Γρηγορίου Λαρεντζάκη, «Γρηγόριος ο Παλαμάς» 689-690, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 140-158.
1) Η διαφορετική έκθεσις του προβλήματος εις την ορθόδοξον και την ρωμαιοκαθολικήν θεολογίαν.
Το θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα δι' όλας τας χριστιανικάς Εκκλησίας κατέστη δικαίως τα τελευταία έτη πολύ επίκαιρον. Το θέμα όμως τούτο δεν αποτελεί νέον πρόβλημα εντός του Χριστιανισμού, αλλ' απασχολεί τας Εκκλησίας από τους πρώτους αιώνας.
Οι υπολογισμοί δια τον καθορισμόν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα υπήρξαν πολλάκις διαφορετικοί και ένεκα τούτου ήτο αναγκαίον, όπως ασχοληθή με το θέμα τούτο και η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος. Η λύσις, η οποία εδόθη υπό της Συνόδου ταύτης ηρμηνεύθη διαφοροτρόπως από την ορθόδοξον και την καθολικήν Εκκλησίαν και εν συνεχεία διετυπώθη ποικιλοτρόπως μέχρι σήμερον. Σχεδόν εις ολόκληρον την ρκαθολικήν βιβλιογραφίαν, κυρίως δε εις τα εγχειρίδια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, εκτίθεται μέχρι σήμερον, ότι συμφώνως προς την απόφασιν της Α' Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας έλαβεν ο Επίσκοπος της Αλεξανδρείας την εντολήν όπως υπολογίζη κατ' έτος την ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα δι' ολόκληρον την Εκκλησίαν, εν συνεχεία να κοινοποιή αυτήν εγγράφως εις τον Επίσκοπον Ρώμης δια να ανακοίνωση ούτος αυτήν επισήμως εις την καθόλου Εκκλησίαν.
Εις την ορθόδοξον βιβλιογραφίαν αναφέρεται, ότι ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας έλαβε την έντολήν να καθορίζη την ημερομηνίαν του Πάσχα διαφόρους Εκκλησίας, ήτοι εις τους Επισκόπους των χριστιανικών Κέντρων της Ανατολής και της Δύσεως, δια να δυνηθούν και αυτοί εν συνεχεία να ανακοινώσουν την ημερομηνίαν αυτήν εις τους Επισκόπους της δικαιοδοσίας αυτών.
Εις την παρούσαν εργασίαν επιθυμώ, όπως εξετάσω λεπτομερέστερον τον τρόπον υπολογισμού, κυρίως όμως τον τρόπον της ανακοινώσεως της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα εις ολόκληρον την Εκκλησίαν, εις την Ανατολήν και την Δύσιν. Ίσως δύναται να αναφερθή, ότι το επιχείρημα τούτο αποτελεί εκ πρώτης όψεος εν θέμα δευτερευούσης σημασίας. Εάν όμως ληφθή υπ' όψιν και η δομή του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, η οποία ασφαλώς συσχετίζεται μετά του ανωτέρω θέματος, τότε καταφαίνεται, ότι το πρόβλημα τούτο δεν είναι τόσον ασήμαντον.
2) Η πράξις της Εκκλησίας Αλεξανδρείας δια τον υπολογισμόν και την ανακοίνωσιν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα
Εν τη Εκκλησία Αλεξανδρείας υπήρχεν η συνήθεια, όπως ο Επίσκοπος αυτής κατ' έτος ανακοινοί εις τους Επισκόπους Αιγύπτου την ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα του επομένου έτους. Τούτο επραγματοποιείτο δι' ειδικών γραμμάτων, των καλουμένων πασχαλίων ή εορταστικών επιστολών. Ως πρώτος Επίσκοπος Αλεξανδρείας, ο οποίος είναι γνωστόν, ότι έπραττε τούτο, αναφέρεται ο Δημήτριος (απ. 232). Ούτος ανεκοίνου την ημερομηνίαν του Πάσχα όχι μόνον εις τας επαρχίας Αιγύπτου, αλλά και εις την Ιερουσαλήμ, Αντιόχειαν και Ρώμην καθώς πληροφορούμεθα εκ των Επετηρίδων του Πατριάρχου Ευτυχίου (1). Ως πράττων τούτο αναφέρεται πολλάκις και ο Διονύσιος (2).
Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας επελήφθη, ως και προηγουμένως ανεφέρθη και της επιλύσεως του προβλήματος του καθορισμού της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα. Δια να εορτάζουν πάντες οι χριστιανοί από κοινού την μεγαλυτέραν χριστιανικήν έορτήν, του Πάσχα, απεφάσισεν η Σύνοδος, ότι «πάντες οι αδελφοί εκ της Ανατολής οφείλουν να εορτάζουν το Πάσχα καθώς οι της Ρώμης, της Αλεξανδρείας και πάντες οι άλλοι» (3), και όχι πλέον άπό κοινού μετά των Ιουδαίων, ως τούτο έπραττον ωρισμέναι επαρχίαι της Ανατολής. Η Σύνοδος ερρύθμισεν συγχρόνως και εν άλλο θέμα, το οποίον δεν μνημονεύεται εις την Σύνοδον της Νικαίας. Η Σύνοδος ανέθεσεν δηλ. εις τον Επίσκοπον Αλεξανδρείας, όπως κατ' έτος φροντίζη δια τον υπολογισμόν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα του επομένου έτους και μάλιστα δι' ολόκληρον την Εκκλησίαν, δεδομένου ότι εις την Αλεξάνδρειαν υπήρχον οι προς τούτο απαραίτητοι αρμόδιοι επιστήμονες. Η Σύνοδος «εθεώρησεν άνευ αμφιβολίας την προς τούτο αλεξανδρινήν πράξιν και δια το μέλλον ως υποδειγματικήν» (4). Την πληροφορίαν αυτήν περί της αναθέσεως της Συνόδου προς τον Επίσκοπον Αλεξανδρείας έχομεν και εκ μιας «πράγματι αξιοπίστου εκθέσεως» του πάπα Λέοντος του Μεγάλου (440-461 ) (5).
Ο ισχυρισμός του Wolfgang Huber, ότι η Σύνοδος της Νικαίας δεν έδωσεν ουδεμίαν εντολήν εις τον Επίσκοπον Αλεξανδρείας και ότι ο Πάπας Λέων ο Μέγας (6) ανέφερεν μεν εις το γράμμα αύτου προς τον αυτοκράτορα Μαρκίωνα περί της εντολής αυτής, όμως μόνον ως διπλωματικόν «τρικ» «απλώς και μόνον δια να παρακίνηση τον αυτοκράτορα προς επέμβασιν» (7), δεν είναι ευσταθής, αλλά και «ούτε πειστικός» (8). Εκτός τούτου, εάν πράγματι η Σύνοδος της Νικαίας δεν είχε δώσει την προτεραιότητα εις κανέναν υπολογισμόν της ημερομηνίας του Πάσχα (9), ούτε της Ρώμης αλλ' ούτε και της Αλεξανδρείας, τότε δεν δύναται να κατανοηθή διατί ο Πάπας ηθέλησε δια της μνείας της δήθεν εντολής αυτής προς τον Αλεξανδρείας να μειώση και να δυσχεράνη την ιδικήν του θέσιν. Εις την πραγματικότητα υπεχρεώθη και ο ίδιος, όπως μετά αποδεχθή την αλεξανδρινήν ημερομηνίαν. Τούτο σημαίνει, ότι εάν ο Πάπας δεν ανέφερε καν την εντολήν της Συνόδου προς τους Αλεξανδρινούς, τότε θα ηδύνατο ευκολώτερον να τονίση περισσότερον την ορθότητα του ίδικού του υπολογισμού της ημερομηνίας του Πάσχα και να απαίτηση την αποδοχήν αυτής, ενώ τώρα καθίσταται σαφεστέρα η προς τουτο αρμοδιότης της αλεξανδρινής Εκκλησίας και μάλιστα δι αυτού του ιδίου του Πάπα. Είναι δυνατόν λοιπόν τούτο να θεωρηθή ως «διπλωματικόν τρικ»; Και o Strobel είναι της γνώμης, ότι κατόπιν εντατικής ερεύνης σχετικώς με την πρώτην Οικουμενικήν Σύνοδον της Νικαίας «είναι πολύ πιθανόν, ότι τότε εδόθη η εντολή εις την Αλεξάνδρειαν, όπως καθορίζη την ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα κατά τον ιδικόν της εννεακαιδεκαετή κύκλον» (10). Επί πλέον παρατηρεί πολύ ορθά, ότι τουτο μεν αποτελεί «εν ανεγνωρισμένον προνόμιον», «δεν πρέπει όμως να υπολογίζωμεν και με την ύπαρξιν ενός νόμου» (11).
Πρώτος Επίσκοπος, εις τον οποίον εδόθη τοιαύτη εντολή κατόπιν της αποφάσεως της Α' Οικουμενικής Συνόδου δι' ολόκληρον την Εκκλησίαν ήτο ασφαλώς ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος (313-328), του οποίου όμως δεν διεσώθησαν σχετικαί εορταστικαί επιστολαί (12). Ο πρώτος, ο οποίος ανεκοίνωσεν την ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα εις ολόκληρον την Εκκλησίαν Ανατολής και Δύσεως και εκ του οποίου κατέχομεν τας εορταστικάς επιστολάς είναι ο ’γιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας (328-373). Αι εορταστικαί αυταί επιστολαί δεν περιέχουν απλώς και μόνον τας ημερομηνίας, τας αναφερομένας εις τον εορτασμόν του Πάσχα, ως π.χ. τον χρόνον της νηστείας κλπ., αλλ' επεξεργάζονται συχνά και σπουδαία εκκλησιαστικά, θεολογικά και κυρίως ποιμαντικά επίκαιρα προβλήματα (13). Παρομοίως έπραττον και οι διάδοχοι του Αγίου Αθανασίου, παρά το ότι υπήρχον πολλάκις διαφορετικαί αντιλήψεις και μάλιστα κυρίως εκ μέρους του Επισκόπου Ρώμης. Ούτος ανέθεσεν εις ειδικούς διαφορετικόν τρόπον υπολογισμού της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα, πράγμα το οποίον δεν εγένετο πάντοτε αποδεκτόν και εις ταύτην την Δύσιν. Π.χ. ο Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων «ηκολούθει τον αλεξανδρινόν υπολογισμόν, τον οποίον προτιμούσε του της Ρώμης» (14).
Συμφώνως λοιπόν προς την εντολήν της Συνόδου της Νικαίας έπρεπε να υπολογίζεται η ημερομηνία του Πάσχα εις την Αλεξάνδρειαν και εξ αυτής να ανακοινούται όχι μόνον εις την Αλεξάνδρειαν και την Αίγυπτον, αλλά εις την καθόλου Εκκλησίαν, δεδομένου ότι και προ της Συνόδου της Νικαίας, ως ελέχθη, επραγματοποιείτο τούτο εις την Αίγυπτον.
3) Ο τρόπος της ανακοινώσεως της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα εις ολόκληρον την Εκκλησίαν Ανατολής και Δύσεως
α) Απόψεις ρωμαιοκαθολικών ιστορικών
Το γεγονός τούτο, ήτοι ότι η Εκκλησία της Αλεξανδρείας υπελόγιζε την ημερομηνίαν του Πάσχα δι' ολόκληρον την Εκκλησίαν γίνεται γενικώς από όλους τους συγγραφείς αποδεκτόν· παραμένει μόνον να ίδωμεν με ποίον συγκεκριμένον τρόπον εγένετο η ανακοίνωσις της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα εις ολόκληρον την Εκκλησίαν. Ο Hefele ησχολήθη με το θέμα τούτο και νομίζει ότι δύναται να διαπιστώση τα εξής: 1) Ότι η πρώτη εν ΝΙκαία Σύνοδος έδειξε μεγαλυτέραν προτίμησιν εις τον αλεξανδρινόν υπολογισμόν παρά εις τον της Ρώμης, ενώ εις τον της την Σύνοδον της Αρελάτης συνέβη το αντίθετον, και 2) ότι (η Σύνοδος της Νικαίας) εχάραξεν και τον μόνον ορθόν δρόμον δια να επιτύχη ομοιομορφίαν επ' αυτού, ήτοι η Αλεξάνδρεια ώφειλε μεν να υπολογίζη την ημερομηνίαν του Πάσχα, η Ρώμη όμως να ανακοινοί αυτήν εις ολόκληρον την Εκκλησίαν» (15).
Εις αυτήν την διαπίστωσιν του Hefele δύναται να λεχθή, ότι το πρώτον μέρος αυτής ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα και ότι το δεύτερον μέρος αυτής, περί του τρόπου της ανακοινώσεως εις ολόκληρον την Εκκλησίαν, παρελήφθη υπό πολλών δυτικών εκκλησιαστικών ιστορικών μέχρι και της εποχής ημών. Ο τρόπος αυτός της ανακοινώσεως της ημερομηνίας του Πάσχα ευρίσκεται μάλιστα και εις τα περισσότερα διδακτικά συγγράμματα, γεγονός το οποίο καθιστά το πρόβλημα της διατυπώσεως αυτής ακόμη βαρύτερον και σημαντικώτερον. Αι γνώμαι των διαφόρων δυτικών ιστορικών έχουν ως έξης:
Ο J. Alzog είναι μάλιστα της εξής γνώμης: «Δια τον λόγον ότι αργότερον ενεφανίσθησαν διάφοροι ως προς τον καθορισμόν της ημερομηνίας εκείνης (δηλ. του Πάσχα), δ ι έ τ α ξ ε ν (16) ο Πάπας Λέων, όπως ο επίσκοπος Αλεξανδρείας φροντίζη κατ' έτος δια τον υπολογισμόν του χρόνου του εορτασμού του Πάσχα εκ των προτέρων και εν συνεχεία όπως διαβιβάζη τούτο εις την Αποστολικήν 'Εδραν (της Ρώμης) προς ανακοίνωσιν εις την καθόλου Εκκλησίαν» (17).
Ο Β. Jungmann διαπιστώνει : «Porro ne differentia in computatione aequinoctii perturbationem induceret, convenit, ut Alexandrinus episcopus quotannis indicaret tempus Paschatis Romano Pontifici, hie vero litteris encyclicis indiceret ex autoritate hunc diem universis ecclesiis... Haec Nicaeae ordinata fuisse, ut uniformitas in celebratione Paschatis obtineretur, ex testimoniis antiquorum colligitur» (18). Και ο J. Peters είναι της ιδίας γνώμης και γράφει: «Η Αλεξανδρινή Εκκλησία, η οποία διέθετε αστρονομικώς μεμορφωμένα μέλη, έλαβε την εντολήν να υπολογίζη κατ' έτος εκ των προτέρων την ημερομηνίαν του Πάσχα· ο ρωμαϊκός θρόνος ώφειλε εν συνεχεία να ανακοινώνη την ιδίαν ημερομηνίαν πανταχού εγκαίρως» (19).
Ωσαύτως ο Καρδινάλιος Joseph Hergenrother αναφέρει επ' αυτού: «Η Σύνοδος της Αρελάτης (314) ώρισεν εις τον 1ον κανόνα αυτής, ότι το Πάσχα πρέπει να εορτάζηται την αυτήν ημέραν και την αυτήν ώραν εις ολόκληρον τον κόσμον και ότι ο ρωμαίος Πάπας ώφειλε κατά την υπάρχουσαν συνήθειαν να αποστέλλη περί τούτου γράμμα προς όλας τας περιοχάς της γης. Επειδή όμως τότε οι αλεξανδρινοί είχον τους πλέον περιφήμους αστρονόμους, καθώρισεν μετά ταύτα η σύνοδος της Νικαίας του 325, όπως ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας λάβη την εντολήν δια τον υπολογισμόν του χρόνου του εορτασμού του Πάσχα. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας θα εγνωστοποίει τούτον (τον χρόνον) εις τον Πάπαν δια την εν συνεχεία ανακοίνωσιν αυτού» (20). Παρόμοια αναγινώσκομεν και εις την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν του Antonio Weiss. «Denique, statutum est, ut singulis annis episcopus Alexandrinus diem paschatis computaret et Pontifici Romano Indicaret, que eum deinde ceteris ecclesiis per orbem catholicum auctoritate apostolica significaret» (21). Εις το εγχειρίδιον διδασκαλίας του J. Marx ευρίσκομεν τα εξής: «Προς πραγματοποίησιν των αποφάσεων τούτων (ήτοι της Συνόδου της Νικαίας) ώφειλεν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, όπως κατ' έτος δίδη εντολήν δια τον υπολογισμόν της εορτής του Πάσχα. Η ημερομηνία αυτή θα εκοινοποιείτο μετά υπό του Πάπα πανταχού» (22). Και εις το υπό του Κ. Bihlmeyer εκδοθέν εγχειρίδιον διδασκαλίας του F. X. von Funk ευρίσκεται η αυτή διατύπωσις: «Εν συνεχεία απεφασίσθη εις την Νίκαιαν, ότι η Αλεξανδρινή Εκκλησία θα υπελόγιζεν κατ' έτος την εορταστικήν περίοδον (του Πάσχα) και ο Επίσκοπος της Ρώμης θα εκοινοποίει αυτήν εις ολόκληρον την Εκκλησίαν» (23). Ο Alois Knopfler διαπιστώνει, ότι μετά την αποτυχίαν της ημερομηνίας της Συνόδου της Αρελάτης (314) εξητάσθη το θέμα της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα και πάλιν υπό της Συνόδου της Νικαίας, εν τη οποία απεφασίσθη: «...δ') Δια τον υπολογισμόν του Πασχαλίου πίνακος πρέπει να δοθή η εντολή εις την αλεξανδρινήν Εκκλησίαν αύτη αποστέλλει τούτον εις την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν και η τελευταία κοινοποιεί τούτον εις όλας τας άλλας» (24). Και ο Η. Leclercq τονίζει : «Ainsi le concile de Nicee aurait donnfe le pas au comput alexandrin, sur la suppuration romaine a condition que ie pape de Rome fit part a I'Eglise entiere, des rfesultats du comput alexandrin» (25). Ο Johannes von Walter φθάνει μάλιστα εις το εξής συμπέρασμα: «Μόνον η Σύνοδος της Νικαίας του 325 αποφασίζει υπέρ της δυτικής πράξεως, η οποία έχει φυσικά το μειονέκτημα, ότι ο κύκλος εν τω οποίω ο εορτασμός του Πάσχα επανελαμβάνετο υπελογίζετο διαφορετικώς» (26). Και εις το εγχειρίδιον της Εκκλησιαστικής
Ιστορίας του Κ. Bihlmeyer - Η. TUchle, το οποίον ακόμη και σήμερον χρησιμοποιείται κατά το πλείστον ως διδακτικόν σύγγραμμα εις τας καθολικάς Θεολογικάς Σχολάς αναγινώσκομεν τα εξής: «Εν συνεχεία καθώρισεν η γενική Σύνοδος της Νικαίας, ότι η Εκκλησία της Αλεξανδρείας ώφειλε να καθορίζη κατ' έτος τον χρόνον του εορτασμού (του Πάσχα), ενώ ο Επίσκοπος Ρώμης να ανακοινώνη τούτον εις την καθόλου Εκκλησίαν» (27).
Επίσης και ο μεταφραστής των παπικών επιστολών και γενικώτερον της αλληλογραφίας του Πάπα Λέοντος του Μεγάλου, S. Wenzlowsky, παρέλαβεν απλώς και μόνον την διαπίστωσιν του Hefele, όσον αφορά εις τον υπολογισμόν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα υπό του Επισκόπου Αλεξανδρείας συμφώνως προς την εντολήν της Α' εν Νικαία Συνόδου και την ανακοίνωσιν της ημερομηνίας αυτής υπό του Πάπα προς την καθόλου Εκκλησίαν (28). Τούτο επανέλαβε και εις την εισαγωγήν αυτού εις την αναφερθείσαν αλληλογραφίαν εν συσχετισμώ με το θέμα της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα, μεταξύ του Πάπα Λέοντος του Μεγάλου και του αυτοκράτορος Μαρκιανού. Μετά την διευκρίνισιν του θέματος δια του Προτερίου Αλεξανδρείας, εάν η υπό του Θεοφίλου Αλεξανδρείας υπολογισθείσα ημερομηνία του Πάσχα του έτους 455 είναι ορθή, αναφέρει ο Wenzlowsky «ότι ο Λέων παρεκινήθη να δεχθή και αυτήν την φοράν την αλεξανδρινήν ημερομηνίαν του Πάσχα και να ανακοινώση αυτήν εις την καθόλου Εκκλησίαν, όχι διότι επείσθη περί της ορθότητος του πράγματος, αλλά δια να μη γίνη αίτιος διχογνωμίας εν τη Εκκλησία εις εν τόσον σοβαρόν θέμα» (29). Τούτο ισχυρίζεται ο Wenzlowsky, παρά το ότι ο ίδιος μετέφρασε τας επιστολάς του Λέοντος του Μεγάλου και του Πατριάρχου της Αλεξανδρείας Προτερίου και ως εκ τούτου ώφειλε να γνωρίζη τας πηγάς αυτάς και το περιεχόμενον αυτών, καθώς θα ίδωμεν και εν συνεχεία.
β) Αι πηγαί των ανωτέρω ισχυρισμών και η ορθή ερμηνεία αυτών
Αλλά ας επιστρέψωμεν εις τον Hefele. Πού στηρίζεται δια τον ισχυρισμόν αυτού, ο οποίος παραλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερον αβασανίστως;
Ο ίδιος παραπέμπει εις τον Κύριλλον Αλεξανδρείας και εις τον Πάπαν Λέοντα τον Α' και αναφέρει: «Η υπόθεσις ημών δεν κρέμεται εις τον αέρα, διότι ο Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει: κατόπιν ουμφωνίας της γενικής Συνόδου απεφασίσθη όπως, εφ' όσον η Αλεξανδρινή Εκκλησία έχει την τιμήν να κατέχη τοιαύτας (αστρονομικάς) γνώσεις, οφείλει να αναφέρη κατ' έτος εγγράφως εις την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν ποίαν ημέραν των νουμηνιών ( Calenden ) και των μεσομηνιών ( Idus ) κλπ. πρέπει να εορτασθή το Πάσχα, όπως δια της αποστολικής αυθεντίας (του Επισκόπου Ρώμης) (30) πληροφορηθή η καθόλου Εκκλησία περί της ακριβούς και αδιαμφισβητήτου ημέρας του Πάσχα» (31). Τούτο λοιπόν είναι το πρώτον, μόνον λατινιστί διασωθέν κείμενον -συμφώνως και προς την μαρτυρίαν του ιδίου του Hefele, το οποίον ούτος εκ του Petavius (32) χρησιμοποιεί (33).
Εκτός του ότι δεν είναι δυνατόν να υποτεθή μία τοιαύτη άποψις του Επισκόπου Αλεξανδρείας γενικώς και ειδικώτερον του Κυρίλλου βάσει των θεολογικών αυτού απόψεων περί του χορού των Αποστόλων και περί της εκκλησιαστικής τάξεως των επισκοπικών εδρών, καθώς τούτο εξάγεται και εκ της αντικειμενικής εξετάσεως των γεγονότων περί την αίρεσιν του Νεστορίου και την καταδίκην αυτής, το σύγγραμμα Prologus de ratione paschae, το οποίον αποδίδεται εις τον Κύριλλον, και εκ του οποίου ελήφθη το ανωτέρω απόσπασμα του κειμένου, εκδοθέν εκ νέου υπό του Β. Krusch, και ερευνηθέν απερρίφθη εν συνεχεία ως μία μεταγενεστέρα πλαστογράφησις (34).
Το δεύτερον κείμενον, επί του οποίου τόσον ο Hefele όσον και άλλοι στηρίζονται, είναι εκ της επιστολής του Πάπα Λέοντος του Μεγάλου προς τον αυτοκράτορα Μαρκιανόν, εν τη οποία μεταξύ άλλων σημαντικών πληροφοριών αναφέρεται: « Studuerunt quidem sancti Patres (ενταύθα εννοεί ασφαλώς τους πατέρας της Νικαίας ( Hefele )) occasionem huius erroris auferre omnem hanc curam Alexandrino antistiti delegantes ( quoniam apud Aegyptios huius suppurationis antiquitus tradita videbatur esse peritia ) per quem, quotannis dies praedictae solemnitatis sedi apostolicae indicaretur, cuius scriptis ad longinquiores ecclesias indicium generale percurreret » (35).
Ai « longinquiores ecclesiae » είναι αι «μακράν ευρισκόμεναι επαρχίαι» (36) και μάλιστα όχι της καθόλου Εκκλησίας της Ανατολής και της Δύσεως, αλλά μόνον της Δύσεως, καθώς θα δείξωμεν κατωτέρω.
Περί τίνος πρόκειται όμως γενικώτερον εις την επιστολήν αυτήν; Ενταύθα πρόκειται περί του θέματος της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα του έτους 455, περί της οποίας υπήρχον διαφορετικαί αντιλήψεις μεταξύ της Εκκλησίας Αλεξανδρείας και της Εκκλησίας της Ρώμης. Η Ρώμη εθεώρει ως ορθήν ημερομηνίαν την 17ην Απριλίου 455, ενώ η Αλεξάνδρεια είχεν καθορίσει την 24ην Απριλίου του αυτού έτους ως ημέραν εορτασμού (37).
Εάν εξετάσωμεν λεπτομερέστερον τα γεγονότα και τας υπαρχούσας πηγάς, δυνάμεθα να ερμηνεύσωμεν καλλίτερον το χρησιμοποιηθέν κείμενον εκ της Επιστολής του Πάπα Λέοντος του Μεγάλου και να δώσωμεν μίαν πλέον συγκεκριμένην απάντησιν εις το ερώτημα, ποίος ανήγγειλεν επισήμως την ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα εις ολόκληρον την Εκκλησίαν.
Ο Πάπας Λέων Α' ανέφερεν εις τον αυτοκράτορα Μαρκιανόν, ότι ο αλεξανδρινός υπολογισμός δια την ημερομηνίαν του Πάσχα του 455 δεν είναι ορθός και δια τον λόγον αυτόν θα ήτο καλόν όπως ούτος (ο αυτοκράτωρ) θελήση να διατάξη την διεξαγωγήν νέας εξετάσεως του προβλήματος (38).
Εις την επιστολήν αυτήν ευρίσκεται το υπό του Hefele και άλλων χρησιμοποιηθέν κείμενον, δια του οποίου πληροφορούμεθα, ότι ο Πάπας ήθελεν να ανακοινώση την υπό του Επισκόπου Αλεξανδρείας υπολογι-σθείσαν ημερομηνίαν του Πάσχα και εις τας πλέον απομεμακρυσμένας Εκκλησιαστικάς Επαρχίας ( longinquiores ecclesias ). Ο αυτοκράτωρ διεβίβασεν το περιεχόμενον της παπικής επιστολής εις τον τότε Επίσκοπον Αλεξανδρείας Προτέριον. Κατόπιν εντατικών ερευνών έγραψεν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Προτέριος εις τον Πάπαν Λέοντα Α', ότι και κατόπιν της επανεξετάσεως του θέματος τούτου, ο υπολογισμός του εορτασμού του Πάσχα της Αλεξανδρινής Εκκλησίας είναι ορθός. Αφού έλαβεν τας πληροφορίας ταύτας ο Πάπας Λέων απήντησεν εις τον αυτοκράτορα Μαρκιανόν, ότι έλαβε την ορθήν ημερομηνίαν εξ Αλεξανδρείας, ευχαρίστησεν τον αυτοκράτορα δια την φροντίδα αυτού περί της μνήμης της αγιωτάτης αυτής ημέρας του εορτασμού του Πάσχα και ανέφερεν εις αυτόν, ότι υπέδειξε και συνέστησε την ημερομηνίαν αυτήν, την δια της διατάξεως του Αλεξανδρείας προσδιορισθείσαν και εις όλους τους ιερείς των Δυτικών χωρών (39). Εξ αυτού καθίσταται σαφές, ότι ο Πάπας εις την προηγουμένην αυτού επιστολήν 121 δια της φράσεως « longinquiores ecclesias » εννόει τας δυτικάς Εκκλησίας (40).
Δια της μνημονευθείσης επιστολής του Προτερίου πληροφορούμεθα επίσης, ότι η ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα του έτους 455, την οποίαν εθεώρει ο Πάπας Λέων ως μη ορθήν, εγένετο αποδεκτή όχι μόνον υπό της Εκκλησίας Αλεξανδρείας και γενικώτερον της Αιγύπτου, αλλά και ολόκληρος η Ανατολική Εκκλησία θα ετέλει την ημερομηνίαν αυτήν τον εορτασμόν του Πάσχα (41). Εν συνεχεία δικαιολογεί ο Αλεξανδρείας Προτέριος διατί είναι ο υπολογισμός αυτός ορθός, δια να πεισθή και ο Πάπας Λέων, ότι η Εκκλησία Αλεξανδρείας έχει δίκαιον και να παύση να κατηγορή την αλήθειαν της Εκκλησίας αυτής, δεδομένου ότι αύτη υπήρξεν πάντα δια το θέμα αυτό ως μητέρα, η οποία εργάζεται και μεριμνά με μεγάλην φροντίδα (42). Και το τελευταίον απόσπασμα της επιστολής αυτής είναι πολύ ενδιαφέρον και αποδεικτικόν. Δια του αποσπάσματος τούτου ελπίζει ο Προτέριος,ότι αφού διευκρινίσθησαν αι αμφιβολίαι, εκείνοι οι οποίοι αμφέβαλλον ως προς την ορθότητα της αναφερθείσης ημερομηνίας, θα επληροφορούντο τώρα υπό της Αγιότητος Αυτού, ήτοι υπό του Πάπα Λέοντος, πότε θα έπρεπε πράγματι να εωρτάζετο ορθώς η Αγία εορτή του Πάσχα. Ο Επίσκοπος λοιπόν της Αλεξανδρείας δεν αναφέρει ενταύθα, ότι δια του Επισκόπου Ρώμης θα επληροφορούντο όλαι αι Εκκλησίαι της Ανατολής και της Δύσεως, αλλά μόνον εκείνοι εις την Δύσιν, οι οποίοι αμφέβαλλον δια την ορθότητα του αλεξανδρινού υπολογισμού, δεδομένου ότι αι Εκκλησίαι της Ανατολής είχον λάβει ήδη την ορθήν ημερομηνίαν εκ της Αλεξανδρείας και είχον αποδεχθή αυτήν.
γ)Ο Πάπας Λέων ο Μέγας και η αρμοδιότης του Αλεξανδρείας
Πώς είναι δυνατόν όμως να ενεργή κατ' αυτόν τον τρόπον ο Αλεξανδρείας Προτέριος·, Είδομεν ήδη πως η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας ανέθεσεν τα περί της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα εις τον Επίσκοπον Αλεξανδρείας. Αλλά και αυτός ο Προτέριος παρατηρεί, ότι δεν ενεργεί αυθαιρέτως. Ούτος γράφει κατ' αυτόν τον τρόπον, στηριζόμενος εις τους εκκλησιαστικούς κανόνας των πατέρων και τονίζει: «Ούτω πως έσπευδον και οι προκάτοχοι ημών να κηρύξουν, εάν κάποτε εγείρετο αμφιβολία, ίνα πανταχού τελείται από κοινού η αγία εορτή. Ούτω πως λοιπόν και τώρα πιστεύομεν, ότι κατά την αρχαίαν συνήθειαν κηρύσσεται εν Κυρίω εν ταις Εκκλησίαις και μία πίστις, εν βάπτισμα και εορτάζεται εν αγιώτατον Πάσχα υφ' όλων των χριστιανών πανταχού εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών διότι «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (43). Κατά τας διαπιστώσεις λοιπόν του Προτερίου δύναται να λεχθή, ότι ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας συμφώνως προς την εντολήν της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας και εν πλήρει αυτοπεποιθήσει του γεγονότος τούτου εκοινοποίει την υπ' αυτού υπολογισθείσαν ημερομηνίαν του Πάσχα και εις τα άλλα χριστιανικά κέντρα δια των εορταστικών επιστολών. Οι Επίσκοποι των χριστιανικών τούτων κέντρων ανήγγελλον εν συνεχεία την ημερομηνίαν του Πάσχα εις τους Επισκόπους και τους κληρικούς των εκκλησιαστικών Επαρχιών αυτών (44). Ο Σάκκος αναφέρει, ότι η ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα ανηγγέλλετο εξ Αλεξανδρείας κατ' ευθείαν εις περισσότερα εκκλησιαστικά κέντρα ως π.χ. της Καισαρείας της Παλαιστίνης, Αντιοχείας, Εφέσου, Καισαρείας της Μ. Ασίας, Νικομηδείας, Κωνσταντινουπόλεως, Θεσσαλονίκης, Μεδιολάνων, Ρώμης, Καρχηδόνος (45).
Αλλά και αυτή αύτη η πράξις όσον αφορά εις τον εορτασμόν του Πάσχα δεικνύει καθαρά, ότι δεν επληροφορείτο η καθόλου Εκκλησία της Ανατολής και της Δύσεως δια του Επισκόπου της Ρώμης την εν Αλεξανδρεία υπολογισθείσαν ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα, διότι η Ρώμη δεν απεδέχετο πάντοτε την αλεξανδρινήν ημερομηνίαν, αλλ' εώρταζεν το Πάσχα συνήθως κατά τον ιδικόν της υπολογισμόν. «Μία πραγματική συμφωνία επήλθε μόλις από του 6ου αιώνος, ότε η Ρώμη εγκατέλειψεν τον ιδικόν της υπολογισμόν και κατόπιν της συστάσεως του Διονυσίου Exigus απεδέχθη το έτος 525 τον αλεξανδρινόν υπολογισμόν, εν συνεχεία δε εμιμήθησαν ολίγον κατ' ολίγον και αι άλλαι λατινικαί Εκκλησίαι το παράδειγμα της μεγάλης Εκκλησίας» (ήτοι της Ρώμης) (46).
Αλλ' ας επιστρέψωμεν και πάλιν εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν όσον αφορά εις την ορθότητα της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα του έτους 455. Ο Πάπας Λέων ο Μέγας χαρακτηρίζει την διαφοράν, η οποία προήλθεν εκ του υπολογισμού του Θεοφίλου Αλεξανδρείας, δηλ. εάν το Πάσχα θα ετελείτο την 24ην Απριλίου 455, ως μίαν μεγάλην πλάνην, γεγονός το οποίον δεν επιτρέπεται να συμβή, διότι κάτι παρόμοιον δεν είχεν συμβή μέχρι τότε. Η πλάνη αύτη αντιστρατεύεται επίσης κατά του ήθους της Εκκλησίας και των διατάξεων των πατέρων. Δεν πρόκειται περί μικρού παραπτώματος (47), αλλά περί αμαρτήματος, και περί τίνος γεγονότος, το οποίον αφορά «την σωτηρίαν του αυτοκράτορος και γενικώτερον όλων» (48).
Δια τους λόγους λοιπόν αυτούς έγραψεν, ως ελέχθη, εις τον αυτοκράτορα Μαρκιανόν και παρεκάλει αυτόν θερμότατα, όπως διατάξη την επανεξέτασιν του προβλήματος τούτου είτε υπό των αλεξανδρινών, είτε υπό άλλων προς τούτο αρμοδίων (49). Εκτός τούτου ανέθεσεν ο Πάπας κατ' επανάληψιν και εις τον Επίσκοπον Ιουλιανόν, όπως μεσολαβήση εις τον αυτοκράτορα δια να προωθήση την ζητηθείσαν επανεξέτασιν προς διόρθωσιν του υφισταμένου μεγάλου σφάλματος (50).
Διατί απευθύνεται ο Πάπας προς τον αυτοκράτορα μετά τόσης επιμονής και μάλιστα δια μεσολαβήσεων και επεμβάσεων του Επισκόπου Ιουλιανού; Εάν ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας είχεν απλώς και μόνον το καθήκον να υπολογίζη την ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα δια να αναγγέλλη αυτήν μετά ταύτα ο Επίσκοπος Ρώμης επισήμως εις όλας τας Εκκλησίας, ασφαλώς θα ήτο αρκετή μία κατ' ευθείαν επικοινωνία μεταξύ Ρώμης και Αλεξανδρείας, δια να διορθωθή το δημιουργηθέν σφάλμα, το οποίον έφερεν εις κίνδυνον την σωτηρίαν των πιστών, κατά την γνώμην του Πάπα.
Μετά ταύτα όμως απεδέχθη ο Πάπας την αλεξανδρινήν ημερομηνίαν και δια την Δυτικήν Εκκλησίαν. Διατί έπραξε τούτο; Εις τον αυτοκράτορα Μαρκιανόν έγραψεν δικαιολογών, «όχι διότι με έπεισεν μία αιτιολόγησις, αλλά διότι παρεκινήθην εκ της φροντίδας, την οποίαν έχω δια την ενότητα, την οποίαν προφύλασσα όλως ιδιαιτέρως» (51). Προς τους Επισκόπους της Γαλλίας και της Ισπανίας έγραψεν μεταξύ άλλων, ότι παρεκάλεσεν τον αυτοκράτορα να δώση εντολήν προς μίαν «ακριβεστέραν επανεξέτασιν εκείνου του υπολογισμού», δια να διαπιστωθή «η ορθοτέρα» ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα (52). Πάντως εις την όλην διαδικασίαν ενταύθα φαίνεται ότι εν είναι ασφαλές: Ο Αλεξανδρείας Προτέριος απαντά εις τον Πάπαν πλήρης αυτοπεποιθήσεως περί της αρμοδιότητος της Εκκλησίας αυτού εν σχέσει προς το θέμα τούτο γενικώτερον και ειδικώτερον περί της ορθότητος της αναφερθείσης ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα, την οποίαν αποδέχεται τελικά και ο Πάπας.
Τέλος δημιουργεί εντύπωσιν, πόσες φορές γράφει ο Πάπας τόσον εις τον αυτοκράτορα όσον και εις τον Επίσκοπον Ιουλιανόν αναμένων το αποτέλεσμα της επανεξετάσεως της αναφερθείσης ημερομηνίας. Ούτος παρακαλεί, μόλις λάβει ο αυτοκράτωρ το αποτέλεσμα των ερευνών τούτων, όπως θελήση και διαβιβάση τούτο αμέσως εις αυτόν (53). Τούτο σημαίνει, ότι ο Πάπας μάλλον δεν εθεώρει ως αυτονόητον, ότι εκ της Αλεξανδρείας θα ελάμβανεν κατ' ευθείαν πληροφορίας περί του αποτελέσματος της επανεξετάσεως του προκειμένου θέματος. Ένεκα τούτου παρακαλεί και ελπίζει, ότι δια του αυτοκράτορος θα πληροφορηθή τούτο εγκαίρως, πράγμα όμως το οποίον εγένετο και δια του Αλεξανδρείας Προτερίου κατ' ευθείαν εκ της Αλεξανδρείας, καθώς προηγουμένως και αι λοιπαί Ανατολικαί Εκκλησίαι επληροφορήθησαν εκ της Αλεξανδρείας.
δ) Αι απόψεις του Joseph Schmid περί του θέματος και κριτική αυτών
Ο Joseph Schmid ησχολήθη λεπτομερέστερον με το θέμα «Περί το Πάσχα κατά την πρώτην γενικήν Σύνοδον της Νικαίας» (54) και ως είναι φυσικόν επίσης με το θέμα το οποίον μας απασχολεί ενταύθα, ήτοι της ανακοινώσεως της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα μετά την Σύνοδον αυτήν. Τα τελευταία δύο κεφάλαια της μονογραφίας αυτού με τους τίτλους: «XI. Η εντολή της Συνόδου της Νικαίας προς την Εκκλησίαν της Αλεξανδρείας σχετικώς προς τον υπολογισμόν της ημερομηνίας του Πάσχα», «XII. Η εντολή της Νικαίας (Συνόδου) προς τον Επίσκοπον Ρώμης σχετικώς με την ανακοίνωσιν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα», δεικνύουν αμέσως, ότι το συμπέρασμα της μελέτης αυτής ήτο ήδη προγραμματισμένον και προδιαγεγραμμένον. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας ώφειλε, λοιπόν, συμφώνως προς την εντολήν της Συνόδου να υπολογίζη και ο Επίσκοπος της Ρώμης να ανακοινοί εις όλας τας Εκκλησίας την ημερομηνίαν του Πάσχα και μάλιστα κατ' αυτόν τον τρόπον ωσάν να είχε δώσει εις αυτόν ειδικήν εντολήν η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος επισήμως. Και ενώ ο Schmid αποδεικνύει το γεγονός της εντολής της Συνόδου προς τον Επίσκοπον της Αλεξανδρείας δια τον κατ' έτος υπολογισμόν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα (55), δεν ευρίσκομεν ουδεμίαν παραπομπήν ή μαρτυρίαν δια «την εντολήν της Συνόδου της Νικαίας προς τον Επίσκοπον Ρώμης σχετικώς με την ανακοίνωσιν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα». Ό, τι δυνάμεθα να αναγνώσωμεν εις το έργον του σχετικά με το θέμα τούτο της ανακοινώσεως είναι: 1ον η ήδη αναφερθείσα έκφρασις του Πάπα Λέοντος του Μεγάλου περί τας « Iongiquiores ecclesias », την οποίαν μεταφράζει όλως γενικώς και αορίστως με «τας λοιπάς Εκκλησίας» (56), 2ον την ανακοίνωσιν της ημερομηνίας του Πάσχα του έτους 452 προς τον Μητροπολίτην Αμελάτης Ravennius, 3ον την βεβαίωσιν του Πάπα προς τον αυτοκράτορα Μαρκιανόν, ότι υπέδειξεν την αλεξανδρινήν ημερομηνίαν του έτους 455 «εις όλους τους Επισκόπους της Δύσεως» (ως π.χ. εις τους Επισκόπους Γαλλίας και Ισπανίας), καθώς καταφαίνεται και εκ της επιστολής του Αλεξανδρείας Προτερίου και 4ον την ανακοίνωσιν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα προς την Βρεταννικήν Εκκλησίαν. Όλαι αυταί αι υπό του Schmid χρησιμοποιηθείσαι μαρτυρίαι δεικνύουν όμως σαφέστατα, ότι ενταύθα πρόκειται μόνον περί Δυτικών Εκκλησιών.
Δια τους λόγους τούτους, η διαπίστωσις του Schmid : «ο καθορισμός του εορτασμού του Πάσχα υπό του Επισκόπου Ρώμης και η ανακοίνωσις αυτού εις όλας τας Εκκλησίας...» (57) όχι μόνον δεν είναι κατανοητή, αλλά μάλλον παραπλανητική, διότι θα έπρεπε να αναφέρη «η ανακοίνωσις της ημερομηνίας αυτής εις όλας τας Εκκλησίας της Δύσεως», δια να μη είναι δυνατόν να εξαχθή το εσφαλμένον συμπέρασμα, ότι δήθεν ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας διεβίβαζεν μόνον εις τον Επίσκοπον της Ρώμης την υπ' αυτού υπολογισθείσαν ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα δια να ανακοινώση αυτήν ούτος εν συνεχεία δήθεν επισήμως «εις όλας τας Εκκλησίας». Εκτός τούτου παραπέμπει ο Schmid και εις τους Janus και Ideler δι' έτερον όμως θέμα· θα ηδύνατο όμως ή μάλλον θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν αι γνώμαι και των συγγραφέων τούτων και εις το παρόν κεφάλαιον περί του υπολογισμού και της ανακοινώσεως της ημερομηνίας του Πάσχα. Ο Janus έγραψεν μεταξύ άλλων, καθώς και ο ίδιος ο Schmid αναφέρει, ότι εις τον Επίσκοπον Αλεξανδρείας εδόθη υπό των Πατέρων της Νικαίας η εντολή «να υπολογίζη κατ'έτος την ημερομηνίαν του Πάσχα και να ανακοινοί αυτήν εις τας λοιπάς Εκκλησίας της Οικουμένης...» (58), ο δε Ideler : «... (εδόθη η εντολή εις τον Αλεξανδρείας) να υπολογίζη την ημέραν του Πάσχα και να ανακοινοί αυτήν εις τας λοιπάς Εκκλησίας» (59). Όχι λοιπόν μόνον εις την Εκκλησίαν της Ρώμης.
Εκτός τούτου προκαλεί ενδιαφέρον, ότι ο Schmid δύο έτη αργότερον φαίνεται να έχη διαφορετικήν γνώμην όσον αφορά εις το θέμα τούτο (60), αναφέρων, ότι η Σύνοδος της Νικαίας δεν έδωσεν ουδεμίαν εντολήν, δηλ. ούτε εις την Εκκλησίαν Αλεξανδρείας δια τον υπολογισμόν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα, ούτε και εις την Εκκλησίαν της Ρώμης «σχετικώς με την ανακοίνωσιν της ημερομηνίας του Πάσχα», καθώς προηγουμένως ανέφερεν (61), αλλά ότι και αι δύο Εκκλησίαι -η της Ρώμης και η της Αλεξανδρείας- εσυνέχισαν και μετά την Σύνοδον της Νικαίας να χρησιμοποιούν τους αυτούς πασχαλίους κύκλους, τους οποίους εχρησιμοποίουν και μέχρι την Σύνοδον αυτήν (62). Υπ' αυτήν την προϋπόθεσιν, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικήν τοποθέτησιν της Συνόδου της Νικαίας προς το θέμα τούτο, καθώς προηγουμένως είδομεν, αναφέρει μετά ταύτα ο Schmid, ότι ο Πάπας «ώφειλε κατά την υπάρχουσαν συνήθειαν, όπως αναγγέλλη την ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα του επομένου έτους εις όλας τας Εκκλησίας της Δύσεως» (63).
Δια τούτων διαπιστώνομεν λοιπόν, ότι ο Schmid με την χρησιμοποίησιν της αυτής περιπτώσεως της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα του έτους 455 φέρεται αντιπροσωπεύων τώρα μίαν τελείως αντίθετον γνώμην, όσον αφορά εις την ανακοίνωσιν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα γενικώτερον. Η δευτέρα αύτη γνώμη του συγγραφέως τούτου θα ήτο βεβαίως η πλέον ορθή και προς τα πράγματα ανταποκρινόμενη ως προς την δικαιοδοσίαν του Ρώμης, εάν ούτος δεν αγνοούσε την εντολήν της Συνόδου της Νικαίας προς την Εκκλησίαν της Αλεξανδρείας, παρά το ότι χρησιμοποιεί δι' άλλας λεπτομέρειας της ημερομηνίας του Πάσχα του έτους 455 και την επιστολήν του Πάπα Λέοντος του Μεγάλου προς τον αυτοκράτορα Μαρκιανόν, όπου ακριβώς ο Πάπας αναφέρεται εις την συνοδικήν ταύτην εντολήν προς τον Αλεξανδρείας (64).
Ο Wilhelm Moehler εκθέτει κατά τρόπον ορθόν, ότι η υπό του Επισκόπου Αλεξανδρείας υπολογισθείσα ημερομηνία διεβιβάσθη εις την Δυτικήν Εκκλησίαν δια της μεσολαβήσεως του Πάπα Ρώμης.
Ο Moehler διατυπώνει επί λέξει ως εξής: «Ο προς τούτο υπολογισμός του ημερολογίου ώφειλε να πραγματοποιήται εν Αλεξανδρεία, η οποία εθεωρείτο ως η αυθεντία εις τοιαύτα ζητήματα. Μετά ταύτα θα εγνωστοποιείτο η ημέρα του εορτασμού του Πάσχα υπό του Επισκόπου Αλεξανδρείας· εν τη Δυτική δε Εκκλησία δια της μεσολαβήσεως του Επισκόπου Ρώμης. Οι Επίσκοποι Αλεξανδρείας είχον την συνήθειαν με τας εορταστικάς ταύτας επιστολάς να συνάπτουν και θεολογικούς λόγους» (65).
4) Προσέγγισις ορθοδόξου και ρωμαιοκαθολικής απόψεως
Όσον αφορά εις τον υπολογισμόν της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα καθώς επίσης και την ανακοίνωσιν αυτής έχομεν ήδη από ρκαθολικής πλευράς την ορθήν τοποθέτησιν του Th. Kfauser επί των θεμάτων τούτων, η οποία ανταποκρίνεται και προς την ορθόδοξον άποψιν. Ούτος παραπέμπων εις τον F. Daunoy (66) τονίζει τα εξής: «Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας έλαβεν την εντολήν να ανακοινοί εγγράφως και εγκαίρως την ημερομηνίαν του εορτασμού του Πάσχα και εις τον Επίσκοπον Ρώμης ( Leo Μ ep. 121, I · το ότι εν τη Νικαία συμπεριελήφθη και ο Αντιοχείας ως παραλήπτης εξάγεται εκ της καταστάσεως των πραγμάτων) και όχι απλώς και μόνον, ως μέχρι τότε εγένετο, εις τους Επισκόπους της ιδικής του πατριαρχικής περιοχής. Οι Επίσκοποι Ρώμης και Αντιοχείας ώφειλον εν συνεχεία βάσει της αλεξανδρινής πληροφορίας, όπως ανακοινώσουν εις τους Μητροπολίτας και Επισκόπους των Πατριαρχείων αυτών την ημερομηνίαν του Πάσχα» (67).
Ο Klauser αναφέρει ενταύθα την Ρώμην και την Αντιόχειαν ως πρωταρχικούς παραλήπτας της ανακοινώσεως της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα, διότι κατά την Σύνοδον της Νικαίας και δια του 6ου κανόνος αυτής ανεγνωρίσθησαν και επεκυρώθησαν αι Εκκλησίαι Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας ως τα τρία χριστιανικά και απ' αλλήλων ανεξάρτητα κέντρα της καθόλου Εκκλησίας, τα οποία αργότερον χαρακτηρίζονται ως Πατριαρχεία.
Τέλος ενταύθα δύναται να αναφερθή και η εισήγησις της Διορθοδόξου προπαρασκευαστικής Επιτροπής επί του Ημερολογιακού ζητήματος. Το θέμα τούτο προητοιμάσθη υπό των Εκκλησιών Ρωσίας και Ελλάδος, διετυπώθη δε και επεκυρώθη μετά ταύτα υπό της Πανορθοδόξου Επιτροπής τον Ιούλιον του 1971. Το κείμενον τούτο φέρει τον εξής τίτλον : «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ. Μελέτη του ζητήματος εν αναφορά προς την περί Πασχαλίου απόφασιν της Α' Οικουμενικής Συνόδου και εξεύρεσις τρόπου προς αποκατάστασιν συμπράξεως μετά των Εκκλησιών εν τω ζητήματι τούτω» (68). Εν τω κειμένω τούτω αναγινώσκομεν μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αύτη (ήτοι η Α' Οικουμενική Σύνοδος), ως γνωστόν, ανέθετο τω Επισκόπω Αλεξανδρείας την πληροφόρησιν κατ' έτος ( Πασχάλιοι Επιστολαί ) πασών των Εκκλησιών(69) περί του καθορισμού του εορτασμού του Πάσχα. Τούτο δε, διότι ο επίσκοπος Αλεξανδρείας είχεν εν τη πόλει εκείνη τας επιστημονικάς αστρονομικάς δυνατότητας προς ακριβέστερον καθορισμόν της εαρινής ισημερίας και της εξ αυτής εξαρτωμένης εορτής του Πάσχα» (70).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. PG 111, 989 Β : « eo tempore scripsit Demetrius patriarcha Alexandrinus ad Gabium episcopum Hierosolymitanum, Maximum patriarcham Antiochenum, et Victorem patriarcham Romanum de ratione computi Paschalis et ieiunii Christianorum, et quomodo a Paschate Judaeorum deducatur ». Πρβλ. August Strobel, Ursprung und Geschichte des frühchristlichen Osterkalenders, Berlin 1977, σ. 382 (TU 121).
2. Ευσεβίου, Εκκλ. ιστορ. 7, 20. Σ. Σάκκου, Η ΛΘ' εορταστική επιστολή του Μ. Αθανασίου, εν: Τόμος εόρτιος, χιλιοστής εξακοσιοστής επετείου Μεγάλου Αθανασίου, (373-1973). Έκδ. Θεολ. Σχολής Θεσσαλονίκης, Επιμέλεια Γ. Μαντζαρίδου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 133 εξ. Ortiz de Urbina, Niziäa und Konslantinopel, Mainz 1964, σ. 59. Karl Bihlmeyer, Hermann T ü chle, Kirchengeschichte, erster Teil : Das christliche Altertum, Bd. I, Paderborn 1966 18, σ. 192. A. Strobel, αυτόθι.
3. J.-B. Pitra, Juris ecclesiastici Graecorum historia et monumenta I, Rom 1864, σ. 435 εξ. Ο. de Urbina, ενθ. α v. σ. 288.
4. Μ. M ü ller, Kirchengeschichte, Bd. I, erster Halbband, neu ü berarbeitet in Gemeinschaft mit H.F. von Campenhausen, T ü bingen 1941 3, σ. 409: Η Σύνοδος « sah ohne weiteres die alexandrinische Sitte als K ü nftig ma β gebend an».
5. O. den Urbina, ενθ. αν. σ. 107.
6. Leo I. Epist. 121, Ad Marcian., E κδ. Ε. Schwartz, Acta Conciliorum oecumenicorum. Τόμ., 2, 4, Berolini et Lipsiae l932=Schwartz), σ. 75; PL 54, I056A. Σ. Σάκκου, ενθ. αν. σ. 135. Σ. Στασινόπουλου, Η μεταρρύθμισις του ημερολογίου, εν Ορθοδοξία 6 (1931) 490. Β. Σταυρίδου, Αλεξάνδρεια, Εκκλησιαστική Ιστορία, εν. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήναι 1962 εξ. (=ΘΗΕ), 2, 49. Του ιδίου, Η αλεξανδρινή Σχολή μετά τον Ωριγένη, εν, Ορθοδοξία, 32 (1975) 366. Δ. Κατσή, Η περί το Πάσχα έρις, εν, ΘΗΕ, 10, 116. Γ. Μπεκατόρου, Τα πασχάλια, εν, ΘΗΕ 10, 117. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι, Ι970 3, σ.311.
7. Wolfgang Huber, Passa und Ostern, Untersuchungen zur Osterfeier der alten Kirche. Berlin 1969, σ. 67 εξ.
8. A. Strobel, Ursprung und Geschichte des fr ü hchristlichen Osterkalenders, σ. 260, σημ. 3 της σ. 259.
9. Πρβλ. W. Huber, ένθ. αν. σ. 66 εξ.
10 Α. Strobel, ένθ. αν. σ. 230 ίδε και σ. 453: « Da β die Bestimmungen des nicänischen Konzils letztlich zugunsten der beispielhaften Arbeiten Alexandriens gehalten waren, möchten wir annehmen, a u ch wenn hier viele Fragen offen sind ».
11 A. Strobel, ένθ. αν. σ. 260, σημ. 3 της σ. 259.
12 Σ. Σάκκου, αυτόθι.
13 Πρβλ. Σ. Σάκκου, ένθ. αν. σελ. 150 και 153. Β. Στεφανίδου, ένθ. αν. σ. 311.
14. Ο. de Urbina, ένθ. α v. σ. 108: Ο Αμβρόσιος « hielt sich an die alexandrinische Berechnung, die ihm lieber war als die aus Rom».
15. Carl Joseph von Hefele, Conciliengeschichte, Bd. I. Freiburg in Br. 1873 2, 31: «dab das Nicänum I, der alexandrischen Rechnung der Vorzung gab vor der römischen, während in Arles das Gegenteil geschehen wae, und 2. Auch den einzing ricthigen Weg einschlung, un Gleichförmigkrit zu erzielen, indem jetst Alexandrien Ostern berechen, Rom dagegen den Ostermin der ganzen Kirche ankündingen sollite ».
16. Υπογράμμισις ιδική μου.
17. Johannes Alzog, Handbuch der Universal- Kirchengeschichte. Bd. I, Mainz 1872 9, σ. 288: « da sich später in der Feststellung jenes Termines Divergenzen zeigten, so verordnete P. Leo: da β jedesmal der Bischof von Alexandrien die Zeit der Osterfeier im voraus berechnen lassen und dem apostolischen Stuhle zur Mitteilung an die gesamte Kirche vorlegen solle ». Τα κείμετα επί των οποίων στηρίζεται είναι: Αθαν., Περί Συν. 5; Ευσ., Βίος Κωνστ. 111. 5; Leo I. ep. 121. Ο Αθανάσιος και ο Ευσέβιος ομιλούν μόνον περί της αναγκαιότητος του κοινού εορτασμού και όχι περισσότερον. Τι εννοεί ο Λέων εις την επιστολήν αυτήν θα ίδωμεν κατωτέρω.
18. Bernardus Jungmann, Dissertationes selectae in historiam ecclesiasticam, Tomus I, Ratisbonae 1880, σ. 438/439. Περί του Prologus Paschali του Κυρίλλου Αλεξ. και της 121ης επιστολής του πάπα Λέοντος του Μεγάλου -τας μαρτυρίας του Jungmann - θα ομιλήσω αργότερον. Το επιπρόσθετον χωρίον του Αμβροσίου ( Epist. ad Episcopos Aemiliae ), του οποίου την γνησιότητα αμφιβάλλει ο Β. Krusch, ( Studien zur christlich - mittelalterlichen Chronologie, Leipzig 1880, σ. V, σημ. 1), αναφέρεται εις τ o θέμα του υπολογισμού της ημερομηνίας του Πάσχα υπό αρμοδίων προσώπων. Με τούτο εννοεί επιστήμονας εξ Αλεξανδρείας. Αναφορικώς με την ανακοίνωσιν εκ της Ρώμης δεν αναφέρεται και εδώ τίποτα.
19. Osterfeststreit, εν, Kirchenlexikon. Freiburg in Br. 1895, Τομ. 9, σ. 1123: « Die alexandrinische Kirche, welche ü ber astronomisch gebildete Glieder verf ü gte, erhielt den Auftrag, den Ostertermin j ä hrlich im voraus zu berechnen ? der r ö mische Stuhl sollte denselben dann ü berall zeitig anzeigen lassen ».
20. Joseph Kardinal Hergenröther, Handbuch der allgemeinen Kirchengeschichte, Bd. I, Die Kirche in der antiken Kulturwelt, 4. Aufl. neu bearbeitet von J. P. Kirsch, Freiburg in Br. 1902, σ. 226. Το αυτό επαναλαμβάνει ο P. Kirsch και εις την Εκκλησιαστικήν του I στορίαν. Die Kirche in der antiken griechisch-römischen Kulturwelt, Freiburg in Br. 1930, σ. 251.
21. A. Weiss, Historia Ecclesiastica. Graicii & Viennae, I (1907) σ. 232.
22. J. Marx, Lehrbuch der Kirchengeschichte, Trier 1908 4 », σ. 126.
23. Paderborn 1911 6, σ. 239: «Des weiteren bestimmte man zu Nicäa, da β die alexandrinische Kirche die Festzeit jährlich berechnen und der Bischof von Rom sie der ganzen Kirche zur Anzeige bringen solle».
24. Alois Knöpfler, Lehrbuch der Kirchengeschichte, Freiburg in Br. 1920 6, σ. 121.
25. Η. Leclercq, Raques, εν, DACL 13,2 σ. 1543.
26. D. Johannes Walter, Die Geschichte des Christentums. Bd. I, Gütersloh I947 3, σ. 116: «... Erst die Synode von Nicäa 325 entscheidet zugunsten der abendländischen Praxis, die freilich den Nachteil hat, da β der Zyklus, in dem das Fest sich regelmä β ig wiederholte, verschieden berechnet wird».
27. Karl Bihlmeyer, Hermann Tüchle, ένθ. αν. σ. 357: «Weiter bestimmte die allgemeine Synode von Nizäa, da β die Kirche von Alexandrien die Festzeit jährlich berechnen und der Bischof von Rom sie der ganzen Kirche anzeigen solle».
28. Die Briefe der P ä pste und die an sie gerichteten Schreiben, zusammengestellt, ü bersetzt, mit Einleitungen und Anmerkungen versehen von Severin Wenzlowsky, εν, BKV έκδ. Thalhofer, Kempten 1878, Bd. 4, σ. 21, σημ. 3.
29. Έ νθ. αν. τομ. 5, σ. 206: «da β sich Leo, ohne der inneren Richtigkeit der Sache ü berzeugt
zu sein, sondern nur um in einem so wichtigen Punkt nicht eine Uneinigkeit in der Kirche
herbeizuf ü hren, bewogen fand den alexandrinischen Ostertermin auch diesmal anzunehmen und
der ganzen Kirche anzuk ü ndigen».
30. Συμπλήρωσις του Hefele.
31. «Sanctorum totius orbis sinodi
consultatione decretum est, ut quoniam apud Alexandriam talis esset
reperta ecclesia, quae in huius scientia clareret, quoto Kalendarum vel
iduum, quota
luna pascha debeat celebrari, per singulos annos Romanae ecclesiae litteris intimaret, unde
apostolica authoritate universalis ecclesia per totum orbem difinitam paschae diem sine ulla
disceptatione cognosceret.». Έκδ. Br. Krusch, ενθ. αν. σ. 338.
32. Doctrina temporum II, Appendix p. 502.
33. Ίδε και C. J. Hefele, ένθ. αν. σ. 330. σημ. 1, όπου υπάρχουν περισσότεραι παραπομπαί.
34. Br. Krusch, ένθ. αν. κυρίως σσ. 89-98. ως μη γνήσιον θεωρεί τούτο και ο Otto Bardenhewer, Geschichte der altkirchlichen Literatur, Bd. IV, Freiburg in Br. 1924, 1 u. 2, σ. 62 έξ. και Johannes Quasten, Patrologia, Bd. II, La edad de oro de la literatura patristica griega, Madrid 1973 2 σ. 141. O Strobel κρίνει τούτον τον Prologus προσεκτικώτερον. Θεωρεί ότι έχει κάποιαν ιστορικήν αξίαν και θέτει αυτόν είς προηγούμενον χρόνον από τον Krusch. Και ο Strobel θεωρεί ως απίθανον, ότι ο Prologus τούτος προέρχεται εκ του Κυρίλλου (Α. Strobel, ένθ. αν. σ. 253 εξ.).
35. Leo I., Epist. 121 ad Marcian. Schwartz 75 · PL 54, 1056 Α.
36. O. de Urbina, ένθ. αν. σ. 107: «entfernter liegenden Diözesen».
37. Επ ' αυτού ίδε και Ε. Caspar, Geschichte des Papsttums, Tübingen 1930, σ. 542 εξ.
38. Leo I., Epist. 121. ad Marcian, Schwartz 75, 76 · PL 54, 1055-1058.
39. «Eadem igitur occasione qua pietatis uestrae apices ueneranter accepi, debita salutationis obsequia exoluo, et insufficientes gratias ago, quod de sacratissimo die paschae sacerdotali me sollicitudine pietas uestra commonuit, licet dudum in hac obseruantiae regula me acquiescere sim professus et eundem diem uenerabilis festi omnibus Occidentalium partium sacerdotibus intimasse quem Alexandrini episcopi declarauit instructio, id est ut anno praesenti VIII Κ I. Mai. pascha celebretur omissis omnibus scrupulis studio unitatis et pacis. » Leo I., Epist. 142, ad Marcian, Schwartz 95· PL 54, 1111A. Ίδε και Σ. Σάκκου, ένθ. αν. σ. 138 εξ. Η μετάφρασις του Wenzlowsky: «allen Bischöfen des Abendlandes f ü r das Fest denselben Tag vorgeschrie b e n» ( ενθ. αν. σ. 292, υπογράμμισις ιδική μου ) είναι υπερβολική.
40. Ο W. Huber σχολιάζει την επιστολήν του Πάπα προς τον αυτοκράτορα και σχετικά με το «longiquiores Ecclesias» αναφέρει το καθήκον του Πάπα ως εξής : «die Aufgabe des römischen Bischofs auf die Publikation des ihm aus Alexandrien mitgeteilten Termins innerhalb seines Einflu β bereiches beschränkt» (W. Huber, ένθ. αν. σ. 66). Δια της πραγματικότητος αυτής του «περιορισμού» δύναται να λεχθή ότι ο Πάπας δεν εθεώρει την εντολήν της Νικαίας ως διπλωματικόν τρικ.
41. «Et nos enim, et tota Aegyptia regio, atque Oriens universus sic ipsum diem celebraturi sumus, Deo praestante.» Proterius, Epist. 133, ad Leonem 1, PL 54, 1 085BC.
42. «Ut autem non arbitremur absolute quae nobis videntur scribere seu velle firmare, inseruimus etiam causas huic epistolae, quibus tua sanctitas forte aestimet non se debere reprehendere Aegyptiorum Ecclesiae veritatem, quae mater hujuscemodi laboris extitit, diligenterque conscripsit.» Proterius, ένθ. αν. σ. 1086A.
43. Proterius, Epist. ad Leonem. 9, PL 54, 1093B: «Sic namque et praecessores nostri, si quando dubietas orta est, praedicere festinabant, ut ubique consonanter ageretur sacra festivitas. Quod etiam huncjuxta priscam consuetudinem credimus in Domino praedicari in Ecclesiis et unam fidem, unum baptism unam solemnitatem sacratissimam paschalem ab omnibus Christianis ubique celebrari in Christo Jesu Domino nostro, quia in ipso vivimus, et novemur, et sumus (Apg. 17, 28) ».
44. Πρβ. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 285. Σ. Σάκκου, ενθ. αν. σ. 142.
45. Σ. Σάκκου, αυτόθι.
46. Κ. Bihlmeyer - H. T ü chle, ένθ. αν. σ. 357. Πρβλ. de Urbina, ένθ. αν. σ. 108. Β. Στεφανίδου, ένθ. αν. σ. 312. Karl Heussi, Kompendium der Kirchengeschichte, Tübingen 1960 12, σ. 110.
47. Leo I., Epist. 121, ad Marc. Schwartz 75/76· PL 54, 1056A-1058A. Πρβλ. Leo I. Epist. 122, ad Julianum, Schwartz 76/77· PL 54, 1058B-1060A. Leo I., Epist. 127, ad Julianum, Schwartz 82· PL 54, 1072B.
48. LEO I., Epist. 122, ad Julianum. Schwartz 77 · PL 54, 1060A.
49. Leo I., Epist. 121, ad Marcian, Schwartz 76· PL 54, 1058A.
50. Λεο I., Epist. 122, ad Julianum. Schwartz 76· PL 54, 1059. Epist. 127, ad Julianum. Schwartz 82· PL 54, 1072AB. Epist. 131, ad Julianum. Schwartz 87· PL 54. 1082A.
51. Leo I., Epist. 137, ad Marcian. Schwartz 90· PL 54, 1101 A.
52. Leo 1., Epist. 138, ad episc. Galliarum et Hispaniorum, PL 54, 1102AB. O Wenzlowsky αναφέρει ενταύθα, ότι ο Πάπας είχε πληροφορηθή ήδη, από τον αυτοκράτορα «da β nicht nur von den Alexandrinern, sondern von allen Orientalen der 24. April als der richtige Ostertag angesehen werde». ( ένθ. αν. Τόμ. 5, σ. 281, σημ. 2). Διατί γράφει μετά ο Wenzlowsky εις την εισαγωγήν αυτού, ότι ο Πάπας παρεκινήθη, την ημερομηνίαν αυτήν του Πάσχα « der ganzen Kirche anzuk ü ndigen »; (ένθ. αν. σ. 206).
53. Ίδε Leo L, Epist. 121, ad Marcian, Schwartz 76 · PL 54, 1058A. Epist. 122, ad Julianum. Schwartz 77· PL 54, I060A. Epist. 131, ad Julianum, Schwartz 87· PL 54, 1082A. Epist. 134, ad Marcian. Schwartz 88· PL 54, 1 095B.
54. Die Osterfestfrage auf dem ersten Allgemeinen Konzil von Nicäa, Wien 1905.
55. σ. 119 εξ : «XI. Der Auftrag des Konzils von Nicäa an die Kirche von Alexandrien hinsichtlich der Osterterminberechnung». «XII. Der Auftrag des Nicänums an den römischen Bischof bezüglich der Mitteilung des Ostertermins».
56. σ. 139 εξ.
57. σ. 141: «Die Ansetzung des Osterfestes durch den römischen Bischof und dessen Mitteilung an alle Kirche n...».
58. σ. 95 και σημ. 12.
59. σ. 116 και σημ. 14.
60. Joseph Schmid, Die Oslerfestberechnung in der abendländischen Kirche, vom I.
allgemeinen Konzil zu Nicäa bis zum Ende des VIII. Jahrhunderts, (Stra
β burger theologische Studien, 9, 1 Freiburg im Br. 1907).
61. Πρβλ. σελ. 15 της εργασίας αυτής.
62.J. Schmid, Die Osterberechnung in der abendländischen Kirche, σ. 1.
63. J. Schmid, ένθ. αν. σ. 24: «nach Gewohnheit allen abendländischen Kirchen den Termin für das Osterfest des Kommenden Jahres mitzuteilen hatte». Ενταύθα πρόκειται δια το Πάσχα του 455.
64. Πρόκειται περί της Επιστολής 121, όπου ο Πάπας ομιλεί περί της εντολής της Νικαίας προς τους Αλεξανδρινούς.
65. Wilhelm Moehller, Lehrbuch der Kirchengeschichte, Bd. I, Die alte Kirche, Freiburg im Br. 1889, σ. 541: «Die Kalenderberechnung hierfür aber sollte von dem in diesen Dingen als Autorität geltenden Alexandria ausgehen und danach von dem alexandrinischen Bischof der Passahtag bekannt gemacht werden, für die a b e n d l ä n d i s c h e Kirche also durch Vermittlung des römischen Bischofs. Die alexandrinischen Bischöfe pflegten mit diesen Osterbriefen zugleich theoiogische Ansprachen zu verbinden».
66. F. Daunoy, La question pascale an concile de Nicée, εν, EO 24 (1925) 441 και 444.
67. Festankündigung, εν, RAC, Τομ. 7, σ. 776: «Der Bischof von Alexandrien wurde beauftragt, nicht blo β wie bisher den Bischöfen seines eigenen Patriarchalbereiches, sondern auch dem römischen Bischof rechtzeitig den Ostertermin brieflich anzusagen (Leo I cp. 121, I; da β in Nicäa auch der Antiochener als Adressat vorgesehen war, ergibt sich aus der Situation?...). Der röm. und antiochenische Bischof hatten ihrerseits aufgrund der alexandrinischen Auskunft den Metropoliten und Bischöfen ihrer Patriarchate den Ostertermim mitzuteilen».
68. Προς την Μεγάλην Σύνοδον, Εισηγήσεις της διορθοδόξου προπαρασκευαστικής επιτροπής των εξ θεμάτων του πρώτου σταδίου, Εκδ. Γραμματείας προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ορθόδοξον κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Chambesy Γενεύης, 1971, σ. 47.
69. Υπογράμμισις ιδική μου.
70. Προς την Μεγάλην Σύνοδον, σ. 48.
Πηγή: Πορφυρογέννητος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.