Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ

ΙΔ Συμπόσιο_146

Η ομιλία του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ στο ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα» στη Θεσσαλονίκη


Ο πλανήτης μας και η ανθρωπότητα ως είδος, αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις. Αυτές οι προκλήσεις είναι παγκόσμιες και πολύ σοβαρές – η αλλαγή του κλίματος, η παραγωγή τροφίμων, ο υπερπληθυσμός, ο αποδεκατισμός των άλλων ειδών, οι επιδημικές νόσοι, η μόλυνση των ωκεανών κτλ. Τέτοια ζητήματα απαιτούν από εμάς να συνεργαστούμε, σε ένα κοινό όραμα και με μια συνεργατική λογική που θα διασφαλίσει ότι η ανθρωπότητα θα επιβιώσει. Θα πρέπει για αυτό να προσαρμοστούμε, να επανεξετάσουμε, να αναπροσανατολιστούμε και να αλλάξουμε κάποιες από τις θεμελιώδεις παραδοχές μας σχετικά με το τι εννοούμε με τον όρο πλούτο, ιδιοκτησία, “δικό μου” και “δικό σου”. Ακριβώς όπως μαθαίνουμε στα παιδιά να μοιράζονται … Πρέπει να διευρύνουμε τον ορισμό του πλούτου και να συμπεριλάβουμε σε αυτόν τις γνώσεις, τους φυσικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό. Την ίδια στιγμή πρέπει να μάθουμε να τον μοιραζόμαστε με περισσότερη δικαιοσύνη».

Τα λόγια αυτά δεν εκφωνήθηκαν από τον άμβωνα κάποιας χριστιανικής εκκλησίας ούτε βγήκαν από το στόμα κάποιου κοινωνιολόγου ή κοινωνικού μεταρρυθμιστή ούτε ακούστηκαν στο πλαίσιο κάποιου σεμιναρίου ηθικής· αποτελούν απόσπασμα από μια συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα “The Guardian”, λίγες εβδομάδες μετά το δημοψήφισμα με το οποίο οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου επέλεξαν την έξοδο της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο διάσημος φυσικός επιστήμονας Stephen Hawking[1]. Περισσότερο ενδιαφέρον όμως και από το ίδιο το περιεχόμενο της συγκεκριμένης συνέντευξης είναι το γεγονός που την προϋποθέτει και που αναγκάζει έναν φυσικό επιστήμονα να μιλάει σαν κοινωνιολόγος. Δηλαδή, η συνειδητοποίηση ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο από το οποίο αναζητά δρόμους εξόδου. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η αναζήτηση αυτή δεν περιορίζεται στους κύκλους των κοινωνιολόγων, αλλά συνιστά βασικό χαρακτηριστικό ολόκληρης της ανθρώπινης κοινωνίας, η οποία έχει αποδυθεί σε μια διαρκή αναζήτηση νέων αξιών και προσανατολισμών, που με τη σειρά της προκαλεί ραγδαίες μεταβολές σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

ΙΔ Συμπόσιο_139

Από την άποψη αυτή η σύγχρονη κοινωνία εμφανίζει πολλά κοινά με την κοινωνία της εποχής του Χριστού. Όπως τότε οι καθημαγμένοι από τους πολέμους και τους ανταγωνισμούς των ελληνιστικών βασιλείων λαοί έβλεπαν στην επιβολή της pax romana μια λύση στα προβλήματα ασφάλειας που αντιμετώπιζαν, έτσι και σήμερα οι λαοί της Ευρώπης μετά τη φρίκη και την οδύνη που άφησε πίσω του ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος αναζήτησαν καταφύγιο στο όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης. Όπως τότε η διάψευση των ελπίδων και η ηθική κατάπτωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οδήγησαν τους ανθρώπους στην αναζήτηση νέων αξιών στις μυστηριακές θρησκείες της Ανατολής, έτσι και σήμερα, η οικονομική κρίση και η φτωχοποίηση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων στην Ευρώπη, οδήγησαν τους πολίτες της σε μια εσωστρέφεια και συντηρητικοποίηση που εκφράζεται με ενίσχυση του φουνταμενταλισμού αλλά και την εμφάνιση των πλέον απίθανων θρησκευτικών δοξασιών. Και σήμερα ακόμα οι φτωχοί λαοί του ευρωπαϊκού Νότου εξακολουθούν, παρά την οικονομική τους εξαθλίωση, να θεωρούν σανίδα σωτηρίας τα οικονομικά μέτρα που τους επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακριβώς όπως και τότε οι δομικές αλλαγές στην οργάνωση της αυτοκρατορίας χαρακτηρίστηκαν ως «ευαγγέλια». Όπως προκύπτει από μια επιγραφή του 9 π.Χ. που βρέθηκε στην Πριήνη της Μ. Ασίας, ο όρος «ευαγγέλια» (= χαρμόσυνες ειδήσεις) προέρχεται από την πολιτική γλώσσα της εποχής και συνδέεται με τα γενέθλια του Καίσαρα Αυγούστου, ο οποίος ανακηρύχτηκε θεός και τα γενέθλιά του υποτίθεται ότι σηματοδοτούσαν την έναρξη των καλών ειδήσεων για τον κόσμο[2]. Γενικά στην ελληνορωμαϊκή γραμματεία της εποχής ο όρος απαντά μόνο στον πληθυντικό αριθμό και χαρακτηρίζει ως «ευαγγέλια» διάφορα πολιτικά ή πολεμικά γεγονότα. Ως ρήμα, «ευαγγελίζομαι», απαντά ο όρος δύο φορές στη Μετάφραση των Ο΄ του βιβλίου του προφήτη Ησαΐα, για να εξαγγείλει την τελική σωτηριώδη επέμβαση του Θεού στην Ιστορία[3]. Ο ευαγγελιστής Μάρκος χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον όρο σε ενικό αριθμό, για να αντιτάξει απέναντι την αυτοκρατορική προπαγάνδα, που χαρακτηρίζει ως «ευαγγέλια» διάφορες πολιτικές ή πολεμικές επιτυχίες, το ένα και μοναδικό πραγματικά χαρμόσυνο μήνυμα της εκπλήρωσης των προφητειών που σηματοδοτεί την έναρξη της εποχής της σωτηρίας.

ΙΔ Συμπόσιο_179

Με βάση τα παραπάνω οι όροι «ευαγγέλιο, ευαγγελίζομαι» καθίστανται σήμερα και πάλι επίκαιροι, καθώς είναι πλέον προφανές ότι το πριν από ελάχιστες δεκαετίες αυτονόητο, πως ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε μεγάλο βαθμό και εμπνέεται από τη χριστιανική πίστη, σήμερα δεν φαίνεται να έχει αναμφίβολη ισχύ, τουλάχιστον όταν γίνεται λόγος για τον πολιτισμό της σημερινής Ευρώπης. Η Ευρώπη σήμερα δεν μπορεί και δεν θέλει να χαρακτηρίζεται πλέον ως χριστιανική ήπειρος, αφού οι χριστιανοί συνιστούν μια μειονότητα του πληθυσμού της και ήδη στο χώρο των επιστημών του ανθρώπου έχει σχεδόν καθιερωθεί ο όρος “μεταχριστιανική εποχή”. Από την άλλη μεριά, οι ελπίδες του πρόσφατου παρελθόντος για μια συνολική και αντικειμενική θεώρηση της αλήθειας και του κόσμου κατέρρευσαν και συμπαρέσυραν στην κατάρρευσή τους αυτήν όλες τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηριζόταν μέχρι σήμερα η κοινωνία. Έτσι, όλα όσα πριν από μερικές δεκαετίες φάνταζαν ακλόνητα και αυτονόητα θεμέλια της κοινωνίας, το εθνικό κράτος, η οικογένεια, το προλεταριάτο, το κόμμα, ο χριστιανικός πολιτισμός, κατέρρευσαν, για να αφήσουν πίσω τους όχι μια πιο λογικοκρατική και νηφάλια αντιμετώπιση της ζωής, αλλά αισθήματα ανασφάλειας που οδηγούν σε μια εσωστρέφεια και αναβίωση δεισιδαιμονιών και προλήψεων που όμοιές της είχε να γνωρίσει η ανθρωπότητα από την εποχή του μεσαίωνα. Μάγοι, αστρολόγοι και κάθε λογής απίθανοι εισηγητές νέων θρησκευτικών δοξασιών εμφανίζονται καθημερινά και κατακλύζουν τις οθόνες των τηλεοράσεων. Και τα τραγικά γεγονότα που βιώνει τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη υπό τη συνεχή απειλή της τρομοκρατίας διαψεύδουν με τον πιο ανεπάντεχο τρόπο όλους όσοι αμφισβητούσαν το ρόλο της θρησκείας στη ζωή των ανθρώπων και επιβεβαιώνουν, δυστυχώς, το πόσο εύκολα μπορεί η θρησκεία να γίνει όργανο καταστροφής των ανθρώπινων σχέσεων, όταν χρησιμοποιείται ως πρόφαση και προκάλυμμα πολιτικών ή οικονομικών επιδιώξεων και συμφερόντων.

Απέναντι σ’ αυτήν την πρόκληση οι χριστιανικές Εκκλησίες δεν έμειναν απαθείς. Ήδη από την 9η Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών στο Porto Alegre της Βραζιλίας το 2006 η Επιτροπή του Συμβουλίου για την Παγκόσμια Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό (CWME) είχε ξεκινήσει να εργάζεται πάνω σε ένα κείμενο για την Ιεραποστολή. Το κείμενο αυτό εγκρίθηκε ομόφωνα κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη στις 5 Σεπτεμβρίου 2012 και παρουσιάστηκε στη 10η Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Busan της Κορέας το 2013, υπό τον τίτλο: “Together towards Life: Mission and Evangelism in Changing Landscapes”. Στόχος του κειμένου αυτού ήταν η αναζήτηση ενός κοινού οράματος και μιας νέας δέσμευσης των Εκκλησιών-Μελών για την ιεραποστολή και τον ευαγγελισμό στον σύγχρονο μεταβαλλόμενο κόσμο. Σχεδόν ταυτόχρονα (2013) και με ανάλογο περιεχόμενο και στόχο κυκλοφόρησε η Αποστολική Προτροπή του πάπα Φραγκίσκου προς τον κλήρο και τον λαό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τίτλο “Evangelii Gaudium”, για να ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα, την Πεντηκοστή του 2016, το κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τίτλο: «Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ. Η συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν, καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων»[4]. Όπως τονίζεται στο εισαγωγικό σημείωμα του κειμένου, «Ἐμπνεομένη διαρκῶς ἀπό τήν προσδοκίαν καί τήν πρόγευσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία δέν ἀδιαφορεῖ διά τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς, ἀλλά, ἀντιθέτως, συμμετέχει εἰς τήν ἀγωνίαν καί τά ὑπαρξιακά προβλήματά του, αἴρουσα, ὅπως ὁ Κύριός της, τήν ὀδύνην καί τάς πληγάς, τάς ὁποίας προκαλεῖ τό κακόν εἰς τόν κόσμον καί ἐπιχέουσα, ὡς ὁ καλός Σαμαρείτης, ἔλαιον καί οἶνον εἰς τά τραύματα αὐτοῦ (Λου 10:34) διά τοῦ λόγου “τῆς ὑπομονῆς καὶ παρακλήσεως” (Ρωμ 15:4, Εβρ 13:22) καί διά τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης. Ὁ λόγος της πρός τόν κόσμον ἀποβλέπει πρωτίστως ὄχι εἰς τό νά κρίνῃ καί καταδικάσῃ τόν κόσμον (πρβλ Ιωα 3:17 καί 12:47), ἀλλά εἰς τό νά προσφέρῃ εἰς αὐτόν ὡς ὁδηγόν τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλπίδα καί βεβαιότητα ὅτι τό κακόν, ὑπό οἱανδήποτε μορφήν, δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον εἰς τήν ἱστορίαν καί δέν πρέπει νά ἀφεθῇ νά κατευθύνῃ τήν πορείαν της». Διευκρινίζεται ακόμα από την αρχή ότι: «Ἡ ἀποστολή αὐτή πρέπει νά ἐκπληροῦται ὄχι ἐπιθετικῶς ἤ διά διαφόρων μορφῶν προσηλυτισμοῦ, ἀλλά ἐν ἀγάπῃ, ταπεινοφροσύνῃ καί σεβασμῷ πρός τήν ταυτότητα ἑκάστου ἀνθρώπου καί τήν πολιτιστικήν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου λαοῦ».

ΙΔ Συμπόσιο_86

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω κειμένων είναι ότι δεν αποφεύγουν να κατονομάσουν τις γενεσιουργές αιτίων των προβλημάτων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Όσο αυτονόητο και να ακούγεται αυτό, συμβαίνει συχνά, ιδιαίτερα στη γλώσσα των πολιτικών, η περιγραφή των προβλημάτων να γίνεται με τέτοιο τρόπο που δύσκολα αναδεικνύεται η αληθινή σημασία τους και στις περισσότερες περιπτώσεις συσκοτίζονται οι αιτίες που τα προκαλούν. Συγκεκριμένα, στο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ιδιαίτερα στο 6ο κεφάλαιο που επιγράφεται “Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ”, μετά τη γενική διαπίστωση ότι «Οἱ ἀνταγωνισμοί καί αἱ ἐχθρότητες ἐν τῷ κόσμῳ εἰσάγουν ἀδικίαν καί ἀνισότητα εἰς τήν συμμετοχήν τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν εἰς τά ἀγαθά τῆς θείας δημιουργίας», το κείμενο αναφέρεται στα αίτια των ανταγωνισμών τα οποία εντοπίζει κυρίως στις οικονομικές καταστάσεις «αἱ ὁποῖαι ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα». Για τον λόγο αυτό τονίζεται ότι η Εκκλησία, «επιμένει εἰς τήν ἀνάγκην, οὐχί μόνον ἡ οἰκονομία νά ἐρείδηται ἐπί ἠθικῶν ἀρχῶν, ἀλλά καί ἐμπράκτως νά διακονῆται δι’ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος». Δεν διστάζει, μάλιστα, να επισημάνει το κείμενο και να απαριθμήσει τα αίτια της οικονομικής κρίσης, την οποία θεωρεί: «ἀποτέλεσμα κερδοσκοπίας χωρίς φραγμούς ἐκ μέρους οἰκονομικῶν παραγόντων, συγκεντρώσεως τοῦ πλούτου εἰς χεῖρας ὀλίγων καί στρεβλῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία, στερουμένη δικαιοσύνης καί ἀνθρωπιστικῆς εὐαισθησίας, δέν ἐξυπηρετεῖ, τελικῶς, τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος. Βιώσιμος οἰκονομία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν ἀποτελεσματικότητα μετά δικαιοσύνης καί κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης».

Απέναντι σ’  αυτήν την κατάσταση η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να παραμείνει απαθής, θεωρούσα ότι η πείνα «θίγει τό μεγαλεῖον καί τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, συγχρόνως δέ προσβάλλει καί τόν ἴδιον τόν Θεόν. Διά τοῦτο, ἄν ἡ μέριμνα διά τήν ἰδικήν μας τροφήν εἶναι θέμα ὑλικόν, ἡ μέριμνα διά τήν τροφήν τοῦ συνανθρώπου μας εἶναι θέμα πνευματικόν (Ιακ 2:14-18). Ἀποτελεῖ, ἑπομένως, ἀποστολήν ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά ἐπιδεικνύουν ἀλληλεγγύην καί νά ὀργανώνουν ἀποτελεσματικῶς τήν βοήθειάν των πρός τούς ἐνδεεῖς ἀδελφούς». Ταυτόχρονα εκφράζεται στο κείμενο η ανησυχία της Εκκλησίας για τη «διαρκῶς αὐξανομένη ἐπιβολή εἰς τήν ἀνθρωπότητα ἑνός καταναλωτικοῦ τρόπου ζωῆς, ὁ ὁποῖος στερεῖται τῶν χριστιανικῶν ἠθικῶν ἀξιῶν. Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, ὁ καταναλωτισμός οὗτος, ἐν συνδυασμῷ μετά τῆς ἐκκοσμικευμένης παγκοσμιοποιήσεως, τείνει νά ὁδηγήσῃ τούς λαούς εἰς τήν ἀπώλειαν τῶν πνευματικῶν καταβολῶν αὐτῶν, εἰς τήν ἱστορικήν ἀμνησίαν καί εἰς τήν λήθην τῶν παραδόσεων». Ακόμα, γίνεται αναφορά και στον ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία, όπως επισημαίνεται, «οὐχί σπανίως τελοῦν ὑπό τόν ἔλεγχον μιᾶς ἰδεολογίας φιλελευθέρας παγκοσμιοποιήσεως καί οὕτω καθίστανται δίαυλοι διαδόσεως τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῆς ἀνηθικότητος» και χρησιμοποιούνται «οὐχί διά τήν προσέγγισιν τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν, ἀλλά διά τήν χειραγώγησίν των».

Τέλος, δεν απουσιάζουν από το κείμενο εκτενείς αναφορές στην οικολογική κρίση και στον κίνδυνο της εξάντλησης των φυσικών πόρων της γης, όπως και η έκφραση της ανησυχίας από την χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς εφαρμογή των αποτελεσμάτων των επιστημονικών ερευνών και την παρανόηση της ελευθερίας ως ελευθεριότητας, αλλά και η μέριμνα για την οικογένεια.

Ασφαλώς όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν, κακόπιστα θεωρούμενα, να χαρακτηριστούν ως εύκολες βερμπαλιστικές αναλύσεις και ηθικολογίες, που δίνουν τη δυνατότητα στην Εκκλησία να εμφανίσει ένα πιο μοντέρνο πρόσωπο. Η κακοπιστία δεν θα ήταν εντελώς αδικαιολόγητη, αν αναλογιστεί κανείς ότι από τον ιη΄ μ.Χ. αιώνα και εξής, ο Διαφωτισμός γέννησε σειρά ολόκληρη κινημάτων, μέσα από τα οποία συνειδητοποιημένοι πολίτες εξέφραζαν την ανησυχία τους για την πορεία των πραγμάτων του κόσμου και το μέλλον του πλανήτη, όπως το εργατικό, το εθνικοαπελευθερωτικό, το αντιπυρηνικό, το φεμινιστικό, το κίνημα για τα δικαιώματα του ανθρώπου, το ειρηνιστικό, κλπ, απέναντι στα οποία οι θρησκείες, και πολύ περισσότερο η Ορθοδοξία, κράτησαν στάση η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί από αρνητική έως, στην καλύτερη περίπτωση, αδιάφορη.

ΙΔ Συμπόσιο_197

Πολύ περισσότερο δικαιολογημένη θα ήταν η όποια ένσταση, αν το κείμενο της Συνόδου αντιμετώπιζε όλα τα παραπάνω προβλήματα ως προβλήματα ηθικά. Από την άποψη αυτή ίσως η σπουδαιότερη παράγραφος του κειμένου είναι εκείνη όπου επισημαίνεται πως: «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καλεῖται νά ἐπαναδιατυπώσῃ καί φανερώσῃ τήν προφητικήν μαρτυρίαν της εἰς τόν κόσμον, στηριζομένη εἰς τήν ἐμπειρίαν τῆς πίστεως, ὑπενθυμίζουσα ἐν ταὐτῷ καί τήν πραγματικήν ἀποστολήν αὐτῆς, διά τῆς καταγγελίας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς καλλιεργείας συνειδήσεως ἑνότητος εἰς τό ποίμνιον αὐτῆς. Οὕτω, διανοίγεται εὐρύ πεδίον δι’ αὐτήν, δεδομένου ὅτι ὡς οὐσιαστικόν στοιχεῖον τῆς ἐκκλησιολογικῆς της διδασκαλίας προβάλλει εἰς τόν διεσπασμένον κόσμον τήν εὐχαριστιακήν κοινωνίαν καί ἑνότητα». Από τις παραπάνω γραμμές, όπως και από τον τίτλο της ενότητας στην οποία ανήκουν, προκύπτει ότι η λέξη κλειδί για τη λύση που προτείνει η Εκκλησία είναι ο όρος “μαρτυρία”.

Η αξία της μαρτυρίας ως μεθόδου ιεραποστολής επισημαίνεται ήδη στην Καινή Διαθήκη. Στο πρώτο κεφάλαιο του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου περιγράφεται η συνάντηση δύο φίλων και καταγράφεται η συνομιλία τους σχετικά με τον Ιησού. Όταν ο Φίλιππος προσπάθησε με επιχειρήματα από την Αγία Γραφή να εξηγήσει στον φίλο του Ναθαναήλ ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι ο αναμενόμενος λυτρωτής, ο συνομιλητής του κατόρθωσε να του ανατρέψει όλα τα επιχειρήματα. Όμως ο Φίλιππος είχε ένα ακόμη ακλόνητο επιχείρημα: «Έλα και δες!» (1:46) είπε στον φίλο του. Σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας το κείμενο αυτό αποτελεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Α΄ Κυριακής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που είναι αφιερωμένη στη νίκη της Ορθοδοξίας. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιλογή του συγκεκριμένου κειμένου αποσκοπεί ακριβώς στον τονισμό της αξίας της μαρτυρίας. Εξίσου χαρακτηριστικό είναι ένα ακόμα παράδειγμα, επίσης από τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής που είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα κατόρθωσαν με την υψηλή θεολογική σκέψη τους και μέσω μιας ιδιαίτερα λεπτής και ισορροπημένης διατύπωσης να θέσουν τέρμα στις χριστολογικές έριδες της εποχής τους, προέρχεται από το 3ο κεφάλαιο της Προς Τίτον Επιστολής, όπου ο επιστολογράφος προτρέπει τον παραλήπτη της να αδιαφορήσει για τους αιρετικούς[5] και να επιμείνει στην επιτέλεση των καλών έργων[6]. Ασφαλώς οι αιρέσεις οδηγούν σε σχίσματα και αντιπαραθέσεις με συχνά φρικτά αποτελέσματα για τις κοινωνίες. Ο χριστιανικός κόσμος έχει βιώσει απίστευτες σφαγές, πόνους και δάκρυα από τις θρησκευτικές διαμάχες. Και συχνά όσοι θεωρούν ότι εκφράζουν την ορθή θεολογική άποψη επιδιώκουν τον αφανισμό των αντιπάλων τους. Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι οποιαδήποτε δογματική διατύπωση αποκομμένη από τη ζωή είναι στην πραγματικότητα κενό γράμμα άσχετο με την πίστη, και αυτή ακριβώς είναι η παθογένεια του σύγχρονου φουνταμενταλισμού που απειλεί να αλώσει ένα σημαντικό κομμάτι της Εκκλησίας. Όπως ακριβώς η Εκκλησία δεν είναι μια θρησκευτική έκφραση, έτσι και η Θεολογία δεν είναι στοχασμός πάνω σε κάποιες χριστιανικές απόψεις. Αν η ορθή πίστη δεν εκφράζεται μέσα από συγκεκριμένο τρόπο ζωής, τότε καταντά θρησκευτική εκδήλωση, μέσα από την οποία επιχειρεί κανείς όχι να καλλιεργήσει μια πραγματική σχέση με τον Θεό αλλά να τον εξευμενίσει, προκειμένου να πετύχει τους δικούς του ατομικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένης της εξουδένωσης όσων θεωρεί αντιπάλους του. Δεν υπάρχει ασφαλώς αμφιβολία ότι τα καλά έργα δεν σώζουν τον άνθρωπο, είναι όμως αναμφίβολο ότι τα καλά έργα είναι αποτέλεσμα και έκφραση της σωτηρίας και αυτή ακριβώς η μαρτυρία μπορεί να προσδώσει αξιοπιστία στον λόγο της Εκκλησίας προς τον σύγχρονο κόσμο.
ΙΔ Συμπόσιο_191
[3] Ησα 52:6-7: Εκείνη την ημέρα θα γνωρίσει ο λαός μου ποιος είμαι, από το ότι εγώ ο ίδιος θα του μιλάω. Θα εμφανιστώ όπως η άνοιξη στα βουνά, όπως ο αγγελιοφόρος που έρχεται και φέρνει μήνυμα ειρήνης, όπως ο απεσταλμένος που φέρνει τις καλές ειδήσεις (= εὐαγγελιζόμενος). Γιατί θα διακηρύξω τη σωτηρία σου, Σιών, λέγοντας: Ο Θεός θα είναι ο βασιλιάς σου.
Ησα 61:1: Το Πνεύμα με κατέχει του Κυρίου, μ” αυτό με έχρισε· μ’ έστειλε μήνυμα χαρμόσυνο να φέρω (= εὐαγγελίσασθαι) στους φτωχούς, τους τσακισμένους ψυχικά να θεραπεύσω· στους αιχμαλώτους να αναγγείλω ότι θα λευτερωθούν, και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους.
[5] Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανημένες διδασκαλίες, αφού τον συμβουλέψεις μια δυο φορές, άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του (Τιτ γ΄ 10-11)
[6] … όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα … Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν’ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη (Τιτ 3:8, 14)
* Λόγω της απουσίας του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, την ομιλία του διάβασε η καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας Άννα Κόλτσιου-Νικήτα.
Θεολογικά Δρώμενα