Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Η ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

 

Ο αξιότιμος Β. Θεόδωρος Μποζονέλης (The Hon. B. Theodore Bozonelis)  English  |  ру́сский

Παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια κοινότητα αναγνωρίζει τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ως πνευματικό ηγέτη όλων των Ορθόδοξων Χριστιανών, η κυβέρνηση της Τουρκίας αρνείται να δώσει νομικό καθεστώς και δικαιώματα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το ιστορικό Ιερό Κέντρο του Ορθοδόξου Χριστιανισμού στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης. Η έλλειψη νομικού καθεστώτος ουσιαστικά καταργεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας και άλλα βασικά πολιτικά δικαιώματα στην Τουρκία για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, γεγονός το οποίο εν πράξει αποκλείει την πλήρη άσκηση της θρησκευτικής του ελευθερίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορεί να κατέχει, υπό το όνομά του, ούτε καν εκκλησίες για να υπηρετεί τους πιστούς ή νεκροταφεία για να τους αναπαύει. Επειδή στερείται ένα νομικό καθεστώς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μένει ανυπεράσπιστο, και ανίκανο να επιδιώξει τα απαραίτητα νομικά μέσα για να διεκδικήσει δικαιώματα ιδιοκτησίας, ή ακόμη και να επισκευάσει τα λίγα υπάρχοντα κτήριά του χωρίς κυβερνητική έγκριση.
Αντί για νομικό καθεστώς, η Τουρκία έχει θεσπίσει ένα σύστημα κοινοτικών ιδρυμάτων για Ορθόδοξους Χριστιανούς και άλλες μη μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες. Σ ’αυτό το σύστημα, τα όλα περιουσιακά στοιχεία και ιδιοκτησίες των προαναφερόμενων μειονοτήτων επιτηρούνται και ελέγχονται από τη Γενική Διεύθυνση Ιδρύσεων[1] της Τουρκικής κυβέρνησης. Η Διεύθυνση ρυθμίζει όλες τις δραστηριότητες των θρησκευτικών κοινοτικών ιδρυμάτων, που περιλαμβάνουν περίπου 75 Ελληνορθόδοξα, 42 Αρμενικά, και 19 Εβραϊκά ιδρύματα. Ο Νόμος Θρησκευτικών Ιδρυμάτων του 1935, και το Διάταγμα του 1936 υποχρεώνουν όλα τα ιδρύματα, μουσουλμανικά ή μη, να δηλώσουν όλες τις ιδιοκτησίες τους, και να τις καταχωρήσουν στην Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων.
Μέσω αυτών και άλλων ελέγχων, η κυβέρνηση της Τουρκίας εθνικοποίησε ορισμένα Ελληνορθόδοξα και άλλα ιδρύματα θρησκευτικών μειονοτήτων, και τα δήλωσε μη-λειτουργικά, χωρίς κανένα δικαίωμα προσφυγής. Στα επόμενα χρόνια, αυτό οδήγησε στην συστηματική κατάληψη χιλιάδων ιδιοκτησιών (μεταξύ των οποίων ήταν χιλιάδες προσοδοφόρες και πολύτιμες ιδιοκτησιες του Οικουμενικού Πατριαρχείου) από Χριστιανούς και άλλες μη μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες. Το 1936 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μαζί με τις εκκλησίες και τα ιδρύματά του, κατείχαν περίπου 8.000 κτήματα και κτήρια. Το 1998, μόνο 2.000 από τα 8.000 παρέμεναν. Σήμερα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο (και τα ιδρύματα θρησκευτικών μειονοτήτων που μένουν πιστά σ ’αυτό) κατέχουν λιγότερα από 500 ακίνητα σε ολόκληρη την Τουρκία, τα περισσότερα από τα οποία είναι εκκλησίες, νεκροταφεία, ή άλλες μη-προσοδοφόρες ιδιοκτησίες.
Με την αρχή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Τουρκία προσπάθησε να βελτιώσει κάπως τους περιουσιακούς περιορισμούς για τα ιδρύματα και τις ιδιοκτησίες των μη-μουσουλμανικών θρησκευτικών μειονοτήτων. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Νόμος Θρησκευτικών Ιδρυμάτων του 1935 τροποποιήθηκε γύρω στο 2002 και μέχρι το 2008. Αυτή η αναθεώρηση επιχείρησε να επιτρέψει τα ιδρύματα θρησκευτικών μειονοτήτων να αγοράσουν κτήρια και κτήματα, και να ζητήσουν την επιστροφή κατασχεθέντων ιδιοκτησιών, αν και με πολλούς και διάφορους νομικούς περιορισμούς. Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (τώρα πρόεδρος), εξέδωσε ένα προεδρικό διάταγμα στις 27 Αυγούστου 2011, χωρίς καμία κοινοβουλευτική νομοθεσία, δηλώνοντας πως 162 συγκεκριμένα αναγνωρισμένα ιδρύματα θρησκευτικών μειονοτήτων μπορούσαν να υποβάλλουν αιτήσεις για να ανακτήσουν τις κατασχεθείσες θρησκευτικές ιδιοκτησίες που δηλώσαν και καταχώρησαν το 1936, ή θα μπορούσαν να ζητήσουν κρατική αποζημίωση για την καταστροφή τους. Το διάταγμα όρισε ότι οι αιτήσεις για αυτήν την επανάκτηση περιουσιακών στοιχείων έπρεπε να ολοκληρωθούν μέσα σε ένα χρόνο (12 μήνες, μέχρι τις 27 Αυγούστου 2012), και οι κανονισμοί για την εφαρμογή του διατάγματος εγκρίθηκαν την 1η Οκτωβρίου του 2011.
Από τα 162 «αναγνωρισμένα ιδρύματα μειονοτήτων», πάνω από 70 Ελληνορθόδοξα ιδρύματα διεκδίκησαν και υπέβαλαν εγκαίρως αιτήσεις για περισσότερα από 1200 ακίνητα. Απ’ αυτές τις αιτήσεις, το κράτος δέχθηκε περίπου 300 και απέρριψε πάνω από 900. Από τις αιτήσεις που δέχθηκε, λίγες είχαν ως αποτέλεσμα την πολυαναμενόμενη μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας, κι από τις επιστραφείσες ιδιοκτησίες, ακόμα λιγότερες ήταν προσοδοφόρες. Oι θρησκευτικές μειονότητες κατήγγειλαν την διοίκηση της Γενικής Διεύθυνσης Ιδρυμάτων, δηλώνοντας πως ήταν αργή, αυθαίρετη, και δεν επεξεργαζόταν πάντα τις υποβαλλόμενες αιτήσεις. Επίσης, το ελάχιστο χρονικό όριο της προθεσμίας δεν επέτρεψε αρκετό χρόνο για να βρουν και να υποβάλλουν τα στοιχεία και έγγραφα που απαιτούνταν για τις αιτήσεις. Η ήδη δύσκολη κατάσταση επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι τα τοπικά γραφεία της Τουρκικής κυβέρνησης επανειλημμένα δεν ανταποκρινόταν εγκαίρως σε αιτήσεις για έγγραφα και τίτλους, γεγονός το οποίο απόκλειε την επεξεργασία των αιτήσεων εντός της προθεσμίας. Η Τουρκία απέρριψε και συνεχίζει να απορρίπτει όλες αυτές της κατηγορίες.
Πάνω απ’ όλα αυτά, το διάταγμα ήταν περιορισμένο. Δεν κάλυπτε ιδρύματα θρησκευτικών μειονοτήτων που δεν είχαν δηλωθεί και καταχωρηθεί το 1936. Επίσης, ορισμένοι θρησκευτικοί οργανισμοί, όπως η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, δεν είχαν ιδρύματα ή νομικό καθεστώς άρα δεν καλύπτονταν από τον νόμο η το διάταγμα. Σημαντικότερα, δεν καλύπτει τα ιδρύματα που κατασχέθηκαν από το κράτος επειδή δήθεν «δεν είχαν σωστή ιδρυματική διαχείριση» ή αυτά που η κυβέρνηση κατάσχεσε γιατί έκρινε πως δεν ήταν επαρκώς μη-κερδοσκοπικά. Επιπλέον, σύμφωνα με το διάταγμα, όταν επρόκειτο για αποζημίωση, το ίδιο το κράτος, και όχι κάποιος ανεξάρτητος ἠ αμερόληπτος φορέας, θα αποφάσιζε το αν και ποσό θα αποζημίωναν τα ιδρύματα.
Επομένως, παρά τους ισχυρισμούς της Τουρκίας πως επέστρεψε (στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και σε άλλες μη-μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες) ιδιοκτησίες αξίας σχεδόν δισεκατομμυρίου, στην πραγματικότητα η διαδικασία ήταν για τα μάτια του κόσμου, και δεν έφερε ριζική αλλαγή η δικαιοσύνη. Δεν ήταν μόνο η ποσότητα των ακίνητων που επιστράφηκαν, αλλά και η ποιότητα. Εάν τα ακίνητα δεν είναι προσοδοφόρα, δεν μπορούν να συντηρηθούν, και δεν μπορούν να βοηθήσουν στην συντήρηση άλλων ιδιοκτησιών. Ένα άλλο σημαντικότατο στοιχείο είναι ότι η Τουρκική κυβέρνηση εξακολουθεί να καθυστερεί ή να μην επιτρέπει τις εκλογές μελών των διοικητικών συμβουλίων που διαχειρίζονται τα ιδρύματα που ανήκουν σε θρησκευτικές μειονότητες. Χωρίς διαχειριστές, τα ιδρύματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν, και χωρίς λειτουργικά ιδρύματα, η επιστροφή των ακίνητων στις θρησκευτικές μειονότητες δεν έχει νόημα, αφού σύμφωνα με τον Τουρκικό νόμο, τα επιστρεφόμενα ακίνητα πρέπει να «διαχειρίζονται αποτελεσματικά». Εάν τα ιδρύματα δεν λειτουργούν, δεν μπορούν να τα διαχειριστούν. Επιπλέον, ο Τουρκικός νόμος θέτει κριτήρια που αναγκαστικά περιορίζουν το ποσοστό των Ορθόδοξων Χριστιανών που μπορούν να υπηρετήσουν ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου για την προαναφερόμενη διαχείριση των ιδιοκτησιών. Για παράδειγμα, ιερείς και άλλοι κληρικοί δεν επιτρέπεται να είναι μέλη. Με την σημαντική πτώση του Ορθόδοξου πληθυσμού στην Τουρκία, υπάρχουν όλο και λιγότερα άτομα που μπορούν να εκλεγούν μέλη του διοικητικού συμβουλίου, και χωρίς διοικητικά συμβούλια, τα θρησκευτικά ιδρύματα δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν τις επιστρεφόμενες ιδιοκτησίες. Αφού οι θρησκευτικές μειονότητες δεν έχουν νομικό καθεστώς, αυτό σημαίνει πως το κράτος μπορεί ευκολότατα να δηλώσει το κτήριο η το κτήμα «εγκαταλειμμένο» και να το κατασχέσει χωρίς καμία αποζημίωση.
Ενώ η Τουρκία επιμένει πως η θρησκευτική πλειοψηφία των Σουνίτων μουσουλμάνων επίσης «στερείται» μια νομική προσωπικότητα, οι Σουνίτες μουσουλμάνοι, πέραν αμφιβολίας, αντιμετωπίζονται με πιο ευνοϊκό τρόπο. Από πάσης απόψεως, οι Σουνίτες μουσουλμάνοι έχουν «νομικό καθεστώς» που ασκείται μέσω της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας (Diyanet/Ντιγιανέτ), η οποία αποτελείται αποκλειστικά από Σουνίτες μουσουλμάνους και εν πράξει ελέγχει την οποιαδήποτε άσκηση θρησκευτικής ελευθερίας στην Τουρκία. Η Ντιγιανέτ διαχειρίζεται τζαμιά που επιτρέπεται να είναι μόνο Σουνιτικά, και επιβλέπει όλες τις θρησκευτικές σχολές. Επιπλέον, η Τουρκική κυβέρνηση τους χορηγεί δισεκατομμύρια δολάρια για το έργο τους. Οι ιμάμηδες και άλλοι μουσουλμάνοι θρησκευτικοί υπάλληλοι πληρώνονται κατευθείαν από το κράτος. Χωρίς καμία οικονομική υποστήριξη, και χωρίς κανένα νομικό καθεστώς, οι μη–μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες (μεταξύ αυτών το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Μουσουλμάνοι Αλεβί), δυσκολεύονται να ασκήσουν την θρησκευτική τους ελευθερία. Ειδικά αφού δεν έχουν αρκετά περιουσιακά στοιχεία ή ιδιοκτησίες για να παράγουν τα αναγκαία έσοδα. Η Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων έχει περιορίσει την οποιαδήποτε χρηματοοικονομική βιωσιμότητα των κοινοτικών ιδρυμάτων των θρησκευτικών μειονοτήτων.
Η Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (γνωστή και ως Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)) έχει αποδειχθεί μια εναλλακτική νομική οδός για Χριστιανούς και άλλες μη μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες στην Τουρκία. Δια του ΕΣΔΑ, αυτές οι μειονότητες μπορούν και επιδιώκουν δικαιώματα ιδιοκτησίας εντός της Τουρκίας. Για παράδειγμα, το 2008, μετά από εκτεταμένες δικαστικές και εξωδικαστικές διαδικασίες, η ΕΣΔΑ επέστρεψε το κτήριο του ιστορικού Ορφανοτροφείου Πρίγκιπός (Buyukada) στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η δικαστική απόφαση, που εξεδόθη τον Νοέμβριο του 2010, χορήγησε τον τίτλο ιδιοκτησίας στο όνομα Rum Patrikhanesi, («Πατριαρχείο Ρωμαίων Ελλήνων», το επίσημο όνομα που χρησιμοποίει η Τουρκική κυβέρνηση για το Οικουμενικό Πατριαρχείο). Ο τίτλος ιδιοκτησίας, όπως εκδόθηκε και έγινε δεκτός από τα Τουρκικά δικαστήρια υπο το όνομα Rum Patrikhanesi δημιούργησε, στην πράξη, ένα νομικό καθεστώς. Καθιέρωσε ένα θέσμιο νομικό επιχείρημα για την προώθηση της επίσημης αναγνώρισης μιας νομικής προσωπικότητας για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις λοιπές θρησκευτικές μειονότητες.
Επίσης, τον Μάρτιο του 2011, η Τουρκία εφάρμοσε την απόφαση της ΕΣΔΑ (του Μαρτίου, 2009), η οποία επέστρεψε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στο Ελληνορθόδοξο ίδρυμα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο νησί της Τένεδου.
Άλλη μια σημαντική Ελληνοτουρκική δικαστική υπόθεση της ΕΣΔΑ διευθετήθηκε το 2013. Η Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων επέστρεψε το ιστορικό Ελληνικό Δημοτικο Σχολείο του Αγίου Φωκά στην Κωνσταντινούπολη στο ίδρυμα της Κοιμήσεως, κι αυτό παρά το γεγονός ότι το κτήριο χρησιμοποιούνταν ως κυβερνητικό γραφείο του Υπουργειου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Τουρκίας αρνήθηκε να αναγνωρίσει αυτές τις εξελίξεις ως επιβεβαιώσεις του νομικού καθεστώτος, και αρνείται να καταχωρίσει περεταίρω ιδιοκτησίες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η έλλειψη νομικού καθεστώτος παραμένει και συνεχίζεται, αν και αυτό παραβιάζει τις διεθνείς και εθνικές υποχρεώσεις της Τουρκίας σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Τουρκία είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ, του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), και το 2005 ξεκίνησε επίσημες διαπραγματεύσεις για να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λόγω της συμμετοχής της σε όλες αυτές τις οργανώσεις, η Τουρκία έχει δεχθεί τις νομικές τους δεσμεύσεις, και ανέλαβε την υποχρέωση να προστατέψει τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων.
Ως συμμετέχουσα χώρα στον ΟΑΣΕ, η Τουρκία έχει υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 7 των Συμφωνιών του Ελσίνκι. Πρέπει να εγγυείται και να προστατεύει τα δικαιωμάτα των εθνικών μειονοτήτων. Επιπλέον, το Καταληκτικό Έγγραφο της Συνάντησης συνεχείας της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ) του 1989 στη Βιέννη απαιτεί από τα συμμετέχοντα κράτη να προστατεύουν τα δικαιώματα πασών των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ως μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Τουρκία έχει υπογράψει και έχει επικυρώσει την Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Το άρθρο 9 της Σύμβασης απαιτεί από την Τουρκία ως κράτος μέλος να προστατεύει την θρησκευτική ελευθερία, και ειδικά το δικαίωμα του οποιουδήποτε ατόμου να εκφράζεται ελευθέρα στους θρησκευτικούς τομείς της λατρείας, των τελετών, της διδασκαλίας, την πρακτικής, και των εθίμων. Οι μόνοι επιτρεπόμενοι περιορισμοί αυτής της ανεξιθρησκείας είναι αυτοί που θα ήταν αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους δημόσιας ασφάλειας, προστασίας δημόσιας τάξης, υγείας, κοινωνικής ηθικής, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων κατοίκων της χώρας.
Στη Συνθήκη της Λωζάνης, το 1923, η Τουρκία εγγυήθηκε την θρησκευτική ελευθερία όλων των μη-Μουσουλμανικών θρησκευτικών μειονοτήτων. Τα άρθρα 40 και 42 χορηγήσαν αυτονομία και νομικό καθεστώς στις προαναφερόμενες μη-μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες.
«Η Τουρκική Κυβέρνησις υποχρεούται να παρέχη πάσαν προστασίαν εις τας εκκλησίας, συναγωγάς, νεκροταφεία και λοιπά θρησκευτικά καθιδρύματα των ειρημένων μειονοτήτων. Εις τα ευαγή καθιδρύματα ως και τα θρησκευτικά και φιλανθρωπικά καταστήματα των αυτών μειονοτήτων, των ήδη ευρισκομένων εν Τουρκία, θα παρέχηται πάσα ευκολία και άδεια, η δε Τουρκική Κυβέρνησις, προκειμένου περί ιδρύσεως νέων θρησκευτικών και φιλανθρωπικών καθιδρυμάτων, ουδεμίαν θέλει αρνηθή εκ των αναγκαίων ευκολιών, αίτινες έχουσιν εξασφαλισθή εις τα λοιπά ιδιωτικά καθιδρύματα ομοίας φύσεως.» (Άρθρο 42, Παράγραφος 3).
Κι όμως. Αφού δεν υπάρχει νομικό καθεστώς όσον αφορά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και άλλες μη-μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες, οι συμφωνίες αυτές δεν έχουν τηρηθεί από την Τουρκία. Η ίδια ιστορία μας δείχνει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει στερηθεί και άλλα σημαντικά προνομία, ιδιοκτησίες, και δικαιώματα λόγω της θρησκευτικής του ταυτότητας.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Συνθήκης της Λωζάνης, η Τουρκική αντιπροσωπεία απαίτησε την μετατόπιση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και την πλήρη απάλειψή του από την Τουρκία, ισχυρίζοντας πως συμβόλιζε τα τελευταία υπολείμματα μιας διεθνούς Χριστιανικής και Ελληνικής θρησκευτικής παρουσίας στην Τουρκία. Επιπλέον, εκείνη την εποχή η κυβέρνηση της Τουρκίας κατέθεσε νομοσχέδιο για τη δημιουργία μιας δήθεν Τουρκικής εθνικής Ορθόδοξης εκκλησίας για να αντικρούσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επικεφαλής αυτής της προσπάθειας (να δημιουργηθεί μια Τουρκική εθνική Ορθόδοξη εκκλησία με την υποστήριξη της κυβέρνησης) ήταν ένας τώρα καθαιρεμένος και αφορισμένος χωριάτης ιερέας γνωστός ως «Παπά Εφτίμ», ο οποίος το 1922, χωρίς καμία εξουσία, αναγνώριση, ή εκκλησίασμα, ανακήρυξε ένα νέο «Τουρκικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο».
Η Συνθήκη της Λωζάνης οριστικοποίησε τελικά το νομικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1923, και αναγνώρισε το δικαίωμά του να παραμείνει στην Τουρκία. Αυτό  επιβεβαιώθηκε εκ νέου από την Κοινωνία των Εθνών το 1930. Ωστόσο, εντωμεταξύ, αυτός ο αφορισμένος κληρικός, με την υποστήριξη της Τουρκικής κυβέρνησης, κατάσχεσε εκκλησίες, κτήματα, και υπάρχοντα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην περιοχή Γαλατά της Κωνσταντινούπολης. Ιδιοκτησίες που οι απόγονοι και η οικογένειά του συνεχίζουν να έχουν στην κατοχή τους μέχρι και σήμερα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ζητήσει επανειλημμένα την επιστροφή των παρανόμως κατασχεθέντων εκκλησιών και περιουσίων από την κυβέρνηση της Τουρκίας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η πρόσφατη πολιτική ταραχή στην Τουρκία δημιούργησε περαιτέρω επιπλοκές για τις θρησκευτικές ελευθερίες, τις ιδιοκτησίες, και τα βασικά δικαιώματα των Χριστιανών, και των άλλων μη- μουσουλμανικων θρησκευτικών μειονοτήτων. Τον Ιούλιο του 2016, μια ομάδα υποτιθέμενων στρατιωτών διεξήγαγε μια απόπειρα πραξικοπήματος κατά της κυβέρνησης της Τουρκίας.  Η Τουρκική κυβέρνηση κατηγόρησε τον μουσουλμάνο κληρικό Φετουλάχ Γκιουλέν και τους οπαδούς του, και κάλεσε τους Τούρκους πολίτες να πλημμυρίσουν τους δρόμους και να αποτρέψουν το πραξικόπημα. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα, η Τουρκία ζήτησε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να εκδώσει τον Φετουλάχ Γκιουλέν, που τώρα κατοικεί και εδρεύει στην πολιτεία της Πενσυλβάνιας. Την ίδια στιγμή, η Τουρκική κυβέρνηση προέβη σε μια μαζική πάταξη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόλυση 9000 αστυνομικών, την σύλληψη 6000 στρατιωτών, την αναστολή 3.000 δικαστών και 21.000 εκπαιδευτικών, και την παραίτηση δι’ εξαναγκασμού 1.500 πανεπιστημιακών πρυτάνεων. Η Τουρκία διέταξε μια τριμηνιαία κατάσταση έκτακτου ανάγκης, κατά την διάρκεια της οποίας η κυβέρνησης έκλεισε δια βίας 45 εφημερίδες, 16 τηλεοπτικά κανάλια και 15 περιοδικά.
Καθώς τα παραπάνω σημαντικά γεγονότα εκτυλίσσονταν στην Τουρκία, ψεύδη και υποτιμητικά άρθρα άρχισαν να δημοσιεύονται στην Τουρκία και στην Ελλάδα, προσπαθώντας να συνδέσουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο με τον Φετουλάχ Γκιουλέν και το αποτυχημένο πραξικόπημα. Ήλπιζαν να υπονομεύσουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να φουντώσουν τις φλόγες του αντιχριστιανικού κλίματος στην Τουρκία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι αφοσιωμένο στην ειρηνική επίλυση πάντων των προβλημάτων, είτε σε σχέση με την θρησκευτική ελευθερία, είτε με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, και ενεργεί πάντα μέσα στο πλαίσιο της υπάρχουσας Τουρκικής κυβέρνησης. Αυτές οι συκοφαντικές δυσφημίσεις απειλούν οποιαδήποτε πρόοδο τείνει να υπάρξει σε σχέση με τα δικαιωμάτα ιδιοκτησίας και θρησκευτικής ελευθερίας για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς και τις άλλες θρησκευτικές μειονότητες στην Τουρκία.
Τον Απρίλιο του 2017, το συνταγματικό δημοψήφισμα της Τουρκίας ενέκρινε νέες εκλογές το 2019 που θα αντικαταστήσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα της Τουρκίας με μια πανίσχυρη προεδρία, και που θα καταργήσουν εντελώς την Πρωθυπουργία. Το αποτέλεσμα ενδέχεται να εδραιώσει ολοκληρωτικά τον απόλυτο κυβερνητικό έλεγχο του Προέδρου Ερντογάν και του πολιτικού του κόμματος. Αυτός ο απόλυτος έλεγχος, σε συνδυασμό με την κυριαρχία των Σουνιτών Μουσουλμάνων, αναζωογονεί τους φόβους των μουσουλμάνων Αλεβί, των Χριστιανών, και των άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων για περαιτέρω περιορισμούς στην ήδη περιορισμένη θρησκευτική τους ελευθερία.
Η Τουρκία πρέπει να ασπαστεί, η τουλάχιστον να αποδεχθεί, τις ιστορικές ρίζες του Χριστιανισμού και των άλλων θρησκειών στην χώρα της. Θα πρέπει να θαυμάζει τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και τους άλλους πνευματικούς ηγέτες των θρησκευτικών μειονοτήτων, να σέβεται τους θεσμούς και τα επιτεύγματά τους, και πάνω απ’ όλα την επιθυμία τους να ζήσουν ειρηνικά και με ισότητα στα μάτια του νόμου, ειδικά σε θέματα ιδιοκτησίας και ουσιαστικών δικαιωμάτων. Η Τουρκία επιδιώκει ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις της σχετικά με την διασφάλιση των θρησκευτικών ελευθερίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών θρησκευτικών μειονοτήτων πρέπει να επιβληθούν. Δυστυχώς όμως, το πρόσφατο πολιτικό κλίμα στην Τουρκία, και το κίνημα προς μια Σουνιτική μουσουλμανική ομοιομορφία στην κυβέρνηση, την εκπαίδευση, και τα θεσμικά όργανα ανά την χώρα προκαλεί ανησυχίες. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη για συνεχείς παγκόσμιες διπλωματικές προσπάθειες. Άλλες χώρες πρέπει να ασκήσουν πολιτική πίεση, και να απαιτήσουν από την Τουρκική κυβέρνηση να συμμορφωθεί με τις δεσμευτικές της υποχρεώσεις σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη θρησκευτική ελευθερία. Το πρώτο βήμα σ ‘αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν να θέσουν και να επιβεβαιώσουν το νομικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων, και να τους παρέχουν τουλάχιστον βασικά και θεμελιώδη δικαιώματα ιδιοκτησίας.

*Trans.: Katherine Chaffee
[1] Η Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων είναι ένα κυβερνητικό ίδρυμα που διαχειρίζεται και ελέγχει θρησκευτικά ιδρύματα στην Τουρκία. Ένας από τους στόχους της ίδρυσής του ήταν να διευκολύνει την κρατική δήμευση περιουσιών που ανήκαν σε μη- μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες (όπως τους Ελληνορθόδοξους Χριστιανούς, τους Εβραίους, και τους Χριστιανούς Αρμένιους) μετατρέποντας τις ιδιοκτησίες τους σε «ιδρύματα», ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν υπό τη διοίκηση της ΓΔΙ . Αρχικά, αυτό επέτρεπε το κράτος να ελέγχει και να παρενοχλεί μέλη θρησκευτικών μειονοτήτων. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1950/1960, η ΓΔΙ άρχισε να κατάσχει ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν σε θρησκευτικές μειονότητες βάσει αμφίβολων δικαστικών αποφάσεων. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα ήταν η κατάσχεση της Αρμενικής Παιδικής Κατασκήνωσης Tuzla το 1984.

Ο αξιότιμος Β. Θεόδωρος Μποζονέλης είναι συνταξιούχος δικαστής του ανώτατου δικαστηρίου της Νέας Υερσέης, Άρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και γραμματέας του Τάγματος του Αγίου Ανδρέα του Απόστολου. Είναι Πρόεδρος της Επιτροπής Πατριαρχικών Ιδιοκτησιών και Δικαιωμάτων Μειονοτήτων του Τάγματος.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδώ.