Του Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Καθηγητού του Πανεπιστημίου του Graz, ΑΜΕΝ
Εἶναι σέ ὅλους γνωστό, ὅτι τό μεγαλύτερο πρόβλημα-ἐμπόδιο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶς
Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι τό πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, τοῦ Πάπα. Τό εἶχε ὁμολογήσει
καί ὁ ἴδιος ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ’ τό 1967.
Γιά τό πρόβλημα αὐτό ἔχουν γραφεῖ πάμπολλες πραγματεῖες, ὑπέρ καί κατά, μέ πλήρη ἀπολογητικό χαρακτήρα, ἀλλά καί μέ πλήρη ἀπόρριψη ὄχι μόνον τοῦ διπλοῦ παπικοῦ δόγματος τῆς Α΄Βατικανῆς Συνόδου τοῦ 1870, ἀλλά καί τῆς θέσεως καί
τοῦ ρόλου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης γενικῶς σήμερα. Ἔχουν πραγματοποιηθεῖ πάμπολλα συνέδρια διεθνῆ καί διαχριστιανικά
μέ οἰκουμενικό χαρακτῆρα, ἔχουν γίνει διάφορες προτάσεις γιά τήν λύση τοῦ προβλήματος καί τελικά μέχρι σήμερα δέν
ἔχει εὑρεθεῖ ἱκανοποιητική λύση γιά ὅλους γιά νά προχωρήσουμε καί πρός τήν ἀποκατάσταση τῆς χριστινικῆς ἑνότητος.
Ἐδῶ θέλω νά ἐπαναλάβω[1] μία πρόταση λύσεως τοῦ προβλήματος, τήν ὁποία ἔκαμε ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ στήν
Κωνσταντινούπολη πρίν ἀπό 50 χρόνια, διότι δέν ἔχασε τό κῦρος καί τήν ἐπικαιρότητά της καί διότι ἡ διεθνής Μικτή
Θεολογική Ἐπιτροπή πρόκειται σύντομα νά ἀσχοληθεῖ μέ τό ἐπίμαχο αὐτό θέμα γιά τήν δεύτερη χιλιετία καί νομίζω ὅτι
θά πρέπει νά ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅλων καί ἡ πρόταση αὐτή τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ, ἀλλά καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου Ἀθηναγόρα κατά τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα στήν Κωνσταντινούπολη τἠν 25η Ἰουλίου
1967.
Διαπιστώνομε, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ὁ Πάπας δέν ὁμιλεῖ πλέον τό 1967 περί «ἐπιστροφῆς» τῶν Ὀρθοδόξων στήν Καθολική
Ἐκκλησία, οὕτε περί τῆς δημιουργίας μιᾶς ποίμνης ὑπό τόν ἕνα ποιμένα, ὑπό τήν ἡγεσίαν τοῦ Πάπα. Ἀπεναντίας ἔχομε ἕνα
τελείως νέο στοιχεῖο γιά τόν τρόπο καί τή μέθοδο, πού πρέπει νά ἀκολουθηθοῦν γιά τήν πραγματοποίηση τῆς θελήσεως
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Ὁ Πάπας δέν ἀπαιτεῖ, οὔτε ὑπαγορεύει τόν τρόπο καί
τούς ὅρους: Καί στήν ἀνακοίνωση τῆς ἐπισκέψεως «Παρακαλεῖ ὅθεν τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν, ἵνα εὐαρεστηθῇ καί
ὑποδείξῃ Αὐτῷ ποῖοι εἶναι, κατά τήν γνώμην Αὐτοῦ, οἱ καλλίτεροι τρόποι, ἵνα καταντήσωμεν ἐν πιστότητι πρός ἕνα
σκοπόν τόσον δυσχερῆ, ἀλλά ἁγιώτατον.» Ἀναμένει, λοιπόν, ὁ Πάπας τίς προτάσεις καί τίς συμβουλές τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, μέ ποιό τρόπο θά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἑνότητα, χωρίς καμία προκατάληψη ἤ προαπόφαση γιά τήν πορεία
αὐτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου. Καί γιά νά μήν ὑπάρξει καμία παρεξήγηση συνεχίζει τό κείμενο τῆς ἀνακοινώσεως τοῦ
Βατικανοῦ: «Ἡ ἐπίσκεψις αὐτή οὐδεμίαν ἀπόφασιν προϋποθέτει, ἀλλά θέλει μόνον νά εἶναι μία ἔνδειξις τῆς ἀγάπης καί
τοῦ σεβασμοῦ, τόν ὁποῖον ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης καί Ἀρχηγός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας τρέφει πρός τόν μέγαν καί
σεβάσμιον Πατριάρχην.»[2] Ἡ ἐπιθυμία τοῦ Πάπα εἶναι ξεκάθαρη, καθώς ἐπίσης καί ὁ σκοπός: Ἡ ἀποκατάσταση τῆς
πλήρους κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν μας ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ.
Η ἐπίσκεψη πραγματοποιήθηκε τήν 25η Ἰουλίου 1967. Μετά τήν ὑποδοχή στό ἀεροδρόμιο, ὁ Πάπας μεταβαίνει στήν Ἁγία
Σοφία, ὅπου γονατιστός προσεύχεται καί ἐκφράζει τήν εὐχή: «Θά ἔπρεπε ὁ ναός αὐτός νά ξαναγίνει αὐτό πού ἦταν»,
ἀναφέρει ὁ Α. Πανώτης στό ἔργο του Εἰρηνοποιοί.[3] Μετά τήν δοξολογία στόν Πατριαρχικό Ναό ἀνταλλάσσονται οἱ προσφωνήσεις, οἱ ὁποῖες μαρτυροῦν ἕνα τελείως διαφορετικό πνεῦμα σχέσεων μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν σέ σύγκριση
μέ τήν ἐποχή τῶν ἐχθροτήτων, τῆς πολεμικῆς καί τῶν συγκρούσεων. Τώρα δεν υπάρχει πολεμική, ἀπολογητική, διάθεση
ἐπιβολῆς τοῦ ἑνός στόν ἄλλο. Δεν επικρατεί πνεῦμα δυσπιστίας καί ἀμφιβολίας, ἀλλά πνεῦμα ἀγάπης, καταλλαγῆς,
εἰρηνεύσεως καί ἐπιτυχίας τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς τελείας ἐκκλησιαστικῆς καί μυστηριακῆς
κοινωνίας καί ὅσον τό δυνατόν πιό σύντομα..