Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα
τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.
ΚΥΡΙΑΚΗ Μετὰ τὴν ἑορτήν, ΙΕ´ Ματθαίου, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου, 4 Φεβρουαρίου 2024, (Αριθμ. 67b)
Β. 1. Το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα κατανοείται στο πλαίσιο ολόκληρης της Β´ Προς Κορινθίους Επιστολής, που είναι η ανακεφαλαίωση του Μωσαϊκού Νόμου από το Χριστό σε μία θεοφανική συνέχεια, χωρίς πισωγυρίσματα ως προς την τήρηση των Νομικών διατάξεων. Γι᾽ αυτό στο προηγούμενο κεφάλαιο ομιλεί ο Απόστολος Παύλος για τον εαυτό του ως διάκονο της Καινής Διαθήκης («ὃς καὶ ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος», Κορινθ. Β´, δ´, 6), ενώ στην αρχή του τέταρτου κεφαλαίου ομιλεί για «τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ» (Κορινθ. Β´, δ´, 4), συνδέοντας αυτόν τον φωτισμό με τη φωτοδοτική ενέργεια του Θεού στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου, όπως καταγράφεται στην αρχή του βιβλίου της Γενέσεως. Ο σκοπός του Αποστόλου Παύλου είναι διττός, αφενός μεν να απεγκλωβίσει τους Κορινθίους από κάποιους Ιουδαΐζοντες, οι οποίοι δημιουργούσαν προσκόμματα στην ανάπτυξη της αποστολικής κοινότητας της Κορίνθου, αφετέρου να υπομνήσει ότι το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι η ίδια η πίστη του Μωϋσέως και των Προφητών, ότι δεν είναι άλλος ο Θεός Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου και άλλος ο Χριστός, αλλά ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή του ανακαίνισε τον άνθρωπο δωρίζοντας το φωτισμό αυτής της αρχέγονης θεογνωσίας, να τον αναγνωρίσει ο άνθρωπος ως Δημιουργό του.
2. Ο δωρούμενος ανακαινισμός και ό, τι συνιστά τη διακονία του Ευαγγελίου δεν είναι μία αυτοϊκάνωση του ανθρώπου, αλλά επενέργεια της χάριτος του Θεού («ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν». Επ᾽ αυτού θέτει ο Απόστολος Παύλος ως παράδειγμα τον εαυτό του όχι ατομικά αλλά ως διάκονος, θεωρώντας επίσης όλες τις δυσκολίες στην αποστολική του διακονία ως σημεία της συμπορεύσεως με τον υποστάντα τα πάθη Χριστό, ώστε να καταυγασθεί ο καθείς ως μία οντότητα σωματικά και πνευματικά από το φως του Χριστού, όχι μόνος του αλλά με όλους τους Κορίνθιους και όλους τους εν Χριστώ πιστούς. Η χρήση του πληθυντικού αριθμού, είτε ως προς τη διακονία, είτε ως προς την πίστη και τη δωρεά της ζωής του Χριστού, μας προετοιμάζει για την εισαγωγή στην πρόσληψη της διακονίας εν Χριστώ όχι ως ατομική επιβράβευση αλλά ως λειτουργία του κοινού εκκλησιαστικού σώματος, ως δωρούμενη χάρη για τη σωτηρία του κοινού εκκλησιαστικού σώματος. Γι᾽ αυτό λέγεται, εξάλλου, ότι η σωτηρία δεν είναι μία ατομική υπόθεση, αλλά κοινή υπόθεση του εκκλησιαστικού σώματος, γιατί είναι κοινή η δωρεά του Χριστού, ο οποίος τα οστράκινα σκεύη, το νεκρωθέντα από το ίδιον θέλημα άνθρωπο, τόν ζωοποιεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ώστε να γίνει δεκτικός της κοινής ευλογίας, γενόμενος και πάλι τέκνο της βασιλείας του Θεού μετά πάντων.
Γ. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα έρχεται ως συνέχεια της συνάντησης του Χριστού με το Ζακχαίο και προέρχεται από την τελευταία ανάβαση του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ο νομικός που προσπαθεί να περιπαίξει το Χριστό με την ειρωνική, μάλιστα, εκφώνηση «διδάσκαλε», προέρχεται από την τάξη των Φαρισαίων. Στην ερώτηση «ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ» ο Χριστός απαντά ως Θεός όλων των ανθρώπων, όλων των Εθνών, γιατί, εκτός από την αγάπη προς το Θεό, θέτει πλάι και την αγάπη προς τον «πλησίον» και μάλιστα έμπρακτα, όχι με τα φαρισαϊκά αγαπούλικα λογάκια του κάθε απατεώνα, όπως έκανε και με το Ζακχαίο. Και, βέβαια, η συμπλήρωση του Δεκαλόγου γίνεται από το Χριστό με ένα τρόπο εκφαντορικό, παραδεικνύοντας τη θεότητά του, με το λόγο του Δαυίδ περί αυτού: «εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου».
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Β´ Κορινθ. δ´, 6-15: «6 ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 7 Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, 8 ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾽ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἐξαπορούμενοι, 9 διωκόμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἀπολλύμενοι, 10 πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. 11 ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. 12 ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. 13 ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, 14 εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. 15 τὰ γὰρ πάντα δι᾽ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ»».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.