Ηράκλειο | 30/06/2016
Γιώργος Βλαχάκης, Δρ. Κανονικού Δικαίου ΑΠΘ, Αντιδήμαρχος Παιδείας Δήμου Ηρακλείου,
Γιώργος Βλαχάκης, Δρ. Κανονικού Δικαίου ΑΠΘ, Αντιδήμαρχος Παιδείας Δήμου Ηρακλείου,
Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί και ιεραπόστολοι
Κύριλλος και Μεθόδιος μετέδωσαν το χριστιανικό μήνυμα στους Ρως το 860
μ.Χ· έτσι, η Κωνσταντινούπολη αναδείχθηκε ως η γέφυρα μεταξύ
χριστιανισμού και Ρωσίας, η πραγματική ανάδοχος των Ρώσων στην είσοδό
τους στον Χριστιανισμό.
Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων βασιλέων
(Όλγας 957 μ.Χ. και Βλαδίμηρου 988μ.Χ.) αποτέλεσε το επισφράγισμα ώστε η
Ρωσία να καταστεί μέρος της «Βυζαντινής κοινοπολιτείας», όχι όμως και
τμήμα της.
Ο Θεόδωρος Βαλσαμών και ο Νείλος Δοξαπατρής αναφέρουν
τον τρόπο οργάνωσης, διοίκησης αλλά και τις σχέσεις μεταξύ του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ρωσίας, σύμφωνα με τους
οποίους το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρεί το δικαίωμα να χειροτονεί
και να αποστέλλει τον Μητροπολίτη Κιέβου στη Ρωσική Εκκλησία. Κατ’
επέκτασιν, όσον αφορά στα διοικητικά πράγματα, η Εκκλησία της Ρωσίας
οργανώθηκε ως μια Μητρόπολη του Οικουμενικού Θρόνου, παρέμεινε
εξαρτημένη από το 988 μ.Χ. έως το 1448 μ.Χ., ενώ ο Μητροπολίτης Κιέβου
εκλεγόταν και χειροτονούνταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Στα
μέσα του 14ου αιώνα η ανάπτυξη της εθνικοθρησκευτικής αυτοσυνειδησίας
των Ρώσων θα οδηγήσει στην άρνησή τους να δέχονται Μητροπολίτη
χειροτονημένο από την Κωνσταντινούπολη. Το 1431 μ.Χ., όταν απεβίωσε ο
Μητροπολίτης Ρωσίας Φώτιος, η Κωνσταντινούπολη δεν απέστειλε νέο
Μητροπολίτη. Εκμεταλλευόμενος το κενό, ο ηγεμόνας της Ρωσίας, Βασίλειος
Βασιλίεβιτς, συγκάλεσε στη Μόσχα Σύνοδο Επισκόπων και εξέλεξε το 1433
μ.Χ. νέο Μητροπολίτη τον Ιωνά, ο οποίος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για
την επικύρωση της χειροτονίας. Η πράξη της Συνόδου των Επισκόπων όχι
μόνο δεν επικυρώθηκε, αλλά το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε και
απέστειλε στη Ρωσία το 1434 μ.Χ. τον Μητροπολίτη Ισίδωρο. Η επιλογή όμως
του Ισιδώρου να αποστείλει αντιπροσωπεία επισκόπων στη Σύνοδο
Φερράρας-Φλωρεντίας εξόργισε τον ηγεμόνα Βασίλειο, ο οποίος τον
καταδίκασε και τον φυλάκισε, ενώ το 1441 συγκάλεσε Σύνοδο Επισκόπων, με
την οποία καθαιρέθηκε και την θέση του Ισιδώρου ανέλαβε ο Μητροπολίτης
Ιωνάς.
Η απόφαση του Μητροπολίτη Κιέβου Ισιδώρου να συμμετάσχει
στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας διέρρηξε τις καλές σχέσεις μεταξύ
Κωνσταντινούπολης και Ρωσίας και οδήγησε στην ανακήρυξη του
«Αυτοκεφάλου» της Ρωσικής Εκκλησίας, καθώς και στην εμφάνιση της θεωρίας
περί «Τρίτης Ρώμης». Ο Μητροπολίτης Κιέβου με απόφαση της Συνόδου των
Επισκόπων μετονομάσθηκε σε «Μητροπολίτη Μόσχας και Πάσης Ρωσίας»,
θέλοντας να τονιστεί παράλληλα και η ανεξαρτησία του από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν αντέδρασε στις
συγκεκριμένες εκκλησιαστικές εξελίξεις εξαιτίας της άλωσης της
Κωνσταντινουπόλεως τον Μάιο του 1453 μ.Χ. από τους Οθωμανούς. Η δυσμενής
κατάσταση για την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως επέτρεψε στη Ρωσία να
απολαμβάνει το προνόμιο της ελευθερίας της και να αναπτύσσει ηγετικές
τάσεις στον Ορθόδοξο χώρο. Ο γάμος, μάλιστα, μεταξύ του Τσάρου Ιβάν Γ΄
με τη Ζωή-Σοφία Παλαιολογίνα το 1472 μ.Χ. καθώς και η καθιέρωση του
Βυζαντινού Δικέφαλου αετού ως έμβλημα του Ρωσικού κράτους, υπήρξαν τα
στοιχεία εκείνα που δημιούργησαν την πεποίθηση ότι οι Ρώσοι ηγεμόνες
είναι διάδοχοι και κληρονόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.
Παρόλο
που η Ρωσική Εκκλησία πραγματοποίησε τις πρώτες αντικανονικές της
ενέργειες για την ανεξαρτησία της, δεν κατάφερε να ανατρέψει την
παράδοση, αφού στην πολιτική και εκκλησιαστική συνείδηση αιωρείται το
αίσθημα της αντικανονικότητας των διαμειφθέντων το έτος 1448 μ.Χ. με την
αυθαίρετη εκλογή του Ιωνά ως Μητροπολίτη Κιέβου. Έτσι εξηγείται και η
παράκληση του Ηγεμόνα Βασιλείου προς τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο
Παλαιολόγο το 1452 μ.Χ. να αναγνωρίσει την εκλογή του Μητροπολίτη Ιωνά. Η
Κωνσταντινούπολη με τους Οθωμανούς προ των πυλών αναγκάσθηκε να
αναγνωρίσει την εκκλησιαστική «ανταρσία» της Ρωσίας. Με τις νέες
συνθήκες, οι σχέσεις των δυο Εκκλησιών παρέμειναν ομαλές, χωρίς ωστόσο
αυτό να σημαίνει και την κανονική αναγνώριση του «Αυτοκεφάλου» της
Ρωσίας, το οποίο παρέμενε ατελές και αντικανονικό ως προς την παράδοση
της Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία απαιτούσε τη συγκατάθεση του
Οικουμενικού Θρόνου· πόσο μάλλον για τη Ρωσική Εκκλησία, ήταν προϊόν της
ιεραποστολικής ποιμαντικής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Πλέον,
η εκλογή του Μητροπολίτη Μόσχας γινόταν από Ρώσους επισκόπους,
αποκλείονταν σταδιακά οι Έλληνες ιεράρχες από τον Μητροπολιτικό θρόνο
της Μόσχας, ενώ ο Τσάρος εθεωρείτο ο ανώτατος ρυθμιστής των
εκκλησιαστικών θεμάτων, συνδυάζοντας έτσι τα εκκλησιαστικά πράγματα με
την πολιτική.
Παρά τις αντικανονικές ενέργειες της Ρωσικής
Εκκλησίας για την επίτευξη του «Αυτοκεφάλου» της, καθώς και τις
προσπάθειες εκείνες μέσα από τις οποίες προέβλεπε και αποσκοπούσε στην
αποδυνάμωση του Οικουμενικού Θρόνου, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
παρέμενε -αν και υπόδουλο- ισχυρό, χωρίς να χάσει το κύρος του έναντι
των άλλων Εκκλησιών ή την πνευματική του ισχύ στους υποδουλωμένους
λαούς. Ο θεσμικός ρόλος του Οικουμενικού Θρόνου παρέμεινε ισχυρός,
βασικός και απαραίτητος, όταν η Εκκλησία της Ρωσίας διεκδίκησε την
αναγνώρισή της σε Πατριαρχείο. Ακόμα και όταν ο Τσάρος Ιβάν ο Τρομερός
θέλησε να αναγνωρισθεί στη Ρωσία η αυτοκρατορική του εξουσία,
απευθύνθηκε στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάσαφ, αποδεικνύοντας τη
σημασία της επικύρωσης και της αναγνώρισης από τον Οικουμενικό Θρόνο.
Στις
Συνόδους του 1590 μ.Χ. και 1593 μ.Χ. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας
μαζί με τους άλλους Πατριάρχες υπέγραψε την ανακήρυξη ενός νέου
Πατριαρχείου στη Μόσχα. Έτσι, στις 26 Ιανουαρίου του 1589 μ.Χ. ο
Μητροπολίτης Ιώβ έγινε ο «Πέμπτος Πατριάρχης» και ο οποίος έμελλε να
αναγνωρίσει «καὶ κεφαλὴν καὶ πρῶτον ἔχειν καὶ νομίζειν τὸν ἀποστολικὸν
θρόνον Κωνσταντινουπόλεως, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἔχουσι Πατριάρχαι».
Η
παραπάνω ιστορική αναδρομή αποδεικνύει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο
ως κληρονόμος της «βυζαντινής» παράδοσης παρέμενε στην εκκλησιαστική και
πολιτική συνείδηση ο μόνος φυσικός και νόμιμος φορέας της
εκκλησιαστικής εξουσίας, ο οποίος μπορούσε να προσδώσει κανονικότητα και
κύρος στο πατριαρχικό αξίωμα της Ρωσίας. Άλλωστε, η Ορθόδοξη Ανατολή
συνειδησιακά επιβεβαιώνει ότι η πρωτοβουλία για την αναγνώριση μιας
Εκκλησίας ως «Αυτοκεφάλου» ή την ανύψωσή της σε Πατριαρχείο ανήκε και θα
ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.