Ιωάννης Λότσιος Δρ.(PhD), Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα της έρευνας που πρωτοδημοιεύθηκε στην Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου,2015 τόμος 6ος, εδώ το συγκεκριμένο σσ. 194-198, το ίδιο επίσης στο Βιβλίο Πρωτείο κι Συνοδικότητα στο Κείμενο της Ραβέννας με προλόγισμα του π. Κυρίλου Γοβορούν, Α Έκδοση Αριθμό 14, Εκδόσεις CEMES 2018, εδώ σσ.53 -63 και το ίδιο Πρωτείο κι Συνοδικότητα στο Κείμενο της Ραβένας Β ' Έκδοση Θεσσαλονίκη 2022, ISBN: 978-618-00-3983-2, εδώ σσ. 48-56.
Για να γίνει πιο κατανοητό, αυτό το κείμενο της Ραβέννας κάνει αναφορά στον 34ον Αποστολικό κανόνα που αναγνωρίζεται από κοινού και διέπει την εκκλησιαστική τάξη. Ο Αποστολικός Κανόνας είναι το θεμέλιο της συνοδικότητας και ξεκινά με την αποδοχή της σημασίας του πρωτείου (κεφαλή-πρώτος). Ο επίσκοπος στην Τοπική Εκκλησία ως πρώτος (κεφαλή) δεν αποκλείει την συνοδικότητα την προϋποθέτει πράγματι και την προάγει, αφού η εκκλησιαστική κοινωνία πραγματώνεται στην υπακοή των μελών της κοινότητας προς αυτόν[1]. Με αυτόν τον τρόπο όλα τα χαρίσματα είναι υπό τον Επίσκοπο για την κοινωνία της τοπικής εκκλησίας[2].
Όμως κατά την γνώμη μας επειδή ο 34ος Αποστολικός Κανόνας είναι γενικός για την αλληλό-συσχέτιση μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητας δεν θα ήταν δόκιμο να θεωρηθεί σε μια διαφορετική ερμηνεία του πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο. Εφόσον αυτός δεν λαμβάνει υπόψιν την διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως και τον καθορισμό των δικαιοδοσιών των Πατριαρχών[3]. Γιατί αμέσως γεννάται το ερώτημα: η συνοδικότητα που συμπεριλαμβάνει το πρωτείο σε παγκόσμιο επίπεδο μήπως προσφέρει δύο τρόπους ασκήσεως της αυθεντίας, έναν συνοδικό και έναν προσωπικό[4];
Στην συνέχεια η ερμηνεία του Αποστολικού κανόνα βρίσκεται στο εξής βασικό σημείο: «Η πρακτική εφαρμογή του είναι δυνατόν να ευρεθή εις τας συνόδους μιας επαρχίας, περιφερείας ή πατριαρχείου. Το γεγονός ότι η σύνθεσις μιας επαρχιακής συνόδου είναι πάντοτε κατ' ουσίαν επισκοπική, ακόμη και όταν περιλαμβάνη άλλα μέλη της Εκκλησίας, αποκαλύπτει την φύσιν της συνοδικής αυθεντίας. Μόνον οι επίσκοποι έχουν φωνήν διαβουλευτικήν. Η αυθεντία μιας συνόδου βασίζεται εις την φύσιν αυτού τούτου του επισκοπικού αξιώματος και φανερώνει την συλλογικήν φύσιν του»[5]. Ο (πρώτος-κεφαλή) στο περιφερειακό επίπεδο υπάρχει κατά ανάλογο τρόπο με εκείνο που αντιστοιχεί στον Μητροπολίτη και τον Πατριάρχη. Η αξία του 34ου Αποστολικού Κανόνα κατά τον Μητρ. Περγάμου αποτελεί τον χρυσό κανόνα για την θεολογία του πρωτείου[6].
Η αναφορά της «ομόνοιας» και της δοξολογικής αναφοράς της Αγίας Τριάδος είναι ιδιαίτερος σημαντικός γιατί δείχνει τον συσχετισμό μεταξύ αυτό που προαναφέραμε και στην εισαγωγή (ένας-πολλοί), που καθορίζει την κοινωνία. η κοινωνία έχει μια καθορισμένη μορφή (μια-πολλές). Σχήμα που δείχνει την διαμόρφωση και την δομή μιας τριαδικής κοινωνίας της Εκκλησίας. Στην σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδος ο Πατήρ είναι το σημείο που ενώνει τα δύο άλλα πρόσωπα. Ο Υιός γεννάται και εκπορεύεται το Άγιο πνεύμα. Δεν υπάρχει ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα χωρίς τον Πατέρα και αντιστρόφως. Αυτό μεταφέρεται στην Χριστολογία, την Ευχαριστία και την Εκκλησία. η σημασία του σχήματος «ένας-πολλοί» συνδέεται άμεσα με το πρωτείο. Το πρωτείο είναι απόρροια του «ενός» στην δομή και την ζωή της Εκκλησίας[7]. Για να δικαιολογήσει την εφαρμογή αυτή ο Μητρ. Περγάμου στον 34ον Αποστολικό Κανόνα, έχοντα ισχύ στο περιφερειακό επίπεδο, που μπορεί να ισχύει σε όλα τα επίπεδα της Εκκλησίας: τοπικό, ο Επίσκοπος στην τοπική εκκλησία, περιφερειακό, ο Αρχιεπίσκοπος και Πατριάρχης μεταξύ των Επισκόπων μιας συγκεκριμένης περιοχής, καθολικό, ο Αρχιεπίσκοπος μεταξύ των Αρχιεπισκόπων ή των Πατριαρχών, και ένας καθολικός πρώτος, που δεν είναι μόνο χρήσιμο αλλά και εκκλησιολογική ανάγκη σε μια ενωμένη Εκκλησία[8].
Ο Lossky υπογραμμίζει στην τοποθετήσεις του Μητρ. Περγάμου ότι ο Μητροπ. Περγάμου εκφράζεται για όλους τους ορθοδόξους όσον αφορά την εκκλησιολογία της κοινωνίας δίνοντας έμφαση στον 34ο Αποστολικό Κανόνα, με αναφορά στην επισήμανση του Αλεξάνδρου Schmemann για το πρωτείο σε όλα τα επίπεδα της Εκκλησίας[9]. Ο π. Αλέξανδρος Schmemann για to Παγκόσμιο πρωτείο αναφέρει ότι αυτό δεν είναι μια «ανώτερη δύναμη», γιατί είναι ασυμβίβαστη με την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού. Αναγνωρίζει βέβαια μια «δύναμη» η οποία όμως δεν είναι διαφορετική από την «δύναμη» που έχει ο κάθε επίσκοπος σε κάθε Εκκλησία. Ο πρώτος αποτελεί πάντα τον επίσκοπο μιας τοπικής Εκκλησίας και όχι ένας «μεγάλος Επίσκοπος»[10]. Και οι δύο απόψεις εάν και τονίζουν την αναγκαιότητα αλληλοσύνδεσες, πρωτείου και συνοδικότητας, συνοδικότητας και πρωτείου, προσφέρουν μια ειλικρινή και ανυπολόγιστη δικαίωσης της ρωμαιοκαθολικής σημασίας του Παγκόσμιου πρωτείου, εφόσον είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός πρωτείου όχι μόνο σε περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στις απόψεις του Α. Schmemmann για την δυνατότητα μιας «αυθεντίας» του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, ξεφεύγει από την σημασία του πρωτείου τιμής, που υπάρχει στην Ορθόδοξη παράδοση. Στον Schmmann δεν υπάρχει βέβαια το σχήμα (ένας-πολλοί) που ο Μητρ. Περγάμου θεωρεί ως δεδομένο. Το πρωτείο όμως, όπως προκύπτει και από τους δύο είναι συνοδικό στην φύση του. Ωστόσο πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Επίσκοπος Ρώμης, ως πρώτος δεν αποτελεί σαφή αναφορά και των δύο. Στο Κείμενο της Ραβέννας και σε αναφορά με τον 340ν Αποστολικό Κανόνα καταβάλετε προσπάθεια από τους Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς ότι εάν υπάρχει ένα Παγκόσμιο πρωτείο, αυτός πρέπει να είναι ο Επίσκοπος Ρώμης. Στο σημείο αυτό προσπαθείτε στο Κείμενο της Ραβέννας να τονιστεί Ότι οποιαδήποτε αξίωση ενός παγκόσμιου πρωτείου που απαιτείται σε μια ενωμένη Εκκλησία πρέπει να αποτελεί στον Επίσκοπο Ρώμης. Περαιτέρω στις απόψεις του Μητρ. Περγάμου και του Schmmeman η θέση του Επισκόπου Ρώμης ως πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αναλογική. Εξαιτίας ακριβώς του περιορισμού που θέτει ο 34ος Αποστολικός Κανόνας, περιφερειακό-παγκόσμιο επίπεδο, ο πρώτος σε παγκόσμιο επίπεδο πρέπει να είναι ο Επίσκοπος Ρώμης, εφόσον αυτός είναι και τοπικός Επίσκοπος.
Στο καθολικό επίπεδο περιγράφεται η κοινωνία με ιδιαίτερη προσοχή και καινοτομία. Αυτή η καινοτομία αφορά την σύνθεση της παγκόσμιας εκκλησιολογίας για το πρωτείο το οποίο εκφράζεται με την ευχαριστιακή εκκλησιολογία με εξαίρετη και ιδιαίτερη έκφραση και είναι το σημαντικότερο θεολογικό σημείο του Κειμένου της Ραβέννας, που μπορεί να γίνει εφαρμόσιμη με βάση και τον 34ον Αποστολικό Κανόνα: «Εκάστη τοπική Εκκλησία ευρίσκεται εν κοινωνία όχι μόνον μετά των γειτνιαζουσών Εκκλησιών, αλλά μετά του συνόλου των τοπικών Εκκλησιών, μετ’ εκείνων, αι οποίαι υπάρχουν τώρα εις τον κόσμον, μετ’ εκείνων, αι οποίαι υπήρξαν απ' αρχής, μετ’ εκείνων, αι οποίαι θα υπάρξουν εις το μέλλον, καθώς και μετά της ήδη εν δόξη ευρισκομένης Εκκλησίας. Συμφώνως προς την θέλησιν του Χριστού, η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετος, η αυτή πάντοτε και πανταχού. Αμφότεραι αι πλευραί ομολογούν εις το Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ότι η Εκκλησία είναι μία και καθολική. Η καθολικότης αυτής εμπεριέχει όχι μόνον την ποικιλομορφίαν των ανθρωπίνων κοινοτήτων αλλ' επίσης και την θεμελιώδη ενότητά των»[11]. Η αναφορά του 34ου Αποστολικού Κανόνα προσφέρεται για την σημασία του πρωτείου τιμής και βρίσκεται πέρα από κάθε προσαρμογή στην δυτική αποδοχή αυθεντίας, βιβλικής και θεολογικής θεμελίωσης στην ερμηνεία του ‘’πρώτου’’[12].
Στο Κείμενο της Ραβέννας ο 34ος Αποστολικός Κανών, στην πρωταρχική του μορφή και όχι στις εξέλιξη του στις μεταγενέστερες Οικουμενικές Συνόδους και εξυπηρετεί δύο σκοπιμότητες. στην σημασία της αναγκαιότητας του ‘’πρώτου’’ δεν αναφέρονται τα όρια των Πατριαρχικών δικαιοδοσιών και το Σύμβολο της Πίστεως που προστέθηκαν στον ίδιο κανόνα. Με αυτόν τον τρόπο αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο του καθορισμού των πατριαρχικών δικαιοδοσιών σήμερα. Δεύτερον, ο Πάπας της Ρώμης δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως και ως εκ τούτου να θεωρηθεί αιρετικός. οπότε είναι δυνατή η κοινωνία μεταξύ των Επισκόπων. Αυτό είναι κρίσιμο σημείο της αναφοράς του 34ου Αποστολικού Κανόνα.
H σχέση πρωτείου στην παράλληλη χρήση των όρων ‘’consiliarity’’, συλλογικότητας και συνοδικότητας, σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο είναι μια διπλωματική και συμβιβαστική λύση[13]. Η ‘‘Εκκλησιακή κοινωνία’’ σε τοπικό επίπεδο πραγματοποιείται υπό του Επισκόπου ως πρώτου στην ιεραρχία. Σε περιφερειακό επίπεδο ο πρώτος, δηλαδή ο Πατριάρχης ή ο πρώτος μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, σύμφωνα με το Κείμενο της Ραβέννας για τους ορθοδόξους. Για δε του Ρωμαιοκαθολικούς η ‘’εκκλησιακή κοινωνία’’ πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα στο πλαίσιο όμως του Primatus Episcopatus: στην Επισκοπή και στην ‘‘Καθολική Εκκλησία’’. Στο κείμενο της Ραβέννας προσπαθείτε ακριβώς να γίνει μια σύνθεση των δύο αυτών προσεγγίσεων στην δομή της ‘’εκκλησιακής κοινωνίας’’ στα τρία επίπεδα της Εκκλησίας: τοπική Εκκλησία, Περιφερειακή Εκκλησία, Παγκόσμια Εκκλησία, δηλαδή μια ουνιτικής μορφής σύνθεση. Διότι στο πρώτο επίπεδο η επισκοπή ταυτίζεται με την επαρχία, κοινή εκκλησιολογική αντίληψη. Στο δεύτερο εκφράζεται η συνοδικότητα κυρίως στην Ορθόδοξη Εκκλησία. η σύνθεση βρίσκεται ακριβώς στο τρίτο μέρος, το παγκόσμιο επίπεδο για την εκκλησιακή κοινωνία. Η προσπάθεια της ουνιτικής διαμόρφωσης[14] της ‘’εκκλησιακής κοινωνία’’ διαφαίνεται ξεκάθαρα στο παγκόσμιο επίπεδο, αφού η σημασία της «ομοφωνίας» των Επισκόπων και Πατριαρχών για το ρόλο του Επισκόπου Ρώμης βρίσκεται στον νεολογισμό της Β’ βατικανής, που χρησιμοποιήθηκε στο Κείμενο του Μονάχου και επαναλαμβάνεται στο κείμενο της Ραβέννας: «Διότι «η προσκόλλησις εις την αποστολικήν κοινωνίαν συνδέει το σύνολον των επισκόπων μεταξύ των, δια της συνδέσεως της επισκοπής των τοπικών Εκκλησιών προς τον σύλλογον των Αποστόλων. Και ούτοι επίσης συγκροτούν σύλλογον ερριζωμένον υπό του Πνεύματος εις το «άπαξ διά παντός» της αποστολικής ομάδος, μοναδικού μάρτυρος της πίστεως. Τούτο σημαίνει όχι μόνον ότι οφείλουν να είναι ηνωμένοι μεταξύ των εις την πίστιν, την φιλανθρωπίαν, την αποστολήν, την καταλλαγήν, αλλ' ότι έχουν κοινήν την αυτήν ευθύνην και την αυτήν διακονίαν εις την Εκκλησίαν»[15]. Ο νεολογισμός του σύλλογον των Αποστόλων οδηγεί στο Σύλλογον των Επισκόπων. Ο οποίος σύλλογος οφείλει να αναγνωρίσει τον πρώτον σε παγκόσμιο επίπεδο: ««Αλλά ο Σύλλογος, ή το Σώμα των Επισκόπων, δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον Επίσκοπο Ρώμης, τον διάδοχο του Πέτρου και Κεφαλή του Συλλόγου, διότι παραμένει ακέραιη η εξουσία του Πρωτείου πάνω σ' όλους τους ποιμένες και τους πιστούς. Πραγματικά, ο Επίσκοπος Ρώμης με το αξίωμά του ως αντιπροσώπου του Χριστού και ποιμένα όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να εξασκεί... Ο Επίσκοπος Ρώμης, σαν διάδοχος τον Πέτρου, είναι η διαρκής και ορατή Αρχή και το θεμέλιο της ενότητας, τόσο των Επισκόπων, όσο και του πλήθους των πιστών»[16]. Αυτό είναι μια ουνιτική διαμόρφωση της ‘’εκκλησιακής κοινωνίας’’ στο Κείμενο της Ραβέννας. Ο Σύλλογος ων Επισκόπων[17] είναι για το Κείμενο της Ραβέννας μια απαραίτητη λειτουργία και την διαμόρφωση της «κοινωνίας των κοινωνιών» ή της «εκκλησιολογίας της κοινωνίας», όπως αυτήν την αντιλαμβάνεται η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Αυτό γίνεται στο Κείμενο της Ραβέννας στην σύνθεση της Επισκοπής των τοπικών Εκκλησιών με τον Σύλλογο των Αποστόλων. Στους όρους «Σύλλογο Αποστόλων» και «Σύλλογο Επισκόπων», οι οποίοι είναι όπως είπαμε καθαρώς ρωμαιοκαθολικοί όροι μη αποδεκτοί από την Ορθόδοξη Εκκλησία, χρησιμοποιεί στην εκκλησιολογία του ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, με το αιτιολογικό της κατανόησης της αποστολής των Αποστόλων με κολεγιακή μορφή[18]. θεωρεί ο ίδιος ότι η ιδιότητα μέλους και η ένωση με το ‘’κολέγιο των Επισκόπων’’ είναι απαραίτητα στοιχεία της Τάξης, δηλαδή μια κολεγιακή μορφή της Εκκλησίας που την οδηγεί στην διαμόρφωση της «κοινωνίας των κοινωνιών»[19]. Η έννοια του «Συλλόγου των Επισκόπων» με τον πρώτο είναι όμως ξένη προς την ορθόδοξη εκκλησιολογία και υιοθέτηση της επιφέρει άμεσες εκκλησιολογικές συνέπειες στην σημασία της συνοδικότητας και της ισότητας των Επισκόπων και βέβαια της ισότητας του θεσμού της Πενταρχίας. Γιατί οι Επίσκοποι σε παγκόσμιο επίπεδο είναι Διάδοχοι των Αποστόλων και όχι του ενός Αποστόλου[20]. Στο επίπεδο αυτό υπάρχουν πολλά έθνη και όχι μόνο ένα έθνος. Στην σχέση Πρώτου και Κεφαλή του 34ου Αποστολικού Κανόνα, γίνεται στο πλαίσιο της ‘’consliliar’’ και όχι της συνοδικότητας.
[1]. Κείμενο της Ραβέννας, § 20. «Εν τούτοις, η συνοδικότης περιλαμβάνει επίσης όλα τα μέλη της κοινότητος τα τελούντα εν υπακοή προς τον επίσκοπον, ο οποίος είναι ο πρώτος και η κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας, ως απαιτείται τούτο υπό της εκκλησιαστικής κοινωνίας».
[2]. Κείμενο της Ραβέννας, § 21. «Όλα τα χαρίσματα και τα αξιώματα εις την Εκκλησίαν συγκλίνουν εις την ενότητα υπό το αξίωμα του επισκόπου, ο οποίος υπηρετεί την κοινωνίαν της τοπικής Εκκλησίας».
[3]. Π. DUPREY P.B., μεταφρ. Αρχιμ. Βαρθολομαίου Αρχοντώνη (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), ‘‘Η Συνοδική Δομή της Εκκλησίας εν τη Ανατολική Θεολογία’’, στο ΓΠ, 628 (1972), σσ. 110-132 και 629 (1972), σσ. 201-213. Εδώ τις σσ.112-132.
[4]. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ‘‘Συνοδικός θεσμός. Χαρισματικός και ενοποιός χαρακτήρας του. Μια ορθόδοξη θεώρηση’’, στο Πρακτικά θεολογικού Συνεδρίου με θέμα Το Άγιον Πνεύμα, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 527-544. Εδώ σσ. 542-543: «σε καμιά περίπτωση κανένας επίσκοπος μπορεί μόνο αυτός και αποκλειστικώς φορέας του συνόλου της εκκλησιαστικής εξουσίας, ή να κατέχει πρωτείο εξουσίας επί άλλων επισκόπων, διότι αυτό αντιβαίνει προς την αρχαία πράξη της Εκκλησίας….διότι παραμένει η αντίφασις της υπάρξεως εν τη Εκκλησία, παραλλήλως, δύο ανωτέρων εξουσιών, της εξουσίας του σώματος των επισκόπων και εκείνης του Πάπα Ρώμης, η τελευταία των οποίων, εις την ουσίαν και την πράξιν, υπερισχύει της φύσεως της πρώτης εν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία».
[5]. Κείμενο της Ραβέννας, § 25
[6]. JOHN ZIZIOULAS, ‘Recent Discussions on Primacy in Orthodox Ecclesiology’, ό.π., σ. 243.
[7]. JOHN ZIZIOULAS, Being as Communion, ό.π., σσ. 135-36. Του ιδίου, ‘Primacy in the Church: An Orthodox Approach’, ό.π., σσ. 118-19.
[8]. JOHN ZIZIOULAS, ‘Primacy in the Church: An Orthodox Approach’, ό.π., σ. 121-125. Πρβλ. BRIAN E. DALEY, SJ, ‘‘Primacy and collegiality in the fourth century: A note on Apostolic Canon 34’’, στο J, 68 (2008), σσ. 5-21. Ειδικά τις σσ. 19-21.
[9]. NICOLAS LOSSKY, ‘Conciliarity-Primacy in a Russian Orthodox Perspective’, ό.π., σ. 131.
[10]. ALEXANDER SCHMEMANN, ‘‘The Idea of Primacy in Orthodox Ecclesiology’’, ο.π., σσ. 161-164.
[11]. Κείμενο της Ραβέννας, § 32.
[12]. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μητρ. Τυρολόης και Σερεντίου, ‘‘Εκκλησιολογική Θεώρησις του Τριακοστού Τετάρτου Αποστολικού Κανόνος’’, στο Κληρ, 11 (1979), σσ. 1-11. Εδώ τις σ. 8-10. PHILIP KARIATLIS, ‘‘The 34th Apostolic Canon: An Ecclesial Paradigm par excellence for a Communal Vision of Primacy’’, στο ΦΩΝΗ TΗΣ OΡΘOΔOΞΙAΣ, εκδ. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, 30 τεύχος 335 (2008), σσ. 36-37. Ο Μητρ. Αχαϊας ΑθανάσιοςCσημειώνει: «Il testo di base a cui si riferisce il documento di Ravenna è il 34° Canone degli Apostoli, che è accettato sia dai Cattolici che dagli Ortodossi. Anche se questo canone presenta diversi problemi ermeneutici e non è chiaro, il suo riferimento ai rapport dei vescovi e al ruolo del “Primo” tra loro, è di una importanza fondamentale per il tema che tratta il documento di Ravenna cioè il tema delle evidenti conseguenze della natura sacramentale della Chiesa e della funzione della conciliarità e dell’autorità in chiesa», στο ‘‘Il Dialogo Cattolico-Ortodosso Dopo Ravenna Una tappa storica’’, στο Parola Di Dio Ed Ecumenismo, convegno nazionale dei delegati diocesani per l’ecumenismo e il Dialogo Interreligioso, Bilanci e prospettive in preparazione della XII Assemblea Generale Ordinaria del Sinodo dei Vescovi Roma 19-22 novembre 2007, σσ. 87-91. Εδώ σσ. 89-90.
[13]. Πρβλ. Ο π. Δημήτριος Στανινολάε επισημαίνει: «Δημιουργείται κάθε τόσο, από την μεγάλη επιθυμία για ένωση, ένας εύκολος ενθουσιασμός, που πιστεύει πως μπορεί με την συναισθηματική του θερμότητα να ρευστοποίηση την πραγματικότητα και να την ξαναπλάση χωρίς δυσκολία. Δημιουργείται ακόμα και μια διπλωματική συμβιβαστική νοοτροπία, πού νομίζει πως μπορεί να συμφιλιώση με αμοιβαίες υποχωρήσεις δογματικές θέσεις ή γενικώτερες καταστάσεις, που κρατούν τις εκκλησίες χωρισμένες. Οι δύο αυτοί τρόποι, με τους οποίους αντιμετωπίζεται -ή παραθεωρείται- η πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ελαστικότητα ή κάποια σχετικοποίηση της αξίας που αποδίδεται σ' ωρισμένα άρθρα πίστεως των εκκλησιών. Η σχετικοποίηση αυτή αντικαθρεφτίζει ίσως την πολύ χαμηλή σημασία, που ωρισμένες χριστιανικές ομάδες-στο σύνολό τους ή σ' ωρισμένους από τους κύκλους τους- δίνουν σ' αυτά τα άρθρα της πίστεως. Προτείνουν πάνω σ' αυτά, από ενθουσιασμό ή διπλωματική νοοτροπία, συναλλαγές και συμβιβασμούς, ακριβώς γιατί δεν έχουν τίποτα να χάσουν με αυτά πού προτείνουν. Οι συμβιβασμοί όμως αυτοί παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο για Εκκλησίες, όπου τα αντίστοιχα άρθρα έχουν σπουδαιότητα πρώτης γραμμής. Για τις Εκκλησίες αυτές παρόμοιες προτάσεις συναλλαγής και συμβιβασμού ισοδυναμούν με απροκάλυπτες επιθέσεις», Για ένα Ορθόδοξο Οικουμενισμό, εκδ. ΑΘΩΣ, Πειραιεύς 1976, σσ. 19-20.
[14]. Πρβλ. Με βάση την Παπική Εγκύκλιο ‘Ινα πάντες εν Ώσιν, ο Ι. Παναγόπουλος επισημαίνει: «Στην Ορθόδοξη Εκκλησία (η εγκύκλιος) ιδιαίτερα αφιερώνει αρκετές παραγράφους (50-61). Ενώ ως προς τις άλλες χριστιανικές κοινότητες αποδέχεται, ότι διατηρούν ωρισμένα γνήσια στοιχεία της χριστιανικής αλήθειας και αγιότητος (10-13), αντίθετα η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως αδελφή Εκκλησία, ο άλλος "πνεύμονας" του σώματος του Χριστού (54), η οποία ωστόσο βρίσκεται χωρισμένη από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Αναγνωρίζονται επίσης ευθέως η αποστολική διαδοχή και τα Μυστήρια της και τιμάται ειλικρινά ο πνευματικός και λειτουργικός πλούτος της. Ωστόσο, παρά την παραχώρηση αυτή, υπονοείται σαφώς, ότι και η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κατέχει την πλήρη χριστιανική αλήθεια, όπως και οι προτεσταντικές ομολογίες, όσο χρόνο δεν εισέρχεται σε κοινωνία με την Ρωμαϊκή Έδρα. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επιθυμεί να εμφανίζεται και πάλι ως πηγή, εσχάτη αυθεντία και κριτής της εκκλησιαστικότητος όλων των χριστιανικών κοινοτήτων. [...] Η Εγκύκλιος επανέρχεται με αδιαλλαξία και ακαμψία στις διακηρύξεις του Διατάγματος περί Οικουμενισμού της Β' Βατικανής Συνόδου. Η βασική της αρχή είναι: "Ή κοινωνία όλων των επί μέρους Εκκλησιών με την Εκκλησία της Ρώμης: αναγκαία προϋπόθεση για την ενότητα". Το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης είναι θεμελιωμένο στο θέλημα του Θεού και κατανοείται ως επαγρύπνηση ("επισκοπή") πάνω στην εκκλησιαστική ενότητα, στη μετάδοση της πίστεως, στη μυστηριακή και λειτουργική ιεροτελεστία, στην ιεραποστολή, στην κανονική τάξη και στην χριστιανική ζωή γενικά. Μόνον ή κοινωνία με τους διαδόχους του Πέτρου εγγυάται την πληρότητα της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Κάθε συζήτηση για την εκκλησιαστική ενότητα προϋποθέτει την άνευ όρων αποδοχή του Παπικού πρωτείου, το οποίο ο Θεός ίδρυσε "ως παντοτεινή και ορατή αρχή και θεμέλιο ενότητας". [...] Οι Ορθόδοξοι πιστοί πρέπει να ομολογήσουμε την πλήρη απογοήτευση μας ως προς την νέα αυτή Εγκύκλιο του Πάπα. Διότι ή παραδοσιακή αυτή Ρωμαιοκαθολική αντίληψη περί της Εκκλησίας και της ενότητας αποτέλεσε ήδη από τον 5ο αιώνα την πέτρα του σκανδάλου και παρά τις θεολογικές συζητήσεις 1500 χρόνων δεν καταλήξαμε σε κανένα θετικό αποτέλεσμα και ούτε φυσικά πρόκειται να καταλήξουμε εφόσον η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επιμένει αδιάλλακτα στην αξίωση του παπικού πρωτείου. [...] Είναι συνεπώς ασυγχώρητη αφέλεια, αν Ισχυριζόταν κανείς, ότι ή νέα παπική Εγκύκλιος αφήνει ανοικτό το ζήτημα του πρωτείου. Η μόνη καινοτομία της στο ζήτημα, τούτο είναι η παραπομπή του στους άλλους και η απαίτηση με διπλωματικό τρόπο να επιδείξουν όλοι "αυθεντικό ηρωισμό" και "θυσία ενότητος"», Ιωάννου Παναγοπούλου, ‘‘Το Βατικανό και η Ένωση των Χριστιανικών Εκκλησιών’’, εφημερίς Καθημερινη, Κυριακή 30 Ιουλίου 1995.
[15]. Κείμενο Ραβέννας, § 9.
[16]. Β' Σύνοδος Βατικανού, LUMEN GENTIUM (Δογματική διάταξη Περί Εκκλησίας), Γραφείον καλού τύπου, 1964, σσ. 44-45. Περισσότερα βλέπε: Karl Rahner, "The Hierarchical Structure of the Church, with Special Reference to the Episcopate", στο Commentary on the Documents of Vatican II1 (New York: Herder and Herder, 1967), σ. 193. J. Lécuyer, "Orientations présentes de la théologie de l'épisco-pat", στο Y. Congar and B. D. Dupuy, eds., L'Episcopat et l'église universelle (Paris: Cerf, 1962), σσ. 781-811. G. Nicolussi, ‘‘La sacramentalità dell'episcopato nella ‘‘Lumen gentium, Cap. Ill’’, στο ETL, 47 (1971), σσ. 7-63. Για την ιστορία που προέρχεται από την θεολογία του Θωμά Ακινάτη βλέπε Seamus Ryan, ‘‘Episcopal Consecration: The Legacy of the Schoolmen’’, στο ITQ, 33 (1966), σσ. 3-38. Την σχέση του Πρώτου ή Κεφαλής με τον Σύλλογο των Επισκόπων και όχι ως Πρώτου-Κεφαλή μεταξύ των Πατριαρχών στο Κείμενο της Ραβέννας, τονίζει όπως αυτή κατανοείται στην ρωμαιοκαθολική θεολογία o Anthony John Gooley, στην διδακτορική διατριβή του, A Universal Ministry of Unity: Prospects and Problems in Roman Catholic-Orthodox Dialogue, Griffith University, 2010, σ. 164-166.
[17]. Seamus Ryan, ‘‘Vatican II: Re-Discovery of the Episcopate’’, στο ITQ, 33 (1966), σσ. 211-217. Bernard Botte, ‘‘Collégial Character of the Priesthood and the Episcopate’’, στο Conc, 4 (1965), σσ. 177-183. Του ιδίου, ‘‘L'Ordre d'après les prières d'ordination’’, στο Etudes sur le sacrement de l'ordre, ed. J. Guyot, Paris: Cerf, 1957, σσ. 13-25. J. Lécuyer, Etudes sur la collégialité episcopale (Le Puy: X. Mappus, 1964), σσ. 57-79.
[18]. «instead of being understood as individuals dispersed throughout the world for mission, the Apostles are understood as a college..», J. D. ZIZIOULAS, “Apostolic continuity and Orthodox Theology”, σ. 78.
[19]. «…because of the relational nature of ordination, no ordained person realizes his ordo in himself but in the community. Thus if he is isolated from the community he ceases to be an ordained person (no anathematized or excommunicated minister can be regarded as a minister)», στο Being as Communion, Crestwood, N.Y.: St. Vladimir's Seminary, 1985, σσ. 233-34.
[20]. Πρβλ. Ο Mons. Bruno Forte Αρχιεπίσκοπος di Chieti-Vasto θεωρεί τον 34ον Αποστολικό Κανόνα ως αναφερόμενο στην Ανατολή που οδηγεί στην αναλογική μορφή σε παγκόσμιο επίπεδο ως πρώτον, τον Επίσκοπο Ρώμης σε συνδυασμό με τον όρο Σορβονόστ της σύγχρονης ορθόδοξης εκκλησιολογίας : «Nel contesto dell’ecclesiologia di comunione esso affronta la questione del ministero del “pròtos – kephalé” – del “primo e capo” della Chiesa – a livello locale (il Vescovo), regionale (il Patriarca) e universale (il Vescovo di Roma), applicando il Canone 34 degli Apostoli – testo fondamentale per l’ecclesiologia orentale – ai tre livelli in maniera analoga. Per comprendere la portata di una tale applicazione nel dialogo fra la Chiesa Cattolica e l’Ortodossia, vorrei richiamare alcuni dei grandi apporti della moderna ecclesiologia ortodossa, per poi presentare il documento di Ravenna e sottolinearne le novità, le promesse e le sfide», στο ‘‘Comunione ecclesiale, conciliarità e autorità’’, στο parola di dio ed ecumenismo Bilanci e prospettive in preparazione della XII Assemblea Generale Ordinaria del Sinodo dei Vescovi Roma 19-22 novembre 2007, convegno nazionale dei delegati diocesani per l’ecumenismo e il dialogo interreligioso σσ. 91-105. Εδώ σ. 91.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.