Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Γεν. Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός (886-912) ανήγειρε στην Κωνσταντινούπολη, εντός των ανακτόρων, ναό προς τιμήν της Αγίας (1), στον οποίο ήσαν αποτεθειμένα τα ιερά λείψανά της. Είναι γνωστό ότι η θυγατέρα του αυτοκράτορος Αλεξίου Κομνηνού, ονόματι Βαρβάρα, σύζυγος του Ρώσου μεγάλου Δούκα του Κιέβου Σβιατοπόλκ Μιχαήλ, έφερε από την Κωνσταντινούπολη ιερά λείψανα της Αγίας, τα οποία και απετέθησαν στο ναό της Μονής Κιεβομιχαήλ, τον οποίο ανήγειρε ο Σβιατοπόλκ το 1108 (2).
Ένα τμήμα του ιερού λειψάνου της Αγίας έφθασε στη Βενετία την περίοδο της εξουσίας του δόγη Πέτρου Β΄ Orseolo (991-1009). Το έφερε στη Βενετία η Μαρία Αργυροπούλα, θεωρούμενη από τον Ιωάννη Διάκονο και τον Ανδρέα Δάνδολο θυγατέρα της αδελφής ή ακόμη και η ίδια αδελφή των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β΄ και Κωνσταντίνου Η΄, αλλά κυρίως, όπως συμπεραίνεται από το επίθετο, ήταν μια από τις αδελφές του μελλοντικού αυτοκράτορος Ρωμανού Γ΄, που είχε νυμφευθεί τον υιό του δόγη, Ιωάννη. Ο γάμος τελέσθηκε στην Κωνσταντινούπολη " in capela imperiali " από τον Πατριάρχη και οι αυτοκράτορες υπήρξαν παράνυμφοι, κρατώντας τις νυφικές κορώνες. Ο Ιωάννης Orseolo που συνοδευόταν από τον αδελφό του Όθωνα, έλαβε τον τίτλο του πατρικίου και η σύζυγος κατάφερε να λάβει από τον ηγεμόνα το προνόμιο να μεταφέρει μαζί της στη Βενετία το λείψανο της Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Στη Βενετία τοποθετήθηκε "in capela ducali" (στο δουκικό παρεκκλήσιο), δηλαδή στον ’γιο Μάρκο (3).
Το συζυγικό ζεύγος, μεταξύ των ετών 1002-1004 χάρηκε με τη γέννηση ενός υιού. Όμως, ο Ιωάννης πέθανε από πανώλη το έτος 1007 (4). Κατά το έτος 1009, την περίοδο εξουσίας του δόγη Όθωνος, δύο άλλα παιδιά του Πέτρου Orseolo, ο Orso, Επίσκοπος του Torcello, και η Felicita, ηγουμένη της μονής του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στο Torcello κατάφεραν να μετακομισθεί το λείψανο της Μεγαλομάρτυρος (μέγα τμήμα αυτού) στο ναό αυτής της μονής (5), ο οποίος μαρτυρείται κατά τον 18 ο αιώνα από τον Corner (6). Την εποχή των Ναπολεοντείων καταστροφών το λείψανο μετακομίσθηκε στο ναό του Αγίου Μαρτίνου, στη νήσο του Burano της Βενετίας, όπου το 1991 υπήρξε αντικείμενο αναγνωρίσεως (7).
Οι μαρτυρίες των Ρώσων προσκυνητών, που διέσχισαν την Κωνσταντινούπολη, κατά τον 13 ο αιώνα, μας βεβαιώνουν όμως για την παρουσία των λειψάνων της Μεγαλομάρτυρος (πρόκειται περί τμήματος αυτών) στο ναό που ήταν αφιερωμένος σ' αυτή, στην περιοχή του Βασιλίσκου, κοντά στο ναό της οσίας Ζηναΐδος. Ιδιαίτερα ενημερωτική είναι η σύντομη αναφορά που κάνει σ' αυτά ο Αντώνιος του Novgorod : «Τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας είναι τοποθετημένα στο ναό της και απ' το στήθος της, που ο θεός πέτρωσε, στάζουν αίμα και γάλα» 8. Στα μισά του επομένου αιώνα ο Στέφανος του Novgorod αναφέρει μόνο την τιμή στην κάρα της Αγίας (9).
Στην πραγματικότητα, κατά την χρονική περίοδο που ευρίσκεται ανάμεσα σ' αυτές τις δύο μαρτυρίες, τοποθετείται μια διαφορετική παράδοση σχετική με μια Βενετσιάνικη μετακομιδή του λειψάνου της Αγίας, που είναι πλήρως σύμφωνη αυτή τη φορά με το αφηγηματικό πρόσωπο της μετακομιδής λειψάνων, το επεξεργασμένο στη Βενετία την εποχή της Φραγκοκρατίας στην Ανατολή.
Οι δύο παραδόσεις είναι η έκφραση δυο διαφορετικών φάσεων της βαθιάς σχέσεως Βενετίας-Κωνσταντινουπόλεως, που καλλιεργείται ακόμη και όταν αναπτύσσεται με αντιθετικούς όρους. Η πρώτη, η αρχαιότερη και ισχυρότερη, εκφράζεται με τη διαδικασία του δώρου∙ είναι η αντανάκλαση της συνειδητής προσφοράς προς την πολιτιστική και πολιτική οικουμένη της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Η νεώτερη συνίσταται στην απόκτηση ιερών λειψάνων και κειμηλίων με τρόπους κλοπής και διαφθοράς από την πλευρά των Βενετών. Αναρωτιέται κανείς, αν είναι το πέρασμα από τη δυναμική της αφομοιώσεως σ' εκείνη της «άμιλλας».
Το έτος 1258, στην εποχή του δόγη Ranieri Zeno και ίσως με εντολή του ιδίου, ένας Βενετός πατρίκιος, ο Ραφαήλ Βασίλειος, μιλά με μεγάλο σεβασμό στον «prior» της εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, όπου τιμάται το λείψανο της Μάρτυρος, τον Συμεών ( δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για Έλληνα κληρικό ή για ένα μέλος του λατινικού κλήρου που λειτουργούσε σε μια από τις εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως που είχαν καταλάβει οι Δυτικοί) και αποκτά το πολύτιμο λείψανο, το οποίο, μετά την μετακομιδή του στη Βενετία, θα τοποθετηθεί στο ναό της Santa Maria Assunta dei Crociati ( ή των Crociferi ή των Croacchieri ) (10), που ονομάσθηκε κατόπιν των Gesuiti, μετά την ανοικοδόμηση, που θέλησαν οι Manin, μεταξύ των ετών 1713-1728 (11). Αυτή η Translatio, την οποία ο Corner πήρε από το Leggendario του Πέτρου Calo (12) και που αργότερα την χρησιμοποίησε ο Riant (13), γράφει ότι το λείψανο, αφού μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τη Νικομήδεια την εποχή του Ιουστινιανού, φυλασσόταν στην εκκλησία του Σωτήρος («quae graece dicitur Loco Pastu) (14).
Για την ταύτιση αυτού του τόπου της Κωνσταντινουπολίτικης λατρείας, πάντα αν πρόκειται για κάποιον από τους τριάντα ένα αφιερωμένους ναούς στο Χριστό Σωτήρα, που έχουν καταμετρηθεί μέχρι τώρα (15), μπορούν να διατυπωθούν μόνο υποθέσεις. Αν με τον όρο Pastu διαβάζεται η απλή μεταγραφή του ελληνικού παστού ( από το παστός-κάμαρα - κυρίως με την έννοια της «νυφικής καμάρας») (16), ή του πάστου από το πάστος (συμπόσιο και, κατ' επέκταση «σάλα συμποσίου») (17) τότε η ζητούμενη εκκλησία θα μπορούσε να είναι εκείνη της μονής του Χριστού του Ακαταλήπτου, του λεγομένου και μετά την Κάμαριν (18). Αν αντιθέτως, όλη η έκφραση θεωρηθεί μία κατά προσέγγιση λατινική μετάφραση ενός ελληνικού τοπωνυμίου, τότε, με βάση την ερμηνεία pastura, pascolo για τον όρο pastus (19), η εκκλησία θα μπορούσε να ταυτιστεί μ' εκείνη της μονής του Χριστού της Χώρας, της οποίας η πιο πιθανή ετυμολογία αναφέρεται στον αρχικά υπαίθριο χαρακτήρα της ιδρύσεώς της, και γι' αυτό στην «ύπαιθρο χώρα» (20).
Ένα άλλο τμήμα της κάρας της Αγίας Βαρβάρας, που φυλασσόταν στον λατινικό καθεδρικό ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο Κρήτης, μεταφέρθηκε στη Βενετία το έτος 1670, την παραμονή της πτώσεως της πόλεως στα χέρια των Τούρκων, μαζί με άλλα λείψανα που φυλάσσονταν εκεί: την αγία κάρα του Αποστόλου Τίτου, το μηρό του Αγίου Σάββα και την ασημοσκέπαστη εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντήτισσας που σήμερα ευρίσκεται στο ναό της Παναγίας της Υγείας (21). Από το θησαυρό του Αγίου Μάρκου το λείψανο της Μάρτυρος, «καλυμμένο μέχρι το στήθος με ασήμι, με κορώνα από επιχρυσωμένο χαλκό», μετακομίσθηκε στο ναό της Παναγίας ( Santa Maria Formosa ), παραχωρημένο με απόφαση της Συγκλήτου της 31 ης Ιανουαρίου 1671, στη Σχολή των Bombardieri, την προσκείμενη σ' εκείνο το ναό, η οποία είχε υποβάλει αίτηση και είχε προστάτιδα την Αγία (22).
________________________________________
(1) Μανουήλ Γεδεών, Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον, Κωνσταντινούπολις, 1899, σελ. 197.
(2) Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Ράμφου, Ἁγιολογικά μελετήματα, Αθήναι, 1987, σελ. Ζ -30-31.
(3) Andreae Danduli Chronica , IX, 1, ed. cit., σελ. 202. IV, 8, ed. cit. σελ.29. A. P. Frutaz, Paterno in onore di S. Barbara. Saggio agiografico - eortologico, Roma, 1977.
(4) D. M. Nikol, Venezia e Bisanzio , Milano, 1990, σελ. 69 ( Μετάφραση στην ιταλική ).
(5) Marin Sanudo, La vite dei dogi , ed. cit., σελ. 85, 140, 144.
(6) Fl. Corner, Ecclesiae venetae , cit., XII, σελ. 106-107, 433-434; cit., I, σελ. 116-117.
(7) C. Corrain, M. Capitanio, Ricognizioni di alcune reliquie, attribuite a santi orientali, conservate in Venezia , στο Quaderni di Scienze Anthropologiche, XXI (1995), αριθμ. 24, σσ. 46-49.
8. De Khitrowo, Itinéraires , cit., σελ. 106. Majeska, Russian Travelers , cit., σσ. 45, 387. Πρβλ. R. Janin, Les églises ., cit., σελ. 56. O. F. A. Meinardus, A Study of the Relics of Saints of the Greek Orthodox Church , στο Oriens Christianus. Hefte für die Kunde des christlichen Orients, LIV (1970), σελ. 149. D. M. Nikol, Venezia e Bisanzio , σελ. 243.
(9) De Khitrowo, Itinéraires , cit., σελ. 125. Majeska, Russian Travelers , cit., σσ. 45, 387. Πρβλ. R. Janin, Les églises., cit., σελ. 56.
(10) Fl. Corner, Ecclesiae venetae , cit., σελ. 180; XVII, σελ. 117. Marin Sanudo, La vite dei dogi , Introduzione ed. cit., σελ. 83. Πρβλ.
(11) S. Tramontin, II Kalendarium cit., σελ. 322. F. Onofri, Chronologia cit., σελ. 166.
(12) Translatio corporis s. Barbarae Virginis et Martyris Constantinopolim et inde Venetias auct. P. Calo, στο Fl. Corner, Ecclesiae venetae , cit., II σελ. 180-181. Πρβλ. D. M. Nikol, Venezia e Bisanzio , σελ. 243.
(13) P. Riant, Exuviae sacrae constantinopolitanae, I, Geneva, 1877, I σσ. 182-183. Πρβλ. S. Tramontin, Influsso cit., σελ. 810, σημ. 5.
(14) « Corpus beatae Barbarae in Constantinopolim est delatum tempore Justiniani imperatoris et in ecclesia S. Salvatoris, quae graece dicitur Loco Pastu collocatum », Fl. Corner, Ecclesiae Venetae cit., II, σελ. 180.
(15) R. Janin, Les églises., cit., σελ. 503-519.
(16) E. A. Sophocles, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Period , Cambridge (Mass ), 1914, s.v., σελ. 863. G. W. H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford, 1965, σελ. 1046.
(17) Glossarium ad scriptores mediae et infimae graecitatis ...auctore Carolo ...Du Cange ,Lugduni, 1688 (επανέκδοση εκ του πρωτοτύπου : Paris, 1943), s. v. col. 1126.
(18) R. Janin, Les églises., cit., σελ. 504-505.
(19) A. Forcellini, Lexicon totius latinitatis, Patavii, 1830, III, σελ. 237.
(20) R. Janin, Les églises., cit., σελ. 531-538. Γνωρίζουμε, μεταξύ άλλων, ότι ανάμεσα στα λείψανα που τιμώνταν στη μονή του Σωτήρος της Χώρας υπήρχε το σώμα του Αγίου Βαβύλα, Επισκόπου Νικομηδείας, μαζί με τα λείψανα των 84 ακολούθων και συντρόφων του στο μαρτύριο.
(21) R. Gallo, II Tesoro de S. Marco cit., σελ. 125. Niero, Reliquie cit., σελ. 184.
(22) R. Gallo, II Tesoro de S. Marco cit., σελ. 127. Fl. Corner, Ecclesiae venetae , cit., XVII σελ. 125.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.