Μητροπολίτης Σεβαστείας κ. Δημήτριος, 2011
Πρώτη δημοσίευσις ἐν / prima pubblicazione in: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ PASTORALE DELLA DIASPORA ORTODOSSA Τόμος πρός Tιμήν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἰταλίας καὶ Μελίτης κ. Γενναδίου, Volume di Riconoscenza dedicato a Sua Eminenza Reverendissima il Metropolita Gennadios Zervos, Arcivescovo Ortodosso d’Italia e Malta
Ἡ
ποιμαντική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἔχει καθορισθῆ κατά τό πρότυπο τοῦ
ὑπερόχου προσώπου τοῦ Καλοῦ Ποιμένος, τοῦ θείου Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας,
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί κατά τό λαμπρό ὑπόδειγμα τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων, τά ὁποῖα προσδιώρισαν τό περιεχόμενο τῆς ποιμαντικῆς
διακονίας καί τόν τρόπον ἀσκήσεως αὐτῆς εἰς πάντα τόπο καί εἰς πᾶσαν
ἐποχή, κατ᾿ ἀναφοράν πάντοτε πρός τίς ὑφιστάμενες ἀντικειμενικές
συνθῆκες καί τίς πραγματικές ἀνάγκες κάθε συγκεκριμένου ἐκκλησιαστικοῦ
σώματος.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος περιγράφει μέ τρόπο σαφῆ καί περιεκτικό τόν ἐσώτατο πυρῆνα τῆς ποιμαντικῆς συνειδήσεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τονίζων πρός τούς πιστούς τῆς Κορίνθου: “Οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καί οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ, ὅ δέ λοιπόν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ” (Α´ Κορ. 4, 2).
Ἐν τούτοις, κατά τήν ἄσκησι τοῦ Ἀποστολικοῦ του ἔργου ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, προσήρμοζε πάντοτε τόν τρόπο τῆς ποιμαντικῆς διακονίας εἰς τίς εἰδικώτερες προϋποθέσεις ἤ ἀνάγκες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, γι᾿ αὐτό καί ὡμολόγει, ὅτι “τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω” (Α´ Κορ. 9,22).
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ σωτηριολογική προοπτική προσδιορίζει ὄχι μόνον τό ἀμετάβλητο περιεχόμενο τοῦ σκοποῦ, ἀλλά καί τόν εὐέλικτο τρόπο τῆς ἀσκήσεως τῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Ἄρα καί οἱ ἀείποτε ἀσκοῦντες ποιμαντικήν διακονίαν ὀφείλουν νά ἀκολουθοῦν πιστῶς τόν τρόπο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τόσον κατά τήν κανονικήν ἀκρίβειαν, ὅσον καί κατά τήν ποιμαντική διάκρισι, γιά νά φθάσῃ τό λυτρωτικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου εἰς πάντα τά ἔθνη, κατά τό ἅγιο Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος “πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν” (Α´ Τιμ. 2,4).
Τά ὅρια μεταξύ τῆς κανονικῆς ἀκριβείας καί τῆς ποιμαντικῆς διακρίσεως ἔχουν ἤδη καθορισθῆ διά τῆς Ἀποστολικῆς παραδόσεως καί ἔχουν ἤδη ἑρμηνευθῆ εἰς τήν ἐκκλησιαστική πρᾶξι δι᾿ ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν ἤ τοπικῶν Συνόδων καί διά τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά προλαμβάνωνται καί νά θεραπεύωνται ἐπικίνδυνοι συγχύσεις εἰς τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν.
Εἶναι, λοιπόν, εὐνόητον, ὅτι ὁ προφανής ποιμαντικός χαρακτήρ τῆς ὅλης κανονικῆς Παραδόσεως καί τῆς Πατερικῆς Θεολογίας καλύπτει πλήρως ὅλους τούς τομεῖς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας καί προσφέρει τά διαχρονικά κριτήρια γιά τήν ἀντιμετώπισι τῶν οἱωνδήποτε ποιμαντικῶν προβλημάτων ὄχι μόνον τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, ἀλλά καί εἰς πᾶσαν ἐποχή τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεφαλαίωσις δέ τῆς ὅλης ποιμαντικῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀσφαλής καί βεβαία μυστηριακή ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μέ ἐπίκεντρο πάντοτε τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ μυστηριακή αὐτή ἐμπειρία ἐγγυᾶται ἀκόμη, ἔργῳ τε καί λόγῳ, ὄχι μόνον τήν συγκρότησι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά καί τήν Ὀρθοδοξία τῆς παραδεδομένης πίστεως καί ἀκτινοβολεῖ τό ὅλο μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ Θείας Οἰκονομίας γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, παρέχει δέ εἰς τούς πιστούς τήν ἀναγεννητική καί ἁγιαστική χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά καταστοῦν μέτοχοι τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Συνεπῶς, κοινή, βεβαία καί ἀδιαμφισβήτητος συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀναφορά τῆς ὅλης ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος εἰς τήν ἀδιάλειπτο καί κανονική Θεία Λειτουργία τῆς Ἁγίας Τραπέζης γιά νά συνάγωνται οἱ πιστοί καί νά τρέφωνται συνεχῶς διά τοῦ “Ἄρτου τῆς ζωῆς” καί τοῦ “καινοῦ πόματος”, ἑνούμενοι μετ᾿ ἀλλήλων, ἀλλά καί μετά τῆς Θείας Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς “Σῶμα Χριστοῦ”.
Ἡ προέκτασις, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ Κυρίου εἰς τόν κόσμο, τόν τε συνηγμένο καί τόν διεσπαρμένο, προεκτείνει καί τήν Ἐκκλησίαν εἰς ἐκπλήρωσιν τῆς πνευματικῆς της ἀποστολῆς, διότι οἱ λαοί, συναγόμενοι περί τήν Ἁγία Τράπεζα ὑπερβαίνουν τίς ἐθνικές, πολιτικές, πνευματικές καί κοινωνικές διασπάσεις τοῦ κόσμου καί βιώνουν ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης τήν ἐν Χριστῷ κοινωνία τῆς πίστεως.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό καί ἡ ὁμόφωνος Πατερική Παράδοσις συνδέει ἀρρήκτως τήν ποιμαντικήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν ἐν τῷ κόσμῳ ἀδιάλειπτο λειτουργία καί συνεχῆ προέκτασι τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ Κυρίου.
Ἐάν ὅμως ἡ μαρτυρία τῆς πατρῴας πίστεως καί ἡ μυστηριακή ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος κατατείνουν, τελειοῦνται καί συγκεφαλαιοῦνται διά τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν εἰς τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τότε εἶναι προφανής ἡ ποιμαντική εὐθύνη γιά τόν συντονισμό τοῦ ὅλου πνευματικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν λειτουργία τῆς Ἁγίας Τραπέζης, εἰς τήν ὁποία τελεσιουργεῖται συνεχῶς τό ὅλο ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας γιά νά ζήσῃ ὁ κόσμος τό λυτρωτικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας.
Ἡ ὁποιαδήποτε, λοιπόν, ἀποσύνδεσις τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν λειτουργική της ζωή, ἔστω καί ἄν αὐτή ὑπηρετῇ τίς πνευματικές ἤ κοινωνικές ἀνάγκες μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, κινδυνεύει νά ἐκτραπῇ εἰς ἕνα κοινωνικό ἀκτιβισμό, ὁ ὁποῖος, καίτοι καλύπτει ἐνίοτε περιστασιακές ἀνάγκες τῶν πιστῶν, δέν ἐνισχύει τήν πνευματική τους ταυτότητα.
Ἀντιθέτως, ἡ προέκτασις τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἰς τήν ποιμαντική διακονία τῶν πνευματικῶν ἤ τῶν κοινωνικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν, προσδίδει εἰς αὐτή πνευματικό περιεχόμενο, διότι ἐκφράζει τήν ὀφειλετική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας δι᾿ ὅλα τά προβλήματα τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, καθιστῶσα τοιουτοτρόπως τήν κοινωνική διακονία οὐσιαστικό καί ἀναπαλλοτρίωτο στοιχεῖο τῆς ποιμαντικῆς της ἀποστολῆς.
Τό ὑπέροχο αὐτό ὑπόδειγμα τῆς ἀρρήκτου συζυγίας λειτουργικῆς ἐμπειρίας καί κοινωνικῆς διακονίας παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἐφήρμοσεν ἔκτοτε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὄχι μόνον ἐκ τοῦ περισσεύματος, ἀλλά καί ἐκ τοῦ ὑστερήματός της. Γι᾿ αὐτό καί, παρά τίς τραγικές συνέπειες τῆς δευτέρας χιλιετίας τοῦ ἱστορικοῦ βίου της, παρέμεινε συνηγμένη περί τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Κυρίου, λειτουργοῦσα συνεχῶς τό Μυστήριον τῆς ἐν Χριστῷ Θείας Οἰκονομίας καί περισσεύουσα εἰς ἔργα φιλανθρωπίας πρός στήριξι τῶν δεινοπαθούντων μελῶν της ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς πατρῴας πίστεως καί ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης.
Παρέμεινε δηλαδή ἡ Ἐκκλησία καί ἐν τῇ ἀσθενείᾳ της φιλόστοργος καί ἀνύστακτος Μήτηρ, καταθέτουσα ὡς προσευχή ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅλα τά προβλήματα τῶν πιστῶν καί ἐν γένει τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, μερίζουσα τίς εὐεργεσίες καί τά ἐλέη της πρός πάντας τούς δεομένους κατά τίς ἀνάγκες αὐτῶν, ὡς καρπό τῆς Θείας Προνοίας γιά τόν ἄνθρωπο.
Βεβαίως, ἡ ἐπιβολή κατά τούς νεωτέρους χρόνους τῆς ἐκκοσμικευμένης ἰδεολογίας τοῦ Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ καί εἰς τά νεοσύστατα κράτη τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, περιώρισε τόν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας μόνον εἰς ἀμιγῶς θρησκευτικές ὑποθέσεις τῶν πολιτῶν γιά νά περιορίσῃ καί νά ἀποδυναμώσῃ τήν πνευματική ἐπιρροή της εἰς τήν κοινωνία.
Παρά ταῦτα, καί μόνον ἡ ἀκτινοβολία τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἐξουδετέρωσε τούς αὐθαίρετους περιορισμούς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καί διεφύλαξε ἀλώβητο τήν μητρική σχέσι τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς Ὀρθοδόξους λαούς, ὅπως διεπιστώθη καί συνεχῶς διαπιστοῦται μετά καί τήν πρόσφατο κατάρρευσι τῶν ἀθεϊστικῶν καθεστώτων.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος περιγράφει μέ τρόπο σαφῆ καί περιεκτικό τόν ἐσώτατο πυρῆνα τῆς ποιμαντικῆς συνειδήσεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τονίζων πρός τούς πιστούς τῆς Κορίνθου: “Οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καί οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ, ὅ δέ λοιπόν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ” (Α´ Κορ. 4, 2).
Ἐν τούτοις, κατά τήν ἄσκησι τοῦ Ἀποστολικοῦ του ἔργου ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, προσήρμοζε πάντοτε τόν τρόπο τῆς ποιμαντικῆς διακονίας εἰς τίς εἰδικώτερες προϋποθέσεις ἤ ἀνάγκες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, γι᾿ αὐτό καί ὡμολόγει, ὅτι “τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω” (Α´ Κορ. 9,22).
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ σωτηριολογική προοπτική προσδιορίζει ὄχι μόνον τό ἀμετάβλητο περιεχόμενο τοῦ σκοποῦ, ἀλλά καί τόν εὐέλικτο τρόπο τῆς ἀσκήσεως τῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Ἄρα καί οἱ ἀείποτε ἀσκοῦντες ποιμαντικήν διακονίαν ὀφείλουν νά ἀκολουθοῦν πιστῶς τόν τρόπο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τόσον κατά τήν κανονικήν ἀκρίβειαν, ὅσον καί κατά τήν ποιμαντική διάκρισι, γιά νά φθάσῃ τό λυτρωτικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου εἰς πάντα τά ἔθνη, κατά τό ἅγιο Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος “πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν” (Α´ Τιμ. 2,4).
Τά ὅρια μεταξύ τῆς κανονικῆς ἀκριβείας καί τῆς ποιμαντικῆς διακρίσεως ἔχουν ἤδη καθορισθῆ διά τῆς Ἀποστολικῆς παραδόσεως καί ἔχουν ἤδη ἑρμηνευθῆ εἰς τήν ἐκκλησιαστική πρᾶξι δι᾿ ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν ἤ τοπικῶν Συνόδων καί διά τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά προλαμβάνωνται καί νά θεραπεύωνται ἐπικίνδυνοι συγχύσεις εἰς τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν.
Εἶναι, λοιπόν, εὐνόητον, ὅτι ὁ προφανής ποιμαντικός χαρακτήρ τῆς ὅλης κανονικῆς Παραδόσεως καί τῆς Πατερικῆς Θεολογίας καλύπτει πλήρως ὅλους τούς τομεῖς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας καί προσφέρει τά διαχρονικά κριτήρια γιά τήν ἀντιμετώπισι τῶν οἱωνδήποτε ποιμαντικῶν προβλημάτων ὄχι μόνον τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, ἀλλά καί εἰς πᾶσαν ἐποχή τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεφαλαίωσις δέ τῆς ὅλης ποιμαντικῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀσφαλής καί βεβαία μυστηριακή ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μέ ἐπίκεντρο πάντοτε τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ μυστηριακή αὐτή ἐμπειρία ἐγγυᾶται ἀκόμη, ἔργῳ τε καί λόγῳ, ὄχι μόνον τήν συγκρότησι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά καί τήν Ὀρθοδοξία τῆς παραδεδομένης πίστεως καί ἀκτινοβολεῖ τό ὅλο μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ Θείας Οἰκονομίας γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, παρέχει δέ εἰς τούς πιστούς τήν ἀναγεννητική καί ἁγιαστική χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά καταστοῦν μέτοχοι τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Συνεπῶς, κοινή, βεβαία καί ἀδιαμφισβήτητος συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀναφορά τῆς ὅλης ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος εἰς τήν ἀδιάλειπτο καί κανονική Θεία Λειτουργία τῆς Ἁγίας Τραπέζης γιά νά συνάγωνται οἱ πιστοί καί νά τρέφωνται συνεχῶς διά τοῦ “Ἄρτου τῆς ζωῆς” καί τοῦ “καινοῦ πόματος”, ἑνούμενοι μετ᾿ ἀλλήλων, ἀλλά καί μετά τῆς Θείας Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς “Σῶμα Χριστοῦ”.
Ἡ προέκτασις, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ Κυρίου εἰς τόν κόσμο, τόν τε συνηγμένο καί τόν διεσπαρμένο, προεκτείνει καί τήν Ἐκκλησίαν εἰς ἐκπλήρωσιν τῆς πνευματικῆς της ἀποστολῆς, διότι οἱ λαοί, συναγόμενοι περί τήν Ἁγία Τράπεζα ὑπερβαίνουν τίς ἐθνικές, πολιτικές, πνευματικές καί κοινωνικές διασπάσεις τοῦ κόσμου καί βιώνουν ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης τήν ἐν Χριστῷ κοινωνία τῆς πίστεως.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό καί ἡ ὁμόφωνος Πατερική Παράδοσις συνδέει ἀρρήκτως τήν ποιμαντικήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν ἐν τῷ κόσμῳ ἀδιάλειπτο λειτουργία καί συνεχῆ προέκτασι τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ Κυρίου.
Ἐάν ὅμως ἡ μαρτυρία τῆς πατρῴας πίστεως καί ἡ μυστηριακή ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος κατατείνουν, τελειοῦνται καί συγκεφαλαιοῦνται διά τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν εἰς τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τότε εἶναι προφανής ἡ ποιμαντική εὐθύνη γιά τόν συντονισμό τοῦ ὅλου πνευματικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν λειτουργία τῆς Ἁγίας Τραπέζης, εἰς τήν ὁποία τελεσιουργεῖται συνεχῶς τό ὅλο ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας γιά νά ζήσῃ ὁ κόσμος τό λυτρωτικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας.
Ἡ ὁποιαδήποτε, λοιπόν, ἀποσύνδεσις τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν λειτουργική της ζωή, ἔστω καί ἄν αὐτή ὑπηρετῇ τίς πνευματικές ἤ κοινωνικές ἀνάγκες μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, κινδυνεύει νά ἐκτραπῇ εἰς ἕνα κοινωνικό ἀκτιβισμό, ὁ ὁποῖος, καίτοι καλύπτει ἐνίοτε περιστασιακές ἀνάγκες τῶν πιστῶν, δέν ἐνισχύει τήν πνευματική τους ταυτότητα.
Ἀντιθέτως, ἡ προέκτασις τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἰς τήν ποιμαντική διακονία τῶν πνευματικῶν ἤ τῶν κοινωνικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν, προσδίδει εἰς αὐτή πνευματικό περιεχόμενο, διότι ἐκφράζει τήν ὀφειλετική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας δι᾿ ὅλα τά προβλήματα τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, καθιστῶσα τοιουτοτρόπως τήν κοινωνική διακονία οὐσιαστικό καί ἀναπαλλοτρίωτο στοιχεῖο τῆς ποιμαντικῆς της ἀποστολῆς.
Τό ὑπέροχο αὐτό ὑπόδειγμα τῆς ἀρρήκτου συζυγίας λειτουργικῆς ἐμπειρίας καί κοινωνικῆς διακονίας παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἐφήρμοσεν ἔκτοτε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὄχι μόνον ἐκ τοῦ περισσεύματος, ἀλλά καί ἐκ τοῦ ὑστερήματός της. Γι᾿ αὐτό καί, παρά τίς τραγικές συνέπειες τῆς δευτέρας χιλιετίας τοῦ ἱστορικοῦ βίου της, παρέμεινε συνηγμένη περί τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Κυρίου, λειτουργοῦσα συνεχῶς τό Μυστήριον τῆς ἐν Χριστῷ Θείας Οἰκονομίας καί περισσεύουσα εἰς ἔργα φιλανθρωπίας πρός στήριξι τῶν δεινοπαθούντων μελῶν της ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς πατρῴας πίστεως καί ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης.
Παρέμεινε δηλαδή ἡ Ἐκκλησία καί ἐν τῇ ἀσθενείᾳ της φιλόστοργος καί ἀνύστακτος Μήτηρ, καταθέτουσα ὡς προσευχή ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅλα τά προβλήματα τῶν πιστῶν καί ἐν γένει τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, μερίζουσα τίς εὐεργεσίες καί τά ἐλέη της πρός πάντας τούς δεομένους κατά τίς ἀνάγκες αὐτῶν, ὡς καρπό τῆς Θείας Προνοίας γιά τόν ἄνθρωπο.
Βεβαίως, ἡ ἐπιβολή κατά τούς νεωτέρους χρόνους τῆς ἐκκοσμικευμένης ἰδεολογίας τοῦ Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ καί εἰς τά νεοσύστατα κράτη τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, περιώρισε τόν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας μόνον εἰς ἀμιγῶς θρησκευτικές ὑποθέσεις τῶν πολιτῶν γιά νά περιορίσῃ καί νά ἀποδυναμώσῃ τήν πνευματική ἐπιρροή της εἰς τήν κοινωνία.
Παρά ταῦτα, καί μόνον ἡ ἀκτινοβολία τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἐξουδετέρωσε τούς αὐθαίρετους περιορισμούς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καί διεφύλαξε ἀλώβητο τήν μητρική σχέσι τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς Ὀρθοδόξους λαούς, ὅπως διεπιστώθη καί συνεχῶς διαπιστοῦται μετά καί τήν πρόσφατο κατάρρευσι τῶν ἀθεϊστικῶν καθεστώτων.
* *
*
Οἱ
ραγδαῖες, λοιπόν, μεταβολές εἰς τήν ζωή τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν κατά τόν ΙΘ´
αἰῶνα, οἱ ὁποῖες ἐπεβαρύνθησαν διά τῶν τραγικῶν συνεπειῶν τῶν δύο
παγκοσμίων πολέμων τοῦ Κ´ αἰῶνος, προκάλεσαν ἐπικίνδυνες συγχύσεις ὄχι
μόνον εἰς τήν κανονική λειτουργία τῶν διορθοδόξων σχέσεων, ἀλλά καί εἰς
τήν ζωή τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, ἰδιαιτέρως δέ διά τῆς ἐπιβολῆς τῶν
κομμουνιστικῶν καθεστώτων εἰς ὅλους τούς Ὀρθοδόξους λαούς τῆς Ἀνατολικῆς
Εὐρώπης.
Ἡ κήρυξις τοῦ χωρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος καί τήν παιδείαν, ἡ ἐπίσημος ὑποστήριξις τῆς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας, ἡ δήμευσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὁ περιορισμός τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἰς μία ἐλεγχομένην ὑπό τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ὑποτυπώδη ἐλευθερία τῆς λατρείας, ὁ ἀπηνής διωγμός τῶν ἀντιφρονούντων πιστῶν κ. ἄ., διώγκωσαν τίς ἤδη τότε, ἀλλά καί σήμερα, βιούμενες μεταναστευτικές τάσεις Ὀρθοδόξων λαῶν εἰς τά κράτη τῆς τε Δυτικῆς Εὐρώπης (Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Κάτω Χώρας, Ἰταλία, Σκανδιαναυΐα) καί τοῦ λεγομένου Νέου Κόσμου (Βόρειο καί Νότιο Ἀμερική, Αὐστραλία, κλπ.).
Κατά συνέπεια, εἰς τίς ὑφιστάμενες παλαιές μικρές Ὀρθόδοξες Κοινότητες, προσετέθησαν σημαντικές ὁμάδες οἰκονομικῶν καί ἰδεολογικῶν μεταναστῶν (Ἑλλήνων, Ρώσσων, Οὐκρανῶν, Σέρβων, Ρουμάνων, Ἀραβοφώνων τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, κλπ.), οἱ ὁποῖοι διηύρυναν τήν Ὀρθόδοξο παρουσία εἰς τίς Χῶρες αὐτές διά τε τῆς ἐνισχύσεως τῶν παλαιῶν, ἀλλά καί διά τῆς ἱδρύσεως νέων Ὀρθοδόξων Κοινοτήτων.
Ὡς ἐκ τούτων, τό ζήτημα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς κατέστη πολυπλοκώτερο, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι οἱ ἡγεσίες τῶν Κοινοτήτων ἐπέμεναν εἰς τήν διεκδίκησι τῆς αὐτονομίας των καί ἐπί τῶν καθαρῶς ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων τῶν Ἐνοριῶν, τίς ὁποῖες ἐθεώρουν κοινοτική δραστηριότητα, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι ἤγειραν ἐπ᾿ αὐτῶν δικαιοδοσιακές ἀξιώσεις καί ἄλλες Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἐκ τῶν ὁποίων προήρχοντο τά νέα μέλη τῶν παλαιῶν ἤ τό σύνολο τῶν μελῶν τῶν νέων Κοινοτήτων, καίτοι δέν εἶχαν καί δέν ἔχουν τό κανονικό δικαίωμα ὑπερορίου δικαιοδοσίας.
Κανονικό δικαίωμα ὑπερορίου δικαιοδοσίας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἔχει μόνον τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, συμφώνως πρός τούς Κανόνας 9, 17 καί 28 τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), διό καί οὐδέποτε ἐξεχώρησε ἤ ἀνεγνώρισε ἑτέρα ἱεροκανονική παρουσία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ, παρεκτός τῆς Ἀφρικανικῆς Ἠπείρου, παραχωρηθείσης τῆς ἐπ᾿ αὐτῆς ἐπί τῇ βάσει τῶν εἰρημένων ἱερῶν κανόνων δικαιοδοσίας του εἰς τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, διά τῆς ἐκδόσεως τῆς “Περί προσαρτήσεως τῆς Ἀφρικῆς εἰς τήν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας” ὑπ᾿ ἀριθμ. 908 καί ἡμερομ. 23 Ὀκτωβρίου 2001 ἐπί τούτῳ Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως.
Κατά ταῦτα, ἡ ποιμαντική διακονία τῶν Ὀρθοδόξων Κοινοτήτων τῆς Διασπορᾶς, οἱ ὁποῖες ἀπετέλουν μίαν ἀναπόφευκτο νέα πραγματικότητα εἰς τίς ὀργανωτικές δομές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθίστατο ἰδιαιτέρως δυσχερής, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι οἱ διοικήσεις (ἡγεσίες) τῶν Κοινοτήτων αὐτῶν ἐπεθύμουν νά διατηρήσουν τούς ἐθνοσυγγενικούς δεσμούς των μετά τῶν ἐξ ὧν προήρχοντο Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, προκειμένου νά ἔχουν καί τήν ὑποστήριξί τους εἰς τήν στελέχωσι τῶν Ἐνοριῶν καί τῶν σχολείων τους -ἄνευ παρεμβάσεων εἰς τήν αὐτονομία τους-, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι οἱ ἀνάγκες τῶν Κοινοτήτων ὑπεκίνησαν εἰς τήν συνέχειαν ὑπερόριες δικαιοδοσιακές φιλοδοξίες καί ἀξιώσεις ὡρισμένων Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὑπό τό πρόσχημα τῆς ὀφειλετικῆς μερίμνης αὐτῶν γιά τά ποιμαντικά καί τά ἐκπαιδευτικά προβλήματα τῶν ἐν τῇ Διασπορᾷ ὁμοεθνῶν τους.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς φύλαξ καί ἐγγυητής τῆς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ κανονικῆς τάξεως, ἀπεδοκίμασεν ὀφειλετικῶς τίς τάσεις αὐτές, ὡς προσβλητικές ἔναντι τῆς καθιερωμένης κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας πρός ἐξυπηρέτησι ξένων πρός τήν ἀποστολή της ἐνθνικιστικῶν ἤ καί ἐθνοφυλετικῶν σκοπιμοτήτων, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἤδη καταδικασθῆ ὑπό τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1872), ὡς εἰσάγουσαι ἐκκλησιαστικήν αἵρεσιν εἰς τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Βεβαίως, πέραν τῶν ἀνωτέρω ἱεροκανονικῶν δομῶν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν παρεῖδε ἀσφαλῶς τήν ἱεράν ἀναγκαιότητα τῆς ὀφειλετικῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ. Δέν ἦτο δυνατόν π.χ. νά ἀποδοκιμασθῇ ἡ εὔλογος εὐαισθησία αὐτῶν πρός διατήρησι τῆς μητρικῆς γλώσσης των εἰς τήν λειτουργική ζωή καί τήν παιδεία των, γι᾽ αὐτό καί πρωτοβούλως ὑπερησπίσθη πάντοτε τήν εὐαισθησίαν αὐτή, χωρίς ὅμως νά παραβιασθῇ ἡ κανονική τάξις τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦτο ἐγένετο γιά τίς τεθεῖσες ὑπό τό ὠμοφόριο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ρωσσικές, Καρπαθορρωσικές καί Οὐκρανικές ἐνορίες τῆς Βορείου Ἀμερικῆς καί τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.
Εἶναι, λοιπόν, προφανές, ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καίτοι δέν παραιτεῖται τῶν κανονικῶν δικαιωμάτων του, ἐμμένει εἰς τήν ἄμεσον ἀντιμετώπισι τοῦ ποιμαντικοῦ ζητήματος τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἔστω καί διά τῆς ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας εἰς τό ζήτημα τῆς ἀμέσου κανονικῆς ὀργανώσεως αὐτῆς. Ἐνεργεῖ δέ τοιουτοτρόπως ἐν ἐξυπηρετικῷ συντονισμῷ, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι ἡ παράλληλος ἀνάπτυξις πλειόνων Ὀρθοδόξων δικαιοδοσιῶν εἰς τήν αὐτή πόλιν ἤ περιοχήν εἶναι προδήλως ἀντίθετος πρός τήν κανονική τάξι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί προκαλεῖ εὐρύτερες ἐκκλησιολογικές καί ποιμαντικές συγχύσεις, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι τροφοδοτεῖ τήν ποιμαντικήν ἐσωστρέφεια τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν καί ἐμποδίζει τήν συνεργασία των πρός λυσιτελεστέραν ἀντιμετώπισι τῶν κοινῶν προβλημάτων, ἐπί προφανεῖ ζημίᾳ τῆς ἐν γένει Ὀρθοδόξου παρουσίας ἐν τῇ Διασπορᾷ.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται εὐκταία ἡ ὑπόμνησις ὅτι, ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Δημήτριος κατά τήν ἐπίσκεψι τῆς, ἐν τοῖς πλαισίοις τοῦ ἀλησμονήτου πρώτου ἐν τῇ ἱστορίᾳ ταξιδίου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς, οὕτω καλουμένης “Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἀμερικῇ” (OCA), ἤτοι τῆς Ρωσσικῆς ἐν Νέᾳ Ὑόρκῃ “Μετροπόλια”, κατ᾿ Ἰούλιον τοῦ ἔτους 1990, ἐχαρακτήρισεν ὡς “σκάνδαλο” τήν εἰς τήν αὐτήν πόλιν παρουσία πλειόνων τοῦ ἑνός Ἐπισκόπων.
Πέραν τούτων, ἡ ἐμμονή τῆς Μητρός Ἐκκλησίας πρός διορθόδοξον ἀντιμετώπισι τοῦ θέματος τῆς Διασπορᾶς, εὗρε τήν δικαίωσί της καί ἐκ τῆς ἀπροβλέπτου καί μαζικῆς μεταναστεύσεως Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν εἰς τίς χῶρες τοῦ Δυτικοῦ κόσμου μετά τήν κατάρρευσι τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ εἰς τίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Νά λεχθῇ δ᾿ ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ, ὅτι ἐάν εἶχε θεσμοθετηθῆ ἐνωρίτερον ἡ διορθόδοξος συνεργασία εἰς ἑκάστη περιοχή, τότε θά ἦταν εὐχερεστέρα ἡ ποιμαντική μέριμνα γιά τίς συνεχῶς διογκούμενες ἐθνικές Ὀρθόδοξες παρουσίες εἰς τόν Δυτικό Κόσμο.
Ἀτυχῶς, οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἦσαν ἀνέτοιμες ἤ καί ἀπρόθυμες νά δεχθοῦν μία κατ᾿ οἰκονομία διευθέτησι τοῦ ποιμαντικοῦ ζητήματος ἄνευ ρητῆς ἀναγνωρίσεως τῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ “δικαιοδοσιακῶν” ἀξιώσεών τους, διό καί τό ζήτημα τοῦτο, μεθ᾿ ὅλων τῶν ἐπί μέρους εὐαισθήτων πτυχῶν του, προτάσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ὁμοφώνῳ πανορθοδόξῳ συναινέσει, ἀπησχόλησε κατά τήν τελευταία εἰκοσαετία σειράν ὅλη Διορθοδόξων Συναντήσεων (1990, 1993, 1995, 1998, 2009), γιά τήν ἐν τέλει ἀνάθεσι τοῦ συντονισμοῦ τῆς ποιμαντικῆς συνεργασίας γιά τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισι τῶν προβλημάτων τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τά ἑτερόδοξα περιβάλλοντα, εἰς Ἐπισκοπική Συνέλευσιν ὅλων τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν ἑκάστης περιοχῆς.
Τοιουτοτρόπως, οἱ Ἐπισκοπικές Συνελεύσεις, οἱ ὁποῖες λειτουργοῦν ἐπί τῇ βάσει ἰδίου Κανονισμοῦ ὑπό τήν προεδρεία τοῦ πρώτου τῇ τάξει Ἀρχιερέως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν ἑκάστῃ περιοχῇ, ἔχουν τήν ἀναφορά τους διά μέν τά γενικά ζητήματα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς εἰς τό συντονίζον Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο θά τά ἀντιμετωπίζῃ κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα, διά δέ τά ἐσωτερικά ποιμαντικά ζητήματα ἑκάστης ἐθνικῆς παρουσίας, εἰς τήν ἐξ ἧς προέρχονται Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν, ἐνῷ συγχρόνως ὀφείλουν νά προετοιμάσουν προτάσεις πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τήν κανονική των ὀργάνωσι.
Οἱ ἀποφάσεις τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ 1993 καί ὁ κατ᾿ ἐντολήν αὐτῆς προετοιμασθείς Κανονισμός λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων, ὁ ὁποῖος κατηρτίσθη ὑπό Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Κανονολόγων (1995), τῇ ἐπιμόχθῳ μερίμνῃ τοῦ ἐπί σειράν ἐτῶν Γραμματέως ἐπί τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου Σεβ. Μητροπολίτου Ἀδριανουπόλεως κ. Δαμασκηνοῦ, τοῦ ἀπό Ἑλβετίας, ἐνεκρίθησαν ὑπό τῆς πρό τινος συγκληθείσης ἐν τῷ ἐν Σαμπεζύ Γενεύης Ὀρθοδόξῳ Κέντρῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Δ´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (2009), καί ἐτέθησαν εἰς ἄμεσον ἐφαρμογήν ὑπό τῶν, ἀποφάσει τῆς Δ´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, συγκροτηθεισῶν ἕνδεκα, ἀνά τόν κόσμον, Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων, οἱ ὁποῖες καί θά πρέπει νά προετοιμάσουν, βάσει τῆς ἐμπειρίας πού θά ἀποκτηθῆ, συγκεκριμένες προτάσεις πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς ὁριστικῆς κανονικῆς διευθετήσεως τοῦ ζητήματος τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, θεωρεῖται ἀπαραίτητο νά σημειωθῇ, ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐν τοῖς πλαισίοις τῆς κατά τά ἀνωτέρω διαχρονικῆς μερίμνης του γιά τά τέκνα του ἐν τῇ Διασπορᾷ, ἔλαβε εἰδική πρόνοια δι᾿ αὐτά, ὡς ἐμφαίνεται καί ἀπό τήν κατωτέρω παράγραφο τῶν ἀποφάσεων τῆς εἰρημένης Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Κανονολόγων: “Ἐπί εἰδικῶν, ἐν τούτοις, γλωσσικῶν, ἐκπαιδευτικῶν ἤ καί ποιμαντικῶν ζητημάτων ἐθνικῆς τινος διασπορᾶς, ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις δύναται νά συνεργάζεται καί μετά τῆς Ἐκκλησίας-μητρός τῆς συγκεκριμένης ἐθνικῆς διασπορᾶς, ὥστε ἡ ποικιλία τῶν ἐθνικῶν παραδόσεων νά ἐπιβεβαιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν κοινωνίαν τῆς πίστεως καί τόν σύνδεσμον τῆς ἀγάπης”.
Κατά ταῦτα, ὑπάρχει πλέον τό θεσμικό πλαίσιο τῆς ὑπευθύνου ποιμαντικῆς διακονίας τῆς σημαντικῆς πλέον ἐν τῷ κόσμῳ Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, καθ᾿ ὁμόφωνο μάλιστα συναίνεσι πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐκφράζει δέ συνεπῶς τόσο τήν συνοδική συνείδησι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καί τήν ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας γιά τήν πρόληψιν, ἴσως δέ καί τήν θεραπεία ἀνεπιθυμήτων ἤ καί ἐπικινδύνων συγχύσεων εἰς τούς κόλπους τῆς νέας αὐτῆς πραγματικότητος εἰς τήν ἱστορική πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀμετάθετος βάσις γιά τήν διαμόρφωσι τοῦ θεσμικοῦ αὐτοῦ πλαισίου ὑπῆρξεν, ὡς ἐλέχθη ἤδη, ἡ κανονική τάξις κατά τό πρότυπο τῆς συλλειτουργίας τῶν Προκαθημένων πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἐκτείνεται καί εἰς ἑκάστη Ἐπισκοπική Συνέλευσι τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς. Δι᾿ αὐτῆς, ἀφ᾿ ἑνός μέν προβάλλεται πρός πᾶσα κατεύθυνσιν ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἐνισχύεται, κατά τό δυνατόν, ἡ συνείδησις τῆς ἑνότητος αὐτῆς καί εἰς τήν ζωή τῶν ἀνά τόν κόσμον διεσπαρμένων πιστῶν-μελῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἐθνικῶν παρουσιῶν, πρός ἀποφυγήν ἤ τοὐλάχιστον παραμερισμόν ἀνθενωτικῶν ἐν προκειμένῳ συμπεριφορῶν ἐθνοφυλετικοῦ ὑποβάθρου.
Βεβαίως, τό νέο θεσμικό πλαίσιο δέν ἀρκεῖ καθ᾿ ἑαυτό νά θεραπεύσῃ τίς συγχύσεις καί τίς ἀντιθέσεις τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος ἄν περιορισθῇ μόνον εἰς μία “γραφειοκρατική” λειτουργία τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων γιά τήν λῆψιν ἤ τήν ἀνακοίνωσι τῶν κοινῶν ἀποφάσεων. Κάτι τέτοιο θά ἦταν μόνον σχηματική καί ποτέ οὐσιαστική ἀντιμετώπισις τοῦ θέματος καί κατά συνέπεια δέν θά ἤγγιζε τίς ψυχές τῶν ἑκατομμυρίων διεσπαρμένων τέκνων τῆς “Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας” τῶν Ὀρθοδόξων.
Διά τοῦτο, ἐκ τῶν πρώτων μελημάτων τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων πρέπει νά θεωρηθῇ ὁ συστηματικός προγραμματισμός, π.χ. α) κοινῶν κατά τόπους λειτουργικῶν συνάξεων πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἐθνικῶν παρουσιῶν· β) συλλειτουργίας Ἀρχιερέων εἰς ἐπισήμους ἑορτάς· γ) συγκλήσεως περιοδικῶν ἱερατικῶν συνεδρίων καί συνάξεων καί ἄλλων ἐκδηλώσεων καί συνεργασιῶν ἀδελφικῆς κοινωνίας ἐν Χριστῷ.
Ἡ εἰλικρινής καί ἀλληλέγγυος ἀνάπτυξις τῆς συνεργασίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐθνικῶν παρουσιῶν εἰς ἑκάστη περιοχή θά ἐνισχύσῃ τό κῦρος τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων καί θά ἀποδειχθῇ εὐεργετική γιά ὅλες τίς ἐθνικές παρουσίες, διότι ἡ κοινή φωνή αὐτῶν θά καταστήσῃ ἰσχυρότερο καί ἀξιοπιστώτερο τόν λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τά ἑτερόδοξα περιβάλλοντα.
Τοιουτοτρόπως, ἡ συνεχής ἐπικοινωνία τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων θά περιορίσῃ τυχόν τήν ἀποδυνάμωσι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος αὐτῶν διά τοῦ ἀθεμίτου προσηλυτισμοῦ ἤ καί διά τῆς ἀνεξελέγκτου αὐξήσεως τοῦ ποσοστοῦ τῶν μικτῶν γάμων, ἐνῷ θά καταστῇ εὐχερεστέρα ἡ ἄμεσος ὑποστήριξις καί ἡ ποιμαντική ἐξυπηρέτησις τῶν ποικίλων λειτουργικῶν, κοινωνικῶν καί ἄλλων ἀναγκῶν τοῦ κύματος τῶν Ὀρθοδόξων μεταναστῶν εἰς τόν Δυτικό κόσμο.
Θά ἠδύνατο, ἀκόμη, νά συγκροτηθῇ ὑπό ἑκάστης Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως ἕνα ἀντιπροσωπευτικό διορθόδοξο ὄργανο γιά τόν σχεδιασμό τοῦ τρόπου ὑποδοχῆς καί ὑποστηρίξεως τῶν νέων μεταναστῶν πρός πρόληψι τῆς παραπλανήσεώς των ὄχι μόνον ὑπό τῶν ἑτεροδόξων προπαγανδῶν, ἀλλά καί ὑπό τῶν γνωστῶν ἀπεσχισμένων Ὀρθοδόξων ὁμάδων.
Συνεπῶς, ἡ ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καί διευρύνσεως τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς εἶναι ὄχι μόνον ἐπιτακτική, ἀλλά καί ἄμεσος, γι᾿ αὐτό καί οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὀφείλουν νά ὑποστηρίξουν μέ σύμπνοια τίς Ἐπισκοπικές Συνελεύσεις γιά τήν ἐκπλήρωσι τῆς πολυδιαστάτου πλέον ἀποστολῆς των, καθότι πολλά προβλήματα τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν τῆς Διασπορᾶς ἔχουν τίς ρίζες των εἰς ἐσωτερικάς τινας συγχύσεις τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν ὁποίων προέρχονται.
Ἐν κατακλεῖδι, ἄς μή λημονῆται ὅτι, ὅπως τά προβλήματα τῶν διορθοδόξων σχέσεων ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς τήν ποιμαντική συνεργασία τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν τῆς Διασπορᾶς, κατά τόν αὐτό τρόπο καί τά ἐν τῇ Διασπορᾷ ἐπί μέρους προβλήματα ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς τήν λειτουργία τῶν διορθοδόξων σχέσεων.
Ἡ κήρυξις τοῦ χωρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος καί τήν παιδείαν, ἡ ἐπίσημος ὑποστήριξις τῆς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας, ἡ δήμευσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὁ περιορισμός τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἰς μία ἐλεγχομένην ὑπό τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ὑποτυπώδη ἐλευθερία τῆς λατρείας, ὁ ἀπηνής διωγμός τῶν ἀντιφρονούντων πιστῶν κ. ἄ., διώγκωσαν τίς ἤδη τότε, ἀλλά καί σήμερα, βιούμενες μεταναστευτικές τάσεις Ὀρθοδόξων λαῶν εἰς τά κράτη τῆς τε Δυτικῆς Εὐρώπης (Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Κάτω Χώρας, Ἰταλία, Σκανδιαναυΐα) καί τοῦ λεγομένου Νέου Κόσμου (Βόρειο καί Νότιο Ἀμερική, Αὐστραλία, κλπ.).
Κατά συνέπεια, εἰς τίς ὑφιστάμενες παλαιές μικρές Ὀρθόδοξες Κοινότητες, προσετέθησαν σημαντικές ὁμάδες οἰκονομικῶν καί ἰδεολογικῶν μεταναστῶν (Ἑλλήνων, Ρώσσων, Οὐκρανῶν, Σέρβων, Ρουμάνων, Ἀραβοφώνων τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, κλπ.), οἱ ὁποῖοι διηύρυναν τήν Ὀρθόδοξο παρουσία εἰς τίς Χῶρες αὐτές διά τε τῆς ἐνισχύσεως τῶν παλαιῶν, ἀλλά καί διά τῆς ἱδρύσεως νέων Ὀρθοδόξων Κοινοτήτων.
Ὡς ἐκ τούτων, τό ζήτημα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς κατέστη πολυπλοκώτερο, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι οἱ ἡγεσίες τῶν Κοινοτήτων ἐπέμεναν εἰς τήν διεκδίκησι τῆς αὐτονομίας των καί ἐπί τῶν καθαρῶς ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων τῶν Ἐνοριῶν, τίς ὁποῖες ἐθεώρουν κοινοτική δραστηριότητα, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι ἤγειραν ἐπ᾿ αὐτῶν δικαιοδοσιακές ἀξιώσεις καί ἄλλες Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἐκ τῶν ὁποίων προήρχοντο τά νέα μέλη τῶν παλαιῶν ἤ τό σύνολο τῶν μελῶν τῶν νέων Κοινοτήτων, καίτοι δέν εἶχαν καί δέν ἔχουν τό κανονικό δικαίωμα ὑπερορίου δικαιοδοσίας.
Κανονικό δικαίωμα ὑπερορίου δικαιοδοσίας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἔχει μόνον τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, συμφώνως πρός τούς Κανόνας 9, 17 καί 28 τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), διό καί οὐδέποτε ἐξεχώρησε ἤ ἀνεγνώρισε ἑτέρα ἱεροκανονική παρουσία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ, παρεκτός τῆς Ἀφρικανικῆς Ἠπείρου, παραχωρηθείσης τῆς ἐπ᾿ αὐτῆς ἐπί τῇ βάσει τῶν εἰρημένων ἱερῶν κανόνων δικαιοδοσίας του εἰς τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, διά τῆς ἐκδόσεως τῆς “Περί προσαρτήσεως τῆς Ἀφρικῆς εἰς τήν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας” ὑπ᾿ ἀριθμ. 908 καί ἡμερομ. 23 Ὀκτωβρίου 2001 ἐπί τούτῳ Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως.
Κατά ταῦτα, ἡ ποιμαντική διακονία τῶν Ὀρθοδόξων Κοινοτήτων τῆς Διασπορᾶς, οἱ ὁποῖες ἀπετέλουν μίαν ἀναπόφευκτο νέα πραγματικότητα εἰς τίς ὀργανωτικές δομές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθίστατο ἰδιαιτέρως δυσχερής, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι οἱ διοικήσεις (ἡγεσίες) τῶν Κοινοτήτων αὐτῶν ἐπεθύμουν νά διατηρήσουν τούς ἐθνοσυγγενικούς δεσμούς των μετά τῶν ἐξ ὧν προήρχοντο Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, προκειμένου νά ἔχουν καί τήν ὑποστήριξί τους εἰς τήν στελέχωσι τῶν Ἐνοριῶν καί τῶν σχολείων τους -ἄνευ παρεμβάσεων εἰς τήν αὐτονομία τους-, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι οἱ ἀνάγκες τῶν Κοινοτήτων ὑπεκίνησαν εἰς τήν συνέχειαν ὑπερόριες δικαιοδοσιακές φιλοδοξίες καί ἀξιώσεις ὡρισμένων Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὑπό τό πρόσχημα τῆς ὀφειλετικῆς μερίμνης αὐτῶν γιά τά ποιμαντικά καί τά ἐκπαιδευτικά προβλήματα τῶν ἐν τῇ Διασπορᾷ ὁμοεθνῶν τους.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς φύλαξ καί ἐγγυητής τῆς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ κανονικῆς τάξεως, ἀπεδοκίμασεν ὀφειλετικῶς τίς τάσεις αὐτές, ὡς προσβλητικές ἔναντι τῆς καθιερωμένης κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας πρός ἐξυπηρέτησι ξένων πρός τήν ἀποστολή της ἐνθνικιστικῶν ἤ καί ἐθνοφυλετικῶν σκοπιμοτήτων, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἤδη καταδικασθῆ ὑπό τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1872), ὡς εἰσάγουσαι ἐκκλησιαστικήν αἵρεσιν εἰς τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Βεβαίως, πέραν τῶν ἀνωτέρω ἱεροκανονικῶν δομῶν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν παρεῖδε ἀσφαλῶς τήν ἱεράν ἀναγκαιότητα τῆς ὀφειλετικῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ. Δέν ἦτο δυνατόν π.χ. νά ἀποδοκιμασθῇ ἡ εὔλογος εὐαισθησία αὐτῶν πρός διατήρησι τῆς μητρικῆς γλώσσης των εἰς τήν λειτουργική ζωή καί τήν παιδεία των, γι᾽ αὐτό καί πρωτοβούλως ὑπερησπίσθη πάντοτε τήν εὐαισθησίαν αὐτή, χωρίς ὅμως νά παραβιασθῇ ἡ κανονική τάξις τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦτο ἐγένετο γιά τίς τεθεῖσες ὑπό τό ὠμοφόριο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ρωσσικές, Καρπαθορρωσικές καί Οὐκρανικές ἐνορίες τῆς Βορείου Ἀμερικῆς καί τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.
Εἶναι, λοιπόν, προφανές, ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καίτοι δέν παραιτεῖται τῶν κανονικῶν δικαιωμάτων του, ἐμμένει εἰς τήν ἄμεσον ἀντιμετώπισι τοῦ ποιμαντικοῦ ζητήματος τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἔστω καί διά τῆς ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας εἰς τό ζήτημα τῆς ἀμέσου κανονικῆς ὀργανώσεως αὐτῆς. Ἐνεργεῖ δέ τοιουτοτρόπως ἐν ἐξυπηρετικῷ συντονισμῷ, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι ἡ παράλληλος ἀνάπτυξις πλειόνων Ὀρθοδόξων δικαιοδοσιῶν εἰς τήν αὐτή πόλιν ἤ περιοχήν εἶναι προδήλως ἀντίθετος πρός τήν κανονική τάξι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί προκαλεῖ εὐρύτερες ἐκκλησιολογικές καί ποιμαντικές συγχύσεις, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι τροφοδοτεῖ τήν ποιμαντικήν ἐσωστρέφεια τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν καί ἐμποδίζει τήν συνεργασία των πρός λυσιτελεστέραν ἀντιμετώπισι τῶν κοινῶν προβλημάτων, ἐπί προφανεῖ ζημίᾳ τῆς ἐν γένει Ὀρθοδόξου παρουσίας ἐν τῇ Διασπορᾷ.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται εὐκταία ἡ ὑπόμνησις ὅτι, ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Δημήτριος κατά τήν ἐπίσκεψι τῆς, ἐν τοῖς πλαισίοις τοῦ ἀλησμονήτου πρώτου ἐν τῇ ἱστορίᾳ ταξιδίου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς, οὕτω καλουμένης “Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἀμερικῇ” (OCA), ἤτοι τῆς Ρωσσικῆς ἐν Νέᾳ Ὑόρκῃ “Μετροπόλια”, κατ᾿ Ἰούλιον τοῦ ἔτους 1990, ἐχαρακτήρισεν ὡς “σκάνδαλο” τήν εἰς τήν αὐτήν πόλιν παρουσία πλειόνων τοῦ ἑνός Ἐπισκόπων.
Πέραν τούτων, ἡ ἐμμονή τῆς Μητρός Ἐκκλησίας πρός διορθόδοξον ἀντιμετώπισι τοῦ θέματος τῆς Διασπορᾶς, εὗρε τήν δικαίωσί της καί ἐκ τῆς ἀπροβλέπτου καί μαζικῆς μεταναστεύσεως Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν εἰς τίς χῶρες τοῦ Δυτικοῦ κόσμου μετά τήν κατάρρευσι τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ εἰς τίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Νά λεχθῇ δ᾿ ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ, ὅτι ἐάν εἶχε θεσμοθετηθῆ ἐνωρίτερον ἡ διορθόδοξος συνεργασία εἰς ἑκάστη περιοχή, τότε θά ἦταν εὐχερεστέρα ἡ ποιμαντική μέριμνα γιά τίς συνεχῶς διογκούμενες ἐθνικές Ὀρθόδοξες παρουσίες εἰς τόν Δυτικό Κόσμο.
Ἀτυχῶς, οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἦσαν ἀνέτοιμες ἤ καί ἀπρόθυμες νά δεχθοῦν μία κατ᾿ οἰκονομία διευθέτησι τοῦ ποιμαντικοῦ ζητήματος ἄνευ ρητῆς ἀναγνωρίσεως τῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ “δικαιοδοσιακῶν” ἀξιώσεών τους, διό καί τό ζήτημα τοῦτο, μεθ᾿ ὅλων τῶν ἐπί μέρους εὐαισθήτων πτυχῶν του, προτάσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ὁμοφώνῳ πανορθοδόξῳ συναινέσει, ἀπησχόλησε κατά τήν τελευταία εἰκοσαετία σειράν ὅλη Διορθοδόξων Συναντήσεων (1990, 1993, 1995, 1998, 2009), γιά τήν ἐν τέλει ἀνάθεσι τοῦ συντονισμοῦ τῆς ποιμαντικῆς συνεργασίας γιά τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισι τῶν προβλημάτων τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τά ἑτερόδοξα περιβάλλοντα, εἰς Ἐπισκοπική Συνέλευσιν ὅλων τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν ἑκάστης περιοχῆς.
Τοιουτοτρόπως, οἱ Ἐπισκοπικές Συνελεύσεις, οἱ ὁποῖες λειτουργοῦν ἐπί τῇ βάσει ἰδίου Κανονισμοῦ ὑπό τήν προεδρεία τοῦ πρώτου τῇ τάξει Ἀρχιερέως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν ἑκάστῃ περιοχῇ, ἔχουν τήν ἀναφορά τους διά μέν τά γενικά ζητήματα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς εἰς τό συντονίζον Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο θά τά ἀντιμετωπίζῃ κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα, διά δέ τά ἐσωτερικά ποιμαντικά ζητήματα ἑκάστης ἐθνικῆς παρουσίας, εἰς τήν ἐξ ἧς προέρχονται Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν, ἐνῷ συγχρόνως ὀφείλουν νά προετοιμάσουν προτάσεις πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τήν κανονική των ὀργάνωσι.
Οἱ ἀποφάσεις τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ 1993 καί ὁ κατ᾿ ἐντολήν αὐτῆς προετοιμασθείς Κανονισμός λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων, ὁ ὁποῖος κατηρτίσθη ὑπό Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Κανονολόγων (1995), τῇ ἐπιμόχθῳ μερίμνῃ τοῦ ἐπί σειράν ἐτῶν Γραμματέως ἐπί τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου Σεβ. Μητροπολίτου Ἀδριανουπόλεως κ. Δαμασκηνοῦ, τοῦ ἀπό Ἑλβετίας, ἐνεκρίθησαν ὑπό τῆς πρό τινος συγκληθείσης ἐν τῷ ἐν Σαμπεζύ Γενεύης Ὀρθοδόξῳ Κέντρῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Δ´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (2009), καί ἐτέθησαν εἰς ἄμεσον ἐφαρμογήν ὑπό τῶν, ἀποφάσει τῆς Δ´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, συγκροτηθεισῶν ἕνδεκα, ἀνά τόν κόσμον, Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων, οἱ ὁποῖες καί θά πρέπει νά προετοιμάσουν, βάσει τῆς ἐμπειρίας πού θά ἀποκτηθῆ, συγκεκριμένες προτάσεις πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς ὁριστικῆς κανονικῆς διευθετήσεως τοῦ ζητήματος τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, θεωρεῖται ἀπαραίτητο νά σημειωθῇ, ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐν τοῖς πλαισίοις τῆς κατά τά ἀνωτέρω διαχρονικῆς μερίμνης του γιά τά τέκνα του ἐν τῇ Διασπορᾷ, ἔλαβε εἰδική πρόνοια δι᾿ αὐτά, ὡς ἐμφαίνεται καί ἀπό τήν κατωτέρω παράγραφο τῶν ἀποφάσεων τῆς εἰρημένης Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Κανονολόγων: “Ἐπί εἰδικῶν, ἐν τούτοις, γλωσσικῶν, ἐκπαιδευτικῶν ἤ καί ποιμαντικῶν ζητημάτων ἐθνικῆς τινος διασπορᾶς, ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις δύναται νά συνεργάζεται καί μετά τῆς Ἐκκλησίας-μητρός τῆς συγκεκριμένης ἐθνικῆς διασπορᾶς, ὥστε ἡ ποικιλία τῶν ἐθνικῶν παραδόσεων νά ἐπιβεβαιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν κοινωνίαν τῆς πίστεως καί τόν σύνδεσμον τῆς ἀγάπης”.
Κατά ταῦτα, ὑπάρχει πλέον τό θεσμικό πλαίσιο τῆς ὑπευθύνου ποιμαντικῆς διακονίας τῆς σημαντικῆς πλέον ἐν τῷ κόσμῳ Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, καθ᾿ ὁμόφωνο μάλιστα συναίνεσι πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐκφράζει δέ συνεπῶς τόσο τήν συνοδική συνείδησι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καί τήν ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας γιά τήν πρόληψιν, ἴσως δέ καί τήν θεραπεία ἀνεπιθυμήτων ἤ καί ἐπικινδύνων συγχύσεων εἰς τούς κόλπους τῆς νέας αὐτῆς πραγματικότητος εἰς τήν ἱστορική πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀμετάθετος βάσις γιά τήν διαμόρφωσι τοῦ θεσμικοῦ αὐτοῦ πλαισίου ὑπῆρξεν, ὡς ἐλέχθη ἤδη, ἡ κανονική τάξις κατά τό πρότυπο τῆς συλλειτουργίας τῶν Προκαθημένων πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἐκτείνεται καί εἰς ἑκάστη Ἐπισκοπική Συνέλευσι τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς. Δι᾿ αὐτῆς, ἀφ᾿ ἑνός μέν προβάλλεται πρός πᾶσα κατεύθυνσιν ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἐνισχύεται, κατά τό δυνατόν, ἡ συνείδησις τῆς ἑνότητος αὐτῆς καί εἰς τήν ζωή τῶν ἀνά τόν κόσμον διεσπαρμένων πιστῶν-μελῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἐθνικῶν παρουσιῶν, πρός ἀποφυγήν ἤ τοὐλάχιστον παραμερισμόν ἀνθενωτικῶν ἐν προκειμένῳ συμπεριφορῶν ἐθνοφυλετικοῦ ὑποβάθρου.
Βεβαίως, τό νέο θεσμικό πλαίσιο δέν ἀρκεῖ καθ᾿ ἑαυτό νά θεραπεύσῃ τίς συγχύσεις καί τίς ἀντιθέσεις τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος ἄν περιορισθῇ μόνον εἰς μία “γραφειοκρατική” λειτουργία τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων γιά τήν λῆψιν ἤ τήν ἀνακοίνωσι τῶν κοινῶν ἀποφάσεων. Κάτι τέτοιο θά ἦταν μόνον σχηματική καί ποτέ οὐσιαστική ἀντιμετώπισις τοῦ θέματος καί κατά συνέπεια δέν θά ἤγγιζε τίς ψυχές τῶν ἑκατομμυρίων διεσπαρμένων τέκνων τῆς “Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας” τῶν Ὀρθοδόξων.
Διά τοῦτο, ἐκ τῶν πρώτων μελημάτων τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων πρέπει νά θεωρηθῇ ὁ συστηματικός προγραμματισμός, π.χ. α) κοινῶν κατά τόπους λειτουργικῶν συνάξεων πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἐθνικῶν παρουσιῶν· β) συλλειτουργίας Ἀρχιερέων εἰς ἐπισήμους ἑορτάς· γ) συγκλήσεως περιοδικῶν ἱερατικῶν συνεδρίων καί συνάξεων καί ἄλλων ἐκδηλώσεων καί συνεργασιῶν ἀδελφικῆς κοινωνίας ἐν Χριστῷ.
Ἡ εἰλικρινής καί ἀλληλέγγυος ἀνάπτυξις τῆς συνεργασίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐθνικῶν παρουσιῶν εἰς ἑκάστη περιοχή θά ἐνισχύσῃ τό κῦρος τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων καί θά ἀποδειχθῇ εὐεργετική γιά ὅλες τίς ἐθνικές παρουσίες, διότι ἡ κοινή φωνή αὐτῶν θά καταστήσῃ ἰσχυρότερο καί ἀξιοπιστώτερο τόν λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τά ἑτερόδοξα περιβάλλοντα.
Τοιουτοτρόπως, ἡ συνεχής ἐπικοινωνία τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων θά περιορίσῃ τυχόν τήν ἀποδυνάμωσι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος αὐτῶν διά τοῦ ἀθεμίτου προσηλυτισμοῦ ἤ καί διά τῆς ἀνεξελέγκτου αὐξήσεως τοῦ ποσοστοῦ τῶν μικτῶν γάμων, ἐνῷ θά καταστῇ εὐχερεστέρα ἡ ἄμεσος ὑποστήριξις καί ἡ ποιμαντική ἐξυπηρέτησις τῶν ποικίλων λειτουργικῶν, κοινωνικῶν καί ἄλλων ἀναγκῶν τοῦ κύματος τῶν Ὀρθοδόξων μεταναστῶν εἰς τόν Δυτικό κόσμο.
Θά ἠδύνατο, ἀκόμη, νά συγκροτηθῇ ὑπό ἑκάστης Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως ἕνα ἀντιπροσωπευτικό διορθόδοξο ὄργανο γιά τόν σχεδιασμό τοῦ τρόπου ὑποδοχῆς καί ὑποστηρίξεως τῶν νέων μεταναστῶν πρός πρόληψι τῆς παραπλανήσεώς των ὄχι μόνον ὑπό τῶν ἑτεροδόξων προπαγανδῶν, ἀλλά καί ὑπό τῶν γνωστῶν ἀπεσχισμένων Ὀρθοδόξων ὁμάδων.
Συνεπῶς, ἡ ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καί διευρύνσεως τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς εἶναι ὄχι μόνον ἐπιτακτική, ἀλλά καί ἄμεσος, γι᾿ αὐτό καί οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὀφείλουν νά ὑποστηρίξουν μέ σύμπνοια τίς Ἐπισκοπικές Συνελεύσεις γιά τήν ἐκπλήρωσι τῆς πολυδιαστάτου πλέον ἀποστολῆς των, καθότι πολλά προβλήματα τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν τῆς Διασπορᾶς ἔχουν τίς ρίζες των εἰς ἐσωτερικάς τινας συγχύσεις τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν ὁποίων προέρχονται.
Ἐν κατακλεῖδι, ἄς μή λημονῆται ὅτι, ὅπως τά προβλήματα τῶν διορθοδόξων σχέσεων ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς τήν ποιμαντική συνεργασία τῶν ἐθνικῶν παρουσιῶν τῆς Διασπορᾶς, κατά τόν αὐτό τρόπο καί τά ἐν τῇ Διασπορᾷ ἐπί μέρους προβλήματα ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς τήν λειτουργία τῶν διορθοδόξων σχέσεων.