Του Ιωάννη Αντ. Παναγιωτόπουλου,
Επίκουρου Καθηγητή Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας
στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.Δημοσιεύτηκε στα Νέα
Η διείσδυση του Ευσεβισμού στην Ελλαδική Εκκλησία του 20ού αιώνα
συνιστούσε κίνδυνο θεολογικής αλλοίωσης με πολλαπλές εκκλησιαστικές
συνέπειες. Δημιούργησε δε κρίση στις σχέσεις με την ελληνική κοινωνία,
σχεδόν καταστροφική, όταν μεγάλη μερίδα εκπροσώπων του Ευσεβισμού
υποστήριξαν τη...
δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974). Αυτή ειδικά η κρίση γέννησε
διάφορα ρεύματα «απόκλισης» από το κίνημα του Ευσεβισμού. Ένα μεγάλο
μέρος «εκκλησιοποιήθηκε» με την προσέλευση στο μοναχισμό, ο οποίος
γνώρισε νέα άνθηση. Άλλοι πάλι επέλεξαν τις αγκάλες των «νεορθοδόξων»,
ενώ πολλοί εξ αυτών γοητεύτηκαν από τη θεολογική παραγωγή των σλαβόφιλων
θεολόγων που είχαν καταφύγει στη Δύση μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση
(1917). Το περίεργο είναι πως οι εν Ελλάδι θαυμαστές τους αγνοούσαν ότι η
παραγωγή αυτή είχε «ενισχυθεί» δραστήρια από τις δυτικές κυβερνήσεις,
προκειμένου να ανακοπεί ο προελαύνων τότε κομμουνιστικός κίνδυνος.
Το πρόβλημα, όμως, που γεννούσε η πνευματοκεντρική ευχαριστιακή εκκλησιολογία των σλαβόφιλων θεολόγων ήταν η αποσύνδεση από τη χριστοκεντρική εκκλησιολογία της Πατερικής Παράδοσης. Απέρριπταν τη χριστοκεντρική οντολογία της Εκκλησίας, αλλά και της θείας Ευχαριστίας. Έτσι, μεταξύ άλλων, οδηγούνταν στο καθόλα αυθαίρετο συμπέρασμα ότι ο επίσκοπος ασκεί εξουσία στην τοπική εκκλησία επειδή προΐσταται της ευχαριστιακής σύναξης, ενώ η εξουσία του προέρχεται από την αποστολική διαδοχή που χορηγήθηκε πλήρως από τον ίδιο τον Χριστό στους αποστόλους και στους διαδόχους τους, τους επισκόπους· «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ιω. 17, 22).
Υπό τους ανωτέρω όρους κρινόμενη η επιστολή του Αρχιεπισκόπου Τιράνων Αναστασίου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο (14.01.2019) στερείται ασφαλούς τεκμηρίωσης, καθώς προβάλει πλαγίως πλην σαφώς το εκκλησιολογικά μη παραδεκτό επιχείρημα ότι η Ενωτική Σύνοδος του Κιέβου (15.12.2018) κατέστη ατελής, αφού μετείχαν σε αυτήν επίσκοποι καθαιρεθέντες ή χειροτονηθέντες από καθαιρεθέντες. Βρίσκεται δε σε αναντιστοιχία προς τη Συνοδική Παράδοση της Ανατολής, αφού ακόμη και ιστορικά πρόσφατα η λύση του Σχίσματος της Βουλγαρικής Εκκλησίας (1945), παρά τον αφορισμό των πρωταίτιων του Σχίσματος από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, δεν έθετε ζητήματα κανονικότητας του κλήρου ή των τελεσθέντων μυστηρίων.
Η αμφισβήτηση από την Εκκλησία της Αλβανίας της κανονικότητας της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης απονομής της Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας από τον Οικουμενικό Θρόνο (6.1.2019), είναι αμφισβήτηση του ίδιου του καθεστώτος της Εκκλησίας της Αλβανίας, η οποία ανασυγκροτήθηκε με ενέργειες και αγώνες του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1992) παρά τις αντιδράσεις νεόκοπων φίλων της. Παράλληλα τότε είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται η στείρα και έμμεση αμφισβήτηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τους σλαβόφιλους κύκλους, που κορυφώθηκε με την άρνηση της Ρωσικής Εκκλησίας να συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Κρήτη (2016). Εκεί, και με τη συμμετοχή της Εκκλησίας της Αλβανίας, διασώθηκε η ενότητα της Ορθοδοξίας, και αποτράπηκαν τελικά τα σχέδια μετατροπής της σε μια «Ομοσπονδία Εκκλησιών», όπως ονειρευόταν κάποτε ο Τίτο και άλλοι κομμουνιστές ηγέτες των Βαλκανίων.
Αλλά όπως τότε αμφισβητήθηκε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας (2016) από ευσεβιστικούς κύκλους, έτσι και τώρα οι ίδιοι κύκλοι αμφισβήτησαν την επίλυση του ουκρανικού προβλήματος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο!