Τό παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Θεολογία (τόμος 87ος, τεῦχος 1ο, Ἰανουάριος – Μάρτιος 2016, σελίδες 369-376).
Α. Εἰσαγωγικὲς παρατηρήσεις
Βαδίζοντας
πρὸς τὴ σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία ἔχει
προσδιοριστεῖ γιὰ τὸ ἔτος 2016 ὁ παρατηρητὴς ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὰ
θέματα ποὺ ἀναμένεται νὰ συζητηθοῦν σὲ αὐτή[1].
Φρονοῦμε ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα καὶ πλέον ἀκανθώδη εἶναι τὸ πρόβλημα τῶν δικαιοδοσιῶν,
τὸ ὁποῖο δημιουργεῖ πλῆθος συγκρούσεων στὶς διορθόδοξες σχέσεις κατὰ τὴ
σύγχρονη ἐποχή. Τὸ πρόβλημα μετὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ μεταναστευτικοῦ
ρεύματος ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ πρὸς τὴ δύση ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ ἑξῆς καὶ τὰ γεγονότα ποὺ συγκλόνισαν τὴν εὐρωπαϊκὴ ἥπειρο κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20ου αἰῶνα ἔχει πάρει ἐπικίνδυνες διαστάσεις γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἰδιαίτερα
στὸν Νέο Κόσμο εἶναι σύνηθες τὸ φαινόμενο νὰ ὑπάρχουν σὲ μία πόλη
περισσότεροι τοῦ ἑνὸς ἐπίσκοποι μὲ τὸν ἴδιο ἢ παραπλήσιους τίτλους καὶ
νὰ ποιμαίνουν ὁ καθένας τοὺς ὁμοεθνεῖς του ποὺ κατοικοῦν στὴν πόλη αὐτὴ
καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχή της[2].
Ὡς ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ὑφίσταται ἀφ᾿ ἑνὸς διασπαστικὴ πολυαρχία στὰ τῆς
διοικήσεως καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου σύγχυση, ἡ ὁποία παρακωλύει τὸ ποιμαντικό,
κατηχητικὸ καὶ ἐν γένει ἱεραποστολικὸ ἔργο[3].
Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἐπιλυθεῖ, καθὼς παρακάμπτονται τὰ
παλαιὰ δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ ἱδρύει καὶ νὰ διοικεῖ
ὑπερόριες ἐκκλησίες στὶς περιοχὲς τῆς ὑφηλίου ποὺ δὲν ἀνήκουν στὴ
δικαιοδοσία τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων. Στὴν προσπάθεια αὐτοῦ τοῦ
παραγκωνισμοῦ τίθενται σὲ χρήση ποικίλα -καὶ συχνὰ ὄχι ἀκραιφνῶς
πνευματικά- μέσα καὶ ἐργαλεῖα. Τὸ ἐμπερίστατο Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
ἀγωνίζεται μὲ τὶς περιορισμένες δυνατότητες ποὺ διαθέτει νὰ
ἀντιμετωπίσει αὐτὸ τὸ πρόβλημα, ἐνῶ οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἀποστέλλει σὲ
νεοπαγεῖς Μητροπόλεις (κυρίως στὴν Ἀσία, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀμερικὴ)
προσπαθοῦν νὰ ἐργαστοῦν ποιμαντικὰ καὶ ἱεραποστολικὰ μὲ μηδαμινὰ ὑλικὰ
μέσα.
Βοήθεια στὴν
ἀντιμετώπιση καὶ εἰ δυνατὸν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τῆς ὑπερβάσεως τῶν
κατὰ τόπους δικαιοδοσιῶν καὶ τῆς ἀναπόφευκτης ἀκολουθοῦσας διάσπασης
μπορεῖ νὰ προσφέρει ἡ μελέτη τοῦ περιστατικοῦ ποὺ συνέβη στὴν Ἀντιόχεια ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο κατά τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 49 μ.Χ.[4].
Β. Τὸ περιστατικὸ
Λίγους μῆνες
μετὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνεκλήθη στὴν Ἰερουσαλὴμ γιὰ νὰ
ἀντιμετωπίσει τὸ πρόβλημα τῆς ἀναγκαιότητας ἢ ὄχι τῆς περιτομῆς καὶ τῆς
πλήρους τηρήσεως τοῦ Νόμου γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας, οἱ ἀπόστολοι
Πέτρος καὶ Παῦλος συναντήθηκαν στὴν Ἀντιόχεια[5].
Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα πρακτικὴ ὅλοι οἱ χριστιανοί, «ὁμοθυμαδόν», ὅπως κατ᾿ ἐπανάληψιν τονίζει τὸ βιβλίο Πράξεις Ἀποστόλων, ἔτρωγαν σὲ κοινὸ τραπέζι ἀνεξαρτήτως θρησκευτικῆς προελεύσεως πρὸ τῆς εἰσόδου τους στὸ Χριστιανισμό[6].
Μὲ παρέμβαση
Ἰουδαίων ποὺ τηροῦσαν μὲ ἀκρίβεια τὸν Νόμο καὶ ἔφτασαν στὴν Ἐκκλησία
τῆς Ἀντιόχειας ἀπὸ τὴν Ἰερουσαλήμ («τινὲς ἀπὸ Ἰακώβου» Γαλ. 2:12[7]),
ὁ ἀπ. Πέτρος συγκατατέθηκε σὲ διαχωρισμὸ τῶν πιστῶν ἀνάλογα μὲ τὴν
θρησκευτικὴ προέλευσή τους. Μόλις ὁ ἀπ. Παῦλος πληροφορήθηκε αὐτὴ τὴν
ἐξέλιξη ἀντέδρασε, ἐνώπιον τῆς συνάξεως τῶν πιστῶν, μὲ ρητὸ καὶ ἀπόλυτο
τρόπο μεμφόμενος τὸν ἀπ. Πέτρο γιὰ ὑποκρισία καὶ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν
«ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου».
Ἡ περιγραφὴ
τοῦ περιστατικοῦ ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο δὲν διευκρινίζει τὴν ἔκβασή του, ἀλλὰ
ἀπὸ τὴ γενικότερη στάση αὐτοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας, τὴν
πρακτικὴ ἡ ὁποία σὲ ὅλη τὴν ἱστορία ἀκολουθήθηκε καὶ ἀπὸ την ἀπουσία τῆς
παραμικρῆς ἀναφορᾶς σὲ διάσπαση μετὰ τὸ περιστατικό, ὁδηγούμαστε στὸ
ἀσφαλὲς συμπέρασμα ὅτι τὸ πρόβλημα ἐπιλύθηκε χωρὶς νὰ ἀφήσει κατάλοιπα
γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως, φαίνεται νὰ λειτούργησε
ἐνισχυτικὰ πρὸς τὴ διατήρηση τῆς ἑνότητας καὶ ὡς πρότυπο γιὰ τὴν
ἀντιμετώπιση ἀναλόγων προβλημάτων στὸ μέλλον.
Γ. Ἀντιστοίχιση μὲ τὸ σημερινὸ πρόβλημα
Ζῶντας οἱ χριστιανοὶ τοῦ 1ου
μ.Χ. αἰῶνα σὲ μία ἰδιαίτερα περιπεπλεγμένη ἐθνολογικὰ κοινωνία δὲν
εἶχαν ἀπέναντι στὰ θέματα τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τὴν εὐαισθησία ποὺ ἔχει
ὁ ἄνθρωπος τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰσραήλ, ὁ
ὁποῖος ἐκαυχάτο γιὰ τὴν καθαρότητά του, ἡ ἰδιαίτερη ἐθνική του
ταυτότητα ἦταν ἀπόρροια τῆς θρησκευτικῆς του ἰδιοπροσωπίας. Ἡ διάκριση
ποὺ κυριαρχοῦσε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν «ἐθνικοὶ» καὶ «Ἰουδαῖοι» καὶ ἔθετε ἐκ ποδῶν κάθε ἄλλο χαρακτηριστικό[8].
Ἀντίστοιχη διάκριση «ἐθνικῶν» καὶ «χριστιανῶν» κυριάρχησε σὲ ὁλόκληρη
τὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας μέχρι τὴν πρώτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1204. Ἀπὸ
αὐτὸ τὸ χρονικὸ σημεῖο καὶ ἔπειτα, καθὼς ἀτόνισε ἡ συνοχὴ ποὺ προσέφερε ἡ
αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία καὶ ἡ αὐτοκρατορία ὁδηγήθηκε σὲ σταδιακὴ διάσπαση
καὶ διάλυση, ἄρχισαν νὰ ξεπηδοῦν τὰ στοιχεῖα ποὺ τόνιζαν τὴν ἐθνικὴ
ταυτότητα κάθε λαοῦ. Ἡ τάση αὐτὴ κλιμακώθηκε μετὰ τὸ 1453, καθὼς ἡ
ὀθωμανικὴ καταπίεση ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια τὰ ἰδιαίτερα στοιχεῖα κάθε
ἐθνότητας στὰ Βαλκάνια καὶ στὶς ἄλλες περιοχὲς ποὺ βρίσκονταν ὑπὸ τὴν
ὀθωμανικὴ ἐξουσία.
Ἂν καὶ ὁ
πληθυσμὸς τῆς Ἀντιόχειας κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ
κατοίκους ἑλληνικῆς, συριακῆς, ἰουδαϊκῆς, ρωμαϊκῆς, ἀραβικῆς κ.λπ.
καταγωγῆς, καθὼς ὁ πολιτισμὸς ποὺ ἐπικρατοῦσε ἦταν ἀμιγῶς ἑλληνικός, ἡ
μόνη διάκριση ποὺ εἶχε νόημα ἀνάμεσά τους ἦταν ἡ θρησκεία ποὺ
ἀκολουθοῦσαν[9].
Ἂν μάλιστα, λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ
ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὸ μωσαϊκὸ Νόμο, ἡ πλειοψηφία ἐπέλεγε τὴ ἢ τὶς
θρησκεῖες / λατρεῖες ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε ἀντιλαμβανόμαστε τὴ σπουδαιότητα
αὐτῆς τῆς διάκρισης γιὰ ἐκείνη τὴν περίοδο –γενικότερα- καὶ γιὰ τὴ
συνοχὴ τῆς Ἐκκλησίας –εἰδικότερα.
Κατὰ τὴ
σύγχρονη ἐποχὴ ἔχει ὑποχωρήσει ἡ διάκριση βάσει τῆς ἐπιλογῆς
θρησκεύματος παραχωρώντας τὴ θέση της στὴ διάκριση βάσει ἐθνικῶν
χαρακτηριστικῶν, ἡ ὁποία πλέον διαμορφώνει τὴν ἰδιαίτερη ταυτότητα κάθε
λαοῦ[10].
Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ μία σειρὰ ἀπὸ αἰτίες, οἱ ὁποῖες σχετίζονται μὲ τὴν
ἱστορικὴ πορεία, τὴν πνευματικὴ παραγωγή, τὶς πολιτιστικὲς ἀξίες, τὰ
οἰκονομικὰ δεδομένα καὶ τὴ γεωπολιτικὴ λειτουργία τῶν διαφόρων ἐθνικῶν
ὁμάδων. Ὡς ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ἀναπτύχθηκε τὸ φαινόμενο τῆς παράλληλης
παρουσίας πολλῶν ἐπισκόπων σὲ μία πόλη μὲ ἀποτέλεσμα τὸν παραγκωνισμὸ
τοῦ ρόλου καὶ τῆς θέσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἂν καὶ αὐτὸ σαφῶς ἀναγνωρίζεται ὡς πρῶτο τῇ τάξει καὶ ἀναμφιβόλως τιμᾶται ὡς ἡ Πρωτόθρονη Ἐκκλησία.
Δ. Προσπάθεια ὑπερβάσεως τοῦ προβλήματος
Μὲ τὴ λέξη «ὁμοθυμαδόν»
δηλώνεται ἡ ἑνότητα ποὺ ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς
ἀποστολικῆς ἐκκλησίας. Τὸ ἐπίρρημα αὐτὸ ἐκφράζει τὴ συνειδητὴ ἐπιθυμία
ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας νὰ βρίσκονται, μαζί, στὸν ἴδιο τόπο, τὴν
ἴδια ὥρα καὶ μὲ τοὺς ἴδιους ποιμένες γιὰ νὰ ἀναπέμψουν λατρεία πρὸς τὸν
Θεό, νὰ διδάξουν καὶ νὰ διδαχθοῦν, νὰ συμμετάσχουν στὶς τελούμενες
μυστηριακὲς πράξεις καὶ νὰ παρακαθήσουν στὸ κοινὸ γεῦμα (Πρ. 1;14, 2:46,
4:24, 5:12, 8:6, 15:25).
Ἡ ἑνότητα
αὐτή, ἂν καὶ ὅπως τονίσαμε ὑπῆρχε καὶ ἀποτελοῦσε δομικὸ στοιχεῖο τῆς
χριστιανικῆς ταυτότητας τῶν πιστῶν δὲν ἔπαυε νὰ εἶναι εὔθραυστη, ὄχι
τόσο λόγῳ ἐθνικῶν / φυλετικῶν διαφοροποιήσεων -ὅπως θὰ συνέβαινε σήμερα-
ἀλλὰ λόγῳ τῆς διακρίσεως ἐθνικῶν – Ἰουδαίων ποὺ ἦταν καθοριστικὴ γιὰ
τὴν ἔνταξη κάποιου σὲ μία ὁμάδα.
Ἡ διάκριση
αὐτή, ἀναμφίβολα, εἰσχώρησε σὲ ἕναν βαθμὸ καὶ στοὺς κόλπους τῆς
Ἐκκλησίας, ὄχι ὡς διδασκαλία της, ἀλλὰ ὡς χαρακτηριστικὸ τῆς ταυτότητας
κάποιων μελῶν της. Ἀναπόφευκτα, κάποια ἀπὸ αὐτὰ προερχόμενα ἀπὸ τὶς
τάξεις τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, θεωροῦσαν τὴ θρησκευτικὴ τους κληρονομιὰ
ἰδιαιτέρως σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς τους καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς
ὅτι τὴν παραμέρισαν ἢ τὴν καταπίεσαν μὲ τὴν ἔνταξή τους στὸ Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, μόλις δόθηκε ἡ κατάλληλη ἀφορμή, ἐπανῆλθε στὴν ἐπιφάνεια. Ἡ
ἀφορμὴ αὐτὴ δόθηκε στὴν Ἀντιόχεια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο
(προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς περιτομῆς ἀπὸ τοὺς τηρητὲς τοῦ Νόμου ὡς
προϋπόθεση γιὰ τὴ σωτηρία, Πρ. 15:1-3) καὶ ὁδήγησε σὲ αὐτή, ἀλλὰ καὶ
μετὰ ἀπὸ τὴ Σύνοδο, καὶ πάλι στὴν Ἀντιόχεια (προσπάθεια καθιερώσεως
χωριστῶν γευμάτων, Γαλ. 2:11-14), καὶ προκάλεσε τὴν ἀντιπαράθεση τοῦ ἀπ.
Παύλου καὶ τοῦ ἀπ. Πέτρου.
Ἡ ἀπαγόρευση
κοινῶν γευμάτων Ἰουδαίων μὲ ἐθνικοὺς ἀπὸ τὸν Νόμο εἶχε βαθιὲς ρίζες καὶ
ἰσχυρὲς βάσεις ἀπαιτώντας γιὰ λόγους καθαρότητας καὶ διατήρησης τοῦ
Ἰσραὴλ πλήρη διαχωρισμό.[11]
Τὸ κήρυγμα
τοῦ Κυρίου μετέφερε τὸ κέντρο βάρους ἀπὸ τὴν προσπάθεια διατηρήσεως τῆς
ἐθνικῆς καθαρότητας στὴν προσπάθεια καλλιέργειας τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν
πλησίον καὶ τῆς μετάνοιας, ἔτσι ὥστε νὰ καταργηθοῦν οἱ ἄλλες διακρίσεις.
Ἡ δυσφορία,
«γογγυσμός», ἀνάμεσα στοὺς ἐξ ἐθνῶν καὶ ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοὺς ποὺ
διακρίνεται στὰ περιστατικὰ ποὺ προηγοῦνται τῆς ἐκλογῆς τῶν ἑπτὰ
διακόνων (Πρ. 6:1 κ.ἑ.) ἀποτελοῦσε τὸ μέγιστο τῶν προβλημάτων τῆς
νεόφυτης Ἐκκλησίας. Ὁ ἰουδαϊσμὸς γνώριζε καὶ ἀποδεχόταν ἀνάλογες
διακρίσεις, καθὼς σὲ μία πόλη ἦταν δυνατὸ νὰ ὑπάρχουν περισσότερες ἀπὸ
μία συναγωγὲς καὶ τὰ μέλη τῆς μιᾶς νὰ μὴν πηγαίνουν στὴν ἄλλη.[12]
Τὸ ἐλάχιστο ποὺ ἀπαιτοῦσαν οἱ ἰουδαϊκὲς ἀρχὲς καὶ ἡ ἰουδαϊκὴ παράδοση
ἦταν ἡ τήρηση τοῦ Νόμου καὶ ὁ σεβασμὸς στὸν Ναὸ καὶ στὴν ἐκεῖ τελούμενη
λατρεία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὅσο θεωροῦσαν ὅτι ἡ χριστιανικὴ κοινότητα
τηροῦσε αὐτὲς τὶς ἀρχές, ὑπήρχε ἀνοχὴ πρὸς αὐτήν. Οἱ παρεμβάσεις τοῦ
ἰουδαϊσμοῦ καὶ τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργοῦσε στὸν ἀπ. Παῦλο καὶ στὸ
ἔργο του εἶχαν ὡς ἀφετηρία τὸν φόβο, τὴν ὑποψία, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶχε
ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Νόμο καὶ τὰ μέλη της θεωροῦνταν χαμένα γιὰ τὸν
ἰουδαϊσμό.
Στὴν
προσπάθεια συγκρατήσεως τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν τῆς
ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, στὸν πνευματικὸ χῶρο τοῦ ἰουδαϊσμοῦ πρέπει νὰ
ἐνταχθεῖ καὶ ἡ πρακτικὴ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὶς ἰουδαϊκὲς ἀρχὲς τῆς
Ἰερουσαλὴμ καὶ περιγράφεται στὸ Γαλ. 2:11. Στὶς διασπαστικὲς αὐτὲς φωνὲς
ἀνταποκρίθηκαν κάποια μέλη τῆς ἀντιοχειανῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀκολούθησε ὁ
ἀπ. Πέτρος, ὁ ὁποῖος παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν θέληση αὐτῶν ποὺ ἀναβίωναν ἕνα
ἰδιότυπο κράμα ἰουδαϊσμοῦ-χριστιανισμοῦ. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ βρῆκε ἀμέσως
κάποιους θιασῶτες, ἀλλὰ καὶ ἕναν ἰσχυρὸ ἀντίπαλο στὸ πρόσωπο τοῦ ἀπ.
Παύλου, ὁ ὁποῖος δίχως καθυστέρηση καὶ δισταγμὸ τὴν κατηγόρησε ὅτι
ὁδηγεῖ σὲ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν «ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου» (Γαλ. 2:14).
Σήμερα,
καθὼς δὲν μποροῦμε νὰ ἀναβιώσουμε τὶς συνθῆκες καὶ τὰ δεδομένα ποὺ
παρακίνησαν τοὺς δύο ἀποστόλους, ἡ ἀντίδραση τοῦ ἀπ. Παύλου ἴσως μᾶς
φαίνεται ὑπερβολική. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἡ
υἱοθέτηση χωριστῶν γευμάτων ἐπρόκειτο γιὰ σαφὴ διάσπαση τῆς ἑνότητας
τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάλεσμα σὲ ἕναν αἱρετικὸ χριστιανισμό.
Γιὰ τὸν λόγο
αὐτὸ ἡ ἀντίδραση τοῦ ἀπ. Παύλου εἶναι ἄμεση, ἔντονη, ἐνώπιον τῆς
κοινότητας καὶ ἀπόλυτη. Καθιστᾶ σαφὲς πρὸς τὸν ἀπ. Πέτρο ὅτι δὲν μπορεῖ
νὰ συνεχίσει αὐτὴ τὴ συμπεριφορὰ δίχως νὰ διασπάσει τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ ἀμεσότητα
καὶ ἡ σαφήνεια τῆς ἀντιδράσεως τοῦ ἀπ. Παύλου βοήθησε τὸν ἀπ. Πέτρο νὰ
κατανοήσει τὸ σφάλμα του καί, ἂν καὶ αὐτὸ διαπιστώνεται μόνο ἐμμέσως
στὶς ὑπάρχουσες πηγές[13], νὰ ἀλλάξει στάση καὶ μὲ τὴν ταπείνωσή του νὰ θεραπεύσει τὸ πρόβλημα καὶ νὰ ἀποσοβήσει τὴν διαγραφόμενη διάσπαση.
Μὲ τὶς
ἐπιλογὲς τῶν δύο ἀποστόλων ἀποφεύχθηκε ἡ δημιουργία μίας δεύτερης,
παράλληλης χριστιανικῆς κοινότητας στὴν ἴδια πόλη –κάτι ποὺ δυστυχῶς
εἶναι γεγονὸς σήμερα σὲ πολλὲς περιπτώσεις. Οὐδέποτε στὸν ὀρθόδοξο κόσμο
ἐπεκράτησε τέτοια πρακτική. Σὲ καμία περίπτωση δὲν καθιερώθηκε ἡ
ἀντιχριστιανικὴ καὶ ἀτελέσφορη πρακτικὴ τοῦ διαχωρισμοῦ γιὰ
θρησκευτικοὺς ἢ ἐθνικοὺς λόγους. Μάλιστα, καθὼς στὸν ἰουδαϊσμὸ ἦταν
ἀρκετὴ ἡ ὕπαρξη μίας ἐλάχιστης συναίνεσης γιὰ τὴν ἀποδοχὴ ποικίλων
διαφοροποιήσεων, ἡ ἁπλὴ τήρηση τοῦ Νόμου καὶ ὁ σεβασμὸς στὴ λατρεία ποὺ
προσφερόταν στὸν Ναὸ θὰ ἦταν ἱκανὲς συνθῆκες γιὰ νὰ προστατεύσουν τὴ
νεόφυτη Ἐκκλησία ἀπὸ πλῆθος προβλημάτων καὶ νὰ τὴν προφυλάξουν ἀπὸ
ἐπώδυνες ἐπιθέσεις.
Ε. Συμπεράσματα
Ἂν καὶ στὴν
περίπτωση τῆς Ἀντιόχειας ὑπῆρχαν σημαντικοὶ ἱστορικοί, πολιτιστικοὶ καὶ
ἐθνικοὶ λόγοι γιὰ νὰ διαχωριστοῦν οἱ ἐξ ἐθνῶν ἀπὸ τοὺς ἐξ Ἰουδαίων
πιστοὺς κάτι τέτοιο δὲν συνέβη μετὰ ἀπὸ τὴ δυναμικὴ παρέμβαση τοῦ ἀπ.
Παύλου, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπισε τὴν ἐπιχειρούμενη διάσπαση ὡς καθοριστικὰ
ἐσφαλμένη ἐπιλογὴ γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως
φαίνεται ἀπὸ τὴ φρασεολογία ποὺ χρησιμοποίησε, δὲν τὴν θεώρησε ὡς μία
ἥσσονος σημασίας ἐπιλογή, ἀλλὰ δίχως δισταγμὸ τὴν συνέδεσε μὲ τὴν ἔννοια
τῆς «ἀληθείας», δηλαδὴ μὲ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν
μὲ τὴ σωτηρία.
Ἡ διάσπαση
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν γιὰ θρησκευτικοὺς ἢ ἐθνικοὺς λόγους δημιουργεῖ μία
ἄνευ προηγουμένου κατάσταση, ἡ ὁποία καταδικάζεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο ὡς
ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τελικὰ δὲν τὴν υἱοθετεῖ οὔτε ὁ ἀπ.
Πέτρος.
Δὲν εἶναι
τυχαῖο ὅτι ἡ ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὴ διαφωνία τους στὴν Ἀντιόχεια κοινὴ εἰκόνα
τῶν δύο κορυφαίων ἀποστόλων τοὺς παρουσιάζει νὰ ἀνταλλάσσουν ἐν ὁμονοίᾳ
ἀσπασμὸ ἀγάπης καὶ ἑνότητας, τὴν ὁποία ὁ πρόσκαιρος διαχωρισμὸς γιὰ
λόγους τήρησης τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου δὲν κατόρθωσε νὰ διασπάσει.
Τὸ
περιστατικὸ ποὺ περιγράφεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο στὸ Γαλ. 2:11-14 μᾶς
προσφέρει στερεὴ βάση γιὰ νὰ κατανοήσουμε πόσο ἐπικίνδυνο εἶναι νὰ
προκρίνουμε δευτερεύοντα χαρακτηριστικὰ σὲ σχέση μὲ τὴν «ἀλήθειαν τοῦ
εὐαγγελίου» καὶ σὲ πόσο ἐπισφαλεῖς ἀτραποὺς μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει αὐτό.
[1] Βλ. τὸ κείμενο τῆς Συνάξεως τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων στό Σαμπεζύ (21-28 Ἰανουαρίου 2016).
[2]
Θὰ σημειώσουμε ἐδῶ ἕνα ἁπλὸ καὶ σαφὲς παράδειγμα γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴ
σημασία τοῦ προβλήματος: στὴ Σύναξη τῶν Προκαθημένων Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας, μεταξὺ ἄλλων, συνόδευε καὶ ὁ Μητροπολίτης Μπουένος Ἄϊρες κ. Σιλουανός. Ταυτόχρονα, στὴν ἱεραρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπάρχει ὁ Μητροπολίτης Μπουένος Ἄϊρες κ. Ταράσιος.
[3]
Δὲν εἶναι σπάνιο φαινόμενο σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις οἱ συγκρούσεις, οἱ
προστριβές, ἡ ἄγρα πιστῶν, οἱ μετακινήσεις ἱερέων ἀπὸ τὴ μία δικαιοδοσία
στὴν ἄλλη, ἡ ὑπέρβαση τῶν κανονικῶν ὁρίων κ.λπ.
[4]
Ἀναλυτικὴ συζήτηση τοῦ προβλήματος τοῦ χρονικοῦ προσδιορισμοῦ τοῦ
περιστατικοῦ καὶ τῆς συνδέσεώς του μὲ τὸ βιβλίο Πράξεις Ἀποστόλων βλ.
στὴ διδακτορική μου διατριβὴ (ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΕΡ. ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ, Πέτρος καὶ Παῦλος στὴν Ἀντιόχεια. Ἱστορικὴ καὶ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση, Ἀθήνα 2011, σσ. 248-281) καὶ σὲ ἀνάρτηση στὸ παρόν ἱστολόγιο στίς 7 Μαρτίου 2014 μέ τίτλο «Λίγες σκέψεις μὲ ἀφορμὴ τὴ Σύναξη τῶν Προκαθημένων στὴν Κωνσταντινούπολη«.
[5] Μεταξὺ πολλῶν ἄλλων σημαντικὸ γιὰ τὴ μελέτη τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου παραμένει τὸ ἔργο τοῦ Βασιλείου Π. Στογιάννου μὲ τίτλο «Ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος», ΕΕΘΣΠΘ 18 (1973), σσ. 29-218.
[6]
Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὰ διαδραματισθέντα πρὸ τῆς
ἐκλογῆς τῶν ἑπτὰ διακόνων, καθὼς οἱ ἐξ ἐθνῶν πιστοὶ διαμαρτυρήθηκαν ὅτι
κατὰ τὴν καθημερινὴ διακονία «παρεθεωροῦντο» οἱ χῆρες τους (Πρ. 6:1).
Ἐὰν ἔτρωγαν σὲ ξεχωριστὰ τραπέζια, τὰ ὁποῖα θὰ διακονοῦσαν ἐξ ἐθνῶν
πιστοὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε πρόβλημα οὔτε θὰ διαμαρτύρονταν «πρὸς τοὺς
Ἑβραίους» (Πρ. 6:1).
[7]
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΕΡ. ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ, ὅπ. π., σσ. 373-390. Προσδιορισμὸς τῆς
ταυτότητάς τους ὄχι ὡς ἀπεσταλμένων τοῦ ἀπ. Ἰακώβου, ἀλλὰ ὡς
προερχομένων ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Ἰερουσαλήμ.
[8] ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΕΡ. ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ, ὅπ. π., σσ. 404-407. Ὁ JEROME MURPHY-O’CONNOR στὸ ἔργο του Paul. A Critical Life,
Oxford: Oxford University Press 1997, σσ. 150-151) ἐκτιμᾶ ὅτι στὴν
Ἀντιόχεια ἐτηρεῖτο ἕνας μέσος δρόμος: οἱ ἐξ ἐθνῶν ἀνέχονταν τὸ «κοσὲρ»
φαγητὸ καὶ οἱ ἐξ Ἰουδαίων ἴσως φρόντιζαν νὰ ἔχουν τὸ δικό τους φαγητὸ
κατὰ τὶς κοινωνικὲς ἐπαφὲς μὲ μὴ Ἰουδαίους πιστούς.
[9]
Ἡ Ἀντιόχεια ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της ἦταν χωρισμένη σὲ τέσσερεις διαφορετικὲς
συνοικίες, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐθνικὴ προέλευση τῶν κατοίκων (L.H. JONES, Strabo Geography. Books 1-17, 1917-1932, βιβλίο 16.2.4, C 750. Πρβλ. GLANVILLE DOWNEY, A History of Antioch in Syria from Seleucus to the Arab Conquest, Princeton: Princeton University Press, 31974, σ. 78, W.W. TARN, Hellenistic Civilisation,
New York: World Publ., 1971, σ. 158), χωρὶς αὐτὸ νὰ ἐμποδίσει τὴν
ὁμογενοποίησή τους ὑπὸ τὴν ὀμπρέλα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μὲ τὴ
διαφοροποίηση τῶν Ἰουδαίων κατοίκων, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὴν ἰσχυρότατη
ἑλληνιστικὴ ἐπίδραση ποὺ εἶχαν δεχθεῖ δὲν συμμετεῖχαν στὴν ἐπίσημη
λατρεία τῆς πόλεως.
[10]
Ὡς μία ἀπὸ τὶς πλέον εὐκρινεῖς ἐξαιρέσεις σὲ αὐτὸν τὸν κανόνα πρέπει νὰ
θεωρηθεῖ τὸ Ἰσραήλ, ὅπου θρησκεία καὶ ἐθνικὴ ταυτότητα συνδέονται
ἄρρηκτα.
[11]
Μάλιστα, αὐτὴ τὴ διάκριση σημειώνει καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος κατὰ τὴ διαφωνία
του μὲ τὸν ἀπ. Πέτρο ὅταν τονίζει «ἡμεῖς φύσει Ἰουδαῖοι καὶ οὐκ ἐξ ἐθνῶν
ἁμαρτωλοί» (Γαλ. 2:15).
[12]
Στὴν Ἀντιόχεια παραδείγματος χάριν ὑπῆρχαν περισσότερες ἀπὸ εἴκοσι
συναγωγές, οἱ ὁποῖες ἔφεραν διαφορετικὰ ὀνόματα καὶ ἀπευθύνονταν -ὄχι
πάντοτε- σὲ διαφορετικὲς ὁμάδες ἀνθρώπων (ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΕΡ. ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ, ὅπ.
π., σ. 121, ὅπου καὶ σχετικὴ συζήτηση).