Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στο ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα» στη Θεσσαλονίκη
Το έργο του ευαγγελισμού αποτελεί ένα
ουσιώδες καθήκον της Εκκλησίας και υπαγορεύεται από την εντολή του
Κυρίου: «πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Μτ 28,19).
Πράγματι, η Εκκλησία υπάρχει για να ευαγγελίζεται, όπως έγραψε ο Πάπας
Παύλος ΣΤ΄, στην εγκύκλιο Επιστολή «Evangelii Nuntiandi» (§ 14). Στα
2000 και πλέον χρόνια ιστορίας της, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές και
ιστορικές αλλαγές, η Εκκλησία παρέμεινε πάντοτε πιστή σε αυτή την
εντολή του Κυρίου της. Χρησιμοποιώντας και πάλι τα λόγια του Παύλου
ΣΤ΄, θυμίζουμε ότι «Ευαγγελίζομαι σημαίνει αναγγέλλω το όνομα, τη
διδασκαλία, τη ζωή, τις υποσχέσεις, τη Βασιλεία, το Μυστήριο του Ιησού
της Ναζαρέτ, Υιού του Θεού» (ό.π., § 22).
Σήμερα, η Δυτική Εκκλησία κατανοεί τον
ευαγγελισμό ως πορεία μύησης, που ερμηνεύεται ως επανευαγγελισμός ή νέος
ευαγγελισμός περιοχών με μακρά χριστιανική παράδοση που όμως
ταλαιπωρούνται από την εκκοσμίκευση και τη θρησκευτική αδιαφορία. Η
σημερινή Εκκλησία, ακολουθώντας το παράδειγμα της Εκκλησίας των πρώτων
χρόνων του Χριστιανισμού, προτείνει ξανά, μέσω της πορείας μύησης, το
αιώνιο Ευαγγέλιο. Στόχος αυτής της ευαγγελικής πρότασης είναι η
διαμόρφωση ώριμων χριστιανών, οι οποίοι να νιώθουν «ότι έχουν κληθεί»
από τον ίδιο τον Χριστό να Τον γνωρίσουν και να Τον βιώσουν μέσα στην
εκκλησιαστική διάσταση, θέτοντάς Τον στο κέντρο της ύπαρξής τους.[1]
Αποσαφήνιση των όρων
Σήμερα, στον καθολικό κόσμο προκρίνεται ο
όρος «νέος ευαγγελισμός» έναντι του όρου «επανευαγγελισμός». «Μιλάμε
για Νέο ευαγγελισμό, παρά για επανευαγγελισμό, όπως αποκαλείται ενίοτε,
για να υποδηλώσουμε ότι η τρέχουσα ιστορική καμπή απαιτεί από εμάς να
αναγγείλουμε ξανά με νέο ενθουσιασμό και χρησιμοποιώντας νέες
εκφραστικές μεθόδους το αιώνιο μήνυμα: Τον Ιησού Χριστό και την καλή
Αγγελία του. Αν χρησιμοποιούσαμε τον όρο επανευαγγελισμός, θα
υπαινισσόμασταν απλώς κάποια επουσιώδη βελτίωση ή μια απλή διόρθωση των
ανθρωπίνων ατελειών του παρελθόντος. Αντίθετα, νέος ευαγγελισμός
σημαίνει να δοκιμάζουμε νέες θεωρητικές και πρακτικές εκφράσεις, για να
«αναγγείλουμε» αποτελεσματικά το παντοτινό κήρυγμα στο πλαίσιο
ενός διαφορετικού κοινωνικοπολιτισμικού περιβάλλοντος. Επομένως, δεν
ξεκινάμε από το μηδέν, αλλά χτίζουμε, με τις απαραίτητες αναπροσαρμογές
και αναδιαρθρώσεις του παρελθόντος, έναν άλλο όροφο πάνω στους ήδη
υπάρχοντες. Για τον λόγο αυτόν, πρόκειται για έναν νέο ευαγγελισμό που
αφορά τόσο τον ζήλο των πρωταγωνιστών όσο και τις πολιτισμικές
προσλήψεις και τις ποιμαντικές στρατηγικές»[2].
Μια απαραίτητη διευκρίνιση
Για να αναδείξουμε τον επιτακτικό
χαρακτήρα του αιτήματος του επανευαγγελισμού ή του νέου ευαγγελισμού
στην Καθολική Εκκλησία, θα παρουσιάσουμε τη σκέψη των τελευταίων Παπών
επί του θέματος. Αυτό θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση, κυρίως στους
φίλους μας ορθοδόξους, ότι η Καθολική Εκκλησία ταυτίζεται με την
προσωπική σκέψη των εκάστοτε Παπών. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει,
διότι η διδασκαλία του Επισκόπου Ρώμης δεν είναι ουρανοκατέβατη, αλλά
αντανακλά το ιστορικό κλίμα της στιγμής, που εκφράζεται σε εκατοντάδες
δημοσιεύσεις, συνέδρια, συζητήσεις γύρω από ποιμαντικά προβλήματα, ένα
από τα οποία είναι και ο Νέος Ευαγγελισμός. Ο Πάπας, κατά την τακτική
διδακτική του διακονία, συλλέγει και ερμηνεύει αυτά τα αιτήματα και τα
προβάλλει εκ νέου σε ολόκληρη την Εκκλησία, ενθαρρύνοντάς την να
ξεκινήσει μία πορεία ανανέωσης στα όρια μιας πολύ δύσκολης
πραγματικότητας για μια παγκόσμια Εκκλησία με χίλια πρόσωπα και άλλες
τόσες κουλτούρες και παραδόσεις.
Ο νέος Ευαγγελισμός κατά τον Ιωάννη Παύλο τον Β΄
Η έκφραση «νέος ευαγγελισμός»
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιωάννη Παύλο τον Β΄ το 1979, κατά
τη διάρκεια ενός αποστολικού ταξιδιού του στη Nowa Huta της Πολωνίας.
Με την ευκαιρία αυτή είχε δηλώσει: «Έχουμε δεχθεί ένα σημάδι, πως
δηλαδή στο κατώφλι της νέας χιλιετίας – σε αυτούς τους νέους καιρούς,
σε αυτές τις νέες συνθήκες ζωής – παρουσιάζεται ξανά η ανάγκη να
αναγγείλουμε το Ευαγγέλιο. Έχει αρχίσει ένας Νέος Ευαγγελισμός, ωσάν να
επρόκειτο για μια δεύτερη αναγγελία, αν και στην πραγματικότητα είναι
πάντοτε η ίδια». Για αυτόν, ο Νέος Ευαγγελισμός είναι ζωτικής σημασίας
για την Εκκλησία, εφόσον πρόκειται για μια νέα επιφοίτηση του Πνεύματος,
για μια νέα Πεντηκοστή: «Ένας νέος γεμάτος ζήλο ευαγγελισμός -δήλωνε-
είναι η πρώτη διακονία που η Εκκλησία μπορεί να προσφέρει σε κάθε
άνθρωπο και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Σήμερα, απαιτείται ένας
ευαγγελισμός που να έχει το ζήλο της Πεντηκοστής. Η αποστολή είναι
πρόβλημα πίστεως» (Redemptoris Missio, 11).
Ο Ιωάννης Παύλος Β΄ όχι μόνο εισήγαγε τον
όρο «Νέος Ευαγγελισμός», αλλά τον ανήγαγε και σε όρο- κλειδί της
ποντιφικικής του θητείας.
Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, θα
διευκρινίσει σε τι συνίσταται η καινοτομία του ευαγγελισμού. Έτσι,
ευρισκόμενος στην Αϊτή, κατά τη συνάντησή του με τη Σύνοδο των Επισκόπων
της Λατινικής Αμερικής, το 1983, δήλωσε πως ο Νέος Ευαγγελισμός είναι
«νέος στο ζήλο του, στις μεθόδους του και στις εκφράσεις του».
Συνεπώς, ο Νέος Ευαγγελισμός είναι η
συνάντηση με την Ιησού και απαιτεί, πρώτα απ’ όλα, μια μεταστροφή αυτών
που τον ασκούν: «Στην πραγματικότητα –εξηγεί ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄-
το αίτημα για νέο ευαγγελισμό είναι πρωτίστως ένα αίτημα για μεταστροφή.
Πράγματι, διαμέσου της μαρτυρίας μιας Εκκλησίας όλο και πιο πιστής στην
ταυτότητά της και πιο ζωντανής σε όλες τις εκδηλώσεις της, οι άνθρωποι
και οι λαοί όλου του κόσμου, θα μπορέσουν να συνεχίσουν να συναντούν τον
Ιησού Χριστό» (Στους Λατινοαμερικανούς Επισκόπους, στις 12 Οκτωβρίου
1992, στο Santo Domingo).
Όταν μιλάμε για ευαγγελισμό, θα πρέπει
αυτός να αναφέρεται όχι μόνο σε κοινωνικά προβλήματα, αλλά κυρίως στο
περιεχόμενο της πίστεως. «Αυτό -λέει ο Πολωνός Πάπας – θα συμβεί, όταν
το όνομα, η διδασκαλία, η ζωή και οι υποσχέσεις, το μυστήριο, με μια
λέξη η Βασιλεία του Ιησού της Ναζαρέτ, του Λυτρωτή του ανθρώπου, θα
διακηρύσσεται με νέα τόλμη, χωρίς εύκολες καιροσκοπικές συρρικνώσεις και
αμφισημίες» (26 Νοεμβρίου 1989).
Η εγκύκλιος «Redemptoris missio»
(7 Δεκεμβρίου 1990) καθιστά οριστική αυτή τη διευκρίνιση. Μεταξύ άλλων,
αναφέρεται σε έναν ευαγγελισμό που στοχεύει στη μετάδοση των «αξιών της
Βασιλείας», όπως είναι η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η
αδελφοσύνη. Αλλά πλάι στις θετικές πτυχές αυτού του κηρύγματος, δυστυχώς
υπάρχουν και αρνητικές πλευρές, όπως η αποσιώπηση του προσώπου του
Ιησού Χριστού (εδώ γίνεται έμμεση αναφορά σε διάφορες θεολογίες όπως η
«πολιτική θεολογία», η «θεολογία της απελευθέρωσης» κ.ο.κ.). Απέναντι σε
μια τέτοια αντίληψη, ο Πολωνός Πάπας εκφράζεται με σταθερότητα: «Η
Βασιλεία του Θεού δεν είναι μία έννοια, μία διδασκαλία, ένα πρόγραμμα
προς επεξεργασία, αλλά πρώτα απ’ όλα είναι ένα πρόσωπο που έχει την όψη
και το όνομα του Ιησού της Ναζαρέτ, της εικόνας του αόρατου Θεού» (αρ.
17).
Και με την έννοια του «Νέου Ευαγγελισμού»
κατέστη σαφές με ποιο τρόπο αυτή η νέα ώθηση για την ιεραποστολή της
Εκκλησίας θα απευθύνεται σε όλα τα μέλη του λαού του Θεού.
Η ομολογία πίστεως και η διάδοσή της δεν
είναι προνόμιο ειδικών ή αξιωματούχων, αλλά ανήκει σε όλα τα μέλη του
λαού του Θεού. Αυτή πρέπει να είναι «κοινό έργο των Επισκόπων, των
πρεσβυτέρων, των μοναχών και των λαϊκών, των γονέων και των νέων»[3]
.Το 1987 ο ίδιος Πάπας ενθαρρύνει τους Γάλλους Επισκόπους, κατά τη
διάρκεια επίσκεψής τους ad limina apostolorum, «να εκπαιδεύσουν τους
χριστιανούς τους στην ανάληψη ευθύνης για την από κοινού προώθηση ενός
νέου ευαγγελισμού».
ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ΄
Και για τον Βενέδικτο τον ΙΣΤ΄, ο Νέος
Ευαγγελισμός αποτελούσε μια δέσμευση πρώτης προτεραιότητας. Έχοντας
επίγνωση ότι η δέσμευση του νέου Ευαγγελισμού πρέπει να αφορά ολόκληρη
την Εκκλησία, συνεκάλεσε τη Σύνοδο των Επισκόπων, που διεξήχθη από τις 7
έως 28 Οκτωβρίου 2012, στο Βατικανό, με θέμα: «Ο Νέος Ευαγγελισμός για
τη διάδοση της χριστιανικής πίστεως». Οι παρεμβάσεις των συνοδικών
Πατέρων ήταν γεμάτες ανησυχίες, αλλά και ελπίδα για το μέλλον της
πίστεως, μέσα σε έναν κόσμο που σταδιακά αποχριστιανοποιείται.
Στο Εργαλείο Εργασίας (Instrumentum Laboris)
– ένα κείμενο που συνέταξαν Επίσκοποι από όλον τον κόσμο και έγινε
αντικείμενο μελέτης πριν και κατά τη διάρκεια της Συνόδου -, μεταξύ
άλλων διαβάζουμε: Στον δυτικό κόσμο «διαπιστώθηκε μια ανησυχητική
απώλεια της αίσθησης του ιερού, φτάνοντας μέχρι του σημείου να τεθούν
υπό αμφισβήτηση θεμελιώδη ζητήματα που φαίνονταν αδιαμφισβήτητα, όπως η
πίστη σε έναν Θεό Δημιουργό που προνοεί για τον κόσμο, η αποκάλυψη του
Ιησού Χριστού, μοναδικού Σωτήρα, και η κοινή αντίληψη των θεμελιωδών
εμπειριών του ανθρώπου, όπως η γέννηση, ο θάνατος, η ζωή σε μια
οικογένεια, η αναφορά σε έναν φυσικό ηθικό νόμο» (αρ. 43). Για τον λόγο
αυτόν, «ο όρος “Νέος Ευαγγελισμός” καθιστά αναγκαίο έναν νέο τρόπο
αναγγελίας της χριστιανικής πίστεως, προπάντων σ’ αυτούς που ζουν μέσα
σε ένα περιβάλλον, όπως το σημερινό, όπου η εξάπλωση της εκκοσμίκευσης
έχει αφήσει βαριά τα ίχνη της, ακόμα και στις Χώρες με χριστιανική
παράδοση» (αρ. 44). Συνεπώς, «μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Νέος
Ευαγγελισμός θέλει να αντηχήσει ως μια έκκληση, ένα αίτημα της Εκκλησίας
προς τον εαυτό της, για να ανακτήσει τις πνευματικές δυνάμεις της και
να δεσμευθεί να καταθέσει θετικές προτάσεις μέσα σε αυτό το νέο
πολιτισμικό κλίμα, προβαίνοντας στις θετικές της προτάσεις. Το επίθετο
«νέος» αναφέρεται στο διαφοροποιημένο πολιτισμικό περιβάλλον και
παραπέμπει στην ανάγκη η Εκκλησία να ανακτήσει δυνάμεις, θέληση,
φρεσκάδα και ευστροφία στον τρόπο της να βιώνει την πίστη και να τη
μεταδίδει» (αρ. 49).
Ποντιφικικό Συμβούλιο για την Προώθηση του Νέου Ευαγγελισμού
Στην ίδια κατεύθυνση, εμφορούμενος από προφητικό πνεύμα, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, δια της Αποστολικής Επιστολής «Ubicumque et Semper», ίδρυσε στις 21 Σεπτεμβρίου του 2010 το «Ποντιφικικό Συμβούλιο για την Προώθηση του Νέου Ευαγγελισμού», το οποίο, σύμφωνα με την ιδρυτική επιστολή, έχει μεταξύ των άλλων τα ακόλουθα καθήκοντα:
1ον. Να εμβαθύνει περαιτέρω τη θεολογική και ποιμαντική σημασία του Νέου Ευαγγελισμού και
2ον. Να προωθήσει και να
ενθαρρύνει σε στενή συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες Επισκοπικές
Συνόδους, που θα να διαθέτουν έναν ad hoc οργανισμό, τη μελέτη, τη
διάδοση και την εφαρμογή της Ποντιφικικής Διδασκαλίας σχετικά με τα
ζητήματα που αφορούν τον Νέο Ευαγγελισμό.
Ένα από τα πιο αξιόλογα αποτελέσματα αυτού του Ποντιφικικού Συμβουλίου είναι η δημοσίευση του Εγχειριδίου του Νέου Ευαγγελισμού.
Η συγκεκριμένη έκδοση αποτελεί μια ευρεία ανθολογία αποσπασμάτων από
ομιλίες, μηνύματα, διαλέξεις, αποστολικές επιστολές και άλλα Παπικά
έγγραφα από το 1939 και έπειτα. Επιπλέον, περιέχει αποσπάσματα από τα
επίσημα έγγραφα της Β’ Βατικανής Συνόδου. Όλα τα κείμενα έχουν επιλεγεί
με βάση τη σπουδαιότητά τους για το Νέο Ευαγγελισμό. Το Εγχειρίδιον
παρουσιάζει το θέμα του Νέου Ευαγγελισμού, ξεκινώντας από τη
διαμόρφωση και διάδοση της ίδιας της έννοιας κατά την πορεία των
τελευταίων δεκαετιών, και δείχνει τη σημασία της για την Εκκλησία του
σήμερα[4].
Στην εισαγωγή αυτού του έργου διαβάζουμε:
«Δε λείπουν τα ερωτηματικά πάνω στον Νέο Ευαγγελισμό. Ορισμένοι
αναρωτήθηκαν αν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση που
θα μπορούσε να φανεί ως κάτι το διαφορετικό από την ιεραποστολή την
οποία η Εκκλησία άσκησε στην πορεία των δύο χιλιάδων χρόνων της. Άλλοι
διέκριναν στον όρο μια κριτική εναντίον κάποιων ποιμαντικών πρακτικών
των περασμένων δεκαετιών που δεν αποδείχθηκαν πάντοτε αποτελεσματικές
και γόνιμες. Άλλοι, αντίθετα, συνειδητοποίησαν την επιτακτική ανάγκη για
μια ποιμαντική μεταστροφή, για να δοθεί φωνή στο Πνεύμα που καλεί σε
μια διαρκώς ανανεούμενη Πεντηκοστή».
ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Όταν ο καρδινάλιος Bergoglio εξελέγη
Πάπας, ο Άγγλος φιλόσοφος Roger Scruton, αγγλικανός στο θρήσκευμα, είπε:
«Η Ευρώπη εκχριστιάνισε τον κόσμο, σήμερα οι ευρωπαϊκές ελίτ έχουν
αρνηθεί τη χριστιανοσύνη, γι’ αυτό η εκλογή του Bergoglio θα είναι η
ευκαιρία για έναν επανευαγγελισμό της Ευρώπης μέσω ενός Αργεντινού
Ιησουίτη». Δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος, ακόμα και αν είναι ο Πάπας «που
ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου», μπορεί, από μόνος του να
ευαγγελισθεί την Ευρώπη, ξέρω όμως ότι αυτός ο Πάπας έχει έναν δικό του
προσωπικό τρόπο, πολύ αποτελεσματικό, για να ευαγγελίζεται. Ένα στυλ
τόσο απλό, που προκαλεί αμηχανία σε κάποιους ανθρώπους, ακόμη και μέσα
στην Καθολική Εκκλησία. Το στυλ αυτό το εκφράζει στις συχνές ομιλίες του
προς τον λαό που συρρέει για να τον ακούσει, στα ποιμαντικά έγγραφά
του, αλλά πάνω απ’ όλα στη μετασυνοδική αποστολική Παραίνεση «Evangelli
gaudium», την οποία είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε σε αυτόν εδώ τον
χώρο, στις 21 Απριλίου του 2015.
Για να συνειδητοποιήσουμε πώς ο Πάπας
Bergoglio εννοεί το Νέο Ευαγγελισμό και πώς τον παρουσιάζει στον
σημερινό άνθρωπο, θεωρούμε αναγκαίο να προτάξουμε μια ιστορικό-θεολογική
σημείωση.
Ένα τμήμα της Δύσης, ερμηνεύοντας το προπατορικό αμάρτημα με αφετηρία τον Αυγουστίνο ως ενοχή,
κατανόησε τον θάνατο του Χριστού με όρους δικανικούς, ως ικανοποίηση
της δικαιοσύνης του Θεού. Ως γνωστόν, ο σημαντικότερος εκφραστής της
«περὶ ικανοποιήσεως δικανικὴς θεωρίας», υπήρξε ο Άνσελμος Καντερβουρίας
στο κλασικό του έργο «Cur Deus homo?»
(Γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος;) (1098). Δεν είναι ο κατάλληλος χώρος
ούτε στις προθέσεις μας να εξεταστεί τι πραγματικά ήθελε ο Άνσελμος να
υποστηρίξει με αυτήν τη σωτηριολογική του άποψη. Το σίγουρο είναι πάντως
ότι στη σχολαστική παράδοση η θέση του Ανσέλμου για την ικανοποίηση της
δικαιοσύνης του Θεού προσέλαβε έντονα δικανικές προεκτάσεις και
σκιαγράφησε έναν Θεό ελάχιστα χριστιανικό. Η θέση αυτή έχει διεισδύσει
και στη νεότερη θεολογία, στα λαϊκά κηρύγματα ακόμη και στη λειτουργία.
Έτσι, συνέβαλε στο να κατανοηθεί ο Θεός όχι τόσο ως Πατέρας, αλλά
πρωτίστως ως νομοθέτης και ζηλωτής εγγυητής του νόμου, τον οποίον
χρειάζεται με κάθε τρόπο να εξευμενίσουμε και να κατευνάσουμε με τα έργα
μας και κυρίως με τα βάσανά μας. Η σχέση με τον Θεό αντί να είναι μια
σχέση υιική, κατέληξε σε μια σχέση υποταγμένη σε μια νοοτροπία δικανική,
ατομικιστική και ευσεβιστική.
Έχει λεχθεί ότι μια τέτοια εικόνα του
Θεού υπήρξε μία από τις θεωρητικές δογματικές παραστάσεις που απομάκρυνε
περισσότερο τον σύγχρονο άνθρωπο από τη χριστιανική πίστη. Υπήρξαν
βεβαίως άγιοι, θεολόγοι, πνευματικά έργα καθώς και όλοι οι τελευταίοι
Πάπες, που προσπάθησαν να αλλάξουν αυτήν τη νοοτροπία. Πιστεύουμε,
ωστόσο, ότι η επιμονή με την οποία ο σημερινός Ποντίφικας, στα κηρύγματα
και γενικότερα στη διδασκαλία του, παρουσιάζει την εικόνα του Θεού ως
Σπλαχνικού Πατέρα, που «πάντοτε, πάντοτε συγχωρεί» και το γεγονός ότι
αφιέρωσε ένα Ιωβηλαίο Έτος στην ευσπλαχνία του Θεού, αποκαλύπτουν αυτό
που ο Πάπας Φραγκίσκος εννοεί ως Νέο Ευαγγελισμό. Αυτό που απλώς θέλει
είναι να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ευαγγελικής έννοιας του Θεού ως
Πατέρα ο οποίος αγαπά και ελεεί και συνακόλουθα στην αποκατάσταση της
σωστής σχέσης μαζί Του. Αυθεντικός χριστιανός, είναι αυτός που
αισθάνεται βαθιά μέσα του πως ο Θεός είναι Πατέρας του και μπορεί να
φωνάξει από τα βάθη της καρδιάς, «Αβά ο πατήρ».
Ο άλλος τρόπος με τον οποίο ο Πάπας
Φραγκίσκος θέλει να ευαγγελιστεί το σημερινό άνθρωπο που έχει
εγκαταλείψει την πίστη ή την απορρίπτει ως δυσβάσταχτο βάρος είναι να
του δείξει την ομορφιά της πίστεως, το χαρούμενο πρόσωπο του Χριστού, τη
χαρά να πιστεύει. Έτσι, αρχίζει η μετασυνοδική Αποστολική Παραίνεση Evangelii gaudium:
«Η χαρά του Ευαγγελίου πλημμυρίζει την καρδιά και όλη τη ζωή αυτών που
συναντώνται με τον Ιησού Χριστό. Όσοι αφήνουν τον εαυτό τους να σωθεί
από Αυτόν ελευθερώνονται από την αμαρτία, από τη θλίψη, από το εσωτερικό
κενό, από την απομόνωση. Με τον Ιησού Χριστό πάντοτε γεννιέται και
αναγεννιέται η χαρά. Στην Παραίνεση αυτή, επιθυμώ να απευθυνθώ στους
πιστούς χριστιανούς, για να τους προσκαλέσω σε ένα νέο σταθμό
ευαγγελισμού, σφραγισμένου από αυτήν τη χαρά και να υποδείξω δρόμους για
την πορεία της Εκκλησίας κατά τα επόμενα έτη» (αρ. 1). Αυτό όμως είναι
δυνατό, όταν το «μικρό ποίμνιο» των χριστιανών έχει ανακαλύψει και
βιώσει αυτήν την ομορφιά. Τότε, θα είναι δυνατό να μαρτυρήσει αυτήν την
πίστη και η μαρτυρία αυτή θα είναι αποτελεσματική. «Όλοι έχουν το
δικαίωμα –γράφει- να δεχθούν το Ευαγγέλιο. Οι χριστιανοί έχουν το
καθήκον να το αναγγέλλουν, χωρίς να αποκλείουν κανένα, όχι σαν αυτόν που
επιβάλλει μια νέα υποχρέωση, αλλά σαν αυτόν που μοιράζεται μια χαρά,
δείχνει έναν ωραίο ορίζοντα, προσφέρει ένα λαχταριστό γεύμα. Η Εκκλησία
δεν αυξάνεται προσηλυτίζοντας αλλά ”προσελκύοντας”» (αρ. 14).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ολοκληρώνοντας αυτήν την εισαγωγή μου στο
Συμπόσιό μας, θα μπορούσατε να με ρωτήσετε: Η διδασκαλία των Παπών για
την αναγκαιότητα του Νέου Ευαγγελισμού, μια Σύνοδος των Επισκόπων πάνω
στο θέμα αυτό, εκατοντάδες βιβλίων, άρθρων, διαλέξεων, εκπομπών πάνω στο
Νέο Ευαγγελισμό έχουν άραγε συμβάλει στην αλλαγή της νοοτροπίας των
ποιμαντικών λειτουργών; Έχουν αποδώσει καρπούς στην Καθολική Εκκλησία;
Δεν είμαι σε θέση να κρίνω –το
παρατηρητήριό μου δεν έχει μεγάλη εμβέλεια- αλλά από αυτό που μου είναι
δυνατό να διαπιστώσω, δεν βλέπω μεγάλες αλλαγές στον τρόπο μετάδοσης της
πίστης. Μάλιστα, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν πως η απώλεια της
πίστεως οφείλεται στις καινοτομίες της Β’ Βατικανής Συνόδου, στα
ανοίγματα προς τους άλλους χριστιανούς, στις άλλες θρησκείες και ούτω
καθεξής. Για τον λόγο αυτόν, οι κύκλοι αυτοί δηλώνουν ότι είναι ανάγκη
να οπισθοχωρήσουμε και να αποκαταστήσουμε τη χαμένη χριστιανοσύνη μέσω
πρακτικών, που έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία από την παλαιά παράδοση. Δεν
υπάρχει ανάγκη να αλλάξουμε, αλλά να αποκαταστήσουμε!
Είμαι, ωστόσο, εξίσου βέβαιος ότι πολλοί
μέσα στην Καθολική Εκκλησία, ξεκινώντας από τους επικεφαλής, έχουν
πειστεί για την αναγκαιότητα να αλλάξει ο τρόπος που παρουσιάζεται το
Ευαγγέλιο στους άνδρες και στις γυναίκες του σήμερα. Σύμφωνα με αυτήν
την ανάγνωση, αυτό που αυτή τη στιγμή ζούμε, δεν είναι το τέλος της
πίστεως, αλλά μιας συγκεκριμένης πίστεως. Δεν είναι το τέλος του
χριστιανισμού, αλλά ενός συγκεκριμένου χριστιανισμού. Δεν είναι το τέλος
του κόσμου, αλλά ενός συγκεκριμένου κόσμου.
Μέσα στα πλατιά γεωγραφικά όρια της
Καθολικής Εκκλησίας, ήδη μπορούμε εδώ κι εκεί να δούμε τους πρώτους
σπόρους της επανεκκίνησης, του νέου τρόπου παρουσίασης της πίστεως που
δεν μπορεί να μη φέρει καρπούς στο μέλλον, και μάλιστα κάποιους από
αυτούς μπορούμε ήδη να τους διακρίνουμε στον ορίζοντα.
Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων φέρει βαθιά
τη σφραγίδα της χριστιανικής ελπίδας: πιστεύει ότι το Πνεύμα του
αναστημένου Κυρίου δεν έχει αφήσει από τα χέρια του την ιστορία, και ότι
αυτή βαδίζει προς την εκπλήρωσή της και όχι προς την καταστροφή της.
Δεν πρόκειται για μια απλοϊκή, αλλά για μια αναστάσιμη ανάγνωση της
ιστορίας.
[1] Βλ. F. AZZARO, L’evangelizzazione. Storia prospettive, Armando, Roma 2010, 21.
[2] Βλ.www.artcurel.it/ARTCUREL/RELIGIONE/CRISTIANESIMO/nuova evangelizzazione significato.htm.
[3] Για τη σκέψη του Ιωάννη Παύλου 2ου σχετικά με το Νέο Ευαγγελισμό και την Ευρώπη βλ. B. TESTA [ed.], La nuova evangelizzazione dell’Europa nel magistero di Giovanni Paolo II, Bologna, Studio Domenicano, 1991.
[4] Βλ. http://www.itacalibri.it/it/catalogo/pontificio-consiglio-per-la-promozione-della-nuova-evangelizzazione/enchiridion-della-nuova-evangelizzazione.aspx?ai=17439&avi=17434&LN=it-IT&s=1-92#sthash.WGZAcVkp.dpuf
Θεολογικά Δρώμενα