Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΈΧΕΙ ΥΠΟΝΟΜΕΎΣΕΙ Η ΜΌΣΧΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΌΤΗΤΆ ΤΗΣ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΈΣΕΙ ΣΧΊΣΜΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΊΑ;

Σωτήρης Μητραλέξης  |  English

Πολλοί σχολιαστές είναι όλο και περισσότερο ανήσυχοι με αφορμή την ανακοινωθείσα ακοινωνησία μεταξύ Μόσχας και Κωνσταντινούπολης με βάση την επικείμενη αυτοκεφαλία της εκκλησίας στην Ουκρανία. Θα ήθελα να επιχειρηματολογήσω περί του αντιθέτου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η πιθανότητα ενός πλήρους σχίσματος σε δύο ημίσεα μέσα στον Ορθόδοξο κόσμο (και όχι απλώς η ακοινωνησία δύο πατριαρχείων) έχει μειωθεί δραστικά, εξ αιτίας των προβληματικών χειρισμών της κρίσης από τη Μόσχα κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων.
Μία απαραίτητη διευκρίνιση: Αυτό το κείμενο δεν αφορά τη θεολογία, αλλά την (εκκλησιαστική) πολιτική. Και δεν αφορά την ουκρανική (εκκλησιαστική) κρίση γενικά, ή το γεωπολιτικό της πλαίσιο, αλλά ιδιαιτέρως τους πρόσφατους χειρισμούς της κρίσης από το Πατριαρχείο Μόσχας. Είναι πολύ ατυχές το γεγονός ότι έχει καταστεί απαραίτητο να αντιμετωπίζονται δύο σημαίνοντα πατριαρχεία ως εάν αυτά να ήταν πολιτικές παρατάξεις/πολιτικοί «παίκτες» σε πόλεμο πληροφοριών. Όμως, το θλιβερόν της τρέχουσας κατάστασης δεν την καθιστά λιγότερο πραγματική.
Ο κύριος και μέχρι πρόσφατα δικαιολογημένος φόβος πολλών ήταν ότι μετά από την απόδοση ενός Τόμου αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Κίεβο/Ουκρανία (και όχι σε μία από τις τωρινές μη-κανονικές εκκλησίες, οι δομές των οποίων δεν έχουν επανέλθει στην κανονικότητα, σε αντίθεση με τους κληρικούς και πιστούς τους), η Μόσχα δεν θα αναγνώριζε τη νέα εκκλησία και τον προκαθήμενό της και θα διερρήγνυε την κοινωνία με την Κωνσταντινούπολη, όπως ήδη έπραξε, οδηγώντας έναν αριθμό από αυτοκέφαλες εκκλησίες υπό την επιρροή της να κάνουν το ίδιο. Αυτό θα οδηγούσε τον Ορθόδοξο κόσμο σε «ένα νέο μεγάλο σχίσμα», σε μία Ορθοδοξία διασπασμένη σε δύο ημίσεα (με ποικίλες εκτιμήσεις σχετικά με την κατεύθυνση που θα στρεφόταν η κάθε εκκλησία, κλπ.) χωρίς κοινωνία μεταξύ τους. Ευτυχώς, ωστόσο, η υπέρμετρη ετοιμότητα για αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας φαίνεται να έχει υπονομεύσει αυτή την πιθανότητα με τους τέσσερις ακόλουθους τρόπους:
Αρχικά και σχεδόν ταυτολογικά, το μεγάλο τεστ για την αναγνώριση ή όχι της νομιμότητας της επικείμενης αυτοκέφαλης ουκρανικής εκκλησίας θα περιστρεφόταν γύρω από την (μη;) αναγνώριση της νέας εκκλησίας και του προκαθημένου της. Αυτό θα μας έδειχνε ποια εκκλησία είναι σε ποια πλευρά της διαίρεσης. Ωστόσο, η Μόσχα έχει θέσει τον πήχυ εξαιρετικά ψηλά. Έχοντας ήδη προχωρήσει σε μια μερική διακοπή κοινωνίας από τον Σεπτέμβριο και έχοντας ήδη πραγματοποιήσει πλήρη παύση της κοινωνίας με την Κωνσταντινούπολη στις 11 Οκτωβρίου, πριν ακόμα από την απόδοση Τόμου εκ Φαναρίου, η Μόσχα έχει καταστήσει την πιθανή μη αναγνώριση της μελλοντικής ουκρανικής εκκλησίας και του προκαθημένου της από ορισμένες εκκλησίες λιγότερο σημαντική και κρίσιμη. Η πρωτοβουλία αυτή της Μόσχας διασφαλίζει ότι το μόνο πράγμα που πραγματικά έχει σημασία αυτήν την κρίσιμη ώρα θα είναι το αν άλλες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες εκκλησίες θα διαρρήξουν επίσης την κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και με τις εκκλησίες που βρίσκονται σε κοινωνία με αυτό. Ωστόσο, είναι πολύ ευκολότερο για τις ρωσόφιλες εκκλησίες να μην αναγνωρίσουν την Ουκρανία από το να ακολουθήσουν τη Μόσχα σε μια πλήρη ρήξη της κοινωνίας με τον υπόλοιπο Ορθόδοξο κόσμο. Δηλαδή, το κριτήριο που θα ήταν το σημείο εστίασης ενός πιθανού σχίσματος, δηλαδή η (μη) αναγνώριση της Ουκρανίας, δεν επαρκεί πια: ο πήχυς έχει «ανεβεί» στη διακοπή κοινωνίας, που ελάχιστες αυτοκέφαλες εκκλησίες θα επιλέξουν. Συνεπώς, η βίαιη κλιμάκωση της Μόσχας μπορεί να αποδειχθεί, παράδοξα και απρόσμενα, ως αυτή που θα συγκρατήσει τον Ορθόδοξο κόσμο ενωμένο και θα διασφαλίσει ότι η κατάσταση θα παραμένει σε μεγάλο βαθμό απλά μια διαμάχη μεταξύ Μόσχας και Κωνσταντινούπολης (που συνεπάγεται προσωρινή παύση της κοινωνίας μεταξύ των δύο), χωρίς διαστάσεις πραγματικού σχίσματος στον Ορθόδοξο κόσμο (με δύο ημίσεα του Ορθόδοξου κόσμου χωρίς κοινωνία μεταξύ τους). Δεύτερον, η Μόσχα δεν έχει απλώς διατυπώσει με σαφήνεια και σθεναρά τη θέση της περί «εισπηδήσεως». Έχει επίσης θέσει ορισμένα ανεπαρκή, αν όχι αντιφατικά επιχειρήματα που αποδυναμώνουν την θέση της, ακόμη και στα μάτια φιλικών προς αυτήν εκκλησιών. Η Μόσχα υποστηρίζει ότι μόνο μία πανορθόδοξη σύνοδος μπορεί να χορηγήσει αυτοκεφαλία και όχι μόνο ένα πατριαρχείο, ούτε καν το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τα συνοδικώς δοθέντα προνόμιά του — ωστόσο, η Μόσχα ισχυρίζεται ότι έδωσε αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής (OCA) μονομερώς,  χωρίς να χρειάζεται παν-Ορθόδοξη συναίνεση, και ότι είχε το δικαίωμα να το πράξει. Η Μόσχα προτείνει ένα πανορθόδοξο συνέδριο για να συζητήσει το ζήτημα — ενώ απουσίαζε από την πανορθόδοξη Σύνοδο του 2016, αφού πρώτα επέβαλε τη θέση της ώστε η σύνοδος να λάβει χώρα έξω από την Τουρκία ούτως ώστε να εγγυηθεί τη συμμετοχή της. Η Μόσχα επικαλείται τώρα τις προ-συνοδικές συζητήσεις των εκκλησιών εν όψει της συνόδου του 2016 — της ίδιας συνόδου που προσπάθησε να τορπιλίσει με το να μην εμφανιστεί. Η Μόσχα δεν αναγνωρίζει κανέναέκκλητον δικαίωμα της Κωνσταντινούπολης. Και η Μόσχα παροτρύνει εθνικές αυτοκέφαλες εκκλησίες και πατριαρχεία να μιλήσουν ενάντια στον «εθνοφυλετισμό» μιας ουκρανικής αυτοκεφαλίας, εφόσον δεν είναι η «δική τους» ήδη διασφαλισθείσα «εθνοφυλετική» αυτοκεφαλία. Είναι φανερό ότι αυτά τα επιχειρήματα θα μπορούσαν να έχουν δει και καλύτερες μέρες. Η Μόσχα θα μπορούσε να συγκρατήσει τα επιχειρήματά της στο ελάχιστο δυνατό, στο οποίο θα συμπαρέσερνε σίγουρα αριθμό εκκλησιών: δηλαδή να ισχυριστεί (σε αντίθεση με τα επιχειρήματα και έγγραφα του Φαναρίου) ότι η Ουκρανία ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία της και επομένως εκτός της δικαιοδοσίας της Κωνσταντινούπολης, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραβιάζει τη δικαιοδοσία με εισπήδηση και ότι η σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα ενός εμφυλίου πολέμου και έτσι η τρέχουσα στιγμή είναι ακατάλληλη για να συζητηθεί το εκκλησιαστικό μέλλον της Ουκρανίας. Με την επιλογή όμως ενός μαξιμαλισμού που περιλαμβάνει αντιφατικές θέσεις, η Μόσχα αποδυναμώνει την θέση της, κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τις παρατηρούσες και αναμένουσες αυτοκέφαλες εκκλησίες, οι οποίες εάν διαρρήξουν τη σχέση τους με το Φανάρι καλούνται εμμέσως να προσυπογράψουν και όλα αυτά τα επιχειρήματα.
Αυτός ο μαξιμαλισμός εκτείνεται πολύ πέρα ​​από την ίδια την ουκρανική κρίση και αποτελεί το τρίτο σημείο του εδώ σημειώματος. Αντί να επιμείνει στο θέμα και να παρουσιάσει την επικείμενη αυτοκεφαλία της Ουκρανίας ως δικαιοδοσιακό και κατ’ επέκταση εκκλησιολογικό πρόβλημα, η Μόσχα αποφάσισε να βάλει τα πάντα στο τραπέζι. Αυτό δεν είναι απλώς ζήτημα δικαιοδοσίας, λέει η Μόσχα, μέσω των επίσημων και ανεπίσημων πηγών της, αλλά ζήτημα παρέκκλισης της Κωνσταντινούπολης από την ίδια την πίστη: το ζήτημα της «αίρεσης του παπισμού», για παράδειγμα — μια ορολογία που πρωτοεμφανίζεται σε αυτήν τη διατύπωση με το σχίσμα των παλαιοημερολογιτών. Η Μόσχα αναφέρει «έναν αιώνα» εκκλησιαστικού πολέμου με την Κωνσταντινούπολη, θέτει στο τραπέζι τη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, περιγράφει ένα αποκλειστικά διακοσμητικό Πρωτείο μέσα στον Ορθόδοξο κόσμο (με την προϋπόθεση ότι το εν λόγω διακοσμητικό Πρωτείο ανήκει στο Φανάρι, δηλαδή — εάν ανήκε στη Μόσχα θα ήταν ίσως ήκιστα διακοσμητικό), υποστηρίζει ότι το Φανάρι δεν ακολουθεί τις αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης, τις οποίες η Μόσχα δεν αποδέχεται με κανέναν τρόπο, παραπονείται ακόμη για την απόφαση της Κωνσταντινούπολης να εξετάσει, κατά περίπτωση, τον δεύτερο γάμο χηρευσάντων ή εγκαταλειφθέντων κληρικών εντός της δικαιοδοσίας της Κωνσταντινούπολης. Η αντίδραση της Μόσχας θέτει επί τάπητος κάθε πιθανό και απίθανο ζήτημα πέρα ​​από την ίδια την Ουκρανία, διαμορφώνοντας την τρέχουσα διαφωνία για τη δικαιοδοσία και την αυτοκεφαλία σε ζήτημα πίστης και αίρεσης. Αυτό που λάμπει μέσα από αυτή τη γενικευμένη επιχειρηματολογία είναι ακριβώς ο ισχυρισμός της «Τρίτης Ρώμης» για μια αποφασιστικά μη-διακοσμητική πρωτοκαθεδρία στον Ορθόδοξο κόσμο — κάτι που είναι εφικτό μόνο μέσω σχίσματος — καθώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν απεικονίζεται απλώς ως παραβατικό δικαιοδοτικά, αλλά ως πεπτωκός. Όμως, πόσες αυτοκέφαλες εκκλησίες θα ήταν έτοιμες να προσυπογράψουν αμέσως αυτήν τη γιγαντιαία αξίωση, αντί να υποστηρίξουν απλώς τη Μόσχα στο συγκεκριμένο μόνο θέμα της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας; Το τέταρτο σημείο είναι μια παραλλαγή του τρίτου. Αφορά τη σφοδρότητα και τη βιαιότητα με την οποία η Μόσχα επενδύει την επίσημη γλώσσα της κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης. Για παράδειγμα, στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων ισχυρίστηκε ότι «το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αναπτύσσει ένα είδος παπιστικού δόγματος, μια παπιστική αυτοκατανόηση», «το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης [ενεργεί] άθλια και ύπουλα», «προσπαθούν να κάνουν τη βρώμικη πράξη τους». Αρκετά ακραίες εκφράσεις, δεδομένου ότι προέρχονται από τον επίσημο εκπρόσωπο του Πατριαρχείου Μόσχας στις επαφές του με τις άλλες εκκλησίες. Επιπλέον, ο Μητροπολίτης Ιλαρίων εκφράζει καθαρά τα πολιτικά του σχόλια και τις πεποιθήσεις του στην ίδια συνέντευξη («οι ημέρες των σημερινών ουκρανικών αρχών είναι μετρημένες»), με αποτέλεσμα να αναρωτηθεί κανείς αν η ίδια αδυναμία διαφοροποίησης του εκκλησιαστικού από το πολιτικό προκύπτει επίσης στις σχέσεις του Πατριαρχείου Μόσχας με τις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τα δε ανεπίσημα κανάλια πληροφόρησης του Πατριαρχείου Μόσχας, συμπεριλαμβανομένων πολλών διαδικτυακών τόπων «εκκλησιαστικής ενημέρωσης», δίνουν μία πολύ πιο επιθετική εικόνα της επιλογής γλώσσας της ρωσικής πλευράς. Πόσω μάλλον το πλήθος της αγγλόφωνης, ελληνόφωνης και σλαβόφωνης μπλογκόσφαιρας, το οποίο παρουσιάζει μια εικόνα ακόμα πιο θλιβερή. Το βασικό είναι ότι η Μόσχα φαίνεται να θεωρεί την τρέχουσα κρίση ως μια πρόβα για τη μελλοντική άσκηση επίσημης ή ανεπίσημης πρωτοκαθεδρίας σε εκείνους που θα την ενστερνίζονταν. Ωστόσο, πρόκειται για ένα βίαιο και σφοδρής κλιμάκωσης μοντέλο «άσκησης (εκκλησιαστικής) ηγεσίας» το οποίο μάλλον ανησυχεί και τρομάζει τις αυτοκέφαλες εκκλησίες που καλούνται να το αποδεχθούν, αποδίδοντας de facto ρόλο πρωτείου στη Μόσχα, παρά τις καθησυχάζει πως επέλεξαν ένα σταθερό χέρι στο πηδάλιο.
Όλες αυτές οι ενδείξεις σημαίνουν το ενδεχόμενο αποφυγής ενός μεγάλου σχίσματος (και περιορισμού του σε μια προσωρινή διμερή ακοινωνησία), ακριβώς εξ αιτίας της σπουδής της Μόσχας για την τελική, «πυρηνική» επιλογή της πλήρους ακοινωνησίας, με τρόπο που να μετατρέπει την ευρύτερη, μακροπρόθεσμη ρήξη μέσα στην Ορθοδοξία σε λιγότερο ρεαλιστική πιθανότητα. Μια πλήρη διάρρηξη της κοινωνίας συνεπάγεται ένα τίμημα που πολλές αυτοκέφαλες εκκλησίες δεν θα ήθελαν να πληρώσουν (περιλαμβανομένης, ενδεικτικά και ενδεχομένως, της εισόδου προσκυνητών στο Άγιο Όρος μαζί με τους άλλους ορθόδοξους πιστούς). Όσο βαθύτατα τραγική κι αν είναι μια κατάσταση στην οποία η Μόσχα δε θα βρίσκεται σε κοινωνία με την Κωνσταντινούπολη για σημαντικό χρονικό διάστημα, ενώ όλες οι άλλες εκκλησίες θα βρίσκονται σε κοινωνία μεταξύ τους, και η αυτοκεφαλία/προκαθήμενος της Ουκρανίας δεν θα αναγνωρίζονται από ορισμένες εκκλησίες για ένα χρονικό διάστημα (με τον ίδιο τρόπο που η αυτοκεφαλία της OCA δεν αναγνωρίζεται επί του παρόντος από άλλες), μια τέτοια κατάσταση απέχει πολύ από τις υποσχέσεις και τις απειλές της Μόσχας ότι επίκειται ένα «σχίσμα μεγαλύτερο από 1054». Ο Θεός να μας ελεήσει να αμαρτήσουμε λιγότερο από ό,τι οι επιδιώξεις μας φαίνεται να υπαγορεύουν.


Ο Σωτήρης Μητραλέξης είναι εντεταλμένος διδάσκων φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ερευνητικός εταίρος του Πανεπιστημίου του Winchester, δρ. φιλοσοφίας της Freie Universität Berlin, δρ. θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και υπ. δρ. πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Μεταφράστηκε στην ελληνική από τον Μιχάλη Ρέττο.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδώ.