Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ


Δρ.Βασιλικής Σταθοκώστα, Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α. και Επιστημονικός Σύμβουλος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής επί θεμάτων Οικουμενικής Κινήσεως, Δημοσιεύτηκε στη «Σύναξη» 140 (2016), σσ. 73-78.
 Η Σελίδα Panorthodox Synod ευχαριστεί το περιοδικό Σύναξη (http://www.synaxi.gr/), για την παραχώρηση
 VASSILIKI STATHOKOSTA, ASSISTANT PROFESSOR OF THEOLOGY AT THE FACULTY OF THEOLOGY, NATIONAL AND KAPODISTRIAN UNIVERSITY OF ATHENS, THE HOLY AND GREAT COUNCIL, THOUGHTS AND CONSIDERATIONS

Λίγο μόλις καιρό μετά την πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας καλούμαστε σε μια πρώτη εκτίμηση του γεγονότος. Στη ζωή μιας κοινότητας πιστών, η οποία μετρά πάνω από 2.000 χρόνια ζωής, οι τέσσερις μήνες –τόσο είναι το διάστημα που πέρασε από τον Ιούνιο του 2016 μέχρι τη στιγμή που γράφονται ετούτες οι γραμμές- είναι καιρός λίγος, που μάλλον περιορίζει τις δυνατότητες του εγχειρήματός μας. Η απήχηση της Συνόδου αυτής αναμένεται στο μέλλον να είναι μεγάλη τόσο για τη σημασία της ως ιστορικού γεγονότος όσο και για τη θεολογική προσφορά της.
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος χρειάστηκε περίπου έναν αιώνα για να εκφραστεί επίσημα ως αίτημα των Ορθοδόξων, να ωριμάσει και να πραγματοποιηθεί. Συγκλήθηκε σε στιγμή κρίσιμη για την ιστορία της Εκκλησίας και της ανθρωπότητας, σε μια εποχή που βρίσκεται στο κομβικό σημείο όπου συναντιούνται η εκκοσμίκευση με την αναβίωση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, αλλά και άλλων φανατισμών ποικίλης προέλευσης και μορφών έκφρασης. Σε αυτό ακριβώς το κομβικό σημείο επαναξιολογούνται συμπεριφορές και αξίες, πολιτικές και ιδεολογίες, οράματα και πραγματικότητα, αλήθεια και αλήθειες. Δεν θα ήταν άτοπος ο ισχυρισμός ότι ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο ρευστή, ασαφής και διφορούμενη η αίσθηση της πραγματικότητας. Σήμερα η ανθρωπότητα βιώνει τη ζωή της βλέποντας ταυτόχρονα την απεικόνισή  της σε οθόνες. Δυστυχώς, η απεικόνιση αυτή δεν είναι πάντα ξεκάθαρη και σαφής ούτε αντανακλά ακέραιη την πραγματικότητα, καθώς φωτίζονται επιλεκτικά ορισμένα μόνο σημεία της και αποκρύπτονται άλλα. Με αυτό τον τρόπο και παράλληλα με τα επιτεύγματα της διάχυσης της πληροφορίας και της γνώσης σε ολόκληρο τον κόσμο, η «πραγματικότητα» κατέστη μια έννοια κατασκευάσιμη και υποκειμενική και η αναπαραγωγή του ειδώλου της στις οθόνες παραπλανητική και χαώδης.
Σε αυτήν ακριβώς την κρίσιμη στιγμή ο λόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όφειλε να εκφραστεί με μία φωνή ώστε να ακουστεί και να γίνει κατανοητός από τον σύγχρονο άνθρωπο, τους πιστούς, καθώς και κάθε άνθρωπο καλής θέλησης. Οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες συναντήθηκαν με πνεύμα καταλλαγής, προκειμένου να ομονοήσουν και να συμπορευτούν ως μέλη του ενός σώματος, όπως προβλέπει το συνοδικό σύστημα που ρυθμίζει τη ζωή και τη λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επίσης, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία χρειαζόταν να καταστήσει τον λόγο της επίκαιρο και να εκφράσει τη διδασκαλία της για ορισμένα καίρια ζητήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο.
Η θεματολογία της Συνόδου και τα αντίστοιχα κείμενα που ετοιμάστηκαν κατά τα τελευταία πενήντα και πλέον έτη αποκρυσταλλώθηκαν1. ως εξής: 1) Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, 2) Το αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, 3) Η Ορθόδοξος διασπορά, 4) Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον, 5) Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, 6) Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού. Όπως είναι φανερό, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος έλαβε υπόψη σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα και τις προκλήσεις της εποχής μας, τοποθετήθηκε απέναντι σε αυτά καταθέτοντας τη μαρτυρία της για τη ζωή και τον κόσμο, με τρόπο εύληπτο και κατανοητό. Στις θεματικές αυτές και στα χρόνια που μεσολάβησαν εργάστηκαν επιφανείς Ορθόδοξοι θεολόγοι, ορισμένοι από τους οποίους δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή και στο έργο τους τούς διαδέχτηκαν άλλοι. Τα κείμενα που είχαν επεξεργαστεί οι Πανορθόδοξες Διασκέψεις και οι Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις μελετήθηκαν ξανά και επικαιροποιήθηκαν λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πρόσφατες εξελίξεις στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, επιφέροντας τις απαραίτητες αλλαγές.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, εύλογα, το εγχείρημα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου έφερε εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα των διορθοδόξων διεκκλησιαστικών σχέσεων. Λόγω ιστορικών συγκυριών, αυτές στο παρελθόν υπήρξαν υποτονικές, αν δεν απουσίαζαν κιόλας. Ωστόσο, στις αρχές του 20ου αιώνα, οι διορθόδοξες διεκκλησιαστικές σχέσεις άρχισαν να αναπτύσσονται, ιδιαίτερα όταν βρήκαν πρόσφορο έδαφος μέσα στο πλαίσιο της οικουμενικής κίνησης, του φόρουμ δηλαδή στο οποίο διεξάγονται οι διαχριστιανικοί διάλογοι και διαμορφώνονται οι διαχριστιανικές διεκκλησιαστικές σχέσεις. Ήταν στα συνέδρια των κινήσεων «Ζωή και Εργασία» και «Πίστη και Τάξη» στο διάστημα 1920-1937 όταν μέλη των αντιπροσωπειών των διαφόρων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών συναντιούνταν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια αποξένωσης2.. Με αυτή την αφορμή ο αείμνηστος καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος συνέλαβε την ιδέα για την οργάνωση του Α΄ Συνεδρίου Ορθοδόξου Θεολογίας, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 19363.. Σταδιακά, κατά τον 20ο αιώνα σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος στις διορθόδοξες σχέσεις, φτάνοντας στον 21ο αιώνα και στην πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Ωστόσο, χρειάζεται οι σχέσεις αυτές να καλλιεργηθούν βαθύτερα και να διακηρύσσεται διαρκώς η ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ώστε «στηριγμένη στή θεία Εχαριστία καί τήν ποστολική Διαδοχή τν πισκόπων, φισταμένη νότητα ... νά νισχύεται καί νά φέρνει νέους καρπούς»4.
Εξ αφορμής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπως παλιότερα έτσι και στις μέρες μας, εκφράστηκαν απόψεις και συμπεριφορές που αμφισβήτησαν τις προπαρασκευαστικές διεργασίες, καθώς και την ίδια τη Σύνοδο ως Σύνοδο των Ορθοδόξων. Στις πολλές αιτιάσεις κατά της πραγματοποίησης της Συνόδου ήταν ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας, κλήρος και λαός, κυρίως δε οι ιεράρχες δεν είχαν λάβει γνώση των κειμένων των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων και ότι δεν είχαν χρόνο να τα μελετήσουν. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι τα κείμενα ήταν στη διάθεση των ενδιαφερομένων ήδη από τη δεκαετία του ’70 και καθ’ όλη τη διάρκεια της σύνταξης και της επεξεργασίας τους μέχρι πρόσφατα. Αναλυτικότερα, τα πρακτικά, όπως και τα κείμενα των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων κατά τα διάφορα στάδια της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δημοσιεύονταν σε θεολογικά περιοδικά και εκδίδονταν από τις ειδικές εκδόσεις του Σαμπεζύ5., συζητιούνταν και  διδάσκονταν στις Θεολογικές Σχολές. Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, τα κείμενα αυτά δημοσιοποιήθηκαν και στο διαδίκτυο, στην επίσημη ιστοσελίδα της Αποστολικής Διακονίας6., διατέθηκαν στα βιβλιοπωλεία κτλ. Συνεπώς, θα ήταν άτοπος ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε διαφάνεια ή συμμετοχικότητα στις διαδικασίες που κατέληξαν στην πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Τα εκκλησιαστικά πράγματα έχουν συνέχεια και συνέπεια.
Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε τις προπαρασκευαστικές διεργασίες και την ίδια την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο ήταν το εάν η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται την ύπαρξη άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών. Μετά και την παρέμβαση των αντιπροσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, έγινε η αναδιατύπωση της επίμαχης φράσης στο κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» (§6) ως εξής: « ρθόδοξος κκλησία ποδέχεται τήν στορικήν νομασίαν τν μή ερισκομένων ν κοινωνί μετ’ ατς λλων τεροδόξων χριστιανικν κκλησιν καί μολογιν» αντί της προηγούμενης διατύπωσης που ανέφερε «τήν στορικήν παρξιν λλων  χριστιανικν κκλησιν καί μολογιν μή ερισκομένων ν κοινωνί μετατς»7.. Η καινούργια διατύπωση μάλλον δεν διαφέρει επί της ουσίας από την προηγούμενη ούτε, βέβαια, την ακυρώνει. Πράγματι, οι ιστορικές ονομασίες αποδίδονται σε οντότητες εντός της ιστορίας. Πάντοτε οι μεγάλοι Ορθόδοξοι θεολόγοι, ιεράρχες και λαϊκοί, έκαναν λόγο στα γραπτά τους για «εκκλησίες», σύμφωνα με την πατερική παράδοση, η οποία αποτυπώνεται στους νεότερους χρόνους στα έργα, για παράδειγμα, του αγίου Νεκταρίου, ο οποίος αναφέρεται στη Ρωμαιοκαθολική8. και την Αγγλικανική9. Εκκλησία. Ανάλογα η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920 απευθύνεται στις «απανταχού Εκκλησίας του Χριστού». Πολυάριθμες και συχνές είναι στη βιβλιογραφία οι αναφορές στις «Eκκλησίες» της Δύσης είτε πρόκειται για τη Ρωμαιοκαθολική είτε για την Αγγλικανική είτε για εκείνες της Μεταρρύθμισης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα έργα των μεγάλων θεολόγων Αμ. Αλιβιζάτου10., Ιω. Καρμίρη11., Παν. Τρεμπέλα12., του μακαριστού μητροπολίτη Εδέσσης και Πέλλης, μετέπειτα Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου13., έως και τα πιο πρόσφατα κληρικών όπως ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος14.
Ιδιαίτερα σημαντική για την ενότητα και την ομαλότητα της ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας κρίνεται η επισήμανση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ότι « ρθόδοξος κκλησία θεωρε καταδικαστέαν πσαν διάσπασιν τς νότητος τς κκλησίας, πό τόμων μάδων, πί προφάσει τηρήσεως δθεν προασπίσεως τς γνησίας ρθοδοξίας»15.. Με τον τρόπο αυτό, γίνεται προσπάθεια αποτροπής σχισματικών τάσεων, που οι φορείς τους χρησιμοποιούν, μεταξύ άλλων, και το διαδίκτυο για να παρουσιάζουν μια στρεβλή, επίπλαστη «πραγματικότητα», σύμφωνα με την οποία εχθροί της Ορθοδοξίας είναι όλοι όσοι δεν συμφωνούν με τις δικές τους αυθαίρετες ερμηνείες και ακραίες αντιλήψεις τους16.. Παράλληλα, υπενθυμίζεται σε όλους ότι «ς μαρτυρε λη ζωή τς ρθοδόξου κκλησίας, διατήρησις τς γνησίας ρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά το συνοδικο συστήματος, τό ποον νέκαθεν ν τ κκλησί πετέλει τήν νωτάτην αθεντίαν πί θεμάτων πίστεως καί κανονικν διατάξεων (κανών 6 τς Β΄ Οκουμενικς Συνόδου)»17.
Το θέμα της αποτίμησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δεν είναι δυνατό να εξαντληθεί στο πλαίσιο ενός σύντομου άρθρου. Βέβαιο είναι ότι τα κείμενα και οι αποφάσεις της Συνόδου θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς. Έτσι, θα ενισχυθεί η φωνή και η μαρτυρία της πίστης των Ορθοδόξων και θα δοθεί η δυνατότητα στους μη Ορθοδόξους και σε κάθε άνθρωπο καλής θέλησης να δουν τον τρόπο με τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία ζει εν Χριστώ, πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο, το μήνυμα και την πρόταση ζωής που κομίζει σε αυτόν για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, για τη δημιουργία του Θεού κ.τ.ό.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ζωντανή και ακμαία σε όλους τους αιώνες, «μία σίγαστος προφητική φωνή ν τ κόσμῳ»18.. Γι’ αυτό, αναμένεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολεως να λάβει την πρωτοβουλία και να καταστεί « γία και Μεγάλη Σύνοδος ... παναλαμβανόμενος θεσμός»19., εκφράζοντας παράλληλα την ελπίδα ότι θα ληφθεί μέριμνα να εξασφαλιστούν οι συνθήκεις ώστε να μετέχουν, κατά το πρότυπο της Αποστολικής Συνόδου, με την ιδιότητά τους ως μέλη του σώματος της Εκκλησίας20. του Χριστού τόσο οι ποιμένες της Εκκλησίας όσο και το «πλήθος των αδελφών», δηλαδή «όλα τα μέλη της Εκκλησίας»21..
 1.  Για την ιστορία της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, την προετοιμασία των θεμάτων κ.τ.ό. βλ. Ιώβ (αρχιεπίσκοπος Τελμησσού), Καθ’  δν πρς τν γίαν κα Μεγάλην Σύνοδον (μετάφρ. Κ. Δεληκωσταντής), στην https://www.holycouncil.org/towards-the-council.
2.  Βλ. περισσότερα για τις διορθόδοξες διεκκλησιαστικές σχέσεις και την οικουμενική κίνηση Β. Σταθοκώστα, Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμένη: Μελέτες – Άρθρα, εκδ. Παρρησία, 32015, σ. 112-115, 159, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
3. Βλ. περισσότερα Β. Σταθοκώστα, ό.π.
4.  Βλ. Μήνυμα Τς γίας καί Μεγάλης Συνόδου τς ρθοδόξου κκλησίας Πρός τόν ρθόδοξο λαό καί κάθε νθρωπο καλς θελήσεως στην https://www.holycouncil.org/-/message.
5.Βλ. τις εκδόσεις της Γραμματείας επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τίτλο Συνοδικά Ι (1976) έως και Συνοδικά ΧΙΙΙ (2015) στο διάστημα από το 1976 έως το 2015, εκδ. Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy-Γενεύης.
6.  Βλ. όλα τα κείμενα στην http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/dialogos/.
7.  Βλ. το κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης, Σαμπεζύ, 10-17 Οκτ. 2015 στην https://www.holycouncil.org/-/preconciliar-relations.
8.  Νεκτάριος Κεφαλάς (Μητροπολίτης Πενταπόλεως), Άπαντα, τόμ. Α΄, σ. 40.
9. Ό.π., Άπαντα, τόμ. Β΄, σ. 51.
10.  Βλ. σχετικά Β. Σταθοκώστα, Η θεολογική και οικουμενική σκέψη στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα: Η συμβολή του Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, στο Της ιδίας, «Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμένη: Μελέτες - Άρθρα», εκδ. Παρρησία, Αθήνα, 32015.
11.  Βλ. ενδεικτικά Ιω. Καρμίρης, Εξ αφορμής του πρώτου Συνεδρίου της Κοινωνίας των Εκκλησιών εν Άμστερνταμ. «Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία και αι σχέσεις αυτής προς τα ετεροδόξους Εκκλησίας και την Κοινωνία των Εκκλησιών» στο περιοδικό «Εκκλησία» 1949 (Ανάτυπο), σ. 33-35. Του ιδίου, Η Ορθόδοξος Εκκλησία εν διαλόγω μετά των ετεροδόξων Εκκλησιών, Αθήνα 1975. Βλ. περισσότερα Β. Σταθοκώστα, Σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, 1948-1961. Με βάση το αρχειακό υλικό του Π.Σ.Ε.”, Διδ. Διατρ., Θεσσαλονίκη 1999.
12.  Βλ. ενδεικτικά στο Ο Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας επί της Οικουμενικής Κινήσεως και των Θεολογικών Διαλόγων, έκδ. «Αδελφότης Θεολόγων ‘‘Ο Σωτήρ’’», Αθήνα 32007, σ. 48, 63, 65, 69, 71 κ.α.
13.  «Δεν είναι μόνον η διαφορετική ορολογία που χρησιμοποιεί ο Παντελεήμων για να αναφερθεί στους χριστιανούς της Δύσης, αποκαλώντας τις κοινότητές τους ‘Εκκλησίες’. Συμπληρώνει ότι στον διαχριστιανικό διάλογο όποιος συμμετέχει, ‘σοφός και επιστήμων’ οφείλει να είναι και ταπεινός. ‘Δέν καυχται καί δέν καταφέρεται, ες βαθμόν θίγοντα λλους χριστιανούς καί λλας κκλησίας. Δέν χαρακτηρίζουν ατόν πικρός ζλος καί ρίθεια». Βλ. σχετικά Β. Σταθοκώστα,  Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Διαχριστιανικός Διάλογος, Η Una Sancta στη ζωή και το έργο του μητροπολίτη Παντελεήμονα Παπαγεωργίου, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2015, σ. 202.
14.  Στο έργο του ο π. Αντ. Αλεβιζόπουλος αναφέρεται στην ιστορία και τη διδασκαλία της «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», της «Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας», τις «Προτεσταντικές Εκκλησίες». Στις τελευταίες συμπεριλαμβάνει τη «Λουθηρανική Εκκλησία, Γερμανόφωνη Ευαγγελική Εκκλησία, Μεταρρυθμισμένη ή Πρεσβυτερική και Κογκρεγκασιοναλιστική Εκκλησία, Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, Αγγλικανική Εκκλησία, Αγγλικανική και Επισκοπελιανή Εκκλησία Αθηνών» και τις «Ελεύθερες Εκκλησίες». Βλ. Αντ. Αλεβιζόπουλος, Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός και Ορθοδοξία, εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα, 1992.
15.  Βλ. το κείμενο Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον,  §22, στην https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world.
16.  Για την αντιμετώπιση αυτή της έκρυθμης κατάστασης βλ. την Εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα «Λειτουργία στοσελίδων κ μέρους κκλησιαστικν φορέων καί κ μέρους κληρικν καί μοναχν» (αριθμ. πρωτ. 187/15.1.2015) στην http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/egyklioi.asp?id=1946&what_sub=egyklioi, όπου ρητά αναφέρεται: « σεβασμός πού μπνέει τό μοναχικό ερατικό σχμα τους στό κοινό τν ναγνωστν τους δέν μπορε νά χρησιμοποιεται γιά τήν νάπτυξη διχαστικο λόγου, τόν προπαγανδισμό, τήν ποστήριξη παρατάξεων, τήν κφραση προσωπικς μπαθείας, τήν προσβολή τς τιμς καί τς πολήψεως λαϊκο κληρικο κόμη καί τήν πρόκληση σχίσματος πρός τόν τοπικό πίσκοπο πρός σους χουν τήν εθύνη διοικήσεως λλων Μητροπόλεων, ρθοδόξων κκλησιν καί Πατριαρχείων […]. δημόσιος λόγος πού ναπαράγει τά προαναφερθέντα χαρακτηριστικά δέν εναι πλς «παράνομος» «νήθικος» «ντικανονικός». Εναι λόγος παντελς σχετος μέ τήν κκλησία, ποτελε «αρεση», δηλαδή κτροπή το κληρικο καί το μοναχο πό τήν ποστολή στήν ποία προσλθε κουσίως, καί προτίμηση (αρεση) προσωπικς κδοχς γιά τό καθκον του ς κληρικο μοναχο καί τό περιεχόμενο το κκλησιαστικο γεγονότος, καί, ς τοιοτος, εναι λόγος ποδοκιμαστέος».
17. Βλ. το κείμενο Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον,  §22, στην https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world.
18.  Βλ. Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Κρήτη, 2016, § Ι1, στην https://www.holycouncil.org/-/encyclical-holy-council.
19.  «Κατά τίς ργασίες τς γίας καί Μεγάλης Συνόδου τονίσθη σημασία τν Συνάξεων τν Προκαθημένων πού χουν πραγματοποιηθε καί διατυπώθηκε πρόταση γία και Μεγάλη Σύνοδος νά καταστε παναλαμβανόμενος Θεσμός». Βλ. Μήνυμα Τς γίας καί Μεγάλης Συνόδου τς ρθοδόξου κκλησίας Πρός τόν ρθόδοξο λαό καί κάθε νθρωπο καλς θελήσεως στην https://www.holycouncil.org/-/message.
20. Πρβλ. Πράξ. 15, 6-11.
21.  Βλ. σχετικά με την ερμηνεία των καθηγητών Π. Τρεμπέλα και Ν. Ματσούκας στο Β. Σταθοκώστα, «Σύναξη», τεύχ. 133 (Ιαν. – Μάρτ. 2015), σ. 76-78, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.