“Αναλύοντας σημειωτικά την Αποστολική Σύνοδο κατά τις πληροφορίες της Καινής Διαθήκης. Αναφορές και σχέσεις με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο”
Κυριακούλα Παπαδημητρίου
Το κύριο ερώτημα, στο οποίο προτίθεται να
απαντήσει η εργασία μας είναι: Με ποιόν τρόπο η πρώτη σύνοδος της Εκκλησίας, η
Αποστολική Σύνοδος του 48 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως
πρότυπο για την πρόσφατη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων; Μέχρι τώρα
γίνονται συνήθως αναφορές και συσχετισμοί με τις Οικουμενικές Συνόδους της
βυζαντινής εποχής, για εύλογους, βέβαια, λόγους. Ωστόσο, θεωρούμε ότι είναι
σημαντικό να προσβλέψουμε στην αρχέγονη και αρχική, πρώτη παράδοση της
συνοδικής πράξης της Εκκλησίας, που είναι αποθησαυρισμένη στις σελίδες της
Καινής Διαθήκης, αφού εκείνη η παράδοση αποτελεί το θεμέλιο της πίστεως της
Εκκλησίας. Οπωσδήποτε, οι συγκυρίες των αποστολικών χρόνων είναι διαφορετικές, αλλά
οι πυρηνικές ιδιότητες πρέπει να διατηρούνται σταθερές σε θεσμούς που επικαλούνται
κοινή καταγωγή, διάδοχη εξέλιξη και αδιάλειπτη συνέχεια.
Προκειμένου
να διερευνήσουμε και να αναδείξουμε αυτές τις πυρηνικές σταθερές, θα
χρησιμοποιήσουμε εργαλεία από τη σύγχρονη μέθοδο της σημειωτικής ανάλυσης,
καθόσον θεωρούμε ότι αυτή προσφέρει έναν κατάλληλο και αξιόπιστο τρόπο, για να
αποκωδικοποιήσουμε τα πρωτότυπα μηνύματα και να τα μεταφράσουμε στον κώδικα της
εποχής μας, να διακρίνουμε τα ουσιώδη του περιεχομένου τους, που παραμένουν ως
πρότυπα, και να αναγνωρίσουμε τους τύπους και τις εκφράσεις τους που λειτουργούν ως σύμβολα. Μία τέτοια
προσέγγιση σημαίνει ότι βλέπουμε τις αφηγήσεις για την Αποστολική Σύνοδο
συνολικά, αλλά και στα επιμέρους, ως σημεία, δηλαδή ως κόμβους νοημάτων που
εκπέμπονται και εκπέμπουν σήματα επικοινωνίας μεταξύ κειμένου και αναγνωστών,
δημιουργώντας ένα δίκτυο σχέσεων. Καθώς δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσουμε εδώ και
να αναπτύξουμε τη σημειωτική ορολογία[1], θα
αναφερόμαστε σ’ αυτήν καθ’ ὁδόν της ερμηνείας μας.
Μέσα
στην Καινή Διαθήκη έχουμε δύο διηγήσεις για την Αποστολική Σύνοδο: μία από τον
απόστολο Παύλο στην προς Γαλάτας Επιστολή του, κεφ. 2:1-10, και δεύτερη από τον
ευαγγελιστή Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 15:1-35. Αν και υπάρχουν
κάποιες φωνές στην έρευνα, οι οποίες αμφισβητούν την ταύτιση αυτών των δύο
διηγήσεων[2], εν
τούτοις υπερισχύει η συναίνεση των πολλών ότι οι διηγήσεις αφορούν στο ίδιο
γεγονός της Αποστολικής Συνόδου. Τούτο είναι σημαντικό, καθόσον η μία διήγηση
συμπληρώνει, ακόμη και επεξηγεί την άλλη εναλλακτικά, ώστε να μην
περιοριζόμαστε σε μία μονόπλευρη οπτική του γεγονότος. Μάλιστα, η
αλληλοσυμπλήρωση και περιχώρηση των εικόνων, που προσφέρονται από τα δύο
κείμενα, δεν αφορά μόνο στο πεδίο των ιστορικών γεγονότων ή των καθέκαστα
περιστατικών, αλλά αφορά και στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων και των συναισθηματικών
καταστάσεων, καθόσον η μεν διήγηση των Πράξεων δίνεται από την πλευρά ενός
εξωτερικού αντικειμενικού αφηγητή, η δε διήγηση της προς Γαλάτας Επιστολής
γίνεται από τον κύριο πρωταγωνιστή της υπόθεσης, που μιλά υποκειμενικά και συμμετέχει
συναισθηματικά.
Για λόγους οικονομίας χρόνου,
στην παρούσα εισήγηση θα επιμείνουμε στη διήγηση των Πράξεων, η οποία είναι
πληρέστερη και ολιστικότερη, ανατρέχοντας όπου δει στην άλλη διήγηση της προς
Γαλάτας Επιστολής. Παραθέτουμε το κείμενο, όπου έχουμε επισημάνει με διάφορα
χρώματα τα σημεία που σχολιάζουμε και όπου θα χρειαστεί να ανατρέχουμε καθ’ ὅλη
τη διάρκεια του σχολιασμού μας:
Πραξ.15:1-35:
1Καί τινες
κατελθόντες ἀπὸ
τῆς Ἰουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι, ἐὰν μὴ
περιτμηθῆτε τῷ ἔθει τῷ Μωϋσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι.
2γενομένης δὲ στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρναβᾷ
πρὸς αὐτούς, ἔταξαν ἀναβαίνειν
Παῦλον καὶ Βαρναβᾶν καί
τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἰερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου.
3Οἱ μὲν οὖν προπεμφθέντες ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τήν τε Φοινίκην καὶ Σαμάρειαν ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσιν τοῖς ἀδελφοῖς.
4παραγενόμενοι δὲ εἰς
Ἰερουσαλὴμ παρεδέχθησαν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε
ὅσα ὁ θεὸς ἐποίησεν μετ’ αὐτῶν.
5Ἐξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες
λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως.
6Συνήχθησάν τε οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου.
7Πολλῆς δὲ ζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπεν πρὸς
αὐτούς·
.......
11ἀλλὰ
διὰ τῆς χάριτος τοῦ κυρίου
Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ’ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι.
12Ἐσίγησεν
δὲ πᾶν τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον Βαρναβᾶ
καὶ Παύλου ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσιν δι’ αὐτῶν.
13Μετὰ
δὲ τὸ σιγῆσαι αὐτοὺς ἀπεκρίθη Ἰάκωβος λέγων·
.............
19διὸ
ἐγὼ κρίνω μὴ παρενοχλεῖν τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν θεόν, 20ἀλλ’
ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς τοῦ ἀπέχεσθαι τῶν ἀλισγημάτων τῶν εἰδώλων καὶ τῆς πορνείας
καὶ τοῦ πνικτοῦ καὶ τοῦ αἵματος.
.............
22Τότε
ἔδοξεν τοῖς ἀποστόλοις καὶ
τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ
τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν σὺν τῷ Παύλῳ καὶ Βαρναβᾷ, Ἰούδαν
τὸν καλούμενον Βαρσαββᾶν καὶ Σιλᾶν, ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς,
23γράψαντες
διὰ χειρὸς αὐτῶν·
Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἀδελφοὶ τοῖς κατὰ τὴν
Ἀντιόχειαν καὶ Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν χαίρειν. 24Ἐπειδὴ
ἠκούσαμεν ὅτι τινὲς ἐξ
ἡμῶν [ἐξελθόντες] ἐτάραξαν ὑμᾶς λόγοις ἀνασκευάζοντες τὰς ψυχὰς ὑμῶν οἷς
οὐ διεστειλάμεθα, 25ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις
ὁμοθυμαδὸν ἐκλεξαμένοις ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν
τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρναβᾷ
καὶ Παύλῳ, 26ἀνθρώποις παραδεδωκόσιν
τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 27ἀπεστάλκαμεν
οὖν Ἰούδαν καὶ Σιλᾶν
καὶ αὐτοὺς διὰ λόγου ἀπαγγέλλοντας τὰ αὐτά.
28ἔδοξεν
γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ καὶ ἡμῖν
μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τούτων τῶν ἐπάναγκες, 29ἀπέχεσθαι
εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτῶν καὶ πορνείας, ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ
πράξετε. Ἔρρωσθε.
30Οἱ
μὲν οὖν ἀπολυθέντες κατῆλθον εἰς Ἀντιόχειαν,
καὶ συναγαγόντες τὸ πλῆθος ἐπέδωκαν τὴν ἐπιστολήν.
31ἀναγνόντες
δὲ ἐχάρησαν ἐπὶ τῇ παρακλήσει.
32Ἰούδας
τε καὶ Σιλᾶς καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς
ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν, 33ποιήσαντες
δὲ χρόνον ἀπελύθησαν μετ’ εἰρήνης ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν πρὸς τοὺς ἀποστείλαντας
αὐτούς.
35Παῦλος
δὲ καὶ Βαρναβᾶς διέτριβον ἐν Ἀντιοχείᾳ διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι μετὰ καὶ
ἑτέρων πολλῶν τὸν λόγον τοῦ κυρίου.
Σύμφωνα με τον Greimas[3], στον οποίο οφείλουμε τη θεωρία της
σημειωτικής ανάλυσης των κειμένων, κάθε κείμενο, δηλαδή κάθε αφήγηση που έχει
έναν συνεχή λόγο, μπορεί να εκληφθεί ως μία πρόταση, όπου κάποιος κάνει κάτι, ωσάν
να εκτυλίσσεται ένα θεατρικό έργο. Υπάρχει δηλαδή, μία δομή που χτίζεται από δράσεις,
τις οποίες επιτελούν οι δρώντες, όπως καλούνται οι διάφορους ρόλοι μέσα στην
αφήγηση. Επιπλέον, κατά τον Greimas, σε κάθε κείμενο μπορούμε να διακρίνουμε μία εσωτερική διαδικασία
μετάβασης από ένα επίπεδο κατάστασης σε άλλο επίπεδο, μία διαδικασία
μεταμορφώσεων, που συμβαίνουν ἐπί τῇ βάσει μιας σχέσεως υποκειμένου – αντικειμένου,
και οδηγούν από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το απλό στο πολύπλοκο. Η
διαδικασία αυτή ονομάζεται γενετική διαδρομή και παρουσιάζει τη γένεση του
νοήματος του κειμένου από το επίπεδο του περιεχομένου του, δηλαδή από το
επίπεδο των ιδεών του, μέχρι το επίπεδο της έκφρασής του, που είναι το επίπεδο
της γλωσσικής διατύπωσης, αλλά και της πραγμάτωσης αυτών των ιδεών.
Πάνω
σ’ αυτόν τον καμβά, ο οποίος, σημειωτέον, ολοκληρώνεται με ένα πυκνό πλέγμα
πολλαπλών σχέσεων, που δεν μπορούμε να εκθέσουμε ἐπί τοῦ παρόντος, θέτουμε την
αφήγηση των Πράξεων για την Αποστολική Σύνοδο, με σκοπό να αναδείξουμε εκείνα
τα σημεία, που είναι φορείς των ουσιαστικών και διαχρονικών μηνυμάτων. Για τη
σημειωτική ανάλυσή της θα ακολουθήσουμε την αντίστροφη σειρά της παραγωγής του
νοήματος, δηλαδή της γενετικής διαδρομής, αρχίζοντας από το επίπεδο του λόγου, τη
σύνταξη δηλαδή και τη σημασιολογία της γλωσσικής διατύπωσης του κειμένου, και
διεισδύοντας σταδιακά στα βαθύτερα επίπεδα της σημασιολογίας των ιδεών της
αφήγησης[4].
Προσέχοντας στα συντακτικά
υποκείμενα του λόγου, τα οποία με τις ενέργειές τους επιφέρουν τις σημαντικές
αλλαγές στην πορεία της αφήγησης, εντοπίζουμε τους δρώντες, δηλαδή τους
διάφορους ρόλους μέσα στην αφήγηση, οι οποίοι διακρίνονται ανά δύο σε συνδυασμένα
ζεύγη δραστών. Δράστες καλούνται τα
κατονομαζόμενα (ονοματικοποιημένα), συγκεκριμένα, υποκείμενα (και όχι αφηρημένα
οι ρόλοι) τα οποία δεν είναι μόνο φυσικά πρόσωπα, αλλά μπορεί να είναι και
αξίες που προκαλούν δράση, όπως π.χ. το ευαγγέλιο.
Αφού
εντοπίσουμε καθέκαστα τους δράστες και τους ρόλους τους, καταλήγουμε στα εξής
τρία ζεύγη: Το πρώτο ζεύγος δραστών
αποτελείται από έναν συλλογικό δράστη, τους αποστόλους της Αντιοχείας (με κίτρινο
χρώμα), και από το αντικείμενο αξίας, για το οποίο αγωνίζονται οι απόστολοι, τον
ευαγγελισμό των εθνών ή το οικουμενικό ευαγγέλιο (με μωβ). Το δεύτερο ζεύγος αποτελείται από ένα
συλλογικό πάλι, αλλά ευρύτερα περιεκτικό δράστη, την εκκλησία, η οποία
εμφανίζεται υπό τρεις εκδοχές: η εκκλησία της Αντιοχείας, η εκκλησία της
Ιερουσαλήμ, η οποία αναφέρεται μαζί με τους αποστόλους και πρεσβυτέρους, ως
ηγέτες αυτής αλλά και όλων των αδελφών, και η ὅλη εκκλησία, η οποία συμπεριλαμβάνει την εκκλησία της Ιερουσαλήμ
μαζί με τους αποστόλους της Αντιοχείας και αναφέρεται στο τελικό και καίριο
σημείο της αφήγησης μαζί με το Πνεύμα το άγιο, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται
πρώτο στη σειρά (με κόκκινο). Το δεύτερο μέλος του ζεύγους αυτού αποτελούν οι
απόστολοι της Αντιοχείας, Παύλος και Βαρνάβας, και μερικοί άλλοι (με κίτρινο),
οι οποίοι δέχονται εντολές (εντολοδόχοι)
τόσο από την εκκλησία της Αντιοχείας, όσο και από την όλη εκκλησία της
Ιερουσαλήμ (εντολοδότες), σχετικές
με το αντικείμενο αξίας, το οικουμενικό
ευαγγέλιο. Το τρίτο ζεύγος
αποτελείται από τον Βαρνάβα και Παύλο (με αντίστροφη σειρά τώρα), που είναι οι
μοχλοί της όλης κίνησης μέσα στην αφήγηση και οι βοηθοί του όλου αγώνα για το ευαγγέλιο (με κίτρινο), και από
μερικούς από την αίρεση των Φαρισαίων, οι οποίοι είναι οι αντίπαλοι. που μάχονται τους αποστόλους και υπονομεύουν το
οικουμενικό ευαγγέλιο (με γκρί).
Με
την παραπάνω κατηγοριοποίηση έχει χαραχθεί το πεδίο των γεγονότων της
Αποστολικής Συνόδου και έχει καταστεί σαφής ο ρόλος κάθε μετόχου και μετέχοντος
σε αυτήν. Έχουν, επίσης, καθορισθεί τα
θέματα, τα οποία είναι ως προς τους
αποστόλους και πρεσβυτέρους η σύνοδος, η συζήτηση και η απόφαση∙ ως προς την
εκκλησία η σύναξη, η κοινή εμπειρία και η ομοφροσύνη (ὁμοθυμαδόν), τα οποία όλα σηματοδοτούν την ενότητα∙ και ως προς τους
Παύλο και Βαρνάβα, η ειδική αποστολή και μαρτυρία προς την οικουμένη.
Περαιτέρω,
ενδιαφέρουσα είναι η διάσταση του χώρου
αλλά και του χρόνου, για τα οποία μας πληροφορεί ο λόγος του κειμένου. Οι
χρονικές ενδείξεις προσδίδουν στην αφήγηση τα γνωρίσματα της ιστορικότητας.
Ορίζονται κυρίως με τους γραμματικούς χρόνους των ρημάτων (αόριστοι,
παρατατικοί, συντελεσμένοι) και με τις επιρρηματικές προτάσεις της σύνταξης του
λόγου (χρονικές, αιτιολογικές, τελικές, υποθετικές), ενώ υπάρχουν μόνο δύο
επιρρήματα, σαφή και εμφατικά: το τότε
(στιχ. 22) και το ὁμοθυμαδόν (στίχ.
24), που σηματοδοτούν το κέντρο της ιστορίας και την αρχή της αντίστροφης κίνησης,
της επιστροφής. Με τη χρονική διαδοχή αναδεικνύονται τα αίτια της Συνόδου, που
είναι η διδασκαλία των ιουδαΐζόντων χριστιανών, και υποδεικνύεται η στιγμή της
τελικής πράξης.
Οι αναφορές στον χώρο είναι
πλούσιες. Η ιστορία αρχίζει στην Ιουδαία, από όπου μετακινείται στην Αντιόχεια.
Από εκεί η υπόθεση, αφού περάσει από τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια, επανέρχεται
στην Ιουδαία, και συγκεκριμένα στην Ιερουσαλήμ, για να καταλήξει και πάλι στην
Αντιόχεια. Με τις ονομασίες περιγράφεται όλος ο χώρος του μέχρι τότε
ευαγγελισμού, που δίνεται, με μία κυκλική παρουσίαση. Προβάλλονται δύο κέντρα,
από τα οποία το ένα, η Ιερουσαλήμ, καθίσταται ο χώρος που χωρίζει αλλά και
ενώνει ως προς το ζήτημα, ενώ το άλλο, η Αντιόχεια, αναδεικνύεται ο χώρος όπου αρχίζει
και τελειώνει το πρόβλημα. Επιπλέον, προβάλλει ως διάσταση χώρου (με τη χρήση
προθέσεων που κυριολεκτούνται για τον τόπο, των ἀπὸ και διά αντίστοιχα), ο
χώρος της αἱρέσεως των Φαρισαίων σε
αντιδιαστολή με τον χώρο της χάριτος του Ιησού Χριστού. Αλλά το πιο
αξιοσημείωτο για την υπόθεση είναι ότι παρουσιάζεται ο χώρος των εθνών (με την
πρόθεση τόπου ἐν) ἐν τοῖς ἔθνεσιν ως ο χώρος όπου δρα το
Πνεύμα το άγιο σημεῖα καὶ τέρατα (στιχ.
12): με άλλα λόγια, παρουσιάζεται ως εκκλησία. Κατά ταύτα, η εκκλησία, που
σηματοδοτείται ακριβώς από την παρουσία του Πνεύματος, εγκαθίσταται στα έθνη.
Τα θέματα που
κυριαρχούν σ’ αυτή την χρονοποίηση και χωροποίηση της αφήγησης είναι αφενός η «διαφυγή»
και η μετάβαση των αποστόλων στον τόπο του κινδύνου, όπου επιβάλλεται να έλθουν
αντιμέτωποι με το πρόβλημα και να το λύσουν, και αφετέρου η αναγνώριση του
χώρου της εκκλησίας ανάμεσα στα έθνη. Οι Παύλος και Βαρνάβας, απόστολοι των
εθνών, διαφεύγουν, χρονικά και χωρικά, μακριά από την ασφάλεια της Αντιόχειας
και πηγαίνουν στον χώρο όπου δημιουργήθηκε η αταξία, για να αποκαταστήσουν την
τάξη. Στην Ιερουσαλήμ της Ιουδαίας τίθεται το ζήτημα «οικουμενικό ή ιουδαϊκό
ευαγγέλιο;» και η χάρις του Ιησού Χριστού ορίζεται ως ο νέος χώρος του λαού του
Θεού, δηλαδή η εκκλησία, που δεν διαχωρίζει Ιουδαίους και εθνικούς.
Προχωρώντας
από το επίπεδο του λόγου στο επίπεδο της
αφηγηματικής ανάλυσης, διαπιστώνουμε ότι η ιστορία, η οποία
πραγματοποιείται με τα στοιχεία που παραθέσαμε μέχρι στιγμής, αρχίζει με μία
διαταραχή και με μία έλλειψη (γενομένης
στάσεως καὶ ζητήσεως). Η ευφορία, που επικρατούσε στην εκκλησία,
διαταράσσεται από τους ισχυρισμούς των ιουδαϊζόντων χριστιανών από την
Ιερουσαλήμ ότι για τη σωτηρία δεν αρκεί το ευαγγέλιο του Χριστού, αλλά
χρειάζεται και η περιτομή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδίδεται ένας πολεμικός
χαρακτήρας στην αφήγηση και οι δράστες εμπλέκονται σε δύο λειτουργίες: στη λειτουργία μιας συμφωνίας και στη λειτουργία μιας δοκιμασίας.
Η εκκλησία της Αντιοχείας αναθέτει
στους αποστόλους (ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον
καὶ Βαρναβᾶν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν, στίχ. 2) την εύρεση της λύσης στο ζήτημα που ανέκυψε, ώστε να διασαφηνισθεί
το ευαγγέλιο προς τα έθνη και να επανέλθει η ενότητα και η ειρήνη. Οι απόστολοι
συμφωνούν και ξεκινούν την αποστολή τους με ένα ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ. Η
δεύτερη λειτουργία, της δοκιμασίας, παρουσιάζει κατ’ αρχήν δύο φάσεις. Κατά την
πρώτη, που καλείται προσδιοριστική
δοκιμασία, οι απόστολοι πρέπει να εφοδιασθούν με τη δυνατότητα να
ολοκληρώσουν την αποστολή τους, και συγκεκριμένα με τις αποδείξεις ότι το
κήρυγμά τους προς τα έθνη ισχύει. Τη δυνατότητα αυτή (τροπική ικανότητα) δίνουν στους αποστόλους οι αδελφοί, τους οποίους
συναντούν κατά τη διέλευση από τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια, δύο επαρχίες κατ’
εξοχήν εθνικές, και οι οποίοι επιδοκιμάζουν και επιχαίρουν για τον ευαγγελισμό
των εθνών (ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν τῶν
ἐθνῶν καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσιν τοῖς ἀδελφοῖς, στίχ. 3). Η χαρά όλων πηγάζει
από την κοινή εμπειρία της εκκλησίας (πᾶσιν
τοῖς ἀδελφοῖς), είναι απόρροια μεγάλων γεγονότων του Πνεύματος, όπως η
μετάνοια και η επιστροφή, δηλαδή το βάπτισμα (ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην), και
αποτελεί το πνευματικό βίωμα, το οποίο καθίσταται, όπως θα δούμε στη συνέχεια,
το ισχυρότερο επιχείρημα στα χέρια των αποστόλων.
Στην Ιερουσαλήμ εκτυλίσσεται η
δεύτερη φάση της λειτουργίας της δοκιμασίας, η κύρια δοκιμασία, κατά την οποία οι δύο πλευρές παρουσιάζουν τα όπλα
τους και κονταροχτυπιούνται: οι απόστολοι των εθνών καταθέτουν ὅσα ὁ θεὸς ἐποίησεν μετ’ αὐτῶν (στίχ. 4),
δηλαδή την πνευματική εμπειρία της εκκλησίας, την οποία αναφέραμε, ενώ οι
ιουδαΐζοντες χριστιανοί τους ισχυρισμούς τους ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως
(στίχ. 5). Ακολουθεί μία κρίσιμη
συζήτηση μεταξύ των αποστόλων και πρεσβυτέρων αυτή τη φορά (χωρίς το πλήθος της
εκκλησίας), όπου για τρίτη φορά οι απόστολοι των εθνών, Παύλος και Βαρνάβας,
καταθέτουν τα επιχειρήματά τους, ὅσα ἐποίησεν
ὁ θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσιν δι’ αὐτῶν (στίχ. 12), δηλαδή την
πνευματική εμπειρία της εκκλησίας των εθνών και των ίδιων. Καθοριστικοί είναι οι λόγοι των ηγετικών
αποστόλων Πέτρου και Ιακώβου, οι οποίοι προβάλλουν τα ίδια επιχειρήματα της
προσωπικής και εκκλησιαστικής εμπειρίας για την επιστροφή των εθνών: ο Πέτρος επικαλείται
το βάπτισμα του εθνικού εκατόνταρχου Κορνήλιου και ο Ιάκωβος επικαλείται τη
μαρτυρία των γραφών της Παλαιάς Διαθήκης για τη μεταστροφή των εθνικών σε λαό
του Θεού. Μετά ταύτα συμφωνούν όλοι (οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και όλη η
εκκλησία), και εκδίδεται η απόφαση, στην οποία συμμαρτυρεί το άγιο Πνεύμα, ως ο
αληθινός, αν και «μυστικός», ηγεμών της εκκλησίας (Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι και ἡμῖν, στίχ. 28).
Με τις παραπάνω λειτουργίες,
εκπληρώνεται η αρχική συμφωνία και αποστολή της πρώτης λειτουργίας, εξαλείφεται
ο λόγος της ταραχής και αποκαθίσταται η ειρήνη και η ενότητα της εκκλησίας.
Μεταβαίνοντας από το επίπεδο της αφηγηματικής ανάλυσης
στο βαθύτερο επίπεδο της γενετικής διαδρομής, ανιχνεύουμε τα ουσιαστικά
θέματα και τις θεμελιώδεις αξίες, τις οποίες θέλει να σημάνει το κείμενο ως
όλο. Αυτές οι θεμελιώδεις αξίες συνιστούν ἐν προκειμένῳ τις μεγάλες θεολογικές
ιδέες του ιερού κειμένου, οι οποίες αφορούν στην ἐν Χριστῷ διδασκαλία της
πρώτης εκκλησίας σχετικά με το ζήτημα του κειμένου, που απασχολεί την
Αποστολική Σύνοδο. Έχει γίνει σταδιακά φανερό και έχει ολοκληρωθεί μέχρι το
τέλος της αφήγησης ότι το κύριο θέμα
της είναι αυτό που αποκαλέσαμε οικουμενικότητα του ευαγγελίου, κήρυγμα προς όλα
τα έθνη και την οικουμένη χωρίς διακρίσεις υπέρ του ιουδαϊκού λαού. Το θέμα
αυτό συνδέεται με βαθύτερα θέματα
της αφήγησης, τα οποία είναι η ομοφροσύνη, η ειρήνη και η ενότητα μέσα στην
εκκλησία. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η ανάδειξη αυτών των θεμελιωδών αξιών γίνεται
μέσα από αντιθέσεις και συγκρούσεις, των Παύλου και Βαρνάβα με τους ιουδαΐζοντες
χριστιανούς, αλλά και μέσω αλληλοσυμπληρώσεων και ολοκληρώσεων μεταξύ των τοπικών
εκκλησιών, της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, και μεταξύ των επιφανών ηγετών αλλά
και της όλης εκκλησίας.
Οι θεμελιώδεις αξίες, που
αναδύονται μέσα από το κείμενο, δομούν το λεγόμενο σημειωτικό τετράγωνο, που επεξεργάσθηκαν οι σημειωτιστές από το
λογικό τετράγωνο του Αριστοτέλη. Πάνω σ’ αυτό προβάλλεται ένα σύνολο
σημαινομένων, το οποίο διέπεται βασικά από τις σχέσεις εναντίωσης και
συμπλήρωσης και απαρτίζει τη σημασιολογία του κειμένου. Στην περίπτωσή μας έχει
ως εξής:
οικουμενικότητα εναντίον
αποκλειστικότητας = οι ιουδαΐζοντες
οικουμενικότητα συν μη
αποκλειστικότητα = οι χριστιανοί
αποκλειστικότητα συν μη
οικουμενικότητα = οι Ιουδαίοι
μη αποκλειστικότητα αλλά και μη
οικουμενικότητα = οι διπρόσωποι, όπως οι Πέτρος και Βαρνάβας και άλλοι Ιουδαίοι
αργότερα στην Αντιόχεια, που παρασύρθηκαν σε «υπόκριση», κατά το Γαλ. 2:11-14
Η σημειωτική ανάλυση που
προηγήθηκε καθιστά ευκρινή τη διαπίστωση ότι υπάρχουν ουσιώδεις αναφορές και
σχέσεις της Αποστολικής Συνόδου, η οποία οφείλει να λειτουργεί ως πρότυπο κάθε
συνόδου, mutatis mutandis των ιστορικοκοινωνικών συμβεβηκότων κάθε φορά, με την Αγία και Μεγάλη
Σύνοδο των ημερών μας. Ομοιότητες υπάρχουν βασικά στα εξής:
α) Ως
προς τα ζητούμενα της ομοφροσύνης και της ενότητας της εκκλησίας σχετικά με
προβλήματα της εποχής μας, τα οποία και σήμερα διαταράσσουν την ειρήνη της
εκκλησίας είτε κατά τόπους είτε ευρύτερα, ορισμένα από τα οποία επιδίωξε η Αγία
και Μεγάλη Σύνοδος να επιλύσει.
β) Ως προς τις θεμελιώδεις αξίες της
οικουμενικότητας του ευαγγελίου, το οποίο οφείλει να σπάει τις κάθε είδους
αποκλειστικότητες (φυλετικές ή πολιτισμικές ή εθιμικές), που ταλανίζουν τον
σύγχρονο κόσμο και να πορεύεται με βάση την κοινή εμπειρία της εκκλησίας γύρω
από το κοινό τραπέζι και το κοινό ευαγγέλιο, συμβάλλοντας στη χαρά των αδελφών.
Με αυτό το πνεύμα, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αντιμετώπισε τον εθνοφυλετισμό,
τον θρησκευτικό φανατισμό, αλλά και τις επιμέρους ιδιαιτερότητες των εκκλησιών,
αναγνωρίζοντας σε κάθε περίπτωση τη διακριτική ευχέρεια των τοπικών ποιμένων.
Δεν θα αναφερθούμε, λόγω των
περιορισμών του παρόντος, σε μία ποικιλία άλλων θεμάτων, όπου η θεόπνευστη
αφήγηση των Πράξεων για την Αποστολική Σύνοδο παρέχει σημαινόμενα, που
διαφαίνονται και εκδηλώνονται και στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Δεν θα εθελοτυφλήσουμε, όμως,
προς τις αντιδράσεις και τις αντιστάσεις, που εκδηλώθηκαν προς την Αγία και
Μεγάλη Σύνοδο, διότι και ως προς αυτές υπάρχει αναφορά και συσχέτιση με την
Αποστολική Σύνοδο. Αλλά εδώ, θα πρέπει να επικαλεσθούμε τη δεύτερη αφήγηση της
Αποστολικής Συνόδου, που βρίσκεται στην προς Γαλάτας Επιστολή.
Από τον συγγραφέα της, απόστολο
Παύλο, πληροφορούμαστε ότι μετά την Αποστολική Σύνοδο κάποιοι από τους
ιουδαΐζοντες χριστιανούς δεν συμμορφώθηκαν και δεν υπάκουσαν στο δόγμα της
Συνόδου, αλλά άρχισαν να ακολουθούν κατά πόδας τον απόστολο και να υπονομεύουν
το έργο του με συκοφαντίες, με επίκληση της υποστήριξης τους δήθεν από τους
άλλους αποστόλους, και με επιχειρηματολογία μάλιστα από τις Γραφές, θέτοντας σε
κίνδυνο τους πιστούς. Με όρους της Σημειωτικής, ο απόστολος αντιμετωπίζει πάλι
μία δοκιμασία για την οικουμενική αξία του ευαγγελίου, την οποία πρεσβεύει.
Πρόκειται για μία τρίτη φάση της λειτουργίας της δοκιμασίας, η οποία καλείται δοξαστική δοκιμασία, διότι ο
πρωταγωνιστής κερδίζει για δεύτερη φορά την υπόθεση, αναγνωρίζεται το έργο του
και δοξάζεται πλέον χωρίς καμμία αμφισβήτηση.
Τη νίκη αυτή επέτυχε ο Παύλος
με την επιστολή του προς Γαλάτας, με την οποία αποστόμωσε τους αντιπάλους του
και ξεκαθάρισε μια για πάντα τα οικουμενικά γνωρίσματα του νέου λαού του Θεού,
των χριστιανών. Η δοκιμασία της αμφισβήτησης, που αντιμετωπίζει η Αγία και
Μεγάλη Σύνοδος, είναι η ευκαιρία να αποτελέσει τη δοξαστική δοκιμασία της, η οποία
θα καταδείξει την προσφορά της στην εκκλησία και στον σύγχρονο κόσμο. Αλλά αυτό
απαιτεί προσδοκία και ευθύνη όλων μας.−
[1]
Για μία εμπεριστατωμένη, συστηματική και
κατανοητή εισαγωγή στη θεωρία της Σημειωτικής βλ. Αλεξάνδρου Φ. Λαγοπούλου και
Κάριν Boklund-Λαγοπούλου,
Θεωρία της Σημειωτικής. Η παράδοση του Ferdinand de Saussure, Αθήνα: εκδ. Πατάκη, 2016.
[2]
Βλ. Κυριακούλας Παπαδημητρίου, Προς
Γαλάτας. Ο καινούργιος λαός του Θεού, Θεσσαλονίκη: Ostracon, 2018, 54 ε.ε. Ορισμένοι
ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι τα Πράξ. 11:27-30∙ 12:25 αναφέρονται στην επίσκεψη
του Παύλου στην Ιερουσαλήμ για την αποστολική σύνοδο και αντιστοιχούν με το
Γαλ. 2:1-10, αλλά οι θέσεις τους ανασκευάζονται.
[3]
Βλ. την ολοκληρωμένη σημειωτική θεωρία του στο έργο Algirdas Julien Greimas et Joseph Courtés, Sémiotique: Dictionnaire raisonné de la théorie du langage, Paris:
Hachette, 1979.
[4]
Για τη μεθοδολογία βλ. Αλεξάνδρου Φ. Λαγοπούλου και Κάριν Boklund-Λαγοπούλου, Θεωρία της Σημειωτικής, 117
ε.ε., όπου και ένα παράδειγμα από το έργο της Karin Boklund-Lagopoulou, «The Life of Saint Alexius: Structure and Function of a Medieval Popular Narrative», Semiotica 49, 3, 4: 243-281.