Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αντωνία Γρ. Κυριατζή
Abstract: In my article, “Women in Church
History”, the two main points discussed are: a) the position of women in the
Orthodox Church and b) how influential were women as authors and researchers on
the subject of the History of the Church. The study of the History of the
Church was dominated by male clerics. Only during the recent years were women
able to study and teach this subject themselves. However much the role of woman
was understated, its presence in the life of the Church is undeniable. From the
birth of Jesus Christ to His Resurrection, notable and influential women
include the Virgin Mary and Mary Magdalene. Another woman worth mentioning was
Lydia, who was the first to accept Paul’s teachings. Women bearing the title of
“saint”, as well as women both noble and peasant during the Byzantine and,
later, the Ottoman period contributed heavily in regards to the work of the
Orthodox Church. As of recent years, woman’s place in society has improved
greatly, thus leading to increased participation in the life of the Church.
Στο γνωστικό πεδίο της εκκλησιαστικής ιστορίας
εξετάζεται η πορεία μέσα στο χώρο και το χρόνο της Εκκλησίας, η οποία με κέντρο
τον Ιησού Χριστό, στοχεύει στην εκπλήρωση της αποστολής της στον κόσμο, τη
λύτρωση του ανθρώπινου γένους, την εσχατολογική τελείωση της Βασιλείας του Θεού.[1]
Με τον όρο «εκκλησιαστική ιστορία» αναφερόμαστε
στο σύνολο των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν από την ίδρυση της εκκλησίας μέχρι
τις μέρες μας αλλά και στο γνωστικό αντικείμενο το οποίο εξετάζει τη ζωή της
εκκλησίας. Συνεπώς το πρόβλημα της θέσης της γυναίκας στην «εκκλησιαστική
ιστορία» μπορεί να έχει διττή κατεύθυνση. Αφορά στη θέση των γυναικών στην
ιστορία της εκκλησίας, αλλά και τη θέση που κατέχουν οι γυναίκες ανάμεσα στους
δημιουργούς, συντάκτες, ερευνητές, συγγραφείς της.
Μελετώντας κανείς τα σύγχρονα αλλά και τα
παλαιότερα εγχειρίδια διδασκαλίας του αντικειμένου της εκκλησιαστικής ιστορίας
των θεολογικών σχολών, δεν είναι δύσκολο
να διαπιστώσει στο περιεχόμενο της ύλης την ισχνή παρουσία γυναικών. Εύκολα
επίσης μπορεί να διαπιστώσει και το γεγονός ότι το αντικείμενο υπηρετήθηκε από
άνδρες, κυρίως κληρικούς.[2] Δικαιολογημένα βέβαια,
αφού στη ζωή της Εκκλησίας οι κληρικοί κυρίως ενασχολήθηκαν με τα προβλήματα
της εκκλησιαστικής ζωής και τα κατέγραψαν συμβάλλοντας στη δημιουργία του
αντικειμένου. Άλλωστε η πρόσβαση γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μόλις τις
τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκε με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού γυναικών
στις θεολογικές σχολές και τη συμμετοχή τους στην έρευνα και τη διδασκαλία.
Κατά την ενασχόληση όμως με το αντικείμενο της
Εκκλησιαστικής Ιστορίας η αίσθηση της ισχνής παρουσίας των γυναικών
μετριάζεται, καθώς διαπιστώνουμε ότι οι γυναίκες πραγματικά όχι μόνο
συμμετέχουν, αλλά, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, έχουν
διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων της εκκλησιαστικής
ζωής.
Από τα κείμενα των Ευαγγελίων και την Πατερική
γραμματεία διαπιστώνεται ο ουσιαστικός, ο κομβικός ρόλος των γυναικών στη Θεία
Οικονομία, από τη Γέννηση του Χριστού έως την Ανάσταση Του. Μελετώντας από τη
Θεσσαλονίκεια εκκλησιαστική γραμματεία του 7ου αι. το έργο του
αρχιεπισκόπου Ιωάννη Α΄ Θεσσαλονίκης,[3] διαπιστώσαμε ότι στις
ομιλίες του Εις την Αποτομήν του Τ.
Προδρόμου, Εις την Κοίμησιν της
Θεοτόκου, Εις τας μυροφόρους γυναίκας, γίνεται αναφορά σε γυναικείες μορφές
της Π. και της Κ.Δ. Αναφορά σε γυναίκες της Π.Δ. γίνεται στην ομιλία Εις την Αποτομήν του Τ. Προδρόμου, για
την Παναγία γίνεται λόγος στην ομιλία Εις
την Κοίμησιν της Θεοτόκου και για
τη Μαρία Μαγδαληνή στην ομιλία Εις τας
μυροφόρους.
Η ζωή της Εκκλησίας του Χριστού που ξεκινά με
την ενανθρώπηση του Κυρίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πρόσωπο της
Θεοτόκου, της «θαυμαστής, υπερενδόξου,
αειπαρθένου Μητρός του Σωτήρος, πανενδόξου ευεργέτιδος του κόσμου». Τιμή,
ύμνος και δόξα αποδίδεται στο πρόσωπο της Θεοτόκου «διά τήν γενομένην δι’ αὐτῆς εὐεργεσίαν ἐν τ οἰκονομίᾳ τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ μονογενοῦς Υἱού καί Λόγου τοῦ Θεοῦ».[4] Η Παναγία είναι μια
«ανθρώπινη μητέρα», η οποία συγκατανεύοντας στο έργο της Θείας Οικονομίας «συνεργάζεται στην εκπλήρωση του θεϊκού
σχεδίου αγάπης».[5] «Με την ελεύθερη προσφορά της πίστης της, η Μαρία, …μετέχει στην
πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού».[6] Η Θεοτόκος έζησε πανάγιο
βίο και κυρίως υπήρξε η μητέρα του Θεού, η «χώρα
του αχωρήτου». Η νέα Εύα, τέλειο ανθρώπινο πρόσωπο, είναι το αρχέτυπο και ο
οδηγός ανδρών και γυναικών.[7]
Η Μαρία η Μαγδαληνή, σημαντική γυναικεία μορφή
στον κόσμο της Κ.Δ., με την επιμονή της συμβάλλει στη διάδοση του μηνύματος της
Ανάστασης του Κυρίου. Είναι η γυναίκα εκείνη από την οποία εξέβαλε «επτά
δαιμόνια» ο Ιησούς και ως μαθήτρια στη συνέχεια τον ακολούθησε κατά τη δράση
του στη Γαλιλαία.[8]
Όταν ο Ιησούς αναχώρησε από τη Γαλιλαία προς τα Ιεροσόλυμα, η Μαρία η Μαγδαληνή
τον ακολούθησε μαζί με άλλες γυναίκες και τους αποστόλους. Μαρτυρείται η
παρουσία της στη σταύρωση[9] αλλά και στο γεγονός της
Ανάστασης.[10]
Στους μετέπειτα αιώνες η σύγχυση και ταύτιση της Μαρίας Μαγδαληνής με την
αμαρτωλή της διήγησης του Λουκά[11] και με τη Μαρία, αδελφή
της Μάρθας και του Λαζάρου, τον 2ο και 4ο αι., συνέδεσε
τη Μαρία Μαγδαληνή με την εικόνα της αμαρτωλής.
Κατά τη μετάβαση του Αποστόλου Παύλου προς τα
έθνη για το κήρυγμα του ευαγγελίου πρώτος αποδέκτης του χριστιανικού μηνύματος
υπήρξε μια γυναίκα, η Λυδία. Ο Απ. Παύλος, μετά το όραμα που τον καλούσε να
περάσει στη Μακεδονία, ήρθε στους Φιλίππους. Την ημέρα του Σαββάτου βγήκε από
την πόλη και πήγε κοντά στον ποταμό, όπου νόμιζε ότι γινόταν προσευχή. Εκεί
άρχισε να συζητά με γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί. Ανάμεσά τους κάποια με το
όνομα Λυδία, που ασχολείτο με το εμπόριο της πορφύρας, σεβόταν τον Θεό και
άκουσε με προσοχή το κήρυγμα του Παύλου. Η Λυδία βαπτίσθηκε, καθώς και τα μέλη
της οικογενείας της. Πρότεινε μάλιστα στον Απόστολο Παύλο να τον φιλοξενήσει,
εάν αυτός έκρινε ότι ήταν πιστή.[12]
Στις προαναφερθείσες γυναικείες μορφές το
αυτεξούσιο, η ελευθερία, οι συνειδητές επιλογές, η συνείδηση και αυτοαντίληψη
με όρους αυτονομίας, ελευθερίας, αποτελούν συστατικά στοιχεία της συμπεριφοράς
τους, στοιχεία που ανταποκρίνονται στα αιτούμενα του φεμινιστικού κινήματος της
εποχής μας, την απελευθέρωση των γυναικών και όχι την υποταγή σε κανόνες και
αξίες. Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η επαναπροσέγγιση των
γυναικείων αυτών μορφών και η ανάδειξη του ρόλου τους στην εκκλησιαστική ζωή.
Στην προς Ρωμαίους επιστολή, ο Απόστολος Παύλος
αφήνει να εννοηθεί η συμμετοχή γυναικών στο αποστολικό έργο, αναφερόμενος στη
Φοίβη, η οποία διακονούσε την εκκλησία την εν Κεγχρεαίς και προστάτεψε και τον
ίδιο τον Παύλο όταν κινδύνευσε, στην Πρίσκιλλα, που μαζί με τον Ακύλα υπήρξαν
συνεργάτες του, στην Μαριάμ, την Τρύφαινα και την Τρυφώσα, στην Ιουλία και την
Περσίδα που «εκοπίασαν» εν Κυρίω, καθώς και στην «Ιουνίαν, επίσημον εν τοις
αποστόλοις».[13]
Το εδάφιο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη θέση των γυναικών στην Εκκλησία των
πρώτων χριστιανικών χρόνων και στοιχεί στο απελευθερωτικό «ούκ ένι άρσεν και
θήλυ» (Γαλ. 3,28), το οποίο πολύ γρήγορα θα παραμεριστεί για να υπερισχύσουν
κοινωνικές αντιλήψεις και πολιτισμικά δεδομένα της εποχής.[14]
Η διακονία των γυναικών στο έργο της Εκκλησίας
κατά την πρωτο-χριστιανική εποχή ήταν σημαντική. Οι διακόνισσες, παρθένοι ή
χήρες, συνδέθηκαν με την άσκηση της φιλανθρωπίας ή της κατηχήσεως των γυναικών.[15] Ο αποκλεισμός τους ωστόσο
από το ιερατείο με βάση τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου σχετικά με τη θέση
των γυναικών στη λατρεία και την κοινή συνείδηση της Εκκλησίας, όπως αυτή
διατυπώθηκε στο τέλος του 2ου αι. στη Διδασκαλία των Αποστόλων, κυριάρχησε. Η χειροτονία των γυναικών
απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε αιρετική καινοτομία.[16]
Η διάδοση και επικράτηση του χριστιανισμού έγινε
στο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Την εποχή εκείνη, τη θέση των γυναικών
στη ζωή της Εκκλησίας επηρέασαν εκτός από τις κοινωνικές αντιλήψεις, οι
αιρέσεις. Ωστόσο κατά την περίοδο των διωγμών αναδείχθηκε μεγάλος αριθμός αγίων
μαρτύρων γυναικών.[17]
Με την επικράτηση του χριστιανισμού και την
αναγνώριση της νέας θρησκείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο αρχίζει μια νέα περίοδος
για τη ζωή της Εκκλησίας. Οι κοινωνικές αντιλήψεις, μαζί με τις αιρέσεις, θα
λειτουργήσουν ανασταλτικά στη δραστηριοποίηση των γυναικών με αποτέλεσμα ν’
αποκλεισθούν από το δημόσιο χώρο της Εκκλησίας. Στην ελληνορωμαϊκή
αυτοκρατορία, ωστόσο, η κοινωνία «επιφανειακά πατριαρχική»,[18] θα επιτρέψει σε γυναίκες
να διακριθούν ως αυτοκράτειρες, ως γυναίκες άγιες και σπανιότερα ως συγγραφείς.
Κατά τη μακρά περίοδο της ιστορίας της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η κοινωνική ζωή διακρινόμενη γενικά σε δημόσια και
ιδιωτική, θα προσδιορίσει ως καταλληλότερο χώρο για τις δραστηριότητες των
γυναικών την ιδιωτική σφαίρα, το χώρο του σπιτιού. Σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα
αλλά και τη νομοθεσία, οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν στην
πολιτική, στρατιωτική και εκκλησιαστική εξουσία και διοίκηση, εκτός από την
περίπτωση των γυναικών του παλατιού.[19]
Οι γυναίκες αυτοκράτειρες του Βυζαντίου θα
διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε εκκλησιαστικά θέματα, καθώς θα συμβάλλουν στην
ανάδειξη της Θεοτόκου με ναούς, εικόνες και δημόσιες τελετές, θα στηρίξουν
αποφάσεις οικουμενικών συνόδων, θα ασκήσουν πραγματική εξουσία και θα κυβερνήσουν
την αυτοκρατορία στο πλευρό των συζύγων τους ή των παιδιών τους.
Κατά τους πρώτους αιώνες είναι γνωστός ο ρόλος
που διαδραμάτισε η η αγία Ελένη, η μητέρα του πρώτου που ασπάσθηκε το
χριστιανισμό ρωμαίου αυτοκράτορα, του Μ. Κωνσταντίνου. Η αγία Ελένη το 330
ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ για να αντιμετωπίσει στρατιωτικές ταραχές. Κατά τη
διάρκεια του ταξιδιού της ανακάλυψε τον Τίμιο Σταυρό, διέθεσε χρήματα για την
ανοικοδόμηση και διακόσμηση ναών, (της Γέννησης στη Βηθλεέμ και της Ανάστασης
στο λόφο του Γολγοθά), μονών, ξενώνων και άλλων οικοδομημάτων.[20]
Στο πρώτο μισό του 5ου αι. η
Πουλχερία, πρωτότοκος κόρη του αυτοκράτορα Αρκάδιου, έκτισε ναούς αφιερωμένους
στη Θεοτόκο, ενισχύοντας τη λατρεία της προστάτιδος της Βασιλεύουσας.[21] Καθιέρωσε αγρυπνίες,
τελετές και λειτουργίες, συνέβαλε στην καθιέρωση εορτών και την απόδοση τιμών
στη Θεοτόκο. Η Πουλχερία και η διάδοχός της Βερίνα φρόντισαν για την
ανοικοδόμηση ναών, όπως ο ναός της Θεοτόκου των «Χαλκοπρατείων», όπου
φυλασσόταν η Τιμία Ζώνη της Παναγίας, και ο ναός της Παναγίας των Βλαχερνών
όπου φυλάσσονταν το ωμοφόριο και η Τιμία Εσθής της Θεοτόκου.[22]
Η Ευδοκία[23] κατά τη διάρκεια της
διαμονής της στους Αγίους Τόπους βρήκε εικόνα της Παναγίας φιλοτεχνημένη από
τον ευαγγελιστή Λουκά. Η εικόνα μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε σε ναό της
Κωνσταντινούπολης, που είχε ιδρύσει η Πουλχερία.
Κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους η Θεοδώρα,
που απεικονίζεται στα ψηφιδωτά της Ραβέννας, στο ναό του Αγίου Βιταλίου, με
βασιλική ενδυμασία κρατώντας δισκοπότηρο, δείγμα της προσφοράς της στην
εκκλησία, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στα δημόσια πράγματα ως σύζυγος του
Ιουστινιανού (527-565).[24]
Η στάση που κράτησαν οι σύζυγοι των αυτοκρατόρων
ενίσχυσε την γυναικεία εξουσία με αποτέλεσμα οι γυναίκες των αυτοκρατορικών
οικογενειών να ασκήσουν είτε ως σύζυγοι είτε ως μητέρες ανηλίκων πραγματική
εξουσία.
Κατά τον 8ο αι. το ζήτημα της πρώτης
εικονομαχίας λύθηκε με τις ενέργειες της Ειρήνης της Αθηναίας,[25] που συνέβαλε στην
αποκατάσταση των εικόνων. Το 787 μ.Χ. τα μέλη της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου θα
απευθυνθούν στην αυτοκράτειρα Ειρήνη, η οποία κυβερνούσε στη θέση του ανήλικου
γιου της. Η Ειρήνη θα υπογράψει την απόφαση για την αποκατάσταση των εικόνων
στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας και θα τιμηθεί ως αγία μαζί με τον γιο της από
την ορθόδοξη Εκκλησία.[26]
Το ζήτημα των εικόνων θα επανέλθει μερικά χρόνια
αργότερα, όταν ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842) που είχε νυμφευθεί τη Θεοδώρα
και είχε αποκτήσει ένα γιο, θα πεθάνει σε ηλικία είκοσι εννέα ετών. Η Θεοδώρα
μέσα σε ένα χρόνο θα αποκαταστήσει την λατρεία των εικόνων και η Εκκλησία θα
την τιμήσει ως αγία. Η Θεοδώρα ευφυής, δυναμική και πνευματώδης, θα διατηρήσει
τον έλεγχο της αυτοκρατορικής εξουσίας μέχρι την ενηλικίωση του γιου της,[27] θα κυβερνήσει με σύνεση
και σοφία οργανώνοντας ακόμη και στρατιωτικές επιχειρήσεις, αφήνοντας στο τέλος
γεμάτα τα κρατικά ταμεία.[28]
Η Άννα Δαλασσηνή ως μητέρα ανηλίκου κυβέρνησε
την αυτοκρατορία με τον υιό της Αλέξιο Ι΄ Κομνηνό (1081-1118).[29] Φρόντισε να δημιουργήσει
δίκτυο συμμάχων για να στηρίξουν τον Αλέξιο, ο οποίος όταν έλειπε σε
εξορμήσεις, αναλάμβανε η ίδια τα εσωτερικά. Μετά τον θάνατο της Δαλασσηνής
ανέλαβε τον έλεγχο η σύζυγος του Αλέξιου Ι΄ Κομνηνού, η Ειρήνη Δούκαινα,
γυναίκα δυναμική, που συμμετείχε και στις στρατιωτικές εκστρατείες.
Ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή των
γυναικών κατά τη βυζαντινή περίοδο παραδίδει ο Μιχαήλ Ψελλός, σε δυο
επικήδειους λόγους που συνέταξε για την κόρη του, η οποία πέθανε σε πολύ νεαρή
ηλικία και για τη μητέρα του. Στον επικήδειο λόγο για την κόρη του υμνεί τη
φυσική ομορφιά της, τη στοργή που έδειχνε προς τους γονείς της, την αφοσίωση
και υπακοή προς τη μητέρα της, που είχε αναλάβει την ανατροφή της. Υμνεί τα
πνευματικά της χαρίσματα, τη δυνατότητα να μαθαίνει γρήγορα και να μιλά καθαρά.
Αναφέρεται στο γεγονός ότι σπούδαζε και παράλληλα ασχολούνταν με την υφαντική
τέχνη, στην οποία ήταν εξαιρετική καθώς ύφαινε θαυμάσια λινά και μεταξωτά
υφάσματα.
Στον επικήδειο λόγο για τη μητέρα του ο Μιχαήλ
Ψελλός αναφέρει ότι αυτή υπήρξε πρότυπο μητέρας και συζύγου, ενώ κύρια
ενασχόλησή της ήταν η κλώση και ύφανση. Αφοσιωμένη σύζυγος αλλά όχι πολύ
μορφωμένη γυναίκα, δίδαξε στο γιο της τα πρώτα γράμματα, δεν μπορούσε όμως να
βοηθήσει περαιτέρω. Ήταν ευσεβής και ελεήμων. Δεν ενδιαφερόταν για τις
υποθέσεις του παλατιού και της αγοράς. Ουσιαστικά μετά το θάνατο του συζύγου
της έζησε κατ’ οίκον τη ζωή μιας μοναχής.[30]
Στην εκκλησιαστική ζωή οι γυναίκες είχαν
αποκλειστεί από υπηρεσίες και αξιώματα, όπως του ιερέα και του επισκόπου. Δεν
μπορούσαν να γίνουν ιερείς και δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος στο ιερό, γύρω
από την Αγία Τράπεζα. Ωστόσο είχαν τη δυνατότητα να ιδρύουν και να διοικούν
μοναστήρια, ιδίως οι γυναίκες της αριστοκρατίας που είχαν και την οικονομική
δυνατότητα. Κατά τον 12ο αι. π.χ. η αυτοκράτειρα Ειρήνη Δούκαινα
ίδρυσε το μοναστήρι της Κεχαριτωμένης και όρισε ότι μετά το θάνατό της το
μοναστήρι θα διοικούνταν από την μεγαλύτερη κόρη της Άννα Κομνηνή.[31]
Άγιες γυναίκες αναδείχθηκαν από το χώρο του
ασκητισμού αλλά και από τους χώρους της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, όταν
συνέβαινε να είναι αυτοκράτειρες. Αλλά και από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα
αναδείχθηκαν γυναίκες άγιες, ιδιαίτερα από τον 10ο αι. και έπειτα,
οι οποίες έδρασαν στο δημόσιο χώρο και διακρίθηκαν για τις αρετές τους που
είχαν αντίκτυπο στο δημόσιο βίο, κυρίως για την ελεημοσύνη.[32]
Από τις γυναίκες που διακρίθηκαν ως συγγραφείς
είναι η Άννα Κομνηνή,[33] η βυζαντινή πριγκίπισσα,
που έζησε κατά τον 12ο αι. (1083-1153). Είναι από τις ελάχιστες
γυναίκες αυτής της μακράς περιόδου που διακρίθηκε ως συγγραφέας. Η Άννα Κομνηνή
γεννήθηκε στην Πορφύρα, καθώς ήταν κόρη και πρωτότοκο παιδί του αυτοκράτορα
Αλέξιου Ι΄ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας. Ως εκ της
καταγωγής της έλαβε μόρφωση και εκπαίδευση στο trivium (γραμματική, ρητορική,
λογική) και στο quatrivium (γεωμετρία, μαθηματικά,
αστρονομία, μουσική). Μνηστεύθηκε τον Κωνσταντίνο Δούκα ο οποίος πέθανε.
Κατόπιν νυμφεύθηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Μετά το θάνατο του συζύγου της
κατέφυγε στη Μονή Κεχαριτωμένης, την οποία είχε ιδρύσει η μητέρα της, και εκεί
συνέταξε το ιστορικό έργο «Αλεξιάς»,[34] το οποίο αναφέρεται στη
ζωή και το έργο του πατέρα της (1069-1118).
Από τον 11ο ως τον 14ο
αι., με την αναγέννηση των γραμμάτων, σε κύκλους διανοουμένων γίνονταν
φιλολογικές συζητήσεις, όπου συμμετείχαν και οι γυναίκες της αριστοκρατίας,
όπως η Άννα Κομνηνή.
Ωστόσο ο κόσμος των γυναικών ήταν κυρίως το
σπίτι και η οικογένεια τόσο κατά τη Βυζαντινή, όσο και κατά την περίοδο της
Οθωμανικής κυριαρχίας. Οι οικογενειακοί δεσμοί ήταν ισχυροί. Η οικογένεια
αποτελούσε το κέντρο της κοινωνικοποίησης και δραστηριοποίησης των γυναικών. Οι
γυναίκες διαχειρίζονταν σημαντικό τμήμα της οικιακής οικονομίας. Η ενασχόληση
με την ύφανση και την παραγωγή υφασμάτων αποτελεί δραστηριότητα που ανήκε στις
γυναίκες ήδη από την εποχή του Ομήρου και της Παλαιάς Διαθήκης, όπως επίσης και
η ανατροφή των παιδιών.[35]
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας οι
γυναίκες της ορθόδοξης Εκκλησίας, κάτω από συνθήκες δουλείας, είχαν να αντιμετωπίσουν,
ανάμεσα σε άλλα, το πρόβλημα της αμάθειας και απαιδευσίας. Ο αναλφαβητισμός
ήταν κυρίαρχος. Ο φυσικός χώρος δραστηριοποίησης των γυναικών εξακολουθεί να
είναι ο χώρος του σπιτιού και της οικογένειας, όπου εκεί σαφώς συμβάλλουν στην
οικιακή οικονομία, στη διατήρηση της
παράδοσης, στην ανατροφή των παιδιών.
Με την σταδιακή αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης
και τις προσπάθειες ανάκαμψης του Γένους, οι γυναίκες εκδήλωσαν ενδιαφέρον για
τα γράμματα, για τις εκδόσεις βιβλίων, για τη μόρφωση και εκπαίδευσή τους. Κατά
την περίοδο του νεοελληνικού διαφωτισμού οι έλληνες της διασποράς, αλλά και οι οικογένειες των πλουσίων εμπόρων,
ηγεμόνων και αρχόντων των παρίστριων ηγεμονιών την εποχή του φωτισμένου
δεσποτισμού δείχνουν ενδιαφέρον για τις εκδόσεις και την ανάγνωση βιβλίων,
φροντίζουν για τη μόρφωση των παιδιών τους, αγοριών και κοριτσιών, με την
πρόσληψη οικοδιδασκάλων. Στην κατ΄ οίκον παράδοση μαθημάτων τα παιδιά
διδάσκονται αρχαία ελληνικά, ιστορία, νεότερες επιστήμες και ξένες γλώσσες.[36] Οι φαναριώτισσες, οι
γυναίκες των αρχοντικών οικογενειών των παρίστριων ηγεμονιών, μαθαίνουν ξένες
γλώσσες και μεταφράζουν βιβλία. Λόγιοι της εποχής αφιερώνουν έργα τους σε
γυναίκες που δείχνουν ενδιαφέρον για τη μόρφωση και τις ενθαρρύνουν στην
ενασχόλησή τους με τα γράμματα.
Σχετικά με την προσπάθεια λογίων να βγάλουν τις
γυναίκες από το σκοτάδι της αμάθειας, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του
Παναγιώτη Κοδρικά, ο οποίος μετέφρασε ένα έργο του Fontenelle, από τα σημαντικότερα
κείμενα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Η μετάφρασή του εκδόθηκε στα 1794 με τον
τίτλο Ομιλίαι περί πληθύος κόσμων. Πρόκειται
για μυθιστόρημα, όπου, κατά τη
συνομιλία ενός άνδρα και μιας γυναίκας αναπτύσσεται η νευτώνεια φυσική
φιλοσοφία. Το γεγονός ότι στη συνομιλία συμμετέχει μια γυναίκα καθιστά το κείμενο
ευχάριστο και ελκυστικό για το γυναικείο αναγνωστικό κοινό στην προσέγγιση των
επιστημονικών θεωριών.[37] Ο Κοδρικάς πίστευε ότι
είναι εύκολο να γίνει μια γυναίκα σοφή διαβάζοντας βιβλία και επιπλέον θεωρούσε
ότι η εκλαΐκευση της αστρονομίας θα συνέβαλε στην απάλειψη της δεισιδαιμονίας
και των προλήψεων και στην καταπολέμηση της αμάθειας.[38]
Παρόμοια είναι η περίπτωση του Καισάριου
Δαπόντε, ο οποίος συνέταξε το έργο «Καθρέπτης
Γυναικῶν, ἐν ᾧ περιέχονται γραφικῶς αἱ ἐν τῇ παλαιᾷ γραφῇ περιεχόμεναι σποράδην ἱστορίαι κακῶν τε καί καλῶν γυναικῶν».[39] Το έργο αφιερώνεται στη
δόμνα Ελένη Μαυροκορδάτου.
Ο Καθρέπτης
Γυναικών του Καισάριου Δαπόντε αποτελεί στιχουργική σύνθεση όπου με χιούμορ
περιγράφονται στοιχεία ηθικοδιδακτικά περί των γυναικών, των καλών και των κακών.[40] Η σύνθεση στηρίζεται σε
προηγούμενα έργα[41]
και σαφώς παραπέμπει σε κείμενα της εκκλησιαστικής γραμματείας. Συγκεκριμένα σε
ένα τμήμα της ομιλίας Εις την Αποτομήν
του Τιμίου Προδρόμου,[42]
όπου με αφορμή τη στάση της Ηρωδιάδας
απέναντι στον Ιωάννη τον Πρόδρομο γίνεται αναφορά σε χαρακτήρες γυναικών που
απαντώνται στην Π.Δ. και Κ.Δ. Ορισμένες από αυτές αποτελούν παράδειγμα προς
μίμησιν και άλλες παράδειγμα προς αποφυγήν.
Ορισμένες από τις γυναικείες μορφές που
περιγράφονται στην ομιλία Εις την
Αποτομήν του Τ. Προδρόμου, προκάλεσαν την καταστροφή και το θάνατο ανδρών
όπως του Σαμψών[43],
του Αχαάβ, του Ηλία του Θεσβίτη,[44] του Δαβίδ,[45] του Σολομώντα,[46] ή αντίθετα,
συμπαραστάθηκαν σε άνδρες, όπως η «σοναμίτις» (Δ΄ Βασ. 4,8-12), η Σάρρα (Γεν.
18,1-8), η Άννα.[47]
Αιτία του θανάτου του Ιωάννη του Προδρόμου ήταν η Ηρωδιάδα,[48] η οποία φέρθηκε όπως η
Ιεζάβελ στο Ναβουθαί (Γ΄ Βασ. 21,1-16) ή όπως η Δαλιδά (Κρ. 16,1-22).
Ανάλογη είναι η περιγραφή γυναικών στο εκτενές
έργο που συνέθεσε ο Καισάριος Δαπόντε, όπου περιγράφει στερεότυπα γυναικών και
τη σχέση τους με τον κόσμο της αμαρτίας. Αναφέρεται στα θανάσιμα αμαρτήματα και
στα πάθη, συνδέοντας τα με τύπους γυναικών. Στερεότυπα αρνητικά για την εικόνα
περί των γυναικών στον χριστιανικό κόσμο. Σχετικά με το έργο Καθρέπτης Γυναικών ενδεχομένως εξαιτίας
των αρνητικών προτύπων ο Ευγένιος Βούλγαρης σε επιστολή του προς τον Νεόφυτο
Καυσοκαλυβίτη λέει πως «αν είχε γυναίκα ή κόρη δεν θα τους επέτρεπε να
‘ενοπτρισθούν’ σε έναν τέτοιο καθρέφτη».[49] Η εικόνα που κυριάρχησε
για τη γυναίκα ήταν αυτή που τη συνδέει με την αμαρτία, παραμερίζοντας την
εικόνα της Θεοτόκου, παρά την τιμή που αποδίδεται στη νέα Εύα, η οποία κατά
Χάρη συνέδεσε ελεύθερα την ύπαρξή της με την πραγματοποίηση του σχεδίου της
αγάπης του Θεού.[50]
Παραγκωνίστηκε επίσης η εικόνα πλήθους γυναικών που «μαρτύρησαν,
ευαγγελίστηκαν, προφήτευσαν, έφτασαν ως τις κορυφές της αγιότητας».[51]
Καθώς απομακρυνόμαστε από τις παραδοσιακές
κοινωνίες, όπου είχε κυριαρχήσει το πρότυπο της γυναίκας που μένει στο σπίτι
και ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών, περνάμε στη νεότερη εποχή όπου η
κοινωνική θέση των γυναικών σταδιακά αλλάζει. Εκτός από το χώρο του σπιτιού η
γυναίκα κινείται και στη σφαίρα του δημόσιου βίου. Κατά τον 19ο και
20ο αι. το φεμινιστικό κίνημα διεκδικεί ισότητα και ελευθερία και
θέτει το ζήτημα της θέσης των γυναικών στην κοινωνία. Μέχρι τη δεκαετία του
1960 τα δικαιώματα των γυναικών σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο αλλάζουν,
διασφαλίζεται η συμμετοχή τους στην εκπαίδευση και την πολιτική, η ισότητα σε
ζητήματα οικογενειακού δικαίου. Μετά τη δεκαετία του ’60 η διεκδίκηση περνά στο
επίπεδο της απελευθέρωσης από παραδοσιακά πολιτισμικά μοντέλα.[52] Η αλλαγή της θέσης της
γυναίκας, η ανάκαμψη του φεμινιστικού κινήματος, οι δράσεις σημαντικών
φεμινιστικών ενώσεων και οργανώσεων και στον εκκλησιαστικό χώρο, όπως
ενδεικτικά η Παγκόσμια Ένωση των Καθολικών Φεμινιστικών Οργανώσεων, η National Association of
Religious Women στις ΗΠΑ, το
Οικουμενικό Forum Ευρωπαίων Χριστιανών Γυναικών, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία
Γυναικών στη Θεολογική Έρευνα, κ.ά., επηρέασαν την εκκλησία θέτοντας αυτήν στη
διαδικασία αναθεώρησης της φύσης και του ρόλου των γυναικών στο έργο της
σωτηρίας.
Από
την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας μια σημαντική πρωτοβουλία αποτελεί η
πραγματοποίηση του Διορθοδόξου Συνεδρίου στη Ρόδο το 1988 που ασχολήθηκε με το
θέμα της χειροτονίας των γυναικών.
Η Εκκλησία της Ελλάδος απαντώντας στις νέες
προκλήσεις, στα νέα αιτήματα που δημιουργούνται με την αλλαγή της θέσης της
γυναίκας στην κοινωνία και της εξόδου της στο δημόσιο βίο, έδειξε το ενδιαφέρον
της για τα ζητήματα των γυναικών σχηματίζοντας Ειδική Επιτροπή Γυναικείων
Θεμάτων, η οποία με τις δραστηριότητές της, στη συνέχεια, προέβη στη δημιουργία
του Διαμητροπολιτικoύ Δικτύου Γυναικών με σκοπό να εμπλακούν οι
γυναίκες στο έργο της Εκκλησίας, να συμμετάσχουν στη ζωή της Εκκλησίας.
Αντλώντας δύναμη από την πίστη στο Θεό, να συμβάλουν με την ενημέρωση, την
αλληλεγγύη, στην ενδυνάμωση του ρόλου της γυναίκας.[53]
Οι
γυναίκες δεν είναι απούσες από την ζωή της Εκκλησίας. Λειτουργούν
συμπληρωματικά στη δημιουργία των όρων της σωτηρίας. Η έρευνα μέσα από τις θεολογικές σπουδές, η
αναζήτηση, η ανάδειξη και συνειδητοποίηση της ταυτότητας των γυναικών και του
ρόλου τους στην ιστορία της Εκκλησίας, μπορεί να συμβάλει στην αναγνώριση των
δυνατοτήτων τους και να αποτελέσει τη βάση για να θέσουν τους στόχους τους για
το μέλλον.
[1] Φειδάς Β., Εκκλησιαστική ιστορία, τ. Α΄, Αθήναι 32002, στον
πρόλογο.
[2] Ενδεικτικά: Μελέτιος Αθηνών, Φιλάρετος
Βαφείδης, Κονιδάρης Γερ., Στεφανίδης Βασ., Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, Φειδάς Β.,
Σταυρίδης Βασ., κ.ά.
[3] Κυριατζή
Αντ., Ιωάννης Α΄ αρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης (6ος -7ος αι.). Ιστορική-θεολογική
προσέγγιση, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2009.
[7] Γιούλτση Ευτυχία, Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 118.
[8] Μτ. 27,55-56.
[9] «…ειστήκεσαν
παρά τω σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η
του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή», Μτ. 27,55. Μκ. 15,40.
[10] Μτ. 28,1-2. Μκ. 16,1-3.Λκ. 24,9-11. Ιω.
20,1-18.
[11] Λκ. 7,36-50.
[12] Πραξ. 16,10-15.
[13] Ρωμ. 16,1.
[14] Βασιλειάδης Πέτρ., «Η προς Ρωμαίους, το
΄Απολεσθέν Ευαγγέλιο΄ και η σύγχρονη ερμηνευτική: το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας και
η ηγετική θέση της γυναίκας», στο <http://blogs. auth.gr/moschosg/, 4-1-2015>
[15] Ρωμ. 16,1. Α΄ Τιμ. 5,9,10. Διδαχή ΧΙΙΙ,
Ιουστίνου, Απολογία, 67, Τερτυλλιανού, Apologeticum, 39 κ.ά. Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία, τ. Α΄, Αθήναι 32002,
σ. 210-211.
[16] Φειδάς Βλάσ., Εκκλησιαστική ιστορία, τ. Α΄, Αθήναι 32002,
σ. 211.
[17] Αγάπη, Ειρήνη, Χιονία, Αναστασία,
Ειρήνη, Ευφημία, Θέκλα, Βαρβάρα, Αικατερίνη, Γλυκερία, κ.ά.
[18] Ioli Kalavrezou, et al., Byzantine Women and their World, Harvard
University Art Museums, Cambridge, Yale University Press, New Haven and London,
2003, σ. 23.
[19] Ό.π., σ. 24.
[20] Τζούντιθ Χέριν, Γυναίκες στην πορφύρα, Αθήνα, Ωκεανίδα 2002, σ. 59.
[21] Τζούντιθ Χέριν, ό.π., σ. 59-60.
[23] Ό.π., σ. 39.
[24] Ό.π., σ. 25.
[25] Φειδάς Βλάσ., Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα 32002, σ. 788-790.
Τζούντιθ Χέριν, Γυναίκες στην πορφύρα, Αθήνα,
Ωκεανίδα 2002.
[26] Τζούντιθ Χέριν, ό.π., σ. 21-22.
[33] Μουσούρου Λουκία, «Γραμμάτων ουκ άμοιρος», στο: Τμήμα
Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου, Κοινωνιολογία και κοινωνικός
μετασχηματισμός στη σύγχρονη Ελλάδα, τόμος-Αφιέρωμα στον κοινωνιολόγο
Δημήτρη Τσαούση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2013, σελ. 545-560. Παναγιώτης
Νικολόπουλος, «Λογοτεχνία: Οι ιστοριογράφοι: Άννα Κομνηνή», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ
(1980), Εκδοτική Αθηνών, σελ.386-387
[34] Το έργο της Άννας Κομνηνής έχει
προκαλέσει ευρεία συζήτηση γύρω από πολλά ζητήματα, όπως αν και κατά πόσο το
έργο είναι δικό της, αν έχει άποψη για τις γυναίκες και ποια είναι αυτή, αν η
ίδια αποτελεί εξαίρεση για την εποχή της, και όλα αυτά δείχνουν τη σημασία του
έργου της στην ιστορία. Βλ. Barbara Hill, “Komnene, Anna” στο Women and Gender in Medieval Europe, An Encyclopedia, Routledge 2006, σ.
444-445, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[36] Μαρούση Φωτ., Η γυναίκα στο έργο του Καισάριου Δαπόντε Καθρέπτης γυναικών, μεταπτυχιακή
μελέτη, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 30, 31.
[37] Κοδρικάς Παν., Ομιλίαι περί πληθύος κόσμων του κυρίου Φοντενέλ, εν Βιέννη της
Αουστρίας, εν τη ελληνικῂ τυπογραφίᾳ
Γεωργίου Βεντότη, 1794, σ. XLII.
[38] Κονδύλης Παν., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 284.
[39] Καθρέπτης
Γυναικῶν, ἐν
ᾧ
περιέχονται γραφικῶς αἱ
ἐν
τῇ παλαιᾷ
γραφῇ περιεχόμεναι σποράδην ἱστορίαι
κακῶν τε καί καλῶν
γυναικῶν συντεθεῖσαι μέν καί στιχουργηθεῖσαι παρά Κωνσταντίνου Δαπόντε, τοῦ μετονομασθέντος Καισαρίου, προσφωνηθεῖσαι δέ τῇ ἐκλαμπροτάτῃ
καί εὐσεβεστάτη δόμνῃ πάσης Μολδοβλαχίας κυρίᾳ
κυρίᾳ Ἑλένη Μαυροκορδάτῃ∙ τά νῦν πρῶτον τύποις ἐκδοθέν
δαπάνῃ τοῦ τιμιωτάτου κύρ Κωστῆ Ἀβράμη Νεοχωρίτου, ἐν Λειψίᾳ ἐν τῇ τυπογραφίᾳ
τοῦ Βρεϊτκόπφ 1766, τόμοι 2, εἰς 8ον Βλ. Ἀνδρέα Παπαδοπούλου Βρετοῦ, Νεολελληνική
Φιλολογία ἤτοι Κατάλογος τῶν
ἀπό
πτώσεως τῆς Βυζαντινῆς
Αὐτοκρατορίας μέχρι ἐγκαθιδρύσεως
τῆς ἐν
Ἑλλάδι
Βασιλείας τυπωθέντων βιβλίων παρ’ Ἑλλήνων
εἰς τήν ὁμιλουμένην
ἤ
εἰς τήν ἀρχαίαν
ἑλληνικήν
γλῶσσαν, Μέρος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1854, σ. 85-86, ἀρ. 235. Παπαδόπουλος Θωμάς, Ελληνική Βιβλιογραφία (1466-1800), τ. Α΄, Αθήνα 1984, σ. 141. <http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/4
/c.8/metadata-155-0000140.tkl, 4-7-2014>
[40] Βλ. Μαρούση Φωτ., Η γυναίκα στο έργο του Καισάριου Δαπόντε, ‘Καθρέπτης Γυναικών’, ό.π., σ.
36, 37.
[41] Βλ. Ό.π., σ. 39.
[42] Το εδάφιο απαντάται στην αντίστοιχη
ομιλία του Ιωάννη Χρυσοστόμου καθώς και του Ιωάννη Α΄ αρχιεπισκόπου
Θεσσαλονίκης.
[43] Κυριατζή
Αντ., Ιωάννης Α΄ αρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης (6ος -7ος αι.). Ιστορική-θεολογική
προσέγγιση, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2009: Εἰς
τήν Ἀποτομήν τοῦ
Τιμίου Προδρόμου, στ.
131: «…οὐκ οἶδας τί ἐποίησε
τῷ Σαμψών ἡ
γυνή∙ ἐξαπατήσασα γάρ τόν ἄνδρα παρέδωκεν αὐτόν τοῖς
ἀλλοφύλοις…» (Κρ. 16,4)
[44] Κυριατζή Αντ., ό.π.: Εις την Αποτομήν του Τιμίου Προδρόμου, στ.
139-146.
[45] Κυριατζή
Αντ., ό.π.: «Εἰς
τήν Ἀποτομήν τοῦ
Τιμίου Προδρόμου», στ.
146-147: «… Καί Δαβίδ ὁ
βασιλεύς οὐχί διά γυναικός ἤμαρτεν
τῷ Θεῷ;
Εὑρών καί δάκρυον μετανοίας ἐδικαιώθη
τῷ Θεῷ…». Β΄Βασ. 11,1-26. «…ὁ Ἀχαάβ
(Γ΄ Βασ. 16,28 κ.έ.) οὐχί
διά γυναικός ἀπώλετο; καί ὅσον
ἐνουθέτει
αὐτήν τοσοῦτον
ἐνέτεινε
τό ξίφος κατ’ αὐτοῦ,
διά τῆς κακῆς
διαγωγῆς αὐτῆς.
Τί γάρ μείζω εἶχε ποιῆσαι
ἡ
τούς προφήτην τοῦ Θεοῦ
ἀποκτείνασα
καί τούς ἱερεῖς
φυγαδεύσασα. Ἠλίας (Γ΄ Βασ. 17,22. 19,1 κ.έ.) ὁ
θεσβίτης ἀπό προσώπου αὐτῆς
οὐκ ἔφυγε,
τόν ἄνδρα αὐτῆς
ἀπέκτεινε,
διά τῶν ἒργων
αὐτῆς
παροργίσασα τόν Θεόν∙ ἀλλά καί αὐτή
κυνόβροτος γέγονεν∙ οὐ γινώσκεις ὅτι
γέγραπται[45] ‘ὅτι
ἀπό
τῆς συγκοίτου σου φυλάξαι τοῦ
ἀναθέσθαι’»
[46] Κυριατζή
Αντ., ό.π.: «Εἰς τήν Ἀποτομήν
τοῦ Τιμίου Προδρόμου», στ. 148-149: «Καί τόν σοφώτατον Σολομώντα (Γ΄Βασ.
11,1-11) οὐχί
αἱ γυναῖκες
ἐπλάνησαν;
…»
[47] Κυριατζή
Αντ., Ιωάννης Α΄ αρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης (6ος -7ος αι.). Ιστορική-θεολογική
προσέγγιση, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2009: «Εἰς τήν Ἀποτομήν τοῦ
Τιμίου Προδρόμου», στ. 152-156: «…ὁ Ἡρώδης
… πορευθείς πρός τήν προφητοκτόνον, πάντως ἀνήγγειλεν
αὐτῇ.
Ἡ
δέ ταῦτα ἀκούσασα
ἐταράχθη
καί ἐζήτει καθ’ ἑκάστην
εὐκαιρίαν οὐχ
ἵνα αὐτόν τιμήσῃ,
καθώς ἡ χήρα τόν Ἡλίαν[47]
ἢ
καί ὡς τόν Ἐλισαιέ
ἡ
σοναμῖτις (Δ΄ Βασ. 4,8-12) καί ἡ
Σάρρα σύν τῷ Ἀβραάμ
τούς ἀγγέλους (Γεν. 18,1-8) ἤ
καί ὡς Ἄννη
σύν τῷ Συμεῶνι
ὑποδεξαμένη
τόν σωτῆρα, ἡ
καί ἀνθομολογήσασα τῷ
Κυρίῳ διά τό καθαρόν τῆς
χηρείας αὐτῆς
(Λκ. 2,36-38) …».
[48] Κυριατζή
Αντ., ό.π.: «Εἰς τήν Ἀποτομήν
τοῦ Τιμίου Προδρόμου», στ. 157-162. «…Ἡρωδιάς
δέ ζήλῳ φερομένῃ,
καθώς Ἰεζάβελ κατά Ναβουθαί ἤ
καί ὡς Δαλιδά κατά τοῦ
ἰδίου
ἀνδρός
εὑροῦσα
οὖν εὔκαιρον
ἡμέραν
ἀνοσίας
γενομένης (ποίας ταύτης; ὅταν ὁ
διάβολος τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔαν
ἐκ
τοῦ παραδείσου ἐξέβαλλεν)
(Γεν.3,23) καί τοῦ ἀθλίου
γενεσίου γενομένου, ὠρχήσατο ἡ
θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος
(Μκ.6,22. Μτ.14,6) καί ἤρεσε τῷ
βασιλεῖ».
[49] Μαρούση Φωτ., Η γυναίκα στο έργο του Καισάριου Δαπόντε, ‘Καθρέπτης Γυναικών’, ό.π., σ.
24. Πρβλ. Καισάριου Δαπόντε, Κήπος Χαρίτων,
επιμ. Άλκης Αγγέλου, Αθήνα 1997, σ. 89.
[53] Κρικρή Πλάτωνος (Αρχιμ.), Διαμητροπολιτικό Δίκτυο Γυναικών στο
<www.ecclesia.gr/greek/ holySynod/commitees/woman/krikris_dyktio.html, 10-1-2015>