Του Γιάννη Τσερεβελάκη ,Θεολόγου – Φιλολόγου, Φως Φαναρίου
Η Κρήτη, το νησί των αγίων και των ηρώων, βρέθηκε κατά την περίοδο της
Πεντηκοστής τον περασμένο Ιούνιο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Αιτία η πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Ακαδημία στο Κολυμπάρι Χανίων. Δέκα Προκαθήμενοι Ορθόδοξων Εκκλησιών με τις ακολουθίες τους συμμετείχαν στη Σύνοδο, την οποία παρακολούθησαν παρατηρητές από άλλες Εκκλησίες και χριστιανικές Ομολογίες. Ακούσαμε κατά την πρώτη μέρα των εργασιών της Συνόδου τον εμπνευσμένο λόγο του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου καθώς και τους λόγους όλων των Προκαθημένων. Όλοι τόνισαν την ανάγκη της πραγματοποιήσεως της Συνόδου, ενώ δεν παρέλειψαν να καυτηριάσουν την ηχηρή απουσία τεσσάρων Εκκλησιών, με πρώτο το Πατριαρχείο Μόσχας. Δυστυχώς οι τέσσερις αυτές Εκκλησίες βρέθηκαν εκτεθειμένες στα μάτια των Ορθοδόξων όλου του κόσμου, επειδή οι δικαιολογίες τους κανένα δεν έπεισαν και έδειξαν ότι τα κίνητρά τους καθόλου ανιδιοτελή δεν ήταν. Στόχος ήταν να πληγεί το κύρος του Οικουμενικού Πατριάρχη και με τον τρόπο αυτό να φανεί η δύναμη του Πατριαρχείου Μόσχας, ώστε σιγά-σιγά να διεκδικήσει και να πετύχει να γίνει η «Τρίτη Ρώμη» (αν και ποτέ δεν υπήρχε πρώτη και δεύτερη αλλά Πρεσβυτέρα Ρώμη και Νέα Ρώμη).
Αιτία η πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Ακαδημία στο Κολυμπάρι Χανίων. Δέκα Προκαθήμενοι Ορθόδοξων Εκκλησιών με τις ακολουθίες τους συμμετείχαν στη Σύνοδο, την οποία παρακολούθησαν παρατηρητές από άλλες Εκκλησίες και χριστιανικές Ομολογίες. Ακούσαμε κατά την πρώτη μέρα των εργασιών της Συνόδου τον εμπνευσμένο λόγο του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου καθώς και τους λόγους όλων των Προκαθημένων. Όλοι τόνισαν την ανάγκη της πραγματοποιήσεως της Συνόδου, ενώ δεν παρέλειψαν να καυτηριάσουν την ηχηρή απουσία τεσσάρων Εκκλησιών, με πρώτο το Πατριαρχείο Μόσχας. Δυστυχώς οι τέσσερις αυτές Εκκλησίες βρέθηκαν εκτεθειμένες στα μάτια των Ορθοδόξων όλου του κόσμου, επειδή οι δικαιολογίες τους κανένα δεν έπεισαν και έδειξαν ότι τα κίνητρά τους καθόλου ανιδιοτελή δεν ήταν. Στόχος ήταν να πληγεί το κύρος του Οικουμενικού Πατριάρχη και με τον τρόπο αυτό να φανεί η δύναμη του Πατριαρχείου Μόσχας, ώστε σιγά-σιγά να διεκδικήσει και να πετύχει να γίνει η «Τρίτη Ρώμη» (αν και ποτέ δεν υπήρχε πρώτη και δεύτερη αλλά Πρεσβυτέρα Ρώμη και Νέα Ρώμη).
Όμως, τη στάση των τεσσάρων θα την κρίνει η ιστορία. Βεβαίως, η Σύνοδος
εξακολουθεί να αφορά όλους τους Ορθοδόξους και η απουσία των τεσσάρων
δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση σχίσμα και διάσπαση: η Ορθοδοξία είναι
μία και οι αποφάσεις της Συνόδου θα δεσμεύσουν σίγουρα και τους απόντες.
Όμως το θέμα μου είναι η Σύνοδος σε σχέση με την Κρήτη.
Αποτελεί όντως μεγάλη ευλογία για το νησί μας η σύγκλησή της στα
αγιασμένα του χώματα. Αν σκεφτεί κανείς ότι, ενώ Σύνοδοι συνέρχονταν
πάντοτε, μιας τέτοιας εμβέλειας Σύνοδος είχε να συγκληθεί εδώ και χίλια
χρόνια, τότε αντιλαμβάνεται ότι το γεγονός αυτό είναι τεράστιας
ιστορικής σημασίας για την Ορθοδοξία, την ενότητά της και τα θέματα που
την απασχολούν. Έτσι, η επιλογή της Κρήτης ως του χώρου συγκλήσεως της
Συνόδου αποτελεί την απόδειξη της εκκλησιαστικής σπουδαιότητας που
αποδίδεται από το Πατριαρχείο μας στο νησί και της τιμής που απολαμβάνει
η τοπική Εκκλησία.
Η Εκκλησία της Κρήτης είναι αρχαιότατη,
καθότι ιδρύθηκε, όπως είναι γνωστό, από τον Απόστολο των Εθνών Παύλο,
τον θεμελιωτή του συνοδικού συστήματος, βάσει του οποίου αποφασίζει για
όλα της τα ζητήματα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Παύλος άφησε στην Κρήτη τον
μαθητή του, τον Τίτο, ο οποίος ανέλαβε το δύσκολο έργο της οργάνωσης της
κρητικής Εκκλησίας. Ήταν και ο Τίτος ένας από τους ανθρώπους που ήταν
παρόντες στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της Πεντηκοστής, δηλαδή την ημέρα
ίδρυσης της Εκκλησίας, όταν το Άγιο Πνεύμα κατήλθε στους συναθροισμένους
Αποστόλους «εν είδει πυρίνων γλωσσών», όπως γράφει ο Ευαγγελιστής
Λουκάς στις «Πράξεις των Αποστόλων» (2,3). Τη μεγάλη αυτή μέρα στα
Ιεροσόλυμα βρίσκονταν και Κρητικοί, οι οποίοι προφανώς μετέφεραν στην
Κρήτη την πρωτόγνωρη εμπειρία της καθόδου του Πνεύματος. Έτσι η Κρήτη
έχει το μεγάλο προνόμιο να συνδέεται, και πριν ακόμη από την ίδρυση της
κρητικής Εκκλησίας, με τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας του Χριστού. Μετά
την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο η Εκκλησία της Κρήτης οργανώθηκε σε ιδιαίτερη
Μητρόπολη και έκτοτε οι δεσμοί της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο
υπήρξαν ακατάλυτοι, πλην της σκοτεινής περιόδου της Αραβοκρατίας.
Μάλιστα εκπρόσωποί της έλαβαν μέρος στις Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ και
Ζ΄Οικουμενικές Συνόδους. Κρητικοί ήταν και οι Οικουμενικοί Πατριάρχες
Αθανάσιος Πατελλάρος, Κύριλλος Λούκαρις, Μελέτιος Πηγάς (τοποτηρητής του
Οικουμενικού θρόνου) και Μελέτιος Μεταξάκης. Αυτή η σχέση της Κρήτης με
τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, που έχει τις ρίζες της βαθιά στο
ιστορικό παρελθόν, συνετέλεσε, ώστε πάντοτε η Κρήτη να είναι η αγαπημένη
θυγατέρα της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, μια σχέση που
συνέβαλε τα μέγιστα στη διατήρηση της ελληνικότητας και της Ορθοδοξίας
στο νησί. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι η επιλογή της μεγαλονήσου για τη
σύγκληση της Συνόδου αποτελεί μια συνέχεια της αποστολικότητας και του
οικουμενικού πνεύματος της Εκκλησίας της Κρήτης καθώς και της ιδιαίτερης
τιμής και αγάπης που απολαμβάνει από μέρους του Πατριαρχείου και του
Οικουμενικού Πατριάρχη ιδιαίτερα.
Όμως η επιλογή της Κρήτης έχει και μια
ιδιαίτερα συμβολική αξία. Η Κρήτη βρίσκεται στο κέντρο της Ανατολικής
Μεσογείου, απέχουσα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο περίπου απέχει
από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και
Αντιοχείας. Η κεντρική αυτή γεωγραφική της θέση την καθιστά
σημείο συνάντησης του Βορρά με το Νότο, της Ανατολής με τη Δύση. Εδώ, σ’
αυτό το κομβικό γεωγραφικό σημείο επέλεξαν να συναντηθούν οι Ορθόδοξες
Εκκλησίες, για να πραγματοποιηθεί αυτό που λέγει ο ιερός υμνογράφος σε
ένα τροπάριο του αναστάσιμου Κανόνα: ἰδοὺ ἥκασί σοι, θεοφεγγεῖς ὡς
φωστῆρες, ἐκ δυσμῶν καὶ βορρᾶ, καὶ θαλάσσης, καὶ ἑῴας τά τέκνα σου».
Δηλαδή: «Να, ήλθαν σαν τα άστρα, με θεϊκό φως φωτισμένα, τα παιδιά σου
από τη Δύση και το Βορρά και τη θάλασσα και την Ανατολή». Η Κρήτη, που
παρά τις ιστορικές της περιπέτειες διατήρησε την ορθόδοξη πίστη της
αλώβητη στους αιώνες, ήταν και αποκαλύπτεται ξανά όχι μόνο ως χώρος
ιερός και άγιος αλλά και ως χώρος ενότητας και καταλλαγής, ως τόπος επί
του οποίου μπορεί να εδράζεται σταθερά η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο ήλιος της,
τα ψηλά της βουνά, στεντόρειοι κήρυκες του υψηλού και ηρωικού ήθους που
εμπνέει, οι θάλασσές της, τα μοναστήρια της, τα φρούριά της, η ιστορία
της, η μοναδικότητα του πολιτισμού της, όλα την αναδεικνύουν ως τον τόπο
που σε τούτη τη δύσκολη για την ανθρωπότητα εποχή ήταν ο πιο κατάλληλος
για να γίνει ο ανάδοχος του μεγαλύτερου για την Ορθοδοξία γεγονότος της
χιλιετίας που πέρασε.
Πέραν όλων αυτών, είναι πολύ σημαντικό
το γεγονός ότι η Κρήτη βρέθηκε εκείνες τις ημέρες στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος όλων των χριστιανών της υφηλίου. Μεγάλα μέσα
ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, παρακολούθησαν τη Σύνοδο και
έστειλαν εικόνες από τη μεγαλόνησο σε όλο τον κόσμο, γεγονός που
αποτελεί την καλύτερη διαφήμιση για την ιστορία, τον πολιτισμό και τις
ομορφιές της.
Έζησε η Κρήτη εκείνες τις ημέρες όχι απλώς μια μεγάλη ιστορική στιγμή
αλλά μια νέα Πεντηκοστή. Διότι, αν σε κάθε Σύνοδο τον πρώτο λόγο δεν τον
έχουν οι άνθρωποι αλλά το ίδιο το Πνεύμα που κατευθύνει και συνέχει την
Εκκλησία, τότε και στο κέντρο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου βρίσκεται
το ίδιο Άγιο Πνεύμα που επεφοίτησε κατά την ημέρα της Πεντηκοστής στους
Αποστόλους και δι’ αυτών συγκρότησε το θεσμό της Εκκλησίας. Έτσι η Κρήτη
γράφτηκε στις δέλτους της ιστορίας της Εκκλησίας ως ο χώρος της πρώτης
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των νεοτέρων χρόνων και ως τέτοια θα
παραμείνει στους αιώνες, όπως ακριβώς αιώνια παρέμειναν τα ονόματα των
πόλεων, όπου έλαβαν χώρα οι Οικουμενικές Σύνοδοι: της Νίκαιας, της
Εφέσου, της Χαλκηδόνας, της Κωνσταντινούπολης.