Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

ΨΗΛΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ

Δρ.. π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, Δημοσιεύτηκε στη «Σύναξη» 140 (2016), σσ. 62-66.
Η Σελίδα Panorthodox Synod ευχαριστεί το περιοδικό Σύναξη (http://www.synaxi.gr/), για την παραχώρηση
FR NIKOLAOS LOUDOVIKOS, PROFESSOR OF UNIVERSITY ECCLESIASTICAL ACADEMY OF THESSALONIKI, TOUCHING THE SYNODALITY
    Με δισταγμό  αποδέχθηκα την  πρόταση της Σύναξης να χαράξω μερικές «γραμμές αποτίμησης της γενομένης  «Αγίας και Μεγάλης’ Συνόδου. Και τούτο διότι οτιδήποτε σχεδόν προτάθηκε από τον ακαδημαϊκό θεολογικό κόσμο πρό της Συνόδου αφανίσθηκε   μέσα στις  αστραπιαίως διεξαχθείσες   συνεδρίες της. Και το κακό δεν είναι μόνον πως ούτε Κανονολόγοι, ούτε Δογματολόγοι, ούτε Ιστορικοί, «άνδρες διαλέξεων έμπειροι, εκείνοις (δηλ. τοις επισκόποις) βοηθείν λόγοις σπουδάζοντες» (Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ι, PG, 67,912),  εκλήθησαν να ομιλήσουν, έστω ακροθιγώς, για τα «προαποφασισθέντα», από ολίγιστους, και συχνά μη-ειδικούς, «αντιπροσώπους», στην  αχανή διάρκεια της τελευταίας εκατονταετίας, μέσω  αποσπασματικών και αδημοσίευτων προσυνοδικών αποφάσεων – οι οποίες μάλιστα «επικαιροποιήθηκαν» τελευταίως , με πλήρη άγνοια πάντων, κληρικών τε και λαϊκών, ειδικών τε και αδαών. Το κακό είναι  κυρίως πως οι αδίκως απόντες, όταν είδαν τα παραχθέντα κείμενα,  αισθάνθηκαν (μετά λύπης παρά ταύτα) πως τα κείμενα αυτά ολίγο απαντούν στα πραγματικά προβλήματα της Εκκλησίας σήμερα.
    Όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να πω σε κρατικό τηλεοπτικό κανάλι, άμα τη ενάρξει της Συνόδου, συνοψίζοντας την σχετική Πατερική και ιστορική πείρα των  Ορθοδόξων, από τους Καππαδόκες  ως τον Φλορόφσκι, οι αρχές που διέπουν την συνοδική λειτουργία  στην Εκκλησία κρυσταλλώνονται, νομίζω, καταρχήν σε τέσσερις. Πρώτον, καμιά Σύνοδος δεν έχει δικαίωμα να ισχυρίζεται εκ των προτέρων δι’εαυτήν ότι είναι έγκυρη, οικουμενική, Αγιοπνευματική, αληθής και βεβαία . Η Σύνοδος διεξάγεται μετά συντριβής και φόβου, ως επίκληση  επεκτείνουσα την Ευχαριστιακή επίκληση της Εκκλησίας, για να συντονισθεί η προσευχόμενη συνείδηση των μετεχόντων, προς την κλήση του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο κάτι έχει να πει «ταις Εκκλησίαις» – και  όχι μετά  προδιαγεγραμμένης  βεβαιότητας, έστω και αν τα κείμενα είναι «προαποφασισμένα» (από ποιους; Και γιατί οι αποφάσεις των όποιων ολίγων οφείλουν ανυπερθέτως να γίνουν στάσεις και πεποιθήσεις της Εκκλησίας; Και σε τι χρειάζεται μια Σύνοδος που πρόκειται να παραμείνει ουσιωδώς βουβή, επιφέροντας, έστω, ελάχιστες τροποποιήσεις σε κείμενα μη συνοδικώς αποφασισθέντα;). Η Σύνοδος διεξάγεται πάντοτε εκείνη την στιγμή  ως κοινή και ειλικρινής κοινή δέηση και προσμονή – ανεξαρτήτως προϋπαρχόντων ή όχι κειμένων – και δεν αποτελεί ευτυχή σύναξη βεβαιωμένων για την  πληρότητα της όποιας αλήθειας τους συνδαιτυμόνων. Δεύτερον, η Εκκλησία υπέρκειται των συνόδων, και αυτή αποφασίζει, πάντα εκ των υστέρων, για το ποια σύνοδος τελικά την εκφράζει. Έτσι, από τις εκατοντάδες των γενομένων συνόδων, ελάχιστες είναι οι έγκυρες και οι οικουμενικές. Μετ’ εκπλήξεως  ακούσαμε, ολίγο προ της συνόδου, κάποιον αρχιδιάκονο να επιτάσσει πως οι απούσες  της Συνόδου αυτοκέφαλες Εκκλησίες οφείλουν πάραυτα, παρά την απουσία τους, να εκτελέσουν ανυπερθέτως τα προστάγματα της Συνόδου. Για  όποιους λόγους και να συνέβη η απουσία των απόντων, μια δήλωση σαν την παραπάνω θα είχε πιθανώς την θέση της σε μια σύνοδο του… πάλαι ποτέ  ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά όχι σε μια γενική Σύνοδο της Εκκλησίας.
Τρίτον, η Σύνοδος δεν λέγει τα δικά της , ούτε ακολουθεί την γραμμή ενός και μόνου  θεολόγου ( πολλώ μάλλον εάν οι θέσεις  του εν λόγω θεολόγου έχουν δεινώς επικριθεί  από πλειάδα άλλων εγκρίτων θεολόγων). Κατά την προσφυή διατύπωση  της ΙΗ΄ Πράξεως της 6ης Οικουμενικής Συνόδου, που επαναλαμβάνει παρεμφερείς διατυπώσεις και άλλων Οικουμενικών Συνόδων,  «τη των αγίων δε και εκκρίτων πατέρων απλανώς  και ευθεία τρίβω κατακολουθήσασα (ενν.: η Σύνοδος) ταις αγίαις και οικουμενικαίς συνόδοις εν άπασιν ευσεβώς ομοφώνησεν» (Mansi, 11,632).   Η Σύνοδος λοιπόν αναζητά εμφανώς και διαπύρως  το θεολογικό consensus των εγκρίτων θεολόγων της Εκκλησίας. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, αίφνης, στην Ε΄ Οικουμενική σύνοδο  (Πράξις Γ, παρ.4,4) οι «έκκριτοι πατέρες» κατονομάζονται: Αθανάσιος (ο Μέγας), Ιλάριος (Πικταβίου), Βασίλειος (ο Μέγας), Γρηγόριος ο Θεολόγος , Γρηγόριος Νύσσης, Αμβρόσιος (Μεδιολάνων), Αυγουστίνος, Θεόφιλος (Αλεξανδρείας), Ιωάννης Κων/πόλεως (ο Χρυσόστομος), Κύριλλος (Αλεξανδρείας), Λέων (Ρώμης), Πρόκλος (Κων/πόλεως). Το ίδιο συμβαίνει και στην Γ΄  Οικουμενική  (Mansi 4, 1184 κ.ε.), και σε όλες  γενικά  τις  Οικουμενικές Συνόδους, μέχρι και την ενάτη, όπου μάλιστα αυτό έγινε κατά κόρον. Αυτό δε που ιδιαίτερα με συγκινεί προσωπικά είναι οι διάσπαρτες  στα συνοδικά πρακτικά ‘εισηγήσεις αγνώστων’ (βλ. για παράδειγμα στην Ε΄ Πράξη της πέμπτης Οικ. Συνόδου παραπάνω). Πρόκειται για μη περιφανείς θεολόγους, των οποίων οι εισηγήσεις παραταύτα θεωρήθηκε απαραίτητο όχι μόνον να ακουσθούν αλλά και να απομνημειωθούν στα Πρακτικά, σε μια πράξη σπάνιας , συνοδικής ακριβώς θεολογικής ευαισθησίας , της οποίας ούτε τα ίχνη δεν έχουν απομείνει σήμερα. Κανένα απολύτως όνομα «εκκρίτου» θεολόγου, αρχαίου ή, ιδίως, νεωτέρου, δεν πέρασε στα συνοδικά κείμενα (εννοώ, πλην των Πατέρων, τα τίμια ονόματα ανθρώπων όπως οι Φλωρόφσκι,  Λόσσκι,  Στανιλοάε,  Μπουλγκάκοφ,  Ρωμανίδης,  Πόποβιτς,  Σωφρόνιος Σαχάρωφ,  Νέλλας,  Καρμίρης,  Τρεμπέλας και άλλοι, ανεξαρτήτως του αν συμφωνούμε θεολογικά μαζί τους απόλυτα ή όχι – και βέβαια ούτε λόγος για νεώτερους   θεολόγους ζώντες και εργαζομένους σήμερα). Με τον τρόπο αυτό η Σύνοδος έδωσε την εντύπωση (εντελώς και απολύτως αντίθετα, για παράδειγμα, από την Β΄ Βατικανή), και παρά τα «προαποφασισθέντα» κείμενα, μιας  αβαθούς  θεολογικής  απόφανσης, που αγνοεί και θέλει να αγνοεί  τάσεις, γνώμες, ενστάσεις, κριτικές, αλλά και εμπνεύσεις και προτάσεις, που συμβαίνουν και διαδραματίζονται μέσα σ’ αυτήν την  Εκκλησία την οποία καλείται να εκφράσει, ωσάν να μην συνέβησαν και συμβαίνουν πολυσήμαντες θεολογικές διεργασίες  μέσα στην  Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τον τελευταίο αιώνα . Η Σύνοδος όμως λαμβάνει κύρος και consensus έτσι και μόνον έτσι – αλλιώς παράγει μη πλήρως πειστικά και ριζικά κείμενα.
Τέταρτον, συνδεόμενο με τα παραπάνω, είναι το μυστήριο της αποδοχής μιας Συνόδου από την Εκκλησία. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι η αποδοχή είναι αναπόσπαστο μέρος της αλήθειας μιας συνόδου και όχι απλώς πιθανό και δευτερεύον χαρακτηριστικό. Πρέπει επίσης να συνειδητοποιηθεί πως η αποδοχή δεν επιτυγχάνεται μέσω πιέσεων ή πολιτικών συναλλαγών, αλλά ελεύθερα και εν χρόνω, καθότι αποτελεί σημείο του Πνεύματος και όχι απλώς  λιγότερο ή περισσότερο επιτυχές ανθρώπινο κατόρθωμα. Αλλά  η αποδοχή  έχει να κάνει ακριβώς  με το επιτευχθέν consensus, το οποίο όπως  ελέχθη, επιτυγχάνεται μόνον με την επίμονη  θεολογική συζήτηση και αναμόχλευση του έργου συγκεκριμένων θεολόγων, αρχαίων και νεωτέρων,  σε σχέση με τα πραγματικά προβλήματα, και την  ακολουθούσα συμφωνία, η οποία, τότε και μόνον τότε, θα γίνει ίσως τελικά  αποδεκτή από την Εκκλησία. Και εδώ η στάση μας παραμένει  ταπεινά επικλητική, δίδοντας λόγο «παντί τω αιτούντι»,  διότι αλλιώς ίσως  προξενήσουμε σχίσμα, δικαιώνοντας τον φόβο Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος συμβούλευε «πάντα σύλλογον φεύγειν επισκόπων, ότι μηδεμιάς συνόδου τέλος είδον χρηστόν, μηδέ λύσιν κακών μάλλον εσχηκυίας ή προσθήκην. Αεί γαρ φιλονεικίαι και φιλαρχίαι» (επιστ. 130). Η όντως Σύνοδος αποτελεί καρπό συνεργίας και προσφέρεται ως δώρο του Αγίου Πνεύματος στην  Εκκλησία , υπό αυστηρές πνευματικές προϋποθέσεις…
Ας δούμε τώρα και μια σειρά ενδεικτικών και μόνο ειδικότερων θεμάτων, τα οποία ανέκυψαν στην συγκεκριμένη Σύνοδο, ως συνέπειες του ίδιου του τρόπου σύλληψης και διεξαγωγής της.  Ομιλώ  καταρχήν λοιπόν και κυρίως για τη θεολογική στοιχείωση των κειμένων. Για παράδειγμα, δυσανασχετούν πολλοί σήμερα εναντίον αυτών που, σκανδαλισθέντες από το γράμμα των συνοδικών διατυπώσεων οι οποίες αποκαλούν τις άλλες Ομολογίες «Εκκλησίες», παράγουν θόρυβο και κείμενα ενάντια στον «Οικουμενισμό»  της Συνόδου, φθάνοντας να προτείνουν αντιδράσεις ακραίες. Διαφωνώ και εγώ προσωπικά με τις αντιδράσεις αυτές, όμως είναι και τα θεολογικώς  μάλλον πρόχειρα σχετικά  συνοδικά κείμενα υπεύθυνα για τούτο, κυρίως μάλιστα αυτά. Σε  περίπτωση που τα κείμενα είχαν ουσιαστικότερο θεολογικό περιεχόμενο, θα περιείχαν, στο σημείο αυτό, σειρά πατερικών κειμένων, από τον  Καβάσιλα , μέχρι τον Μάρκο Ευγενικό, τον Σχολάριο, και τον άγιο Νεκτάριο ακόμη, που δεν θα παραθέσω εδώ τώρα και που αποκαλούν τους Λατίνους «Εκκλησία», για λόγους θεολογικής ευπρέπειας. Από την άλλη όμως, θα όφειλε να γίνει ειδική αναφορά στην σταθερή άρνηση, αίφνης, των ίδιων των Ρ/Καθολικών να θεωρήσουν την Ορθοδοξία ως πλήρη και πραγματική Εκκλησία, ακριβώς επειδή αυτή, παρά το ότι έχει το Βάπτισμα  και την Ευχαριστία, δεν είναι ενωμένη με τον Ρωμαίο Ποντίφικα, και συνεπώς στερείται της πληρότητας της χάριτος. Και καθώς  μάλιστα αυτά είναι δημοσιευμένα   σε σοβαρότατα Ρ/Καθολικά κείμενα, όπως  το Unitatis Redintegratio της Β’ Βατικανής και το  Dominus Jesus του 2000, και συνοδεύονται από μια τεράστια θεολογική στήριξη, που θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία όχι ως πλήρη Εκκλησία, αλλά ως ευρισκόμενη, κατά τον Τillard, για παράδειγμα, «στο κατώφλι της Εκκλησίας» (στο έργο του Church of Churches. The Ecclesiology of Communion, Liturgical Press, σ. 313)  –   θα  περίμενε λοιπόν κανείς η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος να έχει κάποια απάντηση έτοιμη, ή  και να ζητούσε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, (οι οποίες  ακόμη κι αν σημαίνουν για τους Ρ/Καθολικούς  κάποια μικρή πρόοδο, πόρρω απέχουν από την  Ορθόδοξη εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία) κάποια ελάχιστα θεολογικά ανταλλάγματα, προκειμένου να συνεχίσει να αναφέρει πιστώς και  αδιαλείπτως τον Καθολικισμό ως Εκκλησία. Δεν φταίει λοιπόν μόνον ο «φονταμενταλισμός»…
    Δεύτερον, το ζήτημα του ποιοί παρίστανται, ποιοί ομιλούν  και ποιοί και πώς ψηφίζουν στη Σύνοδο. Στην μεγάλη Σύνοδο λοιπόν παρίστανται υποχρεωτικώς όλοι ανεξαιρέτως οι επαρχιούχοι επίσκοποι (και όχι οι «βοηθοί» επίσκοποι, οι «τιτουλάριοι», καθώς και οι λεγόμενοι «εν ενεργεία», πλην ουδεμία ποιμαντική διακονία ασκούντες, ως επίσκοποι εδρών που κατελύθησαν και οι ίδιοι  διαμένουν πολύ μακριά τους). Όλοι αυτοί υποχρεωτικά  ψηφίζουν, δικαιολογώντας την ψήφο τους. Στην περίπτωση της Συνόδου, και για τον φόβο των εθνικισμών, θα μπορούσε να επιλεγεί , κατόπιν κληρώσεως και μόνον, ένας μικρός αριθμός ψηφιζόντων, ίσος για κάθε Εκκλησία, που θα ψήφιζε, κατ’οικονομία, αντιπροσωπευτικά.  Οι επίσκοποι αυτοί συνοδεύονται υπό ειδικών πάντοτε, κληρικών, μοναχών ή και λαϊκών,  οι οποίοι κυρίως διεξάγουν, ως ειδήμονες τις συζητήσεις, πριν τοποθετηθούν οι επίσκοποι. Δεν γνωρίζω να υπήρξε ποτέ μεγάλη Σύνοδος με προαποφασισμένα και δεδομένα κείμενα, τα οποία προσφέρονται απλώς προς ψήφιση, με ελάχιστες έστω μικροαλλαγές. Αν δεχθούμε κάτι τέτοιο, θα πρέπει τότε να αποδεχθούμε την κάθε μία από τις Προσυνοδικές Διασκέψεις ως  Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, ικανή να παράγει κείμενα συνοδικής υφής, τα οποία γίνονται απλώς δεκτά με συνοπτικές διαδικασίες , ή ελάχιστες αλλαγές – η δε Αγία και Μεγάλη Σύνοδος του 2016  θα είναι τότε σαφώς κατώτερη από τις διασκέψεις αυτές. Φαίνεται πάντως, από τα Πρακτικά των Συνόδων,  πως η Μεγάλη Σύνοδος , παρά την όποια προεργασία, είναι κάτι που τελικά γίνεται εδώ και τώρα, με όλο το ρίσκο αλλά και την χάρη που αυτό συνεπάγεται.
Τρίτον, το ορατό ζήτημα της προφανούς διάσπασης της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών, στην Σύνοδο αυτή. Δεν είμαι ειδικός στην εκκλησιαστική πολιτική, αλλά δεν αγνοώ πως διαδραματίζονται και πολιτικά παίγνια στις περιπτώσεις αυτές. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει  είναι τα θεολογικά εναύσματα τέτοιων πολιτικών παιγνίων. Θα το ειπώ ευθέως: είναι άμεση ανάγκη να  ξεκαθαρισθεί η φύση του πρωτείου στην Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι ανάγκη να ενθαρρυνθεί η ελεύθερη θεολογική έρευνα προς τούτο, η μόνη ικανή να οδηγήσει σε ένα εσωτερικό  consensus. Σήμερα κυριαρχούν  οι απόψεις  συγκεκριμένου θεολόγου και των μαθητών του στο ζήτημα, και όλοι  καλούνται να συναινέσουν, η δε διαφωνία παρεξηγείται από κάποιους , σε σημείο που όποιος τυχόν επιμείνει, να κινδυνεύει να θεωρηθεί ως… αντικείμενος στο Πατριαρχείο (!) και όχι σε μια συγκεκριμένη θεολογική αντίληψη. Προσωπικά ωστόσο είμαι βέβαιος πως η πλειονότητα των ανθρώπων του Πατριαρχείου, με τον Πατριάρχη επικεφαλής, ενδιαφέρονται για τη θεολογική αλήθεια του πράγματος.
Έχω προσωπικά αποδεχθεί την ύπαρξη του προβλήματος  σε διάφορα κείμενά μου και κυρίως στο βιβλίο μου Church in the Making. An Apophatic Ecclesiology of Consubstantiality, (Crestwood, NY: St Vladimir’s Seminary Press, 2016,  σ. 108-125). Η μόνη  αναφορά στο θέμα, έμμεση ευτυχώς, μιας και οιαδήποτε άμεση  αναφορά θα δημιουργούσε πρόβλημα, είναι στην  Εγκύκλιο της Συνόδου (Ι,1), όπου η Εκκλησία μνημονεύεται ως εικόνα της Αγίας Τριάδας. Εδώ κάποιοι συνυπονοούν το πρωτείο ως επέκταση της Μοναρχίας του  Πατρός στη  Εκκλησία , εις τρόπον μάλιστα που η έννοια του Τριαδικού ομοουσίου χαρακτηριστικά υποβαθμίζεται.   Αλλά  η Εκκλησία δεν  νοείται  ως ένα  είδος απευθείας  ‘αντιτύπου’ της Τριάδας, στην Πατερική θεολογία, ούτε ο επίσκοπος ως «μονάρχης» – είναι πραγματικότητα θεμελιωδώς Χριστολογική, και μόνον έτσι  Τριαδολογική. Το Χριστολογικό ή αναλογικό  πρωτείο αφορά στην ενότητα της Εκκλησίας  κατά μίμησιν (ο όρος ανήκει στην Μυσταγωγία του αγ. Μαξίμου) της Τριάδος – δηλαδή στη δυνατότητα μεταφοράς  ακριβώς του ομοουσίου , εν Χριστώ, στην Εκκλησία, μέσα σε κάθε επιμέρους χάρισμα . Ο πρώτος δεν επιβάλλει την ενότητα εκ των άνω, αλλά επισκοπεί την πραγμάτωσή της μέσα σε κάθε χάρισμα, ή τοπική Εκκλησία. Αλλά δεν υπάρχει χώρος για συνέχεια.
Θα τελειώσω αισιόδοξα, ενθυμούμενος  τα λόγια του προειρημένου αρχιδιακόνου, μετά τη λήξη της Συνόδου: χρειάζεται συμπάθεια, είπε, για  ένα νήπιο που μόλις άρχισε να προχωρεί με τα τέσσερα.
Η συνέχεια θα είναι πολύ καλύτερη…