Του Αρχιμ. Παντελεήμονος Μανουσάκη (Αν. Καθηγητού Φιλοσοφίας)
Το Κείμενο εδώ:
Περί των Πατέρων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου: Πόσοι και Ποιοί Συμμετέχουν;
Με την πεποίθηση της συμβολής σε ένα γόνιμο διάλογο, θα ήθελα να αποπειραθώ να απαντήσω στις διάφορες αιτιάσεις
που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο κατά την Πεντηκοστή του τρέχοντος έτους. Και κατά
πρώτον, αναφορικά με το τεχνικό ζήτημα του αριθμού των επισκόπων που πρόκειται να συμμετάσχουν σε αυτήν.
Συν Θεώ, ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να συζητήσω προσεχώς τον σκοπό και την σημασία της σύγκλησης αυτής της Συνόδου καθώς και να απαντήσω σε κάποιες απο τις ενστάσεις σχετικώς με τα Συνοδικά κείμενα. Α. Περί των Πατέρων της Συνόδου: Πόσοι και Ποιοί Συμμετέχουν; Ερείδεται στην ιστορική παράδοση της Εκκλησίας η θρυλούμενη συμμετοχή όλων των ανἀ την οικουμένη επισκόπων κατά τις εργασίες των Οικουμενικών Συνόδων; Πόσοι επίσκοποι συμμετείχαν κατά την εν Νικαία Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο; Οι πηγές αναφέρουν 220 επισκόπους (τόσοι τουλάχιστον υπέγραψαν), ο Ευσέβιος αναφέρει 250, ο Μ. Αθανάσιος 300. Ο αριθμός που τελικώς καθιερώθηκε, αυτός των 318 Πατέρων, είναι μάλλον συμβολικός. Γράφει στην Εκκλησιαστική Ιστορία ο Στεφανίδης: Τον αριθμόν 318 ήδη ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος εσχέτισε προς τους 318 οικογενείς, δια των οποίων ο Αβρααάμ ενίκησε τους εχθρούς (Γεν. 14:14). Προέκυψεν εκ της επιθυμίας να δειχθή, ότι η κατά των Αρειανών νίκη ήτο προτετυπωμένη εν την Παλαιά Διαθήκη και θεόσδοτος.[1] Κατά την Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο συμμετείχαν μόνον 150 επίσκοποι, εφ᾽όσον η Σύνοδος αυτή συνεκλήθη αρχικώς ως σύνοδος του Ανατολικού κράτους και βραδύτερον αναγνωρίστηκε ως Οικουμενική. Κατά δε την Τρίτην Οικουμενική Σύνοδο οι συμμετέχοντες επίσκοποι δεν υπερέβησαν τους 160. Αργότερα και άλλοι επίσκοποι προσέθεσαν τις υπογραφές τους και ούτως ανήλθε ο αριθμός στους 200. Δικαιολογούν οι αριθμοί αυτοί την άποψη πως στις αρχαίες οικουμενικές συνόδους συμμετείχαν άπαντες οι ανά την οικουμένη επίσκοποι; Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί τα πρακτικά των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων. Γνωρίζουμε, όμως, τα πρακτικά της εν Εφέσω Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου τα οποία απαντούν στο ερώτημα όχι μόνον του αριθμού των συμμετεχόντων επισκόπων αλλά, και κυρίως, των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία γίνεται η επιλογή τους. Έτσι, διαβάζουμε στην sacra, δηλαδή στην επίσημη επιστολή διά την οποίας οι Αυτοκράτορες Θεοδόσιος (ο Β´) και Βαλεντιανός (ο Γ᾽) συγκαλούν την Γ᾽ Οικουμενική Σύνοδο, την εντολή όπως ο κάθε μητροπολίτης (στην ορολογία της περιόδου εννοείται ο κάθε πατριάρχης—εν προκειμένω η επιστολή απευθύνεται προς τον Αλεξανδρείας Κύριλλο, ανάλογες όμως επιστολές έλαβαν και οι υπόλοποι “Μητροπολίτες” δηλαδή οι Πατριάρχες): εἰς τὴν Ἐφεσίων τῆς Ἀσίας παραγενέσθαι κατ’ αὐτὴν τῆς ἁγίας πεντηκοστῆς τὴν ἡμέραν, ὀλίγους οὓς ἂν δοκιμάσειεν, ἐκ τῆς ὑπ’ αὐτὴν τεταγμένης ἐπαρχίας ἁγιωτάτους ἐπισκόπους εἰς τὴν αὐτὴν συνδραμεῖν παρασκευάσασα, ὥστε καὶ τοὺς ἀρκοῦντας ταῖς κατὰ τὴν αὐτὴν ἐπαρχίαν ἁγιωτάταις ἐκκλησίαις καὶ τοὺς τῇ συνόδῳ ἐπιτηδείους μηδαμῶς ἐλλεῖψαι.[2] Η αυτοκρατορική επιστολή της συγκλήσεως της Γ᾽ Οικουμενικής Συνόδου καθιστά σαφή τα επόμενα σημεία: α) Δεν συμμετέχουν άπαντες οι επίσκοποι αλλά, αντιθέτως, “ολίγοι.” β) Οι ολίγοι αυτοί επίσκοποι επιλέγονται απο τον Πρώτον στον οποίον έχουν την κανονική αναφορά τους και υπό του οποίου “δοκιμάστηκαν” («οὓς ἂν δοκιμάσειεν»), κρίθηκαν δηλαδή ως κατάλληλοι για την συγκεκριμένη αποστολή («τοὺς τῇ συνόδῳ ἐπιτηδείους»). Μάλιστα ανατίθεται ως ευθύνη του Πρώτου της εκάστης επαρχίας να προετοιμάσει τους επιλεχθέντας επισκόπους για την συμμετοχή τους στην Σύνοδο («εἰς τὴν αὐτὴν συνδραμεῖν παρασκευάσασα»). γ) Κάποιοι εκ των επισκόπων θα πρέπει να παραμείνουν στην επαρχία τους ώστε να έχουν την μέριμνα και την φροντίδα των εκεί εκκλησιαστικών πραγμάτων («τοὺς ἀρκοῦντας ταῖς κατὰ τὴν αὐτὴν ἐπαρχίαν ἁγιωτάταις ἐκκλησίαις») και να εξυπηρετήσουν τις λειτουργικές και ποιμαντικές ανάγκες της επαρχίας τους κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου. Τούτο, βεβαίως, δεν τους μειώνει καθώς και οι μεν και οι δε διακονούν εξίσου το σώμα της Εκκλησίας. Συμφώνως με τα κριτήρια αυτά, γνωρίζουμε πως ο Νεστόριος ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προσήλθε στην Έφεσο με μόλις 16 επισκόπους, με 16 επισκόπους εξεπροσωπήθη και η Παλαιστίνη, με 43 επισκόπους προσήλθε ο Αντιοχείας (ελάχιστοι σε σχέση με την επαρχία του), τον Αλεξανδρείας Κύριλλο συνόδευσαν πενήντα επίσκοποι (δηλαδή, οι μισοί της μητροπολιτικής επαρχίας του), ενώ οι περισσότεροι προσήλθαν απο τις γειτονικές επαρχίες της Εφέσου (περίπου 50). Μόλις δύο επίσκοποι εξεπροσώπησαν τον Ρώμης [3]. Καταρρίπτεται έτσι ως ανιστόρητη και ανεδαφική η κατηγορία κατά της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου περί της δήθεν πρωτοφανούς συμμετοχής ορισμένων μόνον και όχι όλων των επισκόπων ως γράφτηκε προσφάτως: «Η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. » Αντιθέτως, η αρχαιότερη σωζόμενη αυτοκρατορική sacra της Οικουμενικής Συνόδου που συνεκλήθη κατά την Πεντηκοστή (7 Ιουνίου) του 431 καταδεικνύει ως ξένη προς την κανονική και συνοδική παράδοση της Εκκλησίας την παράλογη απαίτηση της συμμετοχής όλων των επισκόπων στις εκτάκτως συγκληθήσας συνόδους.[4] Η δε επιλογή των “ολίγων” επισκόπων που διαθέτουν τα προσόντα για την συμμετοχή τους στην Σύνοδο («τοὺς τῇ συνόδῳ ἐπιτηδείους») ουδόλως απειλεί την εγκυρότητα της μελλούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Εφ᾽όσον η αλήθεια δεν κρίνεται ποσοτικώς, δηλαδή δεν προσμετράται αριθμητικώς, μια σύνοδος με περισσότερους επισκόπους δεν είναι περισσότερο κανονική απο μία σύνοδο με λιγότερους επισκόπους. Αντιθέτως, όσοι επιθυμούν να αναγάγουν την συμμετοχή όλων των ανα την οικουμένη επισκόπων σε κριτήριο κανονικότητος μιας συνόδου κινδυνεύουν να ακυρώσουν, άθελά τους, την κανονικότητα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, καθ᾽όσον καμία απο αυτές δεν πληρούσε την προϋπόθεση αυτή.
Συν Θεώ, ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να συζητήσω προσεχώς τον σκοπό και την σημασία της σύγκλησης αυτής της Συνόδου καθώς και να απαντήσω σε κάποιες απο τις ενστάσεις σχετικώς με τα Συνοδικά κείμενα. Α. Περί των Πατέρων της Συνόδου: Πόσοι και Ποιοί Συμμετέχουν; Ερείδεται στην ιστορική παράδοση της Εκκλησίας η θρυλούμενη συμμετοχή όλων των ανἀ την οικουμένη επισκόπων κατά τις εργασίες των Οικουμενικών Συνόδων; Πόσοι επίσκοποι συμμετείχαν κατά την εν Νικαία Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο; Οι πηγές αναφέρουν 220 επισκόπους (τόσοι τουλάχιστον υπέγραψαν), ο Ευσέβιος αναφέρει 250, ο Μ. Αθανάσιος 300. Ο αριθμός που τελικώς καθιερώθηκε, αυτός των 318 Πατέρων, είναι μάλλον συμβολικός. Γράφει στην Εκκλησιαστική Ιστορία ο Στεφανίδης: Τον αριθμόν 318 ήδη ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος εσχέτισε προς τους 318 οικογενείς, δια των οποίων ο Αβρααάμ ενίκησε τους εχθρούς (Γεν. 14:14). Προέκυψεν εκ της επιθυμίας να δειχθή, ότι η κατά των Αρειανών νίκη ήτο προτετυπωμένη εν την Παλαιά Διαθήκη και θεόσδοτος.[1] Κατά την Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο συμμετείχαν μόνον 150 επίσκοποι, εφ᾽όσον η Σύνοδος αυτή συνεκλήθη αρχικώς ως σύνοδος του Ανατολικού κράτους και βραδύτερον αναγνωρίστηκε ως Οικουμενική. Κατά δε την Τρίτην Οικουμενική Σύνοδο οι συμμετέχοντες επίσκοποι δεν υπερέβησαν τους 160. Αργότερα και άλλοι επίσκοποι προσέθεσαν τις υπογραφές τους και ούτως ανήλθε ο αριθμός στους 200. Δικαιολογούν οι αριθμοί αυτοί την άποψη πως στις αρχαίες οικουμενικές συνόδους συμμετείχαν άπαντες οι ανά την οικουμένη επίσκοποι; Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί τα πρακτικά των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων. Γνωρίζουμε, όμως, τα πρακτικά της εν Εφέσω Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου τα οποία απαντούν στο ερώτημα όχι μόνον του αριθμού των συμμετεχόντων επισκόπων αλλά, και κυρίως, των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία γίνεται η επιλογή τους. Έτσι, διαβάζουμε στην sacra, δηλαδή στην επίσημη επιστολή διά την οποίας οι Αυτοκράτορες Θεοδόσιος (ο Β´) και Βαλεντιανός (ο Γ᾽) συγκαλούν την Γ᾽ Οικουμενική Σύνοδο, την εντολή όπως ο κάθε μητροπολίτης (στην ορολογία της περιόδου εννοείται ο κάθε πατριάρχης—εν προκειμένω η επιστολή απευθύνεται προς τον Αλεξανδρείας Κύριλλο, ανάλογες όμως επιστολές έλαβαν και οι υπόλοποι “Μητροπολίτες” δηλαδή οι Πατριάρχες): εἰς τὴν Ἐφεσίων τῆς Ἀσίας παραγενέσθαι κατ’ αὐτὴν τῆς ἁγίας πεντηκοστῆς τὴν ἡμέραν, ὀλίγους οὓς ἂν δοκιμάσειεν, ἐκ τῆς ὑπ’ αὐτὴν τεταγμένης ἐπαρχίας ἁγιωτάτους ἐπισκόπους εἰς τὴν αὐτὴν συνδραμεῖν παρασκευάσασα, ὥστε καὶ τοὺς ἀρκοῦντας ταῖς κατὰ τὴν αὐτὴν ἐπαρχίαν ἁγιωτάταις ἐκκλησίαις καὶ τοὺς τῇ συνόδῳ ἐπιτηδείους μηδαμῶς ἐλλεῖψαι.[2] Η αυτοκρατορική επιστολή της συγκλήσεως της Γ᾽ Οικουμενικής Συνόδου καθιστά σαφή τα επόμενα σημεία: α) Δεν συμμετέχουν άπαντες οι επίσκοποι αλλά, αντιθέτως, “ολίγοι.” β) Οι ολίγοι αυτοί επίσκοποι επιλέγονται απο τον Πρώτον στον οποίον έχουν την κανονική αναφορά τους και υπό του οποίου “δοκιμάστηκαν” («οὓς ἂν δοκιμάσειεν»), κρίθηκαν δηλαδή ως κατάλληλοι για την συγκεκριμένη αποστολή («τοὺς τῇ συνόδῳ ἐπιτηδείους»). Μάλιστα ανατίθεται ως ευθύνη του Πρώτου της εκάστης επαρχίας να προετοιμάσει τους επιλεχθέντας επισκόπους για την συμμετοχή τους στην Σύνοδο («εἰς τὴν αὐτὴν συνδραμεῖν παρασκευάσασα»). γ) Κάποιοι εκ των επισκόπων θα πρέπει να παραμείνουν στην επαρχία τους ώστε να έχουν την μέριμνα και την φροντίδα των εκεί εκκλησιαστικών πραγμάτων («τοὺς ἀρκοῦντας ταῖς κατὰ τὴν αὐτὴν ἐπαρχίαν ἁγιωτάταις ἐκκλησίαις») και να εξυπηρετήσουν τις λειτουργικές και ποιμαντικές ανάγκες της επαρχίας τους κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου. Τούτο, βεβαίως, δεν τους μειώνει καθώς και οι μεν και οι δε διακονούν εξίσου το σώμα της Εκκλησίας. Συμφώνως με τα κριτήρια αυτά, γνωρίζουμε πως ο Νεστόριος ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προσήλθε στην Έφεσο με μόλις 16 επισκόπους, με 16 επισκόπους εξεπροσωπήθη και η Παλαιστίνη, με 43 επισκόπους προσήλθε ο Αντιοχείας (ελάχιστοι σε σχέση με την επαρχία του), τον Αλεξανδρείας Κύριλλο συνόδευσαν πενήντα επίσκοποι (δηλαδή, οι μισοί της μητροπολιτικής επαρχίας του), ενώ οι περισσότεροι προσήλθαν απο τις γειτονικές επαρχίες της Εφέσου (περίπου 50). Μόλις δύο επίσκοποι εξεπροσώπησαν τον Ρώμης [3]. Καταρρίπτεται έτσι ως ανιστόρητη και ανεδαφική η κατηγορία κατά της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου περί της δήθεν πρωτοφανούς συμμετοχής ορισμένων μόνον και όχι όλων των επισκόπων ως γράφτηκε προσφάτως: «Η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. » Αντιθέτως, η αρχαιότερη σωζόμενη αυτοκρατορική sacra της Οικουμενικής Συνόδου που συνεκλήθη κατά την Πεντηκοστή (7 Ιουνίου) του 431 καταδεικνύει ως ξένη προς την κανονική και συνοδική παράδοση της Εκκλησίας την παράλογη απαίτηση της συμμετοχής όλων των επισκόπων στις εκτάκτως συγκληθήσας συνόδους.[4] Η δε επιλογή των “ολίγων” επισκόπων που διαθέτουν τα προσόντα για την συμμετοχή τους στην Σύνοδο («τοὺς τῇ συνόδῳ ἐπιτηδείους») ουδόλως απειλεί την εγκυρότητα της μελλούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Εφ᾽όσον η αλήθεια δεν κρίνεται ποσοτικώς, δηλαδή δεν προσμετράται αριθμητικώς, μια σύνοδος με περισσότερους επισκόπους δεν είναι περισσότερο κανονική απο μία σύνοδο με λιγότερους επισκόπους. Αντιθέτως, όσοι επιθυμούν να αναγάγουν την συμμετοχή όλων των ανα την οικουμένη επισκόπων σε κριτήριο κανονικότητος μιας συνόδου κινδυνεύουν να ακυρώσουν, άθελά τους, την κανονικότητα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, καθ᾽όσον καμία απο αυτές δεν πληρούσε την προϋπόθεση αυτή.
[1] Αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία (Αθήνα, 1947), σελ. 176. Web page converted to PDF with the PDFmyURL PDF creation API! [2] Acta conciliorum oecumenicorum, επιμέλεια Ed. Schwartz, (Berlin: Walter de Gruyter, 1965), τομ. Ι, σελ. 115. [3] John McGuckin, Saint Cyril of Alexandria and the Christological Controversy, (Crestwood: St. Vladimir’s Seminary Press, 2004), σελ. 57-60. [4] Δεν θα πρέπει να συγχέονται οι τοπικές σύνοδοι της Εκκλησίας μια συγκεκριμένης επαρχίας με τις Γενικές ή Οικουμενικές Συνόδους: οι πρώτες αποτελούν ένα δομικό και θεσμικό χαρακτηριστικό της τοπικής Εκκλησίας και ως τέτοιο παραμένει σε συνεχή και διαρκή λειτουργία, εν αντιθέσει με τις εκτάκτως συγκληθήσας συνόδους, ως είναι οι Οικουμενικές, οι οποίες συγκαλούνται ακριβώς ως έκτακτο χαρισματικό γεγονός της Εκκλησίας (πρβλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, “Ὁ Συνοδικὸς Θεσμός: Ἱστορικά, Ἐκκλησιολογικὰ καὶ Κανονικὰ Προβλήματα,” Θεολογία 80:2 (2009), σελ. 5–41)