Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Ο ΠΑΠΑΣ ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΣ Γ΄ΚΑΙ Η Δ’ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΛΑΤΕΡΑΝΟΥ (ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΩΝ)

Ευαγγελία Αμοιρίδου, Αν. Καθηγήτρια Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Εισήγηση στην Ημερίδα με θέμα «Το Τάγμα των Ιεροκηρύκων και η Ορθόδοξη Ανατολή»
Ο Λοθάριος, ο μετέπειτα Πάπας Ιννοκέντιος Γ’, γεννήθηκε περί το 1160/61 στο Lazio, στα νότια της Ρώμης, γιος του Τρασμούντου κόμη του Segni και της Κλαρίσσας, της οικογενείας των Scotti. Μετά  την πρώτη μόρφωση στην Ρώμη, μετέβη στο Παρίσι, όπου σπούδασε τέχνες και θεολογία. Εκεί γνώρισε και ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με αρκετές σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής, στις οποίες αργότερα ανέδειξε σε διάφορα αξιώματα.
 Ο ανώνυμος βιογράφος του Ιννοκεντίου αναφέρει πως ο Λοθάριος σπούδασε και στην Μπολόνια, φημισμένο κέντρο σπουδών της εποχής για το ρωμαϊκό και κανονικό δίκαιο, για μια τριετία περίπου. Εκεί πρέπει να τον συνάντησε ο πάπας Γρηγόριος Η΄, ο οποίος τον χειροτόνησε υποδιάκονο. Το φθινόπωρο του 1190 ο πάπας Κλήμης ο Γ΄ τον ονόμασε καρδινάλιο διάκονο στον ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου.
Από την δραστηριότητα της διάρκειας επτά ετών θητείας του ελάχιστα μας είναι γνωστά. Οπωσδήποτε ασχολήθηκε με την συγγραφή, αφού αυτήν την περίοδο δημοσιεύονται τα έργα του, καθώς και, όπως υποστηρίζουν οι μελετητές του, ασχολήθηκε και με την έρευνα στα παπικά αρχεία. Από αυτήν προέκυψε η εξοικείωσή του με την γραφειοκρατία τους, την οποία αργότερα φρόντισε να οργανώσει αποτελεσματικότερα.

Η εκλογή του (8 Ιανουαρίου 1198).

Ο προκάτοχός του, πάπας Κελεστίνος Γ΄, τα Χριστούγεννα του 1197 εξεδήλωσε την επιθυμία του να παραιτηθεί, υπό τον όρο να εκλεγεί στην θέση του ο στενός του συνεργάτης Ιωάννης, καρδινάλιος του Αγίου Παύλου. Οι καρδινάλιοι όμως διαφώνησαν, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο πάπας πρέπει να εκλέγεται και μάλιστα ελεύθερα. Δύο μόλις εβδομάδες αργότερα, στις 8 Ιανουαρίου, ο ηλικίας 91 ετών πάπας άφηνε την τελευταία του πνοή. Αμέσως, κάποιοι από τους καρδινάλιους αποσύρθηκαν στο οχυρωμένο μοναστήρι Septizonium, στον Παλατίνο λόφο, να προετοιμάσουν και να προετοιμαστούν για την εκλογή του διαδόχου του. Κάποιοι άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και ο διάκονος Lotario dei Segni, πήγε πρώτα στην Basilica Nova, όπου γινόταν η κηδεία του εκλιπόντος, και από εκεί μετέβη και αυτός στο Septizonium. Οι περίπου 20 παρευρισκόμενοι από τους καρδινάλιους εκλέκτορες, αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε εκλογή (για πρώτη φορά) per scrutinium (ψηφοδέλτιο) επέλεξαν τους ελεγκτές της καταμέτρησης των ψήφων και κατέθεσαν τις προτιμήσεις τους. Εδώ βρίσκει κανείς δύο εκδοχές: μία, που παρουσιάζει πλειοψηφήσαντα τον καρδινάλιο Ιωάννη του Σαλέρνο, ο οποίος όμως δεν δέχτηκε την εκλογή, οπότε στον επόμενο γύρο οι υποστηρικτές του τάχθηκαν υπέρ του διάκονου Λοθάριου, ενός από τους υποψηφίους που είχαν υποδείξει οι εκλέκτορες, ο οποίος έτσι πλειοψήφησε και εξελέγη. Η άλλη εκδοχή, πιο ιδεαλιστική, έχει ως εξής:
Η καταμέτρηση έδειξε 4 υποψηφίους, με τον Λοθάριο να έχει συγκεντρώσει τις περισσότερες προτιμήσεις από όλους. Αμέσως ο Λοθάριος φέρεται να μετακίνησε την καρέκλα του μακριά από τους υπόλοιπους για να τους αφήσει να εκφραστούν ελεύθερα. Κανείς δεν αμφισβητούσε την ποιότητα του χαρακτήρα του ή τις γνώσεις του, τουλάχιστον όχι φανερά, όλοι στέκονταν όμως στην ηλικία του: ήταν μόλις 37 ετών. Όσο διαρκούσαν οι συζητήσεις, τρία περιστέρια μπήκαν στην αίθουσα, και ένα από αυτά, το πιο άσπρο,  κάθισε κοντά στην καρέκλα του Λοθάριου. Τελικά ο Λοθάριος εξελέγη και για λόγους που δεν είναι γνωστοί ο νεοεκλεγείς έλαβε το όνομα Ιννοκέντιος (αθώος) ο Γ κατά σειρά΄.
Πέθανε στις 16 Ιουλίου 1216 στην Περούτζια, και τάφηκε στον καθεδρικό της ναό, όπου και παρέμεινε θαμμένος μέχρι το 1892, οπότε το λείψανό του μεταφέρθηκε στον Αγιο Ιωάννη του Λατερανού.

Εργογραφία

Τα έργα, που συνέγραψε ως διάκονος ακόμη ο Ιννοκέντιος, είναι:
-De miseria humanae conditionis. Έργο που γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση, όπως προδίδουν τα περισσότερα από 700 σωζόμενα χειρόγραφά του και κατατάσσεται μεταξύ των πιο πολυδιαβασμένων έργων του μεσαίωνα.
-De missarum misteriis, πραγματεία λειτουργικο-αλληγορικού περιεχομένου, με αρκετά μεγάλη διάδοση και αυτό (200 χειρόγραφα).
-De quadripartita specie nuptiarum. Στο πρώτο μέρος του έργου ο σ. εκθέτει τις απόψεις του για τους τέσσερεις τύπους στην συζυγική ένωση: έναν σωματικό (άνδρας-γυναίκα) και τρεις μυστικιστικούς (ανθρώπινη φύση και θεία, στο πρόσωπο του Χριστού, Χριστός-Εκκλησία, Θεός-ψυχή). Στο β΄μέρος του ίδιου έργου συμπεριλαμβάνει ερμηνεία στο 44ο Ψαλμό. Το έργο αυτό, πιο πιο αυθεντικό του –σύμφωνα με τους μελετητές του- αντικατοπτρίζει τόσο την οικογενειακή πραγματικότητα της εποχής όσο και τις εκκλησιολογικές αντιλήψεις του κατοπινού πάπα. Σώζεται σε ελάχιστα χειρόγραφα.
-Sermones (tam vulgari quam litterali, σύμφωνα με τον ανώνυμο βιογράφο του), είναι γνωστοί περί τους 80, που σώζονται σε πάνω από 60 χειρόγραφα.
- Πάπας πλέον, και λίγους μήνες πριν πεθάνει, συνέγραψε Υπόμνημα σε Ψαλμούς (30 χειρόγραφα). Σε αυτό διαφαίνεται τόσο το αμείωτο από τα χρόνια των σπουδών του ενδιαφέρον του για την Βίβλο, όσο και ο σκεπτικισμός του από την εμπειρία του ως vescovus universalis.
-Δεκρέτα. Αν και οι μελετητές του δεν συγκαταλέγουν μεταξύ των έργων του τα διάφορα δεκρέτα και τους κανόνες της Συνόδου του Λατερανού, η συνδρομή του στην δημιουργία τους μάλλον δεν θα πρέπει να αποκλειστεί.

Η Δ΄ Σύνοδος του Λατερανού (1215)
Διακαής πόθος του πάπα ήταν να συγκαλέσει γενική Σύνοδο. Την προκήρυξε την άνοιξη του 1213, με χρόνο σύγκλησης τον Νοέμβριο του 1215 και τόπο το Λατερανό. Με βάση την καταγραφή της επί του πρωτοκόλλου γραμματείας, στην σύνοδο προσήλθαν:
«412 επίσκοποι. Μεταξύ ταυτών οι λατίνοι πατριάρχες Κων/πόλεως και Ιεροσολύμων, ενώ οι πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας έστειλαν αντιπροσώπους. Περί τους 70 ήταν οι Πριμάτοι και αρχιεπίσκοποι και 800 ηγούμενοι και λοιποί εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι. Μεγάλος αλλά όχι ακριβής είναι αριθμός των αντιπροσώπων των απόντων επισκόπων, αρχιεπισκόπων, ηγουμένων κλπ. Μεταξύ των παρισταμένων και πολλοί βασιλείς (της Σικελίας, εκλεγμένος βασιλεύς των Ρωμαίων (Φρειδερικός Β΄), Κωνσταντινούπολης, Γαλλίας, Αγγλίας, Ουγγαρίας, Ιερουσαλήμ, Κύπρου, Αραγωνίας), πρίγκηπες, δούκες και βαρώνοι, κ.ά».
Στην Σύνοδο, που καταγράφηκε ως η πολυπληθέστερη και πιο μεγαλειώδης του μεσαίωνα, ουσιαστικά παραβρέθηκαν εκκλησιαστικοί αντιπρόσωποι από όλες τις περιοχές της δικαιοδοσίας της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, καθώς και όλες οι σημαντικές κοινωνικές τάξεις. Ανάμεσα σε αυτούς, που προσήλθαν, ήταν και ισπανός μοναχός Δομίνικο ντε Γκούζμαν, στον οποίον θα αναφερθεί εκτενέστερα το συνέδριο.
Άρχισε τις εργασίες στις 11 Νοεμβρίου του 2015 και τις ολοκλήρωσε σε τρεις συνολικά συνεδριάσεις: 11, 20 και 30 του ίδιου μήνα. Όλες έλαβαν χώρα στην βασιλική του Αγίου Ιωάννη στο Λατερανό. Πριν από την 1η συνεδρίαση καθώς και στο διάστημα μεταξύ τους, οι ανεπίσημες συζητήσεις λάμβαναν χώρα στο γειτονικό παλάτι του Λατερανού.
Στις τρεις επίσημες συνεδριάσεις συζητήθηκαν τα τρία θέματα που έθεσε ο πάπας στην προσκλητήρια επιστολή του: άγιοι τόποι, πίστη, αναμόρφωση.
Κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση, εξεφώνησε ο ίδιος ο Ιννοκέντιος μεγαλειώδη λόγο, γεμάτο βιβλικά αποφθέγματα, στον οποίο διατύπωνε τον στόχο του για την αναμόρφωση της εκκλησίας και την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Ο επόμενος ομιλητής, ο λατίνος πατριάρχης Ιεροσολύμων, διεκτραγωδώντας τα δεινά στην περιοχή του παρακάλεσε για επείγουσα βοήθεια. Οι εργασίες της πρώτης ημέρας έληξαν με την ομιλία του επισκόπου της Agde, καταγγελτική για τους Αλβιγινούς της περιοχής του.
Στην δεύτερη συνεδρίαση, 20 Νοεμβρίου, τέθηκε το ζήτημα της διεκδίκησης του θρόνου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον Όθωνα, τον οποίον ο Ιννοκέντιος αφόρισε, και τον Φρειδερίκο Β΄, τον προστατευόμενό του. Κατά την συζήτησή και ανεξάρτητα από την εκπεφρασμένη υποστήριξη του Ιννοκέντιου προς τον Φρειδερίκο, οι συμμετέχοντες επίσκοποι παρουσιάστηκαν έντονα διχασμένοι ως προς την υποστήριξή τους και ο πάπας διέκοψε την συνεδρίαση.
Στην Τρίτη και τελευταία συνεδρίαση, 30 Νοεμβρίου, έγινε διανομή μέρους της περιουσίας του Ραϋμόνδου Δ΄ της Τουλούζης στον Simon de Montfort, καταδικάστηκε η τριαδολογικά αποκλίνουσα διδασκαλία του Ιωακείμ de Fiore, και προβλήθηκε ως μέλλων αυτοκράτορας ο Φρειδερικος Β, κατόπιν της εξασφαλισμένης εκλογής του από τους γερμανούς ηγεμόνες. Με την παρουσίαση των κανόνων ενώπιον της Συνόδου έληξαν οι εργασίες της.
Με το όνομα της Συνόδου φέρονται 70 κανόνες και ένα δεκρέτο, αυτό για την νέα σταυροφορία. Λόγω της σημείωσης που φέρουν κάποιοι από αυτούς, ότι «είναι από την Σύνοδο του Λατερανού», εκτιμάται ότι κατά την συνεδρίαση απλώς αναγνώστηκαν –χωρίς συζήτηση- οι κανόνες που ετοίμασε η παπική γραμματεία.
Ο δογματικού περιεχομένου 1ος κανόνας θέτει το πλαίσιο της πίστεως, γεγονός που ταυτόχρονα οριοθετεί την στάση της Εκκλησίας απέναντι στην κάθε είδους εκτροπή από αυτήν, δηλαδή τις αιρέσεις. Ο 2ος καταδικάζει την εναντίον του Πέτρου Λομβαρδού πραγματεία του Ιωακείμ de Fiore περί Αγίας Τριάδος. O 3ος συνιστα ουσιαστικά πρόγραμμα δράσης κατά των αιρετικών. Οι 4ος και 5ος ασχολούνται με την ρύθμιση ζητημάτων που προέκυψαν από την συνύπαρξη με τους ορθοδόξους μετά την Δ΄ Σταυροφορία καθώς και με την τάξη πρωτοκαθεδρίας των πατριαρχείων της Ανατολής.
Οι περισσότεροι κανόνες ασχολούνταν με την ηθική κατάσταση του κλήρου και έθεταν συγκεκριμένο πλαίσιο συμπεριφοράς.
Αρκετοί επίσης τόνιζαν την ευθύνη των επισκόπων για τη φροντίδα των ψυχών του ποιμνίου τους, με παράλληλη εντολή να μεριμνούν ιδιαίτερα για την επιλογή των κατάλληλων  ιεροκηρύκων και εξομολόγων, για την κατάλληλη προετοιμασία των υποψηφίων κληρικών, καθώς και την ελεύθερη από την κοσμική επιρροή εκλογή των επισκόπων. Απαγορεύτηκε η ίδρυση νέων θρησκευτικών ταγμάτων και θεσπίστηκε ως υποχρεωτική η ετήσια εξομολόγηση και μετάληψη το Πάσχα  για όλους τους πιστούς.
Ιδιαίτερα λεπτομερείς καταγραφές συμπληρώνουν το πλαίσιο συμμετοχής των κληρικών σε διαδικασίες ανακρίσεων  ποινικών και πολιτικών δικών. (8,18,38).
Αποφασίστηκε απαγόρευση της ενασχόληση των Εβραίων με το εμπόριο και την ανάληψη δημοσίων αξιωμάτων, καθώς και το να φέρουν, όπως και οι μουσουλμάνοι, διακριτή ενδυμασία.
Με την εξαίρεση δύο μόνο κανόνων, οι υπόλοιποι όλοι συμπεριλήφθηκαν στο corpus iuris canonici και άφησαν το στίγμα τους στην εκκλησία περισσότερο από κάθε άλλη σύνοδο του μεσαίωνα.
Δοθέντος ότι οι κανόνες στην ζωή της Εκκλησίας, εκτός των άλλων σηματοδοτούν και την καταγραφή των διαφόρων προβλημάτων που την απασχολούν, τα οποία και θέλει να επιλύσει, η μελέτη των κανόνων –και- της συγκεκριμένης Συνόδου προσφέρεται και για την ανάγνωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων πριν από την αυτήν. Υπό αυτό το πρίσμα, εκτός από το αυτονόητο ενδιαφέρον για το τί λέγεται στους κανόνες ως προς τα θιγόμενα ζητήματα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το τί δεν λέγεται σε αυτούς.

  Αποτίμηση

Πολλά και ενδιαφέρονται είναι αυτά που μπορούν να λεχθούν για το αποτύπωμα που άφησε ο Ιννοκέντιος τόσο στην παποσύνη όσο και στην ευρωπαϊκή ιστορία του τέλους του 12ου αρχών του 13ου αιώνα και  όχι μόνο. Ο πάπας που ανέβηκε στην επισκοπική του έδρα ως vicarious Petri αλλά την άφησε ως vicarious Christi. 
Σε προσωπικό επίπεδο, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις τέχνες και την λογοτεχνία και διέθετε εκλεπτυσμένη αισθητική. Παράδειγμα οι παπικές σφραγίδες, που συνδυάζουν την ρωμαϊκή μεγαλοπρέπεια με την αισθητική ευαισθησία. Η εικόνα του ευκατάστατου ευγενούς με την πολυδιάστατη προσωπικότητα συμπληρώνεται με την ανακάλυψη, ότι ήταν επίσης καλός τραγουδιστής και τραγουδοποιός.
Στις οικοδομικές δραστηριότητες καταγράφονται ως πιο σημαντικές οι εκτεταμένες βελτιώσεις και τροποποιήσεις τόσο στο Λατερανό όσο και στο Βατικανό, ανακατασκευή του νοσοκομείου του Αγίου Πνεύματος καθώς και η κατασκευή του περίφημου πύργου, γνωστού ως Torre dei Conti. Ανανέωσε τα ψηφιδωτά στην αψίδα του Αγίου Πέτρου, όπου πρόσθεσε και το πορτραίτο του. Από τότε, και με την συνδρομή προφανώς τεχνιτών από την Κωνσταντινούπολη άρχισε μία περίοδος κατασκευής στην Ρώμη ψηφιδωτών «βυζαντινής» τεχνοτροπίας με έργα που σώζονται μέχρι σήμερα. . Η συνδρομή και οι δωρεές του δεν περιορίστηκαν μόνο στην Ρώμη.
Ως προς τον παπικό θεσμό, διαμόρφωσε, ενίσχυσε και οδήγησε την πνευματική και κοσμική δύναμη της μεσαιωνικής παποσύνης στο ψηλότερο, μέχρι εκείνη την εποχή, σημείο της. Με αφετηρία την αντίληψή του περί της πληρότητας και υπεροχής της πνευματικής εξουσίας έναντι της κοσμικής, plenitudο potestatis, αιτιολογούσε κάθε παρέμβασή του στα πράγματα. Έγινε μέρος των δρώμενων της εποχής, είχε σαφείς στόχους και ήταν ευέλικτος στην επιλογή του δρόμου για την πραγματοποίησή τους. Πρώτα φρόντισε να διασφαλίσει το Patrimonium Petri, μετά την αντιβασιλεία στο Regnum, το βασίλειο της Σικελίας, και στην συνέχεια ενίσχυσε την παποσύνη σε όλα τα υποτελή κράτη. Προστάτεψε τα εκκλησιαστικά και διεκδίκησε και πολιτικά δικαιώματα για την Εκκλησία της Ρώμης, τα οποία στην συνέχεια υπερασπίστηκε αποφασιστικά. Μπορούσε να οδηγήσει παραβάτες στις αίθουσες των δικαστηρίων, και είχε τα μέσα για την εκτέλεση των αποφάσεων. Εφάρμοζε το δίκαιο εξίσου στους χωρικούς και τους βασιλείς και εκτελούσε τις όποιες αποφάσεις του και προς τους δύο.
Οι κύριοι άξονες της εκκλησιαστικής του πολιτικής στάθηκαν η ανακατάληψη των Αγίων Τόπων, η εξαφάνιση των αιρέσεων και η αναμόρφωση του κλήρου –κατά βάση. Ωστόσο, ακόμα και αν η ειλικρινής αφετηρία των προθέσεών του ήταν η διατήρηση της puritas fidei, η διατύπωση του 3ου κανόνα, που, επί ποινῇ αφορισμού και λύσης του όρκου των υπηκόων προς αυτούς, αναθέτει στους κοσμικούς άρχοντες την «εξαφάνιση» των αιρετικών από την περιοχή τους, ελήφθη κατά γράμμα από τους διαδόχους του, με την γνωστή δράση της Ιεράς Εξέτασης. Απαγόρευσε περιοριστικά την ίδρυση νέων μοναχικών ταγμάτων, όμως προέβαλε και προστάτεψε το κίνημα αποστολικής πτωχείας.
Οι Εκκλησίες της Ανατολής, ιδιαίτερα μετά το τραυματικό 1204, δεν φαίνεται να τον απασχόλησαν ιδιαίτερα, παρά μόνον σε επίπεδο οργάνωσης και διευθέτησης ζητημάτων, που απασχολούσαν την λατινική τους πλέον ιεραρχία, την παλιά στις περιοχές των πατριαρχείων της Ανατολής και την νέα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όπως διαπιστώνεται από την σωζόμενη επιστολογραφία. Μάλιστα για το τελευταίο, φαίνεται στην εποχή του Ιννοκεντίου να έχει λησμονηθεί εντελώς η προ του 1054 σχέση μεταξύ των Εκκλησιών και η τάξη πρωτοκαθεδρίας. Δεν εξηγείται διαφορετικά η διατύπωση στον 4ο κανόνα της Λατερανής, όπου γίνεται λόγος μόνο για την «επιστροφή» Ελλήνων στην υπακοή της Αποστολικής Έδρας και καθόλου για την αποκατάσταση του σχίσματος.
Αυτό, με ελάχιστα λόγια, είναι το περίγραμμα του βίου και ενός μέρους της μεγαλειώδους δραστηριότητας του πάπα Ιννοκεντίου του Γ΄, ο οποίος ωστόσο δεν έμεινε στην ιστορία ως Μέγας.