Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ
Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου,
Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΣΤ´ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ, Ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, 2 Ἰουνίου 2019, (Αριθμ. 16Ν)
Α. 1. Τα Αναγνώσματα της Κυριακής του Τυφλού βρίσκονται και πάλι
στην ίδια γραμμή θεοσημιών
και μαρτυρίας του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, όπως εκφαίνεται από τον
Ενανθρωπήσαντα Λόγο, κατά το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, και διαπιστώνεται με την
παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Αποστολική Κοινότητα, με το Αποστολικό
Ανάγνωσμα, καθότι τα δύο Αναγνώσματα αποτελούν μία ενότητα.
2. Η θεραπεία του τυφλού
με τη δημιουργία οφθαλμών, φτιάχνοντας ο Χριστός πηλό με σάλιο του, για να
δείξει το τέλειο της ανθρώπινης φύσης του, ότι δεν είναι φάντασμα..., και
επιθέτοντάς τον στον τυφλό με ζωοποίηση, είναι μία πράξη αναδημιουργίας, που
δείχνει ότι ο Χριστός είναι ο Δημιουργός και όχι ένας απλός Προφήτης, είναι ο
αναμενόμενος εν σαρκί Υιός του Θεού, «δι᾽ οὗ» εποιήθη σύμπας ο κόσμος, και «δι᾽
οὗ» επορεύθησαν ο Ισραήλ και οι Προφήτες. Η φανέρωση του Χριστού, ως του
Ενανθρωπήσαντος Λόγου, εγγυάται την κατ᾽ άμφω αναδημιουργία του ανθρώπου με τις
συγκεκριμένες θεοσημίες.
Αυτό λέγει ο Χριστός απαντώντας στους μαθητές, ότι, δηλαδή, ο τυφλός της σημερινής
Ευαγγελικής περικοπής δεν ήταν αμαρτωλός, γιατί έφταιξε ο ίδιος, ή οι γονείς
του, «ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ
ἐν αὐτῷ» (Ἰω. θ´, 3), για να
γίνει η Αποκάλυψη, δηλαδή, ότι ο Χριστός είναι ο αυτός Θεός, που φανερώθηκε στο
Μωϋσή και τους Προφήτες του παλαιού Ισραήλ, τους οποίους υποκριτικώς υποστήριζαν
ότι ακολουθούσαν οι Φαρισαίοι του Ευαγγελικού Αναγνώσματος. Εξάλλου, και όλη η
συζήτηση που κάνει ο εκ γενετής τυφλός, τόσο με τους γείτονες όσο και με τους
Φαρισαίους, σε ένα πράγμα συντείνει, στο να αποδειχθεί ότι ο θεραπευθείς
δέχθηκε τη δημιουργική ενέργεια του Χριστού ως του αυτού Θεού του Ισραήλ, του
αναμενομένου Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός. Στη συνέχεια, στην καταληκτήρια
συζήτηση με το Χριστό ο θεραπευθείς ερωτάται από το Χριστό, εάν πιστεύει στον
Υιό του Θεού, αποκαλύπτοντας ότι είναι ο ομιλών. Ο διάλογος είναι
συγκλονιστικός, αφού ο θεραπευθείς ήδη ήταν έτοιμος, εκ της θεοσημίας που
δέχθηκε, να ομολογήσει το Χριστό ως Θεό, αφού εμμέσως το είχε κάνει και προς
τους γείτονες και προς τους Φαρισαίους: «Σὺ
πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε,
ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν
μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ» (Ἰω. θ´, 35-38).
3. Ο θεραπευθείς, χωρίς
να γνωρίζει τις Γραφές και να τις τηρεί τυπικά (τυφλός ήταν, τί να διαβάσει, τί
να ακούσει και τί να καταλάβει), όπως οι Φαρισαίοι, δέχεται αμέσως το Χριστό ως
Θεό και τον προσκυνά, οι γείτονες το συζητούν, ενώ οι Φαρισαίοι επικαλούνται το
Μωϋσή, για να αρνηθούν τη θεοσημία και το Χριστό ως Θεό. Και όχι μόνο
αμφισβητούν τη θεοσημία,
αλλά επικαλούνται τη διάταξη περί
τηρήσεως της αργίας του Σαββάτου, για να κινηθούν εναντίον του Χριστού,
ελπίζοντας, μάλιστα, και στη μαρτυρία του θεραπευθέντος, τον οποίο και
εκβάλλουν, μάλλον από τη Συναγωγή, γιατί σίγουρα εκεί του είχαν κάνει την
ανάκριση: «ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ
ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω», Ἰω.
θ´, 34. Η αιτία ήταν ότι το θαύμα του τυφλού είχε γίνει αιτία να πιστεύσουν
πολλοί Ιουδαίοι στο Χριστό, κι, έτσι, οι Φαρισαίοι χάνανε την πελατεία! Είναι
σαφής η Ευαγγελική περικοπή: «ἤδη γὰρ
συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ
Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται», (Ἰω,
θ´, 22), να χάσει, δηλ. ο ομολογών όλα τα δικαιώματα που είχε ένας Ιουδαίος.
Αυτό δεν ήταν ένα απλό πράγμα, γιατί οι Ιουδαίοι και υπό Ρωμαϊκή κατοχή ήταν
αναγνωρισμένοι ως ιδιαίτερη πολιτική και θρησκευτική οντότητα, τύγχαναν,
δηλαδή, ιδιαίτερης προστασίας, εάν ήταν και Ρωμαίοι πολίτες, όπως π.χ. ο
Απόστολος Παύλος, ήταν σχεδόν άτρωτοι από τα επιμέρους όργανα του Ρωμαϊκού
συστήματος.
Β. 1. Επανερχόμενη επί
του θέματος της θεοσημίας
επί του τυφλού θέλω να επισημάνω δύο σημεία:
α) ότι ο Χριστός επιμένει
στη σύνδεσή της με τις απαρχές της ανθρωπότητας, γι᾽ αυτό λέγει στον τυφλό να
πάει να νιφτεί στην κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Η κολυμβήθρα αυτή, «ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος» (Ἰω. θ´, 7) είναι πάλι ένας από τους
ιερούς τόπους του Ισραήλ, γιατί αποτελεί κατάληξη του δικτύου που κατασκεύασε ο
ευσεβής βασιλεύς Άγιος Εζεκίας, για να μεταφέρει στα Ιεροσόλυμα, ειδικότερα
στην πόλη που θα κάνει μετά ο Προφήτης Δαυίδ, τα νερά από την πηγή Γιών, που
σχετιζόταν με μία από τις «ἀρχές» της Εδέμ, όπως καταγράφεται «παραστατικώς»
και συμβολικώς (δηλαδή, κατά την προσληπτική παραστατική ικανότητα των ακροατών
του) από το συγγραφέα της Γενέσεως, κεφ.
β, 10-14: «10 ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ
᾿Εδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον· ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς. ὄνομα τῷ
ἑνὶ Φισῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Εὐιλάτ, ἐκεῖ οὗ ἐστι τὸ χρυσίον· τὸ δὲ
χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος.
καὶ ὄνομα τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ Γεῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας. καὶ
ὁ ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις· οὗτος ὁ προπορευόμενος κατέναντι ᾿Ασσυρίων. ὁ δὲ
ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης»,
και β) ότι όλη η
υμνολογία της εορτής καταυγάζεται από το φως
και την αγαθοτοπία του ζώντος Θεού του Μωϋσέως και των Προφητών, του ενός
και του αυτού άσαρκου και ένσαρκου Λόγου.
2. Έτσι, στο γ´ Στιχηρό Ἰδιόμελο κατά το Μεγάλο Εσπερινό
της εορτής, ἦχος β´, γίνεται λόγος για το γεγονός της οράσεως του εκ γενετής
τυφλού, ο οποίος μετά τη νίψη στην πηγή του Σιλωάμ παρουσιάζεται από τον υμνωδό
να λέγει: «... Αὐτός ἐστιν ἀληθῶς, ὃν ἔφη
Μωσῆς ἐν τῷ νόμῳ, Χριστὸν Μεσσίαν, αὐτός ἐστιν ὁ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»,
αυτόν, δηλαδή, που είχαν αρνηθεί οι Φαρισαίοι και οι Ιουδαίοι επικαλούμενοι
υποκριτικώς το Μωϋσή και, μάλιστα, υποστηρίζοντες ότι ήσαν και μαθητές του
Μωϋσή: «Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· (δηλ. τοῦ
Ἰησοῦ) ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς
οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν»
(Ἰω. θ´, 28-29), ενώ στο Δοξαστικό της εορτής, ἦχος πλ. δ´, ο
Χριστός ονομάζεται νοητός ήλιος της δικαιοσύνης, που χαρίζει το φως στον τυφλό,
αλλά που φωτίζει «κατ᾽ ἄμφω» τα μάτια
όλων μας, ώστε να είναι αισθητήριο όργανο αλλά και να καταυγάζεται και η ψυχή
ἔχοντας αὐτή γεγυμνασμένα τα αισθητήρια
εις θεογνωσία της εις ημάς θεόσδοτης φιλανθρωπίας: «Δικαιοσύνης ἥλιε νοητέ, Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ τὸν ἐκ μήτρας τοῦ φωτὸς
ἐστερημένον, διὰ τῆς σῆς ἀχράντου προσψαύσεως, φωτίσας
κατ᾽ ἄμφω καὶ ἡμῶν τὰ ὄμματα, τῶν ψυχῶν αὐγάσας, υἱοὺς ἡμέρας δεῖξον,
ἵνα πίστει βοῶμέν σοι. Πολλή σου καὶ ἄφατος, ἡ εἰς ἡμᾶς εὐσπλαγχνία,
φιλάνθρωπε, δόξα σοι».
3. Ας υπογραμμισθεί μία
φορά ακόμη, για να γίνει άκρως κατανοητό από όλους μας, ότι τα θαύματα του Χριστού
και η πίστη μας δεν έχουν ένα χαρακτήρα ατομικό, αλλά είναι δυνάμει κοινή υπόθεση όλης της
ανθρωπότητας. Έτσι ο υμνωδός στον τυφλό συμπεριλαμβάνει όλους μας. Πρόκειται
για το κοινό αγαθό σύμπασας της ανθρωπότητος και του κόσμου, όπως το εξέφρασε,
εξάλλου, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με τον Αναστάσιμο Κανόνα του, που τον
ψάλλει η Εκκλησία μας σαράντα μέρες, το «Ἀναστάσεως
ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν, λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα...». Αυτή η φωτοχυσία της
Αναστάσεως, της οράσεως του τυφλού, της αναδημιουργίας του ανθρώπου, είναι μία
πορεία προς την Πεντηκοστή, μία φωτοδοτική και φωτιστική μυσταγωγία των πιστών
προς τη Θεοφάνεια τοῦ Αγίου Πνεύματος
κατά την Πεντηκοστή, όπου οι Μαθητές καλούνται να κηρύξουν Χριστόν «Ἀναστάντα καὶ ἀνελθόντα εἰς οὐρανοὺς καὶ
καθεζόμενον ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς καὶ πάλιν ἐρχόμενον...», όπως λέμε στο
Σύμβολο της Πίστεως εις πάντα τα έθνη. Όμως, πριν από αυτό είναι αναγκαίο να
ομολογηθεί η εκούσια Ενανθρώπηση του
Λόγου, ως βεβαίωση του ανακαινισμού μας εν Χριστώ. Ο τυφλός θεραπεύεται, για να
δει και σωματικώς το Χριστό, ως αυτόπτης μάρτυρας, όπως λέγεται στο δ´ Τροπάριο του γ´ Κανόνα, ᾨδή α´, ἦχος α´,
του Τυφλού: «Θαύματα παράδοξα, ἐπιτελῶν ὁ
λυτρωτής, ἰάσατο καὶ Τυφλὸν ἐκ γενετῆς, πηλὸν ἐπιχρίσας, καὶ εἰπών· Πορεύθητι
καὶ νίψαι ἐν τῷ Σιλωάμ, ὅπως γνώσῃ με Θεόν, ἐπὶ
γῆς βαδίζοντα, σάρκα φορέσαντα, διὰ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν». Εξάλλου, το
ιδιαίτερο γεγονός τονίζεται εξαιρέρως με τις Καταβασίες των Ειρμών «Τῷ Σωτῆρι Θεῷ, τῷ ἐν θαλάσσῃ λαόν, ποσὶν
ἀβρόχοις ὁδηγήσαντι, καὶ Φαραὼ πανστρατιᾷ καταποντίσαντι, αὐτῷ μόνῳ ᾄσωμεν· ὅτι
δεδόξασται», αντί της στιχολογίας τῆς Ὠιδής της Θεοτόκου.
4. Είναι λειτουργικά
βέβαιο ότι αυτή η περίοδος είναι προετοιμασία για την Πεντηκοστή, όπως
καταγράφεται στην Ὠιδὴ δ´, ἦχος πλ. α´, του Μεσονυκτικού της εορτής με προσφυγή
στην όραση του Προφήτη Δανιήλ: «Μυεῖται
τῆς μιᾶς Κυριότητος, τὸ τριφαὲς ὁ Δανιήλ,
Χριστὸν κριτὴν θεασάμενος, πρὸς τὸν Πατέρα ἰόντα, καὶ Πνεῦμα
τὸ προφαῖνον τὴν ὅρασιν», όπως ομολογούμε και πάλι στο Σύμβολο της
Πίστεως: «Το λαλῆσαν διὰ των Προφητῶν». Εξάλλου, οι Ωδές του Μεσονυκτικού είναι
ένας διαρκής ύμνος της Τρισηλίου Θεότητος. Μολονότι οι Πατέρες απέρριψαν τη
χρήση εικόνων, δηλωτικών της σχέσεως των προσώπων της Αγίας Τριάδος, ενώ
υφίσταται στην υμνολογία της Εκκλησίας, αρκούμενοι στις Αγιογραφικές ρήσεις Πατήρ,
Υιός και Άγιο Πνεύμα, ωστόσο η εικόνα του φωτός εξαιρείται και χρησιμοποιείται
προς δήλωση και της κατά φύση ταυτότητος, του ομουσίου των Προσώπων και της
μιας και της αυτής ακτίστου φωτοδοτικής ενεργείας, αλλά συγχρόνως και για τη
δήλωση της ετερότητος των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Έτσι ο Θεός είναι φως,
αλλά επίσης είναι φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως το Άγιο Πνεύμα, αλλά όχι τρία
φώτα. Ασφαλώς η ορολογία περί του φωτός παραπέμπει στην αρχή της δημιουργίας
κατά την απόδειξη του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως,
όπου με τη δημιουργία του κτιστού φωτός αναδύεται η δημιουργία του κόσμου κατά
την πρώτη ημέρα(1). Εξάλλου, και τα λογικά κτιστά όντα, άγγελοι και άνθρωποι έρχονται
στην ύπαρξη, φωτίζονται, είναι ενεργούμενα από τη φωτοδοτική ενέργεια του Θεού,
και κατ᾽ επέκταση και η αναδημιουργία του ανθρώπου διά του βαπτίσματος είναι
φώτισμα, επάνοδος στην ύπαρξη (2).
5. Αν και δεν πρέπει να
βαρύνω το λόγο με παραπάνω παραθέσεις και ερμηνευτικά σχόλια, όμως, είναι
απαραίτητο να παραθέσω τα τρία Αντίφωνα
του Όρθρου της εορτής, για να γίνει σαφέστερο ότι πορευόμαστε προς την Πεντηκοστή, και αυτό το γεγονός υπηρετεί
και η όραση, ο φωτισμός του τυφλού εκ γενετής, ως προχειριστικό γεγονός της
θεογνωσίας όλης της ανθρωπότητος. Ακούμε, λοιπόν, στους Ἀναβαθμούς, Ἀντίφωνο Α´, ἦχος πλ. α´: «Ἁγίῳ Πνεύματι,
περικρατεῖται πάντα τὰ ὁρατά τε σὺν τοῖς ἀοράτοις· αὐτοκρατὲς γὰρ ὂν,
τῆς Τριάδος ἓν ἐστιν ἀψεύστως», Ἀντίφωνο Β´: «Ἁγίῳ Πνεύματι, θεολογοῦντες φῶμεν· Σὺ
εἶ Θεός, ζωή, ἔρως, φῶς, νοῦς(3), σὺ χρηστότης,
σὺ βασιλεύεις εἰς τοὺς αἰῶνας», Ἀντίφωνο Γ´: «Ἁγίῳ Πνεύματι, ζωαρχικὴ ἀξία· ἐξ οὗ πᾶν ζῶον
ἐμψυχοῦται, ὡς ἐν Πατρί, ἅμα τε καὶ Λόγῳ».
Γ. 1. Με τα Αντίφωνα αυτά είναι σα να έχουμε σήμερα
Πεντηκοστή, πράγμα που προγευόμαστε με το Αποστολικό Ανάγνωσμα, όπου Απόστολος
Παύλος, ακολουθούμενος από τον Απόστολο Σιλουανό (Σίλα), βρίσκεται κατά τη
δεύτερη περιοδεία του στους Φιλίππους, όπου εν Αγίω Πνεύματι θεραπεύει τη
δαιμονιζόμενη παιδίσκη. Ακολουθεί η φυλάκισή τους μετά από καταγγελία των
Ιουδαίων, οι οποίοι, ουσιαστικώς τους απέβαλαν από τη Συναγωγή, αλλά και τους κατέδωσαν
κιόλας στις Ρωμαϊκές Αρχές ότι δεν τηρούν τους νόμους ως Ρωμαίοι πολίτες και
εισάγουν άγνωστη θρησκεία, λέγοντες ότι: «Οὗτοι
οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες, καὶ
καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι».
(Πράξ. ιστ, 20-21). Κατά τη φυλάκιση μετά από προσευχή των δύο Αποστόλων
γίνεται σεισμός κατά τα μεσάνυχτα, και «ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ
ἀνέθη», μία
προδήλωση της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, που αίρει τη φυσική σύμβαση, ακολουθεί
η απόγνωση του δεσμοφύλακα, και εντέλει η βάπτισή του και των οικείων του.
2. Το Αποστολικό
Ανάγνωσμα, ακριβώς, μας εισάγει στην Εκκλησία της Πεντηκοστής, στα Αποτελέσματα
του έργου του Αγίου Πνεύματος στα μέλη της Εκκλησίας, αλλά μας προετοιμάζει και
για τις δυσκολίες της Εκκλησίας κατά το κήρυγμά της εις πάντα τα έθνη περί του
Ιησού Χριστού, του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός και της εις ημάς φιλανθρώπου
Θείας Οικονομίας του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Γεν. α´, 3-5: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς. καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ
διεχώρισεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς
καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε
νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία».
(2) Είναι σαφές ότι το
θεολογικό πλαίσιο των λειτουργικών διατυπώσεων και της υμνολογίας της Εκκλησίας
περί του φωτός έχει απώτερη βάση στους Λόγους του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου,
το έργο του οποίου αξιοποιεί εμφανέστατα στους Κανόνες του ο Άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός.
(3) Οι όροι «ζωή, ἔρως, φῶς, νοῦς»,
όπως και παρεμφερείς, τους οποίους αργότερα χρησιμοποιεί ο Άγιος Γρηγόριος ο
Παλαμάς, και περί των οποίων γίνεται συζήτηση για δανεισμό από τον Ιερό
Αυγουστίνο, είναι ειλημμένοι τόσο από τη νηπτική Γραμματεία όσο, και κυρίως,
από την υμνολογία της Εκκλησίας, ιδίως από τους Τριαδικούς Κανόνες και τους Κανόνες
του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. (Ας διάβαζαν...). Σ᾽ αυτό συντείνει και η
επίκληση της λειτουργικής υμνολογικής πράξης της Εκκλησίας ως κριτηρίου ελέγχου
της Ορθοδοξίας από τον ίδιο τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά πλάι στην Αγία Γραφή
(Προφητικές και Αποστολικές αποδείξεις), το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας-
Κωνσταντινουπόλεως, τη συνοδική πράξη και τη μαρτυρία των εγκρίτων Αγίων Πατέρων. Για πλείονα την Εισήγηση: «Re-reading
the 150 Chapters of St. Gregory of Palamas.
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Πράξ.
ιστ´, 16-34, «16 Ἐγένετο δὲ πορευομένων
ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα
πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. 17 αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ
Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ
τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. 18 τοῦτο
δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι
εἶπε· Παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾽ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. 19 Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς
ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν,
ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς
ἄρχοντας, 20 καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι
ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες, 21 καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ
οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. 22 καὶ συνεπέστη ὁ
ὄχλος κατ᾽ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον
ῥαβδίζειν, 23 πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον
εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· 24 ὃς
παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν
ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. 25 Κατὰ
δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ
αὐτῶν οἱ δέσμιοι. 26 ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας,
ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι
πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. 27 ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ
καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς
δεσμίους. 28 ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. 29 αἰτήσας δὲ φῶτα
εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, 30 καὶ
προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· Κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα
σωθῶ; 31 οἱ δὲ εἶπον· Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ
καὶ ὁ οἶκός σου. 32 καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς
ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. 33 καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν
ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες
παραχρῆμα, 34 ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν,
καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ».
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ἰω. θ´, 1-38, «1
Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς
γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ
γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ
ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς
δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ
κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε
πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ
7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ
Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε
βλέπων. 8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν,
ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός
ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν
ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11
ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ
ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ
καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν
ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. 13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς
Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον
ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15
πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν
ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν
Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ
Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς
τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσι τῷ τυφλῷ
πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς
ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ
τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς
ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν
δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός
ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ
οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ
λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο
τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι
ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ
γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον
αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25
ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ
οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί
ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε
ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;
28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου·
ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 ἡμεῖς
οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ
θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς
ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾽ ἐάν τις θεοσεβὴς
ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι
ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ
ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ
ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν
αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;
36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37
εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν
μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω,
Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ».