Δημοσιεύτηκε στο ΑΜΕΝ
Η επικείμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και οι προεκτάσεις της βρέθηκαν στο επίκεντροβαρυσήμαντης συνέντευξης που παραχώρησε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος,
διακεκριμένος Ιεράρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος και Θεολόγος καθώς και Πανεπιστημιακός δάσκαλος, στο περιοδικό ProNews, ένα νέο ενημερωτικό περιοδικό με πολιτικο-κοινωνική θεματολογία και πλούσια αρθρογραφία (δείτε την ιστοσελίδα του ΕΔΩ).
Στη συνέντευξή που παραχώρησε στον θεολόγο-δημοσιογράφο και συγγραφέα Αντώνη Ελευθεριάδη, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο οποίος συμμετείχε στις Προσυνοδικές διασκέψεις και θα συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο μέσω της οποίας σημειώνει θα σταλεί, «ένα μήνυμα, τόσο μέσα ἀπό τό λόγο ὅσο καί μέσα ἀπό τήν εἰκόνα, ἑνότητας ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιών σέ καιρούς μάλιστα ὅπου ἡ διάσπαση τείνει νά γίνει τρόπος ζωῆς».
Ακολουθεί η συνέντευξη του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου στον θεολόγο και δημοσιογράφο Αντώνη
Ελευθεριάδη:
Aντ.Ελευθεριάδης: Η Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προετοιμάζεται γιά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, στή Κρήτη. Πόσο σημαντική εἶναι καί τί μπορεῖ νά προκύψει ἀπό αὐτήν;
διακεκριμένος Ιεράρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος και Θεολόγος καθώς και Πανεπιστημιακός δάσκαλος, στο περιοδικό ProNews, ένα νέο ενημερωτικό περιοδικό με πολιτικο-κοινωνική θεματολογία και πλούσια αρθρογραφία (δείτε την ιστοσελίδα του ΕΔΩ).
Στη συνέντευξή που παραχώρησε στον θεολόγο-δημοσιογράφο και συγγραφέα Αντώνη Ελευθεριάδη, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο οποίος συμμετείχε στις Προσυνοδικές διασκέψεις και θα συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο μέσω της οποίας σημειώνει θα σταλεί, «ένα μήνυμα, τόσο μέσα ἀπό τό λόγο ὅσο καί μέσα ἀπό τήν εἰκόνα, ἑνότητας ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιών σέ καιρούς μάλιστα ὅπου ἡ διάσπαση τείνει νά γίνει τρόπος ζωῆς».
Ακολουθεί η συνέντευξη του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου στον θεολόγο και δημοσιογράφο Αντώνη
Ελευθεριάδη:
Aντ.Ελευθεριάδης: Η Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προετοιμάζεται γιά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, στή Κρήτη. Πόσο σημαντική εἶναι καί τί μπορεῖ νά προκύψει ἀπό αὐτήν;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Μέ τήν ἀπόφαση τῶν Προκαθημένων τοῦ Μαρτίου τοῦ 2014, ἀπεφασίσθη τελικά ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, μέ τήν ὁποίαν ἀφ᾿ ἑνός ἱκανοποιήθηκε ἕνα αἴτημα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖο εἶχε ἐκφρασθεῖ ἤδη ἀπὸ τό 1930, καί ἀφ᾿ ἑτέρου ὡλοκληρώθηκε μία διαδικασία προετοιμασίας, ἡ ὁποία εἶχε ξεκινήσει ἀπό τό 1961. Ἡ σημασία τῆς Συνόδου αὐτῆς ἔγκειται στό μήνυμα τό ὁποῖο θά ἐκφράσει. Ἕνα μήνυμα, τόσο μέσα ἀπό τό λόγο ὅσο καί μέσα ἀπό τήν εἰκόνα, ἑνότητας ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ καιρούς μάλιστα ὅπου ἡ διάσπαση τείνει νά γίνει τρόπος ζωῆς. Ἐπιπλέον, ἡ λειτουργία ἐν Συνόδῳ ὁλοκλήρου τοῦ σώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας θά δώσει τή δυνατότητα στίς ἴδιες τίς Ἐκκλησίες μέσα ἀπό μία διαδικασία διαλόγου νά συνειδητοποιήσουν καλύτερα καί οὐσιαστικώτερα τά ὑφιστάμενα διορθόδοξα καί διεκκλησιαστικά προβλήματα, νά ἐνσκύψουν πάνω σέ αὐτά καί εἰ δυνατόν νά ὁδηγηθοῦν στήν ἐπίλυσή τους. Αὐτό διαφαίνεται καί μέσα ἀπό τά κείμενα τά ὁποῖα καλεῖται ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά ἐπεξεργασθεῖ, ἔστω καί ἄν ἐκ πρώτης ὄψεως αὐτά δέν ἀποτυπώνουν καί δέν καταγράφουν κάποια συγκεκριμένη προβληματική.
Aντ.Ελευθεριάδης: Μετά τήν ἀπόφαση τοῦ καθορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας σύγκλησης τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἐμφανίσθηκαν ἔντονες «φωνές», οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν συνοδοφοβικές ἀντιλήψεις καί θέσεις. Κατά τήν γνώμη σας εἶναι δυνατόν «οἱ φωνές» αὐτές νά ἀποτρέψουν τήν πραγματοποίηση τῆς Συνόδου;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Ἀπό μία πρώτη θεώρηση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀντιδράσεων καθίσταται ἀκατανόητο ὡς γεγονός, ὀρθόδοξοι πιστοί καί κληρικοί κυρίως Ἐπίσκοποι, νά ἀντιδροῦν στήν πραγματοποί- ηση μιᾶς Συνόδου, μάλιστα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅταν γιά τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἡ συνοδικότητα εἶναι στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιολογικῆς της ταυτότητας. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ θέση τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι «ὄνομα Ἐκκλησίας συνόδου ἐστί καί συμφωνίας».
Δεύτερον, εἶναι ἀπορίας ἄξιον, τό φοβικό σύνδρομο, ἔτσι ὅπως παρουσιάζεται ἀπό ὁρισμένους ἀκραίους συντηρητικούς κύκλους, γι᾿ αὐτό καθεαυτό τό γεγονός τῆς συγκλήσεως, πού προσπαθοῦν προκαταβολικά νά τό παρουσιάσουν ὡς γεγονός ἀλλοίωσης τῆς συνοδικότητος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἐπεμβαίνουν δῆθεν προληπτικά, ἀναδεικνόντας περισσότερο τήν ληστρικότητα ἀπό τήν κανονικότητα.
Καί τρίτον, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐθελοτυφλοῦμε μπροστά στή σπουδαιότητα καί τήν ἀναγκαιότητα αὐτοῦ καθεαυτοῦ τοῦ συνοδικοῦ γεγονότος, ἀφοῦ καί μόνον ὡς διαδικασία, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων θετικῶν ἀποτελεσμάτων, θά ὁδηγήσει σέ μία διαλογική ὅπου θά ἐκφρασθεῖ ἡ διαλεκτική σχέση κοινωνίας τῶν Ἐπισκόπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐπίσης στοιχεῖο τῆς ἴδιας τῆς συνοδικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μία ἀποτροπή σύγκλησης τῆς Συνόδου τήν θεωρῶ ἀδύνατη καί ἀνιστόρητη καί ξένη πρός τήν Ὀρθοδοξία.
Aντ.Ελευθεριάδης: Ἐν τούτοις ὅμως ὐπάρχουν ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες προέρχονται φαινομενικά κυρίως ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό κόσμο, ὡς πρός τή σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πῶς τίς κρίνετε;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Θά χαρακτήριζα τίς παροῦσες ἀντιδράσεις ὡς μία μορφή ἐνδοορθόδοξου καί ἐνδοεκκλησιαστικοῦ «ψυχροῦ πολέμου» μεταξύ ἑνός ἰδεολογικοποιημένου τρόπου ζωῆς ἀνατολικοῦ τύπου καί ἑνός φοβικοῦ συνδρόμου πρός ἕνα δυτικό μοντέλο ζωῆς˙ τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι κάποιες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, προερχόμενες κυρίως ἐκ τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, θεωροῦν ὡς ἀπορριπτέα κάθε μορφή «φιλελεύθερου» μοντέλου, πού ἐφαρμόζεται στή Δύση καί στηρίζεται ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα, ἤ κάθε τι τό ὁποῖο μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό τή Δύση.
Μία βαθύτερη ὅμως καί οὐσιαστικότερη προσέγγιση τῶν διορθωτικῶν παρεμβάσεων πού κατέθεσαν οἱ παραπάνω Ἐκκλησίες, σέ συγκεκριμένα κείμενα τῆς Συνόδου (σχέσεις μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο, ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, κωλύμματα γάμου), τίς ὁποῖες ἐπαναλαμβάνουν mo ta mo καί οἱ ἐν Ἑλλάδι ἀντιδρῶντες ἐκκλησιαστικοί κύκλοι, ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ φόβοι τους γιά τόν ἐπερχόμενο δυτικό τρόπο ζωῆς καί νοοτροπίας θά τύχουν τῆς συνοδικῆς κατοχυρώσεως ἐνῷ ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος, κατά τή γνώμη τους, θά ἔπρεπε μέ τίς ἀποφάσεις της νά ἀποτελέσει τό μέσον ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο θά δημιουργηθεῖ τό ἀνάχωμα πρός κάθε μορφή φιλελεύθερου προτύπου ζωῆς, τό ὁποῖο ὑποδεικνύεται ἀπό τή Διεθνῆ Κοινότητα καί τό ὁποῖο ἐφαρμόζεται στόν δυτικό κόσμο.
Μέ βάση αὐτή τήν προσέγγιση νομίζω ὅτι θά μπορούσαμε νά δικαιολογήσουμε ἄριστα τήν ὅλη προσπάθεια τοὐλάχιστον «ἀμαύρωσης» τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου, γιά νά μήν πῶ ἀκύρωσης αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς πραγματοποίησής της ἀπό κύκλους συντηρητικούς, μέσα ἀπό τόν κάθε μορφῆς τύπο, ἠλεκτρονικό καί ἔντυπο, καί μέσα ἀπό κάθε ὀργανωμένη ἐπιχείρηση ἀπειλῶν καί ἄλλων ἐνεργειῶν. Ὅμως, μία τοιούτου εἴδους θεώρηση τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου, ὑπὸ τῶν ἐνισταμένων, εἶναι ὄχι μόνο ἀνέρειστος ἀλλά καί προσβλητικός γιά ὅλες τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί κυρίως τῶν Ἐπισκόπων τους, οἱ ὁποῖοι βλέπουν συνετότερα καί πιό ἤρεμα τήν ὅλη πορεία πρός τή Σύνοδο.
Aντ.Ελευθεριάδης: Μετά τήν ἀπόφαση τοῦ καθορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας σύγκλησης τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἐμφανίσθηκαν ἔντονες «φωνές», οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν συνοδοφοβικές ἀντιλήψεις καί θέσεις. Κατά τήν γνώμη σας εἶναι δυνατόν «οἱ φωνές» αὐτές νά ἀποτρέψουν τήν πραγματοποίηση τῆς Συνόδου;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Ἀπό μία πρώτη θεώρηση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀντιδράσεων καθίσταται ἀκατανόητο ὡς γεγονός, ὀρθόδοξοι πιστοί καί κληρικοί κυρίως Ἐπίσκοποι, νά ἀντιδροῦν στήν πραγματοποί- ηση μιᾶς Συνόδου, μάλιστα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅταν γιά τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἡ συνοδικότητα εἶναι στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιολογικῆς της ταυτότητας. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ θέση τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι «ὄνομα Ἐκκλησίας συνόδου ἐστί καί συμφωνίας».
Δεύτερον, εἶναι ἀπορίας ἄξιον, τό φοβικό σύνδρομο, ἔτσι ὅπως παρουσιάζεται ἀπό ὁρισμένους ἀκραίους συντηρητικούς κύκλους, γι᾿ αὐτό καθεαυτό τό γεγονός τῆς συγκλήσεως, πού προσπαθοῦν προκαταβολικά νά τό παρουσιάσουν ὡς γεγονός ἀλλοίωσης τῆς συνοδικότητος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἐπεμβαίνουν δῆθεν προληπτικά, ἀναδεικνόντας περισσότερο τήν ληστρικότητα ἀπό τήν κανονικότητα.
Καί τρίτον, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐθελοτυφλοῦμε μπροστά στή σπουδαιότητα καί τήν ἀναγκαιότητα αὐτοῦ καθεαυτοῦ τοῦ συνοδικοῦ γεγονότος, ἀφοῦ καί μόνον ὡς διαδικασία, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων θετικῶν ἀποτελεσμάτων, θά ὁδηγήσει σέ μία διαλογική ὅπου θά ἐκφρασθεῖ ἡ διαλεκτική σχέση κοινωνίας τῶν Ἐπισκόπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐπίσης στοιχεῖο τῆς ἴδιας τῆς συνοδικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μία ἀποτροπή σύγκλησης τῆς Συνόδου τήν θεωρῶ ἀδύνατη καί ἀνιστόρητη καί ξένη πρός τήν Ὀρθοδοξία.
Aντ.Ελευθεριάδης: Ἐν τούτοις ὅμως ὐπάρχουν ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες προέρχονται φαινομενικά κυρίως ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό κόσμο, ὡς πρός τή σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πῶς τίς κρίνετε;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Θά χαρακτήριζα τίς παροῦσες ἀντιδράσεις ὡς μία μορφή ἐνδοορθόδοξου καί ἐνδοεκκλησιαστικοῦ «ψυχροῦ πολέμου» μεταξύ ἑνός ἰδεολογικοποιημένου τρόπου ζωῆς ἀνατολικοῦ τύπου καί ἑνός φοβικοῦ συνδρόμου πρός ἕνα δυτικό μοντέλο ζωῆς˙ τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι κάποιες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, προερχόμενες κυρίως ἐκ τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, θεωροῦν ὡς ἀπορριπτέα κάθε μορφή «φιλελεύθερου» μοντέλου, πού ἐφαρμόζεται στή Δύση καί στηρίζεται ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα, ἤ κάθε τι τό ὁποῖο μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό τή Δύση.
Μία βαθύτερη ὅμως καί οὐσιαστικότερη προσέγγιση τῶν διορθωτικῶν παρεμβάσεων πού κατέθεσαν οἱ παραπάνω Ἐκκλησίες, σέ συγκεκριμένα κείμενα τῆς Συνόδου (σχέσεις μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο, ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, κωλύμματα γάμου), τίς ὁποῖες ἐπαναλαμβάνουν mo ta mo καί οἱ ἐν Ἑλλάδι ἀντιδρῶντες ἐκκλησιαστικοί κύκλοι, ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ φόβοι τους γιά τόν ἐπερχόμενο δυτικό τρόπο ζωῆς καί νοοτροπίας θά τύχουν τῆς συνοδικῆς κατοχυρώσεως ἐνῷ ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος, κατά τή γνώμη τους, θά ἔπρεπε μέ τίς ἀποφάσεις της νά ἀποτελέσει τό μέσον ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο θά δημιουργηθεῖ τό ἀνάχωμα πρός κάθε μορφή φιλελεύθερου προτύπου ζωῆς, τό ὁποῖο ὑποδεικνύεται ἀπό τή Διεθνῆ Κοινότητα καί τό ὁποῖο ἐφαρμόζεται στόν δυτικό κόσμο.
Μέ βάση αὐτή τήν προσέγγιση νομίζω ὅτι θά μπορούσαμε νά δικαιολογήσουμε ἄριστα τήν ὅλη προσπάθεια τοὐλάχιστον «ἀμαύρωσης» τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου, γιά νά μήν πῶ ἀκύρωσης αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς πραγματοποίησής της ἀπό κύκλους συντηρητικούς, μέσα ἀπό τόν κάθε μορφῆς τύπο, ἠλεκτρονικό καί ἔντυπο, καί μέσα ἀπό κάθε ὀργανωμένη ἐπιχείρηση ἀπειλῶν καί ἄλλων ἐνεργειῶν. Ὅμως, μία τοιούτου εἴδους θεώρηση τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου, ὑπὸ τῶν ἐνισταμένων, εἶναι ὄχι μόνο ἀνέρειστος ἀλλά καί προσβλητικός γιά ὅλες τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί κυρίως τῶν Ἐπισκόπων τους, οἱ ὁποῖοι βλέπουν συνετότερα καί πιό ἤρεμα τήν ὅλη πορεία πρός τή Σύνοδο.
Τό ἐπικίνδυνο καί λίαν ὀξύμωρο εἶναι, ὅτι συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, οἱ ἀντιδροῦσες ὁμάδες σ᾿ αὐτόν τόν δῆθεν ἐκδυτικισμό τῆς Ὀρθοδοξίας υἱοθετοῦν τρόπους καί ἐκφράσεις θεολογικῆς τεκμηριώσεως, τούς ὁποίους ἀντλοῦν ἀπό δυτικές ἀντιλήψεις καί διδασκαλίες θεολογικές καί ἐπίσης ἀπολαμβάνουν τῆς στηρίξεως, ἐξαιτίας τῆς συντηρητικῆς τους νοοτροπίας, καί ἀπό ἀκραῖες πολιτικές παρατάξεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐμφυλοχωρήσει στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο καί ἐκφράζονται ἀπό συγκεκριμένα πρόσωπα.
Aντ.Ελευθεριάδης: Αὐτό τό ὁποῖο ἐπισημαίνετε εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, μπορεῖτε νά γίνετε πιό συγκεκριμένος;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Αὐτό τό ὁποῖο ἐπιδιώκεται ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης εἶναι ἡ ἐπιβολή μιᾶς Ὀρθοδοξίας ἑνός ἰδεολογικοῦ μορφώματος μέ ἐπικάλυμμα θεολογικῆς κατοχύρωσης, τό ὁποῖο μπορεῖ νά συνητηρηθεῖ καί συγχρόνως νά ἐκφράσει ἕνα μοντέλο ζωῆς μέ θρησκοληπτικές ἀντιλήψεις καί κοινωνικές προεκτάσεις.
Τί συνεπάγεται αὐτό; Ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσα ἀπό τήν υἱοθέτηση μιᾶς ἀντίληψης θρησκοληπτικοῦ συντηρητισμοῦ μετατρέπεται ἀπό Ἐκκλησία σέ σέκτα, ὁμάδα ἰδεολογική, τά δέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας δέν κατανοοῦνται ὡς πιστοί ἀλλά ὡς ὁπαδοί. Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ἡ ἀρχή, ὅτι κάθε τι τό δυτικό καί νέο εἶναι ἀπορριπτέο, ἐπειδή θεωροῦν ὅτι ἀλλοιώνει τό μοντέλο τοῦ χριστιανοῦ καί μάλιστα τοῦ Ὀρθόδοξου, ὁ ὁποῖος εἶναι κατ’ αὐτούς «ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ», «τό νέον ἔθνος», «ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ» ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί, οἱ Δυτικοί, ἐξ αἰτίας τῆς θρησκευτικῆς τους διαφοροποίησης δέν ἔχουν θέση στό γεγονός τῆς σωτηρίας καί ἄρα εἶναι ἀπόβλητοι καί καταδικαστέοι. Μέ αὐτόν τόν ἀντιδυτικό τύπο ἐκκλησιαστικότητας τονίζεται μία μορφή ἰδεολογικοῦ μοντέλου καί θρησκοληπτικῆς «ἀποκλειστικότητος» τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ἰδεολογήματος καί ὄχι ὡς τρόπου ζωῆς, ἐνῷ συγχρόνως καί ἀποκλειστικά κατανοεῖται ὡς
παραδοσιαρχικός μόνο ὁ ἀνατολικός τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ μοναδικός πού δίνει νόημα σέ αὐτή τή ζωή καί στή μέλλουσα. Κάθε τι τό ἀνατολικό εἶναι σωτήριο, κάθε τι τό δυτικό εἶναι ἁμαρτωλό καί ἀπορριπτέο ἤ καί καταραμένο.
Αὐτή ἡ ἀντίληψη προσπαθεῖ νά ἐπιβληθεῖ ἀπό τήν παροῦσα ἀντιδρῶσα κατάσταση, ἡ ὁποία τείνει νά δημιουργηθεῖ, μέ ἀκμή τοῦ ὅλου ζητήματος γιά τή σύγκληση τῆς Συνόδου, μία κατάσταση μανιχαϊστικά διχαστική καί πολωτική, στήν ὁποία παρασκηνιακά φαίνεται ὅτι ὑποκινεῖται ἀπό τό «γνωστό» ἐκκλησιαστικοπολιτικό «δίδυμο», τό ὁποῖο τόσο πολιτικά, ὅσο καί ἐκκλησιαστικά μεταχειρίζεται τρόπους καί μεθόδους πρός ἀπόκτηση πρωτείων ἐξουσίας καί ἡγεσίας στούς ἀντίστοιχους χώρους καί δημιουργία ζωνῶν ἐπιρροῆς ἀναλόγως.
Aντ.Ελευθεριάδης: Αὐτό τό ὁποῖο ἐπισημαίνετε εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, μπορεῖτε νά γίνετε πιό συγκεκριμένος;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Αὐτό τό ὁποῖο ἐπιδιώκεται ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης εἶναι ἡ ἐπιβολή μιᾶς Ὀρθοδοξίας ἑνός ἰδεολογικοῦ μορφώματος μέ ἐπικάλυμμα θεολογικῆς κατοχύρωσης, τό ὁποῖο μπορεῖ νά συνητηρηθεῖ καί συγχρόνως νά ἐκφράσει ἕνα μοντέλο ζωῆς μέ θρησκοληπτικές ἀντιλήψεις καί κοινωνικές προεκτάσεις.
Τί συνεπάγεται αὐτό; Ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσα ἀπό τήν υἱοθέτηση μιᾶς ἀντίληψης θρησκοληπτικοῦ συντηρητισμοῦ μετατρέπεται ἀπό Ἐκκλησία σέ σέκτα, ὁμάδα ἰδεολογική, τά δέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας δέν κατανοοῦνται ὡς πιστοί ἀλλά ὡς ὁπαδοί. Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ἡ ἀρχή, ὅτι κάθε τι τό δυτικό καί νέο εἶναι ἀπορριπτέο, ἐπειδή θεωροῦν ὅτι ἀλλοιώνει τό μοντέλο τοῦ χριστιανοῦ καί μάλιστα τοῦ Ὀρθόδοξου, ὁ ὁποῖος εἶναι κατ’ αὐτούς «ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ», «τό νέον ἔθνος», «ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ» ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί, οἱ Δυτικοί, ἐξ αἰτίας τῆς θρησκευτικῆς τους διαφοροποίησης δέν ἔχουν θέση στό γεγονός τῆς σωτηρίας καί ἄρα εἶναι ἀπόβλητοι καί καταδικαστέοι. Μέ αὐτόν τόν ἀντιδυτικό τύπο ἐκκλησιαστικότητας τονίζεται μία μορφή ἰδεολογικοῦ μοντέλου καί θρησκοληπτικῆς «ἀποκλειστικότητος» τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ἰδεολογήματος καί ὄχι ὡς τρόπου ζωῆς, ἐνῷ συγχρόνως καί ἀποκλειστικά κατανοεῖται ὡς
παραδοσιαρχικός μόνο ὁ ἀνατολικός τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ μοναδικός πού δίνει νόημα σέ αὐτή τή ζωή καί στή μέλλουσα. Κάθε τι τό ἀνατολικό εἶναι σωτήριο, κάθε τι τό δυτικό εἶναι ἁμαρτωλό καί ἀπορριπτέο ἤ καί καταραμένο.
Αὐτή ἡ ἀντίληψη προσπαθεῖ νά ἐπιβληθεῖ ἀπό τήν παροῦσα ἀντιδρῶσα κατάσταση, ἡ ὁποία τείνει νά δημιουργηθεῖ, μέ ἀκμή τοῦ ὅλου ζητήματος γιά τή σύγκληση τῆς Συνόδου, μία κατάσταση μανιχαϊστικά διχαστική καί πολωτική, στήν ὁποία παρασκηνιακά φαίνεται ὅτι ὑποκινεῖται ἀπό τό «γνωστό» ἐκκλησιαστικοπολιτικό «δίδυμο», τό ὁποῖο τόσο πολιτικά, ὅσο καί ἐκκλησιαστικά μεταχειρίζεται τρόπους καί μεθόδους πρός ἀπόκτηση πρωτείων ἐξουσίας καί ἡγεσίας στούς ἀντίστοιχους χώρους καί δημιουργία ζωνῶν ἐπιρροῆς ἀναλόγως.
Aντ.Ελευθεριάδης: Θά μπορούσατε νά δώσετε μερικά παραδείγματα ἀπό τά ὁποῖα νά ἐπιβεβαιώνονται ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρατε;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Παράδειγμα πρῶτο.
Ἐνῶ τό γεγονός τῶν μικτῶν γάμων γιά ὁρισμένες Ἐκκλησίες εἶναι μιά πραγματικότητα, δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ διαφορετικά ἡ μανική καί ἔντονη ἀντίδραση νά μήν κατοχυρωθεῖ στό ἀντίστοιχο συνοδικό κείμενο, ὡς δυνατότητα ἡ κατ᾿ οἰκονομία τέλεση μικτῶν γάμων, ὅταν γιά πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι ὄχι μόνο ἀπαίτηση ἀλλά ἀναγκαιότητα πού ἀπηχεῖται στήν καθημερινή πρακτική τους. Ὁ φόβος τῶν Ἐκκλησιῶν πού ἀντιδροῦν σ᾿ αὐτούς τούς μικτούς γάμους μέ ἑτερόδοξους, ὑποκρύπτει κυρίως τό φοβικό σύνδρομο τῆς δῆθεν ἀλλοίωσης μιᾶς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς οἰκογένειας ὡς προτύπου, ὅμως ξεχνοῦν ὅτι μέ μιά τέτοιου εἴδους ξενοφοβική ποιμαντική καί μέ ἀποκλεισμούς, δέν θεραπεύεται τό
ὅλο ζήτημα. Ἐπιπλέον, δέν εἶναι δυνατόν μία μεμονωμένη περιπτωσιολογική ἀντίληψη περί μικτῶν γάμων νά δεσμεύει τήν ἀπόφαση μιᾶς Πανορθόδοξης Συνόδου, ἡ ὁποία καλεῖται ὡς σῶμα Πανορθόδοξο νά ἐπιλύσει προβλήματα ὑπαρκτά ποιμαντικά, τά ὁποῖα δέν ἀφοροῦν τόν χῶρο τῆς πίστεως. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου πρέπει νά εἶναι χρηστικές γιά ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καί νά ἐκφράζουν τήν ὁλότητα καί ὄχι τή μερικότητα τοῦ ποιμνίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Μιά Σύνοδος ἐπίσης, δέν μπορεῖ νά ἀποφασίζει ὑπό τήν «ἀπειλή» φοβικῶν συνδρόμων. Ἡ κατ᾿ οἰκονομίαν τέλεση μικτῶν γάμων εἶναι ἡ χρυσή τομή πρός ἐπίλυση ὑπαρκτῶν προβλημάτων γιά κάποιες Ἐκκλησίες ἀλλά καί ἡ δυνατότητα τήρησης τοῦ κανόνα τῆς ἀκριβείας γιά τίς ἄλλες Ἐκκλησίες πού τό ἐπιθυμοῦν.
Ἕνα δεύτερο παράδειγμα εἶναι οἱ ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐμφανισθεῖ μέ ἀφορμή τό κείμενο γιά τίς σχέσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο. Τά προβαλλόμενα ὡς ἀντεπιχειρήματα πρός τό κείμενο αὐτό ἐκφράζουν ἀπόλυτα μιά ἰδεολογικοποιημένη ἀντίληψη Ὀρθοδοξί-ας. Μία ἔννοια περί Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία κλείνεται καίπεριορίζεται στόν ἑαυτό της καί ἡ ὁποία δέν διαλέγεται μέ κανέναν ἄλλον πού εἶναι ἐκτός αὐτῆς, ἐνῷ ἐπιδιώκεται νά ἀποτυπωθεῖ μία ἀντίληψη ἐκκλησιακῆς ἀποκλειστικότητας, τήν ὁποία μπορεῖ νά ἐκφράσει μέσα στόν κόσμο μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνῷ ὅλες οἱ ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες δέν μποροῦν νά διεκδικοῦν τόν ἐκκλησιακό τους χαρακτῆρα καί δέν μποροῦν νά διαλέγονται μέ τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅταν στοιχεῖο τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, εἶναι ὁ διάλογος μέ κάθε ἕναν, ὁὁποῖος εἶναι ἐκτός αὐτῆς. Πρωτεύουσα θέση σ᾿ αὐτή τή διαδικασία ἔχει ἡ ὑπονόμευση τοῦ διαλόγου μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, τήν ὁποία θεωροῦν ὄχι μόνο τόν ἰσχυρό ἐκπρόσωπο τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ἀλλά καί τόν μόνο ἐπίσημο καί σοβαρό συνομιλητή μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γι᾿ αὐτό καί προσπαθοῦν νά δαιμονοποιήσουν αὐτή τή σχέση καί κυρίως τά πρόσωπα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα !!!
Καταλαβαίνετε ὕστερα ἀπό αὐτά γιατί ὑπάρχει τόση ἔντονη ἀντίδραση γιά τό συγκεκριμένο κείμενο, μέχρι τοῦ σημείου νά ὑποδεικνύεται καί ἡ ὁλοκληρωτική ἀπόρριψή του.
Καί ἐρχόμαστε στό τρίτο κείμενο, ὅπου ἡ Ἐκκλησία διαλέγεται μέ τόν κόσμο στή βάση τῶν διαφόρων κοινωνικῶν ζητημάτων καί κοινωνιολογικῶν θεμάτων. Κατ᾿ ἀρχήν ἡ πρόταση ἀλλαγῆς τοῦ ὅρου πρόσωπο καί ἡ ἀντικατάστασή του μέ τόν ὅρο ἄνθρωπος, δέν ἐξυπηρετεῖ μόνο τήν ὑπάρχουσα μεταφραστική δυσκολία ἀπόδοσης τοῦ ὅρου στή σλαβική γλῶσσα, ἀλλά κυρίως ἀποδυναμώνει αὐτό τό ὁποῖο ἐκφράζει ἡ ἴδια ἡ ἔννοια πρόσωπο καί πού εἶναι ἡ κοινωνία μέ κάθε τι τό διαφορετικό. Τό ἰδεολόγημα λοιπόν πού ὑποκρύπτεται κάτω ἀπό αὐτήν τήν ἀντικατάσταση, σημαίνει, ὅτι δέν μποροῦμε νά διαλεγόμεθα μέ κάθε τι πού εἶναι διαφορετικό ἀπό μᾶς καί ἔξω ἀπό μᾶς ἐνῷ συγχρόνως μέσα ἀπό αὐτή τήν ἀπομάκρυνση – διαφοροποίηση - ἀδιαφορία πρός τό διαφορετικό, ἐπιβεβαιώνουμε τήν ἀποκλειστικότητα καί τήν μοναδικότητα τῆς ἀξίας τοῦ δικοῦ μας ἀνθρωποειδώλου. Σέ μία τέτοια προοπτική ὁ σεβασμός πρός τήν ἑτερότητα εἶναι ἀνύπαρκτος καί ἀποδεικνύεται ἡ ὑπεροχικότητα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων, τῶν διαφορετικῶν, ἔστω καί ἄν εἶναι Χριστιανοί ἤ καί ἑτερόθρησκοι. Τήν ἴδια σκοπιμότητα ἐξυπηρετοῦν καί οἱ ἄλλες ἐπιμέρους διορθώσεις περί ἀξίας ἤ ἱερότητας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας !!!
Ἀντιλαμβάνεσθε λοιπόν ὅτι μιά τέτοια υἱοθέτηση ἀπό μέρους τῆς Συνόδου ἑνός μοντέλου δηλαδή κοινωνίας ὑπό τόν μανδύα μάλιστα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, πού ὁδηγεῖ σέ ἀποκλεισμούς καί ἀπολυτότητες, σέ τι ἀδιέξοδα ὁδηγεῖ καί τί «ρατσιστικές» ἀντιλήψεις στηρίζει, γιά νά μήν ἀναφερθῶ σέ προτάσεις περί ἀποκλειστικῆς σωτηρίας «ἐν Χριστῷ» μόνον συγκεκριμένων λαῶν καί ἐθνῶν ἤ περί γένους χριστιανῶν ἤ ἀκόμη καί περί τῆς ἐπευλογήσεως ἐθνικῶν καί θρησκευτικῶν πολέμων ἀπό μέρους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἤ τέλος τῆς ἐφαρμογῆς βίας κάθε μορφῆς ἀλλά καί σέ συγκεκριμένες μορφές κοινωνικῶν ἤ θρησκευτικῶν μειονοτήτων, προτάσεις οἱ ὁποῖες κατετέθησαν ἀπό Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί οἱ ὁποῖες εὐτυχῶς δέν υἱοθετήθηκαν ὁμόφωνα στό στάδιο ἐπεξεργασίας τῶν κειμένων. Μπορεῖ ἡ Σύνοδος νά υἱοθετήσει τέτοιου εἴδους ναζιστικές πρακτικές μέ ἀποχρώσεις ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἠθικῆς τῆς «ἀρίας φυλῆς», ἤ τέτοιου εἴδους ἀποκλεισμούς ὅταν ὁ Χριστός τονίζει, ὅτι «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»;
Aντ.Ελευθεριάδης: Τί συνεπάγεται λοιπόν μιά τέτοιου εἴδους ἀντιδυτικοῦ τύπου ἀντίδραση καί ἡ τάση ἐπιβολῆς μιᾶς ἀνατολικῆς παραδοσιαρχίας;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Ἡ ἀρχή ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται, ὅτι κάθε τι τό δυτικό εἶναι καί ἁμαρτωλό, εἶναι αὐτό πού διαφαίνεται μέσα ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἀντιδράσεις (ἄρνηση ἀποδοχῆς μικτῶν γάμων, ἀντιοικουμενιστικές παρεμβολές καί παραφωνίες, ἀντιλήψεις μεσσιανικοῦ τύπου περί τοῦ ρόλου τῶν ὀρθοδόξων στόν κόσμο), οἱ ὁποῖες συνεπάγονται καί τίς ἀντίστοιχες δηλώσεις τοῦ τύπου «ἔξω ἀπό τήν Εὐρώπη», «ἀποκομένοι ἀπό τή Δύση», «ἀπόρριψη κάθε μορφῆς διαλόγου μέ τίς ἄλλες Θρησκεῖες καί Ὁμολογίες». Τό μόνο δηλαδή πού θά πρέπει νά καλλιεργοῦμε ὡς Ὀρθόδοξοι, καί ἄρα ὡς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στούς πιστούς μας, θά πρέπει νά εἶναι μία θρησκοληπτική (δηλαδή μαγική) στανική καί στατική ἀντίληψη περί πίστεως, μία καλλιέργεια συνείδησης στό λαό μας, ὅτι εἶναι ὁ μόνος περιούσιος καί ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο θά χαρακτηρίζει μία πνευματική αὐτάρκεια καί ἐσωστρέφεια, καί συγχρόνως νά τοῦ τονίζουμε ὅτι ὅλα αὐτά θά τοῦ τά παράσχει μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τό πολιτικό καθεστώς, τό ὁποῖο τήν στηρίζει ἐνῷ ἀποκλειστικό καί μόνο μέλημα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ θά πρέπει νά εἶναι ἡ βιολογική του ἐπιβίωση «ὁ ἄρτος ὁ ἐπιούσιος» καί ἡ πνευματική καί ἐθνική του «καθαρότητα», ἐνῷ τήν ἐν γένει κοινωνική του καταξίωση θά τήν παραλαμβάνει ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τούς πνευματικούς του καθοδηγητές, οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας καί τήν ἀρωγή τῶν πολιτικῶν ἐξουσιῶν, θά μεριμνοῦν καί θά ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους. Ἐπιπλέον, ἡ καλλιέργεια μιᾶς φοβικῆς σχέσης μέ τό Θεό καί τούς ἐπί γῆς ἀντιπροσώπους Του ὁδηγεῖ σέ ἕνα αὐτοαποκλεισμό τῶν πιστῶν ἀπό τίς πνευματικές ἀναζητήσεις καί συγχρόνως τούς καλλιεργεῖ μιά ψευδαίσθηση αὐτάρκειας πνευματικῆς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ καί σέ μία ἰδεολογική ἀπομόνωση καί ὑπεροχική καθαρότητας. Μιά τέτοιου εἴδους ἐσωστρεφής ἀντίληψη τῆς ζωῆς ὅμως, ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τόν ὑπεροχικό ρόλο τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν ἔναντι τῶν ὁποιωνδήποτε ἄλλων καί ἀκόμη ἐπιμαρτυρεῖ τήν ὑπεροχή τῆς κάθε πολιτικῆς ἡγεσίας, ἡ ὁποία στηρίζει αὐτήν τήν ἀντίληψη περί Ὀρθοδξίας ἔναντι τῶν ὑπολοίπων. Φαίνεται λοιπόν αὐτό τό ὁποῖο χαρακτήρισα ὡς «ψυχρό πόλεμο» Ἀνατολῆς καί Δύσης σέ ἀναφορά πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν πραγματικότητα, ἐάν λάβουμε ὑπ ὄψιν καί κάποιες ἄλλες ἐξελίξεις. Παρουσιάζονται μέ τόν ἐκκλησιαστικό μανδύα ἐνῷ δέν ἀπέχουν πολύ ἀπό τόν πολιτικό τους χαρακτῆρα καί τίς ἐπιδιώξεις ὁρισμένων ἡγετῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ὅπου τείνουν νά ἀναπολοῦν τήν δημιουργία ἡγετικοῦ παράγοντα στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ θεοκρατικές ἀντιλήψεις χριστιανικοῦ ἰδεώδους μεσαιωνικοῦ τύπου καί καρλομάγνειας μεθόδου, ὁ ὁποῖος μέ τήν συνεργασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας καί «σημαία» τόν ἀντιδυτικισμό τους προσπαθοῦν νά δημιουργήσουν ἕνα ἱδεολογικό καί πνευματικό ἀντιστάθμισμα πρός ἄλλες μορφές δημιουργίας ἀντίστοιχων θεοκρατικῶν ἡγεσιῶν, ὅπως γιά παράδειγμα τά θεοκρατικά ἰσλαμικά καθεστῶτα. Ἡ στάση τους ὅμως αὐτή μᾶλλον τό ἀντίθετο ἀποτέλεσμα προοιωνίζει, δηλαδή τήν διάσπαση καί τήν ἔνταση, ὄχι μόνο μέσα στήν Ὀρθοδοξία ἀλλά καί στόν Χριστιανισμό καί στίς σχέσεις μέ ἄλλες Θρησκεῖες.
Τό ἀντιστάθμισμα σέ μία τέτοια διχαστική τάση δέν μπορεῖ νά εἶναι τό ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο μόρφωμα «ἐκκλησιαστικό ἤ θρησκευτικό», ἀλλά ἡ συνεργασία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν μέ ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες, ὥστε νά καλλιεργηθεῖ τό πνεῦμα τῆς συνοχῆς καί τῆς ἑνότητας.
Πιστεύω λοιπόν, ὅτι ὁρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἐν ὄψει μάλιστα τῶν ἐξελίξεων τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν ὅλους τούς χριστιανούς καί ὄχι μόνον τούς Ὀρθοδόξους, θά πρέπει νά ἀπαγκιστρωθοῦν ἤ νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό τίς ἰδεολογικές τους ἀγκυλώσεις, τούς μεσσιανικούς προσανατολισμούς καί τούς γεωγραφικούς ἀποκλεισμούς τους καί «ἐν ταπεινώσει καί ἐν μετανοίᾳ» νά ὁδηγηθοῦν μαζί μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο προκειμένου νά ἐκφρσθοῦν συνοδικά, εὐχαριστιακά καί ἔμπρακτα γιά τήν ὠφέλεια ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἀλλά καί ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, γιατί ὅπως φαίνεται οἱ σφαγές τῶν Χριστιανῶν δέν κάνουν διακρίσεις ὁμολογιακοῦ τύπου δυτικῆς ἤ ἀνατολικῆς νοοτροπίας
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Παράδειγμα πρῶτο.
Ἐνῶ τό γεγονός τῶν μικτῶν γάμων γιά ὁρισμένες Ἐκκλησίες εἶναι μιά πραγματικότητα, δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ διαφορετικά ἡ μανική καί ἔντονη ἀντίδραση νά μήν κατοχυρωθεῖ στό ἀντίστοιχο συνοδικό κείμενο, ὡς δυνατότητα ἡ κατ᾿ οἰκονομία τέλεση μικτῶν γάμων, ὅταν γιά πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι ὄχι μόνο ἀπαίτηση ἀλλά ἀναγκαιότητα πού ἀπηχεῖται στήν καθημερινή πρακτική τους. Ὁ φόβος τῶν Ἐκκλησιῶν πού ἀντιδροῦν σ᾿ αὐτούς τούς μικτούς γάμους μέ ἑτερόδοξους, ὑποκρύπτει κυρίως τό φοβικό σύνδρομο τῆς δῆθεν ἀλλοίωσης μιᾶς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς οἰκογένειας ὡς προτύπου, ὅμως ξεχνοῦν ὅτι μέ μιά τέτοιου εἴδους ξενοφοβική ποιμαντική καί μέ ἀποκλεισμούς, δέν θεραπεύεται τό
ὅλο ζήτημα. Ἐπιπλέον, δέν εἶναι δυνατόν μία μεμονωμένη περιπτωσιολογική ἀντίληψη περί μικτῶν γάμων νά δεσμεύει τήν ἀπόφαση μιᾶς Πανορθόδοξης Συνόδου, ἡ ὁποία καλεῖται ὡς σῶμα Πανορθόδοξο νά ἐπιλύσει προβλήματα ὑπαρκτά ποιμαντικά, τά ὁποῖα δέν ἀφοροῦν τόν χῶρο τῆς πίστεως. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου πρέπει νά εἶναι χρηστικές γιά ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καί νά ἐκφράζουν τήν ὁλότητα καί ὄχι τή μερικότητα τοῦ ποιμνίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Μιά Σύνοδος ἐπίσης, δέν μπορεῖ νά ἀποφασίζει ὑπό τήν «ἀπειλή» φοβικῶν συνδρόμων. Ἡ κατ᾿ οἰκονομίαν τέλεση μικτῶν γάμων εἶναι ἡ χρυσή τομή πρός ἐπίλυση ὑπαρκτῶν προβλημάτων γιά κάποιες Ἐκκλησίες ἀλλά καί ἡ δυνατότητα τήρησης τοῦ κανόνα τῆς ἀκριβείας γιά τίς ἄλλες Ἐκκλησίες πού τό ἐπιθυμοῦν.
Ἕνα δεύτερο παράδειγμα εἶναι οἱ ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐμφανισθεῖ μέ ἀφορμή τό κείμενο γιά τίς σχέσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο. Τά προβαλλόμενα ὡς ἀντεπιχειρήματα πρός τό κείμενο αὐτό ἐκφράζουν ἀπόλυτα μιά ἰδεολογικοποιημένη ἀντίληψη Ὀρθοδοξί-ας. Μία ἔννοια περί Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία κλείνεται καίπεριορίζεται στόν ἑαυτό της καί ἡ ὁποία δέν διαλέγεται μέ κανέναν ἄλλον πού εἶναι ἐκτός αὐτῆς, ἐνῷ ἐπιδιώκεται νά ἀποτυπωθεῖ μία ἀντίληψη ἐκκλησιακῆς ἀποκλειστικότητας, τήν ὁποία μπορεῖ νά ἐκφράσει μέσα στόν κόσμο μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνῷ ὅλες οἱ ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες δέν μποροῦν νά διεκδικοῦν τόν ἐκκλησιακό τους χαρακτῆρα καί δέν μποροῦν νά διαλέγονται μέ τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅταν στοιχεῖο τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, εἶναι ὁ διάλογος μέ κάθε ἕναν, ὁὁποῖος εἶναι ἐκτός αὐτῆς. Πρωτεύουσα θέση σ᾿ αὐτή τή διαδικασία ἔχει ἡ ὑπονόμευση τοῦ διαλόγου μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, τήν ὁποία θεωροῦν ὄχι μόνο τόν ἰσχυρό ἐκπρόσωπο τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ἀλλά καί τόν μόνο ἐπίσημο καί σοβαρό συνομιλητή μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γι᾿ αὐτό καί προσπαθοῦν νά δαιμονοποιήσουν αὐτή τή σχέση καί κυρίως τά πρόσωπα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα !!!
Καταλαβαίνετε ὕστερα ἀπό αὐτά γιατί ὑπάρχει τόση ἔντονη ἀντίδραση γιά τό συγκεκριμένο κείμενο, μέχρι τοῦ σημείου νά ὑποδεικνύεται καί ἡ ὁλοκληρωτική ἀπόρριψή του.
Καί ἐρχόμαστε στό τρίτο κείμενο, ὅπου ἡ Ἐκκλησία διαλέγεται μέ τόν κόσμο στή βάση τῶν διαφόρων κοινωνικῶν ζητημάτων καί κοινωνιολογικῶν θεμάτων. Κατ᾿ ἀρχήν ἡ πρόταση ἀλλαγῆς τοῦ ὅρου πρόσωπο καί ἡ ἀντικατάστασή του μέ τόν ὅρο ἄνθρωπος, δέν ἐξυπηρετεῖ μόνο τήν ὑπάρχουσα μεταφραστική δυσκολία ἀπόδοσης τοῦ ὅρου στή σλαβική γλῶσσα, ἀλλά κυρίως ἀποδυναμώνει αὐτό τό ὁποῖο ἐκφράζει ἡ ἴδια ἡ ἔννοια πρόσωπο καί πού εἶναι ἡ κοινωνία μέ κάθε τι τό διαφορετικό. Τό ἰδεολόγημα λοιπόν πού ὑποκρύπτεται κάτω ἀπό αὐτήν τήν ἀντικατάσταση, σημαίνει, ὅτι δέν μποροῦμε νά διαλεγόμεθα μέ κάθε τι πού εἶναι διαφορετικό ἀπό μᾶς καί ἔξω ἀπό μᾶς ἐνῷ συγχρόνως μέσα ἀπό αὐτή τήν ἀπομάκρυνση – διαφοροποίηση - ἀδιαφορία πρός τό διαφορετικό, ἐπιβεβαιώνουμε τήν ἀποκλειστικότητα καί τήν μοναδικότητα τῆς ἀξίας τοῦ δικοῦ μας ἀνθρωποειδώλου. Σέ μία τέτοια προοπτική ὁ σεβασμός πρός τήν ἑτερότητα εἶναι ἀνύπαρκτος καί ἀποδεικνύεται ἡ ὑπεροχικότητα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων, τῶν διαφορετικῶν, ἔστω καί ἄν εἶναι Χριστιανοί ἤ καί ἑτερόθρησκοι. Τήν ἴδια σκοπιμότητα ἐξυπηρετοῦν καί οἱ ἄλλες ἐπιμέρους διορθώσεις περί ἀξίας ἤ ἱερότητας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας !!!
Ἀντιλαμβάνεσθε λοιπόν ὅτι μιά τέτοια υἱοθέτηση ἀπό μέρους τῆς Συνόδου ἑνός μοντέλου δηλαδή κοινωνίας ὑπό τόν μανδύα μάλιστα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, πού ὁδηγεῖ σέ ἀποκλεισμούς καί ἀπολυτότητες, σέ τι ἀδιέξοδα ὁδηγεῖ καί τί «ρατσιστικές» ἀντιλήψεις στηρίζει, γιά νά μήν ἀναφερθῶ σέ προτάσεις περί ἀποκλειστικῆς σωτηρίας «ἐν Χριστῷ» μόνον συγκεκριμένων λαῶν καί ἐθνῶν ἤ περί γένους χριστιανῶν ἤ ἀκόμη καί περί τῆς ἐπευλογήσεως ἐθνικῶν καί θρησκευτικῶν πολέμων ἀπό μέρους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἤ τέλος τῆς ἐφαρμογῆς βίας κάθε μορφῆς ἀλλά καί σέ συγκεκριμένες μορφές κοινωνικῶν ἤ θρησκευτικῶν μειονοτήτων, προτάσεις οἱ ὁποῖες κατετέθησαν ἀπό Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί οἱ ὁποῖες εὐτυχῶς δέν υἱοθετήθηκαν ὁμόφωνα στό στάδιο ἐπεξεργασίας τῶν κειμένων. Μπορεῖ ἡ Σύνοδος νά υἱοθετήσει τέτοιου εἴδους ναζιστικές πρακτικές μέ ἀποχρώσεις ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἠθικῆς τῆς «ἀρίας φυλῆς», ἤ τέτοιου εἴδους ἀποκλεισμούς ὅταν ὁ Χριστός τονίζει, ὅτι «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»;
Aντ.Ελευθεριάδης: Τί συνεπάγεται λοιπόν μιά τέτοιου εἴδους ἀντιδυτικοῦ τύπου ἀντίδραση καί ἡ τάση ἐπιβολῆς μιᾶς ἀνατολικῆς παραδοσιαρχίας;
Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Ἡ ἀρχή ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται, ὅτι κάθε τι τό δυτικό εἶναι καί ἁμαρτωλό, εἶναι αὐτό πού διαφαίνεται μέσα ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἀντιδράσεις (ἄρνηση ἀποδοχῆς μικτῶν γάμων, ἀντιοικουμενιστικές παρεμβολές καί παραφωνίες, ἀντιλήψεις μεσσιανικοῦ τύπου περί τοῦ ρόλου τῶν ὀρθοδόξων στόν κόσμο), οἱ ὁποῖες συνεπάγονται καί τίς ἀντίστοιχες δηλώσεις τοῦ τύπου «ἔξω ἀπό τήν Εὐρώπη», «ἀποκομένοι ἀπό τή Δύση», «ἀπόρριψη κάθε μορφῆς διαλόγου μέ τίς ἄλλες Θρησκεῖες καί Ὁμολογίες». Τό μόνο δηλαδή πού θά πρέπει νά καλλιεργοῦμε ὡς Ὀρθόδοξοι, καί ἄρα ὡς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στούς πιστούς μας, θά πρέπει νά εἶναι μία θρησκοληπτική (δηλαδή μαγική) στανική καί στατική ἀντίληψη περί πίστεως, μία καλλιέργεια συνείδησης στό λαό μας, ὅτι εἶναι ὁ μόνος περιούσιος καί ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο θά χαρακτηρίζει μία πνευματική αὐτάρκεια καί ἐσωστρέφεια, καί συγχρόνως νά τοῦ τονίζουμε ὅτι ὅλα αὐτά θά τοῦ τά παράσχει μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τό πολιτικό καθεστώς, τό ὁποῖο τήν στηρίζει ἐνῷ ἀποκλειστικό καί μόνο μέλημα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ θά πρέπει νά εἶναι ἡ βιολογική του ἐπιβίωση «ὁ ἄρτος ὁ ἐπιούσιος» καί ἡ πνευματική καί ἐθνική του «καθαρότητα», ἐνῷ τήν ἐν γένει κοινωνική του καταξίωση θά τήν παραλαμβάνει ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τούς πνευματικούς του καθοδηγητές, οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας καί τήν ἀρωγή τῶν πολιτικῶν ἐξουσιῶν, θά μεριμνοῦν καί θά ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους. Ἐπιπλέον, ἡ καλλιέργεια μιᾶς φοβικῆς σχέσης μέ τό Θεό καί τούς ἐπί γῆς ἀντιπροσώπους Του ὁδηγεῖ σέ ἕνα αὐτοαποκλεισμό τῶν πιστῶν ἀπό τίς πνευματικές ἀναζητήσεις καί συγχρόνως τούς καλλιεργεῖ μιά ψευδαίσθηση αὐτάρκειας πνευματικῆς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ καί σέ μία ἰδεολογική ἀπομόνωση καί ὑπεροχική καθαρότητας. Μιά τέτοιου εἴδους ἐσωστρεφής ἀντίληψη τῆς ζωῆς ὅμως, ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τόν ὑπεροχικό ρόλο τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν ἔναντι τῶν ὁποιωνδήποτε ἄλλων καί ἀκόμη ἐπιμαρτυρεῖ τήν ὑπεροχή τῆς κάθε πολιτικῆς ἡγεσίας, ἡ ὁποία στηρίζει αὐτήν τήν ἀντίληψη περί Ὀρθοδξίας ἔναντι τῶν ὑπολοίπων. Φαίνεται λοιπόν αὐτό τό ὁποῖο χαρακτήρισα ὡς «ψυχρό πόλεμο» Ἀνατολῆς καί Δύσης σέ ἀναφορά πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν πραγματικότητα, ἐάν λάβουμε ὑπ ὄψιν καί κάποιες ἄλλες ἐξελίξεις. Παρουσιάζονται μέ τόν ἐκκλησιαστικό μανδύα ἐνῷ δέν ἀπέχουν πολύ ἀπό τόν πολιτικό τους χαρακτῆρα καί τίς ἐπιδιώξεις ὁρισμένων ἡγετῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ὅπου τείνουν νά ἀναπολοῦν τήν δημιουργία ἡγετικοῦ παράγοντα στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ θεοκρατικές ἀντιλήψεις χριστιανικοῦ ἰδεώδους μεσαιωνικοῦ τύπου καί καρλομάγνειας μεθόδου, ὁ ὁποῖος μέ τήν συνεργασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας καί «σημαία» τόν ἀντιδυτικισμό τους προσπαθοῦν νά δημιουργήσουν ἕνα ἱδεολογικό καί πνευματικό ἀντιστάθμισμα πρός ἄλλες μορφές δημιουργίας ἀντίστοιχων θεοκρατικῶν ἡγεσιῶν, ὅπως γιά παράδειγμα τά θεοκρατικά ἰσλαμικά καθεστῶτα. Ἡ στάση τους ὅμως αὐτή μᾶλλον τό ἀντίθετο ἀποτέλεσμα προοιωνίζει, δηλαδή τήν διάσπαση καί τήν ἔνταση, ὄχι μόνο μέσα στήν Ὀρθοδοξία ἀλλά καί στόν Χριστιανισμό καί στίς σχέσεις μέ ἄλλες Θρησκεῖες.
Τό ἀντιστάθμισμα σέ μία τέτοια διχαστική τάση δέν μπορεῖ νά εἶναι τό ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο μόρφωμα «ἐκκλησιαστικό ἤ θρησκευτικό», ἀλλά ἡ συνεργασία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν μέ ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες, ὥστε νά καλλιεργηθεῖ τό πνεῦμα τῆς συνοχῆς καί τῆς ἑνότητας.
Πιστεύω λοιπόν, ὅτι ὁρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἐν ὄψει μάλιστα τῶν ἐξελίξεων τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν ὅλους τούς χριστιανούς καί ὄχι μόνον τούς Ὀρθοδόξους, θά πρέπει νά ἀπαγκιστρωθοῦν ἤ νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό τίς ἰδεολογικές τους ἀγκυλώσεις, τούς μεσσιανικούς προσανατολισμούς καί τούς γεωγραφικούς ἀποκλεισμούς τους καί «ἐν ταπεινώσει καί ἐν μετανοίᾳ» νά ὁδηγηθοῦν μαζί μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο προκειμένου νά ἐκφρσθοῦν συνοδικά, εὐχαριστιακά καί ἔμπρακτα γιά τήν ὠφέλεια ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἀλλά καί ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, γιατί ὅπως φαίνεται οἱ σφαγές τῶν Χριστιανῶν δέν κάνουν διακρίσεις ὁμολογιακοῦ τύπου δυτικῆς ἤ ἀνατολικῆς νοοτροπίας