυτῶν τὰς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι· τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων διοικήσεων, καὶ τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται…»[9]

Αργότερα, στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451, όπου καταδικάστηκε η αίρεση του μονοφυσιτισμού και ομολογήθηκαν οι δύο τέλειες φύσεις του Χριστού σε μια υποστατική ένωση ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως, βλέπουμε ξεκάθαρα όλα τα προνόμια της Ρωμαϊκής Εκκλησίας καθώς και τα πρεσβεία των υπόλοιπων 4 Αποστολικών Εκκλησιών της Ανατολής και τις τιμητικές τους θέσεις, καθώς επίσης και ποιες είναι οι δικαιοδοσίες τους. Σε αυτή τη Σύνοδο επίσης με ομοφωνία όλων των ανατολικών εκκλησιών πέρα από την επικύρωση της 2ης θέσης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, έχουμε και παραχώρηση από τους αγίους συνοδικούς πατέρες ισοδυναμίας στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως με την Εκκλησία της Ρώμης. Σε επιστολές επισκόπων προς τον Πάπα Ρώμης Άγιο Λέοντα βλέπουμε να τον προσφωνούν ως «Οικουμενικό Αρχιεπίσκοπο και Πατριάρχη». Ο ίδιος ο Πάπας Άγιος Λέων γράφει σε επιστολή προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο για το θέμα της συγκλήσεως της Συνόδου στην Ιταλία «ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς συνόδοις τοσαύτην ἡμεῖς εἰλήφαμεν παρρησίαν παρὰ τοῦ ἀγιωτάτου Πέτρου και κορυφαίου τῶν ἀποστόλων, ὡς ἔχειν τὴν αὐθεντίαν ἐκδικεῖν τὴν ἀλήθειαν ὑπὲρ τῆς ἡμῶν εἰρήνης…»[10], δείχνοντας τη συνείδηση του ως έχων αποστολική αυθεντία. Ο δε επίσκοπος Πασκασίνος, τοποτηρητής του Πάπα Λέοντα, κατά την πρώτη συνεδρία της Συνόδου είπε: «τοῦ μακαριωτάτου καὶ ἀποστολικοῦ ἐπισκόπου τῆς Ῥωμαίων πόλεως κεφαλῆς ὑπάρχοντος πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν, προστάξεις ἔχομεν ἐν αἶς κατηξίωσεν διαλαλῆσαι ὅπως Διόσκορος μὴ συγκαθεσθῆι τῶι συνεδρίῳ, εἰ δὲ ἐπιχειρήσοι τοῦτο τολμῆσαι, ἐκβληθείη…»[11] Στην ίδια συνεδρία της Συνόδου βλέπουμε πάλι τον επίσκοπο και τοποτηρητή του Αγίου Λέοντα τον Λουκίνσιο να λέει για τον Διόσκορο: «Τῆς ἰδίας κρίσεως λόγον ἀποδότω. Πρόσωπον  γὰρ ἥρπασεν τοῦ κρίνειν, ὅπερ οὐκ ἐκέκτητο’ σύνοδον ἐτόλμησεν ποιῆσαι ἐπιτροπῆς δίχα τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου, ὅπερ οὐδέποτε γέγονεν οὐδὲ ἐξὸν γενέσθαι.»[12] Παρατηρούμε από αυτά ότι η Εκκλησία της Ρώμης καλείται Αποστολικός Θρόνος, κεφαλή όλων των εκκλησιών και ανώτατο δικαστήριο της καθόλου Εκκλησίας’ ο δε προκαθήμενος της έχει τον τίτλο του Οικουμενικού Αρχιερέα και διαδόχου του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος μεριμνά για όλους τους αδελφούς του επισκόπους των κατά τόπους εκκλησιών. Οι συνοδικοί πατέρες των Εκκλησιών της Ανατολής θέλησαν να δώσουν τα αυτά προνόμια και στον Αρχιεπίσκοπο Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως επειδή ήδη από τον 4ο αιώνα είχε ξεκινήσει, όπως είδαμε και στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο, να δέχεται εκκλήτους προσφυγές από άλλους Θρόνους στην Ανατολή και να κρίνει τις υποθέσεις τους. Έτσι βλέπουμε για παράδειγμα τον επίσκοπο Λαοδικείας Νουνέχιο να λέει κατά την δέκατη έκτη συνεδρία: «ἡ δόξα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δόξα ἡμῶν ἐστί’ τῆς γὰρ ἐντεύθεν τιμῆς καὶ ἡμεῖς μετέχομεν, ἐπειδὴ καὶ τὰς μερίμνας ἡμῶν ἀναδέχεται…»[13] Έτσι λοιπόν παρατηρούμε στους κανόνες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου και αυτήν την περαιτέρω ύψωση του Αποστολικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως σε κέντρο των Ανατολικών Αποστολικών Εκκλησιών πράγμα που φαίνεται στους κανόνες Θ’, ΙΖ’ και ΚΗ’. Αποδίδεται στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, ιδρυμένη, σύμφωνα με την παράδοση, από τον Απόστολο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο, το προνόμιο να δέχεται εκκλήτους προσφυγές και να κρίνει υποθέσεις και άλλων Θρόνων εκουσίως, έχοντας δεύτερη θέση μετά την Ρωμαϊκή Εκκλησία. Επίσης, της αποδίδονται ως δικαιοδοσίες οι περιοχές της Θράκης, της Ασιανής και της Ποντικής. Για του λόγου το αληθές ενδεικτικά παραθέτω τον Θ’ κανόνα και τον ΚΗ’ κανόνα. Θ’ κανόνας: «Εἴ τις κληρικὸς πρὸς κληρικὸν πρᾶγμα ἔχει, μὴ ἐγκαταλιμπανέτω τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, καὶ ἐπὶ κοσμικὰ δικαστήρια μὴ κατατρεχέτω, ἀλλὰ πρότερον τὴν ὑπόθεσιν γυμναζέτω παρὰ τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, ἢ γοῦν, γνώμῃ αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, παρ᾿ οἷς ἂν ἀμφότερα τὰ μέρη βούλωνται, τὰ τῆς δίκης συγκροτείσθω· εἰ δέ τις παρὰ ταῦτα ποιήσοι, κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω. Εἰ δὲ κληρικὸς πρᾶγμα ἔχει πρὸς τὸν ἴδιον, ἢ καὶ πρὸς ἕτερον ἐπίσκοπον, παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας δικαζέσθω. Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος, ἢ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ δικαζέσθω.»[14] ΚΗ’ κανόνας: «Πανταχοῦ τοῖς τῶν ἁγίων Πατέρων ὅροις ἑπόμενοι, καὶ τὸν ἀρτίως ἀναγνωσθέντα κανόνα τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφιλέστατων ἐπισκόπων, τῶν συναχθέντων ἐπὶ τοῦ τῆς εὐσεβοῦς μνήμης Μεγάλου Θεοδοσίου, τοῦ γενομένου βασιλέως ἐν τῇ βασιλίδι Κωνσταντινουπόλεως Νέᾳ Ῥώμῃ, γνωρίζοντες, τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης· καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῶ κινούμενοι οἱ ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ῥώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τὴν βασιλείᾳ καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ῥώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ ἐκείνην ὑπάρχουσαν. Καὶ ὥστε τοὺς τῆς Ποντικῆς, καὶ τῆς Ἀσιανῆς, καὶ τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δὲ καὶ τοὺς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προειρημένου ἁγιωτάτου θρόνου τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας· δηλαδὴ ἑκάστου μητροπολίτου τῶν προειρημένων διοικήσεων μετὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων χειροτονοῦντος τοὺς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπους, καθὼς τοῖς θείοις κανόσι διηγόρευται· χειροτονεῖσθαι δέ, καθὼς εἴρηται, τοὺς μητροπολίτας τῶν προειρημένων διοικήσεων παρὰ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἀρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατὰ τὸ ἔθος γινομένων, καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν ἀναφερομένων.»[15] Βεβαίως, οφείλουμε να μην παραλείψουμε το γεγονός ότι αυτή η ύψωση του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως δεν πέρασε δίχως αντιδράσεις από την πλευρά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Αυτό είναι φανερό στις επιστολές αντίδρασης του Αγίου Πάπα Λέοντα και στην άρνηση του να συμπεριλάβει τον ΚΗ’ κανόνα στο σώμα των κανόνων της Οικουμενικής αυτής Συνόδου. Λέει για παράδειγμα ο Άγιος Πάπας Λέων προς τον Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιο, επιμένοντας στην τάξη που όριζε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος με τα πρεσβεία των 3 Αποστολικών Θρόνων: «Μηδὲ τοῦ Ἀλεξανδρέων θρόνου τῆς τιμῆς ἧστινος διὰ τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ εὐαγγελιστοῦ τοῦ μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Πέτρου ἠξιώθη, παραπόληται μήτε διὰ Διόσκορον τὴν ἰταμότητα τῆς ἰδίας δυσσεβείας πεσόντα τὸ φῶς τῆς τοσαύτης ἐκκλησίας σκότῳ ἀλλοτρίῳ ἀμαυρωθείη. Καὶ ἡ Ἀντιοχέων ὁμοίως ἐκκλησία, ἐν ἧι τὸ πρώτον διδάσκοντος τοῦ μακαριωτάτου ἀποστόλου Πέτρου τὀ τοῦ Χριστοῦ ὄνομα ἤρξατο, ἐν τῆι τῶν πατέρων διατυπώσει παραμενέτω καὶ ἐν τῶι τρίτῳ βαθμῶι ἱδρυνθεῖσα μήποτε ἐαυτῆς γένηται ἐλάσσων…»[16] Και προς τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό γράφει για το ίδιο θέμα το εξής: «Τὰ γὰρ προνόμια τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν τοῖς τῶν πατέρων κανόσι καὶ τῆς σεπτῆς συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ τοῖς δόγμασι τετυπωμένα ἐξ ουδεμιᾶς δύναται ἀναιδείας παρασπασθῆναι οὖτε μὴν οὐδεμιᾶι καινότητι ἐναλλάττεσθαι.»[17]  Εν τούτοις, όμως, αυτό δεν ίσχυε για τους Ανατολικούς Αποστολικούς Θρόνους, οι οποίοι ήθελαν τον κανόνα και τον δέχτηκαν και συνέχιζαν διαχρονικώς αυτή την πρακτική.

Ακολουθώντας το Ενωτικό του Αυτοκράτορα Ζήνωνα (482), ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος έκανε προσπάθειες να πείσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο Β’ να αναθεματίσει την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία ήταν αποδεκτή και από τον κλήρο και από το λαό της Πόλης. Ο μοναχός Θεοφάνης στη Χρονογραφία του μας αναφέρει την εξής απάντηση του Πατριάρχη Μακεδονίου που είναι ενδεικτική του ανατολικού φρονήματος περί πενταρχίας, παπικού πρωτείου και συνοδικότητας: «Χωρὶς οἰκουμενικῆς συνόδου ἐχούσης πρόεδρον τὸν  Ῥώμης ἐπίσκοπον ἀδύνατον ποιῆσαι τοῦτο»[18]. Δείχνει δηλαδή την πάγια θέση των πρεσβυγενών Ανατολικών Εκκλησιών για το σύστημα της συνοδικότητας με πρόεδρο τον πρώτο επίσκοπο της Εκκλησίας, δηλαδή τον Πάπα της Ρώμης. Με το Ενωτικό του Ζήνωνα και ακολούθως με την ίδια πολιτική του Αναστασίου είχαμε και ένα σχίσμα μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης από 484-519, το γνωστό ως Ακακιανό Σχίσμα (από τον Πατριάρχη Ακάκιο), το οποίο έληξε επί Αυτοκράτορα Ιουστίνου Α’, Πάπα Ρώμης Ορμίσδα και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου εκ Καππαδοκίας. Κατά τη διάρκεια αυτού του Σχίσματος έλαβαν χώρα στη Ρώμη δύο τοπικές Σύνοδοι επί Πάπα Γελασίου Α’. Η Σύνοδος του 494 επιβεβαίωσε τον κανόνα των βιβλίων της θείας Γραφής που χρησιμοποιεί η Εκκλησία της Ρώμης, ο οποίος είναι ο ίδιος με της Ανατολής με εξαίρεση τα βιβλία Μακκαβαίων Β’ και Μακκαβαίων Γ΄. Βλέπουμε στο δεκρέτο του Αγίου Πάπα Γελασίου να ορίζονται τα εξής: «Est ergo prima Petri apostolica sedes Romana ecclesia, non habens maculam neque rugam, nec aliquid hujusmodi. Secunda autem sedes, apud Alexandriam beati Petri nomine a Marco ejus discipulo et evangelista consecrata est. Ipseque a Petro apostolo in Aegyptum directus, verbum veritatis praedicavit, et gloriosum consummavit martyrium. Tertia vero sedes, apud Antiochiam ejusdem beatissimi Petri nomine habetur honorabilis: eo quod illic, priusquam Romam venisset, habitavit, et illic primum nomen Christianorum novella gentis exortum est.»[19] δηλαδή «Είναι λοιπόν πρώτη η Αποστολική Καθέδρα του Πέτρου Ρωμαϊκή Εκκλησία, μη έχουσα σπίλο ή ρυτίδα ούτε οτιδήποτε παρόμοιο. Δεύτερη λοιπόν Καθέδρα, κατά Αλεξάνδρεια, η οποία καθαγιάστηκε με το όνομα του μακαρίου Πέτρου από τον μαθητή του και ευαγγελιστή Μάρκο. Εκεί διευθυνόμενος από τον Απόστολο Πέτρο στην Αίγυπτο, κήρυξε το λόγο της αλήθειας και κατανάλωσε ένδοξο μαρτύριο. Τρίτη αληθώς Καθέδρα, κατά Αντιόχεια η οποία έχει το τίμιο όνομα του μακαριωτάτου Πέτρου’ καθώς εκείνος πριν φθάσει στη Ρώμη κατοικούσε εκεί και εκεί πρώτα απέρρευσε το όνομα του νέου γένους των Χριστιανών.» Παρατηρεί κανείς ότι πράγματι η Ρωμαϊκή Καθέδρα δεν δέχθηκε τον 28ο κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου και δεν αναγνώρισε την ύψωση της Κωνσταντινουπόλεως και των Ιεροσολύμων σε Πατριαρχεία, επιμένοντας έτσι στο σύστημα των 3 Αποστολικών Θρόνων συνδεδεμένων με το όνομα του Αποστόλου Πέτρου, όπως ορίστηκε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Στη δε Σύνοδο του 495, κατά την οποία επαναλήφθηκαν αναθέματα κατά των παλαιότερων αιρετικών αλλά και κατά του Ακακίου, βλέπουμε τον Άγιο Πάπα Γελάσιο να λέει: «Sedes Apostolica quidem, quae Christo Domino delegante totius ecclesiae retinet principatum.»[20] δηλαδή «Πράγματι η Αποστολική Καθέδρα, η οποία αντιπροσωπεύει τον Κύριο Χριστό, διατηρεί την αρχηγία όλης της Εκκλησίας.» Εδώ για πρώτη φορά καλείται η Ρωμαϊκή Εκκλησία τοποτηρητής του Χριστού.

Μετά την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο και στα χρόνια του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ έχουμε την ίδια θεώρηση του παπικού πρωτείου και της πενταρχίας. Βλέπουμε πχ τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό να ορίζει στην 131η Νεαρά του το εξής: «Καὶ διὰ τοῦτο θεσπίζομεν, κατὰ τοὺς αὐτῶν ὅρους τὸν ἁγιώτατον τῆς πρεσβυτέρας ̔Ρώμης πάπαν πρῶτον εἶναι πάντων τῶν ἱερέων, τὸν δὲ μακαριώτατον ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως τῆς νέας ̔Ρώμης δευτέραν τάξιν ἐπέχειν μετὰ τὸν ἁγιώτατον ἀποστολικὸν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, τῶν δὲ ἄλλων πάντων προτιμᾶσθαι.»[21] Μετά τον καθορισμό της τάξης των Εκκλησιών και τα όρια τους με τους 5 Αποστολικούς και Πατριαρχικούς Θρόνους να αποτελούν την πενταρχία της Καθολικής Εκκλησίας, ο Θρόνος της πρεσβυτέρας Ρώμης κατέχει την πρώτη και κορυφαία θέση και ο Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως κατέχει την δεύτερη θέση και ταυτόχρονα την πρώτη θέση στους Ανατολικούς Θρόνους, για αυτό ο Αυτοκράτορας επισημαίνει ότι προτιμάται ο Θρόνος της Νέας Ρώμης των άλλων πάντων (δηλαδή των υπόλοιπων 3 Πατριαρχικών Θρόνων και της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου). Παράλληλα, για πρώτη φορά παρατηρούμε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό να αποκαλεί τον Αρχιεπίσκοπο και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως «Οικουμενικό»: «Μηνᾶι τῶι ἁγιωτάτῳ καὶ μακαριωτάτῳ οἰκουμενικῶι ἀρχιεπισκόπῳ καὶ πατριάρχῃ»[22]. Αυτός ο τίτλος, όμως, χρησιμοποιήθηκε επισήμως για πρώτη φορά από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Ιωάννη το Νηστευτή (582-595), κάτι που πάλι δεν πέρασε δίχως αντίδραση από την πλευρά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας που είχε τότε Προκαθήμενο τον Άγιο Πάπα Γρηγόριο τον Μέγα και Διάλογο, τον ιεραποστολικό και ταπεινό εκείνο Πάπα που έστειλε τον Άγιο Αυγουστίνο Καντουαρίας για να εκχριστιανίσει τους Αγγλοσάξωνες στη Βρετανία. Διαβάζουμε στο Registri Epistolarum του Αγίου Πάπα Γρηγορίου του Διαλόγου στο 5ο βιβλίο και 18η επιστολή προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Ιωάννη το Νηστευτή να λέει: «Certe Petrus apostolorum primus, membrum sanctae et universalis Ecclesiae, Paulus, Andreas, Joannes, quid aliud quam singularium sunt plebium capita? Et tamen sub uno capite omnes membra…» και πιο κάτω «Nunquid non, sicut vestra fraternitas novit, per venerandum Chalcedonense  concilium hujus apostolicae sedis antistites, cui Deo disponente deservio, universales oblato honore vocati sunt? Sed tamen nullus unquam tali vocabulo appellari voluit, nullus sibi hoc temerarium nomen arripuit, ne si sibi in pontificatus gradu gloriam singularitatis arriperet, hanc omnibus fratribus denegasse videtur.»[23] Δηλαδή «βέβαια ο Πέτρος ο πρώτος των αποστόλων, μέλος της αγίας και οικουμενικής Εκκλησίας, ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Ιωάννης, τι άλλο ήταν παρά κεφαλές λαών μεμονωμένων; κι όμως υπό μία κεφαλή όλα τα μέλη…» και «Δεν είναι, όπως γνωρίζει η υμετέρα αδελφοσύνη, δια της άξιας τιμής Συνόδου της Χαλκηδόνας, οι προϊστάμενοι αυτής της αποστολικής καθέδρας, την οποία υπηρετώ κατ’ επιταγή Θεού, οι οποίοι κλήθηκαν οικουμενικοί δια της τιμής που προσφέρθηκε σε αυτούς; Αλλά όμως κανείς δεν επιθυμούσε να κληθεί με τέτοιο όνομα, κανείς δεν έλαβε τέτοιο απερίσκεπτο όνομα για τον εαυτό του, για να μην αρπάξει πάνω του τη δόξα της μοναδικότητας του βαθμού της αρχιεροσύνης, φαίνεται να το αρνείται για χάρη όλων των αδελφών.» Και προς τους Πατριάρχες Ευλόγιο Αλεξανδρείας και Αναστάσιο Αντιοχείας ο Άγιος Γρηγόριος γράφει για το ίδιο ζήτημα παρομοίως στην 43η επιστολή του στο ίδιο βιβλίο: «Sicut enim veneranda mihi vestra sanctitas novit, per sanctam Chalcedonensem synodum pontifici sedis apostolicae, cui Deo disponente deservio, hoc universitatis nomen oblatum est. Sed nullus unquam decessorum meorum hoc tam profano vocabulo uti consensit, quia videlicet si unus patriarcha universalis dicitur, patriarcharum nomen caeteris derogatur.»[24] δηλαδή «Αλλά όπως γνωρίζει, η άξια τιμής για μένα αγιότητα σας, δια της αγίας Χαλκηδόνιας Συνόδου προσφέρθηκε στον Αρχιερέα της Αποστολικής Καθέδρας, την οποία υπηρετώ κατ’ επιταγή Θεού, αυτό το όνομα της οικουμενικότητας. Αλλά κανείς ποτέ από τους προκατόχους μας δεν χρησιμοποίησε αυτό το τόσο βλάσφημο όνομα επειδή προφανώς αν ένας Πατριάρχης κληθεί Οικουμενικός, το όνομα των υπολοίπων Πατριαρχών υποτιμάται.» Βλέπουμε εδώ δύο Αγίους της Εκκλησίας, τον Ιωάννη το Νηστευτή και τον Γρηγόριο το Διάλογο, οι οποίοι είναι γνωστοί για την ταπεινοφροσύνη και την ασκητικότητα τους να έχουν μια διαφωνία γύρω από τον τίτλο «Οικουμενικός». Φαίνεται ταυτόχρονα, όμως, και μια θεώρηση του πρωτείου στην Εκκλησία, η οποία όμως διαφέρει από την έννοια της επιβολής εξουσίας. Ο Άγιος Πάπας Γρηγόριος ομολογεί τον Πέτρο ως πρώτο των αποστόλων, τους οποίους κι αυτούς ονομάζει μεμονωμένες κεφαλές λαών. Άπαντες όμως, κατά τον Άγιο Γρηγόριο το Διάλογο, είναι μέλη του ενός σώματος με κεφαλή το Χριστό. Παράλληλα, ανατρέχει στην Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας και αναφέρει ότι σε αυτήν οι Πάπες της Ρώμης (την οποία ονομάζει, όπως όλοι, αποστολική καθέδρα) κλήθηκαν «Οικουμενικοί» τιμητικά και καταλήγει στο ότι κανείς προκαθήμενος δεν πρέπει να χρησιμοποιεί για τον εαυτό του αυτόν τον τίτλο και να θυσιάζει για τους αδελφούς του τη δόξα της μοναδικότητας του Αρχιερατικού αξιώματος. Βλέπουμε δηλαδή στον Άγιο Γρηγόριο το Διάλογο μια ερμηνεία του πρωτείου ως διακονία και θυσιαστική προσφορά προς τους αδελφούς συνεπισκόπους. Ο ίδιος άλλωστε από ταπεινοφροσύνη αποκάλεσε τον εαυτό του «Servus servorum Dei» δηλαδή «Δούλος των δούλων του Θεού», τίτλο που έκτοτε κράτησαν όλοι οι Πάπες της Ρώμης που τον διαδέχθηκαν.

Προχωρώντας στο χρόνο κατά την Πενθέκτη Σύνοδο του Τρούλου η Πενταρχία στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία επικυρώνεται άλλη μία φορά από τους συνοδικούς πατέρες με τον ΛΣΤ’ κανόνα της Συνόδου: «Ἀνανεούμενοι τὰ παρὰ τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ ταύτῃ καὶ βασιλίδι πόλει συνελθόντων, καὶ τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ὁρίζομεν, ὥστε τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης θρόνου, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκεῖνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ᾿ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα, μεθ᾿ ὃν τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἀριθμείσθω θρόνος, εἶτα ὁ Ἀντιοχείας, καὶ μετὰ τοῦτον, ὁ τῆς Ἱεροσολυμιτῶν πόλεως.»[25]  Τονισμός της ιεράς πενταρχίας με κορυφή τον Αποστολικό Ρωμαϊκό Θρόνο, δεύτερη θέση ο Αποστολικός Κωνσταντινουπολίτικος Θρόνος με ίσα πρεσβεία, δηλαδή ίσα προνόμια, με την πρεσβυτέρα Ρώμη και ακολουθία των υπόλοιπων 3 Αποστολικών Πατριαρχείων της Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Μετά την Πενθέκτη Σύνοδο έλαβε χώρα και ένα γεγονός μοναδικό στις σχέσεις των Εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως που δεν είναι άλλο από το ταξίδι του Πάπα Ρώμης Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη και το συλλείτουργο των 2 κορυφαίων Προκαθημένων της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλαδή του Οικουμενικού Πάπα Ρώμης Κωνσταντίνου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύρου, στη Νικομηδεία. Η υποδοχή του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη ήταν λαμπρή και τιμητική από τον πρίγκιπα Τιβέριο, τους πατρίκιους και τη Σύγκλητο του Παλατιού, τον Πατριάρχη Κύρο μαζί με τον κλήρο της Πόλης και πλήθος λαού με λιτανεία. Ημέρα Κυριακή στη Νικομηδεία έγινε το συλλείτουργο των 2 κορυφαίων Προκαθημένων της Εκκλησίας ελληνιστί και λατινιστί και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β’ μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων από τα χέρια του Πάπα. Περιγράφονται με όμορφα λόγια όλα αυτά στο Liber Pontificalis.[26] Το ταξίδι του Πάπα έγινε για διευθέτηση μερικών κανόνων της Πενθέκτης Συνόδου με τους οποίους διαφωνούσε η Ρωμαϊκή Εκκλησία και για ανανέωση των προνομίων των Εκκλησιών, όπου βρέθηκε η χρυσή τομή για την ειρήνη και την αρμονία ανάμεσα στις Εκκλησίες με τάξη.

Δυστυχώς, όμως, αργότερα έχουμε μια σοβαρή κρίση η οποία οδήγησε σε απομάκρυνση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας από τον Αυτοκρατορικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και στράφηκε στο Φραγκικό Αυτοκρατορικό Θρόνο, λόγω της αιρετικής εικονομαχίας εκ μέρους της δυναστείας των Ισαύρων στην Ανατολή. Ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος απαγόρευσε τη χρήση των ιερών εικόνων στην εκκλησιαστική λατρεία και την τιμή προς αυτές. Προέβη σε σκληρό διωγμό των αντιφρονούντων. Η Ρωμαϊκή Εκκλησία υποστήριξε σθεναρά τη χρήση και την τιμή των ιερών εικόνων στην εκκλησιαστική λατρεία κι έτσι ενισχύθηκε το κύρος της κατά τη διάρκεια αυτής της φρικτής περιόδου δοκιμασίας. Βλέπουμε στην Επιστολή ΙΒ’ από το Β’ Βιβλίο των Επιστολών του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη να απευθύνεται με άλλους 4 μοναχούς στον Πάπα Ρώμης ως εξής: «Ἄκουε, ἀποστολικὴ κάρα, θεοπρόβλητε ποιμὴν τῶν Χριστοῦ προβάτων, κλειδοῦχε τῆς οὐρανῶν βασιλείας, πέτρα τῆς πίστεως, ἐφ' ᾗ ᾠκοδόμηται ἡ καθολικὴ ἐκκλησία· Πέτρος γὰρ σύ, τὸν Πέτρου θρόνον κοσμῶν καὶ διέπων· λύκοι βαρεῖς εἰσεφθάρησαν ἐν τῇ αὐλῇ Κυρίου, πύλαι ᾅδου ὡς πάλαι προσερράγησαν αὐτῇ. τί τοῦτο; διώκεται Χριστὸς σὺν μητρὶ καὶ θεράπουσιν, εἴπερ ἡ τῆς εἰκόνος καταδρομὴ τοῦ πρωτοτύπου διωγμός…»[27] και στην ΙΓ’ Επιστολή (στο ίδιο βιβλίο) «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, τὴν σὴν ἐν τῇ δύσει μακαριότητα ὥσπερ τινὰ λυχνίαν θεαυγῆ εἰς ἐπίλαμψιν τῆς ὑπ' οὐρανὸν ἐκκλησίας ἐπὶ τὸν ἀποστολικὸν πρώτιστον θρόνον θέμενος.»[28] Παρατηρούμε τον τρόπο που ο Άγιος απευθύνεται προς τον Πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης και συμπεραίνουμε ότι τον αναγνωρίζει ως τον πρώτο και κορυφαίο αρχιποιμένα της υπό τον ουρανόν Εκκλησίας του Χριστού και διάδοχο του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου με έναν έντονο τιμητικό λυρισμό και ταυτόχρονα βασισμένο σε αγιογραφικά χωρία και κανόνες καθολικά αναγνωρισμένων Συνόδων. Με ανάλογο τρόπο απευθύνεται και στους υπόλοιπους 4 Πατριάρχες στον καθένα ανάλογα με το πρεσβείο του. Προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας στην ΙΔ’ Επιστολή του (ίδιο Βιβλίο) γράφει: «Τῷ τὰ πάντα ἁγιωτάτῳ πατρὶ πατέρων, φωστῆρι φωστήρων, κυρίῳ μου δεσπότῃ μακαριωτάτῳ πάπᾳ Ἀλεξανδρείας, Θεόδωρος ἐλάχιστος πρεσβύτερος καὶ ἡγούμενος τῶν Στουδίου. Ὡς μέγιστον τῇ ἐμῇ ταπεινώσει δῶρον καὶ εὐχῆς τῆς ἀνωτάτω ἔργον διὰ γράμματος ἀξιωθῆναι εἰς ὁμιλίαν ἐλθεῖν τῆς ἀποστολικῆς σου κορυφῆς, οὐ μόνον διὰ τὸ εὐτελὲς τῆς σμικρότητός μου, ἧς καὶ τὸ πρὸς ἴσους γράφειν ἐνδεές, μὴ ὅτι γε πρὸς οὕτω μεγάλην καὶ θείαν κεφαλήν, ἀλλὰ γὰρ καὶ διὰ τὴν ἐν τοσούτῳ μακρυσμῷ πάροδον, τῇ ἐθνικῇ ὅτι μάλιστα εἰργομένην διατειχίσει. ὅμως εὐδοκίᾳ τοῦ ὑπεραγάθου Θεοῦ ἐξεγένετό μοι δυοῖν εἵνεκα, ἑνὸς μέν, ὡς ἂν ἣν πάλαι εἶχον ἐπιθυμίαν ὁ ἁμαρτωλὸς ἀποπληρώσω διὰ νοερᾶς προσψαύσεως τῶν ἱερῶν σου ἰχνῶν (οὐδὲ γὰρ ἄλλως ἦν δυνατὸν τὸ καταθύμιον πληρωθῆναι), ἑτέρου δέ, ὃ καὶ μᾶλλον κατεπεῖγον, πρὸς τὸ γνωριμώτερα παραστῆσαι τὰ ἐπελθόντα δεινὰ ἐνταῦθα τῇ θειοτάτῃ σου κορυφῇ ὡς συμπασχούσῃ τοῖς τοῦ ὅλου σώματος τῆς ἐκκλησίας μέλεσιν· ἃ ἐξήκουσται, ὡς οἶμαι, καὶ εἰς τὰ ἔσχατα τῆς οἰκουμένης διὰ τὸ τῆς κακίας περιβόητον.» [29] Στον δε Πατριάρχη Ιεροσολύμων στην ΙΕ’ Επιστολή του (ίδιο Βιβλίο) γράφει «ὤ, πηλίκων καὶ φρικτῶν σεβασμάτων ἡ τῆς σῆς μακαριότητος ὑπάρχει κορυφή. σὺ πρῶτος πατριαρχῶν, κἂν πεντάζοις τῷ ἀριθμῷ· οὗ γὰρ ὁ ἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν καὶ τῶν ὅλων ἀρχιερεὺς καὶ ἐγεννήθη καὶ ἔδρασε τὰ θεουργὰ πάντα καὶ ἔπαθεν καὶ τέθαπται καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησε καὶ ἀνελήφθη, ἐκεῖ δῆλον ὅτι τὸ ὑπεραῖρον ἁπάντων ἀξίωμα.»[30] Και προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρο στην ΟΘ’ Επιστολή του (ίδιο βιβλιο) γράφει: «Ἐπέστειλα πάλαι ὁ τάλας, οὐ πρὸς ἀντίδοσιν γραμμάτων ἀποσκοπῶν, ὅτι μηδὲ δούλοις παρὰ δεσποτῶν ὀφειλή, ἀλλὰ τὴν ἐμαυτοῦ διάθεσιν γλιχόμενος ὑπεκφάναι, οὕτω τοῦ πόθου καὶ τοῦ καιροῦ βιαζομένων, οὐκ ἀπεικότως. αὐτὸς δέ, ὦ θεία καὶ κορυφαία τῶν ἱερῶν κεφαλῶν ἀκρότης, οὐ μόνον ἀντεπιστεῖλαι ἠξίωσας τῷ ἀναξίῳ, θεομιμήτως δῆλον ὅτι φερόμενος, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἀπ' αὐτῆς τῆς προγραφῆς τοσοῦτον ἡμῖν τὸ τῆς ταπεινοφροσύνης σου θεῖον ὕψος ὑπέδειξας, ὡς καταπλαγῆναι ἡμῶν τὴν οἰκτρὰν διάνοιαν.»[31] Είναι εμφανής ο εξυψωτικός και τιμητικός τρόπος που απευθύνεται ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης προς τους πρεσβυγενείς Πατριάρχες και δείχνει την ανατολική του συνείδηση περί της ιεραρχικής πενταρχίας των Εκκλησιών. Αυτό είναι εμφανές και σε άλλο σημείο στα γραπτά του Αγίου αυτού Πατρός που συνοψίζει θεολογικά το πολίτευμα της Εκκλησίας. Γράφει προς τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ στην ΟΔ’ Επιστολή του (ίδιο Βιβλίο): «Ἀλλὰ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, δέσποτα φιλοχριστότατε, νῦν ἡμέρα σωτηρίας, καταλλαγῆναι ἡμᾶς Χριστῷ τῇ μεσιτείᾳ καὶ εὐδοκίᾳ τῆς εἰρηνάρχου σου βασιλείας, ἑνωθῆναι ἡμᾶς τῇ κορυφῇ τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ Ῥώμῃ καὶ δι' αὐτῆς τοῖς τρισὶ πατριάρχαις, ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζωμεν τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σὺν τῷ Υἱῷ καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ, μεγαλύνοντες καὶ τὴν ὑμετέραν εὐσεβεστάτην καὶ πολύευκτον βασιλείαν.»[32] Και στην ΡΚΘ’ Επιστολή του προς τον Σακελλάριο Λέοντα λέει: «ἀλλὰ περὶ θείων καὶ οὐρανίων δογμάτων, ὃ ἄλλοις οὐκ ἐπιτέτραπται ἢ ἐκείνοις, οἷς φησιν αὐτὸς ὁ Θεὸς Λόγος· ὅσα ἂν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. τίνες δὴ οὗτοι οἱ ἐντεταλμένοι; ἀπόστολοι καὶ οἱ τούτων διάδοχοι. τίνες δ' οὖν οἱ διάδοχοι; ὁ τῆς Ῥωμαίων νυνὶ πρωτόθρονος, ὁ τῆς Κωνσταντινουπόλεως δευτερεύων, Ἀλεξανδρείας τε καὶ Ἀντιοχείας καὶ ὁ Ἱεροσολύμων. τοῦτο τὸ πεντακόρυφον κράτος τῆς ἐκκλησίας, παρὰ τούτοις τὸ τῶν θείων δογμάτων κριτήριον…»[33] Είναι εμφανής η πλέον διαμορφωμένη εκκλησιολογία μετά τις 6 Οικουμενικές Συνόδους και στην αυγή της 7ης Οικουμενικής. Η Εκκλησία έχει πεντακόρυφο κράτος, 5 αποστολικές κορυφές που έλαβαν την εξουσία του δεσμείν και λύειν, από τις οποίες πρωτόθρονη, κορυφαιοτάτη και κέντρο είναι η Ρωμαϊκή, την οποία ακολουθεί η Κωνσταντινουπολίτικη, η οποία πρωτεύει ανάμεσα στις Ανατολικές Εκκλησίες.

Τα οδυνηρά, όμως, γεγονότα της αίρεσης της Εικονομαχίας, η οποία προωθήθηκε με ακραία μέσα από τους Αυτοκράτορες Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο και τον Κωνσταντίνο Ε’ τον γνωστό ως Κοπρώνυμο, έδωσαν αρνητική τροπή και στην εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ της Ρωμαϊκής Εκκλησίας με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πάπας Ρώμης Γρηγόριος Β’ αναφέρει στην επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Λέοντα ότι δέχθηκε απειλή από τον Αυτοκράτορα πως θα φτάσει στη Ρώμη και θα σπάσει την εικόνα του Αγίου Πέτρου και θα φέρει δεμένο τον Πάπα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πάπας απαντάει με μια φράση που δείχνει την αίσθηση καθήκοντος του ως Αρχιποιμένας της Εκκλησίας λέγοντας: «Scire autem debes ac pro certo habere, pontifices qui pro tempore Romane exstiterint, conciliandae pacis causa sedere tamquam parietem intergerinum, septumque medianum orientis et occidentis, ac pacis arbitros et moderatores esse…»[34] δηλαδή «Και οφείλεις να ξέρεις και να βεβαιωθείς, ότι οι Αρχιερείς που υπάρχουν κατά καιρό στη Ρώμη, για το λόγο της συμβιβαστικής ειρήνης κάθονται σαν μεσότοιχο ανάμεσα στα έθνη και μεσόφραγμα ανάμεσα στην ανατολή και στη δύση και είναι διαιτητές και ελεγκτές της ειρήνης.» Παρουσιάζεται δηλαδή ο Πάπας ως το ειρηνικό εκείνο κέντρο που ενώνει τους χριστιανούς της Δύσης και της Ανατολής. Ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ εκδικήθηκε την αντίσταση του Πάπα με το να αποκόψει τις επαρχίες του Ανατολικού Ιλλυρικού από τη δικαιοδοσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και να τις συνάψει στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, την οποία και υπέταξε στη δική του πολιτική. Η κατάσταση υπήρξε ιδιαίτερα βίαιη στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας όπου εικονόφιλοι κληρικοί οδηγούνταν σε καθαίρεση και εξορία, λαϊκοί σφάζονταν μεταξύ τους. Ο μετέπειτα Πάπας Ρώμης Στέφανος Β’ έκανε σπονδές προς το Φράγκο Βασιλιά Πιπίνο το Βραχύ (γιο του Κάρολου Μαρτέλου) για να λάβει την προστασία του Φραγκικού Κράτους από τους Λομβαρδούς ενώ ταυτόχρονα οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ρώμης με την Κωνσταντινούπολη είχαν φτάσει σε έντονη διάσταση λόγω των εικονομάχων Αυτοκρατόρων.[35] Ο Βασιλιάς Πιπίνος κατατρόπωσε τους Λομβαρδούς και παραχώρησε την περιοχή της Ρώμης και της Ραβέννας στον Πάπα ως δωρεά και έτσι έχουμε την ίδρυση του Παπικού Κράτους στην Ιταλία.[36] Έδειξε την πλήρη αφοσίωση του στο Ρωμαϊκό Αποστολικό Θρόνο και το ίδιο έπραξε και ο γιος και διάδοχος του Κάρολος ο Μέγας. Η κατάσταση στην Ανατολή δεν ηρεμούσε. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’, γιος και διάδοχος του Λέοντα, συνέχισε τους διωγμούς εναντίον των υπερασπιστών των εικόνων και ο ευσεβής κλήρος και λαός της Ανατολής έκανε αγώνα μεγάλο για να διατηρήσει την ορθοδοξία με λαμπρά παραδείγματα τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό και τον προαναφερθέντα Άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη. Για όλο αυτό το διάστημα οι Πάπες της Ρώμης αντιστάθηκαν σθεναρά στην καινοφανή αίρεση της Εικονομαχίας. Ο Κωνσταντίνος Ε’ συγκάλεσε Σύνοδο στην Ιέρεια το 754 με την οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε την χρήση και την τιμή των ιερών εικόνων. Την ονόμασε Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία όμως δεν συμμετείχε κανένας από τους 5 Αποστολικούς και Πατριαρχικούς Θρόνους. Το 769, αντιδρώντας στη Σύνοδο της Ιέρειας, ο Πάπας Στέφανος Γ’ συγκάλεσε Σύνοδο στο Λατερανό, όπου καταδικάστηκε η Εικονομαχία. Ενδεικτικά αναφέρεται στην 4η πράξη της Συνόδου: «Si quis sanctas imagines Domini nostri Jesu Christi et ejus Genetricis, atque omnium sanctorum secundum sanctorum patrum statute venerari noluerit, anathema sit[37] δηλαδή «Αν κανείς δεν επιθυμεί να τιμήσει τις άγιες εικόνες του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Γεννήτριας αυτού και όλων των αγίων κατά τα θεσμοθετημένα των αγίων πατέρων, να είναι ανάθεμα.» Όταν πέθανε ο Λέων Δ’, γιος του Κωνσταντίνου Ε’, η σύζυγος του Ειρήνη ανέλαβε τα ηνία της Αυτοκρατορίας. Το 787 μαζί με το γιο της τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ’ συνεκάλεσαν στη Νίκαια την κοινά αποδεκτή Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο. Εκεί αποκαταστάθηκε η χρήση και η τιμή των ιερών εικόνων στην εκκλησιαστική λατρεία καθώς επίσης και η κοινωνία μεταξύ της Ρωμαϊκής Εκκλησίας με την Κωνσταντινουπολίτικη Εκκλησία. Ταυτόχρονα, λύθηκε και το ζήτημα του τρόπου επιστροφής στην Εκκλησία κληρικών που βρισκόταν σε σχίσμα. Όσον αφορά την αποστολική διαδοχή του Πέτρου στην Ρωμαϊκή Εκκλησία, αυτή τη βεβαιώνει και ο Άγιος Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως στην τέταρτη συνεδρία της Συνόδου, όπου μετά την ανάγνωση της επιστολής του Πάπα Γρηγορίου Β’ προς τον Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως, αναφώνησε: «Πέτρον τὸν θεῖον ἀπόστολον ζηλώσας ἐσάλπισεν ἡμῖν ἐκ Ῥώμης τὴν ἀλήθειαν καὶ ὁ μακάριος οὖτος πατήρ.»[38] Βέβαια εδώ βλέπουμε ότι οι προκαθήμενοι μιμούνται τους αποστόλους που ίδρυσαν την εκκλησία τους και δεν κατέχουν αυτόματη αυθεντία εκ της καθέδρας. Στα πρακτικά της Συνόδου, επίσης, παρατηρεί κανείς ότι αναφέρονται οι προϋποθέσεις για το πώς και πότε μια Σύνοδος είναι κανονική και διαφαίνεται ξεκάθαρα το συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας με το πεντακόρυφο κράτος της. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στην έκτη συνεδρία το διάκονο Ιωάννη της μεγάλης εκκλησίας της του Θεού Αγίας Σοφίας να αναθεματίζει τη Σύνοδο της Ιέρειας λέγοντας: «Πῶς δ' αὖ μεγάλη καί οἰκουμενική, ἣν οὔτε ἐδέξαντο οὔτε συνεφώνησαν οἱ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν πρόεδροι, ἀλλ' ἀναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; Οὐκ ἔσχε συνεργὸν τὸν τηνικαῦτα τῆς Ῥωμαίων Πάπαν, ἤ τοὺς περί αὐτὸν ἱερεῖς, οὔτε διά τοποτηρητῶν αὐτοῦ, οὔτε δι' ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς, καθώς νόμος ἐστί τοῖς συνόδοις. Ἀλλ' οὔτε συμφρονούντας αὐτῇ τοὺς Πατριάρχας τῆς  Ἕω, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, καί τῆς Ἁγίας Πόλεως, ἤ τοὺς σύν αὐτοῖς μύστας καί ἀρχιερεῖς.»[39] Στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο διαφαίνεται ότι πρέπει να συμφωνούν και να δέχονται τις αποφάσεις μιας Συνόδου ο Πάπας της Ρώμης και οι υπόλοιποι 4 Πατριάρχες της Ανατολής, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί κανονική και οικουμενική. Παράλληλα, παρατηρούμε στην εγκύκλιο επιστολή του Πάπα Αδριανού Α’ για την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο την εξέχουσα θέση του Αποστολικού Θρόνου της Ρώμης και του Προκαθημένου αυτής με τα εξής λόγια του προς τους Αυτοκράτορες «Magis autem si orthodoxae fidei sequentes traditiones ecclesiae beati Petri Apostolorum principis amplexi fucritis censuram: et sicut antiquitus vestri praedecessores sancti imperatores egerunt, ita vos eam honorifice venerantes, ejus vicarium ex intimo dilexeritis corde»[40] δηλαδή «Και μάλιστα αν ακολουθήσεις τις παραδόσεις της ορθοδόξου πίστεως της εκκλησίας του μακαρίου Πέτρου του αρχηγού των Αποστόλων και αγκαλιάσεις τον τοποτηρητή του καθώς και οι εξαρχής προκάτοχοι αυτοκράτορες σας και τίμησαν δεόντως τον τοποτηρητή του και τον αγάπησαν με όλη την καρδιά τους…» Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος βέβαια δεν έδωσε το οριστικό τέλος στην Εικονομαχία καθώς το έτος 814 επί Αυτοκράτορα Λέοντα Ε’ του Αρμένιου ξεκίνησε ξανά μια πολεμική κατά των εικόνων, η οποία τερματίστηκε οριστικά από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ το 843. Λίγο νωρίτερα, λαμβάνει χώρα ένα πολιτικό γεγονός που οδήγησε μαζί με την Εικονομαχία σε διάσταση Ανατολής και Δύσης. Στις 25 Δεκεμβρίου του 800, στο Ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, ο Πάπας Λέων Γ’ σε ανταπόδοση της υποστήριξης του Φράγκου Βασιλιά Καρόλου του Μεγάλου προς το πρόσωπο του, έστεψε τον Κάρολο ως Αυτοκράτορα των Ρωμαίων,[41] τίτλο που μέχρι πρότινος κατείχαν μόνο οι Αυτοκράτορες Κωνσταντινουπόλεως μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και την πτώση της Ρώμης το 476 στα χέρια του Γότθου ηγεμόνα Οδόακρου. Τον τίτλο αυτό τον έλαβε αργότερα η δυναστεία των Σαξόνων (Γερμανών) Οθωνιδών μετά τη διάσπαση του Φραγκικού Βασιλείου στα μέσα του 9ου αιώνα. Έτσι, ξεκίνησε μια πολιτική διαμάχη γύρω από το ρωμαϊκό τίτλο, η οποία μαζί με την διάσταση που προκάλεσε η περίοδος της Εικονομαχίας, οδήγησε σιγά σιγά στην αντιπαλότητα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και κατ’ επέκταση με τους άλλους 3 Θρόνους της Ανατολής. Ο Φράγκος Αυτοκράτορας Κάρολος προβαίνει το 809 και σε μια ακόμη ενέργεια που αποτέλεσε άλλη μια αιτία της έριδας Ανατολής και Δύσης. Συγκάλεσε Σύνοδο των επισκόπων της φραγκικής επικρατείας στο Άαχεν (Aquisgranum), όπου εισήχθη στο Σύμβολο της Πίστεως η φράση «Filioque» δηλαδή «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» όσον αφορά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.[42] Στην προσθήκη αυτή ο Πάπας Λέων Γ’ αντέδρασε και διέταξε την κατασκευή δύο ασημένιων πλακών, στις οποίες αναγράφηκε το Σύμβολο της Πίστεως στα ελληνικά και στα λατινικά άνευ αυτής της προσθήκης με την επιγραφή «hic vero pro amore et cautela orthodoxae fidei» δηλαδή «αυτά αληθώς για αγάπη και προφυλακή της ορθοδόξου πίστεως», όπως μας πληροφορεί το Liber Pontificalis.[43] Εν τούτοις, η προσθήκη αυτή στο σύμβολο άρχισε να διαδίδεται στην επικράτεια του Φραγκικού Κράτους, κάτι που άρχισε να προκαλεί τις αντιδράσεις των Ανατολικών. Η διάσταση και διαμάχη Ανατολής και Δύσης έχει ξεκινήσει.

Κατά την περίοδο της συμβασιλείας Μιχαήλ Γ’ και της μητρός του Θεοδώρας, ο θείος του Μιχαήλ και αδελφός της Θεοδώρας, ο πατρίκιος Βάρδας σχεδίασε την ανατροπή της Θεοδώρας από το αυτοκρατορικό αξίωμα. Ο Βάρδας ανέθρεψε τον ανιψιό του μετά το θάνατο του Θεοφίλου με τη χειρότερη ανατροφή[44] καθώς μας πληροφορούν οι Συνεχισταί Θεοφάνους στη Χρονογραφία τους. Ζούσε στις κραιπάλες, στις μέθες και στην αγάπη για ερωτικές συνευρέσεις. Άρχισε ο Βάρδας να διαβάλει τη Θεοδώρα ότι δεν δίνει χρήματα στο γιο της για τις ακολασίες του. Η Θεοδώρα αντιλήφθηκε ότι σχεδιάζεται η ανατροπή της και συγκαλώντας τη Σύγκλητο το 856 εγκαταλείπει το Παλάτι με τις κόρες της.[45] Ο Βάρδας πείθει τον Μιχαήλ να πιέσει τη μητέρα του και τις αδελφές του να γίνουν μοναχές. Διατάζει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιγνάτιο να προχωρήσει σε κουρά της Θεοδώρας, της οποίας ήταν προστατευόμενος ως εικονόφιλος Πατριάρχης. Ο Ιγνάτιος αρνήθηκε και την κουρά την έκανε ο Πετρωνάς, ο άλλος αδελφός της Θεοδώρας.[46] Μετά από αυτό συν τη δολοφονία του Θεοκτίστου, ο Βάρδας γίνεται Μάγιστρος και Κουροπαλάτης. Σύμφωνα με το Συμεών Μάγιστρο, ο Βάρδας έδιωξε τη γυναίκα του και συζούσε με τη νύφη του. Έτσι, ο Πατριάρχης Ιγνάτιος μια μέρα απαγόρευσε τη θεία κοινωνία στο Βάρδα για λόγους ακολασίας.[47] Τότε ο Βάρδας άρχισε να διαβάλει τον Πατριάρχη Ιγνάτιο στο Μιχαήλ και εκθρόνισαν τον Πατριάρχη. Ο Βάρδας διάλεξε το συγγενή του Φώτιο, ο οποίος ήταν ένας ευσεβής και λόγιος πρωτασηκρήτης, για να πηδαλιουχήσει τον Οικουμενικό Πατριαρχικό Θρόνο της Βασιλεύουσας.[48] Μέσα σε 4 μέρες ο Φώτιος από λαϊκός πρωτασηκρήτης έγινε Επίσκοπος και εκλέχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τα Χριστούγεννα του 858. Το έτος 859 συγκαλείται μια σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επικυρώνει την εκθρόνιση του Ιγνατίου και την εκλογή του Φωτίου. Τότε, υποστηρικτές του Ιγνατίου ασκούν έκκλητο προσφυγή στο Θρόνο της πρεσβυτέρας Ρώμης, της οποίας Προκαθήμενος ήταν τότε ο Πάπας Νικόλαος Α’. Ο Πάπας Νικόλαος Α’ αποφασίζει να πάρει το μέρος του Ιγνατίου και έτσι ξεκινά μια μεγάλη διαμάχη και διένεξη μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 860 ο Πάπας Νικόλαος στέλνει επιστολή αντίδρασης στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ (τον οποίο πλέον αποκαλεί Imperator Graecorum δηλαδή Αυτοκράτορα των Γραικών, αφαιρώντας του τον επίσημο τίτλο του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, τον οποίο αποδίδει στον Αυτοκράτορα Κάρολο το Φαλακρό της δυτικής Φραγκίας) που μεταξύ άλλων λέει: «Igitur a vobis Constantinopoli congregatum concilium (ut vestris apicibus nostris intimatum est auribus) hujus tenoris seriem parvipedens, ab institutis supradictis manum considerationis suae reflectere non trepidavit; adeo ut Ignatium supra jam nominatae urbis patriarcham, sine Romani consultu pontificis, ibidem caetus conveniens proprio privasset honore[49] δηλαδή «Επομένως συνεκλήθη σύνοδος από σας στην Κωνσταντινούπολη (όπως έφτασαν στα αυτιά μας από δικές σας πληροφορίες) η οποία παραβιάζοντας την πορεία αυτής της τάσης, δεν αναλογίστηκε σεβόμενη ιδιαιτέρως στο χέρι της εκτίμησης της τους προαναφερθέντες θεσμούς΄ έτσι ο Ιγνάτιος ο Πατριάρχης της άνωθεν ονομαζόμενης πόλης, χωρίς τη συμβουλή του Ρωμαίου Αρχιερέα, στερείται από τη σύνοδο την κατάλληλη τιμή.» Και συνεχίζοντας αναφέρει: «Oportet enim vestrum imperiale decus, quod in omnibus ecclesiasticis utilitatibus vigere audivimus, ut antiquum morem quem nostra Ecclesia habuit, vestris temporibus restaurare dignemini quatenus vicem, quam nostra sedes per episcopos vestris in partibus constitutos habuit, videlicet Thessalonicensem, qui Romane sedis vicem per Epirum veterem, Epirumque novam, atque Illyricum, Macedoniam, Thessaliam, Achaiam, Daciam ripensem, Daciamque mediterraneam, Moesiam, Dardaniam, Praevalim…»[50] δηλαδή «Γιατί είναι η αυτοκρατορική σας τιμή, η οποία έχουμε ακούσει ότι ευδοκιμεί στα εκκλησιαστικά πράγματα, να καταδεχθείτε στα χρόνια σας να αποκαταστήσετε το αρχαίο έθος που είχε η Εκκλησία μας εφόσον το μέρος που η Καθέδρα μας είχε εγκαταστήσει τους επισκόπους σας ήταν στα μέρη σας, ήτοι τη Θεσσαλονίκη, η οποία ήταν τοποτηρητής της Αποστολικής Καθέδρας καθ’ όλη την παλαιά Ήπειρο, και στη νέα Ήπειρο, και στο Ιλλυρικό, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στην Αχαΐα, στην παραποτάμια Δακία, και στη μεσογειακή Δακία, στη Μοισία, στη Δαρδανία και στην Πρεβάλη…» Παράλληλα, την ίδια μέρα, συντάσσει επιστολή την οποία στέλνει στον Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία γράφει το εξής: «Sed rectum vos ordinem minime continuisse doluimus: eo quod non per gradus Ecclesiae ductus ad tantum honorem de laici habitu vos prosiluistis, cum oporteret vestram prudentiam ita canonice vixisse in clericali ordine, ut nihil extra canonica instituta agentes, tempore congruo, ascensu legitimo constituereris Ecclesiae pastor[51] δηλαδή «Αλλά λυπούμαστε που δεν συνεχίσατε καθόλου στην ορθή τάξη’ επειδή εσείς, εκτός της τάξεως της Εκκλησίας, οδηγηθήκατε σ’ αυτή την τιμή αθρόον από το έθος των λαϊκών, αφού θα ήταν αναγκαίο για τη σύνεση σας να έχει ζήσει στην τάξη των κληρικών, ώστε ζώντας τίποτα εκτός των κανονικών θεσμών, θα μπορούσατε να χειροτονηθείτε στον κατάλληλο χρόνο με θεμιτή άνοδο ποιμένας της Εκκλησίας.» Εδώ βλέπουμε τον Πάπα Νικόλαο να κατηγορεί τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ ότι έγινε σύγκληση συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, άνευ της γνώμης και συμβουλής του Πάπα της Ρώμης, η οποία στέρησε την τιμή του Πατριάρχη Ιγνατίου. Υπάρχει ισχυρισμός δηλαδή εκ μέρους της ρωμαϊκής πλευράς ότι όφειλε η Ιερά Σύνοδος της Κωνσταντινουπολίτικης Εκκλησίας να λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα της Ρώμης για να συνεδριάσει. Παρατηρούμε δηλαδή μια προσπάθεια της Ρωμαϊκής Εκκλησίας να επιβληθεί στη Σύνοδο μιας άλλης Αυτοκεφάλου και Πατριαρχικής Εκκλησίας. Επίσης, ζητάει από τον Αυτοκράτορα την επιστροφή των επαρχιών που ανήκαν στη δικαιοδοσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, τις οποίες ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος είχε αποσπάσει από τη Ρώμη δια της βίας και τις σύναψε στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Στη δε επιστολή που έστειλε ο Πάπας Νικόλαος προς τον Πατριάρχη Φώτιο επικαλείται παραβίαση των κανόνων της Εκκλησίας, επειδή ο Φώτιος ανήλθε στον Πατριαρχικό Θρόνο από την τάξη των λαϊκών μέσα σε 4 μέρες. Σε απάντηση ο Πατριάρχης Φώτιος αποστέλλει επιστολή στον Πάπα Νικόλαο και του αναφέρει: «Ποῖοι δὲ κανόνες, ὧν ἡ παράβασις, οὕς μέχρι καὶ σήμερον ἐν Κωνσταντινουπολιτῶν ἐκκλησίᾳ οὐ παρείληφεν; ἐκείνων λέγεται παράβασις, ὧν ἡ φυλακὴ παραδέδοται… Ἐκ λαϊκῶν γὰρ καὶ οὗτοι προήχθησαν. Οὕς δὲ πάλιν τιμῶσι, καὶ τεθήπασι, τὸ ψέγειν οὑ φεύγουσιν. Ἀλλ’οὗτοι (Ταράσιος ἧν καὶ Νικηφόρος) ἔν κοσμικῶι βίῳ ἀστέρων δίκην διαλάμποντες, καὶ πρὸς ἱερατικὴν ἀρχὴν γεγονότες ἀπόλεκτοι παρὰ κανόνα καὶ τύπον τὸν ἐκκλησιαστικὸν τῆς Ἐκκλησίας προέστησαν…. Οὕτως ἐν οἷς οὐκ ἔστιν πίστις τὸ ἀθετούμενον, οὐδὲ κοινοῦ τε καὶ καθολικοῦ ψηφίσματος ἔκπτωσις. Ἄλλων παρ’ ἄλλοις ἐθῶν τε καὶ νομίμων φυλαττομένων, οὔτε τοὺς φύλακας ἀδικεῖν, οὔτε τοὺς μὴ παραδεξαμένους παρανομεῖν, ὀρθῶς ἄν τις κρίνειν εἰδὼς διορίσαιτο… Ἑπεὶ δὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ μάλιστα δὲ τὰ περὶ τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις τε καὶ διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἵωθεν, ἡ τῆς ὑμῶν ὁσιότητος εὐγνωμοσύνη τὸ ἡμῶν ἐπὶ τὸ συνευδοκεῖν εἰς τὸ παρασχεῖν ἀποδεχομένη θέλημα, τὸ μὴ λαβεῖν, τῆς πολιτικῆς, ἀλλ΄οὐχ ἡμέτερον λογιζέσθω ἔγκλημα… διὸ δεῖ καὶ τὴν ὑμετέραν πολυέραστον μακαριότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας ἐν πάσι φροντίζουσαν, καὶ τῆς κανονικῆς ἀντεχομένην εὐθύτητος, τοὺς ἄνευ συστατικῶν γραμμάτων πρὸς τὴν τῶν Ῥωμαίων  Ἐκκλησίαν ἐντεῦθεν ἀπαίροντας, μὴ ὡς ἔτυχεν ὑποδέχεσθαι…»[52]  Το επιχείρημα του Φωτίου προς τον Πάπα ήταν παραδείγματα δύο αγίων ανδρών, του Νικηφόρου αλλά και του θείου του ιδίου του Φωτίου, του Ταρασίου, ως Πατριάρχες που χειροτονήθηκαν αθρόον και αγίασαν. Επίσης, αναφέρει ότι δεν αποτελεί παράβαση κανόνα κάτι το οποίο δεν συνιστά τμήμα της παράδοσης μιας τοπικής Εκκλησίας. Και όταν η πίστη και το δόγμα δεν αθετούνται και δεν παραβιάζονται, τότε δεν έχουν σημασία ούτε αποτελούν εμπόδιο οι εθιμοτυπικές διαφορές μεταξύ των Εκκλησιών. Στη συνέχεια, αναφέρει στον Πάπα ότι ο ίδιος είναι πρόθυμος να επιστρέψει τις επαρχίες που ανήκουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία, αλλά επικαλείται ότι αυτό δεν είναι δικό του σφάλμα κι ευθύνη και επαφίεται στην πολιτική εξουσία. Επίσης, αναγνωρίζει στον Πάπα της Ρώμης τη φροντίδα της εκκλησιαστικής ευταξίας σε όλα υπό το πρίσμα της συναντίληψης και διακονίας του Πρώτου προς τους υπόλοιπους αδελφούς και συλλειτουργούς Πατριάρχες. Στις 18 Μαρτίου του 862, ο Πάπας Νικόλαος συντάσσει μια εγκύκλιο επιστολή «Αd omnes fideles» δηλαδή «προς πάντες τους πιστούς» στην οποία καλεί όλες τις Εκκλησίες του Θεού να μην αποδεχθούν και να μην κοινωνήσουν με τον Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως (τον οποίο αποκαλεί invasor δηλαδή εισβολέα) αλλά να συνταχθούν με τον Ιγνάτιο Κωνσταντινουπόλεως. Συγκεκριμένα, απευθύνεται προς τους Προκαθημένους της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων λέγοντας: «Igitur, dilectissimi fratres, sanctitati vestrae, qui catholicas Alexandrinorum, Antiochenorum, vel Hierosolymorum gubernatis Ecclesias, seu cunctis orientalibus metropolitis atque episcopis, luce clarius expressiusque significamus, quoniam sedes apostolica nullo pacto venerabilem Ignatium patriarcham dignitatis propriae privilegio nudari tam improvide patitur; sed magis repulso a sanctae catholicae et apostolicae sacro Ecclesiae viscere pervasore conjugis, ut ita dixerimus, viri viventis, scelestissimo videlicet Photio, sanctissimum patriarcham Ignatium in sui sacerdotii dignitate manere sicut olim decreverit; iterum quoque canonico ac legali examine judicat et decernit.»[53] δηλαδή «Επομένως, πολυγαπημένοι αδελφοί, προς τις Αγιότητες σας, οι οποίοι κυβερνάτε τις καθολικές Εκκλησίες των Αλεξανδρινών, των Αντιοχειανών ή των Ιεροσολυμιτών είτε προς όλους τους ανατολικούς μητροπολίτες και επισκόπους, σας επισημαίνουμε με καθαρό και εκφραστικό φως, επειδή η Αποστολική Καθέδρα με το ειδικό της προνόμιο δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση τον αξιότιμο Πατριάρχη Ιγνάτιο να απογυμνωθεί από το αξίωμα του’ αλλά με την απόκρουση του γητευτή από τα σπλάχνα της αγίας καθολικής και αποστολικής ιεράς Εκκλησίας, του καταστροφέα, να πούμε έτσι, του ζώντος ανδρός, ήτοι του ανιερωτάτου Φωτίου, έτσι άπαξ θεσπίζει τον αγιώτατο Πατριάρχη Ιγνάτιο να παραμείνει στο αξίωμα της δικής του ιεροσύνης’ εκ νέου επίσης κρίνει και καθορίζει με κανονική και νόμιμη εξέταση.» Την ίδια μέρα απευθύνει επιστολή απάντησης στον Πατριάρχη Φώτιο δηλώνοντας του ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία είναι η κεφαλή πασών των Εκκλησιών, ιδρυμένη πάνω στη στερεή πέτρα της πίστεως δια του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου και κρατάει τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, έχοντας το δικαίωμα του δεσμείν και λύειν και ότι όλοι οι πιστοί λαμβάνουν διδαχή, ακεραιότητα πίστεως και λύση παρανομιών από αυτήν. Συγκεκριμένα του γράφει: «Constat enim sanctam Romanam Ecclesiam per beatum Petrum principem apostolorum, qui Dominico ore primatum ecclesiarum suscipere promeruit, omnium ecclesiarum caput esse, et ab ea rectitudinem, atque ordinem in cunctis utilitalibus et ecclesiasticis institutionibus, quas secundum canonicas et synodicas, sanctorumque Patrum sanctiones inviolabiliter atque irrefragabiliter retineret, exquirere, ac sectari.»[54] δηλαδή «Διότι είναι βέβαιο ότι η αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία δια του μακαρίου Πέτρου του ηγέτη των αποστόλων, ο οποίος με το Κυριακό στόμα αξιώθηκε να παραλάβει το πρωτείο των εκκλησιών, υπάρχει κεφαλή όλων των εκκλησιών και από αυτήν η ευθύτητα και η τάξη σε όλους τους χρήσιμους και εκκλησιαστικούς θεσμούς, που σύμφωνα με τις κανονικές και συνοδικές κυρώσεις των αγίων Πατέρων πρέπει κανείς αβίαστα και αδιαμφισβήτητα να διατηρεί, να αναζητεί και να ακολουθεί.» Ο Ρωμαίος Ποντίφηκας συνεχίζει να ψέγει τον Πατριάρχη Φώτιο ότι τολμάει να συγκρίνει τον εαυτό του με Αγίους που ανήλθαν αθρόον στο πατριαρχικό αξίωμα. Του τονίζει ξανά ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμος και κανονικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Την επόμενη μέρα συντάσσει μια επιστολή προς τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ όπου δηλώνει με έμφαση «nullatenus nos Photium recipere vel Ignatium patriarcham damnare»[55] δηλαδή «με κανένα τρόπο εμείς δεν θα δεχθούμε το Φώτιο ούτε θα καταδικάσουμε τον Πατριάρχη Ιγνάτιο». Τον δε Πατριάρχη Φώτιο τον αποκαλεί πλέον μοιχεπιβάτη του Θρόνου. Τελικά τον Απρίλιο του 863 καταλήγει σε αναθεματισμό και καθαίρεση του Πατριάρχη Φωτίου και σε αποκατάσταση και κοινωνία με τον Πατριάρχη Ιγνάτιο. Στέλνει ξανά επιστολή στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ, όπου του ανακοινώνει τα καθέκαστα αποκαλώντας τον Φώτιο invasor και usurpator δηλαδή «εισβολέα» και «σφετεριστή». Ανακοινώνει για τον Πατριάρχη Φώτιο «Eos vero, quos Photius neophytus et Constantinopolitanae sedis invasor, in quolibet ecclesiastico ordine provexit, quoniam manifestum est eos in omnibus consecratoris sui pravitatibus consensisse, atque ei post invasionem communicare, omni clericale officio privamus et apostolica atque canonica auctoritate et synodali decreto eos penitus sequestramus.»[56] δηλαδή «Αυτούς αληθώς, τους οποίους, ο νεόφυτος Φώτιος και εισβολέας της Κωνσταντινουπολίτικης Καθέδρας, προώθησε σε κάθε εκκλησιαστική τάξη, επειδή είναι εμφανές ότι έδωσαν τη συγκατάθεση τους σε όλες τις διαφθορές του καθαγιαστή τους και έπειτα από την εισβολή κοινώνησαν μαζί του, τους στερούμε από κάθε αξίωμα του κλήρου και με αποστολική και κανονική αυθεντία και συνοδικό ψήφισμα τους απομονώνουμε ολοκληρωτικά.» Εδώ βλέπουμε ότι η κατάσταση μέσα σε λίγα χρόνια οξύνθηκε βαθμιαία σε σημείο να διακοπεί η κοινωνία μεταξύ της Ρωμαϊκής και της Κωνσταντινουπολιτικής Εκκλησίας, ως επακόλουθο της μη αναγνώρισης του Πατριάρχη Φωτίου εκ μέρους του Πάπα και της συνοδικής απόφασης της Ρώμης για καθαίρεση και αναθεματισμό του Φωτίου και όσων εκείνος χειροτόνησε.

Στο μεταξύ, ξεκινάει ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο πλευρές σχετικά με το ποιος έχει το δικαίωμα να εκχριστιανίσει το έθνος των Βουλγάρων. Ο Βούλγαρος ηγεμόνας είχε αρχίσει να έχει διπλωματικές σχέσεις με το Γερμανό Βασιλιά Λουδοβίκο Β’ της ανατολικής Φραγκίας ενώ παράλληλα υπήρχαν διαφωνίες με τον αυτοκρατορικό Θρόνο της Κωνσταντινούπολης σχετικά με κάποιες περιοχές στα σύνορα τους. Ο Βασιλιάς Κάρολος ο Φαλακρός της δυτικής Φραγκίας υποκίνησε τον Βόρη να συνάψει συμμαχία με τον Ραστισλάβο της Μεγάλης Μοραβίας (σημερινή Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία), ο οποίος ήταν στη σφαίρα επιρροής της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό δεν άρεσε στη Γερμανία και επιτέθηκε στη Βουλγαρία, αναγκάζοντας την να συμμαχήσει μαζί της. Στο μεταξύ, η Κωνσταντινούπολη κατάφερε να ανακτήσει κάποιες περιοχές των Βαλκανίων από την Βουλγαρία.[57] Το 862 ο Βόρης της Βουλγαρίας απευθύνεται στον Λουδοβίκο Β’ της Γερμανίας εκφράζοντας του την επιθυμία να ασπαστεί το Χριστιανισμό κατά το δυτικό τυπικό. Αυτή η προσέγγιση Γερμανίας και Βουλγαρίας θορύβησε τη Μεγάλη Μοραβία, η οποία ζήτησε βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, την ίδια περίοδο στάλθηκαν από την Κωνσταντινούπολη σε ιεραποστολή οι δύο άγιοι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος, οι οποίοι δημιούργησαν το πρώτο σλαβονικό αλφάβητο, μετέφρασαν στη σλαβονική γλώσσα τις θείες Γραφές και κήρυξαν το Χριστιανισμό στο λαό της Μεγάλης Μοραβίας, γινόμενοι έτσι Ισαπόστολοι και Φωτιστές των Σλάβων. Ο Βόρης έδειξε ενδιαφέρον για αυτή τη δημιουργία σλαβονικής γραφής και τη μετάφραση των θείων Γραφών αλλά δεν ήθελε Κωνσταντινουπολίτικη επιρροή στο Κράτος του λόγω της συμμαχίας με τη Γερμανία. Όταν οι Μοραβοί ειδοποίησαν την Κωνσταντινούπολη πως οι Βούλγαροι ετοιμάζονται να δεχθούν το βάπτισμα από τη Ρώμη και να ενσωματωθεί έτσι η Βουλγαρία στη Ρωμαϊκή Εκκλησία αντέδρασαν με επίθεση. Ο Βόρης, επειδή δεν ήταν έτοιμος για έναν ακόμα πόλεμο, άλλαξε ρότα και σύναψε συμμαχία με την Κωνσταντινούπολη, υποσχόμενος πως θα βαπτιστεί κι αυτός και ο λαός του από τη Βασιλεύουσα. Πράγματι το 864 ο Πατριάρχης Φώτιος έστειλε ιεραποστολή στη Βουλγαρία και βαπτίστηκαν στην βουλγαρική πρωτεύουσα Πλίσκα ο βασιλιάς, η οικογένεια του και πλήθος ευγενών και αξιωματούχων. Σιγά σιγά άρχισε και η μεταστροφή του λαού στο Χριστιανισμό. Η Κωνσταντινούπολη ως δώρο επέστρεψε εδάφη της Θράκης στη Βουλγαρία. Έτσι, μετά και τον εκχριστιανισμό όλων των Σλάβων (και των Σέρβων και των Κροατών, όπου οι μεν πρώτοι υπήχθησαν στην Κωνσταντινούπολη οι δε δεύτεροι υπήχθησαν στη Ρώμη), η Ευρώπη ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της πλέον χριστιανική (με εξαίρεση την Ιβηρική Χερσόνησο που είχε περιέλθει από τον 7ο αιώνα στα χέρια της αραβικής ισλαμικής δυναστείας των Ουμαϋάδων). Ο Πατριάρχης Φώτιος συνέταξε κι ένα θεολογικό δοκίμιο διδασκαλίας των βασικών χριστιανικών δογμάτων και της χριστιανικής ηθικής για το νεοφώτιστο Βούλγαρο ηγεμόνα.[58] Ο δε Βούλγαρος ηγεμόνας άρχισε να ζητάει αυτοκεφαλία για τη νεοπαγή Εκκλησία στη Βουλγαρία. Η Κωνσταντινούπολη αρχικά αρνήθηκε το αίτημα. Δυσαρεστημένος ο Βόρης, απευθύνθηκε στον Πάπα Νικόλαο με 101 ερωτήσεις για ζητήματα πίστεως τον Αύγουστο του 866. Σε απάντηση, ο Πάπας Νικόλαος συνέταξε ένα επίσης θεολογικό δοκίμιο γνωστό ως Responsa Nicolai ad consulta Bulgarorum[59] δηλαδή «Απαντήσεις του Νικολαόυ προς την πρεσβεία των Βουλγάρων», στέλνοντας παράλληλα ιεραποστολή υπό τον παπικό αντιπρόσωπο και επίσκοπο Φορμόσο. Στη διάρκεια αυτής της όλο και εχθρικής σχέσης μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, ο Πατριάρχης Φώτιος το 867 συντάσσει μια εγκύκλιο επιστολή προς τους άλλους 3 Πατριάρχες της Ανατολής[60], στην οποία καταδικάζει την προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως εκ μέρους τινών Εκκλησιών της Δύσης και μερικά έθιμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας όπως τη χρίση μύρου μόνο από Επισκόπους, τη νηστεία του Σαββάτου, την αγαμία του κλήρου και την κατάλυση της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών. Αντίστοιχα και ο Πάπας Νικόλαος είχε συντάξει ανάλογη πραγματεία προς τους Επισκόπους της Γερμανίας με τίτλο «De fide sanctae Trinitatae contra Graecorum haeresim»[61] δηλαδή «Περί της πίστεως της αγίας Τριάδας κατά της αιρέσεως των Γραικών», στο οποίο ανταπαντά στις κατηγορίες των Ανατολικών περί Filioque, νηστειών του Σαββάτου, ξυρίσματος και αγαμίας κληρικών. Εν τέλει, το 867 ο Πάπας Νικόλαος φεύγει από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του να εκκρεμεί το σχίσμα με την Κωνσταντινούπολη και ο ανταγωνισμός περί του ποιος από τους δύο Θρόνους θα πάρει την Βουλγαρία υπό τη δική του δικαιοδοσία.

Τον Πάπα Νικόλαο Α’ διαδέχθηκε στη Ρωμαϊκή Καθέδρα ο Πάπας Αδριανός Β’, ο οποίος διαπνεόταν από τα ίδια αισθήματα αντιπαλότητας προς το πρόσωπο του Πατριάρχη Φωτίου. Επίσης, ήταν και παντρεμένος με μια γυναίκα ονόματι Στεφανία, η οποία όταν ο Αδριανός εκλέχθηκε Πάπας πήγε να μείνει μαζί του στο Παλάτι του Λατερανού. Στα χρόνια του οξύνθηκε περαιτέρω η κατάσταση γύρω από το πρόσωπο του Πατριάρχη Φωτίου. Τον Απρίλιο του 866 ο Βασίλειος, ο οποίος ὡρμᾶτο ἐκ τῆς Μακεδόνων γῆς τὸ δε γένος εἷλκεν ἐξ Ἀρμενίων ἔθνους Ἀρσακίων κατά τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο[62], με έγκριση του Μιχαήλ Γ’ σκοτώνει τον Βάρδα σε μια εκστρατεία κατά των Αράβων με τη δικαιολογία ότι ο Βάρδας εποφθαλμιούσε το Θρόνο. Έτσι, ο Βασίλειος Α’ έγινε συναυτοκράτορας με τον Μιχαήλ Γ’. Όταν ο Μιχαήλ Γ’ άρχισε να συμπαθεί έναν άλλο αυλικό τον Βασιλικίνο τότε ο Βασίλειος Α’ οργάνωσε τη δολοφονία του Μιχαήλ Γ’ και του Βασιλικίνου στις 24 Σεπτεμβρίου 866 κι έτσι έγινε ο μόνος διάδοχος του Θρόνου και στέφθηκε αυτοκράτορας.[63] Μια από τις ενέργειες του Αυτοκράτορα Βασιλείου ήταν να εκθρονίσει τον Πατριάρχη Φώτιο και να επαναφέρει τον Πατριάρχη Ιγνάτιο, καθώς επιθυμούσε να έχει καλές σχέσεις με τον Πάπα της Ρώμης και τον Αυτοκράτορα της Δύσης.[64] Έτσι, συγκλήθηκε Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 869-870 κατά την οποία εκθρονίστηκε ο Πατριάρχης Φώτιος (κατηγορούμενος για αθρόον χειρονονία από την  τάξη των λαϊκών από σχισματικό κληρικό και για βίαιο σφετερισμό του Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως) και αποκαταστάθηκε ο Πατριάρχης Ιγνάτιος. Σε αυτή τη Σύνοδο συμμετείχαν 12 επίσκοποι κατά βάση και γενικώς σε όλες τις συνεδρίες αθροιστικά δεν ξεπέρασαν τους 103 επισκόπους. Τον Πάπα Ρώμης Αδριανό εκπροσώπησαν στη Σύνοδο, που έλαβε χώρα στο Ναό της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, οι επίσκοποι Δονάτος και Στέφανος και ο διάκονος Μαρίνος καθώς επίσης παρευρέθηκε ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, ο μητροπολίτης Τύρου Θωμάς ως τοποτηρητής του Πατριάρχη Αντιοχείας καθώς και ο πρεσβύτερος και σύγκελος Ηλίας ως τοποτηρητής του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοδοσίου. Στην εγκύκλιο επιστολή του Πάπα Αδριανού Β’ που αναγνώστηκε στην αρχή της Συνόδου διαβάζουμε να λέει για την ταραχή που προκλήθηκε στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως: «quodque haec nostra cathedra hujuscemodi ulceribus mederi possi»[65] δηλαδή «και ότι αυτή η Καθέδρα μας δύναται να γιατρεύει τέτοια έλκη». Επαναλαμβάνει δηλαδή το προνόμιο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας στο να κρίνει υποθέσεις άλλων Εκκλησιών μέσω της εκκλήτου. Στη συνέχεια, διαβάστηκε λίβελλος κατά τον οποίο καταδικάστηκαν όλες οι αιρέσεις συν αυτή της εικονομαχίας καθώς επίσης και αναθεματίστηκε ο Πατριάρχης Φώτιος με τα εξής λόγια: «ἀναθεματίζομεν καὶ Φώτιον, τὸν ἐναντίως τῶν ἱερῶν κανόνων ἄφνω ἀπὸ τῆς βουλευτικῆς ὑπηρεσίας καὶ κοσμικῆς στρατιὰς προαχθέντα, ἐνυπάρχοντος Ἰγνατίου τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου, εἰς τὴν Κωνσταντινουπολιτῶν ἐκκλησίαν ληστρικῶς παρὰ τινῶν σχισματικῶν».[66]  Ο τοποτηρητής του Ιεροσολύμων Ηλίας παρόλο που αναφέρει ότι δεν θεωρούσαν κανονικό Πατριάρχη το Φώτιο, δείχνει εμφανώς την ανατολική θέση περί πενταρχίας στην Εκκλησία έναντι της ρωμαϊκής επικυριαρχίας που άρχισε να τονίζει πλέον η Ρώμη με τα εξής λόγια: «Γινώσκετε πάντες ὅτι διὰ τοῦτο τὰς πατριαρχικὰς κεφαλὰς ἐν τῶι κόσμῳ ἔθετο το Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἵνα τὰ ἐν τῆι ἑκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ἀναφυόμενα σκάνδαλα δι’αὐτῶν ἀφανίζονται.»[67] Στην τρίτη συνεδρία της Συνόδου διαβάστηκε μια επιστολή του Πατριάρχη Ιγνατίου που απευθύνεται προς τον Πάπα Νικόλαο λέγοντας: «ἕνα καὶ μόνον ἐξῃρημένον τε καὶ καθολικώτατον ἰατρόν αὐτὸς ὁ θεαρχικώτατος καὶ παναλκέστατος λόγος προεχειρίσατο, τὴν σὴν δηλονότι ἀδελφικὴν καὶ πατρικὴν ὁσιότητα…»[68] δείχνοντας ότι ο Πάπας Ρώμης έχει το προνόμιο του επισκοπείν και θεραπεύειν τα ζητήματα της Εκκλησίας. Στη δε επιστολή του Πάπα Αδριανού Β’ προς τον Πατριάρχη Ιγνάτιο διαβάζουμε «Quod et in generali concilio Chalcedonensi factum est, cum Dioscorus sanctissimo Papae magnae urbis Romae Leoni est ausus excommunicationem impingere. Hinc et Anatolius dixit, Dioscorum non propter fidem condemnatum esse, sed quod excommunicationem Leoni Papae fecerit.»[69] δηλαδή «Γιατί και στη γενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας τόλμησε τότε ο Διόσκορος να θέσει ακοινωνησία στον αγιώτατο Πάπα της μεγάλης πόλεως Ρώμης. Κι εδώ είπε ο Ανατόλιος ότι δεν κατακρίθηκε για την πίστη ο Διόσκορος αλλά για την ακοινωνησία που επέφερε στον Πάπα Λέοντα.» Εδώ βλέπουμε ξανά τον Πάπα Αδριανό Β’ να τονίζει το πρωτείο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ανατρέχοντας στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο και την καταδίκη του Διοσκόρου Αλεξανδρείας. Στην τέταρτη συνεδρία της Συνόδου μετά την ανάγνωση επιστολής του Πάπα Νικολάου κατά του Πατριάρχη Φωτίου βλέπουμε τον τοποτηρητή του Πατριάρχη Αντιοχείας Θωμά να λέει: «Οὐκ ἐδεξάμεθα ποτὲ Φώτιον, οὔτε ἀπεστείλαμεν αὐτῶι γράμματα άποδοχῆς, οὔτε ἐξ αὐτοῦ ἐδεξάμεθα.»[70] Οι συνοδικοί κατέληξαν ότι κανείς δεν είχε αποδεχθεί ως κανονικό Πατριάρχη τον Φώτιο. Κατά τη διάρκεια της πέμπτης συνεδρίας ο Πατριάρχης Φώτιος ένιωσε την κατακραυγή της Συνόδου και ενώ σιώπαινε δήλωσε «οὐδὲ Ιησοῦς σιωπῶν ἐξέφυγε τὴν κατάκρισιν»[71]. Οι συνοδικοί συνέχισαν να δηλώνουν ότι τυρρανικώς και δια της βίας έγινε Πατριάρχης ο Φώτιος και ότι ουδέποτε έλαβαν επιστολές αυτού. Ο Πατριάρχης Φώτιος δήλωσε ξανά «τὰ ἑμὰ δικαιώματα οὐκ εἰσὶν ἐν τῶι κόσμῳ τούτῳ».[72] Μετά δέχθηκε μομφή από τον πραιπόσιτο Βαάνη, ο οποίος τον ανακάλεσε να μετανοήσει γιατί κατακρίνεται και από τους 4 Θρόνους. Στην έκτη συνεδρία της Συνόδου διαβάζουμε τον Σμύρνης Μητροφάνη να επαναλαμβάνει την ανατολική θεώρηση της πενταρχίας λέγοντας ότι ο Θεός έθεσε «τὰς εύθεῖς πατριαρχικὰς κεφαλὰς είς φαῦσιν πάσης τῆς γῆς».[73] Ο Χαλκηδόνος Ζαχαρίας που είχε χειροτονηθεί από τον Πατριάρχη Φώτιο, όταν τον κατηγόρησαν για αυτό, δήλωσε το εξής: «οἱ κανόνες ἄρχουσι καὶ τῶν πατριαρχῶν… καὶ γὰρ Μάρκελλον τὸν Ἀγκύρας Ἰούλιος ὁ Ρώμης ἐδέξατο καὶ ἡ ἐν Σαρδικῆι σύνοδος΄ ἀλλ’ ἐκεῖνος μέχρι νῦν ὡς αἱρετικὸς ἀναθεματίζεται. Καὶ τὸν κλαύσιμον Ἀπιάριον δικαιωθέντα παρὰ τῶν προέδρων τῆς Ῥώμης ἡ ἐν Ἀφρικῆι σύνοδος οὐκ ἐδικαίωσε… τὸ λέγειν, μὴ δεῖν ἀπὸ λαϊκῶν προχειρισθῆναι τινὰ, τοὺς μὲν χειροτονήσαντας ἀσφαλίζεται, τὸν δὲ χειροτονηθέντα οὐ κατακρίνει…»[74] Μετά οι συνοδικοί ανταπάντησαν στα επιχειρήματα που έθεσε ο Χαλκηδόνος λέγοντας του ότι συγκρίνει ανόμοιες περιπτώσεις αιρετικών με περιπτώσεις μοιχεπιβατών και ότι συγχέει τους κανόνες και προσπαθεί να αντικαταστήσει την κανονική τάξη με ένα έθος. Στην έβδομη συνεδρία εισήλθαν στη Σύνοδο ο Πατριάρχης Φώτιος και ο Συρακουσών Ιωάννης, αμφότεροι κατηγορούμενοι και κρινόμενοι. Ο Φώτιος κρατούσε την ποιμαντορική του ράβδο. Διατάχθηκε να του την αφαιρέσουν γιατί είναι ανάξιος ιεροσύνης. Κατηγορήθηκε ο Πατριάρχης Φώτιος ότι χειροτονήθηκε από τον καθηρημένο Ιωάννη Συρρακουσών με αθρόον χειροτονία από την τάξη των λαϊκών και βιαίως καθαιρέθηκε και απομακρύνθηκε ο κανονικός Πατριάρχης Ιγνάτιος. Στη συνέχεια αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της συνόδου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας προεδρεύοντος του Πάπα Αδριανού Β’ κατά του Φωτίου, στην οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον το εξής σημείο: «Inauditum hactenus est, Romanum Pontificem a ceteris ecclesiis esse judicatum; sed alios omnes ab illo judicari scimus. Nam quamvis Honorius post mortem ab Orientis episcopis anathemate sit affectus, manifestum tamen est, illum de haeresi fuisse accusatum, qua sola in causa licet inferioribus in superiores infurgere. Quamvis et ibi nec Patriarcharum quisquam, nec aliorum ullus antistitum sententiam pronuntiare potuerit, nisi ejusdem primariae sedis accedente ad eam rem auctoritate.»[75] δηλαδή «Είναι ανήκουστο να είναι κρινόμενος από τις άλλες εκκλησίες ο Ρωμαίος Αρχιερέας’ αλλά ξέρουμε όλους τους άλλους κρινόμενους από αυτόν. Γιατί κι αν για τον Ονώριο μετά θάνατον ειπώθηκε από τους ανατολικούς ανάθεμα, όμως είναι γνωστό ότι κατηγορήθηκε για αίρεση για την οποία και μόνο επιτρέπεται από τους υποδεέστερους να ενίστανται κατά των ανωτέρων. Αλλά κι εκεί ούτε κάποιος των Πατριαρχών ούτε κανείς των άλλων προϊσταμένων μπόρεσε να βγάλει απόφαση εκτός μόνο από την αυθεντία αυτής της πρώτης καθέδρας που συναίνεσε σε αυτό.» Βλέπουμε εδώ στα λόγια του Πάπα την βέβαιη σιγουριά του και τον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε μπορεί να κριθεί από άλλους Θρόνους ο πρώτος Θρόνος της Εκκλησίας (δηλαδή η Ρωμαϊκή Καθέδρα), αλλά μόνο αυτός μπορεί να εκδώσει οριστική κρίση για οποιοδήποτε θέμα και να κρίνει και τους υπόλοιπους λόγω αποστολικής αυθεντίας και κύρους. Στην όγδοη συνεδρία της Συνόδου κλήθηκαν για απολογία οι επίσκοποι που καταδίκασαν τον Πάπα Νικόλαο. Ενώπιον των συνοδικών αρνήθηκαν ότι συμμετείχαν σε τέτοια Σύνοδο. Τότε τους ζήτησαν να αναθεματίσουν αυτόν ή αυτούς που συνέγραψαν αυτά τα πρακτικά ώστε να γλιτώσουν την καθαίρεση. Και έπραξαν έτσι. Μετά κλήθηκαν κάποιοι μετανοημένοι εικονομάχοι και αναθεμάτισαν την αίρεση της Εικονομαχίας και όσους την υποστήριξαν. Στην ένατη συνεδρία επανέλαβαν τις κατηγορίες, αναθεματίστηκαν οι αιρέσεις, αναθεματίστηκε ο Πατριάρχης Φώτιος, αποκαταστάθηκε ο Πατριάρχης Ιγνάτιος και διαλύθηκε η Σύνοδος. Στη δέκατη συνεδρία ψηφίστηκαν 14 κανόνες σχετικοί με την καταδίκη της Εικονομαχίας, την αναστήλωση των ιερών εικόνων, την καταδίκη και την καθαίρεση του Πατριάρχη Φωτίου και των συν αυτώ, την απαγόρευση αθρόον χειροτονίας, την τάξη στις συνόδους με τη συμμετοχή μόνο επισκόπων, προσεκτική κρίση και εξέταση των οποιωνδήποτε κατηγοριών κι επιβεβαίωση του παπικού πρωτείου και σεβασμού στις αποφάσεις της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.[76] Έγινε απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως, υπογράφηκαν τα πρακτικά και ο όρος και οι κανόνες και διαλύθηκε η Σύνοδος. Με την ολοκλήρωση της Συνόδου το Φεβρουάριο του 870 παρατηρούμε ότι προς στιγμήν τη διαμάχη Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως κέρδισε η ρωμαϊκή πλευρά ιδίως με τον τονισμό του πρωτείου και της εξουσίας της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και την αποπομπή του Πατριάρχη Φωτίου. Το ίδιο έτος παραχωρήθηκε μια σχετική αυτονομία της Εκκλησίας στη Βουλγαρία από την Κωνσταντινούπολη, κάτι που δείχνει ότι ο Πατριάρχης Ιγνάτιος στη δεύτερη φάση της πατριαρχίας του ακολούθησε παρόμοια εκκλησιαστική γραμμή με αυτή του Φωτίου (να σημειωθεί βέβαια ότι η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Βουλγαρίας επικυρώθηκε οριστικά επί βασιλείας του Βασιλείου Β’ το 1018).[77] Ο Πατριάρχης Φώτιος εξορίστηκε στη Μονή Σκέπης όπου διατήρησε αλληλογραφία με τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α’. Κέρδισε τη συμπάθεια του και άρχισε να ασκεί επιρροή στον Αυτοκράτορα σε πνευματικά ζητήματα. Με πρωτοβουλία του Αυτοκράτορα Βασιλείου προγραμματίστηκε συνάντηση μεταξύ του Πατριάρχη Ιγνατίου και του Φωτίου. Οι δύο άντρες συμφιλιώθηκαν. Τελικά, στις 23 Οκτωβρίου του 877 εκοιμήθη ο Πατριάρχης Ιγνάτιος και αργότερα με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Φωτίου αγιοκατατάχθηκε, όπως και ο ίδιος. Νωρίτερα, το έτος 872 αναχώρησε από τη ζωή και ο Πάπας Αδριανός Β’, τον οποίο διαδέχθηκε ο Πάπας Ιωάννης Η’. Ο Πάπας Ρώμης Ιωάννης Η’ ήταν πιο διαλλακτικός και διπλωματικός από τους δύο προηγούμενους. Πλέον, ο Πατριάρχης Φώτιος δεν είχε κάποιο εμπόδιο στο να ανέλθει ξανά στον Πατριαρχικό Θρόνο της Βασιλεύουσας κι αυτή τη φορά με συναίνεση του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α’.[78]

Θέλοντας, λοιπόν, ο Αυτοκράτορας Βασίλειος να βάλει ένα οριστικό τέλος στην αναταραχή που προκλήθηκε στον Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινούπολης και στις σχέσεις των 5 Πατριαρχείων μεταξύ τους καθώς και να αποκαταστήσει τον πνευματικό του πλέον πατέρα τον Φώτιο, συγκαλεί εκ νέου Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 879 με συμμετοχή και των 5 Πατριαρχικών Θρόνων. Στο σύνολο τους οι συνοδικοί ήταν 383. Βλέπουμε στην αρχή της Συνόδου να κάθεται σε προεδρική θέση ο Πατριάρχης Φώτιος με τον τοποτηρητή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ηλία και γύρω τους οι υπόλοιποι συνοδικοί. Ενώ επικρατούσε σιγή ξαφνικά ο διάκονος Πέτρος και πρωτονοτάριος Πέτρος ανήγγειλε την άφιξη του Καρδιναλίου Πέτρου και των άλλων 2 τοποτηρητών της Εκκλησίας της Ρώμης, δηλαδή του Παύλου και του Ευγενίου. Ο Πατριάρχης Φώτιος ευχαρίστησε το Θεό και είπε να εισέλθουν. Αφού εισήλθαν απέδωσε δοξολογία στον τριαδικό Θεό και ασπάστηκε τον Καρδινάλιο Πέτρο και τους άλλους 2 λέγοντας «Ὁ Θεὸς καλῶς ὑμᾶς ἤνεγκεν. Ἀποδέξαιτο Κύριος τὸν κόπον ὑμῶν. Εὐλογήσαι καὶ ἁγιάσαι ψυχὰς καὶ τὰ σώματα ὑμῶν. Ἀποδέξαιτο δὲ τὴν φροντίδαν καὶ μέριμναν τοῦ ἁγιωτάτου ἁδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ καὶ πνευματικοῦ πατρὸς ἡμῶν τοῦ μακαριωτάτου πάπα Ἰωάννου.»[79] Ο Καρδινάλιος Πέτρος απάντησε «Benedictus Deus, quod vestram sanctitatem invenimus bene valentem. Visitat vos sanctus Petrusδηλαδή «Ευλογητός ο Θεός, διότι βρήκαμε την αγιότητα σας να υγιαίνει. Σας επισκέπτεται ο άγιος Πέτρος.» Και απαντά ο Πατριάρχης Φώτιος «Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν διὰ τοῦ κορυφαίου τῶν μαθητῶν Πέτρου, οὗ τὴν μνήμην ἡ σὴ ἑποιήσατο εὐσέβεια, ἑλεήσαι πάντας ἡμᾶς καὶ τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἀξίους ἀναδείξαι.»[80] Έτσι ξεκίνησε η διαδικασία της Συνόδου. Οι συνοδικοί αρχιερείς αναφώνησαν «Ἡμεῖς τῶι ἁγιωτάτῳ ἡμῶν δεσπότῃ καὶ οἰκουμενικῶι πατριάρχῃ οἱ μὲν ἀπ΄ἀρχῆς ὅντες ἡνωμένοι, οὐδέποτε διέστημεν…»[81] Εδώ βλέπουμε την ομολογία των ιεραρχών ότι πάντοτε δέχονταν το Φώτιο ως Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίο και καλούν Οικουμενικό, ακολουθώντας την παράδοση που επικράτησε από την πατριαρχία του Αγίου Ιωάννη του Νηστευτή. Αφού αρκετοί συνοδικοί αρχιερείς ομολόγησαν ότι θεωρούν κανονικό Πατριάρχη το Φώτιο, τότε ο Καρδινάλιος Πέτρος είπε ότι κι αυτοί στάλθηκαν από τον Πάπα Ιωάννη για να εκριζωθούν τα σκάνδαλα που φύτρωσαν στην Εκκλησία συμπληρώνοντας πως «habet ipsum dominum Photium sanctissimum patriarcham tamquam animam suam dominus noster Apostolicus, et est cum ipso unus spiritus et unum corpus, et censet eum fratrem et comministrum, etiam transmissa ab eo stola sacerdotalis testatur[82] δηλαδή «και έχει αυτόν τον κύριο Φώτιο τον αγιώτατο πατριάρχη σαν τη δική του ψυχή ο Αποστολικός μας κύριος και είναι με αυτόν ένα πνεύμα και ένα σώμα και και τον αισθάνεται ως αδελφό και συλλειτουργό, όπως μαρτυρεί και η σταλμένη από αυτόν ιερατική στολή.» Και τότε δίνει ο Καρδινάλιος Πέτρος το σταλμένο δώρο του Πάπα Ιώαννη στον Πατριάρχη Φώτιο που περιείχε αρχιερατική στολή, ωμοφόριο, στιχάριο, φελώνιο και σανδάλια. Τότε ο Πατριάρχης Φώτιος έκανε δέηση να φυλάττει ο Θεός τον Πάπα Ιωάννη και με αίτημα της Συνόδου απλώθηκε η στολή και είπαν οι παπικοί τοποτηρητές ότι ο Πάπας Ιωάννης τους έστειλε για την ειρήνη της Εκκλησίας. Ο Ηλίας ο τοποτηρητής του Ιεροσολύμων είπε ότι πάντες αγάπησαν το Φώτιο οι των Πατριαρχικών Θρόνων Αρχιερείς με θέλημα Θεού και όλοι ανακήρυξαν τη θεοψήφιστη αρχιεροσύνη του. Αφού πολυχρόνησαν την αυτοκρατορική οικογένεια, τον Πάπα Ιωάννη και τον Πατριάρχη Φώτιο έληξε η πρώτη συνεδρία. Στη δεύτερη συνεδρία προκάθησαν οι 3 τοποτηρητές του Πάπα Ιωάννη, ο Πατριάρχης Φώτιος, ο τοποτηρητής του Ιεροσολύμων Ηλίας και ο τοποτηρητής του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κοσμάς. Τότε δοξολόγησε τον τριαδικό Θεό ο Πατριάρχης Φώτιος και άρχισαν να ψέλνουν λατινιστί μερικές ευχές οι τοποτηρητές του Πάπα και ξεκίνησε η συνεδρία. Ο Καρδινάλιος Πέτρος στην εκφώνηση του αποκάλεσε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία «mater ecclesiarum»[83] δηλαδή «μητέρα των εκκλησιών» επιβεβαιώνοντας την πρωτίστη θέση της Ρωμαϊκής Καθέδρας στο πεντακόρυφο κράτος της Εκκλησίας. Στη συνέχεια αναγνώστηκε η εγκύκλιος επιστολή του Πάπα Ρώμης Ιωάννου Η’, όπως συνηθίζεται σε κάθε Οικουμενική Σύνοδο. Στην επιστολή του αναφέρει ο Πάπας την πρώτη και κορυφαία θέση του Ρωμαϊκού Θρόνου και μερικά παραδείγματα Αγίων της Εκκλησίας (Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Κύριλλος και Πολυχρόνιος Ιεροσολύμων και Ιωάννης Χρυσόστομος), τους οποίους αποκατέστησε στους οικείους Θρόνους η Ρωμαϊκή Καθέδρα μέσω του προνομίου της να κρίνει υποθέσεις των Εκκλησιών δια της εκκλήτου. Πολύ ενδιαφέρον είναι το απόσπασμα στο οποίο τονίζει την αποστολική αυθεντία και το κύρος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας: «Quandoquidem enim haec Apostolica Sedes, accipiens claves regni coelorum a primo et magno Pontifice Jesu Christo, per principem Apostolorum Petrum dicente eo: tibi dabo claves regni coelorum; et quemcumque ligaveris super terram, erit ligatus in coelis; et quemcumque solveris super terram, erit solutus in coelis: potestatem habet universe ligandi atque solvendi; et secundum Jeremiam prophetam, evellendi atque plantandi. Idcirco et nos auctoritate principis Apostolorum Petri utentes, cum universa nostra sancta ecclesia, denunciamus vobis et per vos sanctissimis fratribus Alexandriae, Antiochiae, Hierosolymorum, ceterisque episcopis ac sacerdotibus, et toti universitati ecclesiae Constantinopolitanae, concordes nos esse et confenientes, immo vero Deum, in omnibus quae petistis. Ac primum quidem a nobis suscipi Photium praestantissimum ac reverentissimum Dei Pontificem et Patriarcham, in fratrem nostrum et comministrum, eumdemque communionis cum sancta Romana ecclesia participem, consortem et heredem: tum ob scandala e medio tolleda, et pacem Dei ac mutuam in vobis caritatem inserendam.»[84] δηλαδή «Γιατί κατά τον τρόπο που αυτή η Αποστολική Καθέδρα έλαβε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών από τον πρώτο και μέγα Αρχιερέα Ιησού Χριστού μέσω του ηγέτη των Αποστόλων Πέτρου λέγοντας προς αυτόν’ σε σένα δίνω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών και ό,τι δέσεις στη γη είναι δεμένο και στον ουρανό και ό,τι λύσεις στη γη είναι λυμένο και στον ουρανό’ έχει ολοκληρωτικά την εξουσία να δένει και να λύνει, και κατά τον προφήτη Ιερεμία να εκριζώνει και να καταφυτεύει. Για αυτό κι εμείς χρησιμοποιώντας την αυθεντία του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, μαζί με όλη την αγιωτάτη μας Εκκλησία βρισκόμαστε μαζί σας και μέσω εσάς με τους αγιωτάτους αδελφούς μας της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων, και τους υπόλοιπους επισκόπους και ιερείς, και όλο το πλήρωμα της Κωνσταντινουπολίτικης Εκκλησίας, ώστε να ομονοήσουμε και να ομοφρονήσουμε μαζί σας, περισσότερο δε με το Θεό σε όλα όσα εσείς ζητήσατε. Και πρώτα μεν να αποδεχθούμε το Φώτιο το θαυμασιώτατο και σεβασμιώτατο Αρχιερέα του Θεού και Πατριάρχη αδελφό μας και συλλειτουργό και σύμμοιρο και συμμέτοχο και κληρονόμο της κοινωνίας με την αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία’ και για κάθε άλλη αρετή που αυτός κατέχει, και για να ξεριζώσουμε τα ενυπάρχοντα σκάνδαλα από τη μέση και για να φυτεύσουμε την ειρήνη του Θεού και την αμοιβαία αγάπη που υπάρχει σε όλους.» Βλέπουμε ότι επαναλαμβάνεται και εκ μέρους του Πάπα Ιωάννη Η’ η θεώρηση του πρωτείου στηριγμένη στη διαδοχή του Αποστόλου Πέτρου και της κληρονομιάς των κλειδιών της επουράνιας βασιλείας με το δικαίωμα του δεσμείν και λύειν, εκριζώνειν και καταφυτεύειν. Υπάρχει η θεώρηση της αποστολικής αυθεντίας της πρώτης και κορυφαίας Καθέδρας της Ρώμης. Ο Πάπας συνέχισε λέγοντας ότι η εξαίρεση τινών φωτεινών παραδειγμάτων αθρόον χειροτονίας δεν πρέπει να γίνεται κανόνας. Έπειτα, ζήτησε «ne frater et comminister noster Photius sanctissimus, neque quisquam succesorum ejus, posthac ordinationes faciat in Bulgaria…»[85] δηλαδη «ούτε ο αδελφός και συλλειτουργός μας αγιώτατος Φώτιος ούτε κάποιος από τους διαδόχους του, από δω και στο εξής να μην κάνουν χειροτονίες στη Βουλγαρία…» Βλέπουμε εδώ ότι η Ρωμαϊκή Καθέδρα δεν παραιτείται από τη δικαιοδοσία στη Βουλγαρία και ζητά από την Κωνσταντινούπολη να πάψει να τη θεωρεί δική της επαρχία. Έπειτα από την ανάγνωση της επιστολής είπαν μερικοί συνοδικοί ξανά ότι θεωρούν κανονικό Πατριάρχη το Φώτιο και οι παπικοί αντιπρόσωποι επανέλαβαν ότι αυτός ήταν ο λόγος της αποστολής τους. Ζήτησαν από τον Πατριάρχη Φώτιο να μην επεμβεί ξανά στη Βουλγαρία κι εκείνος απάντησε ότι η αύξηση της δικαιοδοσίας είναι διαδικασία επίπονη και δεν θα έπραττε τίποτα αν δεν ήταν πιεσμένος από τις βασιλικές ανάγκες. Οι παπικοί τοποτηρητές συμφώνησαν μαζί του και ο Πατριάρχης Φώτιος επαναλαμβάνει ότι και στον Πάπα Νικόλαο είχε πει το ίδιο όταν του ζήτησε πίσω τις επαρχίες καθώς αυτές υπάγονται πλέον στην αυτοκρατορική αρχή της Κωνσταντινουπόλεως και αν δεν ήταν οι βασιλικές ανάγκες στη μέση δεν θα είχε πρόβλημα ένεκεν της φιλίας να τους παραχωρήσει πίσω. Τότε ο Καρδινάλιος Πέτρος ρώτησε με ποιο τρόπο ανήλθε στο Θρόνο ο Φώτιος. Ο τοποτηρητής του Ιεροσολύμων Ηλίας απάντησε: «Τὰ τρία τῆς ἀνατολῆς πατριαρχεῖα ἀεὶ πατριάρχην αὐτὸν εἶχον’οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς μικροῦ πάντες αὐτὸν πατριάρχην ἔχουσι΄καὶ τὶ ἐκώλυε τοῦ ἀνελθεῖν αὐτόν;»[86] Μετά ρώτησαν αν χειροτονήθηκε δια της βίας και οι συνοδικοί απέρριψαν τέτοιο ενδεχόμενο, συμπληρώνοντας και ο Πατριάρχης Φώτιος ότι δια πολλών δακρύων και ακούσια ανήλθε στο Θρόνο και ήταν επιθυμία των υπολοίπων. Οι παπικοί αντιπρόσωποι τόνισαν ότι η Ρωμαϊκή Καθέδρα και ο Πάπας Ιωάννης τον αποδέχεται ως αδελφό και συλλειτουργό, ερχόμενοι σε ομόνοια με όλους. Μετά διαβάστηκαν οι επιστολές των Πατριαρχών της Ανατολής, συμφωνήθηκε η ομόνοια και η ειρήνη στην Εκκλησία και έληξε η δεύτερη συνεδρία. Στην τρίτη συνεδρία της Συνόδου διαβάστηκε επιστολή του Πάπα Ιωάννη στην οποία επανέλαβε ότι αποδέχεται τον Πατριάρχη Φώτιο ως επούλωση των σχισμάτων και φιλαδελφοσύνη εκ μέρους του Ρωμαϊκού Θρόνου ζητώντας εκ νέου από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως να παραιτηθεί από τη Βουλγαρία. Επίσης, θεωρεί άκυρη την προηγούμενη Σύνοδο κατά του Φωτίου. Οι τοποτηρητές ρώτησαν τους συνοδικούς αρχιερείς αν συμφωνούν με τα περιεχόμενα της επιστολής του Πάπα. Άπαντες είπαν ότι ανέκαθεν αποδεχόντουσαν τον Πατριάρχη Φώτιο και διατηρούν κοινωνία μαζί του και πάντα συμφωνούν σε ότι έχει να κάνει με την ευσέβεια. Όσον αφορά το θέμα της Βουλγαρίας, ανέφεραν άλλη μια φορά ότι αυτό επαφίεται στον Αυτοκράτορα. Μετά ακολούθησε συζήτηση γύρω από το ζήτημα της αθρόον χειροτονίας με τον Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας Προκόπιο να λέει ότι πράγματι η εν Σαρδική Σύνοδος κωλύει την από λαϊκού ταχεία χειροτονία, αλλά τονίζει ότι είναι συγκεκριμένη η κατηγορία που κωλύεται από αυτό κι αφορά «τὸν ἀπὸ ἀγορᾶς πλούσιον καὶ τὸν ἀπὸ ἀγορᾶς σχολαστικόν».[87] Σε αυτό συμφωνεί και ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ζαχαρίας, όπου αναφέρει και παραδείγματα γνωστών αγίων ή μορφών της Εκκλησίας όπως ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως, ο Ευσέβειος Καισαρίας. Μετά πλέκει ένα εγκώμιο στον Πατριάρχη Φώτιο λέγοντας ότι ο Φώτιος πόρρω απέχει από αγοραίο άνθρωπο, διότι τρανό παράδειγμα της αγιοσύνης του είναι η επιστροφή των Αρμενίων στο φως της ευσεβείας λόγω του φλογερού κηρύγματος του Φωτίου. Έπειτα, αναγνώστηκε και η επιστολή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων προς τον Αυτοκράτορα Βασίλειο περί του Φωτίου, την οποία έστειλε κάποιος μοναχός ονόματι Ανδρέας. Μετά αναγνώστηκε το κομμονιτόριο που έδωσε ο Πάπας Ιωάννης στους 3 τοποτηρητές του και βλέπουμε ότι τους ζητούσε να κάνουν 4 βασικά πράγματα: α) να ανακοινώσουν στον Πατριάρχη Φώτιο ότι τον αποδέχεται ως αδελφό και συλλειτουργό, β) να επιστρέψουν στους θρόνους τους οι καθηρημένοι επίσκοποι, γ) να μη γίνει συνήθεια η αθρόον χειροτονία και δ) να παραιτηθεί η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως από τη Βουλγαρία.[88] Και πράγματι όπως είδαμε μέχρι τώρα στις 3 συνεδρίες είναι αυτά τα ζητήματα που συνέχεια θίγονται από τους παπικούς αντιπροσώπους. Αφού διαβάστηκε το κομμονιτόριο, οι συνοδικοί αρχιερείς συμφώνησαν με αυτό και έληξε η συνεδρία. Στην τέταρτη συνεδρία την παραμονή των Χριστουγέννων κατέφθασε στη Σύνοδο και ο Μητροπολίτης Μαρτυροπόλεως Βασίλειος, τοποτηρητής του Πατριάρχου Αντιοχείας Θεοδοσίου, ο οποίος αφού ασπάστηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Φώτιο και τους τοποτηρητές του Πάπα ανέφερε τη σύμφωνη ανέκαθεν γνώμη του Αντιοχείας ως προς την κανονικότητα της πατριαρχίας του Φωτίου. Επανέλαβε μάλιστα κάτι που ειπώθηκε και σε προηγούμενη συνεδρία ότι και η Αντιοχειανή Εκκλησία αναθεματίζει τους Σαρακηνούς εκείνους που παρίσταναν τους τοποτηρητές των Πατριαρχών στην προηγηθείσα Σύνοδο κατά του Φωτίου. Μετά ο Καρδινάλιος Πέτρος εξέφρασε τη χαρά ότι όλες οι Εκκλησίες συμφώνησαν στην ομόνοια και την ειρήνη και την ομοφροσύνη τονίζοντας την συμπαράταξη τους με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, την οποία αποκάλεσε «caput omnium ecclesiarum»[89] δηλαδή «κεφαλή όλων των εκκλησιών». Και ο Καισαρείας Προκόπιος απάντησε «ὅταν θεία ψῆφος ἄνωθεν ἐνεχθῆι, πάντες οἱ τοῦ παναγίου πνεύματος μετασχόντες συντρέχουσι καὶ συνευδοκούσι καὶ συγχαίρουσι τῆι ἄνωθεν ψήφῳ».[90] Μετά την ανάγνωση και της επιστολής του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, οι συνοδικοί αναφώνησαν ότι «οὐδέποτε διέστησαν οἱ ἀνατολικοὶ θρόνοι ἀπό τοῦ αγιωτάτου ἡμῶν πατριάρχου».[91] Μετά έγινε μια συζήτηση πάλι για το θέμα της Βουλγαρίας, το οποίο οι συνοδικοί προσπάθησαν να αποφύγουν λέγοντας ότι δεν προέχει αυτή τη στιγμή. Στη συνέχεια, θίχτηκε εκ νέου το ζήτημα της αθρόον χειροτονίας, όπου οι συνοδικοί, συζητώντας για τις διαφορές σε έθιμα και τυπικά των εκκλησιών, κατέληξαν στο εξής: «Ἕκαστος θρόνος ἔχειν ἀρχαῖα τινα παραδεδομένα ἔθη. Καὶ οὐ χρὴ περὶ τούτων πρὸς ἀλλήλους διαφιλονικεῖν καὶ ἐρίζειν. Φυλάττει μὲν γὰρ ἡ τῶν Ῥωμαίων ἐκκλησία τὰ ἔθη αὐτῆς καὶ προσῆκον ἐστί. Φυλάττει δὲ καὶ ἡ Κωνσταντινουπολιτῶν ἐκκλησία ἴδια τινα ἔθη ἄνωθεν παραλαβοῦσα’ ὡσαύτως καὶ οἱ τῆς ἀνατολῆς θρόνοι.»[92] Η συνεδρία έληξε με τον αναθεματισμό της προηγούμενης κατά του Φωτίου Συνόδου. Στην πέμπτη συνεδρία τον Ιανουάριο του 880, ο Πατριάρχης Φώτιος ξεκίνησε να μιλάει για την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο λέγοντας ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ανέκαθεν τη θεωρεί Οικουμενική. Ο Καρδινάλιος Πέτρος τόνισε ότι και η Ρωμαϊκή Εκκλησία ανέκαθεν θεωρούσε και πρέσβευε τα δόγματα εκείνης της Συνόδου και ότι τη θεωρεί Ζ’ Οικουμενική. Τότε και οι συνοδικοί είπαν: «ὁ μὴ οὕτω φρονῶν καὶ ὀνομάζων τὴν ἁγίαν καὶ οἱκουμενικὴν ἐν Νικαίᾳ τὸ δεύτερον ἑβδόμην σύνοδον, ὡς καὶ ὁ θεοσεβέστατος πρεσβύτερος καὶ καρδινάλις προεῖπεν, ἔστω ανάθεμα».[93] Μετά προσκάλεσαν μερικούς μητροπολίτες, αρνητές της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου για απολογία. Εκείνοι έβρισκαν προφάσεις ασθενείας. Τότε οι τοποτηρητές της πρεσβυτέρας Ρώμης ανακοίνωσαν τη διακοπή κοινωνίας με αυτούς. Ακολούθως, οι παπικοί τοποτηρητές για πρώτη φορά αναγνώρισαν ισοδυναμία της Εκκλησίας της Ρώμης με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως όσον αφορά το προνόμιο της εκκλήτου προσφυγής και διατυπώθηκε ο εξής Α’ κανόνας της Συνόδου: «Ὥρισεν ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος, ὥστε, εἰ τινες τῶν ἐξ Ἰταλίας κληρικῶν ἢ λαϊκῶν ἢ ἐπισκόπων, ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἢ Εὐρώπῃ ἢ Λιβύῃ διατρίβοντες, ὑπὸ δεσμὸν ἢ καθαίρεσιν ἢ ἀναθεματισμὸν παρὰ τοῦ ἁγιωτάτου πάπα Ἰωάννου ἐγένοντο, ἵνα ὦσιν οἱ τοιοῦτοι καὶ παρὰ Φωτίου τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἐν τῷ αὐτῷ τῆς ἐπιτιμίας ὅρῳ, τουτέστιν ἢ καθῃρημένοι ἢ ἀναθεματισμένοι ἢ ἀφωρισμένοι. Οὓς μέντοι Φώτιος, ὁ ἁγιώτατος ἡμῶν πατριάρχης, κληρικοὺς ἢ λαϊκοὺς ἢ τοῦ ἀρχιερατικοῦ τάγματος καὶ ἱερατικοῦ, ἐν οἱᾳδήποτε παροικίᾳ, ὑπὸ ἀφορισμὸν ἢ καθαίρεσιν ἢ ἀναθεματισμὸν ποιήσει, ἵνα ἔχῃ αὐτοὺς καὶ ὁ ἁγιώτατος πάπας Ἰωάννης καὶ ἡ κατ᾿ αὐτὸν ἁγία τοῦ Θεοῦ Ῥωμαίων ἐκκλησία ἐν τῷ αὐτῷ τῆς ἐπιτιμίας κρίματι, μηδὲν τῶν προσόντων πρεσβείων τῷ ἁγιωτάτῳ θρόνῳ τῆς Ῥωμαίων ἐκκλησίας, μηδὲ τῷ ταύτης προέδρῳ τὸ σύνολον καινοτομουμένων, μηδὲ νῦν, μήτε εἰς τὸ μετέπειτα.»[94] Για αυτή την επιβεβαίωση της ύψωσης του κύρους της Κωνσταντινουπολίτικης Εκκλησίας σχολιάζει ο τοποτηρητής του Αντιοχείας ως εξής: «ὡς οὖν καὶ τὴν τῶν ἀνατολικῶν θρόνων ἐξουσίαν εἰληφὼς, καὶ τῆς Ῥωμαίων αὐθεντίας τὸ κῦρος προσλαβόμενος, καθὼς ἀρτίως ἠκούσαμεν, μᾶλλον δὲ προέχων ἐκ Θεοῦ ὠς ἀρχιερεὺς μέγιστος οὕς ἄν δήσῃ τῶι τοῦ παναγίου πνεύματος ἀλύτῳ δεσμῶι, ἔχομεν καὶ ἡμεῖς δεδεσμένους. Καὶ οὕς ἀν λύσῃ, ἔχομεν καὶ ἡμεῖς λελυμένους.»[95] Περί δε της περιπτώσεως αν τυχόν οι αφορισμένοι και ακοινώνητοι κληρικοί θελήσουν να επιστρέψουν στην Εκκλησία ξανά, οι παπικοί αντιπρόσωποι απάντησαν: «Oecumenicus ac Apostolicus Papa Joannes, qui hanc potestatem a Principe Apostolorum Petro accepit, dedit et sanctissimo patriarchae Photio eamdem potestatem ligandi atque solvendi[96] δηλαδή «Ο Οικουμενικός και Αποστολικός Πάπας Ιωάννης, ο οποίος παρέλαβε αυτή την εξουσία από τον Αρχηγό των Αποστόλων Πέτρο, έδωσε και στον αγιώτατο πατριάρχη Φώτιο αυτή την εξουσία του δεσμείν και λύειν.» Μετά η συζήτηση στράφηκε περί των θεμάτων των οποίων πραγματεύονται οι άλλοι δύο κανόνες που ψηφίστηκαν στη Σύνοδο, δηλαδή περί των επισκόπων που μονάζουν και περί των λαϊκών που τύπτουν τους κληρικούς. Μετά από αυτά έφεραν τα πρακτικά και υπέγραψαν ο καθένας ανάλογα με το πρεσβείο και την τάξη του. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρώτα προφανώς υπέγραψαν οι τοποτηρητές της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και στην υπογραφή τους (συγκεκριμένα ο Επίσκοπος Αγκώνος Παύλος) αποκαλούν τη Ρωμαϊκή Καθέδρα ως «sancta Apostolica sedes» και «sancta Catholica et Apostolica Romana ecclesia» δηλαδή «αγία Αποστολική Καθέδρα» και «αγία Καθολική και Αποστολική Ρωμαϊκή εκκλησία». Τον δε Πάπα της Ρώμης τον αποκαλούν «Summus Pontifex» και «oecumenicus Papa» δηλαδή «Άκρος Αρχιερέας» και «Οικουμενικός Πάπας».[97] Και ακολούθησαν και οι υπογραφές των υπολοίπων Αρχιερέων λήγοντας έτσι και η πέμπτη συνεδρία. Στην έκτη συνεδρία ομοφώνως αναθεματίστηκε οποιαδήποτε αλλοίωση των όρων των προηγούμενων Οικουμενικών Συνόδων συμπεριλαμβανομένου και του Συμβόλου της Πίστεως. Άλλωστε, η προσθήκη του Filioque δεν είχε ακόμα λάβει χώρα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία παρά μόνο σε φραγκικές επαρχίες της. Έτσι η Σύνοδος κατέληξε σε ψηφισμένο όρο που μεταξύ άλλων τονίζει: «Οὕτω περὶ τούτων φρονοῦντές τε καὶ ἀνακηρύττοντες, τὸν ἄνωθεν ἐκ Πατέρων καὶ μέχρις ἡμῶν κατεληλυθότα τῆς ἀκραιφνεστάτης τῶν χριστιανῶν πίστεως Ὅρον καὶ διανοίᾳ καὶ γλώσσῃ στέργομέν τε καὶ πᾶσι διαπρυσίῳ τῇ φωνῇ περιαγγέλλομεν, οὐδὲν ἀφαιροῦντες οὐδὲν προστιθέντες οὐδὲν ἀμείβοντες οὐδὲν κιβδηλεύοντες. Ἡ μὲν γὰρ ἀφαίρεσις καὶ ἡ πρόσθεσις, μηδεμιᾶς ὑπὸ τῶν τοῦ πονηροῦ τεχνασμάτων ἀνακινουμένης αἱρέσεως, κατάγνωσιν εἰσάγει τῶν ἀκαταγνώστων καὶ ὕβριν τῶν Πατέρων ἀναπολόγητον· τὸ δὲ κιβδήλοις ἀμοίβειν ῥήμασιν Ὅρους Πατέρων πολὺ τοῦ προτέρου χαλεπώτερον.»[98] Έτσι έληξε και η έκτη συνεδρία. Στην τελευταία συνεδρία επιβεβαιώθηκαν όλα όσα είχαν προηγηθεί στις προηγούμενες. Με τη λήξη της Συνόδου έχουμε την προσωρινή συμφιλίωση των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης, στηριγμένες σε κοινά ομολογούμενους όρους και δόγματα και στο κοινώς αποδεκτό πεντακόρυφο κράτος της Εκκλησίας με πρώτη και κορυφαία την έχουσα αποστολικό κύρος Εκκλησία της Ρώμης και δεύτερη ισοδύναμη της, την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία εποπτεύει την Ανατολή. Αυτή η ύψωση της Κωνσταντινουπόλεως και η πρώτιστη θέση που κατέχει ανάμεσα στους 4 Πατριαρχικούς Θρόνους της Ανατολής φαίνεται και στον Νομοκάνονα του Αγίου Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως στον Α’ Τίτλο και κεφάλαιο Ε’ που λέει: «πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν κεφαλὴ ἐστὶ ἡ Κωνσταντινούπολις» και συνεχίζει «ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει τῶν ἄλλων προεδρίαν».[99]

Μπορεί οι Εκκλησίες προς στιγμήν να είχαν ενωθεί και συμφιλιωθεί, όμως αυτό δεν είχε έρθει για να παραμείνει. Δεν μπορούμε άλλωστε να παραλείψουμε και το πολιτικό υπόβαθρο που οδήγησε την Εκκλησία στο Σχίσμα και δεν είναι άλλο από την προαναφερθείσα διαμάχη για τον τίτλο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα και την κυριαρχία και επιρροή εκάστης Αυτοκρατορίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ο Γερμανός Αυτοκράτορας Όθων Β’ έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη το Λομβαρδό Επίσκοπο Κρεμώνος Λιουτπράνδο το 968 για να ζητήσει την Άννα την Πορφυρογέννητη, κόρη του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, σε γάμο για την καλύτερη πρόοδο των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στα δύο κράτη. Στο έργο που έγραψε ο Λιουτπράνδος Relatio de legatione Constantinopolitana φαίνεται η εχθρότητα που είχε αρχίσει να επικρατεί ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή. Ο Πάπας Ιωάννης ΙΓ’ αποκάλεσε σε επιστολή του τον Αυτοκράτορα ως «Imperator Graecorum» δηλαδή «Αυτοκράτορα των Γραικών». Αυτό εξόργισε την αυτοκρατορική Αυλή της Κωνσταντινουπόλεως και τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά και βλέπουμε στο κεφάλαιο 51 τον Πατρίκιο Χριστόφορο να απαντάει στον Λιουτπράνδο «Sed Papa fatuus, insulsus, ignorat Constantinum sanctum imperialia sceptra huc transvexisse, senatum omnem cunctamque Romanam militiam, Romae vero vilia mancipia, piscatores scilicet, cupediarios, aucupes, nothos, plebeios, servos, tantummodo dimisisse[100] δηλαδή «Αλλά ο μωρός και ανόητος Πάπας αγνοεί ότι ο άγιος Κωνσταντίνος μεταβίβασε στην Κωνσταντινούπολη τα αυτοκρατορικά σκήπτρα μαζί με τα σύμβολα και όλη τη Σύγκλητο και όλο το Στρατό, αφήνοντας στη Ρώμη τίποτα άλλο παρά ευτελή ανδράποδα, ήτοι ψαράδες, ζαχαροπλάστες, ορνιθοπώληδες, νόθους, πληβείους και υπηρέτες;» Ο Λιουτπράνδρος απολογήθηκε ως εξής «Constantinum Romanum imperatorem cum Romana militia huc venisse, ac civitatem istam suo ex nomine condidisse, certo scimus; sed qui linguam, mores vestesque mutastis, putavit sanctissimus Papa, ita vobis displicere Romanorum nomen, sicut et vestem.»[101] δηλαδή «Γνωρίζουμε κι εμείς βέβαια ότι ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μεταβιβάστηκε εδώ με όλο το Ρωμαϊκό Στρατό, χτίζοντας αυτή την πόλη που την ονόμασε με το όνομα του. Αλλά επειδή εσείς έκτοτε αλλάξατε τη γλώσσα και τα ήθη και την ενδυμασία, ο αγιώτατος Πάπας συμπέρανε ότι δεν σας άρεσε πια το Ρωμαϊκό όνομα όπως και η ενδυμασία.» Οι Κωνσταντινουπολίτες παρακάτω απάντησαν περί του Πάπα με μια περιφρονητική δήλωση «Papam vestrum imperiales recipere litteras, indignum esse dijudicamus»[102] δηλαδή «Τον Πάπα σας κρίναμε ανάξιο των αυτοκρατορικών επιστολών». Στο κεφάλαιο 62 ο Λιουτπράνδρος αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος διέταξε στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να προαγάγει την εκκλησία Υδρούντος στο μητροπολιτικό αξίωμα και «nec permitttat in omni Apulia seu Calabria latine amplius, sed graece divina mysteria celebrare»[103] δηλαδή «δεν επέτρεψε από δω και πέρα να τελούνται τα θεία μυστήρια σε όλη την Απουλία και Καλαβρία στα λατινικά αλλά στα ελληνικά». Βλέπουμε εδώ την απέχθεια του ενός προς τον άλλο ακόμα και για τα έθιμα και το τυπικό, κάτι που εξέφρασε και ο ίδιος ο Λιουτπράνδος προς το βυζαντινό τυπικό, όταν παρευρέθηκε στον εορτασμό της μνήμης των Αγίων Αποστόλων, λέγοντας στο κεφάλαιο 19 «cumque post naeniarum garrulitatem et missarum celebrationem»[104] δηλαδή «και όπου ακούσαμε τα φλύαρα ποιηματάκια και την τέλεση της λειτουργίας». Συνεχίζοντας (κεφ. 62), ο Λιουτπράνδος με αποστροφή αναφέρει «ipsa Constantinopolitana ecclesia nostrae sanctae catholicae atque apostolicae ecclesiae Romanae merito sit subjecta»[105] δηλαδή «και αυτή η Κωνσταντινουπολίτικη Εκκλησία νομίμως υπάγεται στην αγία, καθολική και αποστολική Ρωμαϊκή μας Εκκλησία», ισχυριζόμενος ότι παλιότερα ο Κωνσταντινουπόλεως λάμβανε ωμοφόριο (pallium) από τον Πάπα μέχρι τον καιρό που υποτάχθηκε η Ρώμη στον Αλβέρικο και τότε ο Αυτοκράτορας Ρωμανός έστειλε δώρα στον Αλβέρικο, ώστε να σταλθούν επιστολές ονόματι του Πάπα που να επιτρέπουν στον Κωνσταντινουπόλεως να μην λαμβάνει πλέον ωμοφόριο από τον Πάπα Ρώμης. Με τα γεγονότα αυτά του 10ου αιώνα βλέπουμε πόσο είχε αρχίσει πάλι να οξύνεται η κατάσταση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση τόσο σε πολιτικό όσο και σε εκκλησιαστικό επίπεδο με ολοένα και περισσότερο αυξανόμενο διχασμό και αμοιβαία αποστροφή, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγούσε στα δυσάρεστα γεγονότα του 11ου αιώνα. Στο μεταξύ, τον 10ο αιώνα έχουμε δύο νέους εκχριστιανισμούς λαών που βρέθηκαν στη Γηραιά Ήπειρο, δηλαδή των Μαγυάρων (Ούγγρων) και των Ρως. Οι απαρχές του εκχριστιανισμού και των δύο λαών έγιναν από την Κωνσταντινούπολη, παρόλο που οι Ούγγροι αργότερα προσχώρησαν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Μας αναφέρει για τον εκχριστιανισμό των Ούγγρων (τους οποίους καλεί Τούρκους επειδή πριν την άφιξη τους στη λεκάνη των Καρπαθίων εγκαταβιούσαν στο τουρκικό Χανάτο των Χαζάρων) ο Ιωάννης Σκυλίτζης στο Σύνοψις Ιστοριών «μετ' οὐ πολὺ δὲ καὶ Γυλᾶς, ἄρχων ὢν καὶ αὐτὸς τῶν Τούρκων, εἴσεισιν εἰς τὴν βασιλίδα καὶ βαπτίζεται, τῶν ἴσων ἀξιωθεὶς καὶ αὐτὸς εὐεργεσιῶν καὶ τιμῶν. ἀνελάβετο δὲ μεθ' ἑαυτοῦ καί τινα μοναχὸν Ἱερόθεον τοὔνομα, δόξαν εὐλαβείας ἔχοντα, ἐπίσκοπον Τουρκίας παρὰ τοῦ Θεοφυλάκτου χειροτονηθέντα, ὃς ἐκεῖσε γενόμενος πολλοὺς ἀπὸ τῆς βαρβαρικῆς πλάνης εἰς τὸν χριστιανισμὸν ἐπανήγαγεν…»[106] Ο Γύλας Β’ ήταν Μαγυάρος φύλαρχος, του οποίου κόρη ήταν η Σαρόλτ, η μητέρα του πρώτου χριστιανού Ούγγρου Βασιλιά Στεφάνου Α’, άπαντες καταγόμενοι από τη γενιά του Αρπαδή. Για τις απαρχές του εκχριστιανισμού των Ρως ο Ιωάννης Σκυλίτζης στο ίδιο έργο του μας αναφέρει «Καὶ ἡ τοῦ ποτε κατὰ Ῥωμαίων ἐκπλεύσαντος ἄρχοντος τῶν Ῥῶς γαμετή, Ἔλγα τοὔνομα, τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἀποθανόντος παρεγένετο ἐν Κωνσταντινουπόλει. καὶ βαπτισθεῖσα καὶ προαίρεσιν εἰλικρινοῦς ἐπιδεικνυμένη πίστεως, ἀξίως τιμηθεῖσα τῆς προαιρέσεως ἐπ' οἴκου ἀνέδραμε.»[107] Η Ισαπόστολος Βασίλισσα Όλγα, η σύζυγος του Βασιλιά των Ρως του Κιέβου Ιγκόρ, έρχεται στην Κωνσταντινούπολη και βαπτίζεται κατά τα χρόνια του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογεννήτου. Έκτοτε, επέστρεψε στην πατρίδα της και κατέβαλε προσπάθειες να μεταστρέψει το λαό της στη νέα θρησκεία, πράγμα που πραγματοποιήθηκε από τον εγγονό της τον Ισαπόστολο Βλαδίμηρο το Μέγα του Κιέβου και τη μαζική βάπτιση του λαού των Ρως στον ποταμό Δνείπερο. Η χώρα του υπάχθηκε στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς φαίνεται και στα συνταγμάτια  του Οικουμενικού Πατριαρχείου της εποχής εκείνης.

Προχωρώντας στο χρόνο, κατά την ενθρόνιση του Γερμανού Αυτοκράτορα Ερρίκου Β’ το Φεβρουάριο του 1014 στο Ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη για πρώτη φορά επί Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου Η’, τον οποίο ο Γερμανός Αυτοκράτορας βοήθησε στη διαμάχη του με τον Αντίπαπα Γρηγόριο ΣΤ’, απηγγέλθη το Σύμβολο της Πίστεως με την προσθήκη Filioque κατ’ επιταγή του Γερμανού Αυτοκράτορα.[108] Αυτό το γεγονός ήταν κάτι που δεν θα περνούσε φυσικά αναπάντητο από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Ήταν και η διαμάχη για τη νότια Ιταλία ανάμεσα στον Ερρίκο Β’ και τον Βασίλειο Β’ το Βουλγαροκτόνο που δεν επέτρεπε τυχόν διαπραγματεύσεις και διπλωματίες. Ο Αυτοκράτορας Ερρίκος Β’ άλλωστε ήταν που κατεξοχήν ανακατεύτηκε σε εκκλησιαστικά πράγματα της Δύσης καθώς επί βασιλείας του ενισχύθηκε στη Γερμανική Αυτοκρατορία το σύστημα της αυτοκρατορικής εκκλησίας με την τοποθέτηση άγαμων κληρικών σε κυβερνητικές θέσεις και ειδικά οι 3 Αρχιεπισκοπές – Πριγκιπάτα Τρεβήρων, Μογουντίας και Κολωνίας, των οποίων οι Αρχιεπίσκοποι ήταν ταυτόχρονα και Principes Electores (Εκλεγόμενοι Ηγεμόνες) και ανήκαν στην Αυτοκρατορική Αυλή.

Επί πατριαρχίας του Ευσταθίου Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα Ιωάννου ΙΘ’ έχουμε άλλη μια διαμάχη των 2 Θρόνων σχετικά με τον τίτλο Οικουμενικός. Η Κωνσταντινούπολη προτείνει τη θεωρία ότι όπως ο Πάπας της Ρώμης είναι Οικουμενικός στην καθόλου Εκκλησία, έτσι και ο Κωνσταντινουπόλεως είναι Οικουμενικός στη σφαίρα της Ανατολής. Ο Πάπας και πάλι δεν συμφωνούσε σε αυτή την εκδοχή, αλλά δέχθηκε τη διπλωματική πρόταση να επιτραπεί το βυζαντινό τυπικό στις περιοχές της νότιας Ιταλίας σε αντάλλαγμα με το άνοιγμα ναών λατινικού τυπικού στην Κωνσταντινούπολη.[109]

Στα μισά του 11ου αιώνα επί Πάπα Ρώμης Λέοντος Θ’ και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλαρίου η κατάσταση οξύνθηκε έτι περαιτέρω. Ο Πάπας Ρώμης Λέων Θ’ ήταν ιδιαίτερα απασχολημένος με τον πόλεμο κατά των Νορμανδών στη νότια Ιταλία σε συνεργασία με Στρατηγό από την Κωνσταντινούπολη. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος έκανε ορισμένες διπλωματικές παραχωρήσεις στον Πάπα Ρώμης. Από αντίδραση, το 1052 ο Πατριάρχης Μιχαήλ απαγόρευσε το λατινικό τυπικό στην Κωνσταντινούπολη και έκλεισε όσους ναούς αρνήθηκαν να υπακούσουν. Ο Πατριάρχης Μιχαήλ ομού με τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Λέοντα άρχισαν να ψέγουν τον Πάπα και τη Ρωμαϊκή Εκκλησία για λατινικά έθιμα, όπως η χρήση αζύμων και διάφορα άλλα λειτουργικά σε μια επιστολή τους προς τον Επίσκοπο Τράνης της Απουλίας Ιωάννη το 1053.[110] Αυτές οι κατηγορίες βέβαια είδαμε ότι είχαν συμφωνηθεί στη Σύνοδο του 880 περί διαφοράς εθίμων και τυπικού ανάμεσα στις Εκκλησίες και αμοιβαίου σεβασμού και ανοχής σε αυτά στοχεύοντας στην ορθή πίστη και στην εν Χριστώ αγάπη και ενότητα. Παρόλα αυτά βλέπουμε ότι σε περίοδο έντασης ανέρχονταν στην επιφάνεια. Αντιδρώντας ο Πάπας Λέων Θ’, στέλνει μια μακροσκελή επιστολή το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους προς τον Πατριάρχη Μιχαήλ και τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Λέοντα που για πρώτη φορά χρησιμοποιείται και ως επιχείρημα η Κωνσταντίνεια Δωρεά και μέσα στα πολλά αναφέρει και το εξής για τη Ρωμαϊκή Καθέδρα «Et sicut cardo immobilis permanens ducit et reducit ostium, sic Petrus et sui successores liberum de omni ecclesia habent judicium, cum nemo debeat corum dimovere statum, quia summa sedes a nemine judicatur.»[111] δηλαδή «Και όπως ο ακίνητος στρόφιγγας μόνιμα ωθεί και επαναφέρει την θύρα, έτσι και ο Πέτρος και οι διάδοχοι του έχουν ελεύθερη κρίση σε όλη την εκκλησία, ενώ ουδείς δύναται να μετακινήσει την θέση τους, διότι η μέγιστη καθέδρα δεν κρίνεται από κανέναν.» Στην επιστολή του επίσης απαριθμεί τις φορές που από την Κωνσταντινουπολίτικη Καθέδρα αναφάνηκαν αιρέσεις, τις οποίες καταδίκασε πρωτοστατώντας η Ρωμαϊκή Εκκλησία σε Οικουμενικές Συνόδους. Πιο πάνω αναφέρει ότι «Ut enim fertur, omnes Latinorum basilicas penes vos clausistis, monachis monasteria et abbantibus tullistis, donec vestris viverent institutis. Ecce in hac parte, Romana ecclesia quanto discretior, moderatior et clementior est vobis! Siquidem cum intra et extra Romam plurima Graecorum reperiantur monasteria sive ecclesiae, nullum eorum adhuc perturbatur vel prohibetur a paterna traditione, sive sua consuetudine…»[112] δηλαδή «Διότι λέγεται ότι κλείσατε όλες τις βασιλικές των Λατίνων και πήρατε όλα τα μοναστήρια και τα αββαεία από τους μοναχούς, έως ότου ζήσουν σύμφωνα με τους δικούς σας θεσμούς. Ιδού σε αυτό το κομμάτι, πόσο η Ρωμαϊκή Εκκλησία είναι διακριτικότερη, μετριοπαθέστερη και οικτιρμονέστερη από σας! Πράγματι ενώ και εντός και εκτός Ρώμης βρίσκονται αναρίθμητα μοναστήρια και εκκλησίες Γραικών, κανένα από αυτά δεν ενοχλείται ούτε και απαγορεύεται από την πατρική παράδοση ή τα έθιμα του…» Παρατηρούμε ότι η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα τεταμένη ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη. Ο Πάπας Λέων αποφάσισε να στείλει πρεσβεία τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο της Σίλβα Κάντιντα, τον αρχιγραμματέα Διάκονο και Καρδινάλιο Φρειδερίκο της Λορένης και τον Αρχιεπίσκοπο Αμάλφης Πέτρο στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις. Μαζί τους κουβάλησαν και μια επιστολή απευθυνόμενη στον Πατριάρχη Μιχαήλ, τον οποίο αποκαλεί Constantinopolitano Archiepiscopo δηλαδή «Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως», στην οποία γράφει το εξής: «Hinc nova ambitione Alexandrinum et Antiochenum patriarchas, antiquis suae dignitatis privilegiis privare contendens, contra omne fas and jus tuo dominio subjugare coneris[113] δηλαδή «Ως εκ τούτου, με καινή φιλοδοξία, προσπαθώντας να αποστερήσεις τους Πατριάρχες της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας από τα αρχαία προνόμια του αξιώματος τους και ενάντια σε κάθε θεία δικαιοσύνη και νόμο πασχίζεις να τους υποτάξεις στη δική σου κυριαρχία.» Εδώ παρατηρούμε μια εκ νέου αμφισβήτηση της Ρωμαϊκής Καθέδρας στην ύψωση της Κωνσταντινουπόλεως στη δεύτερη θέση και στην απόδοση σε αυτήν ίσων προνομίων με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, κάτι που επίσης είχε συμφωνηθεί στη Σύνοδο του 880. Επικαλείται ο Πάπας Λέων την προτεραία κατάσταση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου με 3 Αποστολικούς Θρόνους να κατέχουν το κύρος και την αυθεντία. Έπειτα, τονίζει ξανά το παπικό πρωτείο στηριγμένο στα λόγια του Χριστού προς τον Απόστολο Πέτρο και αμύνεται τη χρήση των αζύμων σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Λουκά και το βιβλίο της Εξόδου. Στη δε επιστολή που έστειλε προς τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ βλέπουμε εξαρχής πολύ διαφορετικό τρόπο ομιλίας μιας και τον αποκαλεί glorioso et religioso imperatori novae Romae τον αναγνωρίζει δηλαδή ως ένδοξο και ευσεβή Αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης. Ζητάει την βοήθεια του στον αγώνα κατά των Νορμανδών και τον εγκωμιάζει με τα εξής λόγια «Tu ergo magnus successor magni Constantini, sanguine, nomine et imperio factus, ut fias etiam imitator devotionis ejus erga apostolicam sedem, exhortamur…»[114] δηλαδή «Επομένως εσύ αφού έγινες ο μέγας διάδοχος του Μεγάλου Κωνσταντίνου στο αίμα, στο όνομα και στην αυτοκρατορία, σε προτρέπουμε επίσης να γίνεις μιμητής της αφοσίωσης εκείνου προς την Αποστολική Καθέδρα…» Έπειτα αναφέρεται στον Πατριάρχη Μιχαήλ λέγοντας «Sed moverit tua claritas, super praesumptionibus ejus multa et intolerabilia jamdudam pervenisse as aures nostras, qualiter etiam aperta persecutio in Latinam Ecclesiam exardescens, anathematizare non timuit omnes qui sacramenta attrectant ex azymis: et quod Alexandrinum et Antiochenum patriarchas antiqua dignitate sua privare contendens, contra fas et jus sibi subdere nova ambitione appetit: et pleraque quae usurpare dicitur, sicut a nostris nuntiis diligenter cognoscere poteris.»[115] δηλαδή «Αλλά να κινηθεί η σάλπιγγα σου επί των πολλών και ανυπόφορων αλαζονειών του, οι οποίες είχαν φτάσει εδώ και καιρό στα αυτιά μας, πως έτι ξεκίνησε ανοιχτό διωγμό πυρπολώντας κατά της Λατινικής Εκκλησίας, δίχως να φοβηθεί να αναθεματίζει όλους όσους μεταλαμβάνουν τα ιερά μυστήρια από άζυμα΄και ότι πασχίζει να αποστερήσει από τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας το αρχαίο τους αξίωμα, ενάντια σε κάθε θεία δικαιοσύνη και νόμο και ορέγεται με καινή φιλοδοξία να τους υποτάξει σε αυτόν΄και πολλά τα οποία λέγεται ότι σφετερίζεται, θα μπορέσεις να μάθεις επιμελώς από τους απεσταλμένους μας.» Κατηγορεί τον Πατριάρχη Μιχαήλ για απαράδεκτο διωγμό κατά των Λατίνων και για προσπάθεια υποταγής της Αλεξανδρινής και Αντιοχειανής Εκκλησίας. Ο Πάπας Λέων Θ’ πεθαίνει από φυματίωση τον Απρίλιο του 1054 . Όσο ήταν στην Κωνσταντινούπολη οι απεσταλμένοι του Πάπα συζητούσαν και με την πολιτική εξουσία και με τον Πατριάρχη Μιχαήλ. Υπήρχαν πολύ έντονες διαμάχες μεταξύ του Πατριάρχη και των παπικών αντιπροσώπων. Ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος δεν ήταν καθόλου διαλλακτικός και τότε στις 16 Ιουλίου του 1054 κατέθεσε πάνω στην αγία τράπεζα της μεγάλης εκκλησίας, ήτοι του Ναού της του Θεού Σοφίας, ένα έγγραφο με σφραγίδα του Πάπα, στο οποίο αναθεμάτιζε τον Πατριάρχη Μιχαήλ και τους δικούς του. Εξερχόμενος από το Ναό φώναξε «Videat Deus et judicet» δηλαδή «Βλέπει ο Θεός και κρίνει». Η σφραγίδα εξακριβώθηκε ότι ήταν πλαστή καθώς και το περιεχόμενο του εγγράφου δεν γράφηκε από το χέρι του Πάπα. Το έγγραφο κατηγορούσε την Εκκλησία των Γραικών ότι απέκοψε από το Σύμβολο της Πίστεως την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, ότι αναβαπτίζει τους βαπτισμένους στο όνομα της Αγίας Τριάδας, ότι οι κληρικοί μπορούν και παντρεύονται, ότι τηρούν τον ιουδαϊκό καθαρμό στα βρέφη την 8η μέρα από τη γέννηση, ότι τρέφουν μακριά μαλλιά και γένια σαν τους Ναζηραίους και δεν δέχονται σε κοινωνία τους ξυρισμένους Λατίνους, ότι έκλεισε τις λατινικές εκκλησίες καλώντας περιφρονητικά τους Λατίνους «αζυμίτες» και στο τέλος του εγγράφου υπάρχει αναθεματισμός κατά του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλαρίου, του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Λέοντος και του σακελλαρίου Μιχαήλ του Νικηφόρου, τον οποίο κατηγορεί ότι πάτησε με τα πόδια του τη λατινική θυσία. Θεωρήθηκε εκ μέρους του Πατριάρχη Μιχαήλ ότι οι παπικοί αντιπρόσωποι έδρασαν με παραινέσεις του Δούκα της Ιταλίας Αργυρού. Η Κωνσταντινούπολη συγκάλεσε ενδημούσα Σύνοδο στις 20 Ιουλίου όπου κατέληξε στο εξής: «Κατὰ γοῦν τοῦ φιλευσεβοῦς αὐτοκράτορος οἰκονομίαν, αὐτό τε τὸ ἀσεβὲς ἔγγραφον, οἱ τοῦτο ἐκθεμένοι, καὶ ἢ γνώμην εἰς τὴν τούτου ποίησιν δεδωκότες, ἢ αὐτοῖς τοῖς ποιήσασι συναράμενοι ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν πρὸς βασιλέως ἀπεσταλμένων, ἐν τῷ μεγάλῳ σεκρέτῳ ἀναθέματι ὑπεβλήθησαν· ἐκρίθη δὲ κατὰ τὴν τετάρτην ἡμέραν, ἥτις ἐστὶ πρώτη μὲν τῆς ἐνεστώσης ἑβδομάδος, κ΄ δὲ τοῦ παρόντος Ἰουλίου μηνός, καθ’ ἣν καὶ ἡ τῆς πέμπτης Συνόδου ἔκθεσις ἀναγνωσθῆναι μέλλει κατὰ τὸ σύνηθες ἐπ’ ἀκροάσει τοῦ πλήθους, ἀναθεματισθῆναι τὸ αὐτὸ ἀσεβὲς καὶ αὖθις ἔγγραφον, πρὸς δὲ καὶ τοὺς τοῦτο ἐθεμένους καὶ γράψαντας καὶ συναίνεσίν τινα ἢ βουλὴν εἰς τὴν τούτου ποίησιν δεδωκότας. Τὸ δὲ πρωτότυπον τοῦ ῥιφθέντος παρὰ τῶν δυσσεβῶν ἀνοσίου ἐγγράφου καὶ μυσαροῦ οὐ κατεκαύθη, ἀλλ’ ἐν τῷ εὐαγεῖ τοῦ χαρτοφύλακος ἐπετέθη σεκρέτῳ, εἰς ἐλέγχον διηνεκῆ τῶν τηλικαῦτα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν βλασφημησάντων καὶ εἰς μονιμωτέραν κατάγνωσιν. Δεῖ δὲ γινώσκειν, ὅτι κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν τοῦ ἐνεστῶτος μηνός, καθ’ ἣν ἀνεθεματίσθησαν οἱ κατὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως βλασφημήσαντες, συμπαρῆσαν τοῖς σήμερον συνεδριάζουσιν ἡμῖν ἀρχιερεῦσι καὶ οἱ ἐνδημοῦντες πάντες μητροπολῖται καὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποι, ἤγουν Λέων ὁ Ἀθηνῶν καὶ σύγκελλος, Μιχαὴλ Συλαίου καὶ σύγκελλος, Νικόλαος Εὐχανείας καὶ σύγκελλος, Δημήτριος Καρίας καὶ ἀρχιεπίσκοπος, Παῦλος Λήμνου, Λέων Κοτραδίας, Ἀντώνιος Ζικχίας.»[116] Αναθεματίστηκαν δηλαδή οι παπικοί αντιπρόσωποι και το περιεχόμενο του εγγράφου και όφειλε να αναγνωστεί την 24η Ιουλίου ο αναθεματισμός στο Ναό της του Θεού Σοφίας. Οφείλουμε να συμπληρώσουμε ότι το όνομα του Πάπα είχε διαγραφεί από τα δίπτυχα της Κωνσταντινουπόλεως πριν από αυτό το επεισόδιο και συνέπεσε με την άνοδο του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλαρίου στο Θρόνο της Βασιλεύουσας λόγω της χρήσης των αζύμων στην Εκκλησία της Ρώμης, όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Σκυλίτζης.[117]

Ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος ευθύς αμέσως απέστειλε επιστολές στους άλλους 3 Πατριάρχες της Ανατολής, ζητώντας να αφαιρέσουν κι αυτοί το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχα και κατηγορούσε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία για τα έθιμα της. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος όμως, διαλλακτικός και μη επιθυμών να χειροτερεύσει τα πράγματα, λειτουργούσε πυροσβεστικώς στην αλληλογραφία του και με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία και με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Για τη μνημόνευση του Πάπα Ρώμης στα δίπτυχα απαντάει το εξής στον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο «Ἐπὶ δὲ τούτοις κἀγὼ μάρτυς ἀπαράγραπτος, καὶ ἄλλοι σὺν ἐμοὶ τῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐλλογίμων πολλοί, ὅτι ἐπὶ τῷ μακαρίτῃ πατριάρχῃ Ἀντιοχείας κυρῷ Ἰωάννῃ, ὁ πάπας τῆς Ῥώμης Ἰωάννης καὶ αὐτὸς ἀκούων, ἐν τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις ἀνεφέρετο. Καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει δὲ πρὸ χρόνων τεσσαράκοντα καὶ πέντε εἰσελθὼν εὗρον ἐπὶ τοῦ μακαρίτου πατριάρχου κυροῦ Σεργίου τὸν δηλωθέντα πάπαν ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ μετὰ τῶν ἄλλων πατριαρχῶν ἀναφερόμενον. Ὅπως δὲ ὕστερον ἡ αὐτοῦ ἐξεκόπη ἀναφορά, καὶ δι’ ἣν αἰτίαν, ἀγνοῶ. Ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων οὕτως ἔχων, πλεῖον οὐδέν σε βούλομαι περὶ τῆς τοῦ πάπα ἀναφορᾶς προσεξεργάσασθαι.»[118] Όσον αφορά τα ρωμαϊκά έθιμα σχολιάζει «Καὶ τὰ μὲν τούτων ἐδόκει ἀπευκταῖα καὶ φευκτά, τὰ δὲ ἰάσιμα, τὰ δὲ παροράσεως ἄξια.»[119] Για την προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως γράφει: «Κακὸν δέ, καὶ κακῶν κάκιστον, ἡ ἐν τῷ ἁγίῳ Συμβόλῳ προσθήκη, τό, Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ Κύριον καὶ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον. Εἰ γὰρ τὰ παρ’ ἡμῖν Εὐαγγέλια τὰ αὐτὰ καὶ παρ’ ὑμᾶς, πόθεν ἐκεῖνοι πλεῖόν τι μαθόντες τὴν τοιαύτην ἀλλόκοτον προσθήκην ἐποιήσαντο;»[120] Αναγνωρίζει τα μέλη της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ως αδελφούς παρόλα αυτά με τα εξής λόγια: «Καλὸν γὰρ πρὸς τὸ καλοθελὲς ὁρῶντας ἡμᾶς, καὶ μᾶλλον ἔνθα μὴ Θεὸς ἢ πίστις τὸ κινδυνευόμενον, νεύειν ἀεὶ πρὸς τὸ εἰρηνικόν τε καὶ φιλάδελφον. Ἀδελφοὶ γὰρ καὶ ἡμῶν οὗτοι, κἂν ἐξ ἀγροικίας ἢ ἀμαθίας συμβαίνῃ τούτους πολλάκις ἐκπίπτειν τοῦ εἰκότος, τῷ ἑαυτῶν στοιχοῦντας θελήματι· καὶ μὴ τοσαύτην ἀκρίβειαν ἐπιζητεῖν ἐν βαρβάροις ἔθνεσιν, ἣν αὐτοὶ περὶ λόγους ἀναστρεφόμενοι ἀπαιτούμεθα. Μέγα γὰρ κἂν παρ’ αὐτοῖς ἀσφαλῶς ἢ ζωαρχικὴ Τριὰς ἀνακηρύττοιτο, καὶ τὸ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας κατὰ τὴν ἡμετέραν δόξαν ἀνομολογεῖται μυστήριον. Ναὶ μήν, οὐδὲ τοῦτο ἐπαινοῦμεν καὶ ἀποδεχόμεθα, εἰ καὶ τοῦτο ἀληθές, ὅτι μὴ καταδέχονται οἱ ἱερεῖς νομίμους ἔχοντες γυναῖκας τὰ ἅγια μεταχειρίζεσθαι, καὶ τὴν ἀπόκρεω ἐν ταὐτῷ κατὰ τὴν πρώτην τῶν ἁγίων νηστειῶν ἑβδομάδα, ὡς ἔγραψας, τῆς τοῦ κρέατος καὶ τοῦ τυροῦ ποιούμενοι.»[121] Για τη χρήση των αζύμων αναφέρει «Τὸ γὰρ περὶ τῶν ἀζύμων ζήτημα, ἤδη, ὡς εἶδεν ἡ ἁγιωσύνη σου ἐντυχοῦσα τῇ παρ’ ἡμῶν ἐκπεμφθείσῃ ἀντιγράφῳ ἐπιστολῇ πρὸς τὸν ἀρχιερέα Βενετίας, ἱκανῶς ἐξήτασται παρ’ ἡμῶν, καὶ ὡς μὴ κατ’ ἐκκλησιαστικὴν ἀκολουθίαν γινόμενον κατέστραπται καὶ ἀπεσκεύασται.»[122] Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος θεωρεί σοβαρά σφάλματα εκ μέρους της Ρώμης την προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως και την αποφυγή θείας μετάληψης από έγγαμο κληρικό «Περὶ γὰρ τῆς ἐν τῷ ἁγίῳ Συμβόλῳ προσθήκης, καὶ τοῦ μὴ κοινωνεῖν αὐτοὺς τῶν ἁγιασμάτων ἀπὸ γεγαμηκότος ἱερέως, καλῶς καὶ θεοφιλῶς ἡ ἁγιωσύνη σου ἐνίσταται· καὶ μὴ παῦσαι τό ποτε περὶ τούτου ἐνισταμένη καὶ πείθουσα, ἀπό τε τῶν ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν ἀναγεγραμμένων εὐαγγελικῶς κηρυγμάτων, μέχρις ἂν αὐτοὺς ἕξεις συντιθεμένους τῇ ἀληθείᾳ κατὰ αὐτὰ καὶ ἡμῖν περὶ τῆς ἐκ τοῦ Πατρὸς θείας ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος δοξάζοντας. Τὰ δ’ ἄλλα περιφρονητέα μοι εἶναι δοκεῖ, τοῦ τῆς ἀληθείας λόγου μηδὲν ἐξ αὐτῶν καταβλαπτομένου.»[123] Επαινεί τους Δυτικούς για το σεβασμό και την τιμή προς τις ιερές εικόνες «Ὅπου γε καὶ ἐνταῦθα παρεπιδημοῦντας ὁρῶμεν Φράγγους, καὶ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς πανσέπτοις ναοῖς εἰσερχομένους, καὶ πᾶσαν τιμὴν καὶ προσκύνησιν ταῖς ἁγίαις εἰκόσιν ἀπονέμοντας.»[124] Εκλιπαρεί δε τον Πατριάρχη Μιχαήλ να προσέξει πολύ τις ενέργειες από δω και στο εξής για να μην οδηγηθεί η Εκκλησία σε σχίσμα «Δέος γὰρ μήποτε ῥάψαι τὸ διερρωγὸς βουλομένη, χεῖρον τὸ σχίσμα ποιήσῃ· καὶ τὸ καταπεπτωκὸς ἀνορθῶσαι σπουδάζουσα, μείζονα τὴν πτῶσιν ἐργάσηται. Σκόπησον δέ, εἰ μὴ φανερῶς ἐντεῦθεν, ἤγουν ἐκ τῆς μακρᾶς ταύτης διαστάσεως καὶ διχονοίας τοῦ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγίας Ἐκκλησίας τὸν μέγαν τοῦτον καὶ ἀποστολικὸν θρόνον ἀπορραγῆναι, συνέβη πᾶσαν ἐν τῷ βίῳ κακίαν πληθυνθῆναι, καὶ σύμπαντα κόσμον ἔχειν κακῶς…»[125] Ολοκληρώνει με εκ νέου έκκληση προς τον Πατριάρχη Μιχαήλ να είναι πιο συγκαταβατικός ειδικά σε θέματα που δεν αθετείται το ορθό δόγμα και η πίστη. Όσον αφορά την αλληλογραφία μεταξύ του Πατριάρχη Αντιοχείας Πέτρου και του Πατριάρχη Βενετίας Δομίνικου παρουσιάζει ενδιαφέρον το σημείο της επιστολής του Βενετίας που αποδέχεται ως κανονικές αμφότερες τις πρακτικές ένζυμου και άζυμου άρτου και αιτιολογεί θεολογικά την καθεμία από αυτές ως εξής: «Tamen quia fermentati panis sacra commistio, a sanctissimis orthodoxisque Patribus Orientalium Ecclesiarum accepta creditur, ac legitime tenta: ultramque consuetudinem fideliter intelligamus, intellectuque spiritali salubriter confirmemus. Nam fermenti et farinae commistio, qua Orientis utuntur Ecclesiae, incarnati Verbi declarat substantiam: simplex vero massa azymorum, quam Romana tenuit Ecclesia, puritatem humanae carnis, quam placuit divinitati sibi unire, citra controversiam repraesentat.»[126] δηλαδή «Όμως επειδή η ιερή φύραση του ενζύμου άρτου από των αγιωτάτων και ορθοδόξων Πατέρων των Ανατολικών Εκκλησιών πιστεύεται ότι λήφθηκε και νομίμως αποκτήθηκε’ καθεμιά από τις συνήθειες κατανοούμε πιστά και με πνευματική σύνεση υγιώς διαβεβαιώνουμε. Γιατί η φύραση της ζύμης και της αλεύρου, την οποία χρησιμοποιούν οι Εκκλησίες της Ανατολής, δηλώνουν την ουσία του ένσαρκου Λόγου’ και το απλό φύραμα των αζύμων, το οποίο κρατεί η Ρωμαϊκή Εκκλησία παριστά την καθαρότητα της ανθρώπινης σάρκας, την οποία η θεότητα άρεσε να ενώσει σε αυτήν.» Στη δε επιστολή που είχε αποστείλει ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος προς τον Πατριάρχη Βενετίας Δομίνικο, αφού αντέκρουσε επίσης με θεολογικά επιχειρήματα τη χρήση του άζυμου άρτου, είναι φανερό το φρόνημα και του Αντιοχειανού Θρόνου, όπως και όλων της Ανατολής, περί της ιεραρχικής πενταρχίας της Εκκλησίας. Κατηγορώντας τον Αρχιερέα της Βενετίας για το σφετερισμό του πατριαρχικού τίτλου γράφει τα εξής: «Οὐδέπω οὐδαμοῦ παρ’οὐδενὸς ἔμαθον ἤ ἤκουσα μέχρι τῆς ἄρτι, τὸν πρόεδρον τῆς Ἀκυληίας ἤτοι Βενετίας, πατριάρχην ὀνομάζεσθαι. Πέντε γὰρ ἐν ὅλῳ τῶι κόσμῳ ὑπὸ τῆς θείας ὠκονομήθη χάριτος εἶναι πατριάρχας, τὸν Ῥώμης, τὸν Κωνσταντινουπόλεως, τὸν Ἀλεξανδρείας, τὸν Ἀντιοχείας, καὶ τὸν Ἱεροσολύμων.»[127] Και συνεχίζει με το εξής παράδειγμα «Καὶ τὸ σῶμα δὲ πάλιν τοῦ Χριστοῦ’ ἡ τῶν πιστῶν λέγω ἐκκλησία’ ἐν διαφόροις ὥσπερ μέλεσι συναρμολογούμενον ἔθνεσι, καὶ ὑπὸ πέντε αἰσθήσεων οἰκονομούμενον, τῶν εἰρημένων μεγάλων θρόνων, ὑπὸ μιᾶς ἄγεται κεφαλῆς’ αὐτοῦ φημὶ τοῦ Χριστοῦ.»[128] Για το δε παπικό πρωτείο αναφέρει τα εξής: «ἐν ἐνὶ δὲ τούτῳ πρόσκομμα καὶ σκάνδαλον ταῖς τοῦ Θεοῦ ἁγίαις ἐκκλησίαις γίνεσθε, ἅτε τοῦ προεστῶτος τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, ἤγουν τοῦ μακαριωτάτου Πάπα Ῥώμης, οὐ καταδεχομένου τοῖς ἄλλοις πατριάρχαις περὶ τὴν θείαν μυσταγωγίαν ομοφρονεῖν καὶ συνέρχεσθαι, και μόνου τῶν ἄλλων ἀπαυθαδιαζομένου, καὶ τὸ ἴδιον σπεύδοντος ἐπιχειρεῖν βούλημα.»[129] Διαφαίνεται ξεκάθαρα η επιμονή των Ανατολικών Πατριαρχικών Θρόνων στο ιεραρχικά πεντακόρυφο κράτος της Εκκλησίας, το οποίο παρομοιάζεται με τις πέντε αισθήσεις του ανθρώπινου σώματος, με προεστώτα και πρόεδρο τον Πάπα της Ρώμης. Σε αντιδιαστολή, παρατηρείται η επιμονή του Πατριαρχικού Θρόνου της Ρώμης στο πρωτείο της που υπερτερεί και άρχει στην Εκκλησία, το οποίο πάντοτε στηρίζεται αποκλειστικά στη διαδοχή του Αποστόλου Πέτρου, ως κορυφαίου των Αποστόλων, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει αποστολικό κύρος μόνο στις Εκκλησίες της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, πάλι λόγω της σχέσης αυτών με τον Απόστολο Πέτρο. Δεν πρέπει, βέβαια, να διαφύγει της προσοχής μας ότι κατά τη λατινική σκέψη «haereditas est successio in universum jus» ήτοι «η κληρονομιά είναι το δικαίωμα της διαδοχής στο παν», επομένως για τους Λατίνους, κατά το ρωμαϊκό δίκαιο, ο διάδοχος τινός είναι κληρονόμος όλων των πτυχών του προκατόχου του.  Ήταν, λοιπόν, επόμενο για αυτούς τους λόγους, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς, να οδηγηθεί η Εκκλησία σε διάσταση και διαίρεση. Βέβαια, το συμβάν του 1054 ήταν απλά μια όξυνση ανάμεσα στις Εκκλησίες της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης που οδήγησε σε ακοινωνησία. Αυτό δεν ίσχυσε, όπως είδαμε, και για τους υπόλοιπους Θρόνους. Το Σχίσμα ουσιαστικά συνετελέσθη την εποχή των Σταυροφοριών, όπου η Εκκλησία της Ρώμης ίδρυσε Λατινικά Πατριαρχεία σε εδάφη της δικαιοδοσίας των Ανατολικών Πατριαρχείων. Η σφαγή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη το 1182 και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς το 1204 οδήγησαν τους χριστιανούς της Ανατολής και της Δύσης σε έχθρα που δεν κατάφερε να σβήσει ούτε με τη Σύνοδο του Λουγδούνου το 1274 ούτε με τη Σύνοδο της Φλωρεντίας τα έτη 1431-1449.

Εν κατακλείδι, εξετάζοντας όλα τα παραπάνω, δυνάμεθα να αντιληφθούμε την πορεία που είχαν οι σχέσεις των Εκκλησιών την περίοδο της πλήρους κοινωνίας μεταξύ τους αλλά και ποια ήταν τα αίτια και τα προβλήματα που οδήγησαν την Εκκλησία σε Δύση και Ανατολή στο ανοιχτό αυτό τραύμα του Σχίσματος, που Θεού θέλοντος χρήζει επουλώσεως. Επιθυμία κάθε ευσεβούς χριστιανού είναι η ενότητα στην ορθή πίστη και εν Χριστώ αγάπη, ώστε να διατηρούμε άρραφο το χιτώνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και να μας αναγνωρίζει ο κόσμος ως δικούς του, διαδίδοντες το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας σε όλο τον κόσμο με το παράδειγμα μας. Προσευχόμαστε, λοιπόν, σε Αυτόν να μας κάνει και πάλι Ένα. Αμήν!

 

 

ΠΗΓΕΣ

Acta Conciliorum

Harduinus J., Acta Conciliorum et Epistolae Decretales ac Constitutiones Summorum Pontificum, Vol. 1-6, Parisiis 1714

Θεοφάνης, Χρονογραφία

Θεοφάνης, Χρονογραφία, ed. Classeni I., Theophanis “Chronographia”, vol. 1, Bonnae 1839

Ιουστινιανός, Νεαραί

Alciati A. (ed.), Novellarum Constitutionum DN Justiniani Principis quae exstant et ut exstant volumen Gregorio Haloandro enarratore, Basileae in Officina Hervagiana 1541

MPG

Migne J.-P., Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca, 161 vols, Parisiis 1857-66

MPL

Migne J.-P., Patrologiae Cursus Completus, Series Latina, 221 vols, Parisiis 1841-66

Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών

Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, ed. Thurn I., Ioannis Scylitzae, "Synopsis Historiarum", Berolini et Novi Evoraci 1973

Συνεχισταί Θεοφάνους

Συνεχισταί Θεοφάνους, ed. Bekkeri Im., Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus, Bonnae  1838

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Dix, The shape of the  liturgy

Dix Gr., The shape of the liturgy, London 2005 (επανέκδοση της ααγγλικής έκδοσης του 1945)

Gjuzelev, Medieval Bulgaria, Byzantine Empire, Black Sea, Venice, Genoa

Gjuzelev V., Medieval Bulgaria, Byzantine Empire, Black Sea, Venice, Genoa, Verlag Baier 1988

Ρ.Π.

Ράλλης Γ.Α. & Ποτλής Μ., Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων των τε Αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων, και των Ιερών Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, Τ. Α’-Γ’, Αθήνησιν 1852

Tanner et al., The Cambridge Medieval History

Tanner J.R., Previté-Orton C.W., Brooke Z.N., The Cambridge Medieval History, Vol. IV, Cambridge 1923

 



[1] MPG005.0683B

[2] MPG007a.0844B-849B

[3] MPL003.0818A-0821A

[4] Ρ.Π. Β’, 128

[5] MPG0067.1057B

[6] Ρ.Π. Γ’, 233-242

[7] Ρ.Π. Β’, 131-132, 173

[8] Acta Conciliorum, I, 1465D

[9] Ρ.Π. Β’, 203

[10] Acta Conciliorum II, 28A

[11] Acta Conciliorum II, 68A

[12] Acta Conciliorum II, 68B

[13] Acta Conciliorum II, 640D

[14] Ρ.Π. Β’, 237

[15] Ρ.Π. Β’, 280-281

[16] MPL054.1008B

[17] MPL054.996A

[18] Θεοφάνης, Χρονογραφία, 234

[19] Acta Conciliorum II, 938D-939A

[20] Acta Conciliorum II, 944C

[21] Ιουστινιανός, Νεαραί, 142

[22] Ιουστινιανός, Νεαραί, 72

[23] MPL077.740B

[24] MPL077.771C

[25] Ρ.Π. Β’, 387

[26] MPL089.322A-324A

[27] MPG099.1152C

[28] MPG099.1153D

[29] MPG099.1156D-1157A

[30] MPG099.1161B

[31] MPG.099.1317C

[32] MPG099.1309C

[33] MPG099.1417C

[34] Acta Conciliorum IV, 12C

[35] MPL089.1002C και Θεοφάνης, Χρονογραφία, 609-610

[36] MPL089.1012A

[37] Acta Conciliorum III, 2015B

[38] Acta Conciliorum IV, 237E

[39] Acta Conciliorum IV, 328E

[40] Acta Conciliorum IV, 80E

[41] Θεοφάνης, Χρονογραφία, 685-686

[42] Acta Conciliorum IV, 973E-976E

[43] MPL102.1017D

[44] Συνεχισταί Θεοφάνους, 169

[45] Συνεχισταί Θεοφάνους, 171-172

[46] Συνεχισταί Θεοφάνους, 174

[47] Συνεχισταί Θεοφάνους, 667

[48] Συνεχισταί Θεοφάνους, 193-195

[49] MPL119.773D-774A

[50] MPL119.779A

[51] MPL119.780B

[52] MPG102.594D-617D (ολόκληρη η επιστολή)

[53] MPL119.784C

[54] MPL119.786B

[55] MPL119.791B

[56] MPL119.853C

[57] Gjuzelev, Medieval Bulgaria, Byzantine Empire, Black Sea, Venice, Genoa, 130

[58] MPG102.628A-696D (ολόκληρο)

[59] MPL119.978C-1016C (ολόκληρο)

[60] MPG102.721A-741C (ολόκληρο)

[61] MPL119.1201A-1212D (ολόκληρο)

[62] Συνεχισταί Θεοφάνους, 212

[63] Συνεχισταί Θεοφάνους, 208-210

[64] Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 133-134

[65] Acta Conciliorum V, 1027E

[66] Acta Conciliorum V, 1029E

[67] Acta Conciliorum V, 1033B

[68] Acta Conciliorum V, 1040A

[69] Acta Conciliorum V, 1042B

[70] Acta Conciliorum V, 1048E

[71] Acta Conciliorum V, 1052A

[72] Acta Conciliorum V, 1053A

[73] Acta Conciliorum V, 1053D

[74] Acta Conciliorum V, 1057B

[75] Acta Conciliorum V, 1079A

[76] Acta Conciliorum V, 1098C-1104C (όλοι οι κανόνες)

[77] Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 365

[78] Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 140

[79] Acta Conciliorum VI, 217E

[80] Acta Conciliorum VI, 217E

[81] Acta Conciliorum VI, 224D

[82] Acta Conciliorum VI, 227A

[83] Acta Conciliorum VI, 231B

[84] Acta Conciliorum VI, 235D

[85] Acta Conciliorum VI, 239E

[86] Acta Conciliorum VI, 253A

[87] Acta Conciliorum VI, 284B

[88] Acta Conciliorum VI, 293B-296E (ολόκληρο)

[89] Acta Conciliorum VI, 303C

[90] Acta Conciliorum VI, 303C

[91] Acta Conciliorum VI, 305D

[92] Acta Conciliorum VI, 312Β

[93] Acta Conciliorum VI, 316Ε

[94] Ρ.Π. Β’, 705

[95] Acta Conciliorum VI, 320D

[96] Acta Conciliorum VI, 322D

[97] Acta Conciliorum VI, 327A

[98] Acta Conciliorum VI, 336A

[99] Ρ.Π. Α’, 42

[100] MPL136.929C

[101] MPL136.929D-930A

[102] MPL136.932Α

[103] MPL136.934Β

[104] MPL136.917C

[105] MPL136.934C

[106] Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 239

[107] Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 240

[108] Dix, The shape of the liturgy, 485-488

[109] Tanner et al., The Cambridge Medieval History, 262

[110] MPL143.793C-798A (ολόκληρη η επιστολή λατινιστί)

[111] MPL143.765B

[112] MPL143.764A

[113] MPL143.774Β

[114] MPL143.779D

[115] MPL143.780B

[116] MPG120.736D-748C

[117] Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 433-434

[118] MPG120.800A

[119] MPG120.800B

[120] MPG120.804B

[121] MPG120.805C-808A

[122] MPG120.808A

[123] MPG120.809B

[124] MPG120.812B

[125] MPG120.812C

[126] MPG120.754B

[127] MPG120.757C

[128] MPG120.760A

[129] MPG120.768B

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.