Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ


Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος στην Romfea. gr
Δικηγόρος
Διδάκτωρ του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ



Διάβασα με προσοχή την απάντηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου στο άρθρο μου και χαίρομαι, διότι μου δίδεται η ευκαιρία μέσα στα πλαίσια αυτού του διαλόγου, να βάλω κάποια πράγματα στη θέση τους.
Καταρχήν, θέλω να επισημάνω, ότι δεν υφίσταται αυτοκέφαλο κατ’ ακρίβειαν και αυτοκέφαλο κατ’ οικονομίαν. Μάλιστα, ο σεβαστός Καθηγητής Σ. Τρωϊάνος, τον οποίο επικαλείται στην απάντησή του ο Σεβασμιώτατος, στην σελίδα 134 της παλαιότερης έκδοσης του Εγχειριδίου Εκκλησιαστικού Δικαίου, απορρίπτοντας την περίπτωση αυτή επισημαίνει: «Εἶναι πολύ ἀμφίβολο, ἄν στό προκείμενο θέμα εἶναι ἐπιτρεπτή ἡ ἄσκηση οἰκονομίας, γιατί δέν εἶναι μέν ζήτημα δογματικό, ἀλλά πάντως ἀποτελεῖ θέμα ἰδιάζουσας βαρύτητας στήν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. »Ειδικότερα:
Η κανονική ακρίβεια και η οικονομία (άλλως εκκλησιαστική οικονομία) είναι αρχές ερμηνείας των ιερών κανόνων.
Η μεν αρχή της κανονικής ακρίβειας επιτάσσει την απόδοση του πραγματικού εννοιολογικού περιεχομένου των όρων του ερμηνευόμενου κανόνα.
Η δε αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας επιτρέπει την κατά περίπτωση παρέκκλιση από την γραμματική ερμηνεία του κανόνα, δηλαδή την κατά περίπτωση μη προσήλωση στην γραμματική ερμηνεία
Και στις δύο περιπτώσεις ερμηνείας απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη κανόνα ή κανόνων προς ερμηνεία. Στην περίπτωση όμως της παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, κανόνες έχουμε μόνο για την κανονική θεμελίωση του θεσμού.
Είναι οι κανόνες 12ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και 38ος της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου, οι οποίοι και επιδέχονται ερμηνείας βάσει των ερμηνευτικών αρχών.
Ως προς τον φορέα όμως ασκήσεως του δικαιώματος και ως προς την διαδικασία, με την οποία παραχωρείται το αυτοκέφαλο δεν έχουμε κανονικές διατάξεις. Συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχουν κανονικές διατάξεις, δεν τίθεται και θέμα αυτονοήτως ερμηνείας αυτών.
Οπότε, τίθεται το ερώτημα: Ως προς τα δύο αυτά ζητήματα, τι γίνεται; Από τους κανόνες 6ο και 7ο της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, 3ο της Β΄ Οικουμενικής συνόδου και 8ο της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου, οι οποίοι αναγνώρισαν τα πρεσβεία τιμής των Θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, προκύπτουν τα εξής:
Η Α΄ Οικουμενική σύνοδος με τους κανόνες τους περιέβαλε με τον τύπο του ιερού κανόνα το προϋφιστάμενο «έθος», το οποίο είχε ήδη ισχύ δικαίου, δηλαδή της υπερέχουσας θέσεως των Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Η Β΄ Οικουμενική με τον 3ο κανόνα της περιέβαλε με τον τύπο ιερού κανόνα την εθιμικώς αποδεκτή υπερέχουσα θέση της πρωτεύουσας του Κράτους, απόφαση η οποία επί της ουσίας δεν διαφοροποιείται και πολύ από το πνεύμα των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής.
Η δε Γ΄ Οικουμενική με τον 8ο κανόνα της περιέβαλε με τον τύπο του ιερού κανόνα επίσης προϋφιστάμενο έθος, αυτό της χειροτονίας των επισκόπων της Κύπρου από τους επισκόπους της επαρχίας αυτής.
Άρα, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι Οικουμενικές σύνοδοι δεν δημιούργησαν πρωτογενώς δίκαιο αλλά πανηγυρικώ τω τρόπω επιβεβαίωσαν προϋφιστάμενες της συγκλήσεώς τους καταστάσεις, κατ’ έθος καθιερωθείσες, οι οποίες ως τέτοιες συνιστούσαν δίκαιο.
Γι’ αυτό και δεν τέθηκε στις συνόδους αυτές θέμα συζητήσεως επί της ουσίας, αν δηλαδή η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια ή τα Ιεροσόλυμα είχαν ή όχι εθιμικώς υπερέχουσα θέση.
Ή αν η Κωνσταντινούπολη πρέπει ως πρωτεύουσα του Κράτους να έχει πρεσβεία τιμής. Ή αν όντως οι επίσκοποι της Κύπρου χειοροτονούσαν οι ίδιοι του επισκόπους τους ή όχι.
Εκ τούτου συνάγεται, ότι δεν υπάρχει εκ των ιερών κανόνων πρόβλεψη, για θεμελίωση αρμοδιότητας για επικύρωση ή και απόρριψη από Οικουμενική σύνοδο προϋφισταμένων αυτής εκκλησιαστικών καθεστώτων.
Ο θεσμός του αυτοκεφάλου επανέρχεται στο προσκήνιο πολλούς αιώνες μετά, με πρώτη περίπτωση της Εκκλησία της Ρωσίας.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την επί μακρόν τήρηση μιας ομοιόμορφης πρακτικής, κατά την οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς, εκδίδοντας σχετικό Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, αφού εξετάσει συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Η διαδικασία αυτή, όπως έχω ήδη εκθέσει σε προηγούμενο άρθρο μου, πληροί τις προϋποθέσεις του εθίμου, και συνεπώς συνιστά κανονική δέσμευση για όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, επέχουσα θέση ιερού κανόνα.
Οι εκάστοτε Πατριαρχικοί και Συνοδικοί Τόμοι, πλην αυτού που αφορά στην Εκκλησία της Γεωργίας, ουδεμία μνεία κάνουν περί αρμοδιότητας Οικουμενικής συνόδου για έγκριση του παραχωρούμενου από αυτούς αυτοκεφάλου καθεστώτος.
Και οι πράξεις αυτές, ως οι μόνες οι οποίες έχουν πλήρη και καθολική ισχύ στη σύνολη Ορθόδοξη Εκκλησία και ως οι μόνες οι οποίες παράγουν νομοκανονικά αποτελέσματα, είναι αυτές που αποτελούν πλήρη απόδειξη για τους νομοκανονολόγους. Στοιχεία, όπως επιστολές συνοδευτικές των αποφάσεων αυτών, δεν συνιστούν αποδείξεις.
Συνιστούν μόνον ενδείξεις, διότι δεν είναι επίσημες αποφάσεις, που έχουν ληφθεί από τα αρμόδια όργανα και συνεπώς δεν επιφέρουν για το λόγο αυτό και νομοκανονικά αποτελέσματα.
Συνιστούν έκθεση απόψεων, η οποία ως τέτοια δεν δύναται να αποτελέσει γνώμονα ορθής εφαρμογής ή ερμηνείας των κανόνων αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο συγκρίσεως ενισχυτικό της ορθής ή εσφαλμένης ερμηνείας αυτών.
Το αυτό ισχύει – επαναλαμβάνω για έναν κανονολόγο - και για τα προσυνοδικά κείμενα περί του τρόπου παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου καθεστώτος.
Τα κείμενα αυτά, από τη στιγμή που δεν μετουσιώθηκαν σε συνοδική απόφαση, παραμένουν απλώς προτάσεις, όχι αποφάσεις. Και βεβαίως, αποδεικνύουν πλήρως την πρόθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για εξεύρεση συναινετικής λύσεως, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται μερική παραίτηση αυτού από κανονικώς και ιστορικώς δικαιώματα του.
Όμως δεν παράγουν νομοκανονικά αποτελέσματα και δεν δεσμεύουν την Ορθόδοξη Εκκλησία.Συνεπώς, η θεμελίωση ισχυρισμών σε κείμενα ή έγγραφα, που δεν έχουν νομοκανονική υπόσταση και δεν επιφέρουν νομοκανονικές δεσμεύσεις αλλά συνιστούν προτάσεις και έκθεση απόψεων, πάσχει και κρίνεται ως απρόσφορη και αλυσιτελής.
Και νομίζω, ότι οι απόψεις μου αποδεικνύουν ακριβώς ένα πράγμα. Ότι έχω γνώση των πηγών, που ο Σεβασμιώτατος επικαλείται, αφού εγώ τις επεξεργάσθηκα και τις δημοσίευσα με τη συνεργασία του Γ. Λιάντα.
Αλλά ένας νομοκανονολόγος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί πηγές, που κινούνται στη σφαίρα των προθέσεων, γιατί θα οδηγηθεί σε παροχή εσφαλμένης συμβουλής.
Περαιτέρω, ως προς την επίκληση από τον Σεβασμιώτατο των απόψεων του σεβαστού Καθηγητή Σ. Τρωϊάνου στο προαναφερθέν Εγχειρίδιο, για να θεμελιώσει τις δικές του απόψεις, οι οποίες θεωρητικώς είναι υπέρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα επισημάνω δύο μόνο πράγματα: α) ο Καθηγητής είναι κατά της αρμοδιότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και υπέρ της αρμοδιότητας της Πανορθόδοξης συνόδου για την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος, τονίζοντας όπως μνημονεύει ο Άγιος Ναυπάκτου, ότι: «τή θέση τῆς πανορθόδοξης συνόδου δέν μπορεῖ νά πάρει ἄλλο ὄργανο, οὔτε καί αὐτή ἡ πατριαρχική σύνοδος». β) ο Καθηγητής συνδέει το «ατελές» των αποφάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου όχι με την παραχώρηση αυτοκεφάλου αλλά με την ανύψωση των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών σε Πατριαρχείο, που είναι άλλο ζήτημα.
Όπως επισημαίνει στο ίδιο βιβλίο, και στο οποίο παραπέμπει ο Άγιος Ναυπάκτου: «Ὅπως προκύπτει ἀπό ὅλους τούς σχετικούς συνοδικούς τόμους, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο –ἀναγνωρίζοντας προφανῶς τήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα οἰκουμενικῆς ἤ τοὐλάχιστον πανορθόδοξης συνόδου– δέν προχώρησε στήν ἀνακήρυξη τῶν αὐτοκεφάλων αὐτῶν ἐκκλησιῶν σέ πατριαρχεῖα, ἀλλά ἁπλῶς αὐτοδεσμεύτηκε δίνοντας ἀπό πρίν τή συναίνεσή του γιά τήν ἀνακήρυξη "ἐν Οἰκουμενικῇ ἤ καί μεγάλῃ ἄλλῃ Συνόδῳ ἐν πρώτῃ εὐκαιρίᾳ συνερχομένῃ", πού, ὅπως ρητά τονίζεται στό κείμενο τῶν τόμων, εἶναι ἁρμόδια σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια νά ἀποφαζίζει γιά τέτοια θέματα.
Ἑπομένως, ἡ διαδικασία γιά τήν ἀνύψωση τῶν ἐκκλησιῶν Σερβίας, Ρουμανίας καί Βουλγαρίας σέ πατριαρχεῖα ἀπό αὐστηρά νομική ἄποψη δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ».
Παρά ταύτα, θα προσπαθήσω απεκδυόμενος την ιδιότητα του νομοκανονολόγου, να δω το ζήτημα από την οπτική γωνία του Σεβασμιωτάτου, αποφεύγοντας εν γνώσει μου να επεκταθώ και στο θέμα της ανυψώσεως κατά πατριαρχική αξία ορισμένων Εκκλησιών. Αυτό ίσως μια άλλη φορά.
Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι τα υφιστάμενα μέχρι τη σύγκλησή της Οικουμενικής συνόδου αυτοκέφαλα καθεστώτα, θα πρέπει να τεθούν υπό την κρίση αυτής, όταν αυτή συγκληθεί.Σ’ αυτήν την περίπτωση έχουμε δύο λύσεις.
Α. Η μία λύση είναι αυτή της τυπικής αλλά πανηγυρικής επιβεβαιώσεως του προϋφισταμένου έθους, κατά το πρότυπο των Α΄ και Γ (και εμμέσως Β΄) Οικουμενικών συνόδων.
Και τούτο, διότι η διαδικασία παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, που ακολουθείται σταθερώς και κατ’ ομοιόμορφο τρόπο τους τελευταίους δύο αιώνες, συνιστά έθιμο.
Αν όμως δεχθούμε αυτή την άποψη, απορώ γιατί δημιουργείται ζήτημα. Θα έπρεπε να τίθεται τέτοιο θέμα για μια τυπική κατά τα λοιπά αρμοδιότητα Οικουμενικής συνόδου, της οποίας η σύγκληση μάλιστα είναι μέλλον και αβέβαιο γεγονός;
Όχι βέβαια. Οπότε, στην περίπτωση αυτή μιλάμε για θέμα εκ του μη όντος ή στην καλύτερη περίπτωση για ένα θέμα εντελώς θεωρητικό.
Β. Η δεύτερη λύση είναι αυτή της αναγνωρίσεως ουσιαστικής αρμοδιότητας της Οικουμενικής συνόδου επί των υφισταμένων αυτοκεφάλων καθεστώτων.
Στην περίπτωση αυτή, η Οικουμενική σύνοδος όταν συγκληθεί, θα εξετάσει από μηδενικής βάσεως όλα τα παραχωρηθέντα αυτοκέφαλα καθεστώτα και θα αποφανθεί ελευθέρως και αμετακλήτως.
Η εξέταση θα γίνει επί δύο βάσεων. Η μία βάση θα είναι η κανονικότητα της διαδικασίας εκδόσεως εκάστου Τόμου αυτοκεφαλίας, η άλλη βάση θα είναι η συμφωνία των επιμέρους όρων εκάστου Τόμου. Είναι ευχερώς κατανοητό, τι κινδύνους κρύβει αυτή η λύση για την ενότητα της Ορθοδοξίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, εμμένω στην άποψή μου, ότι στην πράξη δεν τίθεται θέμα αναμείξεως μιας μελλούσης να συγκληθεί Οικουμενικής συνόδου στον τρόπο παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος.
Και για αυτό το λόγο, δεν πρέπει καν να γίνεται συζήτηση περί αυτού. Η δε αναφορά στα προσυνοδικά κείμενα κατατάσσεται στην έκφραση προθέσεων και δεν έχει κανένα νομοκανονικό αποτέλεσμα, ιδίως μετά την απόρριψη της από την συμπερίληψη της στα θέματα της Πανορθόδοξης συνόδου.
Αν ποτέ αυτή η πρόταση εγκριθεί από Πανδορθόδοξη σύνοδο, τότε το ξανασυζητούμε το θέμα.