Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Γιώργος Βλαντής , Διευθυντής του Συμβουλίου των Εκκλησιών της Βαυαρίας -Επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
Η ουκρανική κρίση έχει για την Ορθοδοξία καθαρτικό χαρακτήρα. Αποκαλύπτει πολλά από όσα επιμελώς κρύβονταν επί δεκαετίες σε διάφορες Εκκλησίες και φανερώνει πόσο κίβδηλα ήσαν πράγματα που υμνολογούνταν από ιδεαλιστές, ιδεοληπτικούς ή απλώς καλοπληρωμένους ως τάχα ακεραίως ορθόδοξα. Επίσης, δίνει μια ακόμη ευκαιρία να στρέψουμε την προσοχή μας στα πρεσβυγενή Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, τα οποία γενικώς παραβλέπουμε, ενθυμούμενοι την παρουσία τους μόνο όποτε αναφίεται μία εκκλησιαστική κρίση. 
Το ότι όλα είναι εμπερίστατα είναι κοινό μυστικό, παρ᾽ ό, τι οι ειδικές συνθήκες ζωής του καθενός διαφέρουν. Από χριστιανική σκοπιά δικαιούται όμως κανείς να καταδικάσει ως ιταμή κάθε προσπάθεια επηρεασμού της εκκλησιαστικής τους θέσης με εκβιασμούς, γεωπολιτικά ή οικονομικά ανταλλάγματα. Δηλώσεις Ρώσων κληρικών έδειξαν ότι κάποιες τέτοιες προσπάθειες έγιναν και γίνονται. Η διαρκής επισήμανση της βαρύτητας των Σλάβων προσκυνητών για αυτά είναι ίσως η πιο κομψή έκφραση της πίεσης που τους ασκείται. 
Και όμως, μέσα στις δυσχερείς αυτές συνθήκες, τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία δεν φαίνεται να χάνουν την εκκλησιακή τους συνείδηση. Οι δηλώσεις Προκαθημένων τους με τις οποίες στήριξαν τον Μητροπολίτη Ονούφριο ήταν αναμενόμενες, καθώς εκφέρθηκαν σε μία περίοδο όπου όντως η μόνη κανονική δομή στην Ουκρανία ήταν η υπό τον (από τις 11 Οκτωβρίου ενδιαφερόντως άφωνο) αυτόν αρχιερέα. Δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς από Πρωθιεράρχες ότι θα ενισχύσουν σχισματικούς προτού αυτοί αποκατασταθούν στο Σώμα της Εκκλησίας, έστω και αν θα ήταν ευκταία μία ρητή έκφραση εμπιστοσύνης στην Κωνσταντινούπολη. Τόσο στην κοινή έκκληση των Προκαθημένων Αλεξανδρείας και Πολωνίας, όσο και στην αντίστοιχη εκείνων της Αντιοχείας και της Σερβίας (σημειωτέον ότι η δεύτερη δημοσιεύεται μετά τις τελευταίες αποφάσεις των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας) αποφεύγεται κάθε ακραίος χαρακτηρισμός και προκρίνονται γενικόλογες διατυπώσεις καταφανώς αντικείμενες προς τη ρητορική που καθημερινά, μανικά και εμμονικά χρησιμοποιεί ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ και οι συν αυτώ. Ενώ η Ρωσία μιλάει για σχισματικό Βαρθολομαίο και για ένα Πατριαρχείο που αποκόπηκε από το Σώμα της Εκκλησίας, οι Πρωθιεράρχες αυτοί μιλούν για έναν αδελφό και ουδόλως οικειοποιούνται τις κανονικές συνεπαγωγές της ακραίας ρωσικής θέσης. Μάλιστα, αν πιστέψουμε στην κανονική εγκυρότητα της αρχής ότι ο «ακοινωνήτω κοινωνών ακοινώνητος», καλό θα ήταν να αναρωτηθούν οι Ρώσοι ιεράρχες τί σημαίνει γι᾽ αυτούς το ότι συνεχίζουν να κοινωνούν με Εκκλησίες που συνεχίζουν να αναγνωρίζουν κανονικά και μυστηριακά την Κωνσταντινούπολη. Η χθεσινή (22 Οκτωβρίου) τελετή στο ιεροσολυμιτικό Μετόχιο στη Βασιλίδα των Πόλεων και η γνωστοποίηση του Γράμματος του Πατριάρχη Ιεροσολύμων με το οποίο αιτείται Μύρου από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, χώρια ή διόλου τυχαία προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Ανθηδώνος, αποτελεί σαφή πράξη όχι μόνο συναισθηματικής αλληλεγγύης, αλλά και αναγνώρισης της κανονικότητας των πράξεων της Πρωτόθρονης Εκκλησίας. Προφανώς δεν είναι δίχως σημασία και η προβολή που επιφύλαξε η Εκκλησία Αλεξανδρείας στην προ ημερών εγκάρδια συνάντηση του Προκαθημένου της με τον Πρέσβη της Ουκρανίας στην Αίγυπτο.
Είναι άλλωστε σαφές ότι ο ισοπεδωτικός αυτοκεφαλισμός που εισηγείται η Μόσχα καθρεφτίζει ουσιαστική περιφρόνηση των κανονικών προνομίων των πρεσβυγενών Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου, τα οποία έχουν δοθεί από Οικουμενικές Συνόδους. Αμφισβητώντας την κανονικότητα των κινήσεων του Οικουμενικού Πατριάρχη, οι Εκκλησίες αυτές θα στρέφονταν ενάντια προς τα καλώς νοούμενα συμφέροντά τους. Το ότι, πέρα από τις εκκλησιακές έγνοιες, ακόμη και στοιχειώδης πραγματισμός φαίνεται πως θα αποτρέψει τις Εκκλησίες αυτές από ακρότητες, μόλις είναι ανάγκη να το επισημάνουμε. 
Αν πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν Εκκλησίες πρώτης και δεύτερης διαλογής και ότι η κοσμική δύναμη δεν πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό ρυθμιστικό παράγοντα της ζωής της Εκκλησίας, είναι προφανές ότι δυνάμεθα να αντλήσουμε διδάγματα και από τον τρόπο χειρισμού της κρίσης των Εκκλησιών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Δεν έχω κρύψει την αποδοκιμασία μου για τον τρόπο που το Πατριαρχείο Αντιοχείας εργαλειοποίησε την κρίση αυτή για να δικαιολογήσει την απουσία του από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο (αν και, ενδεχομένως, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα του Κατάρ να έχει δίκαιο), έλειψε όμως ο μελοδραματισμός, η ένταση και οι χυδαίες ύβρεις που διακρίνουν εκφραστές της ρωσικής στάσης απέναντι στην Κωνσταντινούπολη σήμερα. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με μονομερή διακοπή κοινωνίας και συναφείς μομφές, τα πρεσβυγενή όμως Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων δεν προχώρησαν σε τέτοιας έκτασης λεκτικές βιαιότητες και αναξιοπρεπείς «διπλωματικούς» μαραθωνίους εκκλησιαστικών και πολιτικών αξιωματούχων.
Νομίζω ότι τα αρχαία Πατριαρχεία δύνανται να δείξουν πως η γλώσσα των εκβιασμών, των ύβρεων, των γεωπολιτικών και οικονομικών «ανταλλαγμάτων» δεν έχει μακροπρόθεσμα ελπίδα στην Ορθοδοξία. Είθε να συνεχίσουν να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων, με σύνεση, αλλά και την αποφασιστικότητα που επιβάλλουν οι σημερινές συνθήκες, όντας μεν Εκκλησίες πτωχές, «πολλούς δὲ πλουτίζοντες» (Β´ Κορ. 6:10)