Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΛΕΟΝΤΟΣ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ. 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Λέοντος Πάπα Ρώμης, 18 Φεβρουαρίου 2024, (Αριθμ. 69A)

Α. 1. Mε την Κυριακή ΙΖ´ Ματθαίου κλείνει ο κύκλος των Ευαγγελικών Αναγνωσμάτων εκ του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, που άρχισε την Κυριακή Α´ Ματθαίου, Κυριακή των Αγίων Πάντων, όπως έχει ήδη σημειωθεί κατά την προηγούμενη Κυριακή ΙΣΤ´ Ματθαίου.

2. α. Η Κυριακή ΙΖ´ Ματθαίου συμπίπτει φέτος με τη Μνήμη του Οσίου Πατρός Λέοντος Πάπα Ρώμης. Πρόκειται για Άγιο της συνοδικής πράξης της Εκκλησίας, διάκονο και διάδοχο του πάπα Κελεστίνου, ο οποίος είχε εκπροσωπηθεί ουσιαστικώς στην Γ´ Οικουμενική Σύνοδο από τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, κυρίως ως προς την αποδοχή και ομολογία του όρου Θεοτόκος για την Παναγία, ενός όρου που θησαυρίζεται τόσο από τον Άγιο Αθανάσιο, οικουμενικό Άγιο Πατέρα της Εκκλησίας και κριτήριο για την ερμηνεία της βαπτισματικής ομολογίας, όσο και από τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, τον κορυφαίο των Θεολόγων της ομοουσιότητος της Αγίας Τριάδος. Συγχρόνως ο όρος Θεοτόκος[1] (και όχι η άγαμη μητέρα του αθεότατου Χρυσαυγή και του συν αυτώ προστάτη της ατιμίας) αποτέλεσε το δογματικό ορισμό των Οικουμενικών Συνόδων Γ´-Ζ´ περί του τρόπου της πραγματικής και όχι φαινομενικής (δοκητιστικής) ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός κατά τη μαρτυρία των θεοπτών της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ήτοι της καθολικότητος της Εκκλησίας. Όταν την Θεοτόκο δεν σέβεται ο Χρυσαυγής, την Πεντάτευχο και το Μωϋσή θα λογαριάσει, ή και τους Αγίους Πατέρες της Χαλκηδόνος με τις «ξεπερασμένες» ρήσεις τους: «καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξεπαίδευσε καὶ τὸ τῶν πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε σύμβολον»! (Και νέο «σύμβολο», κατά τις επιταγές του μετανεωτερικού αθεότατου πολιτικού Προτεσταντισμού, θα κάνει, με δημιουργία χωρίς Δημιουργό και άνθρωπο χωρίς Θεό! Και τα περνάει αυτά και σε κείμενα που φέρονται ως του Πατριαρχείου. Να «χαίρονται», λοιπόν, όλοι τα κατορθώματά τους!).

β. Κατά το Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ημέρα της εορτής του Οσίου Λέοντος, Πάπα Ρώμης, καταγράφεται η δεκάτη εβδόμη Φεβρουαρίου με συνεορτασμό και του Ομολογητή Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανού, ο οποίος μαρτύρησε από το διωκτικό μένος Διοσκόρου και των συγκροτησάντων τη Ληστρική Σύνοδο του 449, αλλά και των ευσεβών βασιλέων Πουλχερίας και Μαρκιανού, οι οποίοι συγκάλεσαν την Δ´ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα το 451, ο Όρος της οποίας βασίσθηκε, κατά την καταγραφή του ίδιου του Όρου, στις Συνοδικές Επιστολές του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και την Επιστολή του Πάπα Λέοντα προς το Φλαβιανό[2]. Μάλιστα σημειώνεται έτι πλέον ότι τελείται η σύναξη αυτών στην Αγιώτατη Μεγάλη Εκκλησία «ἐν ἡμέρᾳ κυριακῆς». Ο αρχικός συνεορτασμός κρίνεται εύλογος, με δεδομένη την παρουσία και τη συμβολή όλων ως προς την ομολογία, ή την ερμηνεία του Συμβόλου της Πίστεως, ή τις αποφάσεις της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου εν Χαλκηδόνι, που αποτέλεσε το θρίαμβο της Ορθοδοξίας αλλά και της μεταβολής της αυτοκρατορίας σε χριστιανική βασιλεία, ως χαρισματική λειτουργία του κοινού σώματος των ρωμαίων πολιτών.

γ. Πάντως, ο Άγιος Θεοφάνης (778- 845), ποιητής του Κανόνα του Οσίου, και μάλλον όλης της Ακολουθίας του Αγίου Λέοντος, ζει σε μία εποχή που μάλλον είχε γίνει ο διαχωρισμός με μετάθεση στις 16 και 17 Φεβρουαρίου του Αγίου Φλαβιανού και των βασιλέων Πουλχερίας και Μαρκιανού. Εντύπωση προκαλεί η διατύπωση «ἀρετῶν ἰδέαις», που απαντά στα Στιχηρά, αλλά και στον Κανόνα, όσο και η μεταχρονισμένη ερμηνεία του όρου ἐνέργεια, όπως κάνει σε αρκετές περιπτώσεις ο Άγιος Θεοφάνης, που ποιεί Κανόνες Αγίων προγενέστερων της συνοδικής πράξης και ερμηνείας. Κατά τη γνώμη μου, ο Θεοφάνης ποιεί τον Κανόνα και γεραίρει τον Όσιο Λέοντα σε μία περίοδο που ανακύπτει η δεύτερη φάση της εικονομαχίας, και η καταφυγή στον εικονόφιλο θρόνο της Ρώμης παρείχε ελπίδα στους διωκόμενους.

 

Β. 1. Στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος με ένα έντονα προσωπικό τόνο, έχοντας κάνει έκκληση στους Κορίνθιους να κρατήσουν την ενότητα της εκκλησιαστικής τους κοινότητας, ανεξάρτητα από την προέλευση των πιστών, καθώς μάλιστα τους έχει εξηγήσει την ταυτότητα δικαιοσύνης και χάριτος, ως ενότητα πίστης στο Χριστό, προβάλλει τον ανακαινισμένο άνθρωπο κατά την καινή κτίση εν Χριστώ του πέμπτου κεφαλαίου ως κατάσταση υιοθεσίας, ως την καινή επαγγελία της αγιοσύνης και της καθαιρέσεως του αποστατικού πνεύματος της πτώσης. Ο λόγος του είναι συγκλονιστικός, γιατί αναλύει τα αποτελέσματα της υιοθεσίας με ένα λόγο προσφυγής στους Προφήτες και με άρση και της παραμικρής υποψίας υποτιμήσεως της γυναίκας, λέγοντας: «καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ». Εξίσου ο αγιασμός αφορά στην κάθαρση «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος». Και τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία στις μέρες μας, που περίσσεψε ο λόγος της σαρκολατρείας, της αρπακτικότητας, της εκμετάλλευσης και της απουσίας των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, τα οποία θεωρούνται ως πλεονέκτημα μόνο των ηλιθίων θυμάτων του κάθε εκκλησιαστικού απατεώνα.

 

Γ. 1. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της τελευταίας και εμβόλιμης φέτος Κυριακής με Αναγνώσματα εκ του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου προέρχεται από το δέκατο πέμπτο κεφάλαιο και είναι γνωστό ως η θεραπεία της δαιμονιζόμενης θυγατρός της Χαναναίας. Η περικοπή είναι θησαυρισμένη μεταξύ πλείστων θεοσημιών και θαυμάτων του Χριστού αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό του Ιωάννου του Προδρόμου. Στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο ο ὄχλος τον ακολουθεί στο Όρος, γίνεται το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, το περπάτημα πάνω στα κύματα, οι θεοσημίες στην περίχωρο της Γεννησαρέτ, και στην αρχή του δέκατου πέμπτου κεφαλαίου περιγράφεται η συνάντηση με τους γραμματείς και Φαρισαίους, οι οποίοι είχαν φτάσει από τα Ιεροσόλυμα, προφανώς, για να τον ανακρίνουν. Ακολουθεί ο έλεγχός τους για την υποκριτική τήρηση των τυπικών διατάξεων, καθώς κατηγορούσαν τους μαθητές περί μη τηρήσεως της νίψεως των χειρών, όπως και ο εντοπισμός των αμαρτιτικών παθών, τα οποία φθείρουν τον άνθρωπο, τον κάνουν ακάθαρτο: «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. ταῦτά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον· τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶ φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον», Ματθ. ιε´, 19-20. Ακριβώς μετά τον έλεγχο των Φαρισαίων και ενώ μέχρι τότε ο Χριστός εκινείτο στο χώρο της Γαλιλαίας, μιλώντας στον ὄχλο και ενεργώντας τις θεοσημίες προς όλους, σε ανοιχτούς χώρους, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι ο λόγος και τα έργα του απευθύνονται προς όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο προς τον Ισραήλ, καθώς η Γαλιλαία ήταν μία περιοχή είτε με επιμειξίες, είτε είχε και πληθυσμό Ρωμαίων και Ελλήνων, ο Ματθαίος σημειώνει στην αρχή του σημερινού Ευαγγελικού Αναγνώσματος ότι: «Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος», πορεύτηκε, δηλαδή, δυτικά και έφτασε στην περιοχή των δύο παραλιακών πόλεων και σπουδαίων λιμένων των Ρωμαίων, που κατοικούνταν, όπως ήταν φυσικό, από εθνικούς, ή από μία ποικιλία αλλογενών λαών. Όπως σ᾽ άλλη περίπτωση ο Χριστός εξέρχεται των ορίων της Γαλιλαίας στην απέναντι όχθη της Τιβεριάδος, στην περιοχή της Δεκάπολης, που κατοικείτο από εθνικούς, έτσι και στην περίπτωση της Τύρου και της Σιδώνος περνάει σε χώρο άλλων εθνών, για να σημάνει ότι η έλευσή του είναι για όλα τα Έθνη. Είναι η ίδια η κίνηση που έχει εξαγγελθεί με τη δράση και το λόγο των Προφητών, που σπάζουν την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα περί της γνώσεως και των εντολών του Θεού μόνο για τον Ισραήλ. Η συζήτηση με τη Χαναναία, μία αλλογενή γυναίκα με καταγωγή από τους εχθρούς του Ισραήλ, γίνεται περισσότερο, για να κατανοήσουν οι Μαθητές ότι η πίστη στον Υιό Δαυΐδ, τον Κύριο και Θεό του Ισραήλ, αφορά σε όλα τα Έθνη. Η Χαναναία ζητά τη θεραπεία της δαιμονιζόμενης θυγατρός με την αναφώνηση: «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Καθίσταται σαφές ότι η Χαναναία με όσα είχε ακούσει έχει αντιληφθεί ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και ως τέτοιο τον προσφωνεί και τον εκλιπαρεί. Σε αντίθεση με τους Φαρισαίους, που είναι πλήρεις εμπαθών λογισμών και κατέχονται υπό ακαθάρτων πνευμάτων και γι᾽ αυτό ανθίστανται, παρά τα διαβάσματά τους επί του Μωσαϊκού Νόμου, να αναγνωρίσουν τον Υιό Δαυΐδ, η Χαναναία ομολογεί το Χριστό ως τον αληθινό Θεό των Προφητών. Εντέλει ο Χριστός αναφωνεί: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης».

2. Πολύ συχνά ο Χριστός επιτελεί τα θαύματα και τις θεοσημίες συνδέοντάς τα με την πίστη των αποδεκτών ως ομολογία προς τον εξαγγελθέντα Θεό των Προφητών που θα έλθει «σαρκί». Δεν πρόκειται για μια πίστη σε κάποιο ανώτατο ον, που καταλύει τους νόμους της φύσης με μία μαγική, ή ακόμη υπερφυσική δύναμη, ή ένα κοινωνικό επαναστάτη που πείθει τον όχλο με τη δύναμη της πειθούς, ή μία φιλάνθρωπη προσωπικότητα που γοητεύει τον κόσμο με τις αρετές του. Ένα τέτοιο κήρυγμα κινείται στα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων μιας άκρως ηθικιστικής και περατής δραστηριότητος, ή της αθεότητος των τσαρλατάνων κάθε εποχής. Ο Χριστός επεφάνη, για να ανακαινίσει τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από κοινωνικές, φυλετικές και βιολογικές συμβάσεις και διακρίσεις. Η δωρούμενη σωτηρία, στη σημερινή περικοπή, σε μια γυναίκα και, ιδίως, στην κόρη της, έχει να κάνει με την πίστη, που είναι ανάκληση στην αρχική κατάσταση του ανθρώπου και την αποκατάσταση της σχέσης του με το δημιουργό Θεό όλου του ανθρώπινου γένους. Είναι μία πίστη οικουμενικών διαστάσεων και αφορά σε όλο το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας και της συγκαταβάσεως του Θεού, προκειμένου ο άνθρωπος να εισέλθει στην άκτιστη βασιλεία του Θεού μετά πάντων των Αγίων αυτού. Και γι᾽ αυτό λέμε ότι η πίστη και η σωτηρία είναι κοινό έργο και δώρημα και όχι ατομική υπόθεση. Και γι᾽ αυτό ο λόγος περί των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ενώπιον της οικουμενικότητος της πίστης των Προφητών και των Αποστόλων είναι ένας λόγος νηπιάζων, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, ένας λόγος των ισχυρών, για να ελέγχουν τους αδύνατους και να τους «κουνούν το τιμωρητικό τους χέρι», ή να τους διασύρουν ως πρωτόγονους προς χειραγώγησή τους.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Β´ Κορινθ. στ´, 16- ζ´, 1: «16 Τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. 17 διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, 18 καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.- 1 Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. ιε´, 21-28: «21 Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. 22 καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. 23 ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτουν αὐτὸν λέγοντες· Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. 24 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 25 ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. 26 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 27 ἡ δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. 28 τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης».



[1]. Από τον Όρο της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος: «Ἀλλ᾽ ἐπειδήπερ οἱ τῆς ἀληθείας ἀθετεῖν ἐπιχειροῦντες τὸ κήρυγμα διὰ τῶν οἰκείων αἱρέσεων τὰς κενοφωνίας ἀπέτεκον, οἳ μὲν τὸ τῆς τοῦ κυρίου δι᾽ ἡμᾶς οἰκονομίας μυστήριον παραφθείρειν τολμήσαντες καὶ τὴν θεοτόκος ἐπὶ τῆς παρθένου φωνὴν ἀπαρνούμενοι, οἳ δὲ σύγχυσιν καὶ κρᾶσιν εἰσάγοντες καὶ μίαν εἶναι φύσιν τῆς σαρκὸς καὶ τῆς θεότητος ἀνοήτως ἀναπλάττοντες καὶ παθητὴν τοῦ μονογενοῦς τὴν θείαν φύσιν τῇ συγχύσει τερατευόμενοι, διὰ τοῦτο πᾶσαν αὐτοῖς ἀποκλεῖσαι κατὰ τῆς ἀληθείας μηχανὴν βουλομένη παροῦσα νῦν αὕτη ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος τὸ τοῦ κηρύγματος ἄνωθεν ἀσάλευτον ἐκδιδάσκουσα ὥρισε προηγουμένως τῶν <τιη> ἁγίων πατέρων τὴν πίστιν μένειν ἀπαρεγχείρητον».

[2]. «Διὰ δὲ τοὺς τὸ τῆς οἰκονομίας παραφθείρειν ἐπιχειροῦντας μυστήριον καὶ ψιλὸν ἄνθρωπον εἶναι τὸν ἐκ τῆς ἁγίας παρθένου τεχθέντα Μαρίας ἀναιδῶς ληρῳδοῦντας τὰς τοῦ μακαρίου Κυρίλλου τοῦ τῆς Ἀλεξανδρέων ἐκκλησίας γενομένου ποιμένος συνοδικὰς ἐπιστολὰς πρός τε Νεστόριον καὶ τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἁρμοδίας οὔσας ἐδέξατο, εἰς ἔλεγχον μὲν τῆς Νεστορίου φρενοβλαβείας, ἑρμηνείαν δὲ τῶν εὐσεβεῖ ζήλῳ τοῦ σωτηρίου συμβόλου ποθούντων τὴν ἔννοιαν· αἷς καὶ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ τῆς μεγίστης καὶ πρεσβυτέρας Ῥώμης προέδρου τοῦ ἁγιωτάτου καὶ μακαρίου Λέοντος τὴν γραφεῖσαν πρὸς τὸν ἐν ἁγίοις ἐπίσκοπον Φλαβιανὸν ἐπ᾽ ἀναιρέσει τῆς Εὐτυχοῦς κακονοίας, ἅτε δὴ τοῦ μεγάλου Πέτρου ὁμολογίᾳ συμβαίνουσαν καὶ κοινήν τινα στήλην ὑπάρχουσαν κατὰ τῶν κακοδοξούντων, εἰκότως συνήρμοσε πρὸς τὴν τῶν ὀρθῶν δογμάτων βεβαίωσιν».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.