Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

ΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Αι αντιλήψεις του ιερού Φωτίου περί της Δυτικής Εκκλησίας
Βλασίου Ι. Φειδά
Η προσωπικότητα και η θεολογία του Μεγάλου Φωτίου,
Επίσημοι Λόγοι Εκφωνηθέντες επί τη Ιερά
Μνήμη του κατά τα έτη 1970- 2010
,
εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος,

Αθήνα 2011, σελ. 141-156
1. Ο καθορισμός της θέσως τοΰ πατριάρχου Κων/πόλεως Φωτίου έναντι της Δυτικής Εκκλησίας δεν είναι τόσον ευχερής, όσον εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Η δυσχέρεια οφείλεται εις το γεγονός ότι ούτε η Δύσις ηκολούθησε πάντοτε τον πάπαν Ρώμης Νικόλαον εις τας ακραίας αξιώσεις του, ούτε ο ίδιος ο ι. Φώτιος εταύτιζε την έναντί του συμπεριφοράν του παπικού θρόνου προς την θέσιν ολοκλήρου της Δυτικής Εκκλησίας. Εκείνο, το οποίον είναι βέβαιον εις την περίοδον αυτήν των οξυτάτων σχέσεων των θρόνων Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης, είναι το γεγονός ότι τόσον αι Εκκλησίαι της Ανατολής, όσον και αι Εκκλησίαι της Δύσεως μετά μεγάλης δυσκολίας ηδύναντο να παρακολουθούν τα γεγονότα. Η παρακολούθησις των γεγονότων ήτο άλλως τε δυσχερής, διότι τα μεν Πατριαρχεία της Ανατολής είχον χάσει την τακτικήν έπικοινωνίαν με την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας ένεκα του αραβικού ζυγού, αι δε Εκκλησίαι της Δύσεως ενημερούντο κατ' αραιά διαστήματα υπό του παπικού θρόνου επιλεκτικώς και μόνον επί των κρισιμωτέρων γεγονότων.
Η θέσις του παπικού θρόνου ήτο κατά τον Θ' αιώνα ενισχυμένη όχι μόνον εις την Ανατολήν, αλλά και εις την Δύσιν. Εις την Ανατολήν εξετιμάτο σοβαρώς η σταθερά θέσις του παπικού θρόνου κατά την μακράν περίοδον της εικονομαχικής έριδος (727-843). Οι εικονόφιλοι του Βυζαντίου, ιδία οι Στουδίται, ετόνιζον ιδιαιτέρως την ανάγκην συμφωνίας του παπικού θρόνου δια το κύρος των αποφάσεων των συνοδικών οργάνων της Ανατολής επί σοβαρών εκκλησιαστικών ζητημάτων, διότι κατ' αυτόν τον τρόπον εξουδετέρωναν την σημασίαν των αποφάσεων των εικονομαχικών συνόδων και ενίσχυον την αγωνιστικήν διάθεσιν των εικονοφίλων εις τον υπέρ της ορθοδοξίας αγώνα. Η σταθερότης και η εμμονή του παπικού θρόνου εις τον αγώνα υπέρ των ι. εικόνων εξεδηλώθη όχι μόνον εις την σύγκρουσίν του με τους εικονομάχους αυτοκράτορας του Βυζαντίου, αλλά και εις την δυναμικήν παρέμβασίν του προς τους αρνουμένους να δεχθούν τας υπέρ των ι. εικόνων αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου (787) Φράγκους. Οι αγώνες αυτοί ήσαν γνωστοί εις τους Βυζαντινούς και εξετιμώντο δεόντως, διο και το εκκλησιαστικόν κύρος του παπικού θρόνου ουδέποτε κατά το παρελθόν υπήρξεν τόσον ισχυρόν εις την Ανατολήν, όσον κατά τον Η' και το πρώτον ήμισυ του Θ' αιώνος.
Συνεπώς, μέχρι της ανόδου του ι. Φωτίου εις τον θρόνον της Κων/πολεως ο παπικός θρόνος εθεωρείτο εις την Ανατολήν ως ο αυθεντικώτερος εκφραστής της εκκλησιαστικής συνειδησεως ολοκλήρου της Δύσεως. Την θετικήν αυτήν αξιολόγησιν του κύρους του παπικού θρόνου εις την Εκκλησίαν είχον πάντες οι εικονόφιλοι, ο δε ι. Φώτιος, ανήκων ενσυνειδήτως εις την τάξιν των εικονοφίλων, δεν διεφώνει προς αυτήν. Ο παπικός θρόνος ήτο κατά την μακραίωνα κανονικήν παράδοσιν της Εκκλησίας ο πρώτος θρόνος, τα δε κανονικά πρεσβεία τιμής α πετέλουν ασφαλές εκκλησιαστικόν έρεισμα των υπέρ της ορθής πίστεως αγώνων του. Είναι εύνόητον ότι ο ι. Φώτιος εθεώρει τον παπικόν θρόνον ως το πρώτον θρόνον της Εκκλησίας και ενέτασσεν αυτόν εις την εμπρέπουσαν κατα την κανονικήν παράδοσιν θέσιν εντός των πλαισίων του κανονικού θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών. Ο παπικός θρόνος ήτο η διοικητική κεφαλή της Δυτικής Εκκλησίας, διο και η μετ' αυτού συμφωνία επί των γενικωτέρου ενδιαφέροντος εκκλησιαστικών προβλημάτων ήτο αναγκαία δια την διαφύλαξιν της ενότητος της Καθολικής Εκκλησίας.
Εν τούτοις, η Είκονομαχία συνεσώρευσε σοβαρά προβλήματα εις τας σχέσεις Ανατολής και Δύσεως, διότι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες έφερον βαρέως την σθεναράν παπικήν αντίδρασιν εις την εικονομαχικήν των πολιτικήν και επεχείρησαν δια σπασμωδικών πολιτικών μέτρων να την αποδυναμώσουν. Η υπό του αυτοκράτορος Λέοντος Γ΄ απόσπασις από την εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν του παπικού θρόνου των επαρχιών του Αν. Ιλλυρικού και της Ν. Ιταλίας (732/3) και η υπαγωγή αυτών υπό την δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου της Κων/πόλεως εθεωρήθη ευλόγως ως μία απροκάλυπτος εχθρική ενέργεια κατά του παπικού θρόνου και συνετέλεσεν εις την προϊοϋσαν απομάκρυνσίν του από το Βυζάντιον. Πράγματι, η ενέργεια αυτή έκοψε την γέφυραν επικοινωνίας και διηυκόλυνε την απομόνωσιν Ανατολής και Δύσεως, ενώ έστρεψε τον παπικόν θρόνον προς το φραγκικόν κράτος.
Η συνάντησις όμως παπικού θρόνου και φραγκικού κράτους κατά το δεύτερον ήμιου του Η' αι. ήτο αποφασιστικής σημασίας γεγονός όχι μόνον δια την Ιστορίαν της Δυτικής Εκκλησίας, αλλά και δια τας σχέσεις του παπικού θρονου με την Ανατολήν. Η συνάντησις αυτή εσήμαινε δια μεν την Δυτικήν 'Εκκλησιαν την είσοδον εις την μακράν διαδικασίαν εναρμονίσεως της λατινικής πατερικής θεολογίας με την περιωρισμένην εις την αυγουστίνειον αυθεντίαν φραγκικήν θεολογίαν, δια δε την Ανατολικήν Εκκλησίαν την προϊούσαν ένταξιν του παπικού θρόνου εις το οξύ ανθελληνικόν πνεύμα, το οποίον συστηματικώς εκαλλιεργήθη ήδη κατά τον Η' αι. εις το φραγκικόν κράτος δια πολιτικούς κυρίως σκοπούς. Ο πολιτικός ανταγωνισμός Βυζαντίου και φραγκικού κράτους διεπότισε ταχέως και τους θεολογικούς προσανατολισμούς της φραγκικής ιεραρχίας και ηδύνατο να αποτελέση δυσμενή προϋπόθεσιν εις οιανδήποτε τάσιν αναθεωρήσεως των σχέσεων του παπικού θρόνου με την Ανατολήν.
Η επί του πατριάρχου Φωτίου σύγκρουσις παπικού θρόνου και Ανατολικής Εκκλησίας κατέστησε σαφή την συντελουμένην εις την Δύσιν βαθείαν διαφοροποίησήν πνεύματος, η οποία ετροφοδοτείτο συνεχώς από πολιτικάς, εκκλησιαστικάς και θεολογικάς ανακατατάξεις δυνάμεων. Κατά την σύγκρουσιν αυτήν ανεδύθησαν εις το προσκήνιον όλαι αι απωθημέναι προγενέστεροι πολιτικο - εκκλησιαστικαί αντιθέσεις και επηρέασαν σοβαρώς την εξέλιξιν των γεγονότων, διότι ο παπικός θρόνος ηναγκάσθη να προσφύγη τελικώς εις το φραγκικόν ανθελληνισμόν δια να συσπείρωση εις τον αγώνα του ολόκληρον τον δυτικόν χριστιανικόν κόσμον. Η δια της συνθήκης όμως του Βερντέν (843) τριχοτόμησις του φραγκικού κράτους ενίσχυσεν μεν εις την Δύσιν την επιρροήν του παπικού θρόνου, αλλ' απεδυνάμωσε τον προγενέστερον φραγκικόν ανθελληνισμόν και παρέσχε την δυνατότητα εις την βυζαντινήν διπλωματίαν να επωφελήται εκ των περιστατικών αντιθέσεων των παπών με τους φράγκους ηγεμόνας ή τους εκκλησιαστικούς ηγέτας της Δύσεως.
Ο πατριάρχης Φώτιος ήτο γνώστης των πολιτικο - εκκλησιαστικών διαφοροποιήσεων εις την Δύσιν, διότι η προ της χειροτονίας του υψηλή πολιτική θέσις παρείχεν εις αυτόν την δυνατότητα εποπτείας της διπλωματίας. Ο ι. Φώτιος εγνώριζε καλώς ότι το υπό του πάπα Νικολάου τεθέν ζήτημα της κανονικότητος της χειροτονίας του ήτο απλούν πρόσχημα δια την υπέρ των συμφερόντων του παπικού θρόνου επίλυσιν των από μακρού εκκρεμουσών διαφορών εις τον χώρον της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, ήτοι της επανυπαγωγής των επαρχιών της Ν. Ιταλίας και του Αν. Ιλλυρικού υπό την δικαιοδοσίαν του παπικού θρόνου. Η μεθόδευσις των στόχων αυτών θα ήτο ανέφικτος χωρίς την αμφισβήτησιν της κανονικότητος της εκλογής του ι. Φωτίου ή τουλάχιστον της δημιουργίας τεχνητής εντάσεως εις τας σχέσεις Ανατολής και Δύσεως. Η καρδία της όλης αλληλογραφίας μεταξύ παπικού θρόνου, βυζαντινού αυτοκράτορος και πατριάρχου Κων/πόλεως δια το θέμα της εκλογής του ι. Φωτίου είναι συνδεδεμένη αρρήκτως με την επίμονον παπικήν διεκδίκησιν επί των επαρχιών αύτών.
Ούτω, και αυτό εισέτι το παπικόν πρωτείον συνεδέθη με τα γεγονότα δια να θεμελιώση την παπικήν ανάμειξιν εις τα εσωτερικά ζητήματα του θρόνου της Κων/πόλεως και να υπηρετήση τον απώτερον δικαιοδοσιακόν στόχον. Ο πατριάρχης Κων/πόλεως, Φώτιος ή Ιγνάτιος αδιαφόρως, θα ανεγνωρίζετο ως κανονικός αναλόγως της ευαισθησίας η υποχωρητικότητος εις την συγκεκριμένην παπικήν δικαιοδοσιακήν αξίωσιν, αλλ' η επιτυχής διεξαγωγή του αγώνος αυτού προϋπέθετε θεμελίωσιν της παπικής έξουσίας, δια της οποίας ο πάπας θα καθίστατο απόλυτος ρυθμιστής του εσωτερικού αυτού εκκλησιαστικού θέματος της Εκκλησίας Κων/πόλεως. Η μακρά παράδοσις περί του παπικού πρωτείου ηδύνατο να χρησιμοποιηθή ευχερώς και λόγω του κτηθέντος κατά την περίοδον της Εικονομαχίας κύρους, διο και επί τη βάσει της παραδόσεως αυτής προεβλήθησαν τα παπικά δικαιώματα εις την κρίσιν της κανονικότητος της εκλογής και της χειροτονίας του πατριάρχου Φωτίου.
Το πρόβλημα όμως των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών δεν ήτο αποκλειστικώς και μόνον εκκλησιαστικόν πρόβλημα, διότι η κατά την περίοδον της Εικονομαχίας σύνδεσις παπικού θρόνου και φραγκικού κράτους καθίστα εν τελευταία αναλύσει το όλον πρόβλημα και πολιτικόν, διο και ενέτασσεν αυτό αμέσως ή εμμέσως εις τον γενικώτερον βυζαντινοφραγκικόν πολιτικόν άνταγωνισμόν εις την Κεντρικήν Ευρώπην και την Ιταλίαν. Αι εμπειρίαι της πολιτικοποιήσεως της ιεραποστολικής δράσεως Βυζαντινών, Παπικών και Φράγκων εις την Μοραβίαν και την Βουλγαρίαν αποδεικύουν ότι κατά την περίοδον αυτήν τα εκκλησιαστικά γεγονότα ήσαν πολυσήμαντα δια την όλην εξωτερικήν πολιτικήν όχι μόνον του Βυζαντίου, αλλά και των Φράγκων. Εκάστη των δυνάμεων τούτων είχεν ιδίας βλέψεις, αλλ' η ικανοποίησις των παπικών αξιώσεων ενίσχυεν εμμέσως την φραγκικήν επιρροήν. Ευνόητον λοιπόν ότι τα περί την κανονικότητα της εκλογής του ι. Φωτίου γεγονότα και η έναντι των παπικών διεκδικήσεων στάσις του θρόνου της Κων/πόλεως καθωρίζοντο πλέον όχι μόνον από την πατριαρχικήν σύνοδον, αλλά και από την εκτίμησιν των εξ αυτών πολιτικών συνεπειών υπό της βυζαντινής διπλωματίας.
Η παπική αξίωσις επί των επαρχιών της Ν. Ιταλίας και του Α. Ιλλυρικού ήτο κατ' αρχήν ευλογοφανής, διότι υπό ακραιφνώς εκκλησιαστικά κριτήρια ο παπικός θρόνος ηδύνατο να διεκδικήση επί των ορθοδόξων αύτοκρατόρων την υπό των εικονομάχων αυτοκρατόρων αφαιρεθείσαν δικαιοδοσίαν του. Η πτυχή αυτή του δικαιοδοσιακού θέματος προεβάλλετο με έμφασιν από τον παπικόν θρόνον, οι δε βυζαντινοί δεν θα είχον ίσως σοβαράς έπιφυλάξεις, εάν η ικανοποίησις των παπικών άξιώσεων είχε μόνον εκκλησιαστικάς συνέπειας. Τα πράγματα όμως είχον μεταβληθή δια της δυναμικής παρουσίας εις την Κεντρικήν Ευρώπην του φραγκικού κράτους, με το οποίον συνειργάζετο πλέον στενώς ο παπικός θρόνος. Αι εκκλησιαστικαί λοιπόν δικαιοδοσίαι είχον λάβει πλέον εντόνον πολιτικόν χρώμα, διότι ηδύναντο να διαταράξουν την ισορροπίαν και των πολιτικών δυνάμεων. Ούτως, ενώ αι παπικαί άξιώσεις απεσκόπουν εις την διεύρυνσιν κυρίως της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του παπικού θρόνου, εις την Κων/πολιν εξετιμώντο υπό της βυζαντινής διπλωματίας αναλόγως προς τας πολιτικάς των προεκτάσεις, διο και η σταθερά άρνησις ικανοποιήσεώς των ήτο μάλλον πολιτική παρά εκκλη σιαστική πράξις.
Ο ι. Φώτιος ήτοι φορεύς της πολιτικο - εκκλησιαστικής αυτής θεωρήσεως των παπικών δικαιοδοσιακών διεκδικήσεων, διο και παρέκαμψε την εκκλησιαστικήν πλευράν του θέματος. Είναι χαρακτηριστική η σχετική δήλωσις του ι. Φωτίου προς τους παπικούς αντιπροσώπους κατά την διάρκειαν των εργασιών της εν Κων/πόλει συνόδου (879-880). Η παπική αξίωσις προς τους βυζαντινούς, «όπως εν τη των Βουλγάρων χώρα μήτε ωμόφορον αποστείλητε, μήτε χειροτονίαν ποιήσητε», παρεκάμφθη υπό του ι. Φωτίου δια της δηλώσεως, ότι ο ίδιος θα ήτο πρόθυμος « και τα οικεία..., όσον εις ημών ανήκε γνώμην, θεσμών παλαιών ου λυομένων, τοις φίλοις χαρίζεσθαι. Τι γαρ αν είη πλατυσμός ορίων, της θεσμοθεσίας ου συναναγκαζούσης, αλλ' η αύξησις φροντίδος και προσθήκη μείζονος μερίμνης και επιπονωτέρας ;». Αι διεκδικούμεναι όμως υπό του παπικού θρόνου επαρχίαι « τη της βασιλικής ανατολή εμπεριέχονται αρχή », διο και ο πατριάρχης απέκρουσε το παπικόν αίτημα, υπαινιχθείς τας πολιτικάς δυσχερείας: « ει δε... μη ταις βασιλικαίς εστενοχωρειτο ανάγκαις, μηδέ τις άλλη με κανονική ανεχαίτιζε δίκη, είχον δε και το υποτελούν ιερατικόν συμπνέον επί τούτω, ουχ ούστινας λέγεις υπό τον Ρώμης θρόνον τελέσαι ποτέ, αλλά και οι μηδέποτε υπ' εκείνον γεγόνασι, και τούτους έτοιμος αν κατέστην... αιτουμένω σοι παρασχε ίν».
Την καρδίαν του ζητήματος απέδωσε σαφέστερον ο μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας Προκόπιος, τονίσας «ότι πάντα τα έθνη υ ποταγήναι έχουσι τω ευσεβεί κρατεί των θεοπροβλήτων και μεγάλων βασιλέων ημών, και τούτον γενομένον τότε, ως κελεύει η κραταιοτάτη αυτού βασιλεία, ποιεί τακτικά και αποδίδωσιν εκάστω τας οικείας ενορίας ακαινοτομήτους». Υπό το αυτό πνεύμα ωμίλησε και ο αρχιεπίσκοπος Εφέσου Γρηγόριος, τονίσας ότι «ο περί ενοριών λόγος ουκ έχει νυν χώραν, μη συγκεφαλαιουμένων εις μίαν βασιλείαν ομοιότροπον πάντων των αρχιερατικών θρόνων...». Η Σύνοδος τελικώς έκλεισε το θέμα δια της διακηρύξεως ότι «ουκ επί τω διαστέλλειν ενορίας η σύνοδος αύτη συνηθροίσθη. Ταύτα καιρός έτερος δοκιμάσει» (Mansi XVII, 417-420).
Η όλη αυτή συνοδική διαδικασία δια την κυριωτέραν αξίωσιν του παπικού θρόνου κατά την μακράν περίοδον της εντάσεως και ο ομοιόμορφος τρόπος άντιμετωπίσεως τόσον υπό του Ιγνατίου εις την παπόφιλον εν Κων/πόλει σύνοδον (869-870), όσον και υπό του Φωτίου εις την δικαιώσασαν αυτόν σύνοδον της Κων/πόλεως (879-880) υποδηλούν ότι το θέμα αυτό εχειρίζετο πρωτίστως η βυζαντινή διπλωματία. Ο παπικός θρόνος, μη ανήκων πλέον εις τα όρια της αυτοκρατορίας, δεν παρείχε τα πολιτικά εχέγγυα προνομιούχου μεταχειρίσεως, ιδία δε ένεκα του εναγκαλισμού του με το φραγκικόν κράτος, το οποίον και θα επωφελείτο αναμφιβόλως από την διεύρυνσιν της παπικής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. Βεβαίως, ο παπικός θρόνος εν προκειμένω ενήργει όχι ως όργανον των φραγκικών φιλοδοξιών, αλλ' ως εκκλησιαστική αρχή, επιζητούσα την ανάκτησιν απολεσθείσης δικαιοδοσίας, καίτοι δεν έχει, καθ' ημάς, είσέτι διευκρινηθή πλήρως ο ρόλος του κυρίου παπικού συμβούλου Αναστασίου του βιβλιοθηκάριου μεταξύ παπικού θρόνου και Φράγκων.
Ο δικαιοδοσιακός αυτός αγών ανέσυρε και έτερα παλαιά ή νέα προβλήματα εις τας σχέσεις των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Παλαιά ήσαν, ως γνωστόν, τα προβλήματα περί του παπικού πρωτείου και των διαφόρων εκκλησιαστικών εθίμων ή παραδόσεων της Δυτικής Εκκλησίας, νέα δε ήτο η διδασκαλία κυρίως περί της και εκ του Υιού (Filioque) ε κπορεύσεως του αγίου Πνεύματος. Η περί του παπικού πρωτείου λατινική παράδοσις δεν ήτο άγνωστος εις την Ανατολήν, η οποία είχε γνωρίσει τας παπικάς άξιώσεις δια των επιστολών του Γελασίου (492-496) και της Formula Hormisdae κατά την περίοδον του Ακακιανού σχίσματος (484-519). Πράγματι, ο πάπας Νικόλαος Α΄ εκ της περιόδου εκείνης ήντλησεν όλα σχεδόν τα επιχειρήματα υπέρ του παπικού πρωτείου, ο δε κομισθείς υπό των παπικών αντιπροσώπων Λίβελλος εις την παπόφιλον σύνοδον της Κων/πολεως (869-870) ήτο κατά βάσιν ο αυτός προς τον Λίβελλον του Ορμίσδα (519). Ο ι. Φώτιος ήτο γνώστης των παπικών αυτών ιδεών, τας οποίας εθεώρει κανονικώς απαραδέκτους. Εν τούτοις, αι ιδέαι αυταί εχρησιμοποιήθησαν, ως και κατά την περίοδον τοΰ Ακακιανού σχίσματος, δια να θεμελιώσουν το δικαίωμα του πάπα να αναθεωρή τας οιασδήποτε συνοδικώς λαμβανομένας αποφάσεις. Η προσπάθεια όμως του πάπα να θεμελιώση τας δικαιοδοσιακάς διεκδικήσεις επί τίνος ψυχολογικής πιέσεως κατά του ι. Φωτίου ηδύνατο να εύρη απήχησιν μόνον δια της αποδείξεως του παπικού κανονικού δικαιώματος παρεμβάσεως εις τα πράγματα του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως.
Το αίτημα λοιπόν του ι. Φωτίου εις την συνοδικήν επιστολήν του, όπως αποσταλούν παπικοί αντιπρόσωποι δια την ρύθμισιν εκκρεμών εκ της εικονομαχικής έριδος ζητημάτων, έδωσε εις το παπικόν θρόνον την ευκαιρίαν μείζονος αναμείξεως εις το θέμα, διότι εις τους παπικούς αντιπροσώπους εδόθη εντολή να διερευνήσουν και το ζήτημα της απομακρύνσεως του Ιγνατίου εκ του πατριαρχικού θρόνου. Πράγματι, εις την αποκληθείσαν Πρωτοδευτέραν σύνοδον της Κων/πόλεως (861) εζητήθη η αναθεώρησις της δίκης του Ιγνατίου, ο οποίος κατά τον πάπαν Νικόλαον καθηρέθη υπό συνόδου sine romani consulto pontificis, α λλ' ο πατριάρχης Φώτιος έθεσεν ως όρους της ενημερώσεως α) την εν Κωνσταντινουπόλει οριστικήν απόφανσιν των παπικών αντιπροσώπων, και β) την προηγουμένην αποδοχήν της καθαιρετικής του Ιγνατίου αποφάσεως της Πατριαρχικής συνόδου της Κων/πόλεως. Δια των δεσμεύσεων αυτών η αναθεώρησις της δίκης, κατά το πρότυπον της προβλεπομένης υπό των κανόνων γ', δ' και ε' της εν Σαρδική συνόδου διαδικασίας, ενώπιον της Πρωτοδευτέρας συνόδου προσέδιδεν εις αυτήν απλούν ενημερωτικόν χαρακτήρα περί της κανονικής θεμελιώσεως της καθαιρέσεως του Ιγνατίου.
Ο ειδικώς ασχοληθείς περί το θέμα του ι. Φωτίου ρωμαιοκαθολικός ιστορικός Fr. Dvornik υ πεστήριξεν ότι δια της συνόδου αυτής ο πατριάρχης Φώτιος ανεγνώρισε δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν της Εκκλησίας το δικαίωμα εις τον παπικόν θρόνον να κρίνη τον πατριάρχην Κων/πόλεως και δια κανονικά εισέτι παραπτώματα. Η ερμηνεία όμως αυτή είναι εσφαλμένη, διότι, πέρα των προμνημονευθέντων όρων, α) η σύνοδος απέρριψε, μη διαφωνησάντων και των παπικών αντιπροσώπων, το αίτημα του Ιγνατίου να αναθεωρηθή η υπόθεσίς του υπό συνόδου συγκαλουμένης υπό του πάπα, και β) η προσπάθεια του Ιγνατίου να θεωρήση de facto άκυρον την επιβληθείσαν εις αυτόν υπό της Πατριαρχικής συνόδου ποινήν της καθαιρέσεως δια της απόπειρας να εμφανισθή ενώπιον της συνόδου ενδεδυμένος την αρχιερατικήν του στολήν απεκρούσθη, διο και ο καθαιρεθείς πατριάρχης ηναγκάσθη να εμφανισθή εις την σύνοδον περιβεβλημένος το απλούν μοναχικόν ένδυμα.
Η ορθή λοιπόν αξιολόγησις των γεγονότων αυτών καθιστά πρόδηλον ότι ο πατριάρχης Φώτιος προέβη εις την παραχώρησιν της υπό όρους αναθεωρήσεως της κρίσεως του Ιγνατίου υπό της Πρωτοδευτέρας συνόδου τη συμμετοχή και των παπικών αντιπροσώπων προς αποφυγήν περαιτέρω εντάσεως εις τας σχέσεις των δύο θρόνων. Η παραχώρησις όμως αυτή δεν είναι δυνατόν να θεωρηθή και αναγνώρισις του δικαιώματος εις τον παπικόν θρόνον να κρίνη τον πατριάρχην Κων/πόλεως, διο και ο ι. Φώτιος ηγνόησε πλήρως την απόφασιν της καθαιρεσάσης αυτόν παπικής συνόδου της Ρώμης (863). ’λλωστε, η διαμειφθείσα μεταξύ πάπα Νικολάου και αυτοκράτορος Μιχαήλ αλληλογραφία, ιδία δε η υπό του Φωτίου συνταχθείσα πιθανώτατα επιστολή του Μιχαήλ τω 865, αποτελεί σαφή διακήρυξιν της τελεσιδικίας και του ανεκκλήτου των αποφάσεων της συνόδου του Οικουμενικού θρόνου. Ούτως, αι κατ' αυτών παπικαί παρεμβάσεις εθεωρούντο όχι μόνον κανονικόν παράπτωμα, αλλά και έγκλημα εσχάτης προδοσίας.
Η ανάμειξις όμως του παπικού θρόνου εις το ιεραποστολικόν έργον του Βυζαντίου εις Βουλγαρίαν συνετέλεσεν εις την υπό του ι. Φωτίου σύγκλησιν συνόδου εν Κων/πόλει, η οποία καθήρεσε τον πάπαν Νικόλαον και κατεδίκασε τους εν Βουλγαρία δρώντας λατίνους ιεραποστόλους δια τας εισαχθείσας καινοτομίας (867). Δια της καταδίκης αυτής εξεφράσθη υπό του ι. Φωτίου η συνείδησις της Ανατολικής Εκκλησίας περί του κανονικού δικαιώματος παντός πατριαρχικού θρόνου να κρίνη δια κανονικής διαδικασίας και καταδικάζη αυθαιρέτους και αντικανονικάς ενεργείας ετέρων πατριαρχών, εν οις και του πάπα. Η αντικανονική καθαίρεσις του ι. Φωτίου υπό της συνόδου της Ρώμης (863), η αντικανονική παρέμβασις των λατίνων ιεραποστόλων εις τα όρια της δραστηριότητος του θρόνου της Κων/πόλεως, η καταδίκη των βυζαντινών εκκλησιαστικών εθίμων και η επιβολή των λατινικών εθίμων εις την Βουλγαρίαν συνίστων ικανά στοιχεία δια την καταδίκην του όργανώσαντος πάντα ταύτα πάπα Νικολάου. Εν τούτοις, ο πατριάρχης Φώτιος έθεσε την απόφασιν της εν Κων/πόλει συνόδου (867) υπό την έγκρισιν και ετέρας συνόδου, εις την οποίαν εκλήθησαν να μετάσχουν εκπρόσωποι και των άλλων πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής, συμφώνως προς την κανονικήν παράδοσιν ότι υπόδικος πατριάρχης κρίνεται υπό των “ομοταγών” πατριαρχών, των συγκροτούντων τον θεσμόν της Πενταρχίας των πατριαρχών.
Η απόφασις λοιπόν της εν Κων/πόλει συνόδου (867) είχε σοβαρώς μελετηθή όχι μόνον από εκκλησιαστικής, αλλά και από διπλωματικής πλευράς, διότι πράγματι η θέσις του πάπα Νικολάου είχε καταστή δυσχερής όχι μόνον εις την Ανατολήν, αλλά και εις την Δύσιν. Η οξυτάτη παρέμβασις του Νικολάου εις το διαζύγιον του φράγκου βασιλέως Λοθαρίου, η καθαίρεσις των δεχθέντων το διαζύγιον αυτό αρχιεπισκόπων Κολωνίας και Τρεβήρων, αι αγαθαί σχέσεις του ι. Φωτίου προς τον αρχιεπίσκοπον Ραβέννης Ιωάννην, αι γενικώτεραι αντιδράσεις κατά της αυταρχικής εκκλησιαστικής πολιτικής του Νικολάου εις την Δύσιν, ιδία δε του αρχιεπισκόπου Ρείμων Χίμκαρ, και ο ανταγωνισμός παπικού θρόνου και Φράγκων εις τας ιεραποστολικάς ζώνας (Μοραβία, Βουλγαρία) διεμόρφωσαν προοδευτικώς ευρύτερον κλίμα δυσφορίας κατά του Νικολάου και καθίστων προφανώς εκτελεστήν την κατ' αυτού απόφασιν της εν Κων/πόλει Πατριαρχικής συνόδου και εις την Δύσιν. Η αποστολή αυτή ανετέθη πράγματι υπό του Φωτίου εις τον εξέχοντα μητροπολίτην Χαλκηδόνος Ζαχαρίαν, ο οποίος εφωδιάσθη με επιστολάς του αυτοκράτορος Μιχαήλ και του ι. Φωτίου προς τον Λουδοβίκον Β' και την σύζυγόν του αντιστοίχως.
Αι εν Κων/πόλει όμως πολιτικαί μεταβολαί ήλλαξαν και την δυτικήν πολιτικήν του Βυζαντίου, διότι ο νέος αυτοκράτωρ Βασίλειος Α' ετάχθη υπέρ της προσεγγίσεως με τον παπικόν θρόνον και επανέφερεν, ως γνωστόν, εις τον πατριαρχικόν θρόνον τον Ιγνάτιον. Η εν Κων/πόλει συγκληθείσα μετά ταύτα παπόφιλος σύνοδος της Κων/πόλεως (869-870) καθήρεσε τον Φώτιον και τους υπ' αυτού χειροτονηθέντας, αλλ' ο πατριάρχης Κων/πόλεως ηρνήθη να απολογηθή ενώπιον της αντικανονικώς συγκληθείσης συνοδου, υπέδειξεν εις τους παπικούς αντιπροσώπους την ανάγκην μετανοίας δια τας αντικανονικάς των ένεργείας και ηρνήθη να δεχθή την επιβληθείσαν εις αυτόν ποινήν. Η σθεναρά αυτή στάσις του ι. Φωτίου απετέλει αβίαστον έκφρασιν της εκκλησιαστικής συνειδήσεως της Ανατολής έναντι των προβληθεισών εις την σύνοδον δια του παπικού Λιβέλλου προκλητικών περί παπικού πρωτείου αξιώσεων. Ούτω, τα επιστρατευθέντα μέλη της συνόδου, καίτοι υπέγραψαν τον Λίβελλον, κατά τας συνεδρίας εξουδετέρωσαν εμμέσως την θεμελίωσιν του παπικού πρωτείου δια της προβολής του κανονικού θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών ως της ανωτάτης συλλογικής διοικητικής αυθεντίας εις την Εκκλησίαν. Ο παπικός θρόνος ήτο απλώς εις των πέντε πατριαρχικών θρόνων. Οπωσδήποτε όμως αι κατά του ι. Φωτίου αποφάσεις της παποφίλου αυτής συνόδου, καίτοι δεν προώθησαν ουσιαστικώς τας παπικάς διεκδικήσεις, έθιγον την μακραίωνα συνείδησιν περί της εκκλησιαστικής αυτοτελείας της Ανατολής, διο και δεν ήτο δυνατόν να γίνουν αβιάστως δεκταί.
Ο ίδιος ο ι. Φώτιος, αγνοών την απόφασιν της παποφίλου αυτής συνόδου, εδήλωσεν βραδύτερον ότι παρά τας προς αυτόν επανειλημμένας προτροπάς δεν εδέχθη μεν «τον ...θρόνον απολαβείν» ε φ' όσον έζη ο Ιγνάτιος, αλλά μετά τον θάνατον αυτού επανήλθεν άνευ ετέρας συνοδικής διαδικασίας, διότι είχε σαφή την συνείδησιν ότι επανήλθεν εις «τον ίδιόν» του θρόνον. Εις την συγκληθείσαν εν Κων/πόλει σύνοδον (879-880) εξεφράσθη μεν η πικρία του πάπα Ιωάννου Η' δια την άνευ γνώσεως του παπικού θρόνου επάνοδον του ι. Φωτίου εις τον θρόνον, αλλ' ηκυρούντο υπ' αυτού ρητώς αι αποφάσεις πασών των κατά του ι. Φωτίου συγκληθεισών συνόδων επί των παπών Νικολάου και Αδριανοΰ («ου γαρ απεδέχθησαν παρ'αυτών τα κατά του αγιωτάτου Φωτίου ευρεθέντα», Mansi XVII, 401), ιδία δε απεδοκιμάσθησαν αι αποφάσεις της παποφίλου συνόδου της Κων/πόλεως (869-870): «την δε γενομένην κατά της ευλαβείας σύνοδον εν τοις αυτόθι ηκυρώσαμεν και εξωοτρακίσαμεν παντελώς και απεβαλόμεθα δια τε τα άλλα και ότι ο προ ημών μακάριος Αδριανός ουχ υπέγραψεν εν αυτή» (Mansi XVII, 416). Τούτο απετέλει πρωταρχικήν αξίωσιν του πατριάρχου Φωτίου, η ικανοποίησις της οποίας ήτο προϋπόθεσις οιασδήποτε άλλης συζητήσεως περί αποκαταστάσεως της εν τη προτέρα αγάπη ενότητος των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, διο και ο ι. Φώτιος ηρνήθη διαρρήδην να συμμορφωθή προς την παπικήν αξίωσιν περί δημοσίας εν συνόδω αίτήσεως συγνώμης από τον παπικόν θρόνον (Mansi XVII, 489).
Δια των αποφάσεων της εν Κων/πόλει συνόδου (879-880) ερρυθμίσθη οριστικώς η μακρά έντασις εις τας σχέσεις των θρόνων Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης δια της αυστηράς τηρήσεως των κανονικών αρχών, αι οποίαι καθώριζον τας σχέσεις των πέντε πατριαρχικών θρόνων. Ο παπικός θρόνος, ο πρώτος πατριαρχικός θρόνος, ήτο απλώς η διοικητική κεφαλή πασών των Εκκλησιών της Δύσεως, αλλ' η πρωτοκαθεδρία αυτή ουδόλως έθιγε την κανονικήν ισότητά του προς τους άλλους πατριαρχικούς θρόνους. Ούτως, η προσπάθεια του παπικού θρόνου να επωφεληθή από το εξαιρετικόν κύρος του κατά την περίοδον της εικονομαχίας εις ουδέν κατέληξε θετικόν άποτέλεσμα, ενώ τουναντίον η περίοδος της εντάσεως απεδυνάμωσε και το δια τόσων αγώνων υπέρ των ι. εικόνων κτηθέν κύρος, διότι εχρησιμοποιήθησαν αι υπό της Δυτικής Εκκλησίας εισαχθείσαι καινοτομίαι δια να εξουδετερώσουν την σημασίαν των αυθαιρέτων παπικών παρεμβάσεων εις τα εκκλησιαστικά πράγματα της Ανατολής.
Αι εις την κανονικήν πράξιν διαπιστωθείσαι εν τω μεταξύ διαφοραί μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, ως και αι διάφοροι επί μέρους παραδόσεις, δεν έπρεπε να κλονίζουν την ενότητα: «'Εκαστος θρόνος έσχεν αρχαία τινα παραδεδομένα έθη και ου χρη περί τούτων προς αλλήλους διαφιλονεικείν και ερίζειν. Φυλάττει μεν γαρ η Ρωμαίων Εκκλησία τα έθη αν της και προσηκόν έστι. Φυλάττει δε και η Κωνσταντινουπολιτών Εκκλησία ιδιά τινα έθη άνωθεν παραλαβούσα, ωσαύτως και οι της Ανατολής θρόνοι» (Mansi XVII, 489). Τουναντίον εις την Εγκύκλιον έπιστολήν του 867 κατηγγέλλοντο υπό του ι. Φωτίου δριμύτατα τα εις Βουλγαρίαν εισαχθέντα λατινικά έθιμα: «από γαρ των ορθών και καθαρών δογμάτων και της των χριστιανών αμωμήτου πίστεως παραφθείρειν τούτους και υποσπάν κατεπανουργήσαντο. Και πρώτον μεν αυτούς εκθέσμως εις την των Σαββάτων νηστείαν μετέστησαν..., έπειτα δε την των νηστειών πρώτην εβδομάδα της άλλης νηστείας περικόψαντες εις γαλακτοποσίας, του τυρού τροφήν και την των ομοίων αδηφαγίαν καθείλκυσαν... και δη και τους ενθέσμω γάμω πρεσβυτέρους διαπρέποντας... μυσάττεσθαί τε και αποστρέφεσθαι παρεσκεύασαν..., αλλά γε δη και τους υπό πρεσβυτέρων μύρω χρισθέντας αναμυρίζειν αυτοί ου πεφρίκασιν, επισκόπους εαυτούς αναγορεύοντες και το των πρεσβυτέρων χρίσμα άχρηστον είναι και εις μάτην επι τελείσθαι τερατευόμενοι».
Βεβαίως, η κατάκρισις των παπικών εθίμων εις την Εγκύκλιον επιστολήν τοΰ 867 συνεδέετο με την προσπάθειαν του παπικού θρόνου να επιβάλη αυτά εις την Βουλγαρίαν και να θεμελιώση εις αυτήν την παπικήν επιρροήν, παρά το γεγονός ότι η Βουλγαρία είχεν ήδη ενταχθή εις την δικαιοδοσίαν του θρόνου της Κων/πόλεως. Ο πατριάρχης Φώτιος, αναγνωρίζων το δικαίωμα της Δυτικής Εκκλησίας να τηρή τα ίδια εκκλησιαστικά έθιμα, απέκρουε πάσαν τάσιν επιβολής αυτών και εις τας άλλας Εκκλησίας. Τα διάφορα έθιμα, ως επουσιώδη και δευτερεύοντα σημεία εκκλησιαστικής διαφοροποιήσεως, δεν ενόθευον την ορθοδοξίαν της πίστεως, διο και η περί αυτών συζήτησις δέον να γίνεται με αμοιβαίον σεβασμόν δια τας παλαιόθεν υφισταμένας παραδόσεις. Εν τούτοις, δια της συστηματικής περιγραφής των διαφορών αυτών εσυνειδητοποιήθη εις την Ανατολήν το διάφορον εκκλησιαστικόν ήθος της Δυτικής Εκκλησίας, διο και τα δυτικά εκκλησιαστικά έθιμα, καίτοι δεν ηδύναντο καθ' αυτά να οδηγήσουν εις την διάσπασιν της εκκλησιαστικής ενότητος, εμείωσαν οπωσδήποτε το παπικόν κύρος εις την Ανατολήν.
Πέρα όμως των δευτερευούσης σημασίας διαφορών εις τα έθιμα, διεπιστώθησαν και διαφοραί εις ουσιώδη σημεία της πίστεως, διότι οι εις Βουλγαρίαν δυτικοί ιεραπόστολοι « το ιερόν και άγιον Σύμβολον, ο πάσι τοις συνοδικοίς και οικουμενικοίς ψηφίσμασιν άμαχον έχει την ισχύν, νόθοις λογισμοίς και παρεγγράπτοις λόγοις και θράσους υπερβολή κιβδηλεύειν επεχείρησαν, ω των του πονηρού μηχανημάτων, το Πνεύμα το άγιον ουκ εκ του Πατρός μόνον, αλλά γε και εκ του Υιού εκπορεύεσθαι καινολογήσαντες...». Βεβαίως, η καταγγελία αυτή συνδέεται όχι με τους λατίνους, άλλά με τους φράγκους Ιεραποστόλους εις Βουλγαρίαν, οι οποίοι είχον επισήμως δια της εν Φραγκφούρτη συνόδου (794) εντάξει το Filioque εις το σύμβολον Νίκαιας - Κων/πόλεως. Οι καταγγείλαντες την καινοτομίαν βυζαντινοί ιεραπόστολοι, οι οποίοι εδιώχθησαν εκ Βουλγαρίας, δεν ηδύνατο προφανώς να διακρίνουν τους εν Βουλγαρία φράγκους από τους λατίνους ιεραποστόλους.
Ο παπικός θρόνος, ως γνωστόν, απέκρουσε κατά το πρώτον ήμισυ του Θ' αιώνος την φραγκικήν αυτήν καινοτομίαν, διο και οι παπικοί αντιπρόσωποι έδειξαν ιδιαιτέραν ευαισθησίαν εις την έκτην συνεδρίαν της εν Κων/πόλει συνόδου (879-880) δια την καταδίκην πάσης νοθεύσεως του συμβόλου, δηλώσαντες ότι «πρέπον εστί μη έτερον όρον καινουργηθήναι, αλλ ' αυτόν τον αρχαίον και ανά πάσαν την οικουμένην κρατούμενόν τε και δοξαζόμενον αναγνωσθήναί τε και επιβεβαιωθήναι». Εν τούτοις, δια το σύμβολον της πίστεως είχεν ευφυώς συνταχθή και ειδικός Όρος της συνόδου, ο οποίος απεδοκίμαζε πάσαν «διανοία και γλώσση» νοθείαν αυτού ως αίρεσιν, διότι «η μεν αφαίρεσις και η πρόσθεσις μηδεμίας... αιρέσεως κατάγνωσιν εισάγει των ακαταγνώστων..., το δε κιβλήλοις αμείβειν ρήμασιν όρους πατέρων πολύ του προτέρου χαλεπώτερον... ει δε τις ετέραν έκθεσιν παρά τούτο δη το ιερόν σύμβολον... τολμήσειεν αναγράφασθαι και όρον πίστεως ονομάσαι... και ρήμασι νόθοις ή προσθήκαις ή αφαιρέσεσι την αρχαιότητα του ιερού τούτου σεβασμίου όρου κατακιβληλεύσαι αναθαρσυνθείη» (Mansi XVII, 516), διο και πρέπει να αναθεματισθή. Ο πατριάρχης Φώτιος ηννόει προφανώς τον 'Ορον αυτόν ως έμμεσον καταδίκην της προσθήκης του Filioque (Περί της του αγ. Πνεύματος μυσταγωγίας. P. G., 102,380,820).
3. Αι περί της Δυτικής Εκκλησίας λοιπόν αντιλήψεις του ι. Φωτίου επηρεάσθησαν αναμφιβόλως εκ των εν συνομία περιγραφέντων γεγονότων της περιόδου της οξύτητος εις τας σχέσεις των θρόνων Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης. Περί τα γεγονότα αυτά περιεστράφησαν και αι υπό τοΰ ι. Φωτίου εκφρασθείσαι απόψεις δια την Δυτικήν Εκκλησίαν, αι οποίαι όμως υποδηλούν την υπ' αυτού αρίστην γνώσιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Δύσεως. Η οξύτης εις την Εγκύκλιον ε πιστολήν του 867 υπαινίσσεται σαφώς την βαθείαν συνείδησιν αυτού περί της υπεροχής του εκκλησιαστικού βίου εις την Ανατολήν έναντι της Δύσεως, η οποία ήτο άλλωστε και γενικωτέρα συνείδησις της Εκκλησίας της Ανατολής. Οι εις Βουλγαρίαν δυτικοί ιεραπόστολοι χαρακτηρίζονται ως «άνδρες εκ σκότους αναδύντες, της γαρ εσπερίου μοίρας υπήρξαν γεννήματα...» και «ώσπερ άγριος μονιάς εμπηδήσαντες τον αμπελώνα του Κυρίου, τον ηγαπημένον και νεόφυτον, και ποσί και οδούσιν, ήτοι τρίβοις αισχράς πολιτείας και διαφθορά δογμάτων, το γε εις τόλμαν ήκον την αυτών, κατανεμησάμενοι ελυμήναντο». Τα λατινικά λοιπόν έθιμα εθωρούντο «αθέμιτα» και «ατοπήματα», τα οποία, και αν εισέτι δεν είναι καθ' αυτά καταδικαστέα ως επουσιώδη, οπωσδήποτε δεν είναι σύμφωνα προς την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, διο και η προσπάθεια επιβολής των και εις άλλας Εκκλησίας ήτο αποδοκιμαστέα.
Αι περί την εκλογήν και την χειροτονίαν όμως του ι. Φωτίου αυθαίρετοι και αντικανονικαί παρεμβάσεις απεδίδοντο υπ' αυτού εις μόνην την φίλαρχον τάσιν του παπικού θρόνου και όχι εις ολόκληρον την Δυτικήν Εκκλησίαν. Τούτο είναι σαφές και από την προσπάθειαν του ι. Φωτίου να αξιοποιήση τας εις την Δύσιν αντιπαπικάς τάσεις δια την εφαρμογήν της αποφάσεως της εν Κων/πόλει συνόδου (867) περί της καθαιρέσεως του πάπα Νικολάου. Προφανώς, ο πατριάρχης Κων/πόλεως δεν εταύτιζε την προς αυτόν επιδειχθείσαν σκληράν συμπεριφοράν του παπικού θρόνου προς την θέσιν της Δυτικής Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι ο πάπας Νικόλαος παρουσίαζεν εις την Δύσιν την σθεναράν έναντι των παπικών αξιώσεων στάσιν του ι. Φωτίου ως προσβάλλουσαν ολόκληρον την Δυτικήν Εκκλησίαν.
Εις τα περί το πρόσωπόν του λαβόντα χώραν γεγονότα μεταξύ των θρόνων Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης απέδιδεν ο ι. Φώτιος μεγίστην σπουδαιότητα, διότι δι' αυτών έπιστοποιεΐτο η αρξαμένη εις την Δύσιν εκκλησιαστική διαφοροποίησις, αλλ' η ευθύνη δια την διατήρησιν της ενότητος της Εκκλησίας εβάρυνεν εις την αξιολόγησίν των. Ο ι. Φώτιος ετόνισε χαρακτηριστικώς εις την εν Κων/πόλει σύνοδον ότι είναι αναγκαίον όπως «τα μεν τότε γεγονότα Θεός λήθη βαθεία παραδοίη και ημάς αυτούς αμνηστίαν τε και αμνησικακίαν διατηρείν ενισχύσαι, πολλώ γαρ αμείνονα ποιεί η σιγή ή και βραχείά τις και συντετμημένη περί τούτων διάλεξις» α πό οίανδήποτε περαιτέρω αναζήτησιν των αιτίων και αξιολόγησιν των συνεπειών (Mansi XVII, 465). Η αγωνία του δια την εκκλησιαστικήν ενότητα καθίστα αναγκαίαν την αντίκρουσιν μόνον των αξιώσεων ή των καινοτομιών εκείνων, αι οποίαι ενόθευον την ορθήν εκκλησιολογίαν ή την περί αγίας Τριάδος ορθόδοξον πίστιν. Η εμμονή εις αυτά ήτο αναγκαία, διότι μόνον δια της άρσεως των επ' αυτών διαπιστωθεισών διαφωνιών καθίστατο δυνατή η αποκατάστασις της κλονισθείσης ενότητος. Ούτως, η εν Κων/πόλει σύνοδος (879-880) ενέμεινε κυρίως επί των δύο αυτών σημείων, εξουδετερώσασα πλήρως τας δυτικάς θέσεις και προβαλούσα την ορθήν εκκλησιολογίαν και την αμετακίνητον εμμονήν εις την περί αγίας Τριάδος διδασκαλίαν του συμβόλου πίστεως Νικαίας - Κων/πόλεως.
Η περί της εκκλησιαστικής ενότητος Ανατολής και Δύσεως αγωνία του ι. Φωτίου ήτο μείζων, διότι η Δυτική Εκκλησία δεν απετέλει πλέον οργανικόν τμήμα της αυτοκρατορίας. Αι στενόταται πολιτικο- εκκλησιαστικαί σχέσεις του παπικού θρόνου με το φραγκικόν κράτος καθίστων πλέον οιανδήποτε έντασιν εις τας σχέσεις των θρόνων Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης επικίνδυνον δια την ενότητα της Εκκλησίας. Ο ι. Φώτιος εγνώριζε καλώς τον κίνδυνον αυτόν, διο και εζήτησε να παραδοθούν εις την λήθην τα οδυνηρά γεγονότα των παπικών αυθαιρεσιών. Παρά την μετριοπάθειαν όμως του ι. Φωτίου, κατά την περίοδον αυτήν επεσημάνθη η προϊούσα διαφοροποίησις των εκκλησιαστικών εθίμων και η απομόνωσις της Δυτικής Εκκλησίας από την Ανατολικήν, ενώ κατεδικάσθη συνοδικώς η τοπική φραγκική καινοτομία της προσθήκης τοΰ Filioque εις το Σύμβολον πίστεως, διο και το μέγιστον εν Ανατολή κύρος του παπικού θρόνου και της Δυτικής Εκκλησίας γενικώτερον κατά την περίοδον της Εικονομαχίας απεδυναμώθη πλήρως κατά την περίοδον της πατριαρχίας του ι. Φωτίου.
Η υπό του πάπα Νικολάου κηρυχθείσα εκκλησιαστική συσπείρωσις της Δύσεως κατά του πατριάρχου Κων/πόλεως εύρισκε βεβαίως απήχησιν εις το φραγκικόν ανθελληνισμόν, αλλά και η προϊούσα απομάκρυνσις του παπικού θρόνου από την Ανατολήν κατέστησεν αυτόν δέσμιον των Φράγκων. Ούτως, η εν Κων/πόλει σύνοδος (879-880) υπήρξεν η τελευταία ακραιφνώς συνοδική συνάντησις των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, διο και ηδυνήθη να εύρη λύσιν εις τας κανονικάς και τας θεολογικάς αντιθέσεις αυτών. Ο ι. Φώτιος απέφυγε σκοπίμως να προσφέρη πλήρη ανατομίαν των καινοτομιών της Δυτικής Εκκλησίας, διότι εθεώρει τούτο ασύμφορον δια την ενότητα της Εκκλησίας, διο και εις την δικαιώσασαν αυτόν σύνοδον εζήτησε περιορισμόν της συζητήσεως εις μόνα τα σημεία εκείνα, τα οποία ήτο αδύνατον να παρακαμφθοΰν, ήτοι εις την ακύρωσιν των αποφάσεων πασών των κατ' αυτού συγκληθεισών παπικών συνόδων, εις την έμμεσον εξουδετέρωσιν του παπικού πρωτείου και εις την άμεσον απόκρουσιν της προσθήκης του Filioque .
* * *
Σήμερον, αι προς την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν σχέσεις της Ορθοδοξου Εκκλησίας παρουσιάζουν αναλογίαν προς τας πολιτικο - εκκλησιαστικάς αξιολογήσεις της κρισίμου εκείνης περιόδου. Τα υπό της μεγάλης Συνόδου της Κων/πόλεως του 879-880 υιοθετηθέντα κριτήρια, αι διαδικασίαι και αι αποφάσεις αυτής εκφράζουν πλήρως το πνεύμα της υγιούς συνοδικής παραδόσεως της Εκκλησίας και δύνανται να αποτελέσουν ασφαλή πλαίσια δια τον σύγχρονον θεολογικόν διάλογον. Η αξιοποίησις του αυθεντικού πνεύματος της συνόδου εκείνης, η οποία εκφράζει και την αυθεντικήν θέσιν της Ανατολικής έναντι της Δυτικής Εκκλησίας, θα διευκολύνη και σήμερον την καρποφόρον εργασίαν και συνεργασίαν εις τα πλαίσια του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου δια την άρσιν των εμποδίων προς αποκατάστασιν της εκκλησιαστικής ενότητος.