Δρ. Σταύρος Γιανκάζογλου, Α Συμβούλου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων
Δημοσιεύτηκε στη «Σύναξη» 140 (2016), σσ. 56-61.
Η Σελίδα Panorthodox Synod ευχαριστεί το περιοδικό Σύναξη (http://www.synaxi.gr/), για την παραχώρηση
DR. STAVROS YANGAZOGLOU, ADVISOR AT THE MINISTRY OF EDUCATION AND RELIGIOUS AFFAIRS, AFTER THE HOLY AND GREAT COUNCIL OF ORTHODOX CHURCH
Ύστερα από πενήντα και πλέον έτη θεολογικής ανανέωσης, εκκλησιολογικής έρευνας, στοχασμού και αναζήτησης της ενότητας σε διορθόδοξο και οικουμενικό πλαίσιο, χρειάζεται να αναρωτηθούμε τόσο για το μετέωρο βήμα της σύγχρονης Ορθοδοξίας όσο και κυρίως για την περί Εκκλησίας και συνοδικότητας αντίληψή μας. Κατά την ορθόδοξη εκκλησιολογία, οι κατά τόπους Εκκλησίες ως αυτοτελείς εκκλησιαστικές κοινότητες δεν είναι ανεξάρτητες και άσχετες μεταξύ τους. Η οργανική τους ενότητα και αλληλοπεριχώρηση πραγματώνεται με τον συνοδικό θεσμό που, δίχως να συνιστά μία δομή υπεράνω των τοπικών Εκκλησιών, συνδέει τις κατά τόπους Εκκλησίες, υπερβαίνοντας έτσι τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας οργάνωσης. Κάθε τοπική Εκκλησία, για να έχει εκκλησιολογική πληρότητα, δεν αρκείται μόνο στην υπό τον επίσκοπο ευχαριστιακή σύναξη, αλλά οφείλει να είναι σε πλήρη κοινωνία με τις υπόλοιπες τοπικές Εκκλησίες ανά τον κόσμο. Έτσι κάθε επίσκοπος που εκλέγεται και χειροτονείται συνοδικά αλλά και μετέχει στη σύνοδό του ως επικεφαλής μιας τοπικής Εκκλησίας αποτελεί τον σύνδεσμο της τοπικής με την Εκκλησία ανά την οικουμένη.
Ο συνοδικός θεσμός που προκύπτει από την ευχαριστιακή πράξη και εμπειρία, ως αντανάκλαση της κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδος, αντιτίθεται προς κάθε πνευματοκρατορική αποδόμηση του Σώματος της Εκκλησίας, προς κάθε αντιιεραρχικό εξισωτισμό, όπως και προς κάθε μοναρχικό ολοκληρωτισμό. Στην πορεία της μέσα στην ιστορία συχνά και αναπόφευκτα συσκοτίζεται η αλήθεια και η ενότητα της Εκκλησίας, όταν ορισμένα μέλη της υποκύπτουν στις σκοπιμότητες και στις επιδιώξεις ενός θρησκευτικού, δηλαδή, εγκλωβισμένου στην ιστορία κοσμικού θεσμού. Οι αιρέσεις και τα σχίσματα, οι έριδες των πρωτείων, οι πολιτικές και εθνικιστικές φιλοδοξίες, η γραφειοκρατική ιεραρχία, τα άσχετα από την ευχαριστιακή εμπειρία αξιώματα και οι λοιπές παραμορφώσεις στην εκκλησιολογία, δεν συνιστούν παρά την ιστορική σάρκα της Εκκλησίας, τη θρησκευτική έκπτωση και αλλοτρίωση ορισμένων μελών της. Παρ’ όλες τις κακοήθειες της ιστορίας, μόνιμος και σταθερός παραμένει ο προσανατολισμός της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας που προσδοκά έντονα και ήδη βιώνει τα έσχατα της Βασιλείας, πέρα από τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, στην ευχαριστιακή λατρεία, δομή και συνοδική διάρθρωσή της.
Είναι γεγονός ότι ιστορικοί λόγοι δεν επέτρεψαν τους τελευταίους αιώνες να υπάρξει σε διορθόδοξο επίπεδο μία συνοδική διαδικασία, πέραν των ειρηνικών επισκέψεων και της ανταλλαγής εόρτιων επιστολών μεταξύ των προκαθημένων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ωστόσο, οι νέες ιστορικές συνθήκες, η Οικουμενική Κίνηση του 20ου αι., καθώς και οι ραγδαίες αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο διαμόρφωσαν πλέον τη δυνατότητα αλλά και την ανάγκη κοινής έκφρασης και συναντίληψης σε μια σειρά από διορθόδοξα και οικουμενικά ζητήματα. Πρόκειται για τα θέματα που άρχισαν να συζητούνται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και ύστερα από αλλεπάλληλες πανορθόδοξες συνδιασκέψεις αποτέλεσαν τα τελικά και επίσημα κείμενα των αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Από τον αρχικό ενθουσιασμό των ορθοδόξων για την πραγματοποίηση μιας καίριας θεολογικής και εκκλησιαστικής μαρτυρίας στον σύγχρονο κόσμο, η γραφειοκρατική διεκπεραίωση του όλου εγχειρήματος οδήγησε τελικά στην ωρίμανση έξι θεμάτων. Αν κανείς εξετάσει κάθε ένα από αυτά τα θέματα, πώς ξεκίνησε αρχικά και πώς κατέληξε, θα διαπιστώσει ότι συχνά έγιναν εκπτώσεις και περικοπές στον θεολογικό και ανανεωτικό χαρακτήρα των αρχικών κειμένων, κατόπιν πιέσεων από ορισμένες τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες με τη σειρά τους πιέζονταν από συντηρητικές και ζηλωτικές κινήσεις στους κόλπους τους. Το γεγονός αυτό σχετίζεται άμεσα με την εκκλησιολογική κατάσταση της σύγχρονης Ορθοδοξίας, για την οποία κάναμε λόγο σε προηγούμενο σημείωμά μας (Σύναξη 133, σσ. 67-69). Η ολοένα και περαιτέρω περιθωριοποίηση των εκκλησιαστικών κοινοτήτων στον δημόσιο χώρο των σύγχρονων κοινωνιών στις ορθόδοξες κατά παράδοση χώρες επιτείνει την εκκλησιολογική εσωστρέφεια και διαμορφώνει συνθήκες που άλλοτε ευνοούν τον εκκλησιαστικό ιεραρχικό δικανισμό και άλλοτε τον θρησκευτικό και ζηλωτικό ατομισμό. Η εσωστρέφεια της σύγχρονης Ορθοδοξίας σχετίζεται κυρίως με το γεγονός ότι από τη νεωτερικότητα και εξής διαμορφώθηκαν όχι απλώς τοπικές αλλά κυρίως εθνικές Εκκλησίες. Οι ιδιάζουσες για κάθε τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία ιστορικές συγκυρίες μετέφεραν το εκκλησιολογικό αυτό πρόβλημα, ως μη όφειλε, τόσο στη λεγόμενη Ορθόδοξη Διασπορά όσο και στην ιεραποστολή, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την ενότητα, την οικουμενικότητα και τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο.
Αντίβαρο στον ιδιότυπο αυτό εθνικισμό και στην ιδεολογική εσωστρέφεια, που αγγίζει κάθε πτυχή της εκκλησιαστικής ζωής, αποτελούν σταθερά οι πρωτοβουλίες και οι εργώδεις προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες οδήγησαν εν τέλει τις 10 από τις 14 κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες στη διεξαγωγή της Πανορθόδοξης Συνόδου, τη σύγκλιση της οποίας χρόνια περιμέναμε. Και όταν ο καιρός επέστη, η απουσία της Εκκλησίας της Ρωσίας, η οποία συμπαρέσυρε και τις Εκκλησίες της Βουλγαρίας, Γεωργίας και Αντιοχείας, επιβεβαίωσε έμπρακτα το έλλειμα ενότητας αλλά και τον αναδυόμενο εθνικιστικό ή γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Από τα κείμενα-αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επισημαίνουμε κυρίως δύο: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω» και «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Η πλέον δύσκολη φάση της Πανορθόδοξης Συνόδου υπήρξε ομολογουμένως η συζήτηση του κειμένου για τις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Η αρχική διατύπωση της Γ΄ Προσυνοδικής Διάσκεψης (Σαμπεζύ 1986) δήλωνε ότι «Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως ούσα η μία αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, έχει πλήρη συνείδησιν της ευθύνης αυτής διά την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, αναγνωρίζει την πραγματικήν ύπαρξιν όλων των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Η Απόφαση της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης (Σαμπεζύ 2015) στο άρθρο 6 ανέφερε: « Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς». Ύστερα από έντονη συζήτηση, στην οποία πρωτοστάτησε η Εκκλησία της Ελλάδος, έγινε αποδεκτή η πρόταση «Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Η σύλληψη της διατύπωσης αυτής υπονοεί ότι άλλο πράγμα είναι η ιστορική ύπαρξη και άλλο η ιστορική ονομασία. Η Ρωμαιοκαθολική δεν είναι – έστω και σε κατάσταση σχίσματος ή διαίρεσης – αλλά απλώς ονομάζεται Εκκλησία. Το όλο ζήτημα δείχνει να αποτελεί μια συμβολική απλώς υπόμνηση ότι πέραν της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν υφίστανται άλλες Εκκλησίες. Ωστόσο, η ίδια η απόφαση λίγο πιο κάτω κάνει λόγο για «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και για «Ετερόδοξες Χριστιανικές Εκκλησίες» (16), και κυρίως επισημαίνει την ανάγκη συνέχισης του θεολογικού διαλόγου πάντοτε «ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως» με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κίνησης (άρθρα 20-21). Για τον σκοπό αυτό, μολονότι αξιολογεί θετικά τα θεολογικά βήματα που ήδη έγιναν στην Οικουμενική Κίνηση για την προσέγγιση των χριστιανών με την καίρια συμβολή και ορθοδόξων θεολόγων, η σύνοδος αποφαίνεται ότι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως, διότι αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καί Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Αν αυτό το τελευταίο αφορά τη στάση της Ορθοδοξίας κυρίως έναντι του προτεσταντικού κόσμου, η κατάσταση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι αρκετά διαφοροποιημένη. Με την τελευταία εδώ και αρκετά έτη η Ορθόδοξη Εκκλησία, ύστερα από την άρση των αναθεμάτων, διεξάγει συστηματικά έναν υπεύθυνο θεολογικό διάλογο επί ίσοις όροις, ανταλλάσσονται εόρτια γράμματα και πραγματοποιούνται επισκέψεις και συναντήσεις μεταξύ των προκαθημένων Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Από μια σκοπιά, η επιμονή να αναγνωριστεί η ιστορική ονομασία και όχι η ιστορική ύπαρξη μοιάζει ως μια επάνοδος του νομιναλισμού, ως ηθελημένη άρνηση μιας ιστορικής πραγματικότητας. Πίσω όμως από αυτή τη διατύπωση ενδεχομένως μπορεί να οχυρωθεί μια ολόκληρη ζηλωτική στάση, η οποία με το πρόσχημα κατοχής της αλήθειας, αρνείται σταθερά να διαλεχθεί με τη δυτική χριστιανική παράδοση και τον ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο.
Ακόμη και με τη διατύπωση αυτή, η οποία έγινε αποδεκτή χάριν της τελικής ομοφωνίας και της ενότητας, οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν αρνούνται τον διάλογο με τους ετεροδόξους. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην εγκύκλιο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ή οφείλει να είναι μαρτυρία εν διαλόγω: «Ἡ Ἐκκλησία ἐπιδεικνύει εὐαισθησίαν ἔναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μετ’ αὐτῆς κοινωνίαν καί ἐνδιαφέρεται δι’ ὅσους δέν κατανοοῦν τήν φωνήν της. Ἐν τῇ συνειδήσει αὐτῆς ὅτι ἀποτελεῖ τήν ζῶσαν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ κόσμῳ, μετατρέπει εἰς συγκεκριμένας πράξεις τήν θείαν Οἰκονομίαν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῆς μέσων, διά τήν ἀξιόπιστον μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας, ἐν τῇ ἀκριβείᾳ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό τῆς κατανοήσεως τοῦ χρέους μαρτυρίας καί προσφορᾶς, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνέκαθεν προσέδιδε μεγάλην σημασίαν εἰς τόν διάλογον, ἰδιαιτέρως δέ εἰς ἐκεῖνον μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς. Διά μέσου τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, ὁ λοιπός χριστιανικός κόσμος γνωρίζει πλέον καλύτερα τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν γνησιότητα τῆς παραδόσεως αὐτῆς. Ἐπίσης γνωρίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τόν θεολογικόν μινιμαλισμόν ἤ τήν ἀμφισβήτησιν τῆς δογματικῆς παραδόσεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους της. Οἱ διαχριστιανικοί διάλογοι ἐλειτούργησαν ὡς εὐκαιρία διά τήν Ὀρθοδοξίαν, διά νά ἀναδείξῃ τό σέβας πρός τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων καί διά νά δώσῃ τήν ἀξιόπιστον μαρτυρίαν τῆς γνησίας παραδόσεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας, ἑδραζομένη ἐπί τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος «Ἔρχου καί ἴδε» (Ἰωάν. α’, 46), ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. δ’, 8)».
Τέλος και σε συνέχεια της αντίληψης ότι η Ορθοδοξία οφείλει να μαρτυρεί την αλήθεια της εν διαλόγω και όχι να περιχαρακώνεται σε κλειστοφοβικές εσωστρέφειες και να αποδρά από την ιστορία, στο άρθρο 22 καταδικάζονται οι διάφορες ζηλωτικές και φονταμενταλιστικές κινήσεις οι οποίες με πρόφαση την προάσπιση της γνήσιας Ορθοδοξίας καταλύουν την ενότητα της Εκκλησίας. «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)». Το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο, καθόσον παρόμοιες ζηλωτικές τάσεις καλλιέργησαν ένα σχεδόν τοξικό κλίμα τόσο πριν την διεξαγωγή όσο και μετά το πέρας των εργασιών της, κάνοντας λόγο για ληστρική σύνοδο και επικρίνοντας την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο με τις πλέον απίθανες κατασκευές και θεωρίες συνομωσίας.
Αν όμως θέλουμε να είμαστε τίμιοι με την Ορθοδοξία, τότε χρειάζεται να πούμε ότι και η πορεία προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, παρά τις άοκνες και εργώδεις προσπάθειες που κατέβαλαν συγκεκριμένες θεολογικές προσωπικότητες και τοπικές Εκκλησίες, ακολούθησε ένα εν πολλοίς γραφειοκρατικό πρότυπο οργάνωσης. Συνάμα, δεν καταβλήθηκε προσπάθεια ενημέρωσης και διαλόγου με το πλήρωμα κάθε τοπικής Εκκλησίας, αλλά το όλο εγχείρημα κρατήθηκε στο ακαδημαϊκό επίπεδο των ειδημόνων. Αδήριτη και επιτακτική προβάλλει η ανάγκη ενημέρωσης του πληρώματος της Εκκλησίας όχι απλώς με φυλλάδια προς τον λαό, αλλά με την αναζωπύρωση της συμμετοχής και του ενεργού ρόλου κληρικών και λαϊκών στα διορθόδοξα αυτά ζητήματα. Η δε λειτουργία της συνοδικότητας δεν μπορεί πλέον να γίνεται δικανικά και ιεραρχικά με τη συμμετοχή επισκόπων οι οποίοι δεν εκπροσωπούν το πλήρωμα της τοπικής τους Εκκλησίας, αλλά απλώς τις ατομικές ή συλλογικές απόψεις των ιεραρχών μιας τοπικής Εκκλησίας ερήμην των μελών του όλου σώματος, του κλήρου και του λαού. Δίχως αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε και η ίδια η αποδοχή των αποφάσεων μιας συνόδου.
Πέρα από το αισιόδοξο μήνυμα της «προς τον Ορθόδοξο λαό και κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως», η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ελπίζουμε και αναμένουμε να επανεκκινήσει τη συνοδικότητα σε πανορθόδοξο επίπεδο στον 21ο αιώνα με νέες μορφές συνοδικών διαδικασιών, να καταστεί επαναλαμβανόμενος θεσμός εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και κάτι πολύ σπουδαιότερο: να αναζωογονήσει τη συνοδικότητα σε όλα τα πεδία της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και να εκφράσει εμπνευσμένα τη μαρτυρία και παρέμβαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα προβλήματα του ανθρώπου και του σύγχρονου κόσμου.
Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί στις ημέρες μας η συνοδικότητα στο επίπεδο της ενορίας και της επισκοπής στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες φανερώνει ποικίλα ελλείμματα και μια σταδιακή συρρίκνωση ή ενίοτε και έκλειψη του συνοδικού πνεύματος. Ο συγκεντρωτικός τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας της ενορίας και της επισκοπής δείχνουν έναν ακρωτηριασμό της συμμετοχής και της ευθύνης των λαϊκών ως μελών της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας. Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία, μακράν από οποιαδήποτε απολιθωμένη και νεορομαντική έννοια της λατρευτικής παράδοσης, οφείλει να αναδείξει τους λόγους παραγκωνισμού του λαϊκού σώματος στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και να οδηγήσει στην υπέρβασή τους. Τα προβλήματα της σύγχρονης Ορθοδοξίας, όπως είναι ο επισκοπομονισμός και η αποξένωση του λαϊκού σώματος από τη ζωή και τη διοίκηση της Εκκλησίας, ο ευσεβισμός και ο συντηρητισμός, η ομολογιακή ιδεολογικοποίηση της Ορθοδοξίας, ο εθνικισμός και η καθεστωτική αντίληψη στις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους απαιτούν άμεσο και αποφασιστικό επαναπροσανατολισμό της Εκκλησίας και της θεολογίας. Και η εν λόγω στόχευση δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί παρά μόνον με την ευχαριστιακή ανασυγκρότηση της εκκλησιολογίας.
Για να γίνει αυτό εφικτό χρειάζεται μια νέα ώσμωση μεταξύ θεολογίας και Εκκλησίας, μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου. Ο εκκλησιασμός της θεολογίας και η εκθεολόγηση της λατρευτικής και ποιμαντικής πράξης της Εκκλησίας δεν είναι περιττή πολυτέλεια αλλά ζωτική ανάγκη και μαρτυρία, για να ζήσει ο κόσμος.