Εξαιτίας
αδυναμίας προσέλευσης του Μακαριωτάτου στο συνέδριο για λόγους υγείας,
την ομιλία του διάβασε ο Επίσκοπος Βύλιδος Άστιος.
Δύο θεμελιώδη θέματα δέσποσαν στην Αγία
και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Κρήτη το 2016. Πρώτον η
διακήρυξη της μυστηριακής ενότητος της Ορθοδοξίας και η περαιτέρω
εμβάθυνσή της, και δεύτερον η δυναμική μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον
σύγχρονο κόσμο. Χαρακτηριστικά, στον πρόλογο του Μηνύματος της Συνόδου
τονίζεται: «Θεμέλιο τῶν θεολογικῶν μας ἀναζητήσεων ὑπῆρξε ἡ βεβαιότητα
ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ζεῖ γιά τόν ἑαυτό της. Μεταδίδει τή μαρτυρία τοῦ
Εὐαγγελίου τῆς χάριτος καί τῆς ἀληθείας καί προσφέρει σέ ὅλη τήν
οἰκουμένη τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν δικαιοσύνη, τήν
καταλλαγή, τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως καί τήν προσδοκία
τῆς αἰωνιότητος». Η εισήγηση που ακολουθεί θα περιοριστεί στο θέμα: Η
αναζωπύρωση της Ορθοδόξου Ιεραποστολής σε νέα σύνορα και η Αγία και
Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η πρώτη σπίθα για την αναζωπύρωση του
ενδιαφέροντος για την Εξωτερική Ιεραποστολή άναψε πριν από 60 χρόνια
εδώ, στη Θεσσαλονίκη, το φθινόπωρο του 1958 στην Δ΄ Συνέλευση του
Διεθνούς Οργανισμού Ορθοδόξου Νεολαίας «Σύνδεσμος». Τον Φεβρουάριο του
1959 ακολούθησε η έκδοση του Ιεραποστολικού Περιοδικού «Πορευθέντες»
στην Ελληνική και στην Αγγλική (Go Υe). Το 1961, στην Ε΄ Συνέλευση του
«Συνδέσμου» στον Λίβανο,αποφασίσθηκε να ιδρυθεί το Διορθόδοξο
Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες». Εξαρχής διευκρινίστηκε ότι το
«Πορευθέντες» μεταφέρει την Ιεραποστολική φλόγα στους Ορθοδόξους, χωρίς
να σκοπεύει να γίνει μία «Ιεραποστολική Εταιρεία», κατά το δυτικό
πρότυπο, ή Ιεραποστολική «Αδελφότητα», κατά τα ειωθότα στην Ελλάδα, ούτε
να διενεργήσει Ιεραποστολή ως αυτόνομη αρχή. Βασική επιδίωξή του
αποτελεί η διακονία της Εκκλησίας διαθέτοντας τους καρπούς της
προσπάθειάς του –μελέτες, εκδόσεις, έρευνες, στελέχη- στη διάθεση των
αρμοδίων εκκλησιαστικών αρχών, για την περαιτέρω κανονική εκκλησιαστική
δράση.
Η συγκεκριμένη προσπάθεια αναζωπυρώσεως
της Εξωτερικής Ιεραποστολής είχε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά: α) Τη
σύζευξη θεολογικού στοχασμού με συγκεκριμένη Ιεραποστολική
δραστηριότητα, ώστε ο ιεραποστολικός ζήλος να έχει στέρεα θεολογική και
εκκλησιολογική θεμελίωση. Και β) τον σεβασμό της θρησκευτικής και
πολιτισμικής ιδιαιτερότητος των λαών, προς τους οποίους απευθύνεται το
Ορθόδοξο μήνυμα.
1. Η Θεολογική αναζήτηση στηρίχθηκε
σε συστηματική θεολογική μελέτη, ιδίως με εμβάθυνση στη βιβλική και
πατερική παράδοση και την ιστορική έρευνα. Συγχρόνως διαπιστώθηκε η
ανάγκη σοβαρής θρησκειολογικής σπουδής, ιδίως της αφρικανικής
θρησκευτικότητος, τόσο στις ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες όσο και με επιτόπια
έρευνα στην Ουγκάντα και την Κένυα. Καρπός της πολυετούς αυτής
επιστημονικής προσπαθείας υπήρξαν δυο θρησκειολογικές διατριβές και
σειρά σχετικών βιβλίων και άρθρων[1].
Η θρησκειολογική σπουδή βασίσθηκε στη θεολογική βεβαιότητα που
εκφράζεται στις Πράξεις των Αποστόλων, «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν…ο
Θεός…» (Πράξ. 14:17) στον εθνικό κόσμο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, άρχισε
στην Οικουμενική Κίνηση το ενδιαφέρον για διαθρησκειακό διάλογο. Τότε
συνειδητοποιήσαμε σαφέστερα ότι το πιο κρίσιμο θέμα για τον διάλογο όσο
και την Ορθόδοξη μαρτυρία είναι η αντικειμενική γνώση του Ισλάμ. Το
1975 εξεδόθη, αρχικά για τους φοιτητές μας της Θεολογικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών, το βιβλίο: Ισλάμ. θρησκειολογική επισκόπησις[2].
Από τη δεκαετία του 1960,συμμετείχαμε στη
διαχριστιανική θεολογική συζήτηση σχετικά με την Ιεραποστολή. Στη
Συνέλευση της Επιτροπής Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού (πόλη
του Μεξικού, Δεκέμβριος, 1963), ο τότε διάκονος Αναστάσιος Γιαννουλάτος,
Εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εξελέγη μέλος της «Επιτροπής
Μελετών Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού». Έκτοτε συμμετείχε
ενεργώς σε διάφορες θεολογικές και ιεραποστολικές επιτροπές καταθέτοντας
την Ορθόδοξη άποψη[3].
Αρχές του 1980 προτείναμε τον όρο
«μαρτυρία» ως συνώνυμο του όρου «Ιεραποστολή». Παράλληλα με την
διατύπωση της τελευταίας εντολής του Κυρίου στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο,
υπογραμμίστηκε το χωρίο «…καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρεςἔν τε Ἰερουσαλὴμ καὶ
ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶΣαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πραξ. 1:8)˙
«Μάρτυρες», με τη διπλή σημασία: του μάρτυρα, που καταθέτει αυτό που
γνώρισε και του μάρτυρα, που είναι έτοιμος να σφραγίσει την κατάθεσή του
με προσωπική θυσία.
Η θεολογική αναζήτηση τόνισε τη
βεβαιότητα ότι το χρέος της σοβαρής Ιεραποστολής, της «μαρτυρίας» της
Ορθοδοξίας ανά τον κόσμο, συνδέεται με τη φύση της Εκκλησίας του
Χριστού, ότι «Αδιαφορία για την Ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της
Ορθοδοξίας». Και ακόμη ότι ο ορίζοντας της Ορθοδόξου Ιεραποστολής δεν
ταυτίζεται με την αντίληψη προηγουμένων εποχών, με τη δράση σε μακρινές
εξωτικές χώρες, αλλά ότι είναι η μετάγγιση της χριστιανικής ζωής σε
όσους βρίσκονται εκτός Εκκλησίας, πέραν των καθιερωμένων συνόρων της.
Όταν αναφερόμαστε σε «νέα σύνορα» δεν εννοούμε μόνο γεωγραφικά, αλλά και
κοινωνικά και πολιτιστικά˙ π.χ. σε κοινωνίες, που διαπότισε η αθεΐα.
Η θεολογική κατανόηση της Ιεραποστολής
βασίσθηκε στην διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος. Ο Θεός, όντας αγάπη,
επεκτείνει την αγάπη Του σε όλη την ανθρωπότητα, σε ολόκληρη τη
δημιουργία. Αφετηριακό σημείο για κάθε αποστολική δραστηριότητα
παραμένει η υπόσχεση και εντολή του Αναστάντος Χριστού στην Τριαδική της
προοπτική: «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς… λάβετε Πνεῦμα
῞Αγιον·» (Ιω. 20:21-22). Η αγάπη του Πατρός εκφράζεται με την αποστολή
του Υιού. «Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν
μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴἀπόληται ἀλλ” ἔχῃ ζωὴν
αἰώνιον» (Ιω. 3:16). Στη συνέχεια ο Υιός αποστέλλει τους μαθητές Του με
τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, για να καλέσουν όλα τα τέκνα του Θεού τα
διασκορπισμένα (Ιω. 11:52) στη Βασιλεία Του. Όλοι οι κατ’ εικόνα Θεού
πλασμένοι άνθρωποι καλούνται να επανέλθουν στην ελευθερία της αγάπης, να
μετάσχουν στη ζωή αγάπης των Προσώπων της Αγίας Τριάδος[4].
2. Δημιουργία δομών στα μετόπισθεν για την στήριξη της Εξωτερικής Ιεραποστολής. Στα
επόμενα χρόνια ιδρύθηκαν,επίσης στην Ελλάδα, διάφοροι σύλλογοι, όπως:
στη Θεσσαλονίκη, «Οι φίλοι της Ουγκάντας» (1963), που στη συνέχεια
μετονομάστηκε «Ελληνική Αδελφότητα Εξωτερικής Ιεραποστολής», και στην
Πάτρα «Ο Πρωτόκλητος» (1974). Αργότερα σχηματίστηκαν και άλλες ομάδες
Ιεραποστολικής συμπαραστάσεως. Ακολούθησε η δημιουργία διαφόρων Κέντρων
για την Εξωτερική Ιεραποστολή, στη Φιλανδία και την Αμερική.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, επί Αρχιεπισκόπου
Ιερώνυμου Α΄ (1967-1973), υιοθέτησε το πρόγραμμα της Εξωτερικής
Ιεραποστολής αναθέτοντας την προώθησή του στους πρωτεργάτες του
«Πορευθέντες». Την περίοδο αυτή δημιουργήθηκε το Γραφείο Εξωτερικής
Ιεραποστολής στην Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος,
θεσμοθετήθηκε η Εβδομάδα Εξωτερικής Ιεραποστολής με συγκέντρωση
προσφορών ανά την Ελλάδα – σημαντικός θεσμός που βοήθησε αποφασιστικά
πολλούς Ιεραποστολικούς πυρήνες στην Αφρική και την Ασία. Από το 1971
έως το 1973 λειτούργησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα το Κέντρο
Ιεραποστολικών Σπουδών, σε συνεργασία της Ιεράς Συνόδου και της
Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ιδρύθηκε η Έδρα Ιεραποστολής
στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε ο Ηλίας
Βουλγαράκης, Γενικός Γραμματέας του «Πορευθέντες». Επίσης η γυναικεία
Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Καρέα, η οποία όπως αποτυπώνεται στην
αναθηματική πλάκα: «Ἀνεδείχθη εἱς (Κυρίαρχον Μονήν) διακονοῦσα τήν
Ἐξωτερικήν Ἱεραποστολήν». Αρχές της δεκαετίας του 1974 αποφασίσθηκε η
διακοπή της εκδόσεως του περιοδικού «Πορευθέντες» για τη συνέχιση του
έργου του με την έκδοση του περιοδικού «Πάντα τα Έθνη» από την
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Μετά την αλλαγή της εκκλησιαστικής
ηγεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Κέντρο Ιεραποστολικών Σπουδών
καθώς και η Έδρα της Ιεραποστολής στη Θεολογική Σχολή καταργήθηκαν.
3. Ενεργός συμμετοχή στην πρώτη γραμμή του Ιεραποστολικού έργου. Ο
αριθμός των προσώπων που διακόνησαν στη πρώτη γραμμή της Ορθοδόξου
Εξωτερικής Ιεραποστολής είναι μεγάλος και θα απαιτούσε πολύ χρόνο και η
απλή αναφορά των ονομάτων τους. Ας μου επιτραπεί να περιοριστώ σε
μερικές σύντομες προσωπικές εμπειρίες. Την 24η Μαΐου 1964,
μετά την εις Πρεσβύτερον χειροτονία, αναχώρησα το ίδιο βράδυ για την
Ανατολική Αφρική. Την πρώτη Θ. Λειτουργία τέλεσα ως Πρεσβύτερος στην
Καμπάλα και τις πρώτες βαπτίσεις και γάμους στην Τανζανία. Λόγω
προσβολής από τροπική ελονοσία, επέστρεψα στην Ευρώπη, όπου συνέχισα
μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Στα πλαίσια της επιστημονικής αυτής
προσπαθείας πραγματοποιήθηκε επιτόπιος έρευνα στην Ουγκάντα (1967–1968).
Το 1981, μετά από πρόσκληση του
Πατριάρχου Αλεξανδρείας κυρού Νικολάου, ανέλαβα Τοποτηρητής της Ιεράς
Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως (Ανατολικής Αφρικής), με σκοπό την επούλωση
ενός σχίσματος μεταξύ των Ορθοδόξων Αφρικανών και του Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας, καθώς και τη συστηματική οργάνωση της
Ορθοδόξου Ιεραποστολής στην Αφρική. Πρώτη προσπάθεια υπήρξε η ίδρυση και
λειτουργία του Ιερατικού Σεμιναρίου «Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄»,
στη Ναϊρόμπι, για τη θεολογική και εκκλησιαστική κατάρτιση των
αφρικανών κληρικών και κατηχητών[5].
Η συνεχής συμπόρευση, «αλληλοπεριχώρηση»,
θεολογικής αναζητήσεως και Ιεραποστολικής δράσεως συνέβαλαν στη
διαμόρφωση ορισμένων θεμελιωδών αρχών για την Ορθόδοξη Ιεραποστολή σε
νέα σύνορα. Αυτές, δόθηκε η ευκαιρία να τις επεξεργαστούμε περαιτέρω και
να τις εφαρμόσουμε κατά τα τελευταία 26 χρόνια στην Ιεραποστολική
προσπάθεια στην Αλβανία. Όπως είναι γνωστό, από το 1991 το Οικουμενικό
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο είχε εκχωρήσει την
«Αυτοκεφαλία» στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και έχει τη μέριμνα
των εν περιστάσει ευρισκομένων Ορθοδόξων Εκκλησιών,μου ανέθεσε -αρχικά
ως Πατριαρχικό Έξαρχο και από τις 24 Ιουνίου 1992 ως Αρχιεπίσκοπο- μια
πρωτοεμφανιζόμενη αποστολή: την αναθεμελίωση της πλήρως κατεστραμένης
Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας.
Δεν πρόκειται να αναφερθώ σε όσα με τη Χάρη του Θεού συντελέσθηκαν στην Αλβανία[6].
Παρά μόνο, συνοπτικά, να υπογραμμίσω τρεις βασικές θεολογικές αρχές,
που καθοδήγησαν την Ιεραποστολική αυτή προσπάθεια: α) Κήρυγμα, κατήχηση,
λατρευτική ζωή,στη μητρική γλώσσα της κάθε περιοχής. β) Δημιουργία
γηγενούς κλήρου και λαϊκών στελεχών. γ) Εξασφάλιση οικονομικής
αυτονομίας, για τη συνέχιση της ζωής της Εκκλησίας και την ανάπτυξή της
στο μέλλον. Πιστεύω ότι αυτά αποτελούν τις θεμελιώδεις αρχές του
Ορθοδόξου Ιεραποστολικού έργου στο μέλλον.
Η πρόοδος της αναζωπυρώσεως της Ορθοδόξου
Εξωτερικής Ιεραποστολής συντελέσθηκε παράλληλα με την έναρξη και
προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η
οποία αποφασίσθηκε, ως γνωστόν, στην Πανορθόδοξη Συνάντηση της Ρόδου το
1961. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα θέματα της ημερησίας διατάξεως, που
είχαν καθορισθεί για περαιτέρω επεξεργασία από τις Προπαρασκευαστικές
Επιτροπές αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς έγκριση από την
Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, δεν περιλαμβανόταν το θέμα της Εξωτερικής
Ιεραποστολής.
Η εκκλησιαστική διακονία ως Αρχιεπισκόπου
της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας προσέφερε μία νέα
δυνατότητα. Στις Συνάξεις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων
Εκκλησιών (μία πρωτοβουλία, από τις πιο πρωτοποριακές του Παναγιωτάτου
Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου) κατά την σύνταξη των σχετικών
Μηνυμάτων αναφέρθηκε με σαφήνεια το χρέος της Ορθοδόξου «μαρτυρίας» σε
νέα σύνορα.
Για πρώτη φορά στο Μήνυμα του 2008 στην
Κωνσταντινούπολη υπογραμμίζεται: «Ἐμπνεόμενοι ἀπό τήν διδασκαλίαν καί τό
ἔργον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐπισημαίνομεν κατ” ἀρχάς τήν σπουδαιότητα,
τήν ὁποίαν ἔχει διά τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας καί, εἰδικώτερον διά τήν
διακονίαν πάντων ἡμῶν, τό χρέος τῆς Ἱεραποστολῆς, συμφώνως πρός τήν
τελευταίαν ἐντολήντοῦ Κυρίου: “καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ
καὶπάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶΣαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς” (Πράξ. 1:8). Ὁ
εὐαγγελισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῶν μη πιστευόντων εἰς Χριστόν,
ἀποτελεῖ ὑπέρτατον χρέος τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο τό χρέος δέν πρέπει νά
ἐκπληροῦται ἐπιθετικῶς ἤ διά διαφόρων μορφῶν προσηλυτισμοῦ, ἀλλ” ἐν
ἀγάπῃ, ταπεινοφροσύνῃ καί σεβασμῷ πρός τήν ταυτότητα ἑκάστου ἀνθρώπου
καί την πολιτισμικήν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου λαοῦ. Εἰς τήν ἱεραποστολικήν
αὐτήν προσπάθειαν ὀφείλουν νά συμβάλλουν πᾶσαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι μέ
σεβασμόν εἰς τήν κανονικήν τάξιν».
Με άλλη διατύπωση, τονίζεται το χρέος της
Ιεραποστολής στό Μήνυμα του 2014: «Ἀναποσπάστως συνδεδεμένη πρός τήν
ἑνότητα εἶναι ἡ ἱεραποστολή. Ἡ Ἐκκλησία δέν ζῇ διά τόν ἑαυτόν της, ἀλλά
ὀφείλει νά μαρτυρῇ καί νά μοιράζεται τά δῶρα τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἐγγύς καί
τῶν μακράν. Μετέχοντες τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί προσευχόμενοι ὑπέρ τῆς
οἰκουμένης, καλούμεθα νά συνεχίσωμεν τήν λειτουργίαν μετά τήν Θείαν
Λειτουργίαν καί νά μοιρασθῶμεν μεθ᾿ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος τά δῶρα
τῆς ἀληθείας και τῆς ἀγάπης, συμφώνως πρός τήν τελευταίαν ἐντολήν καί
διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου: “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰἔθνη…
καὶἰδοὺἐγὼμεθ᾿ ὑμῶν εἰμι…ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος” (Ματθ.
28:19-20)».
Τέλος, κατά τη Σύναξη των Προκαθημένων
στο Σαμπεζύ (2016) αποφασίσθηκε, μαζί με τα άλλα κείμενα τα οποία είχαν
προετοιμασθεί από τις Προπαρασκευαστικές Επιτροπές, να ληφθούν υπ’ όψιν
και τα Μηνύματα των Συνάξεων των Προκαθημένων, τα οποία είχαν υπογραφεί
από όλους τους Προκαθημένους στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Μέ ἐπίσημη πρόταση τῆς Ὀρθοδόξου
Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, τήν πρόθυμη ἀποδοχή ὅλων τῶν μελῶν
τῶν ἐντεταλμένων ἐπιτροπῶν καί τελικά τοῦ συνόλου τῶν συνέδρων, τό χρέος
τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς ἀνά τήν οἰκουμένη ἐντάχθηκε μέ τή σχετική
βιβλική θεμελίωση σέ τρία κείμενα: Στήν Ἐγκύκλιο τῆς Συνόδου, στό
τελευταῖο κείμενο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» καί
στό Μήνυμα:
α) Στήν Ἐγκύκλιο τῆς Συνόδου ἀναφέρεται:
«Μετέχοντες τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί προσευχόμενοι ἐν τῇ ἱερᾶ Συνάξει
ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης, καλούμεθα νά συνεχίζωμεν την «λειτουργίαν μετά τήν
Λειτουργίαν» καί νά δίδωμεν τήν μαρτυρίαν περί τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως
ἡμῶν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, μοιραζόμενοι τάς δωρεάς τοῦ Θεοῦ μεθ’
ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, ὑπακούοντες εἰς τήν σαφῆ ἐντολήν τοῦ Κυρίου
πρό τῆς Ἀναλήψεώς Του: “καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶἐν
πάσῃ τῇἸουδαίᾳ καὶΣαμαρείᾳ καὶἕως ἐσχάτου τῆς γῆς” (Πράξ. 1:8).
β) Στό Συνοδικό κείμενο, «Ἡ ἀποστολή τῆς
Ὀρθοδοξίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» προσετέθη: «Ἡ μεταφορά τοῦ μηνύματος
τοῦ Εὐαγγελίου, συμφώνως πρός τήν τελευταίαν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ:
“Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸὄνομα
τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς
τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. 28:19), ἀποτελεῖ διαχρονικήν
ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποστολή αὐτή πρέπει νά ἐκπληροῦται ὄχι
ἐπιθετικῶς ἤ διά διαφόρων μορφῶν προσηλυτισμοῦ, ἀλλά ἐν ἀγάπῃ,
ταπεινοφροσύνῃ καίσεβασμῷ πρός τήν ταυτότητα ἑκάστου ἀνθρώπου καί τήν
πολιτιστικήν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου λαοῦ. Εἰς τήν ἱεραποστολικήν αὐτήν
προσπάθειαν ὀφείλουν νά συμβάλλουν πᾶσαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι».
γ) Τέλος, στό Μήνυμα τῆς Συνόδου
συνοψίζεται: «Μετέχοντες στή Θεία Εὐχαριστία καί δεόμενοι ὑπέρ τῆς
οἰκουμένης, ὀφείλουμε νά συνεχίσουμε τή λειτουργία μετά τή Θεία
Λειτουργία και νά δίνουμε τή μαρτυρία τῆς πίστεως πρός τούς ἐγγύς καί
τούς μακράν, συμφώνως πρός τή σαφῆ ἐντολή τοῦ Κυρίου πρό τῆς Ἀναλήψεώς
Του: “καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ
καὶΣαμαρείᾳ καὶἕως ἐσχάτου τῆς γῆς” (Πράξ. 1:8). Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ
λαοῦ τοῦ Θεοῦ στίς σύγχρονες ἐκκοσμικευμένες κοινωνίες καί ὁ
εὐαγγελισμός ἐκείνων πού ἀκόμη δέν ἔχουν γνωρίσει τόν Χριστό ἀποτελοῦν
ἀδιάλειπτο χρέος τῆς Ἐκκλησίας».
Οἱ ἀνωτέρω σαφεῖς ἀναφορές στό χρέος τῆς
Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς ἀνά τόν κόσμο, σε ἐπίσημα Ὀρθόδοξα κείμενα τῶν
Συνάξεων τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί τῆς
Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τό
ἐπιστέγασμα τῆς πνευματικῆς ἀφυπνίσεως καί ἀναζωπυρώσεως τῆς
ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως τῶν Ὀρθοδόξων στήν ἐποχή μας».
Ο 21ος αιώνας επιφυλάσσει
ασφαλώς νέες συνθήκες, αλλά και νέες δυνατότητες για τη μεταφορά του
χριστιανικού μηνύματος σε νέα περιβάλλοντα ανά την υφήλιο. Οι επόμενες
γενεές θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα αναφυόμενα προβλήματα και να
αξιοποιήσουν δεόντως τις τεχνολογικές εξελίξεις. Θα χρειαστεί να
δημιουργηθούν διορθόδοξες δομές Ορθοδόξου μαρτυρίας ανά την
οικουμένη,και να καταρτισθούν ικανά εκκλησιαστικά στελέχη -με
αγιοπνευματική διάκριση και τόλμη, συνδυάζοντας θεολογική σπουδή,
ιεραποστολικό ζήλο και προσωπική αυταπάρνηση.
Όταν αναλογίζομαι τη μακρά πορεία των
τελευταίων 60 ετών, το πλήθος των προβλημάτων, των δοκιμασιών που
παρουσιάσθηκαν καθώς και των πολλών ευλογιών του Θεού,«τῶν φανερῶν
καὶἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων», αναδύονται αυθόρμητα στη
σκέψη ορισμένοι στίχοι ψαλμικοί: «Παρὰ Κυρίου τὰ διαβήματα ἀνθρώπου
κατευθύνεται» (Ψαλμ. 36:23), «Διά τους λόγους των χειλέων σου εγώ
εφύλαξα οδούς σκληράς» (Ψαλμός 16: 4), «Πορευόμενοι ἐπορεύοντο
καὶἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενο ιδὲἥξουσιν ἐν
ἀγαλλιάσει αἴροντες τὰδράγματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 125: 6). Και η ψυχή
πλημμυρίζει από δοξολογία και ευγνωμοσύνη στον Ένα εν Τριάδι Θεόν, για
τις εκπλήξεις που επιφύλαξε.
[1] Μεταξύ αυτών διακρίνονται: Τα πνεύματα Μ’ μπάντουα και τα πλαίσια της λατρείας των, Θρησκειολογική διερεύνησις πλευρών της αφρικανικής θρησκείας, διατριβή επί διδακτορία (1970), «Κύριος της λαμπρότητος» ο Θεός παρά τω Όρος Κένυα φυλών. Θρησκειολογική έρευνα (1971), Μορφαί αφρικανικού τελετουργικού. Μύησις και πνευματοληψία ανατολικώς του Όρους Ρουενζόρι (1972). Ρουχάνγκα-ο Δημιουργός. Συμβολή εις την έρευνα των περί Θεού και ανθρώπου αφρικανικών δοξασιών (1975) κ.ά.
[2] Η 16η έκδοση στη δημοτική, σε φωτοτυπική ανατύπωση, κυκλοφόρησε από την εφημερίδα «Το Βήμα» (2016). Σχετικά με τα άλλα θρησκεύματα βλέπε συνοπτικές επισκοπήσεις στο βιβλίο Ίχνη από την αναζήτηση του Υπερβατικού (2004), που επανεκδόθηκε με τον τίτλο Ιστορία Επιζώντων Θρησκευμάτων (2016) από την εφημερίδα «Το Βήμα» (2016).
[3] 1969
έως 1971 στη Γενική Γραμματεία του Π.Σ.Ε. στη Γενεύη ως Γραμματεύς για
την Ιεραποστολική έρευνα και τις σχέσεις με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Από
το 1974-1983 μέλος της Θεολογικής Επιτροπής Διαλόγου άλλων θρησκευτικών
και ιδεολογικών πεποιθήσεων. Από το 1983 έως το 1991 Πρόεδρος της
Επιτροπής και της Συνελεύσεως «Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού»
του Π.Σ.Ε. Τέλος από το 2006 έως το 2013 Πρόεδρος του Π.Σ.Ε.
[4] Βλ. άρθρο: «Η θεολογική κατανόηση της Ιεραποστολής» περιοδικό Πάντα τα Έθνη (1991). Σχετικά με την θεολογική αυτή αναζήτηση βλ. άρθρα στα περιοδικά Πορευθέντες και Πάντα τα έθνη και στα ημέτερα Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού(2007) και Έως εσχάτου της γης (2009).
[5] Βλ. ημέτερον Στην Αφρική (2010).
[6] Βλ. ημέτερα Στην Αλβανία-Σταυρός και Ανάσταση (2011). Η Ανασύσταση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας (2012) και 4η επαυξημένη έκδοση (2017).