Η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ Στυλιανού Τσομπανίδη στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας
«Οδηγούμενοι από το Πνεύμα πρέπει να αναζητούμε όχι τις δυσκολίες στις δυνατότητες, αλλά κυρίως τις δυνατότητες στις δυσκολίες της προσέγγισής μας»
(Μητρ. Ανδριανουπόλεως Δαμασκηνός Παπανδρέου)
«Η Οικουμενική Κίνηση είναι… το μέγιστο
και πολυτιμότατο εκκλησιαστικό κεκτημένο του περασμένου αιώνα∙ η δε
τήρηση, η εμβάθυνση, ο εμπλουτισμός και η στερέωσή του συνιστούν το
κυρίως οφειλόμενο των χριστιανών, πρώτιστα των ηγετών και ποιμένων
αυτών, καθώς και των πάσης φύσεως θεολογικών Σχολών και Ιδρυμάτων κατά
τον τρέχοντα 21ο αιώνα». Τα παραπάνω λόγια του Αλέξανδρου Παπαδερού,
προσώπου καταξιωμένου μέσα από την πολύχρονη δράση του στον οικουμενικό
διάλογο, δηλώνουν ακριβώς αυτό που αποτέλεσε και το έργο της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσον αφορά στο οικουμενικό
καθήκον. Περιλαμβάνεται δε στους βασικούς στόχους του 8ου Συνεδρίου Ορθοδόξου Θεολογίας.
Α΄
Η απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
στην Κρήτη για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον» (στο εξής θα αναφέρεται και ως «εκκλησιολογικό
κείμενο») είναι ιστορική και σημαντική, γιατί:
-επισήμως επικυρώνει και εμπεδώνει, υπό
την επιτυχή προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και παρά
τους ομολογιακούς παροξυσμούς ορισμένων παραδοσιαρχικών κύκλων και τα
πυκνά «σύννεφα» που μαζεύτηκαν πάνω από την Oικουμενική Κίνηση τελευταία
25 χρόνια, τη βούληση της συνέχισης της ενεργού συμμετοχής της στην
Οικουμενική Κίνηση, καθώς επίσης και την υποχρέωση της Ορθοδοξίας να
διαλέγεται με τον «άλλον», με ανθρώπους άλλων πολιτισμών και άλλων
θρησκευτικών πεποιθήσεων.
-δεν υιοθετεί, παρά τις ανάλογες
προτάσεις, το μοντέλο της «οικουμενικότητας της επιστροφής» στους
διαλόγους και προσκαλεί τους άλλους χριστιανούς, όπως έκανε πάντοτε, να
τοποθετηθούν στην καθολική προοπτική που είχε η Εκκλησία κατά την πρώτη
χιλιετία. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, την επιστροφή ως επισυναγωγή όλων των
χριστιανών στην ενιαία πίστη των αποστόλων, των Πατέρων και των
Οικουμενικών Συνόδων.
-όχι μόνο αποφεύγει να κατατάξει τη
Χριστιανοσύνη σε αιρετικές και σχισματικές κοινότητες που απειλούν την
Ορθοδοξία, αλλά και υπενθυμίζει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρωτοστάτησε στη
σύγχρονη αναζήτηση της ενότητας μαζί τους και ότι μετείχε στην
Οικουμενική Κίνηση αφού αυτή, όπως δηλώνεται ρητά, «οὐδόλως τυγχάνει
ξένη πρός τήν φύσιν καί την ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’
ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός
νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» («Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας…», §4).
-κατέδειξε ότι η συνέχιση και ανάπτυξη
των σχέσεων με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο μέσω του διαλόγου ενισχύεται
από την προσευχή προς τον Χριστό: «Δεόμεθα ὅπως οἱ Χριστιανοί ἐργασθῶσιν
ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ
τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ‘γενήσεται μία ποίμνη, εἷς
ποιμήν’ (Ἰω. 10,16)» («Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας…», τελική φράση).
Είναι σίγουρο ότι στη Σύνοδο ψηλαφείται
καθαρά η Ορθοδοξία που είναι διαλεγόμενη και προσφέρεται. Διαβάζοντας
κανείς τις αποφάσεις της Συνόδου αντιλαμβάνεται ότι ο διάλογος ανήκει
στην ταυτότητα και την ουσία της Εκκλησίας. Αυτή είναι η ευθύνη της
Ορθοδοξίας μέσα στο χώρο και το χρόνο («Μήνυμα», §12) και περιγράφεται ως μαρτυρία εν διαλόγω («Εγκύκλιος», §20). Ως θεμέλιό της έχει τη μεγάλη αλήθεια ότι η Εκκλησία δεν ζει για τον εαυτό της («Εγκύκλιος»,
Πρόλογος, πρβλ. «Μήνυμα», Πρόλογος και Οικουμενικού Πατριάρχη
Βαρθολομαίου, «Εισηγητική ομιλία»). Αυτή η οπτική συμβαδίζει με την
κατανόηση του διαλόγου όχι μόνο ως διαλογικής μαρτυρίας αλλά και ως
λειτουργικής διακονίας, ως «λειτουργίας μετά τη Λειτουργία»
(«Εγκύκλιος», §6, «Μήνυμα» §2), υπογραμμίζοντας την κοινωνικοηθική και
ποιμαντική του αναγκαιότητα και προεκτάσεις.
Β΄
Ενώ όμως η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος
αποτελεί ένα μεγάλο βήμα ως προς την εδραίωση του οικουμενικού διαλόγου,
το βήμα αυτό έμεινε μετέωρο. Δεν μπόρεσε να εξηγήσει σε αυτούς με τους
οποίους διαλέγεται πώς βιώνει η Ορθοδοξία τη σχέση της μαζί τους και τι
είναι αυτοί για την Ορθοδοξία. Το ζήτημα αυτό αποτελεί τη λεγόμενη
«εκκλησιολογική πρόκληση». Υπάρχει ένα έλλειμμα, όχι ως προς την
κατανόηση της αυτοσυνειδησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά ως προς το
πώς την υποστηρίζει, πράγμα που επηρεάζει τη θεώρηση της εκκλησιαστικής
κατάστασης των χριστιανών με τους οποίους εδώ και πολλές δεκαετίες
διαλέγεται. Το θέμα αυτό προκάλεσε τις περισσότερες και πιο έντονες
συζητήσεις πριν και κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου και είναι
σίγουρο ότι θα συνεχίσει να απασχολεί και τη μετασυνοδική πορεία.
Εβδομήντα χρόνια μετά από την επίσημη
έναρξη της Οικουμενικής Κίνησης αποδεικνύεται ότι η εκκλησιολογική
θεώρηση την άλλων χριστιανικών Ομολογιών είναι ένα άλυτο πρόβλημα και ας
ρωτήθηκαν ξανά οι Ορθόδοξοι από την Ειδική Επιτροπή του ΠΣΕ πριν από
περίπου 15 χρόνια, με ένα συγκεκριμένο ερώτημα που άγγιζε το
εκκλησιολογικό τους νεύρο: «Υπάρχει χώρος για άλλες Εκκλησίες στην ορθόδοξη εκκλησιολογία; Πώς μπορεί να περιγραφεί αυτός ο χώρος και τα όριά του;».
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη από τη
δεκαετία του 1990, αναφερόμενο στην «εκκλησιολογική πρόκληση» μπροστά
στην οποία θέτει τις Εκκλησίες η συμμετοχή τους στην Οικουμενική Κίνηση
και η ύπαρξη του ΠΣΕ ως «κοινωνίας Εκκλησιών», είχε επισημάνει την
ανάγκη να διευκρινίσουν οι Εκκλησίες-μέλη την έννοια και την έκταση της
κοινωνίας που βιώνουν στο Συμβούλιο, καθώς επίσης και την εκκλησιολογική
σημασία της κοινωνίας, που είναι ο στόχος του Συμβουλίου και όχι μία
δεδομένη πραγματικότητα. Μέσα στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες και
μεταξύ τους υπάρχει ασυμφωνία και οι τοποθετήσεις είναι
αμφιταλαντευόμενες και ασυνεπείς, με αρνητικότατα αποτελέσματα όχι μόνο
στην κατάθεση μαρτυρίας προς τον έξω κόσμο αλλά και στη συμφωνία με τα
ίδια τα λόγια και τις πράξεις τους.
Μετά από πολλά χρόνια διαλόγου και επαφών
έχει καταστεί σαφές, το επιβεβαίωσαν επίσης τα γεγονότα και ο
προβληματισμός πριν και μετά τη Σύνοδο, ότι για να επιτευχθεί πρόοδος
στην πορεία για πλήρη και αμοιβαία αναγνώριση και κοινωνία, πρέπει οι
Εκκλησίες να απαντήσουν στο ερώτημα πώς κατανοούν και υποστηρίζουν την
εκκλησιαστική τους ταυτότητα και πώς θεωρούν την εκκλησιαστική κατάσταση
άλλων Εκκλησιών και άλλων χριστιανών. Γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη
και οφείλει σύνολη η Ορθοδοξία να δώσει μια απάντηση στους άλλους αλλά
και στον ίδιο τον εαυτό της.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό επηρεάζει
αναμφισβήτητα όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται οι Ορθόδοξες
Εκκλησίες με τις άλλες Εκκλησίες, αλλά και την κατανόηση της
αναγκαιότητας του στόχου της Οικουμενικής Κίνησης και τη συμμετοχή τους
σε αυτή, όπως επίσης και τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθηθεί από τους
χριστιανούς για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας. Ακόμη, από
την απάντηση του ερωτήματος αυτού, καθορίζεται ουσιαστικά και ο τρόπος
με τον οποίο οι Εκκλησίες αντιμετωπίζουν τις άλλες θρησκείες και
φαίνεται κατά πόσο η Ορθοδοξία επιθυμεί το διάλογο και τη συνεργασία όχι
μόνο με τους εκκλησιαστικούς και τους θρησκευτικούς, αλλά και με
κοινωνικούς εταίρους για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της
ειρήνης και της δικαιοσύνης. Αφορά δηλαδή στην όλη παρουσία και
μαρτυρία της Εκκλησίας στον κόσμο.
Πριν από τη Σύνοδο υπήρχε συμφωνία σε
πανορθόδοξο επίπεδο στο ότι πρέπει να ξεκινήσει μια διαδικασία μελέτης
του καυτού αυτού θέματος, προκειμένου να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη
σαφήνεια και συμφωνία, λαμβανομένων υπόψη και των προκλήσεων που
αντιμετωπίζουν οι Εκκλησίες μέσα σε ένα πλουραλιστικό και
πολυθρησκευτικό περιβάλλον.
Εξάλλου, από την αρχή της προσυνοδικής
πορείας είχε τεθεί ως στόχος, για την καλή διεξαγωγή του διαλόγου και
για μια ουσιαστική ορθόδοξη συμβολή στην υπόθεση της χριστιανικής
ενότητας, να αποσαφηνιστούν οι εκκλησιολογικές αρχές και η
εκκλησιολογική βάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας αναφορικά με τη συμμετοχή
της στην Οικουμενική Κίνηση.
Η Σύνοδος όχι μόνο δεν έλυσε το πρόβλημα,
αλλά πήγε κατά κάποιον τρόπο και πιο πίσω από την πιο επίσημη, έως
τη σύγκλησή της, σε πανορθόδοξο επίπεδο τοποθέτηση για το ζήτημα
της σχέσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τα εκτός των ορίων αυτής
υφιστάμενα χριστιανικά σώματα που έγινε το 1986 στην Γ΄ Προσυνοδική
Διάσκεψη με τα κείμενα «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση» και
«Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον».
Η Γ΄ Προσυνοδική ήταν αυτή που ασχολήθηκε
πολύ σοβαρά με το επίμαχο θέμα αν οι ετερόδοξοι μπορούν να ονομαστούν
Εκκλησίες. Μετά από έναν γόνιμο προβληματισμό η Διάσκεψη δήλωσε ομόφωνα:
«Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως ούσα η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, έχει πλήρη συνείδησιν της ευθύνης αυτής δια την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, αναγνωρίζει την πραγματικήν ύπαρξιν όλων των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» («Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας…», §2).
Η συγκεκριμένη παράγραφος μαζί με την 1η
παράγραφο του κειμένου-απόφαση «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική
Κίνηση» που αναφέρει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τη βαθιά πεποίθηση και
την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία ότι «αποτελεί τον φορέα» και δίνει
μαρτυρία της πίστεως και της παραδόσεως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας αποτέλεσαν την πιο βαθιά εκκλησιολογική θεμελίωση
της ορθόδοξης συμμετοχής στην Οικουμενική Κίνηση που είχε γίνει μέχρι
εκείνη τη στιγμή. Βεβαίως, δεν έδινε ευθεία και τελειωτική απάντηση στο
ερώτημα, όμως, εξέφραζε μια ολόκληρη εποχή κατά την οποία η ορθόδοξη
εκκλησιολογία είχε αποκτήσει έναν δυναμικό χαρακτήρα και είχε αφήσει
πίσω της την ομολογιακή και ιδρυματική αντίληψη της Εκκλησίας, η οποία
διακατέχεται από την απόλυτη σιγουριά για την ύπαρξη ήδη από τώρα της «ecclesia triumphans».
Όπως είναι γνωστό τα δύο
κείμενα-αποφάσεις του 1986 δεν έφτασαν αυτούσια στη Σύνοδο. Μετά από
έντονες συζητήσεις και πολλές προταθείσες τροπολογίες στο λεγόμενο
εκκλησιολογικό κείμενο που έγινε αποδεκτό και υπεγράφη από τη μεγάλη
πλειοψηφία των μελών της Συνόδου απαλείφθηκε ο όρος «Εκκλησίαι» (πρβλ.
π.χ. §§19, 20 και 21)[1]
για τον χαρακτηρισμό των άλλων χριστιανικών ολοτήτων και εταίρων στον
οικουμενικό διάλογο και η φράση στην επίμαχη παράγραφο 6 έγινε: «ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται [αντί: αναγνωρίζει] τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν [αντί: ύπαρξιν] τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων [προστέθηκε] ἑτεροδόξων
χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» (η υπογράμμιση δική μου). Η
εγκριθείσα αυτή φράση θεωρήθηκε ασαφής και ανοικτή σε ποικίλες
ερμηνείες.
Ένας αισιόδοξος αναγνώστης με οικουμενική
προοπτική θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η φράση αυτή εκφράζει αυτό που
χρόνια ορθόδοξοι κληρικοί και ιεράρχες πράττουν στην Οικουμενική Κίνηση.
Χρησιμοποιούν τη λέξη ως τεχνικό όρο, «εν τω κοινώ λόγω», συμβατικά και
κατ’ οικονομίαν, για να δηλώσουν την αναντίρρητη ύπαρξη μέσα στο
χριστιανικό κόσμο άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών, χωρίς αυτό να σημαίνει
αναγνώριση της ορθότητας της πίστης τους. Τελικά, ίσως εκφράζει αυτό που
είναι ξεκάθαρο από τα πρώτα βήματα της οικουμενικής προσπάθειας, ότι
δηλαδή η Ορθοδοξία «απορρίπτει τη σχετικιστική θέση εκείνων που θα
θεωρούσαν όλες τις Εκκλησίες ως εξίσου έγκυρες εκφράσεις της μιας
αόρατης Εκκλησίας, καθώς και την ανελαστική στάση εκείνων που αρνούνται
το δικαίωμα σε οποιεσδήποτε άλλες εκτός από τη δική τους Εκκλησία να
αυτοαποκαλούνται Εκκλησίες του Χριστού»
Από την άλλη πλευρά, εάν διαβάσει κανείς
τη φράση μαζί με άλλες προτάσεις που προστέθηκαν ή τροποποιήθηκαν,
δηλαδή μέσα στην όλη συνάφεια του κειμένου, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει
ότι η φράση υπονοεί κάποιου είδους εκκλησιολογική αποκλειστικότητα με
σκοπό να καθησυχάσει τις ανησυχίες των αντιδρώντων εντός των κατά τόπους
Ορθοδόξων Εκκλησιών για τους συνεχιζόμενους διμερείς και πολυμερείς
θεολογικούς διαλόγους.
Πάντως, όπως και αν θεωρηθεί η
τροποποίηση στην παράγραφο 6, το ερώτημα για το πώς εκλαμβάνονται οι
ετερόδοξοι από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, καθώς και ο βαθμός της σχέσης
τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία παραμένουν αδιευκρίνιστα. Ακόμη και
σήμερα δεν έχουν παύσει οι αμφίρροπες ερμηνείες, αξιολογήσεις και
αναφορές στο θέμα αυτό, όπως είχαν οραματιστεί οι πρωτεργάτες της
προσυνοδικής πορείας, και δεν έχει εκλείψει και ο «διχασμός» σε
«συντηρητικούς» και «νεωτεριστές», σε «παραδοσιακούς» και
«οικουμενιστές», σε «πλειοδότες» και «μειοδότες» της ορθοδοξίας, σε
πιστούς και σε λιγότερο πιστούς στην Εκκλησία και στη διδασκαλία της.
Ισχύει στο ακέραιο η προτροπή, ήδη από τη δεκαετία του ’80, του
«Πατριάρχη των Διαλόγων» του Παρθένιου του Γ΄ (του μακαριστού Πάπα και
Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής): «Χρειάζεται να πούμε
ειλικρινά, με θάρρος και τόλμη, και στους εαυτούς μας και σε όσους
διαλέγονται μαζί μας, πώς τους βλέπομε, πώς τους νοιώθουμε, τι είναι για
μας. Παραδεχόμεθα ότι είναι και αυτοί Εκκλησία; Δεν χρειάζεται η
απάντησις να είναι ‘ήξεις αφήξεις’, ίσως, εάν, και τα παρόμοια. Είναι
έξω από την Εκκλησίαν; Είναι μέσα εις την Εκκλησίαν; Να το πούμε
ολοκάθαρα. Δεν χρειάζεται να μας πουν οι άλλοι τι σκέπτονται για μας.
Για μας η αλήθεια και η αγάπη ζητεί να πούμε εμείς ποια στάση έχομε, και
πώς τους βλέπομε, χωρίς φόβο και πάθος. Η απάντηση θα βοηθήση τον
διάλογο, είτε είναι θετική, είτε είναι αρνητική».
Επιστρέφοντας τώρα στη κριτική των
κειμένων και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, αξίζει να σημειώσουμε ότι
ο αναγνώστης πολύ εύκολα διακρίνει έναν απολογητικό τόνο στην εναγώνια
προσπάθεια της Συνόδου να κατασιγαστούν οι πολλές και έντονες,
καλόπιστες ή κακόπιστες, ανησυχίες όσων αντιδρούν στους διαλόγους με τη
συνεχή διαβεβαίωση και στο εκκλησιολογικό κείμενο και στο «Μήνυμα» και
«στην «Εγκύκλιο» ότι οι διάλογοι δεν αποτελούν συμβιβασμό σε ζητήματα πίστεως.
Επίσης, ο πλεοναστικός και τραχύς τρόπος
έκφρασης της προσθήκης στην παράγραφο 21 του εκκλησιολογικού κειμένου
ότι όσον αφορά στα θεολογικά κείμενα των οικουμενικών διαλόγων «ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως
καί τάξεως, διότι αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καί Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν
ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας» (η υπογράμμιση δική μου), μπορεί να κατανοηθεί, όχι
εσφαλμένα, ως παραχώρηση προς τους αντιπάλους του οικουμενικού διαλόγου
εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εάν η πρόταση διαβαστεί μαζί με εκφράσεις
όπως λόγου χάρη: η Ορθόδοξη Εκκλησία «επιδεικνύει ευαισθησίαν έναντι
εκείνων, οι οποίοι διέκοψαν την μετ’ αυτής κοινωνίαν» («Εγκύκλιος» §20),
δημιουργείται η εντύπωση ότι οι χωρισμοί οφείλονται αποκλειστικά σε
λάθη των άλλων που απομακρύνθηκαν. Έτσι, υποστηρίζεται ένα είδος
πατερναλισμού, επάρκειας και «αυτάρκειας καθολικότητας», νοοτροπίας
ξένης προς τη δυναμική εκκλησιολογία που ανέπτυξε η Ορθοδοξία από την
έναρξη της προσυνοδικής πορείας τη δεκαετία του 1960. Η εντύπωση αυτή
επιτείνεται από την επαναλαμβανόμενη στα κείμενα επωδό περί «μαρτυρίας
της Ορθοδοξίας», η οποία κατανοείται ως μία μονόδρομη κίνηση προς τα
έξω, χωρίς ετοιμότητα αντίδοσης, αλληλοπλουτισμού και αλληλοπεριχώρησης.
Αυτό το πνεύμα δεν έχει καμία σχέση με τις δηλώσεις π.χ. της Α΄
Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης στο Σαμπεζύ το 1976 που υπογράμμιζαν
ότι η μαρτυρία της Ορθοδοξίας είναι «διπλής ωφελείας», είναι μετάδοση
και λήψη.
Γ΄
Παρ’ όλα αυτά η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος
ανοίγει μεγάλες δυνατότητες για την αντιμετώπιση της εκκλησιολογικής
πρόκλησης που έχει να αντιμετωπίσει η Ορθοδοξία κατά τη μετασυνοδική
πορεία.
1. Είναι ιδιαίτερα
αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στο πρώτο κεφάλαιο της «Εγκυκλίου» που
καταπιάνεται με την Εκκλησιολογία και σκιαγραφεί σε γενικές γραμμές πώς
αυτοκατανοείται σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει η διατύπωση: «Ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστή εἰς τήν ὁμόφωνον ταύτην ἀποστολικήν παράδοσιν
καί μυστηριακήν ἐμπειρίαν, ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικήν συνέχειαν
τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὕτη
ὁμολογεῖται εἰς το Σύμβολον τῆς πίστεως καί βεβαιοῦται διά τῆς
διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας» (πρβλ. «Μήνυμα» §1, η υπογράμμιση
δική μου).
Η έκφραση «αυθεντική συνέχεια» υπερβαίνει
την αποκλειστική, ομολογιακή αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θα
μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή η επιλογή της έκφρασης, χωρίς να
υπερτιμάται, κινείται στην κατεύθυνση της Γ΄ Προσυνοδικής και θα
μπορούσε να αποτελέσει ένα βήμα για την αποσαφήνιση του όλου
εκκλησιολογικού θέματος. Με την έκφραση «αποτελεί την αυθεντική
συνέχεια» -«αποτελεί τον φορέα» ανέφερε η Γ΄ Προσυνοδική- η θεμελιώδης
αξίωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι ταυτίζεται με τη Μία, αληθινή
Εκκλησία γίνεται πιο ευρύχωρη μην εμποδίζοντας την αποδοχή της
πραγματικότητας ότι και άλλα μέλη μπορούν να προβάλλουν την κοινή
αυτοσυνειδησία ότι συνεχίζουν να είναι μέλη της Εκκλησίας.
Αυτή η αντίληψη στηρίζεται στη βασική
εκκλησιολογική θέση ότι η Εκκλησία του Χριστού στη φάση της επί γης
στράτευσης έχει την αλήθεια «εν οστρακίνοις σκεύεσιν» (Β΄ Κορ. 4,7), δεν
κατέχει την αλήθεια, αλλά μετέχει σε αυτή. Αφήνει δε
ουσιαστικά περιθώρια για σοβαρή αντίδοση και αμοιβαίο εμπλουτισμό. Στην
πρόταση αυτή εντοπίζονται οι δύο βασικές όψεις της Ορθόδοξης
Εκκλησιολογίας εναρμονισμένες επιτυχώς. Κινείται στη διαλεκτική της
αυστηρότητας της «ακρίβειας» και στην ευαισθησία της «οικονομίας», στη
διάκριση των ορίων της Εκκλησίας σε κανονικά και χαρισματικά, που δεν
συμπίπτουν πάντοτε.
2. Η Ορθόδοξη Εκκλησία,
δίνοντας χώρο στον «άλλο» και κάνοντας καθ’ όλη τη διάρκεια της
οικουμενικής πορείας χρήση του όρου «Εκκλησία» ως τεχνικού όρου,
συμβατικά και κατ’ οικονομίαν ζει με την ελπίδα ότι τα στοιχεία της
αλήθειας ή τα «εκκλησιαστικά στοιχεία» («elementa ecclesiae»)
που αναγνωρίζει τώρα στις άλλες Εκκλησίες θα οδηγήσουν στην αναγνώριση
της όλης αλήθειας και στην ενότητα που θα βασίζεται πάνω σε αυτή την
αλήθεια. Αυτό είναι σύμφωνο με τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις της
γνωστής «Δήλωσης του Τορόντο» (1950), η οποία θεωρείται από την Ορθόδοξη
Εκκλησία ως «βασικός χάρτης» και προϋπόθεση για τη συνεχή συμμετοχή
τους στο Συμβούλιο, όπως επιβεβαιώθηκε και στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
(«Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας…», §19).
Σε σχέση με αυτό,
3. είναι άκρως θετικό το
γεγονός ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αντιλαμβάνονται σήμερα πως στα
πλαίσια του εκκλησιολογικού διαλόγου της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» έχει
διανυθεί πολύς δρόμος και ότι είναι αξιόλογη η σύγκλιση που
παρατηρείται στην πορεία από το Κείμενο της Λίμα (ή ΒΕΜ=Baptism,
Eucharist, Ministry) έως το πρόσφατο κείμενο «Εκκλησία: προς ένα κοινό
όραμα». Γι’ αυτό και στο κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς
τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» αναφέρεται ρητά -παρά τις επιφυλάξεις σε
κεφαλαιώδη ζητήματα πίστης και τάξης- ότι εκτιμώνται θετικά τα
θεολογικά κείμενα της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» και θεωρούνται ότι
αποτελούν αξιόλογο βήμα στην Οικουμενική Κίνηση για την προσέγγιση των
χριστιανών (§21).
Μέσα σε αυτή τη νέα οικουμενική
πραγματικότητα λοιπόν δημιουργούνται νέες δυνατότητες για την Ορθόδοξη
Εκκλησία προκειμένου να προχωρήσει πιο πέρα από τον λεγόμενο
«εκκλησιολογικό αγνωστικισμό», που πρεσβεύει: «γνωρίζουμε πού είναι η Εκκλησία, δεν μπορούμε όμως να πούμε πού δεν είναι
η Εκκλησία» και να γίνει πιο «καταφατική» σε σχέση με το ερώτημα πώς
βλέπει το εκκλησιολογικό status των Χριστιανών που βρίσκονται εκτός των
κανονικών ορίων της Ορθοδοξίας.
Παρ’ ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν
αναγνωρίζει εαυτήν στην πίστη και την πράξη των άλλων Εκκλησιών ούτε
σχετικοποιεί τα υφιστάμενα όρια και τις διαφορές, δεν παραβλέπει ότι ο
βαθμός της αμοιβαίας αναγνώρισης που υπάρχει σήμερα επιτρέπει στις
Εκκλησίες, χωρίς να εξαλείφουν τα εμπόδια, να απαντούν μαζί σε μεγάλο
αριθμό οικουμενικών ερωτήσεων. Αυτό γίνεται αντιληπτό από τη Σύνοδο, γι’
αυτό πολύ σωστά στο εκκλησιολογικό κείμενο αναφέρεται ότι οι σχέσεις
της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τις άλλες ετερόδοξες Εκκλησίες και
Ομολογίες πρέπει νά στηρίζονται στην όσο το δυνατό ταχύτερη καί
αντικειμενικότερη αποσαφήνιση τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος (§6). Θα
ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και αποτελεσματικό εάν η Ορθόδοξη Εκκλησία
κατέβαλε προσπάθεια συνεννόησης και ερχόταν ακόμη πιο κοντά με τις
πλησιέστερα σε αυτήν Εκκλησίες, με αυτές στις οποίες αναγνωρίζει
περισσότερα στοιχεία της αληθούς Εκκλησίας του Χριστού, πράγμα που θα
διευκόλυνε τη γενική πορεία προς την ενότητα των Εκκλησιών στο μέλλον.
Αυτή η μέθοδος είναι παλιά και έχει προταθεί από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, το οποίο προέτρεπε δια στόματος του καθηγητή Αμ. Αλιβιζάτου
ήδη το 1920 να καταβληθεί προσπάθεια ώστε να συρραφθούν «πρώτα τα προς
άλληλα συγγενή και πλησιέστερα τεμάχια τού ποτε αράφου χιτώνος του
Χριστού».
4. Για μια πιο
συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα πώς βλέπει η Ορθόδοξη Εκκλησία τις
άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες μπορεί κατά τη μετασυνοδική πορεία να
χρησιμεύσει εκτός από την ερμηνεία της περιγραφής της αυτοσυνειδησίας
της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «αυθεντικής συνέχειας» της Una Sancta και η
ερμηνεία της παραγράφου 20 του εκκλησιολογικού κειμένου: «αἱ προοπτικαί
τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ
χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς
ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη
διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως».
Χρειάζεται να αναζητηθεί ο «νους» και ο
σκοπός της προγενέστερης κανονικής παράδοσης και να γίνει αναλογική κατ’
οικονομίαν εφαρμογή του πνεύματος των κανόνων μέσα στη νέα
πραγματικότητα της σύγχρονης Οικουμενικής Κίνησης, των ειρηνικών
διαλόγων και των θετικών καρπών τους. Για την αναλογική εφαρμογή του
πνεύματος κανόνων πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να ληφθεί σήμερα υπόψη ότι ο
λοιπός χριστιανικός κόσμος ούτε τις βαρύτατες κακοδοξίες των αιρετικών
της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων ασπάζεται, ούτε εχθρικώς προς την
Ορθόδοξη Εκκλησία διάκειται, ούτε προσηλυτισμό ασκεί, ούτε έχει
καταδικαστεί συνοδικά. Έχει μάλιστα ιδιαίτερη σημασία ότι τα μέλη τους
βαπτίζονται στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Το εκκλησιολογικό κείμενο δίνει
αφορμή για τη σκέψη ότι η αναλογική εφαρμογή του πνεύματος κανόνων
-όπως οι 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων, που
αναφέρονται στην παράγραφο 20 της Ε΄ Προσυνοδικής, καθώς και στην
αγγλική και ρωσική διατύπωση του κειμένου-απόφαση της Συνόδου- στη νέα
πραγματικότητα της σύγχρονης Οικουμενικής Κίνησης και των ειρηνικών
διαλόγων, συνεπάγεται την αναγνώριση του «υποστατού» ή και του «εγκύρου»
του Βαπτίσματος. Η σκέψη αυτή αποφεύγεται και ας έχει προβληθεί το
βάπτισμα από τη Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Πόρτο Αλέγκρε ως βασικό
εκκλησιολογικό κριτήριο για μία συνεπή θεολογική προσέγγιση του
ζητήματος της ενότητας της Εκκλησίας και για μία υπεύθυνη και παραδεκτή
σύγκλιση των εκκλησιολογιών. Αυτό είχε συζητηθεί άλλωστε και σε
ενδοορθόδοξο πλαίσιο στη Διάσκεψη της Σόφιας το 1981, η οποία κατέθεσε
για πρώτη φορά κωδικοποιημένα τα ορθόδοξα αιτήματα (desiderata)
και ζητούσε να συμπεριληφθεί το βάπτισμα στη «Βάση» του ΠΣΕ ή
τουλάχιστον στα κριτήρια για την αποδοχή νέων μελών. Πάντως η αμοιβαία
αναγνώριση του βαπτίσματος θα είχε σημαντικές συνέπειες για τη θεώρηση
της εκκλησιαστικής κατάστασης άλλων Εκκλησιών και άλλων Χριστιανών. Θα
εξάλειφε ένα θεμελιώδες εμπόδιο στην πορεία προς την ενότητα. Βεβαίως,
δεν θα σήμαινε ακόμη ότι υπάρχει πλήρης ενότητα στην πίστη, προϋπόθεση
μεγάλης σημασίας για την αποκατάσταση της κοινωνίας στο ποτήριο της
Ευχαριστίας.
5. Εκτός από τα παραπάνω
ευαίσθητα θεολογικά-δογματικά θέματα στην εκκλησιολογικό πρόκληση
ανήκει επίσης η αντιμετώπιση του σοβαρότατου κινδύνου από την αναρρίπιση
του φονταμενταλισμού εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με κύριο
χαρακτηριστικό τον αντιοικουμενισμό, καθώς και της συνακόλουθης ευθύνης
της να περιφρουρήσει την ενότητά της, προλαμβάνοντας αυτούς που
καραδοκούν να καταφέρουν πλήγματα στο σώμα της. Πολύ σωστά η Σύνοδος
προβάλει το σοβαρό αυτό πρόβλημα και το καταδικάζει («Σχέσεις της
Ορθοδόξου Εκκλησίας…», §22, πρβλ. «Εγκύκλιο». §17, «Μήνυμα», §4). Η
ομόφωνη καταδίκη από τη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των σεκταριστικών
αντι-οικουμενικών ομάδων καταδεικνύει όχι μόνο την επιβεβαίωση για τη
συνέχιση της ενεργού συμμετοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οικουμενική
Κίνηση αλλά και τη βούληση να μην επιτρέψει τη μετατροπή της από
«καθολική» και «κατά την οικουμένην» Εκκλησία που είναι, σε μία
εσωστρεφή και αυτάρεσκη ομάδα, σε ένα «γκέτο» στο περιθώριο της
ιστορίας, ξένου προς τους αγωνιώδεις προβληματισμούς του σύγχρονου
κόσμου και αδιάφορου να δείξει σε αυτόν το αληθινό μήνυμα του
Ευαγγελίου.
Το θέμα αυτό, που αποτελεί από τις πιο
σοβαρές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει σύνολη η Ορθοδοξία,
συνδέεται με την έλλειψη επαρκούς και απροκατάληπτης ενημέρωσης του
πληρώματος της Εκκλησίας, κλήρου και λαού, για τα ζητήματα της
Οικουμενικής Κίνησης. Επανειλημμένα έχει επισημανθεί σε διορθόδοξο
επίπεδο ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αναζήτησης της χριστιανικής ενότητας
και καταλλαγής δεν θα έχει αποτελέσματα, εάν δεν ξεκινάει από τη «βάση».
Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο οικουμενικό όραμα μπορεί να
διαρθρωθεί και να εκπληρωθεί μόνο όταν αυτή συμμετέχει στη «βάση». Η
συμμετοχή της μάλιστα θα ήταν περισσότερο αποτελεσματική εάν δινόταν
μεγαλύτερη προσοχή στον καταρτισμό κληρικών και λαϊκών, ανδρών και
γυναικών, στα οικουμενικά θέματα. Η παράκαμψη μεγάλου μέρους του λαού
και του κλήρου και η έλλειψη ενημέρωσής του είναι οι κυριότεροι λόγοι
που οδηγούν στην αδιαφορία και την άρνηση της Οικουμενικής Κίνησης. Σε
αυτό οφείλεται και η παράλυση κάθε προσπάθειας για δράση και εφαρμογή
αυτών που αποφασίζονται. Είναι ευκαιρία κατά τη μετασυνοδική πορεία να
αλλάξουν τα πράγματα και να γίνουν αυτοδιορθωτικές κινήσεις και στο θέμα
αυτό.
Γενικό συμπέρασμα: στην Αγία και Μεγάλη
Σύνοδο επαληθεύτηκε η άποψη ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται σε μια
δυναμική εκκλησιολογική διαδικασία» και ότι «η θεολογία περί Εκκλησίας
ευρίσκεται ακόμη ‘im Werden’», όπως έλεγε ο πρύτανης της ορθόδοξης
θεολογίας του 20ού αιώνα π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Για να αντιμετωπίσει η
Ορθόδοξη Εκκλησία την «εκκλησιολογική πρόκληση» κατά τον 21ο
αιώνα οφείλει να βαδίσει στο δρόμο που άνοιξε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος
και να συνεχίσει την πορεία προς την ανακαίνισή της, προς μια συνεχή
εμβάθυνση στην ουσία της Ορθοδοξίας. Οι Ορθόδοξοι οφείλουν να θυμηθούν
την πρώτη προϋπόθεση για μια αξιόπιστη μαρτυρία στο σύγχρονη οικουμένη
που οι ίδιοι με άλλη ευκαιρία έχουν επισημάνει, ότι δηλαδή «πρέπει να
μεταστρέφονται με ολοένα και περισσότερη πληρότητα στην πίστη τους και
σε μια ζωή που να ανταποκρίνεται στην κλήση του Θεού: ‘ίνα πάντες έν
ώσιν’ (Ιω 17,21)». Ή όπως με απαράμιλλο τρόπο υπογραμμίστηκε στην Έκθεση
της Διορθοδόξου Συσκέψεως Ορθοδόξων και Ορθοδόξων μη Χαλκηδονίων
Εκκλησιών (Σαμπεζύ, 1991): «… μία ηυξημένη Ορθόδοξος συμμετοχή εις την
οικουμενικήν αναζήτησιν της ενότητος των Χριστιανών εις τρόπον ώστε η
μαρτυρία ημών προς τον κόσμον να αποβή αξιόπιστος, απαιτεί μίαν
αδιάκοπον μεταστροφήν των Ορθοδόξων προς μίαν συνεχώς εξαγνιζομένην
Ορθοδοξίαν».
[1]
Είναι σημαντικό εδώ να σημειωθεί, λαμβάνοντας υπόψη και τις σημαντικές
παρατηρήσεις του καθηγητή Γ. Μαρτζέλου στο άρθρο του «Το κείμενο της Ε΄
Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως για τις ‘Σχέσεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον’ και η Αγία και Μεγάλη
Σύνοδος», ότι για να κατασιγάσουν οι ακραίες φωνές που ακούγονταν μέσα
στα πλαίσια των τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών σχετικά με τον
χαρακτηρισμό των ετεροδόξων χριστιανικών κοινοτήτων ως «ετεροδόξων
Εκκλησιών και Ομολογιών» σε διάφορα σημεία όπου γινόταν λόγος για άλλες
χριστιανικές «Εκκλησίες και Ομολογίες», η φράση αυτή διαγράφηκε. Αντ’
αυτής γίνεται πλέον λόγος στο εκκλησιολογικό κείμενο για «λοιπούς
χριστιανούς» (§6), για «όσους πιστεύουν εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ως
Θεόν και Σωτήρα» (§19) και για «λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» (§20).
Παρόμοιες τοποθετήσεις συναντώνται και στο «Μήνυμα» και στην «Εγκύκλιο».
Έτσι, δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα σχετικά με το πλαίσιο των
σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, γιατί
δίνεται η εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διαλέγεται θεολογικά με τους
χριστιανούς ως μεμονωμένα άτομα και όχι με τις ετερόδοξες Εκκλησίες και
Ομολογίες. Αυτό φανερώνει ότι δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη ούτε τα
παραδείγματα προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας που
αντιμετώπισαν παρόμοιας φύσεως προβλήματα, αναφερόμενοι σε Χριστιανούς
αποκομμένους από την κοινωνία της «μιας, αγίας, καθολικής και
αποστολικής Εκκλησίας», ούτε η διαχρονικώς πάγια χρήση του όρου στα
πλαίσια της Οικουμενικής Κίνησης, ούτε η μακρόχρονη κυοφορία του εν λόγω
κειμένου που αφορά στις σχέσεις με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο επί μία
περίπου πεντηκονταετία.