Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΟΡΤΗΣ. ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



Χρυσόστομος Α. ΣταμούληςΚαθηγητού της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ, Δημοσιεύτηκε στη «Σύναξη» 140 (2016), σσ. 79-84.
Η Σελίδα Panorthodox Synod ευχαριστεί το περιοδικό Σύναξη (http://www.synaxi.gr/), για την παραχώρηση
DR.CHRYSOSTOMOS STAMOULIS, PROFESSOR OF DOGMATIC AND SYMBOLIC THEOLOGY AT THE DEPARTMENT OF THEOLOGY OF THE ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI,(ΑFTER THE COUNCIL), COMMENT ON THE HOLY AND GREAT COUNCIL OF THE ORTHODOX CHURCH
Στο κείμενό μου για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, που φιλοξενήθηκε από τη Σύναξη στο τεύχος της 133(2015), προλογικά σημείωνα, πως «Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι η “εκτός απροόπτου” σύγκλιση της “από μακρού αναμενομένης” Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελεί γεγονός χαρμόσυνο. Και τούτο διότι μετά από αιώνες η Ορθόδοξη Εκκλησία θα έχει τη δυνατότητα “να μαρτυρήσει την ενότητά της”, καθώς “και την ευθύνην και την στοργήν της προς τον σύγχρονον κόσμον”, μέσα από την πράξη της συνοδικότητας, η οποία συνιστά την καρδιά της εκκλησιολογικής της αυτοσυνειδησίας, αφού υπενθυμίζει στον κόσμο την εσχατολογική του προοπτική», και τελείωνα λέγοντας, πως «Σε κάθε περίπτωση, συμποσώνοντας το μικρό αυτό σχόλιο, και μένοντας επ’ ελπίδι θα μπορούσα να πω ότι επί του παρόντος η Ορθόδοξη Εκκλησία κινήθηκε με τόλμη. Άλλωστε, η απόσταση από το “τίποτε” στο “ελάχιστο” είναι πολύ μεγαλύτερη παρ’ ό,τι από το “ελάχιστο” στο “πολύ”».
Λίγους μήνες αργότερα, στο Συνέδριο με θέμα «Προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», που διοργανώθηκε από το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στην Ιερά Μονή Βλατάδων, στη Θεσσαλονίκη, ολοκλήρωνα την εισήγησή μου, με τίτλο «Η λειτουργία της ομοφωνίας και η ποιητική της ενότητας». Κριτικός σχολιασμός των κατανοήσεων της μεθόδου λήψης αποφάσεων τόσο κατά το προκαταρκτικό όσο και κατά το τελικό στάδιο της συνόδου, λέγοντας πως, «Και τώρα ήλθε ο “καιρός του ποιήσαι”. Εάν η Ορθόδοξη Εκκλησία, υποκύπτοντας στις φωνές του φονταμενταλισμού και του εθνοφυλετισμού, στις φωνές της εσωστρέφειας και της αποκλειστικότητας, αρνηθεί αυτή της την κλήση, τότε θα καταγράψει τη μεγαλύτερη ήττα στην πολύχρονη και πολύπαθη ιστορία της».
Σήμερα, κατόπιν εορτής, μπορώ να πω, δόξα τω Θεώ, η Σύνοδος έγινε. Ο πειρασμός της απόλυτης ακινησίας και ακοινωνησίας νικήθηκε. Ο δρόμος της συνοδικότητας από το «τίποτα» στο «ελάχιστο» που διανύθηκε είναι μεγάλος. Δεν μπορώ, όμως, σε καμία περίπτωση να θριαμβολογήσω, συντασσόμενος με όλους εκείνους που αρνούνται να δεχθούν πως δεν φθάσαμε αυτόματα στο «πολύ». Και τούτο, διότι μια τέτοια παραδοχή επανάπαυσης θα δικαίωνε μελλοντικά την προφητική φωνή της ποίησης, που με κριτική και ως εκ τούτου αποδομητική των βεβαιοτήτων διάθεση, υπενθυμίζει το αβαθές του επιφανειακού, διαδηλώνοντας πως «Δαπανηρή ιδέα ο βίος. Ναυλώνεις έναν κόσμο για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας».
Κάποιοι ξεχνούν πως τα βιαστικά και αβανταδόρικα Ωσαννά που σείουν την πόλη -μην εκπλήσσεστε, υπάρχει και ιερή αβάντα-, προοδοποιούν, τις περισσότερες φορές, τα σαν έτοιμα από καιρό Άρον-Άρον της Θεομπαιγνίας και των Θεομπαιχτών, που παραδίδουν τον Χριστό. Και ακούσαμε όλο αυτό το διάστημα και πολλά Ωσαννά και πολλά Άρον-Άρον. Προσωπικά βίωσα την αξεπλήρωτη εμπειρία το κείμενό μου για τη μεθοδολογία της Συνόδου που προανέφερα να χρησιμοποιηθεί τόσο για να καταδειχθεί η συμπόρευση μου με τον «αιρετικό Οικουμενικό Πατριάρχη», αλλά και τον επίσης «αιρετικό Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας», καθότι υπάρχω «μεταπατερικός» και «διαπρύσιος κήρυκας της σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», όσο και για να υποστηριχθεί η αντίθεσή μου με τη σύγκληση της Συνόδου και να καταδειχθώ «αντιοικουμενιστής» και αλληλέγγυος όλων εκείνων των ξεκούρδιστων φωνών, που μετά μανίας και σε κάθε τόνο δήλωναν και συνεχίζουν να δηλώνουν πως η Σύνοδος δεν έπρεπε να γίνει και που τώρα που έγινε είναι ληστρική. Μάλιστα, το εξαιρετικά ευτράπελο αυτής της ιστορίας είναι το γεγονός, πως υπήρξαν και ίδια μέσα και ίδιοι συντάκτες σχολίων στη μελέτη μου, που τη μια με εμφάνιζαν έτσι και την άλλη αλλιώς. Αντιοικουμενιστής και οικουμενικός μαζί.
Θα έλεγε κάποιος, πως τούτο είναι παρήγορο από μια πλευρά∙ και όντως είναι. Δεν χωρά, όμως, καμία αμφιβολία, και τούτο δηλώνει μια τέτοια αλλοπρόσαλλη τακτική, ότι ζούμε στην εποχή της απόλυτης σύγχυσης, αλλά και της απόλυτης αφασίας, κατά την οποία κυριαρχεί ο εύκολος εντυπωσιασμός και η ληστρική υφαρπαγή της σύμφωνης προς τους ιδιοτελείς σκοπούς αντιοικουμενιστών και όψιμων οικουμενικών γνώμης των απλοϊκών μελών της Εκκλησίας. Ζούμε στην και την εποχή της απόλυτης παραπληροφόρησης, της άγνοιας και της βίαιης απώθησης κάθε ελεύθερης και ανένταχτης σκέψης στο ναό της λατρείας του pars pro toto, όπου τα μέρη δεν φανερώνουν το όλον, αλλά το δικό τους κλειστό και αδύναμο να κοινωνήσει και να κοινωνηθεί εαυτό. Στο χώρο όπου απουσιάζει παντελώς η μετάνοια και η διάθεση σύνθεσης.
Και έρχομαι τώρα επιλεκτικά στην επισήμανση και το σχολιασμό κάποιων βασικών σημείων της Συνόδου και των περί την Σύνοδο, αλλά και των αποφάσεών της.
1. Όσοι δεν πήγαν στη Σύνοδο, ελπίζοντας πως με τον εκβιαστικό αυτό τρόπο θα οδηγήσουν στην αναβολή ή τη ματαίωσή της, βγήκαν ζημιωμένοι. Δεν εκτέθηκε η Σύνοδος, μήτε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, αλλά οι ίδιοι. Όλοι γνωρίζουμε πλέον τους λόγους και τις αφορμές μιας τέτοιας απουσίας. Έχω την αίσθηση πως ο εθνοφυλετισμός, που οδήγησε τα βήματά τους, ηττήθηκε και μπήκε εν μέρει και προς στιγμήν στο περιθώριο. Χαρακτηριστικές του κλίματος οι δηλώσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά την άφιξή του στην Κρήτη: «Την χαρά του ιστορικού αυτού γεγονότος επισκιάζει η απόφαση ορισμένων αδελφών εκκλησιών, να μην προσέλθουν και να μην συμμετάσχουν εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδο. Η ευθύνη για την απόφασή τους βαρύνει τας ιδίας τα εκκλησίας αυτάς και τους προκαθημένους των διότι μόλις προ πενταμήνου εις την Γενεύη κατά την σύναξη των Ορθοδόξων προκαθημένων αποφασίσαμε και υπογράψαμε να έρθουμε τον Ιούνιο στην Κρήτη και να πραγματοποιήσουμε αυτό το πολυχρόνιο όραμα που έχουμε όλες οι Εκκλησίες εις διακήρυξιν και διαδήλωση της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και εις εξέτασιν και απόφαση από κοινού δια τα προβλήματα τα οποία απασχολούν σήμερα τον Ορθόδοξον κόσμον. Εύχομαι οι Εκκλησίες αυτές, έστω και εκ των υστέρων, έστω και την ύστατη στιγμή να αναθεωρήσουν την απόφασίν των, να σεβαστούν τας υπογραφάς των και να βρεθούν εδώ εις την Κρήτη».

2. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δηλώσεις, σαν αυτή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ο οποίος σε τοποθέτησή του κατά τη συζήτηση για το θέμα της καταλληλότητας των όρων πρόσωπο και άνθρωπος, προκειμένου να εκφράσουν την περί ανθρώπου διδασκαλία της Εκκλησίας, σημείωνε -μάλιστα καταχειροκροτούμενος-, τα εξής: «οι αρχιερείς που κάνουν ιεραποστολή όταν επιστρέψουν στον τόπο τους θα κληθούν να απαντήσουν σε ουσιαστικά ζητήματα […] Πως θα επιστρέψουμε στην Αμερική, στην Αλβανία, στην Σερβία στην Αφρική να πούμε τι στον κόσμο μας; Για το πρόσωπο και τον άνθρωπο; Το ποίμνιό μας περιμένει να ακούσει για τα σημερινά προβλήματα της κοινωνίας να του μιλήσουμε για την αγάπη του Χριστού να του δώσουμε ένα πιάτο φαγητό». Έχω την αίσθηση πως μια τέτοια κατανόηση των πραγμάτων, από την οποία δεν αμφισβητείται η αγωνία της άμεσης ποιμαντικής, της φιλοξενίας, δηλαδή, των πεινασμένων και των διψασμένων του κόσμου, ανοίγει και πάλι θέματα για τη σχέση ποιμαντικής και θεολογίας, ζωής και δόγματος. Γνωρίζουμε όλοι, πως στις Οικουμενικές Συνόδους η μάχη γινότανε για ένα «ιώτα (ι)». Και τούτο διότι το δόγμα της Εκκλησίας, ως «διδαχή, υπόμνημα, δείκτης, όρος, διδασκαλία», συνδέεται πλήρως με τη ζωή της πορευόμενης στην ιστορία κοινότητας και αποκαλύπτει τον «άρρηκτο δεσμό μεταξύ της σαρκωμένης αλήθειας, που ζει» και του εαυτού του. Ως εκ τούτου το δόγμα δεν είναι μια αφηρημένη πραγματικότητα που εξαντλεί την ύπαρξή της στις λέξεις, αλλά εκείνο το ουσιώδες «πράγμα», που αποκαλύπτει «το ίδιο το περιεχόμενο της ζωής της […], το ίδιο το νόημα των ποικίλων μνημείων της, που γίνονται και μνημεία του πολιτισμού». Γι αυτό και οι πατέρες δεν είχαν καμία δυσκολία στο να υπερβούν τη ζυγομαχία των λέξεων, στην περίπτωση που η συμφωνία στην ευσέβεια των πραγμάτων ήταν αρκούντως εμφανής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η φιλοξενία και η υποδοχή του ελάχιστου αδελφού, του ξένου και του μετανάστη, των κατατρεγμένων και τσαλακωμένων όλου του κόσμου, δεν θα αποτελεί απλά και μόνο το αποτέλεσμα μιας ηθικής ή νομοθετικής επιβολής ή ακόμη την καλλίστη έκφραση ενός στείρου και ευκαιριακού ακτιβισμού, αλλά την έκφραση μιας βαθιάς αυτοσυνειδησίας που αντλεί από το μυστήριο της σάρκωσης του Λόγου του Θεού Πατέρα, που εκβάλλει στο μυστήριο της κένωσης και της πρόσληψης. Την έκφραση και μαζί αποδοχή του γεγονότος, πως δόγμα και ήθος αποτελούν τους δυο μαστούς της νύμφης Εκκλησίας. Με την υποσημείωση, βέβαια, πάντα, ότι μέσα από αυτές τις διαδικασίες υπέρβασης των τύπων τα πράγματα δεν θα οδηγούνται σε μια ορολογική σχετικοποίηση, σε μια αποθεολογικοποίηση, που θα βάζει σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή. Οι λέξεις, θα πρέπει να ζυγιάζονται «μία μία με το Ζυγό της Ακριβείας τον αλάνθαστο, και με ζύγι το βάρος ψυχής που τες βαραίνει, και τη βουή του χρόνου», προκειμένου να διακονήσουν τη συμβολή και την ενότητα και εξάπαντος όχι τη διαίρεση και την ασυμφωνία.

3. Σε συνέχεια των παραπάνω, οφείλουμε να αναφερθούμε άμεσα στις συζητήσεις που έγιναν τόσο για την καταλληλότητα των όρων άνθρωπος και πρόσωπο, προκειμένου να εκφράσουν την Ορθόδοξη ανθρωπολογία, όσο και στη συζήτηση περί τον όρο Εκκλησία, τη δυνατότητα απόδοσης του και στις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες, Ομολογίες και Χριστιανικές κοινότητες και μαζί να συζητήσουμε για τα όρια της Εκκλησίας. Θα ξεκινήσω από το δεύτερο. Η τελική ομόφωνη διατύπωση που επικράτησε στη Σύνοδο, μετά τη δυναμική παρέμβαση της Εκκλησίας της Ελλάδος και η οποία αντικατέστησε την προσυνοδική διατύπωση: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», είναι η εξής: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Μια αλλαγή, που έχω την αίσθηση ότι συνιστά πισωγύρισμα από τα κεκτημένα τολμήματα του παρελθόντος, ενός για παράδειγμα Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, ο οποίος δεν δυσκολευότανε καθόλου να αποδώσει τον τίτλο Εκκλησία στους Ρωμαιοκαθολικούς «αδελφούς», αλλά και ενός πατέρα Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ο οποίος δεχότανε πως «η Ρώμη δεν στερείται της χάριτος», όπως και ενός γέροντα Σωφρονίου του Έσσεξ, ο οποίος δήλωνε «σκανδαλωδώς», ότι «το πλήρωμα της χάριτος μπορεί να κατέχει μόνο η μία και μοναδική Εκκλησία», αυτή που είναι το σπίτι μας, «όλες όμως οι άλλες εκκλησίες», και είναι σαφές πως εδώ αναφέρεται και στις Εκκλησίες της Μεταρρύθμισης, «διαθέτουν χάρη εξαιτίας της πίστεως στον Χριστό, όχι όμως στην πληρότητα». Σε ομιλία του στο τέταρτο αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ ο Επίσκοπος πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέβτιτς, είχε τονίσει πως τα όρια της Εκκλησίας είναι τα όρια της αγάπης του Θεού∙ και αυτό δεν είναι λίγο. Έρχομαι, τώρα, στο θέμα των όρων πρόσωπο και άνθρωπος. Ευθέως θα πω αυτό που σε πάρα πολλές μελέτες μου εδώ και αρκετά πλέον χρόνια έχω υποστηρίξει, πως ο καταλληλότερος όρος στο χώρο της χριστιανικής παράδοσης προκειμένου να περιγράψει κανείς τον άνθρωπο δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον όρο άνθρωπος. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως άλλοι όροι όπως ο όρος πρόσωπο και υπόσταση είναι αδόκιμοι ή και προβληματικοί. Τέτοιοι γίνονται μόνον μέσα από λαθεμένες ερμηνευτικές προεκτάσεις τους -και υπήρξαν τέτοιες στα όρια της νεότερης Ορθόδοξης θεολογίας-, οι οποίες αφιστάμενες από τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου δεν νοείται υπόσταση ανούσια και ουσία ανυπόστατη, οδηγήθηκαν στην ανερμάτιστη ταύτιση υποστάσεως και όντος στον Θεό και στην εικονική προβολή της στον άνθρωπο. Μια τέτοια, όμως, επιλογή, που πάλευε να γλυτώσει το πρόσωπο από την αναγκαστικότητα της φύσης του, στέρησε από το πρόσωπο το οντολογικό του περιεχόμενο, το οποίο δεν είναι άλλο από τη φύση ή την ουσία του. Και είναι αυτοί οι λόγοι που γέννησαν μια κατεξοχήν θεολογική συζήτηση στα πλαίσια της Συνόδου, η οποία για πολλούς, οπωσδήποτε όχι για όλους, θεωρήθηκε ως υπερβολική και μη αναγκαία. Είναι στιγμές, όμως, που η ιστορία της θεολογίας, η ιστορία του ορθόδοξου δόγματος οφείλει να διαλέγεται με το παρόν και στηριζόμενο στις καταλυτικές εμπειρίες που από αυτό προκύπτουν να το επανασυγκροτεί. Σε μια τέτοια προσπάθεια η επιλογή των εργαλείων έχει ιδιαίτερη σημασία∙ και η γλώσσα είναι το εργαλείο, είναι το όχημα, που αποκαλύπτει την ευρυχωρία του οίκου που λειτουργεί τη συμβολή.
Κλείνοντας, θα μπορούσα να πω ότι μια τέτοια ευρυχωρία δημιούργησε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία παρ’ όλες τις αδυναμίες της και ξεπερνώντας υφάλους και σκοπέλους μιας ανέξοδης εναντίωσης, επιτρέπει και πάλι στο καράβι της Εκκλησίας να αναζητήσει το μυστήριο της συνάντησης